• Nenhum resultado encontrado

Honore De Balzac - Οι χωριάτες

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "Honore De Balzac - Οι χωριάτες"

Copied!
209
0
0

Texto

(1)

Honoré de Balzac

Οι χωριάτες

Les Paysans, 1844

Μετάφραση: Ε. Στεφανάκη

(2)

Ο ΠΥΡΓΟΣ

Στον κύριο Νατάν Αιγκ , 6 Αυγούστου 1823 Φίλε μου Νατάν, εσένα που κάνεις το κοινό να ονειρεύεται εξαίσια όνειρα με τις φαντασίες σου, θα σε κάνω να ονειρευτείς με την πραγματικότητα. Θα μου πεις μετά αν θα μπορούσε να κληροδοτήσει κάτι τέτοιο ο αιώνας μας στους Νατάν και τους Μπλοντέ του 1923! Θα μετρήσεις την απόσταση που μας χωρίζει από τον καιρό που οι διάφορες Φλορίν του XVIII αιώνα ξυπνούσαν κι εύρισκαν δικό τους ένα πύργο σαν την Αιγκ μέσα σ' ένα συμβόλαιο. Πολυαγαπημένε μου, αν πάρεις το γράμμα μου πρωί, θα δεις από το κρεβάτι σου, πενήντα περίπου λεύγες έξω από το Παρίσι, σ' ένα μεγάλο βασιλικό δρόμο, στην αρχή της Βουργουνδίας, δυο μικρά περίπτερα από κόκκινα τούβλα που τα ενώνει ή τα χωρίζει ένας πράσινος φράχτης... Σ' αυτό το σημείο άφησε η άμαξα το φίλο σου. Ένας φυσικός φράχτης από βάτα σαν ξέπλεκα μαλλιά περιβάλλει τα κιόσκια. Εδώ κι εκεί, υψώνεται μ' αυθάδεια μια συστάδα δέντρων. Πάνω στο γκρεμό, ωραία λουλούδια κολυμπάνε τις ρίζες τους σε πράσινα λιμνασμένα νερά. Δεξιά κι αριστερά, ο φράχτης συναντά δυο ξέφωτα. Το διπλό λιβάδι που ορίζει έχει χωρίς αμφιβολία ξεχερσωθεί. Απ' αυτά τα σκονισμένα κι έρημα περίπτερα, αρχίζει μια θαυμάσια δεντροστοιχία μ' αιωνόβιες φτελιές που οι φουντωτές κορφές τους σκύβουν η μια στην άλλη και σχηματίζουν ένα μεγαλόπρεπο θόλο. Το χορτάρι φυτρώνει ελεύθερο, μόλις διακρίνονται τα ίχνη από τις διπλές ρόδες των αμαξιών. Η ηλικία των φτελιών, το φάρδος της δεντροστοιχίας, η επιβλητική μορφή των περιπτέρων, το σκοτεινό χρώμα της πέτρας, όλα δείχνουν πως κάπου κοντά βρίσκεται ένας πύργος βασιλικός. Πριν να φτάσω στο φράχτη, από την κορυφή ενός από τα υψώματα που εμείς οι Γάλλοι αρκετά ματαιόδοξα τα ονομάζομε βουνά, και που στα πόδια του βρίσκεται το χωριό Κους, ο τελευταίος σταθμός, αγνάντεψα την απέραντη κοιλάδα της Αιγκ. Στο τέρμα της, ο μεγάλος δρόμος στρίβει κι οδηγεί κατ' ευθείαν στη μικρή επαρχία της La-Ville-aux-Fayes, όπου είναι θρονιασμένος ο ανιψιός του φίλου μας ντε Λυπώ. Από μακριά αυτήν την πλούσια κοιλάδα την πλαισιώνουν τα βουνά μιας μικρής Ελβετίας, που λέγεται Μορβάν. Στο βάθος του ορίζοντα, ξεπροβάλλουνε επιβλητικά τα απέραντα δάση ενός λόφου που τα διασχίζει ένα ποτάμι. Τα πυκνά αυτά δάση ανήκουν στην Αιγκ, στο μαρκήσιο ντε Ρονκερόλ και στον κόμη ντε Σουλάνζ, που οι πύργοι, τα πάρκα και τα χωριά τους, από μακριά, κάνουν πραγματικά τα φανταστικά τοπία του Μπρέγκελ. Αν αυτές οι λεπτομέρειες δεν σου φέρνουν στο νου όλους τους πύργους της Ισπανίας, που επιθύμησες να αποχτήσεις στη Γαλλία, δεν θα είσαι άξιος αυτής της διήγησης ενός κατάπληκτου Παριζιάνου. Επιτέλους, απόλαυσα μια εξοχή όπου η τέχνη συνυπάρχει με τη φύση χωρίς η μια να χαλάει την άλλη, όπου η τέχνη φαίνεται φυσική και η φύση είναι καλλιτεχνική. Συνάντησα την ίαση που τόσες φορές ονειρευτήκαμε: μια φύση θεριεμένη και όμορφη, ολόφωτη, κάτι άγριο και ατίθασο, μυστήριο, ασυνήθιστο. Πήδα το φράχτη τώρα και ακολούθα με. Όταν το περίεργο βλέμμα μου θέλησε ν' αγκαλιάσει, τη δεντροστοιχία που ο ήλιος μόνο στην ανατολή και τη δύση του μπορεί να διαπεράσει, ριγώνοντάς την με τις κάθετες ακτίνες του, ένα ύψωμα του εδάφους μου έκοψε τη θέα. Αλλά μετά τη στροφή ένα δασάκι κόβει τη δενδροστοιχία και βρισκόμαστε σ' ένα σταυροδρόμι. Στη μέση του υψώνεται ένας πέτρινος οβελίσκος, ακριβώς σαν ένα αιώνιο θαυμαστικό. Ανάμεσα από τις πέτρες αυτού του μνημείου που τελειώνει σε μια σφαίρα μ' αγκάθια (τι ιδέα!) κρέμονται κάτι λουλούδια κοκκινωπά ή κίτρινα, κατά την εποχή. Σίγουρα η Αιγκ χτίσθηκε από μια γυναίκα ή για μια γυναίκα, ένας άντρας δεν έχει τέτοιες κοκέτικες ιδέες, ο αρχιτέκτονας θα πήρε κάποιες οδηγίες. Αφού

(3)

