• Nenhum resultado encontrado

137793750-Ο-εμπειρισμός-και-η-φιλοσοφία-του-νου

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "137793750-Ο-εμπειρισμός-και-η-φιλοσοφία-του-νου"

Copied!
233
0
0

Texto

(1)

ΓΟΥΙΛΦΡΙΝΤ ΣΕΛΛΑΡΣ

Ο ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ

ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΤΟΥ ΝΟΥ

Εισαγωγή ΡίΤΣΑΡΝΤ ΡΟΡΤΥ Ό δ η γό ς μελέτης Ρο μ π ε ρ τ Μπ ρ ά ν τ ο μ Μ ετάφραση, σημειώ σεις, έπίμετρο ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ»

Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

(2)

*

Περιεχόμενα

9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ 11 Ρ. ΡΟΡΤΥ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23 Ο ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ 23 I. Μιά αμφισημία τών θεωριών τών αισθητηριακών δεδομένων 37 II. Μιά άλλη γλώσσα; 45 III. Ή λογική τοϋ «δείχνει» 61 IV. Ή εξήγηση τοϋ «δείχνει» 68 V. Εντυπώσεις καί παραστάσεις: Μιά λογική άποψη 73 VI. Εντυπώσεις και παραστάσεις: Μιά ιστορική άποψη 81 VII. Ή λογική τοϋ «σημαίνει» 86 VIII. Έ χ ει ή εμπειρική γνώση κάποιο θεμέλιο; 98 IX. Έπιστήμη και συνήθης χρήση 105 X. Ιδιωτικά έπεισόδια: τό πρόβλημα 108 XI. Σκέψεις: ή κλασική άποψη 111 XII. Οί κατά Ράυλ πρόγονοί μας 115 XIII. Θεωρίες και πρότυπα 119 XIV. Μεθοδολογικός συμπεριφορισμός έναντίον φιλοσοφικού συμπε- ριφορισμοϋ 124 XV. Ή λογική τών ιδιωτικών επεισοδίων: σκέψεις 130 XVI. Ή λογική τών ιδιωτικών επεισοδίων: έντυπώσεις 141 ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΠΡΑΝΤΟΜ-ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 217 ΕΠΙΜΕΤΡΟ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ Η ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΩΝ

(3)

Π ρόλογος τοϋ μεταφραστή

Ο ΑΝΑΧΕΙΡΑΣ ΤΟΜΟΣ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ τό κείμενο τοϋ δοκι- μίου του Σέλλαρς (\νί1ίπά δβΠ&Γδ) και τά κείμενα τών Ρόοτυ (Κίοΐι&πί Κοτίγ) καί Μπράντομ (Κοββιί ,ΒΓαηάοιη) πού τό συνοδεύουν στήν πρόσφατη αύτοτελή έπανέκδοση τοϋ Π α­ νεπιστημίου χού Χάρβαρνχ. (Μιά άκόμα πιο πρόσφαχη έκδοση έγινε άπό χούς \νί11©ιη Α. ά© νϊίβδ καί Τϊιηιη ΊΗρΙοΙί: Κηοχνίβάξβ, Μίηά αηά ίΗβ Οίνβη. Κβαάιηξ ΨιΙ$Ηά ΞβΙΙακ’ζ «ΕητρίήοίΞΐη αηά ίΗβ ΡΗίΙοδορΗγ ο/ Μιηά», ίηβΐιιάίηξ ίΗβ οοηιρίβίβ ίβχίο/ΞβΙΙακϊ Ε$$αγ, Η&οΙί©« Ριι51ίδ1ιίη§ 0)ΐηρ&ηγ, Ίνδιανάπολις 2000. Περιλαμβάνει χρήσιμο άλλά άνισο ένίο- χε σχολιασμό.) Γιά λόγους φιλολογικής πληρόχηχας περιέ- λαβα έπίσης χίς προσθήκες πού έκανε ό ϊδιος ό Σέλλαρς σχή δεύχερη έκδοση χοϋ δοκιμίου χου, σχή συλλογή κειμένων χου μέ χίχλο Ξάβηββ, Ρβτββρύοη αηά ΚβαΙΐίγ (Κου11©(1§© αηά Κ©§αη Ραιιΐ, Λονδίνο 1963)* πρόκειχαι πάνχως γιά έπεξηγή- σεις χωρίς ίδιαίχερο βάρος, χίς όποιες ή έκδοση χού Χάρ­ βαρνχ παραλείπει. Α λλες διαφορές μεταξύ χών δύο έκδόσε- ων νομίζω όχι δέν ύπάρχουν. Έ νχός άγκυλών δίδονχαι ή σε- λιδαρίθμηση χής δεύχερης έκδόσεως (σ. 127 έως 196) καί ή σελιδαρίθμηση χής έκδόσεως χοϋ Χάρβαρνχ (σ. 13 έως 117). Έ ν α άπό χά διδάγμαχα χής φιλοσοφικής σχολής πού εκπροσωπεί έπάξια χό παρόν βιβλίο είναι πώς ή άφομοίωση χών σκέψεων είναι άπ’ άρχής μέχρι χέλους γλωσσική. Καί ή άφομοίωση -ά π ό χήν έλληνική γλώσσα πρωχίσχως καί έσχά- χω ς- όχι μόνο χών όρων άλλά καί χού όλου κλίμαχος σκέψε- ως άπό χό όποιο προέκυψε χό έργο χοϋ Σέλλαρς είναι μιά διαδικασία πού δέν μπορεΐ παρά νά είναι σχαδιακή. Προσ­ πάθησα χό έλληνικό κείμενο νά μπορεΐ νά διαβασχεΐ αύχο- χελώς, χωρίς νά πνίγεχαι άπό χό βάρος μιάς χεχνηχής ορολο­ γίας. Οί άγγλικοί όροι δίνονχαι σέ παρένθεση ειχε έκει πού έχουν ειδικό βάρος χό όποιο ό άναγνώσχης πρέπει νά γνωρί­ ζει, ειχε, άνχιθέχως, καί πρός άποφυγή παρεξηγήσεων, έκει

(4)

10 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ πού συμβαίνει νά ήχοΰν βαρύγδουπες στά έλληνικά, δταν τό πρωτότυπο είναι πολύ άπλό* ή άπλώς έκεϊ δπου οί ελληνικές άποδόσεις δέν μποροΰν νά άποφύγουν έλαφρές άποκλίσεις. Ά λλά ό αναγνώστης πρέπει νά είναι ειδοποιημένος δτι τά κείμενα τοΰ τόμου παρουσιάζουν εγγενείς δυσκολίες στήν άνάγνωση, πού ξεπερνούν τις δποιες άτέλειες τής μετάφρα­ σης, ήδη έπειδή ένδιαφέρονται γιά τήν αυστηρότητα τής σκέψης περισσότερο άπ9 δ,τι γιά τήν ώραιότητα τοΰ ΰφους -μάλιστα τό κείμενο τοΰ Μπράντομ έχει χαρακτήρα σημειώ­ σεων σχεδόν άκατέργαστων, χωρίς γιά τοΰτο νά ανταμείβει λιγότερο τον προσεκτικό αναγνώστη. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στήν Ε λένη Περδικούρη καί τον Γιώργο Φαράκλα γιά πλήθος πολύτιμων υποδείξεων καί γιά τή λεπτή μέριμνα πού έδειξαν καθ9 δλη τήν τελική φάση τής έκδόσεως τοΰ βιβλίου. Παρίσι, 25 Σεπτεμβρίου 2005

(5)

ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΡΟΡΤΥ

Εισαγωγή

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ πού άποκαλοΰμε σήμερα «άναλυτική» ξεκί- νησε ώς μιά μορφή έμπειρισμοϋ. Προεκυψε άπό τό έργο τοϋ --Ράσσελ (ΒοΓίΓ&ηά Κιΐδδβΐΐ), τοϋ Καρναπ (Κιιάοΐί Ο&πι&ρ) και κάποιων άλλων -π ο ύ τό συνόψισε, δινοντάς του συγχρό­ νως μορφή κανόνος προσφερομενου γιά διδασκαλία, ό Έιερ, στο βιβλίο του Γλώααο^άλήθεια και λογική (Α.Χ Α^βΤ, ί^απ- ξΐιαξβ, Τηιύι, αηά Εοξίο, 1936). Στο βιβλίο αύτό, ό Έ ιερ έξέ- θεσε τις ιδέες πού άποτελοϋν αύτό πού σήμερα άποκαλοϋμε «λογικό θετικισμό» ή «λογικό έμπειρισμό» -ιδέες πού άναδια- τύπωσαν τήν έπιστημολογία τοϋ άγγλικοϋ έμπειρισμοϋ, μέ τήν τάση άναζήτησης θεμελίων πού τή χαρακτηρίζει, μέ δρους γλωσσί&οώς, καί δχι πλέον ψυχολογικούς. Οί ιδέες αύτές είναι πολύ διαφορετικές άπό αύτές πού ύπόκεινται σέ δ,τι συνήθως άποκαλειται «μετα-θετικιστική» άναλυτική φιλοσο­ φία -μιά φιλοσοφική κατεύθυνση πού θεωρείται ενίοτε δτι πηγαίνει «πέρα» άπό τον έμπειρισμό καί τον ορθολογισμό. Ή μετάβαση άπό τήν προηγούμενη στήν έπόμενη μορφή άναλυτικής φιλοσοφίας, μετάβαση πού άρχισε γύρω στο 1950 καί είχε ολοκληρωθεί γύρω στο 1970, ήταν άποτέλεσμα πολλών καί σέ περίπλοκη άλληλεπίδραση μεταξύ τους δυνά­ μεων, πού τό γενικό τους σχήμα είναι δύσκολο νά τό δώσει κανείς. Πάντως, δλοι οί ιστορικοί αύτής τής μετάβασης καλά θά έκαναν νά έστιάσουν τό ενδιαφέρον τους σέ τρία σπερμα­ τικής σημασίας έργα, πού είναι τά έξής: τοϋΚ ουάιν τά Δ ύο όόγματατονέμπαοϋσμοϋ (λνϊΙΐΗκΙ ναη Οππαη Οφν^Τϊνο ϋοφηα8 ο / Εηιριήά8Υη, 1951), τοϋ Βίττγκενστάιν οί Φιλοσοφικές Έ ρευ­ νες (I.. \νίΙί§βιΐδί€ΐη, ΡΗιΙοΞορΗιοαΙ Ιηνβ8ύ§αύοη8,1954)1 καί 1. Τίτλος πρωτοτύπου: ΡΗΐΙο^ορΗάεΗβ ϋηίβΓΞΐιεΗαηξβη, ΒΐΗθ1(\νε11, Ό ξ ­ φόρδη 1953* μτφ. Φιλοσοφικές ερεννες, Παπαζήσης,Αθήνα 1977. Σ.τ.έ.

