• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] Έξυπνοι σηματοδότες.

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Έξυπνοι σηματοδότες."

Copied!
86
0
0

Texto

(1)

”ΕΞΥΠΝΟΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΣ”

“INTELLIGENT TRAFFIC LIGHTS”

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ: Α.Ε.Μ. 4307 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΚΟΓΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

ΚΑΒΑΛΑ 2014

(2)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

H εργασία είναι αφιερωμένη στους γονείς μου οι οποίοι με στήριξαν σε όλους τους τομείς, τους συμφοιτητές μου και τους φίλους για τις όμορφες στιγμές και συγκινήσεις που ζήσαμε μαζί όλα αυτά τα χρόνια. Τους συναδέλφους μου από το Γενικό Νοσοκομείο Καβάλας για τις γνώσεις που μου προσφέρανε.

Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω τον εισηγητή και επιβλέποντα καθηγητή Κόγια Παναγιώτη για την πτυχιακή μου εργασία καθώς τον Νίκο όπου με τη βοήθεια τους και τις

συμβουλές τους κατάφερα την υλοποίηση της πτυχιακής.

(3)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δεδοµένου της οικονοµικής κρίσης που υπάρχει είναι δύσκολο για αρκετούς να ανταπεξέλθουν στα λειτουργικά έξοδα που χρειάζεται ένα όχηµα, γι αυτό τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς είναι µια οικονοµική λύση για τη µεταφορά των ανθρώπων.

Ωστόσο παρατηρείται το φαινόµενο πως οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν τα δικά τους οχήµατα για τις µετακινήσεις τους µε αποτέλεσµα να δηµιουργούν κυκλοφοριακά προβλήµατα στους δρόµους και ειδικότερα στις µεγαλουπόλεις.

Το πρόβληµα αυτό έχει ως αντίκτυπο στα οχήµατα έκτακτης ανάγκης, όπως είναι το ασθενοφόρο, το περιπολικό και το πυροσβεστικό, τα οποία πρέπει να κινιούνται µε ‘’

άνεση’’ στους δρόµους για το λόγο ότι η χρησιµότητα τους είναι αναγκαία και πρέπει να έχουν άµεση πρόσβαση σε ένα επείγον περιστατικό ώστε να προσφερθούν γρήγορα οι υπηρεσίες που παρέχει το κάθε ένα από αυτά.

Στα πλαίσια της πτυχιακής αυτής, γίνεται η λειτουργία και ο έλεγχος των φωτεινών σηµατοδοτών μιας διασταυρωσης με τη χρήση προγραμματιζόμενου λογικού ελεγκτή (P.L.C.) επικοινωνώντας με ένα ασύρματο σύστημα RFID,για την παροχή προτεραιότητας στα οχήµατα έκτακτης ανάγκης καθώς επίσης και η υλοποίηση αυτών στην πράξη µέσω µιας κατασκευής.

Αρχικά γίνεται µια ιστορική αναδροµή για τον τρόπο λειτουργίας των φωτεινών σηµατοδοτών.(κεφ. 1)

Στη συνέχεια γίνεται µια περιγραφή για τη χρήση και τον τρόπο προγραµµατισµού των P.L.C. (κεφ. 2)

Καθώς και του ασύρματου συστήματος RFID(κεφ.3)

Το τελευταίο κεφάλαιο, περιλαµβάνει τα βήµατα που έγιναν για την υλοποίηση της εφαρµογής, το τρόπο λειτουργίας των φαναριών, η σχεδίαση των ηλεκτρικών κυκλωµάτων και τέλος το προγραµµατιστικό κοµµάτι της λειτουργίας σε γλώσσα ladder.(κεφ. 4)

(4)

ABSTRACT

Since the economic crisis that is difficult for many to cope with the operating expenses needs a vehicle, so that the public transportation is an economical solution for transporting people. However, the phenomenon that most people choose their own vehicles for their transportation thereby creating traffic problems on the roads especially in big cities.

