• Nenhum resultado encontrado

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ"

Copied!
130
0
0

Texto

(1)

1

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Θεολογική Σχολή

Τμήμα Θεολογίας

Γεώργιος Η. Μπόρας

Μεταπτυχιακή

Εργασία

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

Α.Μ.: 1619

Σύμβουλος Καθηγητής: Δ. Τσελεγγίδης

Θεσσαλονίκη 2014

(2)

2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ 1.1 Το ζήτημα της ενότητας και ο Οικουμενισμός. 1.2 Οι τρεις Εγκύκλιοι. Συγκριτική μελέτη και ποιοτικά 1.3 Η Εγκύκλιος του 1902-1904. 1.4 Οικουμενισμός και Ελληνόφωνη Ορθόδοξη ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΠΩΣ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ 2.1 Κληρικαλισμός. 2.1.1 Κληρικαλισμός και Οικουμενισμός. 2.1.1.1 Ο Επισκοποκεντρισμός. 2.1.1.2 Η εξουσία της Θείας Κοινωνίας. 2.2 Πολιτιστικός Μαρξισμός (cultural marxism). Α. Πολιτική Ορθότητα και πολυπολιτισμός. Β. Η Κριτική Θεωρία. Γ. Χαρακτηριστικά πολιτιστικού μαρξισμού. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ 3.1 Πρόσωπο ως σχέση. 3.2 Θεολογικοί άξονες. Α. Το πρόσωπο στην Αγία Τριάδα. Β. Οντολογική προτεραιότητα και απόλυτη ετερότητα του προσώπου. Γ. Σχεσιακό σύστημα και ετερότητα. Δ. Το Αυγουστίνειο υπόβαθρο του προσώπου. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ—ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(3)

3 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η εργασία ξεκίνησε με μοναδικό γνώμονα την διάθεση για ψηλάφηση των συνιστωσών εκείνων που φαίνεται να ορίζουν τα θεολογικά και πολιτιστικά πράγματα της εποχής μας. Η παρακολούθηση των μαθημάτων του τομέα Δογματικής Θεολογίας, ιδιαιτέρως του Καθηγητή κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, τον οποίο και θέλουμε να ευχαριστήσουμε και από αυτή την θέση για την εμπιστοσύνη με την οποία μας περιέβαλλε και την υπομονή του για τις όποιες αστοχίες μας, έσπειρε την διάθεση για να ασχοληθούμε κάπως εκτενέστερα και πάντως όχι εξαντλητικά με το φαινόμενο του Οικουμενισμού. Αρχικά προσεγγίζουμε το φαινόμενο της σταδιακής μεταστροφής των θέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε ζητήματα διαλόγων με τις δυτικές χριστιανικές ομολογίες. Ο λόγος για τον οποίο υποστηρίξαμε αυτήν την προσέγγιση εδράζεται από τη μία στην προτροπή του κ. Τσελεγγίδη να ξεκινήσουμε από αυτό το εκκλησιαστικό γεγονός και από την άλλη, στην μετέπειτα ωρίμανση μας όσον αφορά στην κατανόηση του εξαιρετικά σπουδαίου θέματος της διάθεσης για ένωση και όχι για ενότητα. Στο δεύτερο κεφάλαιο προσπαθούμε να κατανοήσουμε πως λειτουργεί το φαινόμενο του κληρικαλισμού επικουρικά στην εξάπλωση του Οικουμενισμού. Το ζήτημα των Ιερών Κανόνων, της συχνής Θείας Μετάληψης, της εξουσίας της, της Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας και του επισκοποκεντρισμού αποτελούν καίρια σημεία του φαινομένου. Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου προσεγγίζουμε, στο μέτρο του δυνατού, το τεράστιο ζήτημα της «Πολιτικής Ορθότητας» και του «πολιτιστικού μαρξισμού», γεννήματα του 20ου αιώνα και πρωταγωνιστών της εποχής μας. Διαπιστώνουμε ότι ο απόηχος όλων αυτων των κινήσεων έρχεται μέχρι τις μέρες μας και παραδόξως έχει τα ίδια αιτήματα με αυτά του Οικουμενισμού.

(4)

4 Τέλος, στο τελευταίο μέρος της εργασίας, αναφερόμαστε στην Θεολογία του Προσώπου και στους κατ΄εξοχήν διακονητές της στον χώρο της ελληνόφωνης και όχι μόνο Ορθοδοξίας, μιας και ο Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας, καθώς και ο Καθηγητής κ. Χρήστος Γιανναράς είναι παγκοσμίως γνωστοί και άρα και η θεολογία που διακόνησαν και συνεχίζουν να διακονούν εκτείνεται ομοίως. Διαπιστώνουμε ότι κατά τον ίδιο τρόπο και αυτή η θεολογία έχει τα ίδια αιτήματα με αυτά του Οικουμενισμού. Ευχαριστούμε το Θεό που μας βοήθησε να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες που προεκύψαν και συνέτειναν ώστε να γίνει ακόμη πιο δύσκολη η προσπάθεια συγγραφής της εργασίας. Θα ήθελα με όλη μου την καρδιά να ευχαριστήσω την συζυγό μου για την βοήθεια που μου πρόσφερε σε τεχνικά θέματα αλλα πολύ περισσότερο για την υπομονή της κατά την εξέλιξη της εργασίας. Να ζητήσω συγγνώμη από τα μικρά μας παιδάκια που δεν τους αφιέρωσα περισσότερο χρόνο. Να ευχαριστήσω τον κ. Ιωάννη Μπουζιανά για την εγκάρδια εμψύχωση του. Τέλος να ευχαριστήσουμε τον π. Ειρηναίο για τις προσευχές του. Λάρισα - Λέρος 15-12-2014

(5)

5 ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ 1.1 Το ζήτημα της ενότητας και ο Οικουμενισμός. «Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἔχει ἑνώσει εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί ἔχει ἀνακαφαλαιώσει ὅλα τά μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς…εἰς ἐν μυστήριον, τήν Ἐκκλησία. Τό μέγα αὐτό μυστήριον διαπερᾷ ὅλα τα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅλην τήν ζωήν των καί ὅλας τάς σχέσεις των. Διά τοῦτο τό πᾶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν εἶναι θαῦμα»1. Η Εκκλησία συγκεφαλαιώνει όλα τα μυστήρια του ουρανού και της γης. Όλα μέσα στην Εκκλησία είναι θαύμα. Για τον Άγιο Ιουστίνο η Εκκλησία είναι «Ἐνιδρυμένη ὅλη ἐν τῷ Θεανθρώπῳ…πρωτίστως εἶναι Θεανθρώπινος ὀργανισμός καί κατόπιν Θεανρωπίνη ὀργάνωσις2». Έτσι «Ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή οἱ πιστοί , καίτοι ὡς πρόσωπα εἶναι ἀκέραιοι καί ἄμικτοι, ἑνούμενοι διά τῆς μιᾶς καί τῆς αὐτῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσω τῶν μυστηρίων καί τῶν ἀρετών, εἰς ὀργανικήν ἑνότητα, ἀποτελούν ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα καί ὁμολογοῦν μίαν πίστιν ἡ 1Πόποβιτς, 1974, σ. 78-79. 2 Πόποβιτς, 1974, σ. 80-81.

