• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] Άνδρου μονοπάτια. Περιήγηση - παρατήρηση - εκπαίδευση

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Άνδρου μονοπάτια. Περιήγηση - παρατήρηση - εκπαίδευση"

Copied!
21
0
0

Texto

(1)
(2)

Ευχαριστούμε θερμά,

την καθηγήτρια μας Σοφία Τσιράκη για τις γνώσεις, την μεθοδολογία και την πολύτιμη βοήθεια,

τον καθηγητή μας Κώστα Καραδήμα για την καθοδήγηση και τις πολύτιμες συμβουλές που μας προσέφερε καθ’ όλη την διάρκεια ολοκλήρωσης της παρούσας εργασίας

και την οικογένειά μας για την αμέριστη συμπαράσταση.

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ακαδημαϊκό έτος 2013-2014

Δ ι π λ ω μ α τ ι κ ή Ε ρ γ α σ ί α

Ε π ι β λ έ π ο υ σ α κ α θ η γ ή τ ρ ι α : Σ .Τσ ι ρ ά κ η Σ ύ μ β ο υ λ ο ς : Κ . Κ α ρ α δ ή μ α ς

Ά ν δ ρ ο υ μ ο ν ο π ά τ ι α

π ε ρ ι ή γ η σ η | π α ρ α τ ή ρ η σ η | ε κ π α ι δ ε υ σ η

Χ α λ ά Π α ν α γ ι ώ τ α - Μ α ρ ί α | Χ α τ ζ η σ τ ε φ ά ν ο υ Ο ρ έ σ τ η ς

(3)

Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στην Άνδρο. Η Ανδρος είναι το βορειότερο και το δεύτερο σε έκταση, νησί των Κυκλάδων. Η πρόσβαση στο νησί γίνεται από το λιμάνι της Ραφήνας, ενώ υπάρχουν επιπλέον συνδέσεις με τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Το λιμάνι βρίσκεται στο Γαύριο, στο Βορειοδυτικό μέρος του νησιού, ενώ η Χώρα της Άνδρου στην κεντρική και ανατολική πλευρά.

Διοικείται από έναν δήμο, τον Δήμο Άνδρου. Ο πληθυσμός της παρουσιάζει τάσεις συρρίκνωσης την χειμερινή περίοδο, σε αντίθεση με την αυξητική τάση κατά την θερινή. Οι κυριότεροι παραγωγικοί τομείς της Άνδρου είναι η αγροτική δραστηριότητα, η ναυτιλία και ο τουρισμός, ο οποίος παρουσιάζει ανάπτυξη τα τελευταία 25 χρόνια.

Στοιχεία όπως η μακραίωνη ιστορία της, η αρχιτεκτονική, το κλίμα, η πλούσια βλάστηση, τα άφθονα νερά, αλλά και η γεωγραφική της θέση, τη διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων.

Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο ήρωας Άνδρος, απόγονος του Απόλλωνα ή του Διόνυσου, έδωσε το όνομα του στο νησί. Διάσπαρτοι αρχαιολογικοί χώροι μαρτυρούν τη μεγάλη πολιτιστική της κληρονομιά. Οικισμοί όπως ο Στρόφιλας Νεολιθικής εποχής, η Πλάκα Πρωτοκυκλαδικής εποχής, η Ζαγορά, η Υψηλή Γεωμετρικής Περιόδου και η Παλαιόπολη Αρχαϊκής περιόδου, αποτελούν σημεία αναφοράς.

Ίχνη μέσα στον χρόνο

Ιδιαίτερης πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής αξίας είναι τα μοναστήρια, οι εκκλησίες και τα κάστρα, που αποτελούν μνημεία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Άλλο δείγμα σημαντικής ιστορικής αρχιτεκτονικής είναι τα κάστρα της φραγκικής περιόδου. Σώζονται ακόμη και πύργοι του 17ου και 18ου αιώνα, οι οποίοι άνηκαν σε προύχοντες της εποχής με Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής να αποτελεί ο Πύργος του Μπίστη στις Στενιές.Δείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής αποτελούν οι κρήνες, οι νερόμυλοι, οι περιστερώνες και τα αγροτικά μικρά κτίσματα – τα κελιά.