(6)

12 ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΡΟΡΤΥ τοϋ Γουίλφριντ Σέλλαρς τό Ό έμπειρισμός και ή φιλοσοφία τοϋ νοϋ (\Υ. δβΙΙ&Γδ, Εηιρίήύζηι αηά ίΗβ ΡΜοζορΗγ ο/Μ ίηά, 1956). Ά π ό τά τρία, τό μακρύ, περίπλοκο καί πολύ πλούσιο δο­ κίμιο τοϋ Σέλλαρς είναι τό λιγότερο γνωστό καί τό λιγότερο συζητημένο. Οί ιστορικοί τής πρόσφατης άγγλοαμερικα- νικής φιλοσοφίας έτόνισαν πόσο σημαντικό ήταν τό δοκίμιο τοϋ Κουάιν μέ τις άμφιβολίες πού γέννησε όσον άφορά τήν έννοια τής «άναλυτικής άλήθειας» καί έπομένως τήν (κατά Κάρναπ καί Ράσσελ) ιδέα ότι ή φιλοσοφία θά έπρεπε νά είναι «ή λογική άνάλυση τής γλώσσας». Τόνισαν έπίσης τή σημασία τοϋ έργου τοϋ όψιμου Βίττγκενστάιν -ιδίως αύτό πού ό Στρώσον (δίΓ&ννδοη) άποκάλεσε «έχθρικότητά του πρός τήν άμεσότητα», τή δυσπιστία του γιά τις παραδοσιακές έμπειριστικές ερμηνείες τής άπόκτησης τής γνώσης. Α λλά κατά κανόνα δέν άναγνώρισαν όλο τό βάρος του στον ρόλο πού έπαιξε ό Σέλλαρς στήν κατάρρευση τοϋ έμπειρισμοϋ τών αισθητηριακών δεδομένων. Είναι κρίμα, γιατί ή επίθεση τοϋ Σέλλαρς στον «μύθο τοϋ δεδομένου» άσκησε στήν Α μ ε­ ρική (άν καί όχι στή Βρεταννία) μεγάλη επίδραση, πείθον­ τας τούς φιλοσόφους ότι ύπάρχει κάτι πολύ έσφαλμένο σέ έναν φαινομεναλισμό σάν αύτόν πού έπαγγελλόταν ό Έ ιερ.2 Ό Γουίλφριντ Σέλλαρς γεννήθηκε τό 1912 καί πέθανε τό 1989. Δίδαξε φιλοσοφία στή Μιννεσότα, στο Γέηλ καί έντέ- λει στο Πίτσμπουργκ. Δημοσίευσε πολλά δοκίμια, όπως έπί­ σης καί μιά μονογραφία, μέ τίτλο Επιστήμη καί μεταφυσική (ήταν οί ΕοοΐιΐΓβδ πού έδωσε στήν Ό ξφόρδη τό 1967).3 2. Ή κριτική πού άσκησε στον ’Έιερ ό ΤΩστιν (ΑιΐδΙίη) στο μεταθανάτια δημοσιευμένο 8βη8β αηά ΞβηχΐΜΗα {Αίσθηση καί αισθητά) έπαιξε στή Βρε­ ταννία τον ρόλο πού έπαιξε τό άρθρο τοΰ Σέλλαρς στήν Αμερική. Οί άμερι- κανοί φιλόσοφοι έθαύμαζαν πολύ τον ΤΩστιν, άλλά είχαν ήδη έγκαταλείψει σέ μεγάλο βαθμό τά αισθητηριακά δεδομένα, δταν κυκλοφόρησε τό 5βη8β αηά ΞβηζίΜΙϊα. 3.5άβηοβ αηά ηιβίαρΗγχΐκ (ΚοιιΙΐ6(1§ε, Λονδίνο 1967). Ή πιο σημαντική συλλογή δοκιμίων τοΰ Σέλλαρς είναι ό τόμος Ξαβηεβ, Ρβτεβρύοη αηά ΚβαΗίγ, Κοιιίΐεάβε, Λονδίνο 1963 -ό όποιος περιέχει τό Ό εμπειρισμός και ή φιλοσο­ φία τοϋ νοϋ- καί τά ΕΞ$αγ$ ΐη ΡΗιΙθ8ορΗγ αηά ϊΙξΗώίοτγ, Κεΐάεΐ, ϋ ο Γ - (ΙιόοΙιΙ 1974. Σχολιασμό τοΰ έργου τοΰ Σέλλαρς μπορεΐ νά βρει κανείς εις

(7)

Τό έργο του έπικρίθηκε συχνά γιά τή σκοτεινότητά του. Ή σκοτεινότητα αύτή ήταν έν μέρει αποτέλεσμα τοϋ ιδιαίτε­ ρου ύφους τοϋ Σέλλαρς, ένα άλλο μέρος της όφείλεται δμως στή ματιά πού τό κοίταζε. Διότι τό άσυνήθιστο μέ τον Σέλ­ λαρς, άν τον συγκρίνουμε μέ τούς άλλους έξέχοντες άμερι- κανούς φιλοσόφους τής μεταπολεμικής έποχής, και ή μεγά­ λη διαφορά του άπό τον Κουάιν και τον Βίττγκενστάιν, είναι δτι είχε εύρεία καί βαθειά γνώση τής ιστορίας τής φιλο­ σοφίας.4 Αύτή ή γνώση τών προηγούμενων φιλοσόφων πα­ ρεμβαλλόταν συνεχώς στο έργο του (δπως στά δύο μάλλον κρυπτικά κεφάλαια γιά τον Κάντ (Κ&ηί) πού άνοίγουν τό Επιστήμη καί μεταφυσική), καί έκανε τά γραφτά του νά μοι­ άζουν δύσκολα γιά άναλυτικούς φιλοσόφους, τών οποίων ή παιδεία ήταν πολύ λιγότερο ιστορικά προσανατολισμένη άπό αυτήν τοϋ Σέλλαρς. Ό Σέλλαρς πίστευε δτι «ή φιλοσο­ φία χωρίς τήν ιστορία τής φιλοσοφίας είναι, άν δχι τυφλή, τουλάχιστον χαζή», άλλά αύτή ή άποψη φαινόταν άπλώς διεστραμμένη σέ ένα μέρος τοϋ άκροατηρίου του. Α π ό δλα τά γραφτά τοϋ Σέλλαρς, Ό έμπειρισμός καί ή φιλο­ σοφία τοϋ νοϋ είναι τό πιο πολυδιαβασμένο καί τό πιό προσι­ τό. Στήν πραγματικότητα τό δοκίμιο αύτό δλο κι δλο είναι δ,τι γνωρίζουν άπό τον Σέλλαρς οί περισσότεροι άναλυτικοί φιλό­ σοφοι. Α λλά είναι σχεδόν άρκετό, άφοϋ είναι ή έπιτομή ένός ολόκληρου φιλοσοφικού συστήματος, καί καλύπτει τις περισ­ σότερες άπό τις πλευρές τοϋ γενικότερου προγράμματος τοϋ Σέλλαρς -ένός προγράμματος πού τό περιέγραψε ώς τήν Ο.Ρ. Οεΐ3ηεγ κ.ά., ΤΗβ Ξγηορίΐβ νίχίοη: Ε^αγα οη ίΗβ ΡΗιΙοΞορΗγ ο / Ψ ΐψ ίά 5 βΙΙαΓ3, ΝοΙτε ϋ3ΐηε υΡ, Νοίτε ϋαιηε 1977, και εις ΗεοίοΓ-Νοπ 03δΐ3ηε<ΐΗ (έπ.), Αείΐοη, Κηο\νΙβά§β αηά ΚβαΙΐίγ: Ξίιιάΐβχ ίη Η οηοτ ο / ΨίΙβήά ΞβΙΙατΞ, Βοβ&δ-Μεπίΐ, Ίνδιανάπολις 1975. 4. Γιά τήν άπορριπτική στάση τοΰ Κουάιν έναντι τής Ιστορίας τής φιλο­ σοφίας, βλ. τήν αυτοβιογραφία του, ΤΗβ Τίηίβ ρ Ιιη γ-Ε ΐ^ Μ Υΐ ΡΓεδδ, Κέμπ­ ριτζ Μασαχουσέτης 1985, σ. 194. Γιά τά άκατάστατα διαβάσματα τοΰ Βίτ­ τγκενστάιν πάνω στήν άρχαία καί τή νεότερη φιλοσοφία, βλ. ΟηγΙΙι ΗαΙΙεΙΙ, 31,^4 Οοπιραηίοη ίο ΨΐίίξβηΜβΐη’ς 'ΡΗΐΙοζορΗίεαΙΙηνβΜΐβαίΐοηζ’, Οοπιείΐ υΡ, ΙΐΙιαοβ 1977, σ. 759-775.