(6)

6 ὁποία τοῦς ἑνώνει μετά τοῦ Χριστοῦ καί μετ’ ἀλλήλων3». Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς αποτυπώνει με απόλυτη σαφήνεια τι είναι αυτό που μυστηριακά και εμπειρικά ζει, και αγιοπνευματικά ερμηνεύει και ομολογεί η Ορθόδοξη Εκκλησία ως Εκκλησία του Χριστού και τι ακριβώς είναι η ενότητα της Εκκλησίας του Χριστού που χαρισματικά η Ορθόδοξη Εκκλησία βιώνει4 . Σύμφωνα με τα προηγούμενα καθίσταται σαφές ότι το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστεως δεν εξελίσσεται. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αυτό το οποίο εξελίσσεται είναι οι ανθρωπογενείς πίστεις5 και βουλήσεις, προφασιζόμενες την κατάκτηση ή την ανακάλυψη του νέου. Σαφώς και δεν είναι το κτιστό το νέο. Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, συνακόλουθα και για την Ορθόδοξη Πατερική παράδοση, «τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον» είναι ο Υιός του ανθρώπου6 . Ως εκ τούτου μόνον η κτιστή ή κενή πίστη εξελίσσεται7, διότι τέτοια είναι η πίστη που δεν είναι πίστη του Κυρίου, πίστη με την οποία δεν μπορούμε να υπερβούμε την ανθρώπινη Φύση8 . 3 Πόποβιτς, 1974, σ. 81. 4«Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνον μία, ἀλλὰ καὶ μοναδική. Ἐν τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξουν πολλὰ σώματα, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν ἐν αὐτῷ πολλὲς Ἐκκλησίες. Ἐν τῷ θεανθρωπίνῳ αὐτοῦ σώματι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδική, ὅπως ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Χριστός, εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός. Διʼαὐτὸν τὸν λόγον διαίρεσις, σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πρωτίστως ἕνα πράγμα ὀντολογικῶς ἀδύνατον. Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξη, πλὴν ὑπῆρξε καὶ θὰ ὑπάρξη ἔκπτωσις ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν τρόπον, ποὺ πίπτουν τὰ ξερὰ καὶ ἄγονα κλήματα ἀπὸ τὴν θεανθρωπίνην καὶ αἰωνίως ζῶσαν ἄμπελον, ποὺ εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς (Ἰω. 15,1-6). Κατὰ καιροὺς ἀπεσπάσθησαν καὶ ἐξεβλήθησαν ἀπὸ τὴν μοναδικὴν ἀδιαίρετον Ἐκκλησίαν οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι ἔκτοτε ἔπαψαν νὰ ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ μέρη τοῦ θεανθρωπίνου σώματός της. Ἔτσι ἔχουν κατ' ἀρχὴν ἀποκοπῆ οἱ Γνωστικοί, κατόπιν οἱ Ἀρειανοί, κατόπιν οἱ Πνευματομάχοι, κατόπιν οἱ Μονοφυσῖται, κατόπιν οἱ Εἰκονομάχοι, κατόπιν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, κατόπιν οἱ Προτεστάνται, κατόπιν οἱ Οὐνῖται καὶ ἐν συνεχείᾳ ὅλα τὰ ἄλλα μέλη τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν λεγεώνων». 5Κορινθίους 2, 5: «ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει Θεοῦ», Πόποβιτς, 1974, σ. 82. 6«…καὶ Θεὸς ὢν τέλειος ἄνθρωπος τέλειος γίνεται καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινῶν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον, δι᾿ οὗ ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται δύναμις. Τί γὰρ μεῖζον τοῦ γενέσθαι τὸν Θεὸν ἄνθρωπον;». Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής, κεφ. 45, PG 94 984 B. 7«Όλα τα όντα είναι ή κτιστά ή άκτιστα. Εάν βέβαια είναι κτιστά, σίγουρα είναι και μεταβλητά. Διότι, εκείνα τα οποία άρχισαν την ύπαρξή τους με τη μεταβολή, αυτά σίγουρα θα υπόκεινται στη μεταβολή ή με φυσική φθορά ή με θεληματική αλλοίωση». Δαμασκηνός,Έκδοσις Ακριβής, κεφ. 3. 8Κορινθίους 15, 17: «Έἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν».

(7)

7 Αυτοί, τους οποίους ο Άγιος Ιουστίνος αποκαλεί «μέλη τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν λεγεώνων», έχουν εμπλακεί σε μία ατέρμονη διαδικασία διαλόγων μεταξύ των, αλλά και με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το ζητούμενο είναι η αποκατάσταση της ενότητας των εκκλησιών9. Αυτή είναι, σε μια πρώτη προσέγγιση, και η γενεσιουργός αιτία του φαινομένου του Οικουμενισμού, που κατά τον Άγιο Ιουστίνο «εἶναι τό κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομα των εἶναι παναίρεσις10». Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Οικουμενισμός αναπτύχτηκε από τους προτεστάντες στην προσπάθεια να επανεύρει την ενότητά του ο διηρημένος σε 9Θα ήταν παράλειψη να μην διευκρινήσουμε ότι τους ενδιαφέρει πιο πολύ η ένωση παρά η ενότητα. Η ένωση μπορεί να είναι σύζευξη ετερόκλητων, πλήρως διακριτών στοιχείων, τα οποία μπορούν να πρεσβέυουν διαφορετικές ουσίες. Μπορεί η ένωση να καταλήξει σε ενότητα; Αν η ένωση νόειται ως κοινός στόχος παράλληλων πορείων τότε αυτό το οποίο προκύπτει δεν μπορεί παρά να είναι παρά φύση μιας και καταλήγουμε σε μίξη αμίκτων. Σαφέστατα η Εκκλησία δεν ασχολείται με την ένωση των αντιθέτων, των διαφορετικών. Διότι «Το Ένα, οταν το θεωρούμε, γίνεται πρόξενο της ενότητας και της θεόμορφης απλότητας, καθώς είναι ασυμβίβαστο να θεωρεί ο νους το Ένα και να μην είναι και αυτός απλό ένα. Όταν όμως ο νους βλέπει όντα χωρισμένα και σύνθετα, αναγκαστικά διαιρείται και γίνεται ποικίλος. Απλό Ένα είπα αυτό που υφίσταται καθ' εαυτό απλό. Επειδή ό,τι είναι ο νους, υπόκειται σε μεταβολή κατά την ενέργεια, ενώ στην ουσία του είναι απλός, είναι ανάγκη ο νους να είναι ένα και κατά την ενέργεια όταν βλέπει το Ένα», Φιλοκαλία, τ. 5ος, Όσιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης: "Περί της ενώσεως με το Θεό και του θεωρητικού βίου - μέρος 1ο, κεφ. 18. Αντίθετα η ενότητα αφορά στην αυτή ουσία. Η ενότητα είναι αγιοπνευματική δωρέα που μορφώνει μέσα μας τον Χριστό. Η ανθρώπινη φύση στην Υπόσταση του Κυρίου αποκτά την πλήρη ωριμοτητά της. Οι Άγιοι Καλλιστος και Ιγνάντιος οι Ξανθόπουλοι δίνουν το μέτρο της ενότητας «Ο Χριστός, επειδή είναι τέλειος Θεός, δώρησε τέλεια τη χάρη του Αγίου Πνεύματος σε όσους βαπτίστηκαν. Αυτή η χάρη δεν δέχεται προσθήκη από μας, αλλά αποκαλύπτεται και φανερώνεται σε μας ανάλογα με την εργασία των εντολών. Και η ίδια μας προσθέτει πίστη, μέχρις ότου καταλήξουμε όλοι στην ενότητα της πίστεως και στην πλήρη ωριμότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός (Προς Εφεσίους, 4, 13)», Φιλοκαλία, τ. 5ος, Κάλλιστος και Ιγνάτιος οι Ξανθόπουλοι: Μέθοδος και κανόνας ακριβής, κεφ. 6. Ο Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος σημειώνει ότι «Όσοι δηλαδή για την καθαρότητά τους έφτασαν στη μέθεξη αυτής της υψηλής καταστάσεως, μέσω της γνώσεως των θείων, θα γίνονται όμοιοι με το Θεό, αφού γίνουν ομοιότυπα της εικόνας του Υιού Του (Προς Ρωμαίους 8, 29) με τις υψηλές και νοερές κινήσεις τους γύρω από τα θεία. Έτσι θα είναι θέσει θεοί για τους άλλους ανθρώπους πάνω στη γη. Οι άλλοι πάλι θα τελειοποιούνται στην αρετή με την κάθαρση μέσω του λόγου και της ιερής συναναστροφής των πρώτων και, ανάλογα με την προκοπή και την κάθαρσή τους, θα μετέχουν και αυτοί στη θέωση των πρώτων και θα γίνονται κοινωνοί της ενώσεώς τους με το Θεό. Και έτσι, αφού ενωθούν όλοι και γίνουν ένα με την ενότητα της αγάπης, θα ενωθούν για πάντα με τον ένα Θεό. Και θα είναι ο φύσει Θεός ανάμεσα στους θέσει θεούς (Ψαλμός 81, 1), ο αίτιος των αγαθών έργων», Φιλοκαλία, τ. 4ος, Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος: Τρίτη εκατοντάδα γνωστικών κεφαλαίων περί αγάπης και τελειώσεως βίου, κεφ. 33. 10 Πόποβιτς, 1974, σ. 224.