διέσχισα το δάσος, που λες κι εκτελούσε χρέη φρουρού, έφθασα σ' ένα εξαίσιο ύψωμα. Στο βάθος, αναβρύζει ένα ρυάκι μ' ένα γεφύρι από μουχλιασμένες πέτρες σε θαυμάσιο χρώμα, το πιο ωραίο από τα μωσαϊκά που φτιάχνει ο χρόνος. Η δενδροστοιχία ακολουθεί το ρυάκι σε μια μαλακή πλαγιά. Πέρα μακριά φαίνεται ο πρώτος πίνακας: ένας μύλος και η νεροδεσιά του, το καλντερίμι και τα δέντρα του, οι πάπιες κι η απλωμένη μπουγάδα, το σπίτι του με την καλαμένια σκεπή, τα δίχτυα και το ιχθυοτροφείο του, χωρίς να λογαριάζομε και το παιδί του μυλωνά, που με είχε κιόλας πάρει το μάτι του. Όπου και να βρεθείς στην εξοχή, ακόμα κι αν νομίζεις πως είσαι μόνος, πάντα δυο μάτια κάτω από ένα μπαμπακερό σκουφί σε παρακολουθούνε. Ένας εργάτης παρατά την τσάπα του, ένας αμπελουργός ανασηκώνει την καμπουριασμένη πλάτη του, μια βοσκοπούλα με κατσίκες, αγελάδες ή πρόβατα σκαρφαλώνει σε μια ιτιά και σε κατασκοπεύει. Σε λίγο η δεντροστοιχία μεταβάλλεται σε μια αλέα με ακακίες που οδηγεί σ' ένα κιγκλίδωμα της εποχής που η μεταλλουργία έφτιαχνε εκείνα τα αέρινα διχτυωτά, τόσο όμοια με τις γραμμούλες των καλλιγράφων. Από κάθε μεριά του κιγκλιδώματος απλώνεται ένα χαντάκι που το περιβάλλουν λόγχες και ακόντια πολύ απειλητικά, πραγματικός σιδερένιος σκαντζόχοιρος. Εξ άλλου το κιγκλίδωμα είναι πλαισιωμένο από δυο «θυρωρεία», όμοια μ' εκείνα του παλατιού των Βερσαλλιών, και στεφανωμένα με βάζα κολοσσιαίων διαστάσεων. Το χρυσό των αραβουργημάτων είναι κόκκινο, η σκουριά έβαλε το χρώμα της. Αλλά αυτή η πόρτα —λέγεται πύλη της Δεντροστοιχίας— που αποκαλύπτει το Μεγάλο Δελφίνο που σ' αυτόν οφείλεται, μου φάνηκε παρ' όλα αυτά πολύ όμορφη. Στο τέλος κάθε τάφρου ξεκινάνε τείχη, ασοβάτιστα, όπου οι πέτρες, δεμένες μ' ένα κοκκινωπό πηλό, δείχνουν τις χίλιες αποχρώσεις τους: το κατακίτρινο της στουρναρόπετρας, το άσπρο της κιμωλίας, το σκουροκόκκινο της μυλόπετρας, και χίλια ιδιότροπα σχήματα. Όταν το πρωτοδείς, το πάρκο φαίνεται σκοτεινό, οι τοίχοι του είναι σκεπασμένοι από τα αναρριχητικά φυτά κι από τα δέντρα που εδώ και 50 χρόνια δεν γνώρισαν τσεκούρι. Θα 'λεγες πως είναι ένα δάσος που ξανάγινε παρθένο, ένα προνόμιο που μόνο τα δάση έχουν. Οι κορμοί τους κρύβονται από τις κληματίδες που μπλέκουν το ένα δέντρο με το άλλο. Τα γκι με το γυαλιστερό τους πράσινο κρέμονται από όλα τα κλαδιά, όπου μπόρεσε να φωλιάσει η υγρασία. Ξαναβρήκα τους γιγαντιαίους κισσούς, αυτά τα άγρια αραβουργήματα που δεν ανθίζουν παρά 50 λεύγες έξω από το Παρίσι, εκεί που η γη δεν κοστίζει αρκετά ακριβά ώστε να την τσιγκουνεύονται. Η τέτοια τέχνη θέλει πολύ έδαφος. Εκεί λοιπόν τίποτα δεν είναι επιτηδευμένο, η δικέλλα έχει πέσει σ' αχρηστία, τα αυλάκια των τροχών είναι γεμάτα νερό, εκεί ο βάτραχος γεννάει ήσυχος τους γυρίνους του, εκεί φυτρώνουν τα φίνα λουλούδια του δάσους, και τα ρείκια είναι τόσο όμορφα, όπως το Γενάρη, πάνω στο τζάκι σου, στο πλούσιο βάζο που σου 'φερε η Φλορίν. Αυτό το μυστήριο σε ζαλίζει, σου ξυπνά αόριστους πόθους. Οι μυρωδιές του δάσους, ευωδιές που ξετρελαίνουν τις λαίμαργες για ποίηση ψυχές, εκείνες τις ψυχές που αγαπούνε τα πιο αθώα βρύα, τα πιο φαρμακερά κρυπτόγαμα, την υγρή γη, τις ιτιές, τα βάλσαμα, το θυμάρι, τα πράσινα νερά του βάλτου, το στρογγυλεμένο αστέρι των κίτρινων νούφαρων· όλη αυτή η ρωμαλέα βλάστηση παραδίνεται στα ρουθούνια σου, παραδίνοντας συγχρόνως κάτι σα σκέψη, ίσως την ψυχή της. Σκέφθηκα τότε ένα ροζ φόρεμα να κυματίζει στη στροφή της αλέας. Η αλέα τελειώνει απότομα μ' ένα τελευταίο μπουκέτο, όπου τρέμουν οι σημύδες, οι ιτιές και τα άλλα δέντρα αυτής της οικογένειας με τους χαριτωμένους λυγερούς κορμούς, δέντρα ενός ελεύθερου έρωτα! Από κει φίλε μου, είδα μια λίμνη σκεπασμένη με νυμφαίες, φυτά με φύλλα πλατειά κι απλωτά ή μικρά και ντελικάτα, και πάνω της ένα πλοίο βαμμένο άσπρο μαύρο, που σαπίζει, κοκέτικο σαν τα πλεούμενα των βαρκάρηδων του Σηκουάνα κι ανάλαφρο σαν καρυδότσουφλο. Πέρα μακριά, υψώνεται ένας πύργος του 1560, με ζωηρόχρωμα κόκκινα τούβλα, πέτρες, πλαίσια στις γωνιές, και μεγάλα παράθυρα που αποτελούνται από μικρά τετράγωνα (ω Βερσαλλίες!). Η πέτρα είναι λαξευμένη πρισματικά, αλλά κοίλα, σαν το βενετσιάνικο παλάτι του Δόγη στη Γέφυρα των Στεναγμών. Αυτός ο πύργος δεν έχει τίποτα συνηθισμένο, μόνο το κεντρικό σώμα, απ' όπου κατεβαίνει ένα αλαζονικό πλατύσκαλο με δυο σκάλες περιστροφικές με κάγκελα στρογγυλεμένα λεπτά στο κάτω μέρος και φουσκωτά στη μέση. Αυτό το κύριο σώμα πλαισιώνεται από πυργίσκους με μικρά κωδωνοστάσια όπου το μολύβι ζωγραφίζει τα λουλούδια του, κιόσκια μοντέρνα με γαλαρίες και αγγεία μάλλον ελληνικού ρυθμού. Εκεί, φίλε μου, δε βλέπεις ίχνος συμμετρίας. Αυτές τις φωλιές, τις μαζεμένες στην τύχη, λες και τις ντύνουν πράσινα

(4)

δέντρα που το φύλλωμά τους κουνάει πάνω στις στέγες τις χίλιες μελαχρινές του βελόνες, συγκρατεί τα βρύα και δίνει ζωή στις ρωγμές που διασκεδάζουν το βλέμμα. Υπάρχει το ιταλικό πεύκο με την κόκκινη φλούδα και το μεγαλόπρεπο φύλλωμα. Υπάρχει ένας κέδρος ηλικίας δύο αιώνων, κλαίουσες ιτιές, ένα έλατο του Βορρά, μια βελανιδιά ακόμα ψηλότερη. Έπειτα μπροστά από τον κεντρικό πυργίσκο, δεντράκια παράξενα, ένα σμιλάκι κουρεμένο, που θυμίζει κάποιον παλιό καταστρεμμένο γαλλικό κήπο, μανόλιες και ορτανσίες. Μ' ένα λόγο, οι Απόμαχοι των ηρώων της φυτοκομίας, που αποκτούνε δόξες κι ύστερα ξεχνιούνται, όπως όλοι οι ήρωες. Μια καμινάδα με πρωτότυπα σκαλίσματα που έβγαζε πυκνό καπνό, μ' έπεισε ότι αυτό το εξαίσιο τοπίο δεν ήταν σκηνικό όπερας. Από την κουζίνα φαινότανε ότι υπάρχουνε ζωντανά όντα. Με φαντάζεσαι εμένα το Μπλοντέ, που στο Σαιν Κλου έχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι στις πολικές περιοχές, καταμεσής αυτού του φλογερού βουργουνδέζικου τοπίου; Ο ήλιος ξεχύνεται πύρινος, η αλκυόνα είναι στην όχθη της λίμνης, τα τζιτζίκια τραγουδούν, ο γρύλλος φωνάζει, οι σπόροι σκάνε, οι παπαρούνες αφήνουν τη μορφίνη τους σε γλυκά δάκρυα, όλα διαγράφονται με σαφήνεια στο σκοτεινό μπλε του αιθέρα. Κάτω η κοκκινωπή γη των αναχωμάτων ξεχειλίζει από κείνο το φυσικό χυμό που μεθά τα έντομα και τα λουλούδια, που μας καίει τα μάτια και μας μαυρίζει τα πρόσωπα. Το σταφύλι στρογγυλεύει οι κληματίδες πλέκουν ένα δίχτυ από λευκούς ιστούς, που η κομψότητά τους ντροπιάζει τους κατασκευαστές δαντέλλας. Τέλος, κατά μήκος του σπιτιού λάμπουν γαλάζια δελφίνια, φραγκοκάρδαμα στο χρώμα της αυγής, μοσχομπίζελα. Από μακριά έρχεται η ευωδιά από τα λουλούδια της πορτοκαλιάς και τα διατσέντα. Μετά την ποιητική έξαρση του δάσους, που με είχε κιόλας προετοιμάσει, έρχονταν τα ερεθιστικά αρώματα αυτού του βοτανικού σεραγιού. Ψηλά, στην κορφή του πλατύσκαλου, σαν τη βασίλισσα των λουλουδιών, δες τώρα μια γυναίκα στ' άσπρα, με μια ομπρέλα ντουμπλαρισμένη με λευκό μετάξι, κι όμως πιο λευκή από το μετάξι, πιο λευκή από τα κρίνα που βρίσκονται στα πόδια της, πιο λευκή από τ' αστεράκια των γιασεμιών που ξετρυπώνουν αδιάντροπα από τα κάγκελα, μια Γαλλίδα γεννημένη στη Ρωσία που μου είπε: «Δεν σας περίμενα πια!». Με είχε δει από τη στροφή. Πόσο έχουν όλες οι γυναίκες στο αίμα τους τη σκηνοθεσία, ακόμα κι οι πιο αθώες! Από το θόρυβο που έκαναν οι υπηρέτες κατάλαβα ότι καθυστέρησαν το γεύμα μέχρι να φθάσει η άμαξα. Δεν είχε τολμήσει να 'ρθει να με προϋπαντήσει. Αυτό δεν είναι το όνειρό μας, αυτό δεν είναι το όνειρο όλων των εραστών του κάλλους, κάτω από κάθε μορφή, του σεραφικού κάλλους που έβαλε στο «Γάμο της Παρθένας» ο Λουίνι, σ' αυτή την ωραία τοιχογραφία στο Σαρόνο, του κάλλους που βρήκε ο Ρούμπενς για τη συμπλοκή της «Μάχης του Θερμοδόν», του κάλλους που καλλιέργησαν πέντε αιώνες στους καθεδρικούς ναούς της Σεβίλλης και του Μιλάνου, του κάλλους των Σαρακηνών της Γρανάδας, του κάλλους του Λουδοβίκου XIV στις Βερσαλλίες, του κάλλους των Άλπεων και του κάλλους της Λιμάν; Απ' αυτή την ιδιοκτησία, που δεν έχει τίποτα υπερβολικά πριγκιπικό, ούτε πάλι τίποτα χυδαία υλικό, αλλά όπου μένουν μαζί ο πρίγκιπας κι ο κτηματίας, πράγμα που εξηγεί πολλά, εξαρτιόνται δυο χιλιάδες εκτάρια δάση, ένα πάρκο 900 στρεμμάτων, ο μύλος, τρία τσιφλίκια, μια τεράστια αγροικία στο Κους και αμπέλια με εισόδημα γύρω στις 72 χιλιάδες φράγκα. Αυτή είναι η Αιγκ, αγαπητέ μου, όπου με περίμεναν εδώ και δυο χρόνια. Τούτη τη στιγμή βρίσκομαι στο «περσικό δωμάτιο», που προορίζεται για τους επιστήθιους φίλους. Ψηλά από το πάρκο, προς τη μεριά του χωριού, ξεκινούν καμιά δωδεκαριά πηγές καθαρές, διάφανες που έρχονται από το Μορβάν και χύνονται όλες στη λίμνη, αφού πρώτα στολίσουν με τις υγρές κορδέλες τους τους θαυμάσιους κήπους του. Το όνομα της Αιγκ βγαίνει απ' αυτά τα τρισχαριτωμένα ρυάκια. Στους παλιούς τίτλους η περιοχή αναφέρεται με τ' όνομα Βιβ, αντιστροφή της Αιγκ-Μορτ. Η λίμνη καταλήγει στο ρυάκι της δεντροστοιχίας με ένα φαρδύ κανάλι ίσιο, πλαισιωμένο από κλαίουσες ιτιές σ' όλο του το μήκος. Αυτό το κανάλι είναι χάρμα ομορφιάς. Όταν πλέει κανείς πάνω του θαρρεί πως βρίσκεται κάτω από το νάρθηκα μιας τεράστιας εκκλησιάς, που το χορό της τον αποτελούν τα κτίσματα που βρίσκονται στην όχθη. Όταν το ηλιοβασίλεμα ρίχνει στον πύργο τους