Η Άνδρος θεωρείται ανάμεσα στις Κυκλάδες, ως η Μητρόπολη των Καλών Τεχνών. Αποτέλεσε πνευματικό κέντρο για πολλούς αξιόλογους καλλιτέχνες, ζωγράφους και γλύπτες, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός μουσείων. Μερικά απο αυτά είναι: το Αρχαιολογικό Μουσείο, Χώρατο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης

το Ναυτικό Μουσείο.το Ίδρυμα Πέτρου και Μαρίκας Κυδωνιέως, την Αρχαιολογική Συλλογή Παλαιόπολης, το Μουσείο Λαογραφίας και Χριστιανικής Τέχνης, το Λαογραφικό Μουσείο Κορθίου το Λαογραφικό Μουσείο, Καΐρειος βιβλιοθήκη, Μουσείο Ελιάς Κυκλάδων. Τα οποία εντοπίζονται κυρίως στη Χώρα

(4)

Η γεωμορφολογική εικόνα του νησιού χαρακτηρίζεται από τέσσερις διαδοχικούς ορεινούς όγκους-οροσειρές, παράλληλοι σχεδόν μεταξύ τους με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά, χαράζουν το ανάγλυφο του νησιού. Ανάμεσα στις βουνοσειρές σχηματίζονται βαθιά φαράγγια, στενές ρεματιές και εκτεταμένες εύφορες κοιλάδες που διατρέχουν το νησί με κατεύθυνση Α-Δ, με βελανιδιές, πλατάνια, καρυδιές, κυπαρίσσια, ελιές, πορτοκαλιές, λεμονιές. H βλάστηση αφθονεί κυρίως στην ανατολική πλευρά όπου εντοπίζονται και οι περισσότερες βροχοπτώσεις. Τα παράλιά της χαρακτηρίζονται βραχώδη με αρκετούς προφυλαγμένους όρμους.

Λόγω του έντονου ανάγλυφού της, των ορεινών της όγκων και των τρεχούμενων νερών της, εμφανίζει τοπικά μικροκλίματα, τα οποία και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για την ύπαρξη ή όχι βλάστησης, την ανάπτυξη της γεωργίας και την εμφάνιση της πανίδας.

Αναφορικά με τη χλωρίδα του νησιού, ιδιαίτερο στοιχείο αποτελούν τα δάση καστανιάς, τα λείψανα αλλουβιακών δασών, τα δάση με ιτιές και λεύκες, τα δάση φανερόφυτων και τα παρόχθια δάση (Nerio tamaricetea), συνολικής έκτασης 4.700 στρεμμάτων στα ορεινά. Τα οικοσυστήματα της Άνδρου σχηματίζουν μεγάλες ενιαίες ζώνες, οι δε εκβολές των χειμάρρων στη θάλασσα σχηματίζουν αξιόλογους παράκτιους βιοτόπους.

Γενικά, η ορνιθοπανίδα της Άνδρου αριθμεί πάνω από 200 είδη πτηνων και οι βραχώδεις παραλίες αποτελούν καταφύγιο για πληθώρα σπάνιων ειδών. Το πρόγραμμα Life Andros έχει αναλάβει την προστασία τεσσάρων ειδών πτηνών που διαβιούν και αναπαράγονται στην Άνδρο, ο Σπιζαετός με μόλις 2 – 3 ζευγάρια, ο Μαυροπετρίτης, ο Θαλασσοκόρακας και ο Αιγαιόγλαρος. Στην Άνδρο έχουν συνολικά καταγραφεί 13 υγρότοποι.

Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στο νησί είναι της τάξης του 9,7%, με το 62% (22.800 στρέμματα) να χαρακτηρίζονται ως επικλινείς με τεχνητές αναβαθμίδες, τις επονομαζόμενες και αιμασιές.

Το φυσικό περιβάλλον

(5)

Ένα πλούσιο δίκτυο μονοπατιών, σε αρκετές περιπτώσεις λιθόστρωτο, συνέδεε τους οικισμούς μεταξύ τους, με τόπους λατρείας και με τα λιμάνια του νησιού.

Από τη 10ετία του ’30 (κατά τόπους αρκετά αργότερα) που το αυτοκίνητο σταδιακά κυριαρχεί ως μεταφορικό μέσο, περιορίζεται η χρήση των μονοπατιών και σε αρκετές περιπτώσεις αντικαθίστανται από δρόμους.

Η Ανδρος εξακολουθεί σήμερα να διαθέτει ένα ιδιαίτερα εκτεταμένο δίκτυο πεζοπορικών διαδρομών που υπολογίζεται να ξεπερνά τα 300 χλμ σε μήκος.

Οι περισσότερες βρίσκονται στο κεντρικό και νότιο τμήμα του νησιού. Το προσβάσιμο δίκτυο πεζοπορικών διαδρομών ανέρχεται σήμερα σε 150 χλμ.

περίπου.

Υπάρχουν διάφοροι τύποι μονοπατιών στην Άνδρο, μονοπάτια χωμάτινα ορατά από ανθρώπινα ίχνη ή ίχνη ζώων, λιθόστρωτα ή τσιμεντοστρωμένα.

Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες ανάδειξης και συντήρησης των παραδοσιακών μονοπατιών, με στόχο την προώθηση μίας εναλλακτικής μορφής τουρισμού, σχετιζόμενη με την πολιτιστική κληρονομιά, την παράδοση, την ποιότητα ζωής και το φυσικό περιβάλλον.