(8)

8 πάμπολλες ομάδες και παραφυάδες προτεσταντικός κόσμος11. Οφείλουμε να τονίσουμε ότι ο Οικουμενισμός δεν έχει καμία σχέση και δεν παραπέμπει, παρά την εμφανή λεκτική ομοιότητα, στην οικουμενικότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας, η οποία διασώζεται στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δηλαδή στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η ύπαρξη αιρέσεων και σχισμάτων δεν αναιρεί ούτε την ενότητα ούτε την οικουμενικότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας, σύμφωνα και με τον Άγιο Ιουστίνο, ενώ οφείλουμε να καταστήσουμε σαφές ότι ο Οικουμενισμός, έρχεται σε αντίθεση με την δηλωμένη φύσει οικουμενικότητα της Εκκλησίας. Προφασιζόμενος την αναζήτηση της ένωσης των εκκλησιών παραβλέπει και αναιρεί στην πράξη την ήδη υπάρχουσα ενότητα της Εκκλησίας μιας και κατά τον Απόστολο Παύλο: «Αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας»12 , ενώ στην Προς Κορινθίους Α’ 12,27 «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους»13 μας διευκρινίζει ποια είναι τα μέλη αυτού του σώματος. Στην ουσία επανερμηνέυει την 11Ο κ. Ν. Ματσούκας υποστηρίζει ότι μια μικρή συμβολή στην ανάπτυξη αυτού του φαινομένου είχε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ότι δεν παρασύρθηκε από την πρωτοβουλία του Προτεσταντισμού. Ματσούκας 2008, σ. 214-227. Στο Solovyef, 1948, σ. 52 ο Vladimir Solovyef αναφερει τις θέσεις του Αρχιεπισκόπου Φιλάρετου. Κατά τον Αρχιεπίσκοπο: «Η αληθινή χριστιανική εκκλησία περιλαμβάνει όλες τις ιδιαίτερες εκκλησίες που ομολογούν τον Ιησού Χριστό Το δόγμα όλων αυτών των θρησκευτικών κοινωνιών είναι ουσιαστικά η ίδια θεία αλήθεια», ενώ πιο κάτω, «…κάθε θρησκευτική κοινωνία έχει ακριβώς την ίδια αξίωση να τελειοποιήσει την καθαρότητα της πίστης και του δόγματος, δεν αρμόζει σε μας να κρίνουμε τους άλλους, αλλά να αφήσουμε την τελική απόφαση για το Πνεύμα του Θεού που καθοδηγεί τις εκκλησίες». Με τις παραπάνω θέσεις, που ενδεικτικά αναφέραμε, φαίνεται ποιες είναι οι τάσεις που επικρατούσαν στην Ρωσσική Ορθόδοξη Εκκλησία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Θέλουμε να σημειώσουμε ότι το φαινόμενο του Οικουμενισμού, ως ένας μεσσιανικός χωροχρόνος στον οποίο το Άγιο Πνεύμα μας οδηγεί απασχολεί τους ρώσσους θεολόγους του 19ου αιώνα και τους μαθητές τους. 12Προς Κολλοσαείς, 1, 18. 13 Στην Προς Κορινθίους Α’ επιστολή 12, 12-31, ο Απόστολος Παύλος καθορίζει τι ακριβώς εννοεί με τον όρο «Σώμα Χριστού». Ο π. Ευσέβιος Βίττης στο βιβλίο του ΄΄Η Εκκλησία μου κι Εγώ΄΄ μας εισάγει στις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος. Η Εκκλησία του Κυρίου πρώτα και πάνω από όλα είναι μυστήριο. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μιλώντας ο Απόστολος Παύλος για Κεφαλή και για Σώμα αναφερόμενος στην Εκκλησία, φανερώνει ένα διπλό μυστήριο. Το μυστήριο της Κεφαλής, που είναι ο Χριστός και το μυστήριο του Σώματος, που είναι οι πιστοί σ' αυτόν και που αποτελούν την Εκκλησία του. Τώρα βλέπω καθαρά, ότι η Εκκλησία αποτελεί άλλου είδος μέγεθος και όχι τέτοιο που μας συνήθισε η κοσμική αντίληψη γι' αυτήν. Η Εκκλησία δεν είναι ούτε ίδρυμα ούτε σωματείο ούτε ένωση ούτε συνασπισμός ανθρώπων που έχουν κοινά υλικά συμφέροντα και κοσμικές επιδιώξεις. Η Εκκλησία δεν είναι πολιτικό ή πολιτιστικό ή κοινωνιστικό κίνημα ή ό,τι άλλο σχετικό που ανήκει σ' αυτές τις κατηγορίες μικρών ή μεγάλων ανθρωπίνων ομάδων με οποιαδήποτε γήινα κίνητρα ή σκοπούς ή επιδιώξεις. Η Εκκλησία είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ακατανόητο για το φτωχό μου μυαλό, υπαρκτό όμως και πραγματικό Σώμα, το Σώμα του Χριστού».

(9)