(8)

14 ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΡΟΡΤΥ προσπάθεια νά βγάλει κανείς τήν άναλυτική φιλοσοφία άπό τό χιούμειο στάδιό της καί νά τήν εισαγάγει στο καντιανό. Ή βασική σκέψη πού διατρέχει τό δοκίμιο αύτό είναι παρμένη άπό τον Κάντ: «Έποπτεΐες χωρίς έννοιες είναι τυ­ φλές». Νά έχει κανείς μιά αισθητηριακή έντύπωση είναι κάτι πού, άπό μόνο του, δέν άποτελει ούτε γνώση ούτε συνειδητή έμπειρία. Ό Σέλλαρς, σάν τον όψιμο Βίττγκενστάιν, άλλά άντίθετα άπό τον Κάντ, ταύτιζε τήν κατοχή μιάς έννοιας μέ τήν ικανότητα χρήσεως μιάς λέξεως. Έπομένως γι’ αύτόν ή κατοχή μιάς γλώσσας είναι προαπαιτούμενο τής συνειδητής έμπειρίας. Ό π ω ς τό λέει στήν § 29: «Κάθε συνείδηση ειδών, ομοιοτήτων, γεγονότω ν, κ.λπ., εν όλίγοις κάθε συνείδηση άφηρημένων οντοτήτων -στήν πραγματικότητα κάθε συνεί­ δηση, άκόμη καί τών καθέκαστα- είναι μιά γλωσσική ύπόθε- ση». Ή δοξασία αύτή, τήν οποία άποκάλεσε «ψιιχαλαγικό νομιναλισμό», συνεπάγεται δτι ό Λόκ (Χοοίίε), ό Μπέρκλεϋ (Β6Γΐί6ΐ6γ) καί ό Χιούμ (Ηιιιηε) έσφαλλαν δταν πίστευαν δτι «γνωρίζουμε προσδιορισμένα εϊδη... άπό τό γεγονός καί μό­ νο δτι έχουμε αισθήσεις καί εικόνες» (§ 28). Τό έπιχείρημα τοϋ Σέλλαρς γιά τον ψυχολογικό νομινα­ λισμό στηρίζεται σέ έναν ισχυρισμό ό όποιος έξηγει τό ήθικό δίδαγμα πολλών άπό τούς άφορισμούς τών Φιλοσοφικών ερευνών: «Τό ούσιώδες είναι δτι, χαρακτηρίζοντας ένα έπει- σόδιο ή μιά κατάσταση ώς γνωστικά, δέν δίνουμε μιά έμπει- ρική περιγραφή τοϋ επεισοδίου αύτοϋ ή αύτής τής καταστά- σεως· τά τοποθετούμε στον λογικό χώρο τών λόγων, τής δι- καιολόγησης καί τοϋ νά είναι κανείς σέ θέση νά δικαιολογεί αύτό πού λέει» (§ 36). Μέ άλλα λόγια, ή γνώση δέν μπορεΐ νά διακριθεΐ άπό μιά ορισμένη κοινωνική πρακτική -τήν πρα­ κτική τοϋ νά δικαιολογεί κανείς τις άποφάνσεις του στούς συνανθρώπους του. Δέν άποτελει προϋπόθεση αύτής τής πρακτικής, άλλά ύπάρχει συγχρόνως μέ αύτήν. Έπομένως δέν μποροϋμε νά κάνουμε αύτό πού ήλπιζαν νά κάνουν πολλοί λογικοί θετικιστές: Νά άναλύσουμε πλή­ ρως καί χωρίς ύπόλοιπο έπιστημικά δεδομένα «σέ μή έπι­ στημικά δεδομένα, εϊτε φαινομενολογικά εϊτε συμπεριφο­

(9)

ράς, εϊτε δημόσια εϊτε ιδιωτικά, δσο άφειδώς κι άν τή συν­ οδεύουμε μέ υποτακτικές καί υποθετικά μόρια» (§ 5).5 Πιο συγκεκριμένα, δέν μπορούμε νά άσκήσουμε μιά τέτοια άνά­ λυση άνακαλύπτοντας τά «θεμέλια» τής έμπειρικής γνώσης στά άντικείμενα «πού γνωρίζουμε άμεσα», άντικείμενα πού «είναι μέ άμεσο τρόπο μπροστά στον νοΰ μας». Δέν μπο- ροΰμε νά δώσουμε τήν προτεραιότητα σέ άναφορές πού μάς λένε, λ.χ., δτι υπάρχει έδωνά κάτι κόκκινο, ώς «άναφορές τοΰ άμεσου δεδομένου». Γιατί οί τέτοιες άναφορές δέν με- σολαβοΰνται άπό τή γλώσσα, καί έπομένως άπό τήν κοινω­ νική πρακτική, λιγότερο άπό αύτές πού μάς λένε δτι υπάρ­ χουν έδώ άγελάδες ή ήλεκτρόνια. Ή ϊδια ή ιδέα τών «θεμε­ λίων» τής γνώσης στο σύνολό της, ή όποία ήταν βασικής ση­ μασίας τόσο γιά τον έμπειρισμό δσο καί γιά τον ορθολογι­ σμό, παύει νά ύφίσταται άπό τή στιγμή πού θά άσπαστοΰμε τον ψυχολογικό νομιναλισμό. Ά ν τά Δ υο δόγματα τοΰ Κουάιν είχαν βοηθήσει νά κα- ταστραφεΐ ή ορθολογική μορφή τοΰ θεμελιωτισμοΰ, έπιτιθέ- μενα στή διάκριση τών άναλυτικών καί τών συνθετικών άληθειών, τό Ό έμπειρισμός και ή φιλοσοφία τοϋ νοϋ βοή­ θησε νά καταστραφει ή έμπειριστική έκδοχή τοΰ θεμελιωτι- σμοΰ, στρεφόμενο κατά τής διάκρισης άνάμεσα σέ αύτό πού «δίνεται στον νοΰ» καί αύτό πού «προσθέτει ό νοΰς». Ή επί­ θεση πού έκανε ό Σέλλαρς στον Μύθο τοΰ Δεδομένου ήταν μιά άποφασιστική κίνηση έκεϊ πού τό θέμα ήταν νά άπομα- κρυνθει ή άναλυτική φιλοσοφία άπό τά θεμελιωτιστικά κί­ νητρα τών λογικών έμπειριστών. Προκάλεσε άμφιβολίες γιά 5. Ή άναφορά αύτή σέ πολλές έπιχειρηθεΐσες προσπάθειες άναγω- γικών άναλύσεων προϋποθέτει, δπως και πολλά άλλα χωρία τοΰ δοκιμίου, μιά κάποια εξοικείωση μέ τήν φιλολογία τής άναλυτικής φιλοσοφίας στις δεκαετίες του ’40 και τοΰ ’50 -π.χ., μέ τήν υπεράσπιση τοΰ φαινομεναλισμοΰ άπό τον Έιερ, τήν κριτική τοΰ Καρτέσιου άπό τον Ράυλ (Κ.γ1β), κ.λπ. Με­ ρικές παράγραφοι τοΰ δοκιμίου τοϋ Σέλλαρς -π.χ. οί παράγραφοι 8-9 καί 21-23-ϊσως φανοΰν ώς μία άσκοπη παρέμβαση σέ δσους δέν είναι εξοικειω­ μένοι μέ τή σχετική φιλολογία. Ώστόσο, τό συνολικό έπιχείρημα τοΰ δοκιμί­ ου είναι κατανοητό χωρίς άναφορά στά συγκεκριμένα πρόσωπα πού συζη- τει ό Σέλλαρς.