Μια μορφή εναλλακτικού τουρισμού αποτελει ο περιηγητικός τουρισμός που έχει στο επίκεντρό του τη φυσιολατρία, την παρατήρηση της φύσης και το ενδιαφέρον για τα πολιτιστικά στοιχεία του τόπου. Σπήλαια, βιότοποι, δάση, βλάστηση, πανίδα, παραδοσιακοί οικισμοί, μοναστήρια, μονοπάτια, αποτελούν στοιχεία που προσελκύουν τους περιηγητικούς τουρίστες.

Μετά από την καταγραφή και χαρτογράφηση των πεζοπορικών διαδρομών της Άνδρου από διάφορες πηγές, παρατηρήσαμε ότι διασχίζουν ή καταλήγουν σε

«κόμβους» τοπόσημα, όπως παραδοσιακούς οικισμούς, Πύργους, Νερόμυλους, Μονές, περιστεριώνες καθώς και περιοχές Φυσικού Κάλλους. Ενώ παράλληλα έχουν αρχίσει να διαφαίνονται κάποιες θεματικές διαδρομές όπως τα μονοπάτια με τους Νερόμυλους, στους Φρουσαίους και τα Διποτάμματα, καθώς και οι διαδρομές σε περιοχές NATURA, όπως η διαδρομή Ρέμματα-Παραλία Λεύκα, Βουρκωτή-Παραλία Άχλα. Το δίκτυο αυτό φαίνεται να πυκνώνει στην κεντρική και ανατολική Άνδρο, λόγω του πολιτιστικού κέντρου του νησιού που εντοπίζεται στην ίδια περιοχή – Χώρα Άνδρου όπως και του πυκνού οικιστικού συνόλου. Αντίθετα στην δυτική πλευρά οι διαδρομές οδηγούν σε συγκεκριμένους τόπους, όπως η διαδρομή που καταλήγει στον αρχαιολογικό χώρο της Παλαιόπολης και η διαδρομή Σταυροπέδα-Ζαγορά.

Το δίκτυο

Η περιοχή επέμβασης βρίσκεται στην κεντρική και δυτική πλευρά του νησιού.

Στο σταυροδρόμι, σε μια έρημη περιοχή, σε μια περιοχή όπου συναντώνται ποικίλες παραλλαγές του ανάγλυφου του εδάφους. Η χωρική δομή του τόπου χαρακτηρίζεται από έντονες τοπογραφικές συνθήκες, καθώς διαιρείται σε πολλά τμήματα και το ανάγλυφο ποικίλει, λόφοι, ρεματιές που καταλήγουν σε αμμώδεις και βραχώδεις κόλπους σε συνδυασμό με την ένταση με την οποία εμφανίζεται η φύτευση δημιουργούν μια πλούσια μικροδομή.

Οι παραλλαγές στο ανάγλυφο του εδάφους καθορίζουν τις χωρικές ιδιότητες του τοπίου και ως ένα βαθμό το χαρακτήρα του. Οι εναλλαγές του ανάγλυφου από άγριο σε φιλικό ποικίλουν, και χαρακτηρίζονται από την υφή, το χρώμα και τη βλάστηση. Βασικό χαρακτηριστικό της περιοχής αποτελεί ο βράχος και η πέτρα σκληρές επιφάνειες που αποτελούν το έδαφος του μονοπατιού, ορίζουν εκτάσεις και προσδιορίζουν απότομες δύσβατες πλαγιές ενώ παράλληλα εναλλάσσονται με πράσινες επιφάνειες βλάστησης. Παρατηρούμε μια διαδοχή υλικών υφών χρωμάτων του αναγλύφου από το όριο της ακτογραμμής μέχρι την κορυφογραμμή. Διακρίνονται οι δύο ανθρωπογενείς επεμβάσεις που αλλοιώνουν το τοπίο. Είναι εμφανής η βίαιη ανθρώπινη παρέμβαση στον βράχο.

(6)

Τα όρια του τόπου διαχωρίζονται αρχικά σε φυσικά και ανθρωπογενή. Τα ορατά φυσικά όρια της περιοχής είναι η θάλασσα, οι λόφοι, και οι μεταξύ τους εκτάσεις. Ενώ τα ανθρωπογενή όρια είναι οι οικισμοί, ο οδικός άξονας, οι ξερολιθιές, το ανενεργό λατομείο και η πρώην ΧΑΔΑ. Ολα αυτά δομούν το ανθρωπογενές περιβάλλον και αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος κατανοεί το φυσικό περιβάλλον, το οπτικοποιεί, το συμπληρώνει και το συμβολίζει. Η θάλασσα, αποτελεί το όριο που είναι ορατό από τα περισσότερα σημεία της περιοχής μελέτης, προσδίδει ταυτότητα στην ξηρά, είναι αναπόσπαστο μέρος μιας ζωντανής πραγματικότητας και αποτελεί στη δεδομένη διάρθρωση του φυσικού χώρου ένα σύστημα προσανατολισμού. Το καταφύγιο άγριας ζωής είναι ένας μη ορατός ορισμένος τόπος. Τα δύο οικιστικά σύνολα της Παλαιόπολης στο βόρειο όριο και το Ζαγανιάρι στο Νότιο όριο, αποτελούν δύο κόμβους , δύο σημεία αναφοράς όπου εντοπίζεται μια ανταποδοτική σχέση μεταξύ φυσικού και ανθρωπογενούς τοπίου, το τοπίο λειτουργεί ως ένα διευρυμένο φόντο για τους ανθρωπογενείς τόπους.