(5)

πορτοκαλιούς του τόνους που διακόπτονται από τις σκιές, κι ανάβει το γυαλί των παραθυρόφυλλων, λες και βλέπεις φλεγόμενα βιτρό. Στο τέλος του καναλιού αντικρίζεις το χωριό Μπλανζύ, 60 σπίτια πάνω - κάτω, μια γαλλική εκκλησία, δηλαδή ένα κακοσουλουπωμένο σπίτι μ' ένα ξύλινο καμπαναριό που στηρίζει μια σκεπή από σπασμένα κεραμίδια. Διακρίνεται ένα πρεσβυτέριο και ένα αστικό σπίτι. Η κοινότητα είναι αρκετά μεγάλη, αποτελείται από διακόσια αραιά σπίτια, που έδρα τους είναι η πολίχνη. Η κοινότητα έχει εδώ κι εκεί μικρούς κήπους, οι δρόμοι έχουνε στις δύο πλευρές τους δέντρα καρποφόρα. Οι κήποι, πραγματικά χωριάτικοι κήποι, έχουν απ' όλα: λουλούδια, κρεμμύδια, λάχανα και κληματαριές, φραγκοσταφυλιές και πολλή κοπριά. Το χωριό φαίνεται ασήμαντο, είναι αγροτικό, έχει εκείνη την όμορφη απλότητα που τόσο ζηλεύουν οι ζωγράφοι. Τέλος, στο βάθος διακρίνεται η μικρή πόλη Σουλάνζ, στην άκρη μιας μεγάλης λίμνης, σαν μια οικοδομή στην λίμνη του Τουν.1 Όταν περιπλανιέσαι σ' αυτό το πάρκο με τις τέσσερις πύλες του, η Αρκαδία της μυθολογίας σου φαίνεται άχαρη σαν τη Μπως. Η Αρκαδία είναι στη Βουργουνδία κι όχι στην Ελλάδα, η Αρκαδία είναι στην Αιγκ κι όχι αλλού. Στο κάτω μέρος του τσιφλικιού κυλάει ένα ποτάμι σχηματισμένο από ρυάκια. Οι φιδίσιες κορδέλες του δίνουνε μια δροσερή γαλήνη στο τοπίο, έναν τόνο μοναξιάς που σου φέρνει στο νου τα μοναστήρια. Κι αλήθεια, σ' ένα τεχνητό νησάκι βρίσκονται ακόμα τα ερείπια ενός μεγαλόπρεπου μοναστηριού, που η εσωτερική του χάρη είναι αντάξια του τρυφηλού τραπεζίτη που το 'χτισε. Η Αιγκ, αγαπητέ μου, ήταν ιδιοκτησία εκείνου του Μπουρέ που ξόδεψε δυο εκατομμύρια για να δεχτεί μια φορά το Λουδοβίκο XV. Πόσα παράφορα πάθη, πόσα εκλεπτυσμένα πνεύματα και ευτυχισμένες περιστάσεις χρειάστηκαν για να δημιουργηθεί αυτός ο ωραίος τόπος; Μια μαιτρέσα του Ερρίκου IV ξανάχτισε τον πύργο και τον ένωσε με το δάσος. Ύστερα πέρασε στην ευνοούμενη του Μεγάλου Δελφίνου, την κυρία Σουέν, που επέκτεινε την ιδιοκτησία, αγοράζοντας μερικά αγροκτήματα. Ο Μπουρέ διακόσμησε τον πύργο με το εξεζητημένο στυλ των μικρών σπιτιών του Παρισιού, για το χατίρι μιας πριμαντόνας. Σ' αυτόν οφείλεται και η ανακαίνιση του ισόγειου σε στυλ Λουδοβίκου XV. Έμεινα έκθαμβος, όταν αντίκρισα την τραπεζαρία. Πρώτα τράβηξαν τη ματιά μου οι τοιχογραφίες του ταβανιού, ζωγραφισμένες σύμφωνα με το ιταλικό γούστο και τα πιο ιδιότροπα αραβουργήματα. Σε κανονικές αποστάσεις, γυναίκες που τα μέλη τους καταλήγουν σε φυλλώματα κρατάνε στο κεφάλι πανέρια φρούτων απ' όπου ξετυλίγονται τα φυτικά κοσμήματα του ταβανιού. Στα τύμπανα (που χωρίζουν τις γυναίκες) κάποιος άγνωστος ζωγράφος απαθανάτισε με θαυμαστή δύναμη όλες τις δόξες του τραπεζιού: σολομούς, κεφάλια από αγριογούρουνα, κοχύλια, όλο τον κόσμο των εδεσμάτων, που ανταγωνίζεται με τις πιο παράξενες φαντασίες της Κίνας, της χώρας που, κατά τη γνώμη μου, καταλαβαίνει καλύτερα τη διακοσμητική τέχνη. Ένα κουδουνάκι επιτρέπει στην οικοδέσποινα να καλεί τους υπηρέτες όταν θέλει, χωρίς να διακόπτουν τις συζητήσεις ή να χαλάνε την ατμόσφαιρα. Στα ανώφλια είναι ζωγραφισμένες αισθησιακές σκηνές. Τα φατνώματα είναι διακοσμημένα από μαρμάρινα μωσαϊκά. Η αίθουσα θερμαίνεται από κάτω. Απ' όλα τα παράθυρα η θέα είναι εξαίσια. Αυτή η αίθουσα επικοινωνεί από τη μια μεριά με το λουτρό κι από την άλλη μ' ένα μπουντουάρ που βλέπει στο σαλόνι. Οι τοίχοι του λουτρού είναι ντυμένοι με ανάγλυφες πλάκες Σεβρών, το πάτωμα είναι μωσαϊκό και η μπανιέρα μαρμάρινη. Σ' ένα κοίλωμα, κρυμμένο με μια χαλκογραφία που σηκώνεται μ' ένα μοχλό, βρίσκεται ένα κρεβάτι με επιχρυσωμένο ξύλο σε στυλ Πομπαντούρ. Το ταβάνι είναι από κυανό και χρυσό. Τα σχέδια στους τοίχους έγιναν σύμφωνα με κείνα του Μπουσέ. Έτσι, το μπάνιο, το τραπέζι κι ο έρωτας είναι ενωμένα. Μετά από το σαλόνι, φίλε μου, που έχει όλη τη μεγαλοπρέπεια του στυλ Λουδοβίκου XIV, έρχεται η αίθουσα του μπιλιάρδου, που εγώ τουλάχιστον δε βρίσκω αντάξιά της σ' όλο το Παρίσι. Η είσοδος 1 Λίμνη στο καντόνι της Βέρνης, στην Ελβετία.