This problem has the impact on emergency vehicles, such as ambulance, police car and a fire engine, which must be shuffled around to'' comfort'' to the streets for the reason that their utility is necessary and should have direct access in an emergency in order to offer fast services provided by each of them.

In the context of this thesis, is the operation and control of traffic lights a beam using programmable logic controller (PLC) communicating with a wireless RFID, for giving priority to emergency vehicles as well as the implementation of these in practice through a structure.

First is a throwback to the way the traffic lights. (Chapter 1) Then we describe the use and how to program the PLC (Chapter 2) As the wireless system and RFID (chapter 3)

The last chapter includes the steps taken for the implementation of the application, the operating mode of the Lantern, the design of electrical circuits and end the

programming part of operating in a language ladder. (Chapter 4)

(5)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο

: ΦΩΤΕΙΝΟΙ

ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΣ………...6

1.1 Ορισμός φωτεινών σηματοδοτών………6

1.2 Ιστορική αναφορά………6

1.3 Πεδίο εφαρμογής-Τοποθέτηση φωτεινών σηματοδοτών………8

1.4 Σύστηµα Σηµατοδότησης...……….9

1.5 Είδη φωτεινών ενδείξεων………..10

1.6 Θέσεις κεφαλών σηµατοδότησης και διατάξεις στήριξης τους……….13

1.6.1 Θέσεις κεφαλών σηµατοδότησης……….………13

1.6.2 Διαταξεις στηριξης σηματοδοτων……….14

1.6.3 Διατάξεις υποβοήθησης των σηµατοδοτών………..………16

1.6.4 Φωτεινές πηγές ………18

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ο

: PLC (PROGRAMMMING LOGICAL CONTROLLERS)……….19

2.1 Εισαγωγή στους προγραμματιζόμενους λογικούς ελεγκτές (P.L.C.)………19

2.2 Βασικά χαρακτηριστικά και μέρη που αποτελείται,,,………...20

2.3 Φιλοσοφία του προγράμματος και λογική του P.L.C………21

2.4 γλώσσες προγραμματισμού του P.L.C ………23

2.5 στοιχεία γλώσσας ladder ……….24

2.6 Βασική μονάδα/Basic Unit P.L.C. GM7 ………,,………30

2.6.1 Βασική δομή P.L.C………..……….32

2.6.2 Συνδεσμολογία ενός P.L.C. ………..………..35

2.6.3 Κύκλος λειτουργίας του P.L.C. .………..………36

2.7 Πλεονεκτήματα των P.L.C. ……….40

2.8 Ψηφιακή Λογική του PLC. ………..43

2.9 Στοιχεία του προγραµµατισµού ενός PLC. ……….46

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ο

: R.F.I.D. ( Radio Frequency Identification)………47

3.1 Ιστορική αναδρομή και εισαγωγή στο σύστημα R.F.I.D. ………..……….47

3.2 Αρχιτεκτονική του συστήµατος R.F.I.D. ……….51

3.3 Χαρακτηριστικά συστήματος R.F.I.D. ……….52

3.4 Μορφές των RFID tags………..………54

3.5 Σχέσεις μεταξύ στοιχείων συστήματος R.F.I.D και απειλές……….55

3.5.1 Μέτρα κατά των απειλών υποκλοπής….………...57

3.6 Συχνότητες Λειτουργίας - Operating Frequencies ………59

3.7 H Λειτουργία ενός Συστήματος RFID ………..61

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ο

: ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ………..64

4.1 Η λειτουργία της εφαρμογής ………64

4.2 Στάδια ανάπτυξης της μακέτας ………65

4.3 Τα βήματα για την υλοποίηση της εφαρμογής……….78

4.4 Υλικά που χρειάστηκαν για την υλοποίηση της κατασκευής ………..79

4.5 Σχεδιασμός συνδεσμολογίας της εφαρμογής στο Autocad ……….80

4.6 Ο προγραμματισμός του P.L.C. ………..80

(6)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ο

:ΦΩΤΕΙΝΟΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΣ

1.1 Ορισμός φωτεινών σηματοδοτών

Είναι συσκευές σημάτων με την ονομασία που τις χαρακτηρίζει ως φανάρια, συστήματα σήμανσης, λάμπες κυκλοφορίας και είναι τοποθετημένες σε διασταυρώσεις δρόμων, πεζών ώστε να ελέγχουν την ομαλή ροή της κυκλοφορίας. Οι φωτεινοί