Έτσι θέτοντας ως βασικό στόχο τη ταύτιση του επισκέπτη περιπατητή με τον τόπο, και με την προϋπόθεση να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον με τέτοια δομή που να διευκολύνει τον προσανατολισμό αλλά και να αποτελείται από συγκεκριμένα αντικείμενα που να μπορεί κανείς να ταυτιστεί, δημιουργούμε συνθήκες κατοίκησή του από τον άνθρωπο.

Τα όρια

Αφού μελετήθηκαν οι οπτικές φυγές - θεάσεις κατά μήκος της διαδρομής, και με γνώμονα την ταύτιση και τον προσανατολισμό του περιπατητή ορίσαμε ως κόμβους σημεία αναφοράς τους αρχαιολογικούς χώρους, Παλαιόπολη, Στρόφιλα , Ζαγορα. Οι φυσικοί τόποι όπου τοποθετούνται αυτοί οι χώροι, είναι εύκολα διακριτοί και αναγνωρίσιμοι από τα περισσότερα σημεία της διαδρομής. Οπότε καθιστούν ένα τρόπο με τον οποίο ο περιπατητής θα μπορεί να προσδιορίζει τη θέση του.

Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης της περιοχής μελέτης, γίνεται αντιληπτό το ανθρωπογενές τοπίο, εντοπίζεται ένα πυκνό δίκτυο ξερολιθιάς που καθιστά τις φυσικές δομές πιο ακριβείς, ορίζει και γεωμετρικοποιεί το έδαφος ακολουθώντας τις πτυχώσεις του και ταυτόχρονα προσδίδει την έννοια της μικροκλίμακας, δημιουργώντας ένα οικείο ανθρώπινο περιβάλλον. Η κίνηση του περιπατητή ορίζεται από δύο κάθετα τοιχία ξερολιθιάς που καθιστούν το τοπίο αντικείμενο συνεχώς εναλλασσόμενων θεάσεων.

Ανθρωπογενείς κατασκευές όπως είναι οι εκκλησίες, τα αλώνια, οι αγροτικές κατοικίες αποτελούν στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του τόπου και συμβάλλουν στον προσανατολισμό του επισκέπτη.

Σε αντίθεση με τα παραπάνω στο ανθρωπογενές τοπίο- του λατομείου, χάνεται η αίσθηση του οικείου και διασπάται η συνέχεια του φυσικού περιβάλλοντος, προκαλώντας ένα τοπίο αφιλόξενο και άγριο.

(7)

Μετά την τοπογραφική αποτύπωση των ξερολιθιών που εντοπίζονται στην περιοχή μελέτης και με γνώμονα την βιωματική εμπειρία του περιπατητή δημιουργήθηκε ένα γραμμικό μονοπάτι που ενοποιεί δύο υπάρχουσες πεζοπορικές διαδρομές, ξεκινά και καταλήγει σε δύο οικισμούς, Παλαιόπολη και Ζαγανιάρι. Χαράσσεται στα ίχνη υπαρχόντων ξερολιθικών διαδρομών.

Μέσα σ αυτό το τοπίο ορίζονται μικρότεροι τόποι «υπό – τόποι» που παρέχουν την ταύτιση του ανθρώπου με αυτό.

Μετά την τοπογραφική αποτύπωση των ξερολιθιών που εντοπίζονται στην περιοχή μελέτης και με γνώμονα την βιωματική εμπειρία του περιπατητή δημιουργήθηκε ένα γραμμικό μονοπάτι που ενοποιεί δύο υπάρχουσες πεζοπορικές διαδρομές, ξεκινά και καταλήγει σε δύο οικισμούς, Παλαιόπολη και Ζαγανιάρι. Χαράσσεται στα ίχνη υπαρχόντων ξερολιθικών διαδρομών.

Μέσα σ αυτό το τοπίο ορίζονται μικρότεροι τόποι «υπό – τόποι» που παρέχουν την ταύτιση του ανθρώπου με αυτό.

Το κεντρικό αυτό μονοπάτι, βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από τον δρόμο ακολουθώντας τις εξάρσεις του ανάγλυφου. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής αυτής διασχίζει το καταφύγιο Άγριας Ζωής και χαρακτηρίζεται από απόκρημνες και βραχώδεις περιοχές. Το ίχνος της διαδρομής εμφανίζεται και εξαφανίζεται ανάλογα με το ανάγλυφο, απομακρύνεται και γειτνιάζει με την θάλασσα συνθέτοντας διαφορετικές αντιλήψεις και θεάσεις του χώρου.