(10)

16 ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΡΟΡΤΥ τήν ϊδια τήν ιδέα τής «επιστημολογίας», γιά τήν ϊδια τήν πραγματικότητα τών προβλημάτων πού οΐ φιλόσοφοι συζη­ τούσαν ύπό τον τίτλο αυτόν.6 Μιά άπό τις φράσεις τού δοκι­ μίου στήν όποία έχουν γίνει άφθονες παραπομπές είναι αύτή τής § 38 : «...ή έμπειρική γνώση, δπως καί ή πιο έπιτη- δευμένη προέκτασή της, ή έπιστήμη, είναι έλλογη, δχι έπειδή έχει ένα Θεμέλιο, άλλά έπειδή είναι ένα αύτοδιορθούμενο εγχείρημα πού μπορει νά άμφισβητήσει όποιονδήποτε ισχυ­ ρισμό, άν καί δχι όλους μαζί».7 Ή πρόταση αύτή μάς λέει δτι ή λογικότητα δέν είναι ζήτημα ύπακοής σέ νόρμες (τις όποιες οί έπιστημολόγοι θά ήλπιζαν νά μπορέσουν νά κωδι­ κοποιήσουν), άλλά μάλλον ένός πάρε-δώσε στά πλαίσια ένός συνεργατικού κοινωνικού προγράμματος. Ή άνάπτυξη καί ή υπεράσπιση τών προϋποθέσεων καί τών 6. Τό έργο τοϋ Σέλλαρς στή γραμμή αύτή συνδέεται μέ αύτό τών άμερι- κανών πραγματιστών -ιδίως τήν πολεμική τοϋ Πήρς κατά τοϋ δεδομένου στο δοκίμιό του Συνέπειες τεσσάρων άόυναμιών (Ρείτοε, €οη$β(]Ηβηεβ$ ο/ Ροιιγ Ιηεαραεΐίίβχ, 1868) και τοϋ Ντιούη στο Μιά έμπερική επισκόπηση τών έμπειρισμών (ϋβ^©γ, Λ η Εγηρ'ιήεαΙ Ξιιτνβγ ο / ΕηιρϊήεΐΞηΐΞ, 1935). Γιά μιά καλή έκθεση τοϋ άμερικανικοϋ πραγματισμοϋ -έκθεση άπό τήν όποία λεί­ πει σέ μεγάλο βαθμό ό Σέλλαρς, στήν όποία δμως ταιριάζει πολύ καλά-, βλ. Ιοίιη Ρ. Μιιιρ1ιγ, Ρτα§ηιαίΐ$?η: Ρτοητ Ρβϊτεε ίο Οανίάζοη, λΥεδίνιενν ΡΓ688, ΒοιιΜεΓ (Κολοράντο) 1990. 7. Έ δωσα μιά σύντομη έκθεση τών ρόλων πού έπαιξαν ό Κουάιν και ό Σέλλαρς στήν εγκατάλειψη τοϋ άτομισμοϋ και τοϋ θεμελιωτισμοϋ τών Ράσ­ σελ καί Κάρναπ στο δεύτερο μέρος τοϋ δ' κεφαλαίου τοϋ βιβλίου μου ΡΗιΙοΞορΗγ αηά ίΗβ Μϊγγογ ο/Ναίατβ ([ΡπηοεΙοη υ Ρ , Πρίνστον] 1979* [μτφ. Ή φιλοσοφία και ό καθρέφτης τής φύσης, Κριτική, Αθήνα 2001]). Στο βιβλίο αύτό ισχυρίστηκα έπίσης δτι ή εγκατάλειψη τοΰ θεμελιωτι- σμοϋ ίσως μάς οδηγήσει νά έγκαταλείψουμε τήν ιδέα δτι μάς χρειάζεται μιά «θεωρία τής γνώσεως». Πρόσφατα άνέπτυξε τό θέμα αύτό ό Μάικλ Γουίλ- λιαμς (Μΐο1ΐ3€ΐ λνΐΠΐαπίδ) -στο βιβλίο του ϋηηαίιίΓαΙ Ώοιώίν. ΕράίβηιοΙοξίεαΙ ΚβαΙίζτη αηά ίΗβ ΒαΞΪΞ ο/ ΞεβρίΐεΐΞπι, Βΐ3θ1ί\νβ11, Κέμπριτζ Μασαχουσέτης- Όξφόρδη 1991)- πολύ εύρύτερα καί προσεχτικά. Τό επιχείρημά του είναι πώς είναι ή άτυχής ιδέα, δτι ύπάρχει ένα φυσικό είδος πού καλείται «άνθρώπινη γνώση», ή όποία έδωσε λαβή τόσο στον θεμελιωτισμό δσο καί στον καρτεσιανό σκεπτικισμό. Τό παλαιότερο βιβλίο τοΰ Γουίλλιαμς -θΓοηηάΙβ88 ΒβΗβ/ (Βίαοΐίννεΐΐ, Όξφόρδη 1977)- μιά πραγματεία κατά του θεμελιωτισμοϋ, τό όποιο έθεσε τις βάσεις γιά τό ϋηηαίιίΓαΙ Ώοιιδίς, έφερε τήν ισχυρή επίδραση τοϋ Σέλλαρς.

(11)

συνεπειών τοΰ ψυχολογικού νομιναλισμού δέν έξαντλεΐ ώστόσο τό περιεχόμενο τοϋ δοκιμίου. Οι § 48 μέ 63 περιλαμ­ βάνουν τον «μύθο τοϋ Τζόουνς» -μιά παραβολή πού εξηγεί γιατί μποροϋμε νά είμαστε νατουραλιστές χωρίς νά είμαστε συμπεριφοριστές, γιατί μποροϋμε νά δεχτούμε τις άμφιβο- λίες τού Βίττγκενστάιν γιά αύτό πού ό Σέλλαρς άποκαλει «αύτοκυρωτικά μή λεκτικά έπεισόδια» χωρίς νά συμμεριζό­ μαστε τις άμφιβολίες τοϋ Ράυλ γιά τήν ύπαρξη νοητικών οντοτήτων σάν τις σκέψεις καί τις έντυπώσεις τών αισθήσεων. Ό τ α ν έγραφε ό Σέλλαρς, έπρόκειτο γιά θέμα επίμαχο. Διότι ή κυκλοφορία τοϋ Ή έννοια τοϋ νοϋ άπό τον Ράυλ (ΤΗβ €οηββρ( ο/Μ ΐηά, 1949) λίγο πριν άΛο τήν κυκλοφορία τών Φιλοσοφικών ερευνών τοϋ Βίττγκενστάιν (1954) ειχε κάνει τή βιττγκενσταϊνική άντίθεση πρός τήν ιδέα μιάς «ιδιωτικής γλώσσας» καί τήν ιδέα «οντοτήτων πού μποροΰν νά είναι γνωστές σέ ένα μόνο πρόσωπο» νά φαίνεται άξεχώριστη άπό τήν πολεμική τοϋ Ράυλ ένάντια στο «πνεϋμα μέσα στή μηχανή». Ή θέση τοϋ Σέλλαρς δτι τά έσωτερικά έπεισόδια στήν άρχή ήταν άξιωματικά τεθειμένες οντότητες μάλλον παρά προϊόντα παρατήρησης, μαζί μέ τή θέση του γιά τό πώς ένας ομιλητής μπορει νά φτάσει νά έχει άναφορές ένδο- σκόπησης (§ 59) τέτοιων έπεισοδίων, καθιστούσαν σαφές μέ ποιόν τρόπο μπορούσε κανείς νά είναι βιττγκενσταϊνικός, χωρίς νά είναι καί οπαδός τοϋ Ράυλ. Ό Σέλλαρς έδειξε πώς μπορούσε νά δώσει κανείς μιά μή άναγωγική παρουσίαση τών «νοητικών συμβάντων» άποφεύγοντας συγχρόνως, μαζί μέ τον Β ίττ ^ ^ σ τά ιν, τήν εικόνα ένός ματιού μέσα στον νοϋ, τό όποιο θδ3ρα ν ό μάρτυρας τών συμβάντων αύτών σέ ένα εΐδος άυλου εσωτερικού θεάτρου. Ό τρόπος μέ τον όποιο χειρίζεται ό Σέλλαρς τή διάκριση νοϋ καί σώματος άκολουθήθηκε άπό πολλούς φιλοσόφους τοϋ νοϋ κατά τις επόμενες δεκαετίες. ’Ίσως ήταν ό πρώτος φιλόσοφος πού έπέμεινε δτι πρέπει νά δούμε τό «πνεϋμα» ώς ένα είδος ύποστασιοποίησης τής γλώσσας. Ισχυρίστηκε δτι ή προθετικότητά τών πεποιθήσεων είναι μιά άντανάκλα- ση τής προθετικότητας τών προτάσεων μάλλον, παρά τό

(12)