9 ενότητα χωρίς την Εκκλησία, καθώς στην Εκκλησία του Κυρίου14 δεν υφίσταται οποιαδήποτε έννοια διαίρεσης15 καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε όλα τα μήκη και πλάτη του επιστητού, σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο ή στιγμή, όπως είδαμε παραπάνω. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι γίνεται λόγος για μια ενότητα πέραν του Κυρίου και κατά βάση για μία κατ’ άνθρωπο ενότητα ή θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως ενότητα στα όρια της κτιστότητας. Για μία ουτοπική ενότητα, ή διαφορετικά επινόημα ιδεολογικό και πέραν της χαρισματικής ενότητας που βιώνει η Ορθόδοξη Εκκλησία16 ως Σώμα του Κυρίου. Δεν είναι άτοπο να σημειώσουμε ότι ο Οικουμενισμός επιδιώκει ένωση εκκλησιαστικών ή θρησκευτικών θεσμών παρά την ενότητα της Εκκλησίας, δείχνοντας μας έτσι το εκκοσμικευμένο πνεύμα του και τον έντονο πολιτικό του προσανατολισμό. Η ένωση των εκκλησιών δεν μπορεί να είναι ζητούμενο, πολύ περισσότερο δε η ενότητα, μιας και εισάγει πληθυντικό εκκλησιών, κάτι το οποίο δεν μπορεί να υφίσταται όπως είδαμε, μιας και η ενότητα της Εκκλησίας είναι φύσει και όχι «κατά συμβεβηκός». Στην Εκκλησία δεν μιλάμε για ένωση και όταν μιλάμε για ενότητα ενοούμε την μετοχή στο ιδιάζον και αμιγές. Σε 14Προς Κορινθίους Α΄ 10,28, «…τοῦ γὰρ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς». Επίσης Προς Εβραίους 1,3, «…φέρων τε τὰ πάντα τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ…». 15Κατά τον Άγιο Μάξιμο ομολογητή, «ὡς ὁ μέν λόγος ἐστί τῶν διεστώτων ἕνωσις· ἡ δέ ἀλογία, τῶν ἡνωμένων διαίρεσις». PG 90 877 BC 16«Φανερό εἶναι λοιπόν ὅτι καθώς ὁ Πατήρ μένει κατά τήν φύσιν ἐν τῷ Υἱῷ καί ὁ Υἱός ἐν τῷ Πατρί˙ ἔτζι καί ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐν ἀληθείᾳ ἐπιστευσαν, καί ἀνεγεννήθησαν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, και ἐγιναν ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ κατά τήν αὐτοῦ δωρεάν καί Υἱοί Θεοῦ καί θέσει θεοί, μένουν ἐν τῷ Θεῷ καί ὁ Θεός ἐν αὐτοῖς κατά τήν χάριν. Τό λοιπόν ἐκεῖνοι ὁποῦ δέν ἔγιναν τοιοῦτοι, καί ὁποῦ δέν ἠλλοιώθησαν καθόλου μέ πρᾶξιν, καί γνῶσιν, καί θεωρίαν, πῶς δέν ἐντρέπονται νά λέγουν, πῶς εἶναι χριστιανοί; Καί πῶς τολμοῦν νά ἀνοίγουν, στόμα καί νά διηγοῦνται χωρίς ἐντροπήν διά τά ἀπόκρυφα μυστήρια τοῦ Θεοῦ; Πῶς δέν ἐντρέπονται νά συναριθμοῦν τόν ἑαυτόν τους μέ τούς ἀληθινούς χριστιανούς, καί μέ ἀνδρας πνευματοφόρους, ἔχοντες τοιάυτην ἀμέλειαν και ἀφροντισίαν;» Οσίου Πατρός Συμεών του Νέου Θεολόγου, Τα Ευρισκόμενα, σ. 135-136. Βλέπουμε ότι ο Άγιος δίνει τα όρια του εκκλησιαστικού γεγονότος και πότε αυτό λαμβάνει χώρα. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ακόμη ό,τι ενώ κατά το βάπτισμα ο άνθρωπος ενδύεται τον Χριστό εν τούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι είναι φορέας της χάριτος και ενεργό μέλος του σώματος του Χριστού. Διαβάζουμε: «Από το άγιο Βάπτισμα παίρνομε την άφεση των αμαρτιών μας και ελευθερωνόμαστε από την παλιά κατάρα και αγιαζόμαστε με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Την τέλεια όμως χάρη, σύμφωνα με το ρητό: «Θα κατοικήσω μέσα τους και θα βαδίσω ανάμεσά τους», δεν την παίρνομε τότε· αυτή ανήκει σε όσους έχουν βέβαιη πίστη και την εκδηλώνουν με τα έργα τους». Και ποια είναι αυτά τα έργα; «Με τη μετάνοια γίνεται η εξάλειψη των αισχρών πράξεων. Ύστερα από αυτή, χορηγείται το Άγιο Πνεύμα, όχι βέβαια χωρίς προϋποθέσεις, αλλά ανάλογα με την πίστη, τη διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν με όλη την ψυχή τους, κι αφού λάβουν αυτοί την τέλεια άφεση των αμαρτιών τους από τον πνευματικό τους πατέρα και ανάδοχο. Γι' αυτό καλό είναι να μετανοούμε κάθε μέρα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Γιατί το «μετανοείτε, έφτασε η βασιλεία των ουρανών» μας δείχνει ότι είναι απεριόριστη η εργασία της μετάνοιας». Φιλοκαλία, τ. 4ος, Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Κεφάλαια πρακτικά 154, κεφ. 74-75.

(10)

10 εμάς αυτό γίνεται κατά χάρη. Το ζητούμενο για τον Οικουμενισμό δεν είναι η επιστροφή των εκκλησιαστικών αποκλίσεων στην πίστη του Κυρίου αλλά, με πρόφαση το σώμα του Κυρίου, η οικοδόμηση μιας ορατής, ένωσης που, όπως προείπαμε, είναι χωρίς τον Κύριο. Η ενότητα δεν είναι ούτε διανοητική ούτε διοικητική κατάσταση. Είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Άρα συζητάμε για μια ένωση που δεν προάγει την ενότητα, με πρόφαση τον Κύριο. Εκκλησιολογικά, η ενότητα μπορεί να είναι μόνο χαρισματική, μυστηριακή17, άποψη η οποία καταδεικνύει το χριστολογικό υπόβαθρο του ζητήματος της ενότητας της Εκκλησίας. Λαμβάνοντας δε υπ’ όψιν ότι ο Οικουμενισμός κινείται εκτός χριστολογικών προϋποθέσεων καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι αυτό για το οποίο ο Οικουμενισμός αναστήθηκε φαίνεται να μην υπηρετείται. Εύλογο λοιπόν είναι το ερώτημα προς τι ο Οικουμενισμός; 1.2 Οι τρεις Εγκύκλιοι. Συγκριτική μελέτη και ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών. Η Εγκύκλιος του 189518 . Θεωρούμε ότι ένα ζωντανό παράδειγμα ραγδαίας αλλοτρίωσης της ορθόδοξης πίστης από το φαινόμενο του Οικουμενισμού, εκτυλίσσεται από τις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι τις ημέρες μας στον χώρο της χαρακτηρισμένης ως Ορθόδοξης Ανατολής ή στον χώρο που παραδοσιακά ενεργούσε και συνεχίζει να ενεργεί η Ορθόδοξη Εκκλησία, ιδιαίτερα δε η ελληνόφωνη. Μνημονεύουμε την προαναφερθείσα Εγκύκλιο για δυο λόγους: α) διότι στην συγκεκριμένη Εγκύκλιο το Πατριαρχείο συνοψίζει σύντομα και περιεκτικά το σύνολο 17Προς Κορινθίους Α’ επιστολή 12, 4-31. Η διδασκαλία περί των χαρισμάτων της Καινής Διαθήκης είναι ή ήταν ο πυρήνας της εκκλησιολογίας. Κατά την αναλογία της πίστεως δίνονται σε κάθε πιστό από τον Θεό ένα ή περισσότερα χαρίσματα, τα οποία αποτελούν «φανέρωσιν» του Πνεύματος και υπηρετούν «πρός τό συμφέρον» και «εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Προς Εφεσίους 4, 12). Όλοι οι πιστοί ως χαρισματούχοι κατέχουν από τον Θεό ορισμένη θέση στο σώμα του Χριστού σαν μέλη αυτού (Βλ. υποσημείωση 16). Από την πιστότητα και την συνέπεια των πιστών στα ληφθέντα χαρίσματα οικοδομείται η κοινότητα μέσα στην αγάπη για την σωτηρία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έπαυσε ποτέ της να είναι χαρισματική. Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «Διαφέρει δέ ἑνότης ἑνώσεως· ἡ μέν γαρ τό ἰδιάζον καί ἀμιγές τῆς καθ' ἕκαστον δείκνυσι φύσεως, ἡ δέ ἕνωσις τήν πρός ἕτερα σύγκρασιν, ἥ ἁπλῶς μετουσίαν», "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ", τ. 14s, ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙ ΘΕΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ, ΕΙΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. 18 Καρμίρης, 1953, σ. 932.