Από το βασικό – κεντρικό – κύριο μονοπάτι ξεκινούν ή καταλήγουν δευτερεύουσες διαδρομές, οι οποίες στόχο έχουν την σύνδεση με τα όρια.

Εκτός από τις τακτικές διεξόδους που υπάρχουν προς τον οδικό άξονα υπάρχουν διαδρομές που καταλήγουν σε αμμώδεις παραλίες, διαδρομές που καταλήγουν στους δύο αρχαιολογικούς χώρους όπου η κίνηση αναστέλλεται και ο χρόνος μετατρέπεται σε μονιμότητα, και κυκλικές διαδρομές που επιτρέπουν την περιπλάνηση μέσα σε ορισμένους τόπους διαστέλλοντας τον χρόνο.

Το δίκτυο των μονοπατιών που προτείνεται διακρίνεται σε 3 είδη μονοπατιών.

Το κεντρικό μονοπάτι, Παλαιόπολη – Ζαγανιάρι, είναι 8 χιλιομέτρων, το μεγαλύτερο μέρος δεν παρουσιάζει μεγάλες υψομετρικές διαφορές κάτι που το καθιστά εύκολο. Κατά το μήκος της ο περιπατητής θα μπορεί να πληροφορηθεί οποιοδήποτε στοιχείο είναι απαραίτητο για την ανάγνωση της περιοχής σε σημεία κόμβους που είναι δυνατή η συσχέτισή του με τα σημεία αναφοράς. Ενώ σε μια υποχώρηση από το κυρίως μονοπάτι ο άνθρωπος έχει

(8)

την δυνατότητα να αντιληφθεί τις δυνάμεις του φυσικού περιβάλλοντος.

Η συρραφή των ορίων με το κύριο μονοπάτι γίνεται μέσω άλλων μονοπατιών δημιουργώντας ένα δίκτυο το οποίο ενεργοποιεί τον τόπο. Δευτερεύοντα μονοπάτια είναι αυτά που οδηγούν σε υπό – τόπους της περιοχής μελέτης, και ξεκινούν από το κύριο μονοπάτι. Οι υπό τοποι είναι το καταφύγιο άγριας ζωής κυκλική διαδρομή, ο αρχαιολογικός χώρος της Ζαγοράς, ο αρχαιολογικός χώρος του Στρόφιλα, και οι παραλίες. Ένα τρίτο είδος μονοπατιού είναι οι συνδέσεις του βασικού μονοπατιού με τον οδικό άξονα, έτσι ώστε να υπάρχουν τόσο σημεία διαφυγής όσο και σημεία εκκίνησης.

Ο περιηγητής καλείται να διασχίσει τον τόπο έχοντας ως σημείο αναφοράς αρχικά τον οικισμό της Παλαιόπολης, οδηγείται μέσω του μονοπατιού στο καταφύγιο άγριας ζωής και σε κομβικά σημεία, (στους κόμβους σύνδεσης με άλλα μονοπάτια) έχει την δυνατότητα θέασης, παρατήρησης και ανάγνωσης του φυσικού τοπίου. Πλέον μοναδικό σημείο αναφορά είναι η θάλασσα. Από το φυσικό περιβάλλον της ξερολιθιάς και του μονοπατιού, μεταφέρεται σταδιακά μέσω του ασφαλτοστρωμένου δρόμου σε ένα διαβρωμένο από την ανθρώπινη παρέμβαση τοπίο. Έρχεται αντιμέτωπος με ένα κατεστραμμένο τοπίο,

Τα δύο σκάμματα του λατομείου και η χωματερή έχουν προκαλέσει ένα ρήγμα, μια διακοπή του φυσικού ανάγλυφου και του φυσικού τοπίου και δημιουργούν ένα υποβαθμισμένο μεταβατικό περιβάλλον προς τον Αρχαιολογικό Χώρο του Στρόφιλα, σε αντίθεση με αυτό της Παλαιόπολης και της Ζαγοράς, όπου ο περιπατητής οδηγείται από το παρόν στο παρελθόν μέσω μιας ομαλής μετάβασης στο τοπίο. Η διαδρομή συνεχίζει ακολουθώντας και πάλι τις πτυχώσεις του τοπίου μέσω της οποίας, ο παρατηρητής έχει την δυνατότητα να περιπλανηθεί και να οδηγηθεί στον οικισμό του Ζαγανιάρη. Η επέμβασή μας εστιάζεται κυρίως στη συρραφή των δύο λόφων στην περιοχή όπου εντοπίζεται η ασυνέχεια του φυσικού περιβάλλοντος. Η συρραφή αυτή αποτελεί μέρος μια δυνητικής ευρύτερης τοπιακής διαμόρφωσης.