18 ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΡΟΡΤΥ αντίθετο.8 Ή αντιστροφή αύτή έπιτρέπει νά καταλάβουμε τό πνεύμα ώς βαθμιαία εισερχόμενο στο σύμπαν μέσω καί διά τής βαθμιαίας άνάπτυξης τής γλώσσας, ώς μέρος μιάς νατουραλιστικά εξηγήσιμης έξελικτικής διαδικασίας, άντί νά βλέπουμε τή γλώσσα ώς τήν έξωτερική έκδήλωση ένός έσωτερικοϋ καί μυστηριώδους πράγματος πού έχουμε οί άν­ θρωποι καί πού λείπει άπό τά ζώα. Ό π ω ς τό βλέπει ό Σέλ­ λαρς, άν μπορει κανείς νά έξηγήσει πώς μπόρεσαν νά υπάρ­ ξουν οί κοινωνικές πρακτικές πού άποκαλοϋμε «χρήση τής γλώσσας», έχει ήδη έξηγήσει δ,τι χρειάζεται έξήγηση όσον άφορά τή σχέση πνεύματος καί κόσμου.9 Έ ν α πρόσφατο βιβλίο τοϋ Ρόμπερτ Μπράντομ μέ τίτλο Διενκρινίζοντάς το10 μάς δίνεΓ τή ν^ καί 8. Ή επιμονή αύτή είναι κατ’ έξοχήν ρητή στήν πολύ διδακτική διαμάχη τοϋ Σέλλαρς μέ τον Τσίσχολμ (Κοάβποΐί ΟιίδΗοΙιη) πού άνατυπώθηκε μέ τον τίτλο «Ή προθετικότητά καί τό πνεϋμα» («Ιηΐ6ηΙΐοη&1ίΙγ αηά Ιΐιε Μοηίαΐ», Μίηηβεοία 8ίηάιβ8 ΐη ίΗβ ΡΗιΙθ8ορΗγ ο / 8αβηεβ, υηΐνεΓδΐΙγ οί Μΐηηβδοΐα Ρτεδδ, Μιννεάπολις 1958, τ. 2). 9. Αύτό, ώστόσο, άληθεύει μόνο άν, δπως ό Ντέννετ (ϋαηΐεΐ Οοηηεΐί) καί άντίθετα άπό τον Νέηγκελ (ΊΠιοπίΒδ Να§6ΐ), δέν πιστεύει κάνεις πώς «δ,τι είναι τό νά βλέπεις κόκκινο» άναφέρεται σέ κάτι έντελώς διαφορετικό άπό δ,τι τό «νά έχει κανείς τήν προδιάθεση νά ονομάσει κάτι κόκκινο». Γιά νά συμφωνήσει κάνεις δτι ό Σέλλαρς έλυσε τό πρόβλημα τών σχέσεων νοΰ-σώ- ματος, πρέπει νά άρνηθεΐ τήν ύπαρξη τών ποιοτήτων (φΐαΐΐβ). Δέν είναι δμως βέβαιο δτι ό Σέλλαρς θά ήταν άπό τήν πλευρά τοΰ Ντέννετ στο ζήτημα αύτό, έφόσον έτεινε νά σκεφτει πώς δ,τι άποκαλοϋμε «επιστημονική εικόνα τοϋ άνθρώπου» θά ήταν άτελές μέχρι νά άνακαλύψουμε νέες ειδικές μικρο- δομικές ιδιότητες ικανές νά έξηγήσουν τήν «σέ τελική άνάλυση ομοιογένεια» τών φαινομένων. Ό π ω ς καί νά ’χει ώς πρός αύτό, ό ίδιος ό Ντέννετ έχει κα­ ταστήσει σαφές τό χρέος του πρός τον Σέλλαρς. Βλ. ΤΗβ ΙηίβηίΐοηαΙ 8ίαηεβ, ΒπκΙίοΓζΙ Βοοίίδ, Κέμπριτζ Μασαχουσέτης 1986. Στή σ. 431, ό Ντέννετ άνα- γνωρίζει στον Σέλλαρς δτι ήταν αύτός πού εγκαινίασε τόν λειτουργισμό, τή σχολή έκείνη μέσα στή σύγχρονη φιλοσοφία τοΰ νοϋ στήν όποια άνήκει καί ό ίδιος. Σέ μιά υποσημείωση τής σελίδας αύτής, ό Ντέννετ παρατηρεί δτι «ή επίδραση τοΰ Σέλλαρς ήταν πανταχοΰ παροΰσα, άν καί ύποσυνείδητη (δΐιβίίππη&ΐ)», καί στή σ. 349 λέει: «Σχεδόν κανένας δέν άναφέρει τόν Σέλ­ λαρς, ένώ δλοι εφευρίσκουν εκ νέου τούς τροχούς του μέ εύχάριστη κανονι­ κότητα». Ή τελευταία αύτή παρατήρηση μοΰ φαίνεται δτι περιγράφει πολύ άκριβώς τόν ρόλο τοΰ Σέλλαρς μέσα στήν πρόσφατη άναλυτική φιλοσοφία. 10. ΚοββΓΐ ΒΓ&ικΙοιη, ΜαΜη§ Ιί ΕχρΙϊεΐί: Κβα8οηϊη§, ΚβρΓβ8βηύηξ,

(13)

συμπεριληπτική προσπάθεια νά συνεχίσει κανείς τή σκέψη τοΰ Σέλλαρς.11 Μάς δίνει, ειδικότερα, μιά «σημασιολογική έξηγητική στρατηγική πού παίρνει τήν έννοια τ^·&ιηια$ω- γής ώς βασική έννοια», σέ άντίθεση πρός τήν έναλλακτική στρατηγικη. «κυρίαρχη άπό τήν έποχή τοΰ διαφωτισμοΰ, πού θεωρεί τήν έννοια τής παράστασης ώς τή βασική της έννοια».12 Το έργο τοΰ Μπράντομ μπορει νά τό δει κανείς έπωφελώς ώς μιά προσπάθεια νά όδηγηθει ή άναλυτική φι­ λοσοφία άπό τό καντιανό στο έγελιανό της στάδιο -μιά προσ­ πάθεια πού προτυπώθηκε στήν ειρωνική περιγραφή τοΰ Ό έμπειρισμός καί φιλοσοφία τοϋ νοϋ άπό τον Σέλλαρς μέ τή φράση «ίηαρΐοηΐ ΜβάίΙαύοηδ Ηβ£βΚβηηβ8» («άρχόμενοι Έ γε- λιανοϊ στοχασμοί» 13 § 20) καί τήν άναφορά του στον Έ γελο (Η©§β1) ώς «τον μεγάλο άντίπαλο τής “άμεσότητας”» (§ 1). Ά π ό τήν άποψη τοΰ Έ γέλου, νά υιοθετήσει κανείς τήν καντιανή θέση δτι οί έποπτειες χωρίς έννοιες είναι τυφλές, είναι τό πρώτο βήμα πρός τήν εγκατάλειψη μιάς κακής φι­ λοσοφικής συνήθειας πού οί βρεταννοί έμπειριστές κληρο­ νόμησαν άπό τον Καρτέσιο (0©δοαΓΐ6δ) -τής συνήθειας νά αηά Οκοιιηΐνβ Οοηιηιΐίηιβηί, ΗδΓνβΓά υΡ , Κέμπριτζ Μασαχουσέτης 1994. 11. Ό χ ι δλες τις πλευρές τής σκέψης τοΰ Σέλλαρς, ώστόσο. Ό Μπράν­ τομ, γιά παράδειγμα, έγκαταλείπει τήν προσπάθεια τοΰ Σέλλαρς νά άνα- βιώσει τήν «άπεικονιστική» σχέση γλώσσας και κόσμου πού ό Βίττγκεντάιν διατύπωσε στον Τταείαίιΐ8 [ΕοξύοΗ-ΡΗΐΙοΞορΗύοΗβ ΑδΗαηάΙιιηξ, εις Αηηα- Ιεη άβΓ ΝαίιιτρΗΐΙοΞορΙίΐβ, 1921· μτφ. Τταααίιι& Ιοξΐεο-ρΗίΙθ8ορΗΐειΐ5, εις Δευ­ καλίων 7/8,1971] και άπεκήρυξε άργότερα, δπως έπίσης και τις ύποθέσεις του γιά τήν άνάγκη νά άναπτύξει ή έπιστήμη μικροφυσικές εννοιες ικανές νά έξηγήσουν τή φαινομενολογία τής άντίληψης. Από αύτή τήν άποψη, ή θέση τοΰ Μπράντομ άπέναντί στο Ό έμπειρισμός και φιλοσοφία τοϋ νοϋ είναι άντίστοιχη αύτής τοΰ Ντέηβιντσον (ϋανίςίδοη) πρός τά Δύο Δόγματα (ό όποιος εγκαταλείπει αύτό πού άποκαλεΐ «έπήλυδα φιλοσοφικό πουριτα­ νισμό» τοΰ Κουάιν). Καί οί δύο καλλιεργοΰν τήν κεντρική σκέψη τοΰ δα­ σκάλου τους γυμνώνοντάς την άπό τά τυχαία παρακολουθήματά της. 12. ΒγεΙϊκΙοπι, ΜαΙίΐηξ II ΕχρΙΐάί, ό.π., σ. χνί. 13. Ό Σέλλαρς υπαινίσσεται τις παρισινές διαλέξεις τοΰ Χοΰσσερλ (Ηιΐ5δ6Γΐ) πού δημοσιεύτηκαν [πρώτα σέ γαλλική μετάφραση] ώς Μβάΐία- ύοηζ οαΜώίβηηβχ [νπη, Παρίσι 1931* πρωτότυπο: ΟαΓίβήαηΐϊΐοΗβ Μβάΐία- Ιΐοηβη, ΗιΐδδθΓΐΐδίΐίί 1 ,1951, Νί]Ηο£ί, Χάγη 21963· μτφ. Καρτεσιανοί στοχα­ σμοί, Ροές, Αθήνα 1994,22002].

(14)