σηματοδότες καθορίζουν το τρόπο χρήσης και λειτουργίας ενός οδικού δικτύου με βάση τα τυποποιημένα σε χρώμα φανάρια (κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο) χρησιμοποιώντας έναν παγκόσμιο κώδικα χρωμάτων, ακόμα και γι αυτούς που πάσχουν από αχρωματοψία.

1.2 Ιστορική αναφορά

Η ιστορία των φαναριών ξεκινάει πριν τεθεί σε κυκλοφορία το πρώτο αυτοκίνητο. Τότε που στους δρόμους υπήρχαν μόνο κάρα και άμαξες, πεζοί και ποδήλατα!!

Το πρώτο φανάρι τοποθετήθηκε έξω από τη Βρετανική Βουλή στο Λονδίνο τον Δεκέμβρη του 1868. Το τοποθέτησε εκεί ο μηχανικός τρένων J. P. Knight. Ήταν ένα ανακατασκευασμένο σιδηροδρομικό φανάρι, με σηματοφόρους βραχίονες και με κόκκινες και πράσινες λάμπες. Οι λυχνίες αερίου ελέγχονταν από έναν μοχλό στη βάση τους, ώστε να φαίνεται προς την κυκλοφορία το κατάλληλο φως. Το συγκεκριμένο σύστημα καταστράφηκε από έκρηξη το 1869 τραυματίζοντας (ή σκοτώνοντας! - δε γνωρίζουμε τι ακριβώς έγινε) τον αστυνομικό που το χειριζόταν εκείνη τη στιγμή.

Εικόνα 1.1: Χειροκίνητος έλεγχος σηματοδότης από

(7)

το ηλεκτρικό αυτόματο φανάρι κατασκευάστηκε στην Αμερική το 1912. Εφευρέτης του θεωρείται ο αστυνομικός Lester Wire από το Οχάιο. Το 1914 η Αμερικάνικη Εταιρεία Φωτεινών Σηματοδοτών τοποθέτησε ένα σύστημα με δύο χρώματα, κόκκινο και

πράσινο, και έναν βομβητή (buzzer) για να προειδοποιεί για τις αλλαγές. Εμπνευστής του ήταν ο James Hoge.

Το συγκεκριμένο σύστημα επέτρεπε στην Αστυνομία και την Πυροσβεστική να ελέγχουν τα φανάρια σε περίπτωση ανάγκης. Το πρώτο τρίχρωμο φανάρι τεσσάρων κατευθύνσεων κατασκευάστηκε από τον αστυνομικό William Potts στο Ντιτρόιτ το 1920. Επειδή ήταν υπάλληλος της κυβέρνησης (αστυνομικός) δεν μπορούσε να πατεντάρει την εφεύρεση του. Έτσι, το 1922 ο T.E. Hayes κατοχύρωσε το "Συνδυασμένο οδηγό κυκλοφορίας και ρυθμιστικού σήματος"

Το πρώτο διασυνδεδεμένο σύστημα κυκλοφορίας εγκαταστάθηκε στο Σολτ Λέικ Σίτυ το 1917 σε δρόμο με έξι διασταυρώσεις, και ελεγχόταν από χειροκίνητους διακόπτες. Ο αυτόματος χειρισμός του συστήματος μπήκε τον Μάρτιο του 1922 στο Χιούστον του Τέξας. Το 1923 ο Garrett Morgan πατεντάρισε τη δικιά του έκδοση.