(6)

αυτού του ισόγειου είναι ένας προθάλαμος ημικυκλικός. Στο βάθος του μια πολύ κοκέτικη σκάλα οδηγεί σε διαμερίσματα κτισμένα σε διαφορετικές εποχές. Και να σκεφθείς πως έκοψαν το λαρύγγι σε τόσους φοροεισπράκτορες το 1793! Θεέ μου! Πώς δεν καταλαβαίνουν ότι τα θαύματα της τέχνης είναι αδύνατα χωρίς τις μεγάλες περιουσίες και μια εξασφαλισμένη τάξη πραγμάτων; Αν η Αριστερά θέλει οπωσδήποτε να σκοτώσει τους βασιλιάδες, ας μας αφήσει τουλάχιστον μερικούς μικρούς πρίγκιπες, μεγάλους όσο τίποτα! Όλα αυτά τα πλούτη ανήκουν σήμερα σε μια νεαρή γυναίκα με καλλιτεχνικές τάσεις, που όχι μόνο τα επιδιόρθωσε θαυμάσια, αλλά και τα διατηρεί με στοργή. Υποτιθέμενοι φιλόσοφοι που ασχολούνται με τον εαυτό τους με ύφος σαν να ασχολούνται με την Ανθρωπότητα, θεωρούν αυτά τα ωραία πράγματα εκκεντρικότητες. Χάσκουν μπροστά στα εργαστήρια μπαμπακερών και τις ανόητες εφευρέσεις της μοντέρνας βιομηχανίας λες κι είμαστε σήμερα πιο μεγάλοι και πιο ευτυχισμένοι από τον καιρό του Ερρίκου IV, του Λουδοβίκου XIV και του Λουδοβίκου XV, που όλοι τους έχουν αφήσει τη σφραγίδα της βασιλείας τους στην Αιγκ. Ποιο παλάτι, ποιο βασιλικό πύργο, ποιες κατοικίες, ποια καλλιτεχνήματα, ποια χρυσοκέντητα υφάσματα θα αφήσουμε εμείς; Οι φούστες των γιαγιάδων μας είναι σήμερα περιζήτητες για ταπετσαρίες. Εγωιστές επικαρπωτές, σπαγκοραμμένοι, τα καταστρέφομε όλα, φυτεύομε λάχανα εκεί που άλλοτε υψώνονταν θαύματα. Χτες, το αλέτρι πέρασε πάνω από το Περσάν, που ξετίναξε οικονομικά τον καγκελάριο Μωπού, το σφυρί κατάστρεψε το Μονμορανσύ, που στοίχισε τρελά ποσά σ' έναν από τους Ιταλούς του περιβάλλοντος του Ναπολέοντα. Τέλος, το Βαλ, δημιουργία του Ρενιώ Σαιν Ζαν Ντ' Ανζελύ, το Κασσάν, χτισμένο για μια μαιτρέσα του πρίγκιπα ντε Κοντί, συνολικά 4 βασιλικές κατοικίες, εξαφανίστηκαν όλες στην κοιλάδα του Ουάζ. Ετοιμάζομε γύρω από το Παρίσι μια ρωμαϊκή εξοχή για την επομένη μιας λεηλασίας που θα σαρώσει τους γύψινους πύργους μας και τις χάρτινες διακοσμήσεις μας. Βλέπεις, φίλε μου, πού μας οδηγεί η συνήθεια της δημοσιογραφικής φλυαρίας. Σου σκάρωσα ολόκληρο άρθρο. Έχει λοιπόν και το πνεύμα, σαν τους δρόμους, την πεπατημένη του. Σταματώ, γιατί κλέβω το επάγγελμά μου, κλέβω τον ίδιο τον εαυτό μου και σίγουρα θα χασμουριέσαι. Η συνέχεια αύριο. Ακούω το δεύτερο κουδούνισμα που μας αναγγέλλει ένα από κείνα τα πλούσια γεύματα, που εμάς εδώ και πολύ καιρό, μας κάνανε να ξεχάσομε τα παρισινά εστιατόρια. Άκουσε τώρα την ιστορία της Αρκαδίας μου. Στα 1815, πέθανε στην Αιγκ η πιο διεφθαρμένη γυναίκα του περασμένου αιώνα, μια τραγουδίστρια ξεχασμένη κι απ' την γκιλοτίνα κι απ' την αριστοκρατία, κι απ' τη διανόηση κι απ' το χρήμα, αφού ανακατεύτηκε με το χρήμα, τη διανόηση και την αριστοκρατία και πλησίασε τη γκιλοτίνα, ξεχασμένη όπως τόσες χαριτωμένες γριούλες, που πάνε στην εξοχή να ξεπλύνουν τα αμαρτήματα της νιότης τους και ανταλλάσσουν τον έρωτά τους μ' έναν άλλο, τον άντρα με τη φύση. Αυτές οι γυναίκες ζούνε με τα λουλούδια, με τις ευωδιές του δάσους, με τον ουρανό, τα παιγνιδίσματα του ήλιου, μ' ό,τι τραγουδά, πάλλει, λάμπει και φυτρώνει, τα πουλιά, τις σαύρες, τα λουλούδια και τα χόρτα. Αγνοούν τα πάντα, δεν έχουν απορίες, αγαπούν ακόμα. Αγαπούν τόσο καλά, που ξεχνούν τους δούκες, τους ναυάρχους, τις αντιζηλίες, τους φοροεισπράκτορες, τις τρέλες τους, την ξέφρενη πολυτέλειά τους, τα διαμαντικά και τα στρας τους, τα ψηλοτάκουνα πασούμια τους, τα φτιασίδια τους, για τις χαρές της εξοχής. Μάζεψα πολύτιμες πληροφορίες, αγαπητέ μου για τα γηρατειά της δεσποινίδος Λαγκέρ, γιατί τα γηρατειά των κοριτσιών σαν τη Φλορίν, τη Μαριέττα, τη Σουζάνα του Βαλ - Νομπλ και την Τούλια, μ' ανησυχούνε από καιρό σε καιρό με τον ίδιο τρόπο που θ' ανησυχούσε ένα παιδί για την τύχη των παλιών φεγγαριών. Το 1790, η δις Λαγκέρ, τρομαγμένη από την πολιτική κατάσταση, εγκαταστάθηκε στην Αιγκ, που την αγόρασε για χάρη της ο Μπουρέ. Εκεί είχαν περάσει μαζί πολύν καιρό. Η τύχη της

(7)