20 ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΡΟΡΤΥ ρωτάμε, άν τό πνεύμα καταφέρνει ποτέ νά έλθει σέ άμεση έπαφή μέ τόν κόσμο, και νά μένουμε σκεπτικοί γιά τό καθε­ στώς τών γνωστικών ισχυρισμών μέχρι νά καταδειχθει μιά τέτοια άμεση σχέση. Ή συνήθεια αύτή χαρακτηρίζει φιλο­ σόφους πού, μέ τούς δρους τού Μπράντομ, είναι οπαδοί μιάς «παραστατικής» θεωρίας (σάν τόν Καρτέσιο καί τόν Λόκ) μάλλον παρά μιάς «σύναγωγικής» θεωρίας (σάν τόν Λάιμπνιτς (Ιχί&ηίζ), τόν Κάντ, τόν Φρέγκε (Ρ㩧6), τόν όψι­ μο Βίττγκενστάιν καί τόν Σέλλαρς). Οί πρώτοι εκτιμούν δτι οί έννοιες είναι παραστάσεις μάλλον (ή θεωρούμενες τέτοιες) τής πραγματικότητας παρά, δπως ό Κάντ, κανόνες πού ορί­ ζουν πώς πρέπει νά γίνει κάτι. Ή θεμελιακή σύλληψη τοϋ Κάντ, μάς λέει ό Μπράντομ, «εΐναι δτι^ο^ρίσ^ς^οίί οί πρά­ ξεις πρέπει νά κατανοηθοϋν άρχικά μέ δρους τών ειδικών τρόπων μέ τούς οποίους άναλαμβάνουμε ευθύνη γι* αύτές».14 Νά άκολουθήσει κανείς αύτή μάλλον τήν πλευρά τής σκέ­ ψης τοϋ Κάντ, παρά έκείνη πού τόν οδήγησε στο σκεπτικι- στικό συμπέρασμα δτι δέν θά είχαμε καμμία γνώση τών πραγ­ μάτων καθ’ έαυτά, σημαίνει νά τονίσει κανείς τά χωρία στά όποια ό Κάντ προοικονομεΐ τόν Έ γελο, τόν Μάρξ, τόν Ντιούη καί τόν Χάμπερμας (Η&Ββπηαδ), άντί αυτών πού συνδέουν τόν Κάντ μέ τούς προκατόχους του. Εΐναι ή πλευρά τής Κ ρ ι­ τικής τοϋ καθαροϋ λό γο υ πού συνδέεται μέ τό καντιανό Σχέδιο μιάς παγκόσμιας ιστορίας μέ κοσμοπολίτικο περιε­ χόμενο μάλλον, παρά μέ τόν Λάιμπνιτς καί τόν Χιούμ. Κάποτε πήρα τήν ελευθερία νά ρωτήσω τόν Σέλλαρς «πώς βρίσκει άναγνώστες κάποιος πού έχει διαλέξει νά δέ­ σει τό πνεϋμα τοϋ Έ γέλου μέ τά δεσμά τοϋ Κ άοναπ».15 Τήν έρώτησή μου υποκινούσε τό τελευταίο μέρος τοϋ Ό έμπειρι- σμός και ή φιλοσοφία τοϋ νοϋ, ένα άπό τά λίγα σημεία δπου ό Σέλλαρς πραγματικά άφήνεται νά μιλήσει έλεύθερα. Στο 14. ΒγβικΙοπι, δ.π., σ. 8. 15. Ή θελα νά κάμω μιά παραλλαγή τοΰ έρωτήματος τοΰ Πόγκσον- Σμιθ (\ν.Ο. Ρο§δοη-διπΐ11ι) σχετικά μέ τόν Σπινόζα (δρίηοζα): «Άν διαλέξει κάνεις νά δέσει τό πνεϋμα τοΰ Χριστοΰ μέ τά δεσμά τοΰ Ευκλείδη, πώς θα βρει άναγνώστες;» Ό Σέλλαρς δέν τό βρήκε καθόλου άστεΐο.

(15)

τμήμα αύτό μάς δίνει μιά σύντομη, άλλά περιεκτική, άποψη τής παγκόσμιας ιστορίας: Χρησιμοποίησα ένα μύθο [τον μύθο του Τζόουνς] γιά νά σκοτώσω ένα μύθο -τον Μύθο τοϋ Δεδομένου. Άλλά είναι ό μύθος μου πραγματικά ένας μύθος; Ή μήπως ό άναγνώ- στης δέν αναγνωρίζει στον Τζόουνς τον Άνθρωπο τον ϊδιο στά μισά τοϋ δρόμου πού οδηγεί άπό τά γρυλλίσματα και τά βογκητά τής σπηλιάς στον λεπτό και πολυδιάστατο λόγο τοϋ σαλονιοϋ, τοϋ εργαστηρίου καί τοϋ γραφείου, στή γλώσσα τοϋ Χένρυ καί τοϋ Γουίλλιαμ Τζέημς (Ηοηιγ, \νί1- ΙΐαΐΊη ΐΕΐτΐ6δ) τοϋ Αϊνστάιν (ΕίηδΙεΐη) καί τών φιλοσόφων πού, στήν προσπάθεια τους νά βγοϋν έξω άπό τον λόγο (άίδοοιίΓδε) σέ μιά άρχή (ατοΗβ) πέρα άπό τον λόγο, έφεϋραν τήν πιο περίεργη άπό δλες τις διαστάσεις; (§ 63) Τό έρώτημα αύτό χρησιμεύει στο νά συνδέσει τον Μύθο τοϋ Τζόουνς μέ τήν παρουσίαση πού δίνει ό Έ γελος, στή Φ αινο­ μενολογία, γιά τή μετάβαση άπό τήν αισθητηριακή άντίλη­ ψη στή συνείδηση και τήν αύτοσυνειδησία -καί, γενικότερα, άπό τή Φύση στο Π νεϋμα- μαζί μέ τις διορθώσεις πού έπέ- φερε ό Δαρβίνος (Ό&πνίη) στήν παρουσίαση αύτή. 'Η συμ- περίληψη τοϋ Χένρυ Τζέημς άπό τον Σέλλαρς, δπως αύτή τοϋ Αϊνστάιν, μάς υπενθυμίζει τή δικαιολογημένη καχυπο­ ψία του γιά τή λατρεία τής έπιστήμης, άπό τήν όποία πάσχει στά πρώτα της στάδια ή άναλυτική φιλοσοφία. Ή καταλη­ κτική πρόταση χρησιμεύει ώς έπίπληξη δλων έκείνων τών φιλοσόφων, άπό τον Πλάτωνα ώς τον Έ ιερ, οί όποιοι ήλπι- ζαν «νά βγοϋν άπό τον λόγο»,16 καί ώς ύπόμνηση τοϋ δτι ήθικό δίδαγμα τοϋ δοκιμίου στο σύνολό του είναι πώς, άν καί δέν ύπάρχει τέτοια άρχή, αυτό δέν πειράζει καθόλου. Ό Μπράντομ άρχίζει, γιά νά τό ποϋμε έτσι, έκει πού στα­ ματάει τό δοκίμιο τοϋ Σέλλαρς. Τό βιβλίο του βελτιώνει πολ­ λά άπό αύτά πού ό Σέλλαρς άποκαλοϋσε «άνοιχτά γραμμά­ τια», καί κλείνει μέ μιά περιγραφή τής «πλήρους καί ρητής 16. ’Ίσως καί ώς έπίπληξη σέ ορισμένους εύκαιριακούς ισχυρισμούς τοϋ Έγέλου, δτι στο τέλος τής άναζήτησης καί τής Ιστορίας, ϊσως καί μεΐς νά καταφέρουμε νά βγούμε.

(16)

22 ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΡΟΡΤΥ ισορροπίας τών ερμηνειών πού δίνει μιά κοινότητα, τής όποί- ας τά μέλη υιοθετούν μιά ρητά διαλογική στάση ό ένας έναν­ τι τού άλλου» -μιά ισορροπία πού ό Μπράντομ ταυτίζει μέ τήν «κοινωνική αύτοσυνειδησία».17 Ό Μπράντομ οραματί­ ζεται όλους τούς χρήστες γλώσσας ώς «μιά μεγάλη Κοινότη­ τα πού περιλαμβάνει μέλη άπό όλες τις έπιμέρους κοινότητες -τήν κοινότητα αύτών πού λένε “έμεις” μαζί μέ άλλους καί πρός άλλους, εϊτε τά μέλη τών διαφορετικών αύτών έπιμέ­ ρους κοινοτήτων άναγνωρίζουν άλληλα εϊτε όχι».18 Αύτού τού είδους τό έλεύθερο καί εύκολο πέρασμα άπό τή φιλοσοφία τής γλώσσας καί τού νού, άπό τή μία, στήν κο- σμοϊστορική θέαση, άπό τήν άλλη, δέν θυμίζει μόνο Μήντ (Μ©&<3) καί Ντιούη, άλλά έπίσης Γκάνταμερ (ΟΗοΙαπιβι·) καί Χάμπερμας. Τέτοιες μεταβάσεις, όπως έπίσης καί ό ιδιαίτε­ ρος έγελιανισμός τού Σέλλαρς καί τού Μπράντομ, μάς κά­ νουν νά σκεφτόμαστε ότι ή βασιζόμενη στήν ιδέα τής «κοι­ νωνικής πρακτικής» προσέγγιση τών παραδοσιακών θεμά­ των τής άναλυτικής φιλοσοφίας άπό τόν Σέλλαρς καί τόν Μπράντομ ϊσως βοηθήσει νά έπανασυνδεθει αύτή ή φιλοσο­ φική παράδοση μέ τή λεγόμενη «ήπειρωτική» παράδοση. Οί φιλόσοφοι τών μή άγγλόφωνων χωρών συνήθως κατα­ πιάνονται πολύ σοβαρά μέ τήν σκέψη τού Έγέλου, ένώ ή φει­ δωλή εκπαίδευση στήν ιστορία τής φιλοσοφίας πού λαμβά­ νουν συνήθως οί άναλυτικοί φιλόσοφοι τούς βάζει στον πει­ ρασμό νά περνάνε άπευθείας άπό τόν Κάντ στον Φρέγκε. Εί­ ναι εύχάριστο νά σκέφτεται κανείς ένα μέλλον όπου ή βαρετή άναλυτικο-ήπειρωτική ρήξη θά θεωρείται εκ τών ύστέρων ώς μιά άτυχής, πρόσκαιρη διακοπή επικοινωνίας -έν α μέλλον στο όποιο ό Σέλλαρς καί ό Χάμπερμας, ό Ντέηβιντσον καί ό Γκάνταμερ, ό Πάτναμ (ΡυΙηαπι) καί ό Ντερριντά (ΌοΓπάα), ό Ρώλς (ΚΗ\ν1δ) καί ό Φουκώ (Ροικ^ιιΐί), θά θεωρούνται συντα­ ξιδιώτες στο ϊδιο ταξίδι, συμπολίτες αύτού πού ό Μάικελ νΩκ- σχοτ (Μίοΐιαβί ΟαΚεδΙιοίΐ) άποκάλεσε μιά οίνίΐαδ ρβίββπηα.19 17. ΒΓ&ηάοπι, δ.π., σ. 643. 18. Ό ,π^α4._ 19. Όδεύουσα πολιτεία. Σ.τ.έ.