Ήταν ένας στύλος σε σχήμα Τ με τρεις θέσεις: σταμάτημα, ξεκίνημα και σταμάτημα προς όλες τις κατευθύνσεις. Η τρίτη κατάσταση έδινε στους οδηγούς τη δυνατότητα να σταματήσουν μέχρι να ξεκινήσει η κυκλοφορία του αντίθετου ρεύματος, και επίσης, για την ασφάλεια των πεζών. Το μεγάλο του πλεονέκτημα ήταν η δυνατότητα χειρισμού του από απόσταση μέσω μηχανικής σύζευξης.

Εικόνα 1.2: Ο πρώτος σηµατοδότης βραχίονας σχεδιασµένος από τον JP Knight το 1868 στο Λονδίνο.

(8)

Η πρώτη πόλη που συνέδεσε με υπολογιστές το σύστημα φαναριών των δρόμων της ήταν το Τορόντο το 1963.

Τα χρώματα των φαναριών που αναπαριστούν σταμάτημα και ξεκίνημα ενδέχεται να προήλθαν από αυτά που ταυτοποιούσαν το λιμάνι (κόκκινο) και το στρίψιμο προς τα δεξιά (πράσινο) στη ναυσιπλοΐα.

Σύμφωνα με τους κανόνες ναυτικής κυκλοφορίας, το πλοίο από τα αριστερά έπρεπε να σταματήσει για αυτό που έρχεται από τα δεξιά - πράγμα που ισχύει πλέον και στην χερσαία κυκλοφορία!!|(σε περίπτωση μη ύπαρξης σήμανσης, προτεραιότητα έχει ο κινούμενος από τα δεξιά ΠΑΝΤΑ, όπως μας μαθαίνουν οι δάσκαλοι οδήγησης!!) Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε και στους φωτεινούς σηματοδότες με χρονόμετρο. Το σύστημα εισάχθηκε τη δεκαετία του ’90. Η αντίστροφη μέτρηση βοηθάει τους οδηγούς και τους πεζούς να ξέρουν πόσο χρόνο έχουν μέχρι να αλλάξει το φανάρι, ώστε να αποφασίσουν αν θα περάσουν τη διασταύρωση με ασφάλεια ή όχι.

1.3 Πεδίο εφαρµογής-Τοποθέτηση φωτεινών σηµατοδοτών

Η φωτεινή σηµατοδότηση εφαρµόζεται σε περιπτώσεις όπου

απαιτείται η ρύθµιση της διέλευσης ή µη κατά κύριο λόγω οχηµάτων σε συγκεκριµένα σηµεία της οδού, και για συγκεκριµένους λόγους. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι

ακόλουθες:

• Ισόπεδοι κόµβοι µε µεγάλους φόρτους κυκλοφορίας ή χωρίς ασφαλή

διαµόρφωση, ή κόµβοι όπου επιθυµείται επενεργούµενη σηµατοδότηση λόγω υψηλού φόρτου στη µία διεύθυνση και χαµηλού στην άλλη.

• Σε ισόπεδες διαβάσεις σιδηροδρόµων.

• Σε σταθµούς διοδίων για έγκαιρη επιλογή της κατάλληλης λωρίδας.

• Σε εισόδους αυτοκινητοδρόµων , για έλεγχο της προσπέλασης

• Στις προσβάσεις στενών τµηµάτων µε µία λωρίδα κυκλοφορίας όπως στενές γέφυρες ή σήραγγες ή περιοχές εκτέλεσης έργων ,για την εναλλάξ κίνηση των δυο

αντιθέτων ρευµάτων κυκλοφορίας.

• Μπροστά από κινητές γέφυρες , για ακινητοποίηση των οχηµάτων κυκλοφορίας.

• Σε περιπτώσεις εφαρµογής αντίθετης κατεύθυνσης λωρίδων, για υπόδειξη των επιτρεπόµενων λωρίδων κίνησης.

• Σε συνδυασµό µε αυτόµατες κινητές πύλες.