Ντυμπαρρύ την τρόμαζε τόσο που έθαψε τα διαμαντικά της. Ήταν τότε μόλις πενήντα τριών χρόνων. Και κατά τα λεγόμενα της καμαριέρας της, που παντρεύτηκε ένα χωροφύλακα και έγινε κυρία Σουντρύ και τώρα τη φωνάζουν «κυρία δημαρχίνα», η «κυρία» ήταν πιο ωραία από ποτέ. Αγαπητέ μου, η φύση θα 'χει σίγουρα τους λόγους της για να μεταχειρίζεται αυτού του είδους τα πλάσματα σαν παραχαϊδεμένα παιδιά. Οι υπερβολές, αντί να τις σκοτώνουν, τις τρέφουν, τις διατηρούν, τις ξανανιώνουν. Κάτω από το λυμφατικό παρουσιαστικό τους έχουν νεύρα που κρατάνε γερά έναν θαυμάσιο σκελετό. Είναι πάντα όμορφες για τους ίδιους λόγους που θ' ασχήμιζαν κάθε ενάρετη γυναίκα. Σίγουρα η τύχη δεν έχει ηθική. Η δεσποινίς Λαγκέρ έζησε άψογα, δεν μπορούμε βέβαια να πούμε σαν αγία, μετά από την περίφημη περιπέτειά της. Ένα βράδυ, ύστερα από μια ερωτική απογοήτευση, το έσκασε από την Όπερα, ντυμένη με τα ρούχα του θεάτρου, πήγε στους αγρούς κι έκλαψε όλη τη νύχτα στο χαντάκι του δρόμου (έχουν συκοφαντήσει τον έρωτα στην εποχή του Λουδοβίκου XV;). Τόσο πολύ είχε ξεσυνηθίσει να βλέπει την αυγή, που τη χαιρέτησε τραγουδώντας την πιο ωραία της άρια. Η πόζα της και τα φανταχτερά της φουστάνια τράβηξαν τους χωριάτες, που παραξενεμένοι από τις χειρονομίες της, τη φωνή και την ομορφιά της, την πέρασαν για άγγελο και έπεσαν στα γόνατα μπροστά της. Αν έλειπε ο Βολτέρος, θα 'χαμε ένα ακόμη θαύμα κάτω από το Μπανιολέ.1 Δεν ξέρω αν ο θεούλης θα λάβει υπ' όψη του την όψιμη αρετή αυτής της δεσποινίδας, γιατί ο έρωτας προξενεί πάντα αηδία σε μια γυναίκα τόσο μπουχτισμένη από έρωτα, όπως πρέπει να είναι μια διεφθαρμένη της παλιάς Όπερας. Η Λαγκέρ γεννήθηκε το 1740, η καλή της εποχή ήταν γύρω στα 1760, όταν ο κύριος ντε... (μου διαφεύγει το όνομά του) ονομάστηκε πρώτος υπάλληλος του πολέμου,2 Όταν ο Βοναπάρτης έγινε πρώτος ύπατος, πούλησε τα διαμαντικά της και μεγάλωσε την ιδιοκτησία της με κτήματα της εκκλησίας. Σα γνήσιο κορίτσι της Όπερας δεν είχε ιδέα από επιχειρήσεις κι αντί να διευθύνει η ίδια την περιουσία της, άφησε τη διαχείριση σ' έναν επιστάτη κι αυτή ασχολήθηκε μόνο με το πάρκο, τα λουλούδια και τα φρούτα. εξ αιτίας του δεσμού του μαζί της. Άφησε το όνομά της, που ήταν τελείως άγνωστο στην περιοχή, κι ονομάστηκε η κυρία της Αιγκ, για να προφυλαχτεί καλύτερα σ' αυτή τη γη, που τη διαμόρφωσε με βαθύ καλλιτεχνικό γούστο. Όταν πέθανε η δεσποινίδα την έθαψαν στο Μπλανζύ κι ο συμβολαιογράφος της Σουλάνζ, αυτής της μικρής πόλης, που βρίσκεται ανάμεσα στη La-Ville-aux-Fayes και το Μπλανζύ, κι είναι η πρωτεύουσα του καντονιού, έκανε μια λεπτομερή απογραφή της περιουσίας της και κατάφερε να ανακαλύψει τους κληρονόμους της τραγουδίστριας, πράγμα που κανείς δεν το περίμενε. Έντεκα οικογένειες μικροκαλλιεργητών που μένανε σε τρώγλες στα περίχωρα της Αμιένης ξύπνησαν μια μέρα σε μεταξωτά σεντόνια. Χρειάστηκε να γίνει δημοπρασία. Ο Μονκορνέ, που είχε κάνει λεφτά στην Ισπανία και την Πομερανία, 1 Ανατολικό προάστιο των Παρισίων. 2 Λογοπαίγνιο με το επίθετό της, που σημαίνει: «ο πόλεμος».

(8)

έδωσε περίπου 11.100.000 φράγκα κι αγόρασε την Αιγκ μαζί με την επίπλωση. Αυτός ο ωραίος τόπος έπρεπε πάντοτε ν' ανήκει στο Υπουργείο Πολέμου1 Φίλε μου, για να εκτιμήσεις την κόμισσα πρέπει να ξέρεις ότι ο στρατηγός είναι ένας βίαιος άνθρωπος, αιματώδης, πέντε πόδια και εννέα δάχτυλα ψηλός, γερός σαν ταύρος, με χοντρό λαιμό και πλάτες σιδερά, που θ' ανάδειχναν περίφημα τον πολεμικό του θώρακα. Ο Μονκορνέ ήταν ο αρχηγός του ιππικού στη μάχη του Έσσλιγκ, που οι Αυστριακοί ονομάζουν Gross Aspern, και κατάφερε να τη γλυτώσει, όταν αυτό το ωραίο ιππικό στριμώχτηκε στο Δούναβη. Πέρασε τον ποταμό καβάλα σ' ένα τεράστιο κορμό. Οι θωρακοφόροι, όταν βρήκαν τη γέφυρα χαλασμένη, εμψυχωμένοι απ' τη φωνή του Μονκορνέ, πήραν την υπέροχη απόφαση να κάνουν μεταβολή και ν' αντιμετωπίσουν την αυστριακή στρατιά, που την επομένη πήρε μαζί της τριάντα αμάξια γεμάτα θώρακες. . Αυτό το αισθηματικό ισόγειο επηρέασε χωρίς άλλο το στρατηγό και χτες μάλιστα έλεγα στην κόμισσα ότι ο γάμος του ήταν συνέπεια της Αιγκ. Οι Γερμανοί δημιούργησαν γι' αυτούς τους θωρακισμένους ιππότες μια μόνη λέξη που σημαίνει σιδερένιος άνθρωπος.2 1 Ευφυολόγημα του συγγραφέα, που στηρίζεται στο ότι το όνομα της παλιάς ιδιοκτήτριας ήταν Λαγκέρ (=πόλεμος) και ο Μονκορνέ, ο νέος ιδιοκτήτης, είναι στρατιωτικός. Ο Μονκορνέ έχει την εξωτερική εμφάνιση ενός ήρωα της αρχαιότητας. Τα μπράτσα του είναι χοντρά και μυώδη, το στήθος του φαρδύ και βροντερό, το κεφάλι του το 2 Τεχνικά δεν αγαπώ τις σημειώσεις, κι αυτή είναι η πρώτη που επιτρέπω στον εαυτό μου. Το ιστορικό της ενδιαφέρον θα μου χρησιμεύσει για δικαιολογία. Εξ άλλου, θα αποδείξει ότι η περιγραφή των μαχών είναι στην ουσία κάτι διαφορετικό από τους ξερούς ορισμούς των συγγραφέων που εδώ και 3.000 χρόνια δεν μας μιλούν, παρά για την δεξιά ή την αριστερή πτέρυγα, για το κέντρο, μα που δε λένε λέξη για το στρατιώτη, τους ηρωισμούς και τις κακουχίες του. Η ευσυνειδησία με την οποία ετοιμάζω τις «Σκηνές της Στρατιωτικής ζωής» με οδηγεί σ' όλα τα πεδία των μαχών τα ποτισμένα με γαλλικό και ξένο αίμα. Θέλησα λοιπόν να επισκεφθώ και την πεδιάδα του Βάγκραμ. Όταν έφθασα στις όχθες του Δούναβη, απέναντι από το Λομπάου, παρατήρησα στην όχθη, όπου φυτρώνει ένα λεπτό χόρτο, κυματισμούς όμοιους με τα μεγάλα αυλάκια των αγρών με τριφύλλια. Ρώτησα το λόγο αυτής της διαμόρφωσης του εδάφους, με την ιδέα πως θα πρόκειται για κάποια μέθοδο γεωργίας. «Εδώ, μου είπε ο χωρικός που μας οδηγούσε, κοιμούνται οι θωρακοφόροι της Αυτοκρατορικής Φρουράς. Αυτό που βλέπετε, είναι οι τάφοι τους». Αυτά τα λόγια, που τα μεταφέρω αυτούσια, μ' έκαναν να ανατριχιάσω. Ο πρίγκιπας Φρειδερίκος Σ... που τα μετάφρασε, πρόσθεσε ότι ο χωρικός αυτός είχε οδηγήσει την πομπή των κάρων που ήταν φορτωμένα με θώρακες των θωρακοφόρων. Και από μια παράξενη σύμπτωση, αλλά τόσο συχνή στους πολέμους, ο ξεναγός μας είχε προμηθεύσει το πρόγευμα στο Ναπολέοντα το πρωί της μάχης του Βάγκραμ. Αν και φτωχός, είχε ακόμη τα δυο Ναπολεόνια που του είχε δώσει ο Αυτοκράτορας για το γάλα και τα αυγά του. Ο εφημέριος του Gross-Aspern μας οδήγησε στο περίφημο κοιμητήριο, όπου Γάλλοι και Αυστριακοί χτυπήθηκαν βουτηγμένοι μέχρι τα μισά της γάμπας στο αίμα με επιμονή και παλικαριά ισάξια. Εκεί μας εξήγησε ότι μια μαρμάρινη επιγραφή, που κίνησε όλη μου την προσοχή, με τα ονόματα του ιδιοκτήτη του Gross-Aspern, που σκοτώθηκε την τρίτη μέρα, ήταν όλη κι όλη η ανταμοιβή γι' αυτήν την οικογένεια, μας είπε με βαθειά μελαγχολία: «Ήταν η εποχή της μεγάλης δυστυχίας και των μεγάλων υποσχέσεων. Σήμερα όμως είναι η εποχή της λήθης». Η απλότητα αυτών των λόγων μου φάνηκε θαυμάσια, όταν το καλοσκέφτηκα όμως, δικαιολόγησα τη φαινομενική αχαριστία του Αυστριακού Οίκου. Ούτε οι λαοί ούτε οι βασιλιάδες είναι αρκετά πλούσιοι για να ανταμείψουν την αφοσίωση που γεννάνε οι υπέρτατοι αγώνες. Αυτοί που υπηρετούν μια υπόθεση υπολογίζοντας ενδόμυχα σε μια ανταμοιβή, ας εκτιμήσουν το αίμα τους κι ας γίνουν κοντοτιέροι!... Αυτοί που χειρίζονται ή την πέννα ή το σπαθί για την πατρίδα τους δεν πρέπει να σκέφτονται παρά μόνο να κάνουν το καλό, όπως έλεγαν οι πατέρες μας, και να δέχονται τα πάντα, ακόμα και την δόξα, σαν μια ευτυχισμένη σύμπτωση. Όταν για τρίτη φορά πήγε να καταλάβει αυτό το περίφημο κοιμητήριο, ο Μασενά, πληγωμένος, ενώ τον μετέφεραν σ' ένα δίτροχο αμάξι, προσφώνησε μ' αυτό τον έξοχο τρόπο τους στρατιώτες του: «Πώς... του κερατά, αφού παίρνετε μόνο πέντε πεντάρες την μέρα, κι εγώ έχω σαράντα εκατομμύρια μ' αφήνετε μπροστά!...». Είναι γνωστή η διαταγή του Αυτοκράτορα στο λοχαγό που πέρασε τρεις φορές το Δούναβη κολυμπώντας: «Ή θα ξαναπάρετε το χωριό ή θα πεθάνετε. Πρόκειται για την τιμή του στρατού μας! Τα γεφύρια κόπηκαν!» Ο ΣΥΓΡΑΦΕΑΣ