Στοχεύοντας την επανακατοίκηση του τόπου από τον άνθρωπο, προσπαθήσαμε να χωροθετήσουμε κάποιες χρήσεις που να αναφέρονται και στην ευρύτερη περιοχή του νησιού. Έτσι έχοντας υπόψη μας το δίκτυο μονοπατιών, τους αρχαιολογικούς χώρους, το καταφύγιο άγριας ζωής, το πλούσιο τοπίο, το λατομείο και την πρώην ΧΑΔΑ καταλήξαμε στην δημιουργία ενός περιβαλλοντικού κέντρου όπου θα πραγματοποιούνται εκπαιδευτικά, ενημερωτικά και ερευνητικά προγράμματα, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να υποστηριχθεί η ανασκαφική έρευνα. Τα δύο σκάμματα του λατομείου προτείνεται να χρησιμοποιηθούν για υπαίθριες πολιτιστικές δράσεις, το πρώτο προτείνεται ως χώρος για υπαίθριες εκθέσεις και στο δεύτερο προτείνεται η κατασκευή ενός αμφιθεάτρου όπου θα μπορούν να φιλοξενηθούν ποικίλες εκδηλώσεις.

Στο νησί λειτουργεί ένα Κέντρο Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, το οποίο στεγάζεται σε ένα ιστορικό συγκρότημα στη περιoχή Μουσιώνας του Κορθίου στη νότια Άνδρο, όπου πραγματοποιούνται ποικίλες δράσεις στις οποίες παίρνουν μέρος κυρίως κάτοικοι της περιοχής. Εμείς θέλοντας να αναδείξουμε το τόπο της Σταυροπέδας, και να διευκολύνουμε, να επεκτείνουμε την περίοδο των ανασκαφών που περιορίζεται τα τελευταία χρόνια σε 10 μέρες τον χρόνο, και να σταματήσουμε οποιαδήποτε παράνομη δράση που επιβαρύνει το φυσικό τοπίο, δημιουργούμε ένα κέντρο το οποίο θα φιλοξενεί δράσεις που αφορούν το περιβάλλον. Κύριες λειτουργίες του χώρου αποτελούν η ενημέρωση, η εκπαίδευση και η έρευνα.

Μετά από μια μελέτη του τρόπου – της κατεύθυνσης των ξηρολιθικών κατασκευών και παράλληλα του τρόπου με τον οποίο κινείται το νερό στο ανάγλυφο μέσω του

(9)

παραμετρικού σχεδιασμού παρατηρήθηκε μία ταύτιση της ροής του νερού με τα υφιστάμενα μονοπάτια. Στόχος μας ήταν η συρραφή των δύο λόφων με μια κίνηση ανάλογη της κίνησης του νερού, που καταλήγει στη παραλία.

Ένα κομμάτι της κατάβασης μας προς τη παραλία διασχίζει την πρώην ΧΑΔΑ, γεγονός απαιτεί να ληφθούν μέτρα αποκατάστασης του τοπίου. Με δεδομένο την ελεγχόμενη φυσική αποκατάσταση του τοπίου επαναπροσδιορίζουμε την κατοίκηση του τόπου.

Η επέμβασή μας εντοπίζεται στο κομβικό σημείο όπου το κύριο μονοπάτι συναντά το λατομείο δημιουργώντας έτσι μια συρραφή του ρήγματος και μια σταδιακή μετάβαση του περιπατητή από την ξηρά στην θάλασσα, και από το μονοπάτι στον αρχαιολογικό χώρο του Στρόφιλα. Δύο τοιχία ορίζουν πλέον κίνηση και θέα, τρείς επεμβάσεις κατεβάσματα συντελούν στην μετάβαση προς την παραλία. Τα κατεβάσματα ακολουθούν τις αρχές των μονοπατιών τα οποία ακολουθούν κατεύθυνση κάθετη στις υψομετρικές και αποτελούν χαράξεις στο τοπίο.

Με κριτήριο το γεγονός ότι ο περιπατητής ταυτίζεται με το περιβάλλον του όταν έχει διαβάσει τις επιμέρους τοπικές ενότητες συνθήκες – έχει αναγνωρίσει τη ταυτότητα του και το έχει αποδομήσει, προσπαθήσαμε να ορίσουμε κάποια χαρακτηριστικά σημεία κατά μήκος της διαδρομής όπου ο άνθρωπος μπορεί να διαβάσει το τόπο. Η κατάβαση ξεκινά από ένα σημείο από το οποίο του επιτρέπεται να αναγνωρίσει όλες τις τοπιογραφικές ιδιότητες του τόπου. Καθώς βυθίζεται στο ρέμα οι συνθήκες διαφοροποιούνται, τα όρια και η σχέση του με το περιβάλλον αλλάζουν, καθώς το βλέμμα περιορίζεται. Στο τέλος οδηγείται στη παραλία όπου πλέον το βλέμμα κατευθύνεται μόνο προς το υγρό στοιχείο, μέσω του οποίου μπορεί να οδηγηθεί σε κάποιο άλλο τόπο.