• Μέσα σε περιοχές φορτοεκφορτώσεων , για την ασφαλή κίνηση των οχηµάτων.

• Μπροστά και κοντά σε σταθµούς έκτακτης ανάγκης , για παραχώρηση της προτεραιότητας.

• Σε διαβάσεις µε αυξηµένο φόρτο πεζών.

• Σε περιπτώσεις που απαιτείται απλή προειδοποίηση µε παλλόµενη κίτρινη ένδειξη.

• Η καθηµερινή εµπειρία δείχνει ότι η συνηθέστερη εφαρµογή της σηµατοδότησης γίνεται σε κόµβους αστικών περιοχών.

• καθηµερινή εµπειρία δείχνει ότι η συνηθέστερη εφαρµογή της σηµατοδότησης γίνεται σε κόµβους αστικών περιοχών.

(9)

1.4 Σύστηµα Σηµατοδότησης

Τα συστήµατα σηµατοδότησης διαχωρίζονται σε δυο βασικές κατηγορίες µε βάση το είδος επενέργειας από την κυκλοφορία και το είδος συντονισµού µεταξύ διαφορετικών κόµβων. Το είδος του εφαρµοζόµενου συστήµατος επηρεάζει τον απαιτούµενο τεχνικό εξοπλισµό.

ως προς το είδος επενέργειας διακρίνονται οι παρακάτω τύποι :

Συστήµατα σταθερού χρόνου (pretimed ή fixed time) : Ο χρόνος κάθε φάσης σηµατορρύθµισης είναι σταθερός. Μπορεί να υπάρχουν απλώς διαφορετικά προγράµµατα µε βάση την περίοδο της ηµέρας.

Σηµατοδότηση ηµιεπενεργούµενη από τη κυκλοφορία (semi-actuated ) : Στην περίπτωση αυτή καταγράφεται η κυκλοφορία σε µία ή περισσότερες, αλλά όχι σε όλες, προσβάσεις. Με βάση τις καταγραφές

αυτές είναι δυνατό να µεταβληθούν δυναµικά και επί τόπου οι χρόνοι σηµατοδότησης.

Συνήθως η καταγραφή γίνεται στις προσβάσεις των ασθενέστερων κινήσεων, ώστε να διακόπτονται οι κύριες κινήσεις µόνο όταν παρουσιάζονται οχήµατα ή πεζοί στις προσβάσεις αυτές.

Σηµατοδότηση πλήρως επενεργούµενη (full-actuated): Η καταγραφή γίνεται σε όλες τις προσβάσεις. Η ύπαρξη επενέργειας καθιστά υποχρεωτική τη χρήση των κατάλληλων ανιχνευτών, καθώς και των κατάλληλων κεντρικών µονάδων. Τυπικό παράδειγµα συσκευών επενέργειας είναι τα πλήκτρα των πεζών.

ως προς το είδος συντονισµού διακρίνονται οι παρακάτω τύποι :

Μη συντονισµένη σηµατοδότηση : Κάθε κόµβος σε ένα δίκτυο εκτελεί το δικό του ανεξάρτητο πρόγραµµα.

Συντονισµένη σηµατοδότηση κατά µήκος της αρτηρίας: Η

σηµατοδότηση των διαδοχικών κόµβων µίας οδού γίνεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται συνεχής ροή (πράσινο κύµα). Σε αυτήν

την περίπτωση χρησιµοποιείται µία κύρια µονάδα ρύθµισης που συντονίζει τις τοπικές µονάδες κάθε κόµβου.

Συστήµατα καθολικής ρύθµισης: Αποτελούν την πιο σύγχρονη εξέλιξη στο χώρο της

Σηµατοδότησης ενός αστικού δικτύου. Ένα τέτοιο

σύστηµα καταγράφει ανά πάσα στιγµή τους φόρτους σε διάφορα σηµεία του δικτύου, ενώ µία κεντρική µονάδα αναλαµβάνει τη σηµατορρύθµιση όλης της περιοχής, µε τρόπο ώστε να πληρούνται κάποια κριτήρια, όπως

η ελαχιστοποίηση του κόστους καθυστερήσεων και των στάσεων.