(9)

κατευθύνει ένας λιονταρίσιος χαρακτήρας, η φωνή του είναι από κείνες που έχουν το πρόσταγμα στις μάχες. Έχει το κουράγιο των ανθρώπων με το πολύ αίμα, αλλά του λείπει και το μυαλό και η δύναμη. Όπως όλοι οι στρατηγοί, που η στρατιωτική ευθυκρισία κι η συνήθεια να διατάζουν τους δίνουν μια επίφαση ανωτερότητας, ο Μονκορνέ στην αρχή σου επιβάλλεται. Σου φαίνεται Τιτάνας, αλλά αμέσως ύστερα ξεπετιέται από μέσα του ο νάνος, σαν το χαρτονένιο γίγαντα που χαιρετά την Ελισάβετ στην είσοδο του πύργου του Κενιλγουώρθ. Οξύθυμος κι αγαθός, γεμάτος αυτοκρατορική αλαζονεία, έχει την καυστικότητα των στρατιωτών, γρήγορο πνεύμα κι ακόμα πιο γρήγορο χέρι. Υπέροχος στο πεδίο της μάχης, ανυπόφορος στο σπίτι, δεν ξέρει παρά μόνο τον έρωτα των στρατιωτικών, που οι Αρχαίοι, αυτοί οι έξοχοι μυθοπλάστες, τους είχαν δώσει για προστάτη το γιο της Αφροδίτης και του Άρη, τον Έρωτα. Αυτοί οι εξαίσιοι χρονικογράφοι της θρησκείας διαθέτανε ένα σωρό διαφορετικούς έρωτες. Αν μελετήσεις τους πατέρες και τα σύμβολα αυτών των ερώτων, θα ανακαλύψεις την πιο ολοκληρωμένη κοινωνική ονοματολογία. Και καυχιόμαστε ότι έχουμε κάνει κι εμείς εφευρέσεις! Όταν η σφαίρα μας θα γυρίσει ανάποδα, σαν τον άρρωστο που ονειρεύεται, όταν οι θάλασσες θα γίνουν στεριές, οι Γάλλοι εκείνου του καιρού θα βρουν στο βάθος του ωκεανού μας μια ατμομηχανή, ένα κανόνι, μια εφημερίδα κι ένα χάρτη τυλιγμένα με κοράλλια. Λοιπόν, φίλε μου, η κόμισσα Μονκορνέ είναι μια εύθραυστη, ντελικάτη και ντροπαλή γυναίκα. Πώς σου φαίνεται αυτός ο γάμος; Για όποιον ξέρει τον κόσμο, τέτοιες ιστορίες είναι τόσο συνηθισμένες, που κατάντησαν εξαιρέσεις οι επιτυχημένοι γάμοι. Ήρθα να δω με ποιον τρόπο αυτή η λεπτοκαμωμένη γυναικούλα τραβάει τα σκοινιά του χοντρού τετράγωνου στρατηγού της για να τον διοικήσει, όπως διοικούσε αυτός τους καβαλάρηδές του. Αν ο Μονκορνέ μιλά δυνατά μπρος στη Βιργινία του, η κυρία φέρνει το δάχτυλο στο στόμα κι αυτός σωπαίνει. Ο στρατιώτης πάει να καπνίσει την πίπα και το πούρο του σ' ένα περίπτερο, πενήντα βήματα από τον πύργο, και ξαναγυρνά παρφουμαρισμένος. Αν του προτείνει κανείς τίποτα, γυρνά προς το μέρος της και λέει σαν αρκούδα μεθυσμένη από τα σταφύλια: «Αν θέλει η κυρία». Όταν πηγαίνει στη γυναίκα του με κείνο το βαρύ βήμα που κάνει τις πλάκες να τρέμουν σαν σανίδια, αν του φωνάξει με τη φοβισμένη της φωνίτσα «μη μπαίνετε», κάνει μεταβολή εκ δεξιών και μουρμουρίζει ταπεινά: «Ειδοποιήστε με πότε μπορώ να σας μιλήσω...» με την ίδια φωνή που φώναζε στους καβαλάρηδές του στις όχθες του Δούναβη: «Παιδιά μου, πρέπει να πεθάνουμε, και να πεθάνουμε ωραία, αφού δεν μπορούμε να κάνομε τίποτα άλλο!». Τον άκουσα να λέει αυτόν τον συγκινητικό λόγο για τη γυναίκα του: «όχι μόνο την αγαπώ, αλλά και την σέβομαι και την εκτιμώ...» Όταν τον πιάνει κανένας από κείνους τους τρομερούς θυμούς που ξεσπάνε σαν καταρράκτες, η μικρή του γυναίκα τον αφήνει να φωνάζει και πάει στο διαμέρισμά της. Κι έπειτα από πέντε-έξι μέρες: «Μη θυμώνετε, του λέει, θα σπάσει κανένα αγγείο στο στήθος σας κι εξάλλου μου κάνετε κακό». Και τότε το λιοντάρι του Έσσλινγκ το βάζει στα πόδια για να σκουπίσει τα δάκρυά του. Όταν έρχεται στο σαλόνι και μας βρίσκει να συζητάμε, του λέει: «Αφήστε μας, μου διαβάζει κάτι» και μας αφήνει. Μονάχα σ' αυτούς τους δυνατούς, μεγαλόσωμους κι αψίθυμους άνδρες, σ' αυτούς τους αρειμάνιους πολεμιστές, τους διπλωμάτες με το ολύμπιο κεφάλι, συναντά κανείς αυτή την εμπιστοσύνη, τη μεγαλοθυμία απέναντι στην αδυναμία, αυτή τη σταθερή προστασία, αυτό τον χωρίς ζήλεια έρωτα, αυτή την μεγαλοψυχία απέναντι στη γυναίκα. Μα την πίστη μου! βάζω τη γλύκα της κόμισσας τόσο πιο πάνω από τις στεγνές και κατσούφες αρετές, όσο και το σατέν του ανάκλιντρου πάνω από το βελούδο της Ουτρέχτης ενός ηλιθίου μπουρζουάδικου καναπέ. Φίλε μου, πάνε τώρα έξι μέρες που βρίσκομαι σ' αυτή τη θαυμάσια εξοχή, και δεν έχω κουραστεί να θαυμάζω αυτό το στεφανωμένο με βαθύσκια δάση πάρκο με τα νόστιμα μονοπάτια που ακολουθούνε τα ρυάκια. Η φύση, η σιωπή της, οι γαλήνιες χαρές, η εύκολη ζωή που σου επιβάλλει, όλα αυτά μ' έχουν

(10)