(11)

11 σχεδόν των αιρετικών δοξασιών και νεωτερισμών της Παπικής κακοδοξίας και β) διότι μπορούμε εμφανώς να δούμε ότι, ενώ το Πατριαρχείο μας δίνει μια ανάγλυφη Ορθόδοξη μαρτυρία με την υπάρχουσα Εγκύκλιο, εν τούτοις εικοσιπέντε χρόνια αργότερα με την Εγκύκλιο του 1920, πραγματοποιεί μια ολική μεταστροφή στις θέσεις του, σαν να ήταν οι θέσεις που παρουσιάζονται στην Εγκύκλιο του 1895 υπόθεση του Πατριάρχη της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και όχι το αποκαλυπτικό απόσταγμα της σχεδόν δισχιλιόχρονης πορείας της Εκκλησίας του Χριστού. Η Εγκύκλιος του 1895 αναφέρεται στην υπάρχουσα ομοφωνία της Εκκλησίας της Ρώμης με τις εν Χριστώ Εκκλησίες του Ανατολικού τμήματος, της παλαιότερα ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρι και τον ένατο αιώνα19 και όχι το 1054 όπως έχει πλέον επικρατήσει να λέγεται σε ένα κλίμα πλειοδοσίας καλών προθέσεων. Το μη επιδεχόμενο δεύτερη ερμηνεία, προς Εβραίους 13,7-8, καταλήγει με την προτροπή: «διδαχαῖς ποικίλαις καί ξέναις μη περιφέρεσθε»20, μας εισάγει και μας 19Ορθά, κατά την άποψή μας, το Πατριαρχείο μιλώντας για κοινή παρακαταθήκη εστιάζει στον ένατο αιώνα.Το σχίσμα του 867 (βλ. Θ.Η.Ε τ. 5, στ. 500-506) το οποίο λέγεται και Μικρό Σχίσμα (έληξε δώδεκα χρόνια αργότερα), έφερε στην επιφάνεια, πέρα από τις τετριμμένες αψιμαχίες των πατριαρχικών δικαιοδοσιών (αντικανονικές αναμίξεις, εισπηδήσεις κ.α.), και το χριστολογικό χάσμα-προσανατολισμό με το οποίο εμφορούταν οι δυο επισκοπές. Ένα χάσμα που ανέδειξαν οι θέσεις του ιερού Αυγουστίνου για το Άγιο Πνεύμα. Στο έργο του ΄΄Περι της Αγίας Τριάδος΄΄ διαβάζουμε: «Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένας Θεός, και βεβαίως ο Θεός είναι άγιος, και ο Θεός είναι πνεύμα, η Αγία Τριάδα μπορεί να ονομάζεται επίσης το Άγιο Πνεύμα. Αλλά το Άγιο Πνεύμα, όχι σαν Αγία Τριάδα, αλλά ως ένα πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, καλείται Άγιο Πνεύμα για να διακριθεί από τα άλλα πρόσωπα σχετικά, αφού Εκείνος (το Άγιο Πνεύμα) αναφέρεται τόσο στον Πατέρα και στον Υιό, επειδή το Άγιο Πνεύμα είναι το Πνεύμα, τόσο του Πατρός όσο και του Υιού. Αλλά η σχέση δεν είναι το ίδιο εμφανής με αυτό το όνομα, αλλά είναι προφανής όταν καλείται ΄΄το δώρο του Θεού΄΄, διότι είναι το δώρο του Πατρός και του Υιού, διότι «Αυτός εκπορεύεται από τον Πατέρα», όπως και ο Κύριος λέει, και επειδή αυτό το οποίο λέει ο Απόστολος, «Τώρα, αν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν είναι αυτού», το λέει φυσικά εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα. Όταν λέμε, λοιπόν, το δώρο του δωρητή και ο δωρητής του δώρου, μιλάμε και στις δύο περιπτώσεις σχετικά. Ως εκ τούτου, το Άγιο Πνεύμα είναι ένα είδος άρρητης, ανείπωτης κοινωνίας του Πατρός και του Υιού, και για το λόγο αυτό, ίσως, Αυτός ονομάζεται έτσι, επειδή το ίδιο όνομα είναι κατάλληλο τόσο για τον Πατέρα και τον Υιό. Γι’ αυτό Αυτός ο ίδιος έχει αυτό το όνομα που για τους άλλους είναι κοινό, διότι τόσο ο Πατέρας είναι ένα πνεύμα και ο Υιός είναι πνεύμα, τόσο ο Πατέρας είναι άγιος και ο Υιός άγιος. Προκειμένου, επομένως, η κοινωνία των δύο να μπορεί να δηλώνεται από ένα όνομα το οποίο είναι κατάλληλο και για τους δύο, το Άγιο Πνεύμα είναι που ονομάζεται το δώρο των δύο. Και αυτή η Τριάδα είναι ένας Θεός, μόνος, καλός, μεγάλος, αιώνιος, παντοδύναμος, Αυτός ο ίδιος είναι η Ενότητα του, Θεότητα του, το μεγαλείο του, η καλοσύνη του, η αιωνιότητα του, η παντοδυναμία του». Το Άγιο Πνεύμα λογίζεται ως το κοινό δώρο ή αλλιώς ο δεσμός της αγάπης που τους ενώνει. Η ενότητα, συμφωνα με τον ιερό Αυγουστίνο, δεν μας οδηγεί στην διθεΐα μιας και οι δυο Θεοί μας δίνουν το αυτό δώρο. Saint Augustine, De Trinitate, V 12. 20

(12)