(10)

1.5 Είδη φωτεινών ενδείξεων

Σκοπός της φωτεινής σηµατοδότησης είναι να περάσει στον οδηγό και σε οποιονδήποτε χρήστη της οδού σαφή µηνύµατα µε τη βοήθεια απλών και σαφών ενδείξεων. Έτσι στα πλαίσια της φωτεινής σηµατοδότησης εφαρµόζονται είτε απλές χρωµατικές ενδείξεις , είτε συµβολικές ενδείξεις , είτε συνδυασµός τους.

Στην Ελλάδα όπως και παγκοσµίως εφαρµόζονται τρία διαφορετικά χρώµατα κόκκινο, κίτρινο και πράσινο. Κατά τον ελληνικό κώδικα οδικής κυκλοφορίας ( Κ.Ο.Κ.) υπάρχουν οι παρακάτω ενδείξεις:

• Πράσινη σταθερή ένδειξη : Επιτρέπει την κίνηση.

• Κόκκινη σταθερή ένδειξη : Δηλώνει υποχρέωση στάσης.

• Κίτρινη σταθερή ένδειξη : Επιτρέπει την κίνηση µόνο αν προφταίνεται η κόκκινη ένδειξη.

• Πράσινη αναλάµπουσα ένδειξη : Συναντάται µόνο σε ενδείξεις για πεζούς. Τους επιτρέπει την κίνηση µε ιδιαίτερη προσοχή.

• Κόκκινη αναλάµπουσα ένδειξη : Επιβάλλει ακινητοποίηση λόγω αυξηµένου κινδύνου.

• Κίτρινη αναλάµπουσα ένδειξη : Επιτρέπει την κίνηση µε ιδιαίτερη προσοχή και µε παραχώρηση προτεραιότητας προς όλους τους χρήστες.

Τα σύµβολα που είναι δυνατόν να εµφανίζονται στις ενδείξεις των φωτεινών σηµατοδοτών είναι : βέλη πορείας , σύµβολα για πεζούς , ενδείξεις παραχώρησης ή υποχρεωτικής πορείας, σύµβολα προειδοποίησης.

Εικόνα 1.3: Τυπική µορφή φωτεινού σηµατοδότη (κυκλικής µορφής).

(11)

Εικόνα 1.4: Τυπική µορφή φωτεινού σηµατοδότη(βέλη πορείας).

Εικόνα 1.5: Συνδυασµός κυκλικής µορφής και βέλη πορείας.

(12)

Εικόνα 1.6: Φωτεινή σηµατοδότηση πεζών.

Αξιοσηµείωτο είναι να αναφέρουµε ότι η Ευρώπη έχει παράδοση στην αστική ποδηλατοδροµία πάνω από µία δεκαετία. Οι ευρωπαϊκές πόλεις διαθέτουν µεγάλους ποδηλατοδρόµους κατά µήκος των πόλεων, ενώ διαθέτουν ακόµη και φωτεινούς σηµατοδότες ειδικά για ποδηλάτες. Οι οδηγοί µηχανοκίνητων οχηµάτων σέβονται τους ποδηλάτες ενώ τα ατυχήµατα µεταξύ τους είναι σπάνια. Για τις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις το ποδήλατο είναι τρόπος ζωής, από τις πιο µικρές ηλικίες έως και ηλικιωµένους. Έχουνε ποδηλατοδρόµους στους οποίους κινούνται κανονικά στο δρόµο και στα φανάρια εκτός από τη σήµανση του πεζού, υπάρχει και σήµανση για τους ποδηλάτες. Επίσης, επάνω στα πεζοδρόµια έχει ξεχωριστή λωρίδα για να κινούνται οι ποδηλάτες µε ασφάλεια ανάµεσα στους πεζούς.