γοητεύσει. Α! αυτή είναι η αληθινή Φιλολογία! Δεν υπάρχει ποτέ λάθος στυλ σ' ένα λιβάδι! Θα ήτανε ευτυχία να τα ξεχάσω όλα εδώ, ακόμα και τις «Συζητήσεις».1 Αν και γεννημένος στην Αλανσόν από ένα γεροδικαστή κι ένα νομάρχη, όπως λένε, αν κι ήξερα από χορταρικά, νόμιζα παραμύθι την ύπαρξη χωραφιών που σου δίνουν εισόδημα 4 με 5 χιλιάδες φράγκα το μήνα. Το χρήμα για μένα σήμαινε δυο τρομερές λέξεις: εργασία και βιβλιοπωλείο, εφημερίδα και πολιτική. Πότε θ' αποχτήσομε κι εμείς μια γη όπου θα φυτρώνουν τα λεφτά σε κανένα ωραίο τοπίο; Σας το εύχομαι στ' όνομα του Θεάτρου, του Τύπου και του Βιβλίου. Αμήν. Θα μάντεψες ότι βρέχει συνέχεια δυο μέρες τώρα. Ενώ η κόμισσα κοιμάται κι ο Μονκορνέ τρέχει στα κτήματά του, εγώ αναγκαστικά κράτησα την υπόσχεση, που τόσο απερίσκεπτα σας έδωσα, να σας γράφω. Η Φλορίν θα ζηλέψει τη μακαρίτισσα Λαγκέρ. Οι σύγχρονοι Μπουρέ μας δεν έχουν πια γαλατική ευγένεια για να πάρουν μαθήματα ζωής. Μοιράζονται στα τρία τα έξοδα ενός θεωρείου στην όπερα ή μιας διασκέδασης. Σπάνια αγοράζουν δεμένα βιβλία! Πού πάμε; Αντίο, παιδιά. Ν' αγαπάτε πάντα το γλυκό σας ΜΠΛΟΝΤΕ». Αν δεν είχε διασωθεί από μια ευτυχισμένη σύμπτωση αυτό το γράμμα, που το 'γραψε η πιο τεμπέλικη πένα της εποχής μας, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να ζωγραφίσομε την Αιγκ. Χωρίς αυτή την περιγραφή, η διπλά τραγική ιστορία αυτού του τόπου θα ήταν λιγότερο ενδιαφέρουσα. Σίγουρα πολλοί θα περιμένουν να δούνε το θώρακα αυτού του πρώην συνταγματάρχη της Αυτοκρατορικής Φρουράς να φωτίζεται από μια ακτίνα· να δούνε τον τρομερό θυμό του να πέφτει σαν τυφώνας πάνω στην γυναικούλα του και, στο τέλος του βιβλίου, να συναντήσουνε ό,τι βρίσκουμε στο σημερινό ρομάντζο, ένα δράμα κρεβατοκάμαρας. Θα μπορούσε να εκκολαφθεί το μοντέρνο δράμα σ' αυτό το ωραίο σαλόνι με τα ανώφλια από γαλάζιο όνυχα, όπου φλυαρούσαν ερωτικές σκηνές μυθολογίας, με ωραία φανταστικά πουλιά ζωγραφισμένα στο ταβάνι και τα παραθυρόφυλλα, με τα γελαστά τέρατα από κινέζικη πορσελάνη στα τζάκια, με τα φανταχτερά βάζα, όπου γαλάζιοι και χρυσοί δράκοντες ξετύλιγαν τις ελικοειδείς ουρές τους γύρω από τα χείλη, που η γιαπωνέζικη φαντασία είχε στολίσει με δαντέλες από χρώμα, με τις σαιζ-λογκ, τους σοφάδες, τις κονσόλες, τις εταζέρες, που εμπνέανε αυτή τη σχολαστική νωχέλεια που εκτονώνει κάθε ενέργεια; Όχι; εδώ πρόκειται για ένα δράμα που δεν περιορίζεται στην ιδιωτική ζωή. Μην περιμένετε πάθη· τα αληθινά θα ήταν υπερβολικά δραματικά. Εξ άλλου, ο ιστορικός δεν πρέπει να ξεχνά ποτέ ότι έχει αποστολή να δίνει το δίκιο σε κάθε παράταξη: ο δυστυχισμένος κι ο πλούσιος είναι ίσοι μπροστά στην πένα του. Γι' αυτόν, ο χωριάτης έχει το μεγαλείο της αθλιότητάς του κι ο πλούσιος τη μικροπρέπεια της γελοιότητάς του. Στο κάτω-κάτω, ο πλούσιος έχει πάθη, ο χωριάτης έχει μόνο ανάγκες, ο χωριάτης λοιπόν είναι δυο φορές φτωχός. Κι αν από πολιτική άποψη πρέπει να καταπνίγονται αλύπητα οι επαναστάσεις του, από την άποψη του Θείου και της Ανθρωπιάς είναι ιερός. 1 Τίτλος της εφημερίδας του.

(11)

ΒΟΥΚΟΛΙΚΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΡΓΙΛΙΟ

Όταν ένας Παριζιάνος βρεθεί στην εξοχή, αποκόβεται από τις συνήθειές του και γρήγορα αισθάνεται βαριές τις ώρες, όσο κι αν τον περιποιούνται οι φίλοι του. Έτσι, όταν ξαφνικά εξαντληθούν οι τετ-α-τετ συζητήσεις, οι πυργοδεσπότες κι οι πυργοδέσποινες σάς λένε με αφέλεια: «θα βαριέστε πολύ εδώ πέρα». Κι αλήθεια, για να εκτιμήσει κανείς τις χαρές της εξοχής, πρέπει να της βρίσκει ενδιαφέρον, να ξέρει τις δουλειές της και το εναλλασσόμενο κοντσέρτο του μόχθου και της ξεκούρασης που είναι το αιώνιο σύμβολο της ανθρώπινης ζωής. Το πρώτο πρωινό είναι πολύ δύσκολο για έναν Παριζιάνο που δεν είναι ούτε κυνηγός ούτε γεωπόνος, αλλά φορά φίνες μπότες, έχει ξεκουραστεί μ' ένα γερό ύπνο από το ταξίδι κι έχει μάθει τα αγροτικά έθιμα. Στο διάστημα που μεσολαβεί από το ξύπνημα μέχρι το πρόγευμα οι γυναίκες κοιμούνται ή κάνουν την τουαλέτα τους και δεν μπορεί κανείς να τις πλησιάσει. Ο οικοδεσπότης πάλι από τα χαράματα τρέχει για τις δουλειές του. Κι ο Παριζιάνος μένει μόνος από τις οχτώ μέχρι τις έντεκα που είναι η καθιερωμένη ώρα για το πρόγευμα σ' όλους σχεδόν τους πύργους. Ένας συγγραφέας, αν δεν έχει πάρει μαζί του καμιά δουλειά που φυσικά θα τη γυρίσει όπως την έφερε εντοπίζοντας μόνο τις δυσκολίες, αφού φάει όση ώρα μπορεί με την τουαλέτα του, είναι υποχρεωμένος να τριγυρνά στις αλέες του πάρκου, να χάβει μύγες, να μετρά τα δέντρα. Όσο πιο απλή είναι η ζωή τόσο πιο πληκτική είναι, εκτός κι αν είσαι ιεραπόστολος, ξυλοκόπος ή βαλσαμωτής πουλιών. Αν είναι κανείς υποχρεωμένος να μείνει στην εξοχή, όπως οι κτηματίες, διώχνει την πλήξη του με κανένα πάθος για τα λεπιδόπτερα, τα κοχύλια, τα έντομα και μόνο για να σκοτώσει καμιά δεκαπενταριά μέρες. Κι η πιο έξοχη γη, κι ο πιο ωραίος πύργος γρήγορα γίνονται ανούσια γι' αυτούς που δεν τους ανήκει παρά μόνο η θέα. Οι ομορφιές της φύσης δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στην αναπαράστασή τους στο θέατρο. Το Παρίσι τότε αστράφτει σαν διαμάντι στα μάτια τους. Αν δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον που να τους δένει, όπως τον Μπλοντέ, «στους τόπους που καθαγίασαν τα βήματα και φώτισαν τα μάτια»1 Το μακροσκελές γράμμα του δημοσιογράφου δείχνει στα οξυδερκή πνεύματα ότι έχει φτάσει ηθικά και φυσικά σε κείνη την κατάσταση που ακολουθεί τα ικανοποιημένα πάθη, την κορεσμένη ευτυχία, σαν τα πουλερικά που τα παχαίνουν με τη βία κι έρχεται μια στιγμή που κρύβουν το κεφάλι στο φουσκωμένο τους στομάχι, ακίνητα, χωρίς ούτε να μπορούν ούτε να θέλουν να κοιτάξουν και το πιο ορεκτικό φαγητό. , κάποιας «ψυχής», θα ήθελαν να είχαν τα φτερά των πουλιών για να ξαναγυρίσουν στα αιώνια, στα συνταρακτικά θεάματα του Παρισιού και τους σπαρακτικούς του αγώνες. Όταν λοιπόν τέλειωσε αυτό το σπουδαίο γράμμα, ο Μπλοντέ ένοιωσε την ανάγκη να βγει από τους κήπους της Αρμίδας2 1 Λαφονταίν, Τα δυο περιστέρια. και να διασκεδάσει τη θανάσιμη πλήξη των πρώτων ωρών της ημέρας. Γιατί ο χρόνος ανάμεσα στο γεύμα και το δείπνο ανήκε στην πυργοδέσποινα που ήξερε να τον κάνει σύντομο. Ο πιο ωραίος θρίαμβος για μια γυναίκα είναι να κρατήσει, όπως κατάφερε η κυρία 2 Αρμίδα: μια από τις πιο γοητευτικές ηρωίδες της «Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ» του Τάσσο. Στους κήπους της κρατούσε τον ωραίο Ρινάλδο μακριά απ' το στρατό των σταυροφόρων του.