12 προϊδεάζει για το κλίμα της εγκυκλίου αλλά και της στάσης του Πατριαρχείου για τα θέματα που αφορούν στην παρακαταθήκη της πίστεως. Ευθύς τονίζει το παράλογο των παπικών απαιτήσεων (ένωση παπικής εμπνεύσεως) και του άκρατου κληρικαλιστικού πνεύματος του παπικού θεσμού (ο Πάπας κοσμικός άρχων της Εκκλησίας, αντιπρόσωπος του Κυρίου και μόνος χορηγός της χάριτος21) καθώς και τη δαιμονική ουνιτική πρακτική της Ρώμης, ιδιαίτερα απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι μας διευκρινίζει ότι αίτια της Πατριαρχικής εγκυκλίου είναι η ευανάγνωστη αλλαγή πλεύσης του Πάπα, όπως φαίνεται με Εγκύκλιο του που εξαποστέλλει προς τις αποκαλούμενες από τους παπικούς Ανατολικές ΄΄Εκκλησίες΄΄, το 189422 («ἐγκαταλιποῦσα τήν ὁδόν τῆς πειθοῦς καί τῆς συζητήσεως»23, όπως 21 «Τί εἶναι ὁ πυρήν τοῦ δόγματος περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα=τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ ἀποθεανθρωποποίησις τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἐπιδιώκουν ὅλοι οἱ οὑμανισμοί, ἀκόμη καί οἱ θρησκευτικοί. Ὅλοι ἐπαναφέρουν τόν ἄνθρωπον εἰς την εἰδωλολατρίαν, εἰς τήν πολυθεΐαν, εἰς τόν διπλοῦν θάνατον, τόν πνευματικόν καί τόν φυσικόν. Ἀπομακρυνόμενος ἀπό τόν Θεάνθρωπον, ὁ κάθε οὑμανισμός βαθμηδόν μετατρέπεται εἰς μηδενισμόν. Αὐτό δεικνύει ἡ σύγχρονος χρεωκοπία ὅλων τῶν οὑμανισμῶν, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν παπισμόν, ἔμμεσον ἢ ἄμεσον, ἑκούσιον ἢ ἀκούσιον πατέρα ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν. Ἡ δέ χρεωκοπία, ἡ καταστρεπτική χρεωκοπία τοῦ παπισμοῦ, ἔγκειται εἰς τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα. Καί εἶναι ἀκριβῶς τό δόγμα αὐτό τό κορύφωμα τοῦ μηδενισμοῦ. Διά τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος τῆς Εὐρώπης κατά δογματικῶς ἀποφασιστικόν τρόπον, ἐκήρυξε τό δόγμα τῆς αὐταρκείας τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου καί οὕτω τελικῶς ἐφανέρωσεν ὅτι δέν τοῦ χρειάζεται ὁ Θεάνθρωπος καί εἰς τήν γῆν δέν ὑπάρχει θέσις διά τόν Θεάνθρωπον. Ὁ τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ—Vicarius Christi—τόν ἀντικαθιστά πλήρως. Εἰς τήν πραγματικότητα ἀπό αὐτό τό δόγμα ζῇ, τό ἀκολουθεῖ καί ἐπιμόνως τό ὁμολογεί, ὁ κάθε εὐρωπαϊκός οὑμανισμός». Πόποβιτς 1987, σελ.157. Ο Κύριος δεν βρίσκεται ανάμεσά μας, παρά τη ρητή διαβεβαίωσή του, (πρβ. Κατά Ματθαίον 18, 20, «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»). Ήδη η πίστη ερμηνεύεται ως εξουσία. Πως είναι δυνατόν ο Κύριος να είναι μέρος εξουσιαστικών παιχνιδιών ή ο ευλογών ανομολόγητα πρωτεία και πρωτοκαθεδρίες στο σώμα του; Θα φαινόταν σαν ο ίδιος ο Κύριος να ήθελε να αυτοκαταργηθεί, καταργώντας το όλο σωτηριώδες έργο Του ή σαν να κουράστηκε από το βάρος της ανθρώπινης αστοχίας και να επιθυμεί να αποτραβηχτεί, αφήνοντας την δημιουργία στο έλεος του χάους. 22

Orientalium Dignitas, (βλ. http://www.papalencyclicals.net/Leo13/l13orient.htm). Παπική Εγκύκλιος σχετική με τις Ανατολικές Καθολικές ΄΄Εκκλησίες΄΄, που εκδόθηκε από τον Πάπα Λέοντα ΧΙΙΙ στις 30 Νοέμβρη του 1894. Η Εγκύκλιος καθορίζει περαιτέρω τα δικαιώματα των Ανατολικών Ρωμαιοκαθολικών ΄΄Εκκλησιών΄΄. Συστήνει την αποφυγή των λατινικών επιρροών μεταξύ των ανατολικών ρωμαιοκαθολικών, την ενθάρρυνση των ανατολικών ρωμαιοκαθολικών να παραμείνουν πιστοί στις παραδόσεις της εκκλησίας τους, και την επέκταση της δικαιοδοσίας του πατριάρχη των Μελχίτων ώστε να περιλαμβάνει το σύνολο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην Εγκύκλιο, ο Λέων, δηλώνει ότι τα αρχαία έθιμα της Ανατολής είναι μια μαρτυρία για την αποστολικότητα της Ρωμαιοκαθολικής ΄΄Εκκλησίας΄΄, διότι η ποικιλομορφία τους, σύμφωνα με την ενότητα της πίστεως, είναι από μόνη της μια μαρτυρία για την ενότητα της ΄΄Εκκλησίας΄΄ προσθέτουν δε σε αυτήν αξιοπρέπεια και τιμή. Ως εκ τούτου, τονίζει, η Ρωμαιοκαθολική ΄΄Εκκλησία΄΄ δεν διαθέτει μια μόνο ιεροτελεστία, αλλά αγκαλιάζει όλες τις αρχαίες τελετές της χριστιανοσύνης και άρα η ενότητά της δεν συνίσταται σε μια μηχανική ομοιομορφία όλων των μέρων της, αλλά αντίθετα, στην ποικιλία τους και ζωογονείται από αυτή. Μια ξεκάθαρη άποψη για το πως ακριβώς κατανοεί ο Παπισμός την ΄΄ενότητα΄΄. Θα προσθέταμε ότι, αρκεί να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας την παπική στάση στο θέμα

(13)

13 αναφέρει χαρακτηριστικά) και η ενεργοποίηση της ουνίας. Χαρακτηρίζει τον Πάπα ψευδαπόστολο, που μετασχηματίζεται σε απόστολο Χριστού, κάνοντας αναφορά και στην ανακολουθία που παρουσιάζει η παπική στάση στο θέμα της ενώσεως των εκκλησιών. Βέβαια, κι εδώ φαίνεται μια αλλοίωση που παρείσφρησε στο σώμα της Εκκλησίας, καθώς το Πατριαρχείο κάνει λόγο για ένωση, ενώ πιο κάτω θέτει την σωστή διάσταση της ένωσης ως επιστροφή της παπικής κακοδοξίας στην αλήθεια του Κυρίου την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία διακονεί. Στη συνέχεια παραθέτοντας τις κακοδοξίες της Ρώμης αναφέρει επιγραμματικά το ζήτημα του filioque24, της τριπλής κατάδυσης, του άζυμου άρτου στην Θεία Ευχαριστία25, τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και όχι κατά την εκφώνηση «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου»26, την αποστέρηση από τους λαϊκούς του κοινού της γλώσσας της Θείας Λειτουργίας και το γεγονός ότι η χρήση, στη λειτουργία, της κατανοούμενης από το εκκλησίασμα γλώσσας, πέραν της λατινικής γλώσσας, εισήχθη με τη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο το 1964/65, η δε Εγκύκλιος που αναφέρουμε είναι του 1894. 23Καρμίρης, 1953, σ. 934. 24 Εκ των βασικών δογματικών εκτροπών που αλλοιώνουν την διδασκαλία της Εκκλησίας. Οι Λατίνοι πρόσθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως την φράση και εκ του Υιού (Filioque). Υποβαθμίζουν κατ’ αυτό την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, διότι το Άγιο Πνεύμα πλέον εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό και αλλοιώνουν έτσι τον λόγο του Χριστού (βλ. Κατά Ιωάννην 15, 26, «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ») και την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε και Συνοδικά με την Β' Οικουμενική Σύνοδο (αλλά και με άλλες Συνόδους) εισάγουν δε δεύτερη αρχή και οδηγούν στην διθεΐα. βλ. Μαντζαρίδης, 1987, σ. 152. Επίσης PG 102 392 BCD. Η Δυτική παράδοση εννόησε το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος αποκλειστικά και μόνο στην «οικονομία». Η παράδοση των Ελλήνων Πατέρων αρνήθηκε να ταυτίσει «οικονομία» και «θεολογία» ή να εισάγει αναλογία στον τρόπο υπάρξεως και την τάξη των υποστάσεων στη «θεολογία» σύμφωνα με τον τρόπο που η «οικονομία» μας αποκαλύπτει. Ο Θεός είναι «φύσει» ελεύθερος και δεν περιορίζεται από τα γεγονότα της «οικονομικής» φανέρωσης. Ελεύθερα ο Θεός εισήλθε στην Ιστορία και στα πεπερασμένα όρια της πραγματικότητας του κτιστού με σκοπό την ανακαίνιση του κατά τον λόγο «ὥστε εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα». Η σύγχυση «θεολογίας» και «οικονομίας», καθώς και πολιτικές σκοπιμότητες, έφεραν στην Ιστορία την πλάνη του Filioque. Επειδή μετέχουμε εν Χριστώ στη ζωή των θείων προσώπων (των ακτίστων ενεργειών), γι’ αυτό και ομολογούμε πίστη στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι υφίσταται τρόπος μετοχής μας στην ζωή του Θεού ο οποίος να παρουσιάζει μια αναλογία με τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα θεία πρόσωπα στην τριαδική ζωή. Η «analogia entis» σήμερα φέρνει μια καινούρια χειρότερη πλάνη, τον τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου σύμφωνα με τον τρόπο υπάρξεως των προσώπων της Αγίας Τριάδος, με σχέσεις αγάπης, δημιουργώντας μια Εκκλησιολογία ανεξάρτητη από την Εν Χριστώ ζωή. Βλέπε Ρωμανίδης, 2004, κεφ. 33 –35. Επίσης Μαλαής 2011, σ. 8-9. 25Και στη Ρώμη τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας χρησιμοποιούσαν ένζυμο άρτο. Το πιθανότερο η χρήση άζυμου άρτου στην τέλεση της Θείας Ευχαριστίας να εισήχθη περί τον 9ο ή τον 10ο αιώνα. Βλ. Θ.Η.Ε τ. 1, στ. 487-488. 26Η Ρωμαιοκαθολική ΄΄Εκκλησία΄΄ θεωρεί ότι ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων συντελείται με τους λόγους του Κυρίου: «τούτο εστί το σώμα μου» / «τούτο εστί το αίμα μου». Στην Ορθόδοξη Εκκλησία συντελείται με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα: «Διηγείται το