(17)

Ό .

έμπειρισμός και ή φιλοσοφία τοϋ νοϋ*

I. Μιά άμφισημία των θεωριών τών αισθητηριακών δεδομένων [127/13]1 1. Υ π ο θ έ τ ω ΟΤΙ ΚΑΝΕΝΑΣ άπό τούς φιλοσόφους πού έναντιώθηκαν στή φιλοσοφική ιδέα τοϋ δεδομένου ή, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τον έγελιανό δρο, τής άμεσότητας, δέν εννοούσε νά άρνηθει δτι ύπάρχει μιά διαφορά άνάμεσα στο νά σνμπεράνει κανείς δτι κάτι ισχύει καί, λ.χ., τό νά ό εΐ κάνεις δτι κάτι ισχύει. Ά ν ό δρος «δεδομένο» άναφερόταν άπλώς στο παρατηρούμενο καθό παρατηρούμενο ή, ενδε­ χομένως, σέ ένα καθαρό ύποσύνολο τών πραγμάτων πού καθορίζουμε μέσω παρατήρησης, ή ύπαρξη «δεδομένων» θά έπιδεχόταν τόσο λίγη άμφισβήτηση δσο και ή ύπαρξη κα­ ταστάσεων άμηχανίας στή φιλοσοφία. Ά λλά, βέβαια, τά πράγματα δέν είναι τόσο άπλά. Ή έκφραση «τό δεδομένο», δταν χρησιμοποιείται στά πλαίσια μιας έπαγγελματικής συ­ ζήτησης έπιστημολόγων, είναι φορέας ούσιαστικών θεωρη­ τικών δεσμεύσεων, καί μπορει κανείς νά άρνηθει δτι ύπάρ- χουν «δεδομένα» ή δτι ύπάρχει κάτι τό «δεδομένο» μέ αύτή τήν έννοια χωρίς νά λέει κάτι παράλογο. [14] Πολλά πράγματα έχουν ειπωθεί «δεδομένα»: τά πε­ ριεχόμενα τής αίσθήσεως, τά ύλικά άντικείμενα, τά καθό­ λου, οί προτάσεις, οί πραγματικοί σύνδεσμοι, οί πρώτες άρχές, άκόμα καί τό γεγονός τό ίδιο τοϋ νά είναι κάτι δεδο­ * Τό κείμενο αύτό παρουσιάστηκε άρχικά στά πλαίσια τών Ειδικών Διαλέξεων Φιλοσοφίας 1955-56 τοΰ Πανεπιστημίου τοΰ Λονδίνου, πού δό­ θηκαν τήν 1η, 8η καί 15η Μαρτίου ύπό τον τίτλο «Ό Μύθος τοΰ Δεδομένου: Τρεις διαλέξεις γιά τον εμπειρισμό καί τή φιλοσοφία τοΰ νοΰ». 1. Σέ άγκύλες παρατίθεται μέ δρθιους άριθμούς ή σελιδοποίηση τής έκδοσης τοΰ 1963 στο Ξάβηεβ, Ρβκβρίίοη, αηά ΚβαΙΐίγ, δ.π., μέ πλάγια ή σελι­ δοποίηση τής έκδοσης τοΰ 1997 (πού δέν περιλαμβάνει τις προσθήκες τοΰ 1963 στο κείμενο τοΰ 1956). Σ.τ.μ.

(18)

24 ΓΟΥΙΑΦΡΙΝΤ ΣΕΛΛΑΡΣ μένο. Καί υπάρχει πράγματι ένας ορισμένος τρόπος ερμη­ νείας τών καταστάσεων πού ο! φιλόσοφοι αναλύουν μέ τούς δρους αυτούς, πού μπορεΐ δντως νά έκληφθεΐ ώς ή δομή τοΰ δεδομένου. Ή δομή αύτή υπήρξε ένα κοινό χαρακτηριστικό τών περισσότερων άπό τά βασικά φιλοσοφικά συστήματα, περιλαμβανομένων, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τις καντιανές διατυπώσεις, τόσο τοΰ «δογματικού ορθολογισμού» δσο και τοΰ «σκεπτικιστικοΰ έμπειρισμοϋ». Καί ήταν τόσο διαδεδο­ μένη πού, άν υπάρχουν φιλόσοφοι έντελώς έλεύθεροι άπό αυτήν, πάντως είναι έλάχιστοι* οπωσδήποτε ό Κάντ δέν είναι άπό αυτούς καί, θά ισχυριζόμουν, ούτε καν ό Έ γελος, αύτός ό μεγάλος έχθρός τής «άμεσότητας».Άύτό κατά τοΰ οποίου καταφέρονται, όνομάζοντάς το αμεσότητα, είναι κά- ποιες έπιμέρους μόνο παραλλαγές «δεδομένου». Οί πρώτες άρχές πού άποτελοϋν άντικείμενο έποπτείας καί οί συνθετι­ κοί άναγκαΐοι σύνδεσμοι ήταν οί πρώτοι στόχοι πού δέχτη­ καν τήν έπίθεση. Ένώ πολλοί άπό αύτούς πού καταφέρον- ται σήμερα κατά τής ιδέας τοΰ «δεδομένου» -κα ί είναι δλο καί πιο πολλοί- στήν πραγματικότητα καταφέρονται άπλώς κατά τών αισθητηριακών δεδομένων. Διότι μεταφέρουν σέ άλλα πράγματα, άς ποΰμε σέ φυσικά άντικείμενα ή σέ σχέ­ σεις τοΰ φαίνεσθαι, τά χαρακτηριστικά [128] τοΰ «δεδομέ­ νου». Και άν άρχίζω τό έπιχείρημά μου επιτιθέμενος στις θε­ ωρίες τών αισθητηριακών δεδομένων, αύτό είναι γιά μένα μόνο τό πρώτο βήμα σέ μιά γενική κριτική τής συνολικής δομής τοΰ δεδομένου. 2. Οί θεωρίες τών αισθητηριακών δεδομένων διακρί­ νουν χαρακτηριστικα άνάμεσα σέ εγα ΐν έρ ^ ψ ια (αοί) συνεί­ δησης (&\ναΓ©η68δ) καί, άς ποΰμε, τήν έγχρωμη επιφάνεια τήν όποία έχει ώς άντικείμενο. Τό ενέργημα άποκαλεΐται συνήθως αίσθηση (δβηδΐη§). Οί κλασικοί έκπρόσωποι τής θεωρίας κατά κανόνα χαρακτηρίζουν τά ένεργήματα αύτά «φαινομενολογικά άπλα» καί «μή περαιτέρω άναλύσιμα». Υ πήρξαν δμως καί κάποιοι θεωρητικοί τών αισθητηριακών δεδομένων -μερικοί άπό τούς οποίους θέλουν έπίσης νά θε­ ωρούνται «κλασικοί έκπρόσωποι»- οί όποιοι υποστήριξαν

(19)

δτι ή αϊσθηση μπορεΐ νά^ά^αλυΒεϊ. Καί μολονότι ορισμένοι φιλόσοφοι φαίνεται νά σκέφτηκαν πώς άν ή αίσθηση μπορει νά άναλυθεΐ, τότε δέν μπορεΐ νά άποτελει ενέργημα, κατά κανένα τρόπο δέν ήταν αύτή ή γενική γνώμη. [25] Ή άμφι- βολία, άν ή αίσθηση (άν ύπάρχει κάτι τέτοιο) είναι ενέργη­ μα, έχει δντως βαθύτερες ρίζες, ρίζες πού μπορούν νά άνα- χθούν σέ μία άπό τις δύο γραμμές σκέψης πού διατρέχουν τήν κλασική θεωρία τών αισθητηριακών δεδομένων, χωρίς νά διακρίνονται σαφώς. Θ ά υποθέσω δμως, πρός τό παρόν, δτι δσο άπλό (ή σύνθετο) καί νά είναι τό γεγονός δτι ένα χ γί­ νεται αισθητό, πάντως έχει τή μορφή, δποια άκριβώς κι άν είναι αύτή, χάρη στήν οποία τό νά είναι τό χ αισθητό σημαί­ νει νά εΐναι τό άντικείμενο ένός ένεργήματος. Νά εΐναι ένα αισθητηριακό δεδομένο (δεηδ© άαίιπτι), ή ένα αίσθημα (δεηδίππ), αύτό είναι, γιά τό πράγμα πού αισθα­ νόμαστε, μιά συσχετική ιδιότητά του (γοΙ^ϊιογιβΙ ρΓορειΙγ) τού πράγματος πού αισθανόμαστε. Γιά νά άναφερθούμε σέ ένα πράγμα πού αισθανόμαστε μέ τρόπο πού νά μή συνεπά­ γεται δτι γίνεται τή δεδομένη στιγμή δντως αισθητό, πρέπει οπωσδήποτε νά χρησιμοποιήσουμε μιά άλλη έκφραση. Τό αίσθητό (5βη5ΐΙ)Ιβ) έχει τό μειονέκτημα δτι προϋποθέτει πώς τά πράγματα πού αισθανόμαστε θά μπορούσαν νά ύπάρ­ χουν χωρίς νά τά αισθανόμαστε, καί αύτό είναι ένα ζήτημα άμφιλεγόμενο μεταξύ τών θεωρητικών τών αισθητηριακών δεδομένων. Περιεχόμενο τής αϊσθησης ίΞβηςβ οοηίβηί) εΐναι ϊσως ό πιο ούδετερος δρος. ...Φαίνεται να ύπαρχουν πολλά εϊδη.αίσθησης, στά όποια Ηά&οιοι αναφερονται μιλώντας γιά οπτική αίσθηση, άπτική αίσθηση, κ.λπ., καί άλλοι πάλι μιλώντας γιά άπευθείας δρα- 4αη<> άπευθείας ακοή, κ.λπ. Δέν εΐναι δμως σαφές άν πρόκει­ ται γιά εϊδη τής αίσθησης μέ τήν πλήρη σημασία τού δρου ή άν «τό χ γίνεται όρατώς αίσθητό» δέν σημαίνει άπλώς «τό χ εΐναι ένα κομμάτι χρώμα πού αισθανόμαστε», ή πάλι άν «τό χ γίνεται άπευθείας άκουστό» δέν σημαίνει άπλώς «τό χ εΐναι ένας ήχος πού αισθανόμαστε», κ.ο.κ. Στήν τελευταία περίπτωση, τό νά εΐναι μιά οπτική αίσθηση ή ένα άμεσο