Ο πρώτος κόμβος τοποθετείται στην αρχή της διαδρομής όπου ο επισκέπτης μπορεί να διαβάσει όλες τις ενότητες της περιοχής, ενώ διασχίζοντας το πρώτο κατέβασμα μέσω του κτηρίου καταλλήγει στο πρώτο σκάμα όπου έρχεται αντιμέτωπος με το μέγεθος και το ρήγμα της περιοχής. Ενώ αρχικά στέκεται απέναντί στον βράχο για να του απευθυνθεί νοηματικά και οπτικά, οδηγείται στον πυρήνα του σκάματος και περιβάλλεται από τον βράχο, έτσι ώστε να αντιληφθεί την μεγάλης κλίμακας επέμβαση αλλοίωσης του φυσικού αναγλύφου.

Η πορεία συνεχίζεται μέσω του δεύτερου κατεβάσματος στο ρέμα και αφού περιπλανηθεί στο τοπίο οδηγείται στο δεύτερο σκάμα μικρότερης κλίμακας το οποίο δημιουργεί μια εσωτερικότητα και στρέφει το βλέμμα προς το πρώτο σκάμμα. Η πορεία συνεχίζεται με ένα τρίτο κατέβασμα και εκτονώνεται στο όριο με την θάλασσα. Η θέα ορίζεται

πάντα κατά μήκος της κίνησης ενώ στα σημεία στάσης – έξαρσης – έντασης υπάρχει η δυνατότητα να περιπλανηθεί το βλέμμα του στο τοπίο, η θέα είναι πανοραμική.

Βασική συνθετική ιδέα αποτέλεσε η υπαίθρια κάθετη διάσχιση του κτηρίου. Το σημείο συμβολίζει την στάση ενώ η γραμμή την κατεύθυνση της κίνησης και του βλέμματος. Ο άξονας της κίνησης διαχωρίζει λειτουργικά τον χώρο της εκπαίδευσης από την έρευνα και την πληροφόρηση. Η κατάβαση γίνεται μέσω της βύθισης και της οριοθετημένης από δύο τοιχεία κίνησης. Όλες οι κινήσεις κατευθύνουν το βλέμμα προς το τοπίο. Το φως αποτελεί στοιχείο που κατευθύνει το βλέμμα και δίνει διαφορετικές ποιότητες σε κάθε χώρο. Η κίνηση του επισκέπτη στο εσωτερικό του χώρου, χαρακτηρίζεται από μια σταδιακή διαβάθμιση φωτός και βλέμματος.

Η είσοδος και η κάθετη επικοινωνία σηματοδοτείται με αφορμή στον περιστεριώνα από έναν πύργο. Οι κύριες λειτουργίες του κτηρίου, που αφορούν το εκπαιδευτικό μέρος ρέουν η μία μέσα στην άλλη ακολουθώντας την κάθετη χάραξη που ορίζει και το βλέμμα προς το περιβάλλον. Η είσοδος γίνεται σταδιακά μέσω μιας βιβλιοθήκης στα εκπαιδευτικά εργαστήρια, ενώ στο τελευταίο επίπεδο όπου και εκτονώνεται η κίνηση βρίσκεται ένας ελεύθερος μεταβαλλόμενος χώρος όπου μπορούν να φιλοξενούνται διάφορες δράσεις.

Το ερευνητικό μέρος ορίζεται από τρία επαναλαμβανόμενα στοιχεία τα οποία διαχωρίζονται από τους υπόλοιπους χώρους μέσω της κίνησης. Δύο βασικές κατηγορίες των ερευνητικων κέντρων αφορούν την προστασία της πανίδας και την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος. Ένω ένα ακόμα εργαστήριο θα μπορεί

(10)

να χρησιμοποιηθεί από τους αρχαιολόγους με σκοπό να καλύψει κάποιες ανασκαφικές ανάγκες.

Η πρόσβαση μπορεί να γίνει είτε μέσω του κυρίως μονοπατιού είτε από το δευτερεύον μονοπάτι που ενώνει τον κεντρικό οδικό άξονα με το σημείο που εκτονώνεται το κτήριο. Ο επισκέπτης αρχικά διαβάζει πανοραμικά το τοπίο διακρίνοντας την υποβάθμιση που έχει υποστεί το περιβάλλον. Στην συνέχεια φτάνει στον κόμβο στάσης, όπου στοιχεία corten κάθετα τοποθετημένα καδράρουν διαφορετικά σημεία αναφοράς στο τοπίο και ενημερώνουν τον επισκέπτη. Το τοπίο κατακερματίζεται και ανασυντάσσεται την στιγμή που ο επισκέπτης διασχίσει το κόμβο των θεάσεων.