(14)

14 ποτηρίου, τα περί καθαρτηρίου πυρός27 καθώς και τα περί ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης28, το δόγμα της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου29. Το Πατριαρχείο φρικτό εκείνο δείπνο, και πως (ο Χριστός) το παρέδωσε πριν από το πάθος στους αγίους Του μαθητές, και πως πήρε στα χέρια Του το ποτήριο και πως έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε τα αγίασε, και τί είπε για να εκφράσει το μυστήριο. Και αφού πει (ο ιερεύς) τα λόγια αυτά, γονατίζει και εύχεται και ικετεύει, τα θεία εκείνα λόγια του μονογενούς Υιού Του και Σωτήρα μας να τα εφαρμόσει (ο Θεός) και στα προκείμενα δώρα και αυτά δεχόμενα το πανάγιο και παντοδύναμο Πνεύμα Του, να μεταβληθούν, ο μεν άρτος σ' αυτό το ίδιο το τίμιο και άγιο σώμα Του, ο δε οίνος σ' αυτό το άχραντο και άγιο αίμα Του». Βλ. PG 150 425 BC. 27Θ.Η.Ε. τ. 8, στ. 1013-1018. Σύμφωνα με αυτό, το αίμα του Χριστού εξαλείφει τις αιώνιες ποινές του αμαρτωλού ανθρώπου, οι οποίες έχουν την αιτία τους στις θανάσιμες αμαρτίες. Εκτός όμως από τις αμαρτίες αυτές, υπάρχουν οι βαριές και οι ελαφρές αμαρτίες, οι οποίες επιφέρουν πρόσκαιρες ποινές. Αυτές τις ποινές πρέπει ο άνθρωπος να τις εξοφλήσει με έργα μετανοίας, που επιβάλλονται από την ΄΄Εκκλησία΄΄. Ατυχώς όμως πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν πριν εξοφλήσουν αυτές τις ποινές και μεταβαίνουν στο λεγόμενο ΄΄καθαρτήριο πυρ΄΄, η μεσότης παραδείσου και κόλασης, όπου καλούνται να εξαλείψουν το χρέος. Από εκεί, με τις προσευχές του Πάπα και των ζωντανών, οι ψυχές μεταβαίνουν στον παράδεισο. Όμως η ΄΄Εκκλησία΄΄ μπορεί να παραχωρήσει τη λύση των ποινών με βάση το ’’θησαυρό των αξιομισθιών των αγίων’’ (το αίμα του Κυρίου δεν ήταν αρκετό και είναι απαραίτητο και το αίμα των Αγίων, καθίσταται έτσι άσκοπη ή ημιτελής η ενσάρκωση. Συμπληρώνεται από τον Πάπα. Αισχρή πλάνη αντίστοιχη του αλάθητου) τον οποίο διαχειρίζεται ο Πάπας. Ο Πάπας ως χορηγός της χάριτος καθίσταται διαχειριστής της αγιότητας ρυθμίζοντας τα ποιοτικά αλλά και τα ποσοτικά μεγέθη της. Τα αδιέξοδα είναι προφανή. Ορθά λοιπόν λέχτηκε χαριτολογώντας ότι «..ο Κύριος είναι ο αντιπρόσωπος του Πάπα στον Θεό». 28Κατά τους παπικούς ο Θεός έστειλε τον Υιό του στον κόσμο να σταυρωθεί, για να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη η οποία προσβλήθηκε από την αμαρτία του ανθρώπου. Κατά τον κ. Τσελεγγίδη: «Σύμφωνα μέ τη σαφή διατύπωση τοῦ Ἀνσέλμου “εἶναι ἀναγκαῖο, κάθε ἁμαρτία νά τήν ἀκολουθεῖ ἡ ἱκανοποίηση ἤ ἡ τιμωρία”. Καί τοῦτο, γιατί, ὅπως ἤδη λέχτηκε, δέν ἁρμόζει στό Θεό “νά συγχωρεῖ τήν ἁμαρτία μέ μόνη τήν εὐσπλαχνία χωρίς τήν πλήρη ἐξόφληση τῆς τιμῆς, πού τοῦ ἀφαιρέθηκε”. Ἤ ἐξοφλεῖ ὁ ἄνθρωπος τό χρεός του ἑκουσίως –μέ τή “satisfactio”- ἤ ὁ Θεός εἰσπράττει τό ὀφειλόμενο μέ τή βία. Ὁ Θεός δηλαδή κατά τόν Ἄνσελμο ὑποτάσσει τόν ἄνθρωπο παρά τήν θέλησή του μέ τό νά τόν τιμωρεῖ. Ἔτσι τοῦ ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ὁ Κύριός του, καί ὅτι ὀφείλει νά ὑποτάσσεται σ’ αὐτόν, πράγμα πού ἑκουσίως ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται νά ἀποδεχθεῖ. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ Θεός ἀποκαθιστα τήν τιμή του». Τσελεγγίδης 2006, σσ. 92-93, αλλά και το σύνολο του πονήματος, νομίζουμε ότι μας αποκαλύπτει την τραγική πορεία του εκφυλισμένου, πλέον, δυτικού χριστιανισμού. 29 Οι παπικοί τόνισαν υπερβολικά το πρόσωπο της Θεοτόκου, αυτονομώντας το σημαντικά από την Χριστολογία της Εκκλησίας. Έτσι, ανέπτυξαν ανεξάρτητη μαριολογία, η οποία περιλαμβάνει νέα και αιρετικά δόγματα γιά τήν Θεοτόκο. Μεταξύ των καινοφανών και αιρετικών δογμάτων του Παπισμού συγκατελέγεται και η διδασκαλία, το επίσημο μαριολογικό δόγμα, περί της «ασπίλου συλλήψεως (immaculata conseptio) της Θεοτόκου». Σύμφωνα μ’ αυτό, η Θεοτόκος, επειδή προοριζόταν νά γεννήσει τόν Θεό Λόγο, ο οποίος θα σαρκωνόταν απ’αυτή, έπρεπε νά είναι παντελώς αναμάρτητη˙ διδάσκουν γι’αυτό ότι ήταν απαλλαγμένη όχι μόνο των προσωπικών αμαρτιών, αλλά και αυτού του προπατορικού αμαρτήματος, το οποίο μεταδίδεται με την φυσική γέννηση σε όλους τους ανθρώπους. Γι’αυτό, με την πρόνοια του Θεού, συνελήφθη μεν ως καρπός πατρός και μητρός από τους γονείς της, τους αγίους Ιωακείμ και Άννα, όμως, «ασπίλως», χωρίς να της μεταδοθεί το προπατορικό αμάρτημα. Οι Παπικοί, χρησιμοποιώντας τον αγαπητό σ’αυτούς ορθολογισμό, ισχυρίζονται ότι ο Θεός θα μπορούσε να γεννηθεί και να σαρκωθεί μόνο από μια θεά και όχι από μία κοινή θνητή γυναίκα. Γι’αυτό και έχουν αναγάγει την Παναγία στη σφαίρα της Θεότητος, την θεωρούν θεά. Η περί ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου διδασκαλία των Παπικών εισήχθη τόν 12ο αιώνα από δύο Βρετανούς μοναχούς, τούς Έντμερ και Όσμπερτ και περί τό 1140 στή Λυών θεσπίσθηκε σχετική εορτή. Την 8η -12-1854 ο Πάπας Πίος ο 9ος την ανήγαγε σε δόγμα. Την διδασκαλία τους στηρίζουν στο χωρίο του κατά Λουκάν Ευαγγελίου 1, 28, όπου ανάγράφεται: «Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία». Παρερμηνεύουν