(12)

Μονκορνέ, έναν πνευματικό άνθρωπο για ένα μήνα στην εξοχή χωρίς να δει στο πρόσωπό του το ψεύτικο γέλιο του κόρου, χωρίς να αντιληφθεί το κρυφό χασμουρητό μιας πλήξης που μεγαλώνει κάθε μέρα. Η αφοσίωση που αντέχει σε τέτοιες δοκιμασίες πρέπει να είναι αιώνια. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν χρησιμοποιούν αυτή τη δοκιμασία οι γυναίκες για να κρίνουν τους εραστές τους. Είναι αδύνατο να την αντιμετωπίσει ένας ηλίθιος, ένας εγωιστής ή ένα ανθρωπάκι. Κι ο ίδιος ο Φίλιππος ο Β', αυτός ο Αλέξανδρος της υποκρισίας, θα είχε πει το μυστικό του, μετά από ένα μήνα τετ-α-τετ στην εξοχή. Γι' αυτό οι βασιλιάδες ζούνε σε μια συνεχή μετακίνηση και δε δίνουν σε κανένα το δικαίωμα να τους δει παραπάνω από ένα τέταρτο της ώρας. Η πιο χαριτωμένη γυναίκα του Παρισιού χάριζε την τρυφερή της αφοσίωση στον Εμίλ Μπλοντέ. Κι όμως, όταν τέλειωσε το γράμμα, ο Φρανσουά, ο καμαριέρης που του είχαν δώσει, ξύπνησε μέσα του την ξεχασμένη από καιρό διάθεση για σκασιαρχείο, παρακινώντας τον να εξερευνήσει την κοιλάδα του Αβόν. Ο Αβόν είναι ένα ποταμάκι που καταλήγει στον πιο σπουδαίο παραπόταμο του Σηκουάνα κοντά στη La-Ville-aux-Fayes. Πολλά από τα ρυάκια που χύνονται στον Αβόν πηγάζουν από την Αιγκ. Τα δάση της Αιγκ, της Σουλάνζ και της Ρονκερόλ χρωστούν την αξία τους σ' αυτό το χαριτωμένο ποτάμι, που έγινε πλωτό χάρη σε μια πρωτοβουλία του Ζαν Ρουβέ. Το πάρκο της Αιγκ έπιανε το πιο μεγάλο μέρος της κοιλάδας ανάμεσα στο ποτάμι, και το μεγάλο βασιλικό δρόμο που οι γέρικες φτελιές του διακρίνονταν στο βάθος του ορίζοντα παράλληλα με τα βουνά που λέγονται Αβόν, το πρώτο σκαλοπάτι της περίφημης αμφιθεατρικής οροσειράς Μορβάν. Όσο πεζή κι αν είναι η παρομοίωση, αυτό το πάρκο όπως αναπαυότανε στο βάθος της κοιλάδας, έμοιαζε με τεράστιο ψάρι που το κεφάλι του ακουμπούσε στο χωριό Κους και η ουρά του στο χωριό Μπλανζύ. Πιο φαρδύ παρά μακρύ, είχε έκταση 200 στρέμματα στη μέση, ενώ ήταν μόλις τριάντα στο Κους και σαράντα προς το Μπλανζύ. Ίσως η θέση αυτής της γης, ανάμεσα σε τρία χωριά και σ' απόσταση μιας λεύγας από τη μικρή πόλη Σουλάνζ, την πύλη αυτής της Εδέμ, να υποδαύλισε τον πόλεμο και τα πάθη που αποτελούν τον σκελετό αυτού του έργου. Αν αυτός ο παράδεισος κάνει τους ταξιδιώτες που τον βλέπουν από το μεγάλο δρόμο ή το πάνω μέρος της La-Ville-aux-Fayes να πέφτουν στο αμάρτημα της ζήλειας, γιατί να 'ναι πιο εγκρατείς οι μεγαλομπουρζουάδες της Σουλάνζ και της La-Ville-aux-Fayes που τον θαυμάζουν κάθε ώρα; Αυτές οι τοπογραφικές λεπτομέρειες ήταν αναγκαίες για να καταλάβουν οι αναγνώστες την σπουδαιότητα των τεσσάρων πυλών του πάρκου της Αιγκ. Το πάρκο ήταν κλεισμένο ολόγυρα με τοίχους εκτός από τα μέρη όπου υπήρχαν φυσικές τάφροι. Η πύλη Κους, η πύλη Αβόν, η πύλη Μπλανζύ κι η πύλη της δεντροστοιχίας αντιπροσώπευαν τόσο καλά τις διαφορετικές εποχές της κατασκευής τους, που θα τις περιγράψομε για το αρχαιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, αλλά συνοπτικά, όπως έκανε ο Μπλοντέ για την πύλη της Δεντροστοιχίας. Έπειτα από οκτώ μέρες περίπατου με την κόμισσα, ο διάσημος συντάκτης της «Εφημερίδας των Συζητήσεων» ήξερε απ' έξω το κινέζικο περίπτερο, τις γέφυρες, τα νησάκια, την εκκλησία, το σαλέ, τα ερείπια του μοναστηριού, το βαβυλωνικό παγοποιείο, τα κιόσκια, μ' ένα λόγο όσα είχαν εφεύρει οι αρχιτέκτονες κήπων. Τώρα ήθελε να γνωρίσει και κείνος τις πηγές του Αβόν, που του εκθείαζαν καθημερινά ο στρατηγός κι η κόμισσα. Κάθε βράδυ ετοίμαζαν μια εκδρομή για την επομένη, αλλά το πρωί το σχέδιο ξεχνιότανε. Πραγματικά, πάνω από το πάρκο, ο ποταμός μοιάζει με Αλπικό ποταμάκι. Πότε σκάβει την κοίτη του ανάμεσα στα βράχια και πότε εξαφανίζεται. Εδώ, τα ρυάκια χύνονται μέσα του ορμητικά σα χείμαρροι, εκεί, κυλά τα νερά του σαν το Λίγηρα, παρασέρνοντας την άμμο κι αλλάζοντας συχνά την κοίτη του όπου δεν είναι πλωτός. Ο Μπλοντέ πήρε τον πιο σύντομο δρόμο ανάμεσα στους λαβύρινθους του πάρκου για να φτάσει στην πύλη του Κους. Αξίζει τον κόπο να πούμε μερικά λόγια γι' αυτή την πύλη, που εξάλλου θα ρίξουν φως στην ιστορία της περιοχής.

Referências

Documentos relacionados

 O operador atingido não pode gritar morto, deve apenas desligar o seu rádio, colocar o pano vermelho sobre a cabeça e aguardar no local por 10 minutos antes de ir para o

LOANE OLIVEIRA ALVES 536,48 22º CLASSIFICADO *CONVOCADO(A) em razão de desistência de canditado matriculado em 1ª chamada JOSIANE GAMA SANTOS 529,22 23º CLASSIFICADO *CONVOCADO(A)

piral de valor de troca, um carrossel entre produtores e consumidores, mas como um fluxo entrópico de energia e de materiais, que atravessa a

• Defina uma classe Seq para representar sequências que implementa parte do protocolo das strings: um método len para dar o tamanho da sequência, um método sub para retornar

Realizar levantamento epidemiológico para traçar o perfil de saúde bucal da população adstrita; realizar os procedimentos clínicos definidos na Norma

Desta forma, entende-se que estudar a forma de inserção da cooperativa no mercado internacional, permite evidenciar as estratégias estabelecidas pelos atores, as

O monitoramento clínico deve ser realizado e, se necessário, a dose de diidropiridina deve ser ajustada durante a co- administração, e após a interrupção do tratamento

Este trabalho tem como objetivo mostrar a importância dos princípios do SUS (Sistema Único de Saúde), Integralidade e Equidade nas rotinas administrativas do Setor