Ο πύργος _ περιστεριώνας τον υποδέχεται ύστερα από μια σταδιακή βύθιση μέσω μιας ράμπας. Ο επισκέπτης επιλέγει είτε να συνεχίσει την κατάβασή είτε να εισελθει στο κυρίως περιβαλλοντικό κέντρο μέσω ενός ανοίγματος. Κατά μήκος της υπαίθριας πορείας -κατάβαση έχει την δυνατότητα να αντιληφθεί τις υπόλοιπες λειτουργίες όπως

(11)

είναι τα ερευνητικά εργαστήρια από ένα πιο ψηλό επίπεδο, ενώ ο άξονας της πορείας καδράρει το υποβαθμισμένο τοπίο.

Ο τομέας της εκπαίδευσης αναπτύσσεται ανάμεσα στα τοιχεία παρωπίδες, μια βιβλιοθήκη διασχιζει το χώρο και ορίζει τις πορείες, ενώ ταυτόχρονα εκτονώνεται με μια πλατφόρμα που αιωρείται πάνω από το τοπίο.

Στις τομές παρατηρούμε τις διαβαθμίσεις του φυσικού φωτός κατά την βύθιση στο εσωτερικό του περιβαλλοντικού κέντρου όπου είναι και το πίο σκοτεινό σημείο. Το φυσικό φως στον πύργο εισόδου εισέρχεται σημειακά από μικρά ανοίγματα. Αντίθετα στα ερευνητικά εργαστήρια το φως δημιουργεί μυστηριακή ατμόσφαιρα, προσδίδοντας εσωστρέφεια. Στο επιμήκη χώρο το φως εισέρχεται κατά μήκος του άξονα κίνησης από διαμήκη σχισμή στην οροφή. Τα δύο μπετονένια συμπαγή τοιχεία εντείνουν την οπτική φυγή προς τη θέα, ενώ παράλληλα το μεταξύ τους κενό αποτελεί την φυσική πηγή φωτός του χώρου. Βασική επιδίωξη ήταν η ομαλή μετάβαση από το φυσικό ανάγλυφο στο χώρο του λατομείου. Έτσι δημιουργούμε ένα κτήριο που γεννιέται από το έδαφος ενώ παράλληλα δημιουργεί ένα ρήγμα που στρέφεται προς το αλλοιωμένο περιβάλλον.

Οι μόνες εξάρσεις τις συνολικής σύνθεσης είναι ο πύργος και ο πρόβολος. Το ανεπίχριστο ωπλισμένο σκυρόδεμα αποδίδει στο κτήριο την μονολιθικότητα του βραχώδους τοπίου ενώ παράλληλα προσδίδει την αγριοτητα του ευρύτερου περιβάλλοντος. Ο μπετονένιος πύργος διατρυπάται από μικρές οπές που έχουν ως

(12)
(13)
(14)
(15)
(16)
(17)
(18)

αφορμή τα ανοίγματα των τοπικών περιστεριώνων.

Το κατέβασμα βρίσκεται σε σημεία που η υψομετρική διαφορά δεν επιτρέπει την συνέχεια της πορείας που διασχίζει το ρέμα και καταλήγει στη θάλασσα. Τοποθετούνται κάθετα στις υψομετρικές στρέφοντας τον επισκέπτη σε κομβικά σημεία – αναφοράς. Οι διαδρομές στο στο τοπίο μεταξύ τον κατεβασμάτων δεν ορίζονται από κάποια χάραξη, επιτρέποντας τις δυνάμεις του τοπίου να δράσουν πάνω στα ανθρώπινα ίχνη.

Το παρατηρητήριο – κατέβασμα αρθρώνεται και αυτό από δύο τοιχεία που συγκρατούν την κίνηση. Η θέα αρχικά είναι πανοραμική ενώ με μια βύθιση, ο επισκέπτης οδηγείται σε ένα σημείο έντασης όπου θέτει τον εαυτό του μπροστά στη θέα.

Κατα μήκος του κύριου άξονας της διαδρομής, και σε μια υποχώρηση από αυτήν, στην ευρύτερη περιοχή του καταφυγίου Άγριας Ζωής, βρίσκουμε ανα τακτά διαστήματα, χώρους ορνιθοπαρατήρησης. Οι χώροι αυτοί γεννιούνται από το έδαφος ακολουθούν την ίδια χάραξη με τις υπόλοιπες παρεμβάσεις. Είναι ελαφριές κατασκευές τοποθετημένες στο έδαφος, από corten, με βασικό σκοπό την ενταξή τους στο τοπίο.

Σημεία στάσης – παρατήρησης κατά μήκος του κυρίως μονοπατιού επιτρέπουν στον περιπατητη την εποπτική θέα του τόπου, ενώ παράλληλα στοιχεία από corten τον ενημερώνουν και τον προσανατολίζουν σε σχεση με σημεία αναφοράς του τόπου.

(19)
(20)
(21)

Referências

Documentos relacionados