(15)

15 εστιάζει σ’ αυτό που ο Πάπας θεωρεί ως κύρια και βασική αιτία της διαφωνίας: στη θέση του επισκόπου Ρώμης στην Εκκλησία. Το γνωστό «πρωτείο» που, για τον Πάπα, έχει αγιογραφική βάση στη στιχομυθία του Κυρίου με τον Απόστολο Πέτρο. Ο Πάπας διατείνεται ότι και η εκκλησιαστική ιστορία μας εφοδιάζει με πλείστες μαρτυρίες οι οποίες συμπορεύονται με τις απόψεις της Ρώμης εννοώντας κυρίως την ομολογία του Αποστόλου Πέτρου30. Αξίζει να αναφέρουμε μια από τις πολλές μαρτυρίες του Αποστόλου Παύλου: «θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός»31 που κονιορτοποιεί οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία, πολύ περισσότερο μια ερμηνεία που υποδηλώνει εξουσιαστική λαγνεία. Λαμβάνοντας οι Πατέρες, λοιπόν, τις παραπάνω μαρτυρίες, καθώς και πολλές άλλες αγιογραφικές, ουδέποτε θεώρησαν ότι ο Απόστολος Πέτρος είχε ένα ιδιαίτερο πρωτείο έναντι των άλλων Αποστόλων. Η ΄΄Εκκλησία΄΄ της Ρώμης πλανά και πλανάται κηρύσσοντας ένα κατεξουσιαστικό κατά βάση πρωτείο, στηριζόμενη σε απόκρυφα του 2ου αιώνα βιβλία, τα λεγόμενα Ψευδοκλημέντια32, καθώς και στις μεταγενέστερες, «αναβαθμισμένες», Ψευδοισιδώρειες33 διατάξεις όπου εντοπίζεται ο τη λέξη «κεχαριτωμένη» και ισχυρίζονται ότι σημαίνει αναμάρτητη. Δηλ. η Θεοτόκος ήταν αναμάρτητη, επειδή ήταν πεπληρωμένη χαρίτων. Η διδασκαλία αυτή βέβαια δεν έχει ερείσματα ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Σχ. Θ.Η.Ε τ. 3, στ. 398 και Merslukin, 1961. 30Κατά Ματθαίον 16, 16-18, «ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», «κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Η δεύτερη αρχή του παπικού πρωτείου ισχυρίζεται ότι ο Πέτρος υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης καί μετέφερε αυτή τήν εξουσία στους διαδόχους του. Βέβαια το ερώτημα που ανακύπτει έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Απόστολος Πέτρος ήταν Απόστολος του Χριστού και δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει επίσκοπος παρακούοντας την εντολή του Κυρίου (Ματθαίος 28, 19: πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) και την οικονομία. Για πιο λόγο λοιπόν ο Απόστολος να γίνει επίσκοπος; Στις Προς Τιμόθεον 3, 2 και Προς Τίτον 1, 7 ο Απόστολος Παύλος ορίζει τα χαρακτηριστικά του επισκόπου. Ήταν αυτή η αποστολή του Αποστόλου Πέτρου και των υπολοίπων Αποστόλων; 31Α’ Κορινθίους 3, 11. 32Τα Ψευδο-Κλημέντια ή Kλημέντια αφορούν σε μια μυθιστορία που αποδίδεται στον Άγιο Κλήμη Ρώμης και αφηγούνται, υποτίθεται, τις περιπέτειές του στο πλευρό του Αποστόλου Πέτρου. Βλ. Κλημέντια, Θ.Η.Ε. τ. 7, στ. 622-625. 33Βλ. σχετικά: "Ψευδο-Ισιδώρεαι Διατάξεις", Θ.Η.Ε. τ. 12, στ. 482, καθώς και Στεφανίδης, 1959, σ. 299, κατά τον οποίο: «"Ουδεμία άλλη νοθεία εν τη παγκοσμίω ιστορία συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης και ουδεμία άλλη είχε τόσο μεγάλα αποτελέσματα». Σύμφωνα, λοιπόν, με τα κείμενα των Ψευδο-Ισιδώρειων Διατάξεων, η ιεροσύνη είναι υπεράνω της πολιτικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό ο Πάπας, ως κεφαλή της ιεροσύνης, είναι η ορατή κεφαλή ολόκληρης της ΄΄Εκκλησίας΄΄, έχοντας την απόλυτη κυριαρχία όχι μόνο στα εκκλησιαστικά, αλλά και στα πολιτικά ζητήματα. Κάθε επίσκοπος είναι αντιπρόσωπος του Πάπα, από τον οποίο λαμβάνει την εξουσία. Για τον λόγο αυτό κάθε επίσκοπος

Referências

Documentos relacionados

A garantia limitada da Kodak não se aplica ao Kodak Scan Station que tenha sido submetido a algum dano físico após a compra, causado, por exemplo, por causalidade,

5.4- Os veículos que estão licenciados na categoria ALUGUEL, serão registrados em nome do arrematante na categoria PARTICULAR, exceto se o mesmo conseguir

tornar público que, mediante processo de consulta prévia, interna e online, ocorrerá a eleição para provimento de 02 (duas) vagas de representantes tulares e seus respec vos

substancial, não produziríamos sentimentos, mas apenas conheceríamos nosso corpo por idéias claras e distintas, afirma Guéroult (1968, p. Da união entre a mente e o corpo

3º O PROVITA/RN será integrado por um Conselho Deliberativo, coordenado por uma diretoria executiva; por uma pessoa jurídica sem fins lucrativos, da sociedade civil, que atuará

4.2.1 Antes de efetuar a inscrição, o candidato deverá conhecer o edital e certificar-se de que preenche todos os requisitos exigidos. No momento da inscrição, o candidato

của Schlumberger), từ cách kiểm tra thông số đầu vào, lựa chọn các thông số hiệu chỉnh, cách đánh giá trọng số các thông số hiệu chỉnh, thứ tự

Ativos não circulantes classificados como destinados para venda (ou grupos para alienação) são mensurados pelo menor valor entre o valor contábil e o valor justo menos as despesas