(20)

26 ΓΟΥΙΑΦΡΙΝΤ ΣΕΛΛΑΡΣ άκουσμα θά ήταν μιά συσχετική ιδιότητα τοΰ έκάστοτε ένεργήματος αίσθησης, δπως τό νά είναι ένα αισθητηριακό δεδομένο είναι μιά συσχετική ιδιότητα τοΰ έκάστοτε περιε­ χομένου τής αίσθησης. 3. Ά ν τώρα σκεφτοΰμε δτι ή έπιστημολογική κατηγορία τοΰ δεδομένου σκοπό έχει νά εξηγήσει περαιτέρω, υποτίθε­ ται, τήν ιδέα δτι ή εμπειρική γνώση έχει ένα θεμέλιο σέ μιά μή συναγωγική (ηοη-ίηίβΓβηΙί&Ι) γνώση τής πραγματικότητας, ϊσως έκπλαγοΰμε παρατηρώντας δτι, κατά τούς θεωρητι­ κούς τών αισθητηριακών δεδομένων, αύτό πού γίνεται αισθητό είναι τά καθέκαστα. Γιατι αύτό πού γίνεται γνωστό, άκόμα και σέ μιά μή συναγωγική γνώση, είναι καταστάσεις (/αείχ)2 [16] μάλλον παρά καθέκαστα, άντικείμενα, δηλαδή, πού έχουν τή μορφή δτι κάτι είναι έτσι καί έτσι ή κάτι β ρ ί­ σκεται στήν τάδε σχέση μέ κάτι άλλο. Ό π ό τ ε θά έλεγε κανείς δτι ή αίσθηση αισθητηριακών περιεχομένων δέν μπορει νά άποτελει γνώση, οντε συναγωγική ούτε μή συναγωγική* καί, άν είναι έτσι, μποροΰμε κάλλιστα νά ρωτήσουμε [129] κατά τί φωτίζει ή έννοια τοΰ αισθητηριακού δεδομένου τά «θεμέ­ λια τής έμπειρικής γνώσεως». Ό θεωρητικός τών αισθητη­ ριακών δεδομένων θά έμοιαζε μάλλον υποχρεωμένος νά διαλέξει άνάμεσα στις παρακάτω άποφάνσεις: (α) Αισθητά γίνονται τά καθέκαστα. Ή αίσθηση δέν είναι γνώση. Ή ύπαρξη αισθητηριακών δεδομένων δέν συν­ επάγεται λογικά τήν ύπαρξη γνώσης, ή (β) Ή αίσθηση είναι μιά μορφή γνώσης. Αισθητές γίνον­ ται οί καταστάσεις μάλλον παρά τά καθέκαστα. Στήν (α) έκδοχή, τό γεγονός δτι ένα αισθητηριακό περιε­ 2. Τ&ΙδΕοΙιεη, δπως στή δεύτερη κιόλας γραμμή τοΰ βιττγκενσταϊνικοϋ ΤταααΐΗ3 (1.1: ϋ ΐε \Υε11 ΐδΐ άΐε Οεδππιΐΐιεΐΐ άεΓ Ταίδαςίιεη, ηΐοΐιΐ ά&τ ϋίη§ε· αγγλικά: Ήιε ννοιίά ίδ Ιΐιε ΙοΙ&1ίΙγ οί ίαοΐδ, ηοΐ οί Ιΐήη§δ). Αποδίδονται στή συνέχεια και ώς γεγονότα, κατά περίπτωση, συγκεκριμένα δταν τονίζεται τό δτι τους (ό χαρακτήρας δεδομένου), ένώ δταν ενδιαφέρει τό τί τους (δτι δέν είναι κάτι άπλό) ή μετάφραση είναι καταστάσεις ή καταστάσεις πραγ­ μάτων. Σ.τ.μ.

(21)

χόμενο έγινε αισθητό θά ήταν ένα μή έπιστημικό (ηοη-βρί- Μβτηίό) γεγονός άφορών τό συγκεκριμένο περιεχόμενο τής αίσθησης. Θά ήταν πολύ βιαστικό, δμως, νά συμπεράνουμε δτι ή έκδοχή αύτή άποκλείει κάθε λογικό σύνδεσμο άνάμε­ σα στήν αίσθηση τών αισθητηριακών δεδομένων και τήν κα­ τοχή μή συναγωγικής γνώσης. Διότι άκόμα και άν ή αίσθηση τών αισθητηριακών περιεχομένων δέν συνεπαγόταν λογικά τήν ύπαρξη μιας μή συναγωγικής γνώσης, τό άντίστροφο θά μπορούσε κάλλιστα νά άληθεύει. Δηλαδή, ή μή συναγωγική γνώση μιας καθέκαστον πραγματικότητας θά προϋπέθετε λογικά τήν ύπαρξη τών αισθητηριακών δεδομένων (γιά πα­ ράδειγμα, τό νά βλέπει κανείς δτι ενα ορισμένο φυσικό άντι­ κείμενο είναι κόκκινο θά προϋπέθετε λογικά τήν αίσθηση ένός κόκκινου αισθητηριακού περιεχομένου), άκόμα καί άν ή αίσθηση ένός κόκκινου αισθητηριακού περιεχομένου δέν ήταν ή ίδια ένα γνωστικό γεγονός καί δέν συνεπαγόταν τήν κατοχή μή συναγωγικής γνώσεως. Στή δεύτερη έκδοχή, (β),*ή αίσθηση αισθητηριακών πε­ ριεχομένων θά συνεπαγόταν λογικά τήν ύπαρξη μή συνα­ γωγικής γνώσης γιά τον άπλό λόγο δτι θά ηταν ή γνώση αύτή. [17] Α λλά, καί πάλι, αύτό πού αισθανόμαστε θά ήταν κάποιες καταστάσεις μάλλον παρά τά καθέκαστα. 4. Αντιμέτωπος μέ αύτή τήν επιλογή, ό θεωρητικός τών αισθητηριακών δεδομένων θά μπορούσε νά δώσει τήν έντύ­ πωση δτι θέλει νά έχει καί τήν πίττα ολόκληρη καί τον σκύλο χορτάτο. Γιατί έπιμένει χαρακτηριστικά και δτι ή αίσθηση είναι γνώση καί δτι αισθανόμαστε τά καθέκαστα. Ή θέση του πάντως δέν είναι τόσο άπελπιστική, δσο δείχνει αύτή ή διατύπωση. Τό «νά έχει τήν πίττα» καί τό «νά είναι ό σκύλος χορτάτος» μ πορούν νά συνδυαστούν χωρίς παραλογισμό ύπό τον δρο δτι θά χρησιμοποιήσει τό ρήμα γνωρίζω καί, άντιστοίχως, τή λέξη δεδομένο μέ δύο διαφορετικές σημα­ σίες. Θά πρέπει νά πει κάτι σάν τό παρακάτω:

Referências

Documentos relacionados

A Taxa de Administração Financeira - TAF é o percentual que incide sobre o patrimônio total do fundo, pago mensalmente para remunerar o serviço de administração realizada

của Schlumberger), từ cách kiểm tra thông số đầu vào, lựa chọn các thông số hiệu chỉnh, cách đánh giá trọng số các thông số hiệu chỉnh, thứ tự

Uma vez determinada a melhor arquitetura por meio da validação cruzada (menor MAPE), foram então obtidas as curvas de treinamento, do MAPE médio para três sessões de

• Uma válvula de segurança para falta de água que condiciona a chegada do gás ao queimador com a circulação de água através do aparelho.. • Alguns modelos incorporam

Os resultados deste estudo serão utilizados para avaliar a capacidade de retenção do metal cádmio pelo solo e para conhecer o comportamento da migração do contaminante no solo

Este trabalho tem como objetivo mostrar a importância dos princípios do SUS (Sistema Único de Saúde), Integralidade e Equidade nas rotinas administrativas do Setor

Foram observadas 10 (dez) aulas, na qual 7(sete) foram na disciplina de Física e as outras disciplinas foram Geografia, Biologia e Inglês, cada uma com apenas uma aula. Em todas as

• a idéia de Kelly é variar, não “evoluir”, pois a pessoa pode sempre inferir de forma errônea o construto mais adequado à previsão do comportamento do Universo.