Αντίθετα βέβαια στην Ελλάδα η ποδηλασία έχει αναπτυχθεί µόλις τα τελευταία χρόνια ενώ οι εγκαταστάσεις για την ασφαλή µετακίνηση των ποδηλατών είναι ελάχιστες.

Εικόνα 1.7: Φωτεινός σηµατοδότησης για ποδήλατα

(13)

1.6 Θέσεις κεφαλών

σηµατοδότησης και διατάξεις στήριξης τους

1.6.1 Θέσεις κεφαλών σηµατοδότησης

Τα βασικά στοιχεία εξοπλισµού σε µία σηµατοδότηση είναι οι κεφαλές µε τα φωτεινά σήµατα(κυκλικής µορφής, βέλη πορείας), διότι αυτές δίνουν τα εν λόγω σήµατα ρύθµισης της κυκλοφορίας. Κατά συνέπεια, βασικής σηµασίας στη σηµατοδότηση είναι η θέση των κεφαλών σε σχέση µε την κυκλοφορία.

Υπάρχουν δύο διάταξης για την τοποθέτηση µίας κεφαλής, επάνω από το οδόστρωµα και δίπλα από το οδόστρωµα (είτε αριστερά, είτε δεξιά). Η πρώτη διάταξη είναι οι κεφαλές να τοποθετούνται επάνω από το οδόστρωµα µε σκοπό να γίνεται η έγκαιρη αντίληψή τους από τους οδηγούς από µακρινές αποστάσεις, καθώς και σε περιπτώσεις που απαιτείται σηµατοδότηση για κάθε λωρίδα ξεχωριστά (όπως σε σταθµούς διοδίων µε πολλαπλές λωρίδες, ή σε περιπτώσεις ελέγχου της χρήσης των λωρίδων).Επίσης, η συγκεκριµένη διάταξη έχει το πλεονέκτηµα ότι η κεφαλή διακρίνεται από περισσότερες λωρίδες σε κόµβους.

Η δεύτερη διάταξη είναι οι κεφαλές δίπλα από το οδόστρωµα, όπου συνήθως τοποθετείται και χαµηλότερα σε σχέση µε την προηγούµενη διάταξη, έχει το πλεονέκτηµα της ευκολότερης παρακολούθησης της ένδειξης όταν τα οχήµατα είναι σταµατηµένα µπροστά στο φωτεινό σηµατοδότη. Συνήθως, σε όλους τους ισόπεδους κόµβους µε φυσιολογικό κυκλοφοριακό φόρτο τοποθετούνται κεφαλές και δεξιά από το οδόστρωµα, ενώ αν το οδόστρωµα έχει µεγάλο πλάτος, υπάρχει κεφαλή και αριστερά, στην πιθανή διαχωριστική νησίδα, ή διαγώνια αριστερά, µετά τη διασταύρωση.

Το ύψος τοποθέτησης των κεφαλών σηµατοδότησης θα πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να µην προκαλείται πρόβληµα στα διερχόµενα από κάτω οχήµατα ή πεζούς.

Επίσης, θα πρέπει να βρίσκεται µέσα σε όρια που να κάνουν την κεφαλή ορατή από ένα εκτεταµένο εύρος αποστάσεων από αυτήν. Κατά τις αµερικανικές προδιαγραφές, για σηµατοδότες µε κατακόρυφη διάταξη των ενδείξεων, που είναι και ο κανόνας για τα ελληνικά δεδοµένα, ισχύουν τα εξής µεγέθη:

Για κεφαλές συνήθων σηµατοδοτών πάνω απ την οδό, η κάτω

βάση του σώµατος της κεφαλής πρέπει να βρίσκεται σε ύψος τουλάχιστον 4,6 m από το οδόστρωµα, ενώ η άνω βάση το πολύ 7,8 m από αυτό.

Για κεφαλές συνήθων σηµατοδοτών δίπλα από την οδό, η κάτω

βάση του σώµατος της κεφαλής πρέπει να βρίσκεται σε ύψος τουλάχιστον 2,4 m από το πεζοδρόµιο ή από το οδόστρωµα (ή 1,4 m από το επίπεδο της νησίδας, εάν ο σηµατοδότης είναι τοποθετηµένος εκεί), ενώ η άνω βάση το πολύ 5,8 m από αυτό.

Για κεφαλές σηµατοδοτών σε προσβάσεις αυτοκινητοδρόµων, οι οποίοι τοποθετούνται δίπλα από την οδό πρόσβασης, η κάτω

βάση του σώµατος της κεφαλής πρέπει να βρίσκεται σε ύψος από 1,4 m έως 1,8 m από το οδόστρωµα.

(14)

Για κεφαλές σηµατοδοτών που βρίσκονται επάνω από κάθε λωρίδα κυκλοφορίας(όπως σε σταθµούς διοδίων ή σε περιπτώσεις ελέγχου της χρήσης των λωρίδων), η κάτω βάση του σώµατος της κεφαλής πρέπει να βρίσκεται σε ύψος από 4,6 m έως 5,8 m από το οδόστρωµα.

Κεφαλές σηµατοδοτών µε ενδείξεις για πεζούς πρέπει να βρίσκονται σε ύψος από 2,1 m έως 3,0 m από το πεζοδρόµιο.

1.6.2 Διατάξεις στήριξης σηµατοδοτών και στερέωση κεφάλων πάνω σε αυτές

Για τη στήριξη των σωµάτων των κεφαλών σηµατοδότησης µπορούν να εφαρµοστούν διάφορες διατάξεις στήριξης. Στην Ελλάδα οι πιο συνήθεις διατάξεις είναι οι µεταλλικοί στύλοι, σε σηµατοδότες κόµβων. Άλλες διατάξεις είναι µεταλλικά πλαίσια, για περιπτώσεις σηµατοδοτών επάνω από κάθε λωρίδα ή αιώρηση από καλώδια, τα οποία µπορεί να στηρίζονται είτε σε κατακόρυφους στύλους, είτε σε άλλα σώµατα έξω από την οδό. Επίσης, είναι δυνατή η στήριξη της κεφαλής απευθείας σε κάποιο αντικείµενο έξω από την οδό, όπως τοίχος ή γέφυρα. Όσον αφορά στους µεταλλικούς στύλους, αυτοί µπορεί να είναι είτε κατακόρυφοι, είτε κατακόρυφοι µε οριζόντιο βραχίονα

επάνω από το οδόστρωµα.

Οι κατακόρυφοι στύλοι είναι συνήθως κυκλικής διατοµής, διαµέτρου 100-150 mm και ύψους που εξαρτάται από το ύψος τοποθέτησης της κεφαλής και χρησιµοποιούνται συνήθως για τη στήριξη σηµατοδοτών δίπλα από την οδό ή σηµατοδοτών πεζών.

Οι στύλοι µε οριζόντιο βραχίονα χρησιµοποιούνται όπου απαιτείται η

τοποθέτηση κεφαλής σηµατοδότησης επάνω από το οδόστρωµα χρησιµοποιούνται είτε πολυγωνικές διατοµές µεταβλητών διαµέτρων της τάξεως των 200-100 mm, είτε κυκλικές διατοµές µεταβλητών διαµέτρων της τάξεως των 170-140 mm. Το µήκος του χρησιµοποιούµενου βραχίονα εξαρτάται από το πλάτος της οδού, καθώς σε οδούς µε πολλαπλές λωρίδες απαιτείται η κεφαλή να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο εσωτερικά στην οδό.

Τέλος, για τη στήριξη των στύλων στο έδαφος εφαρµόζεται είτε έµπηξη του στύλου σε βάθος περί το 1 m µε επιφανειακό θεµέλιο από σκυρόδεµα, είτε κοχλίωση επάνω σε βάση από σκυρόδεµα, µε κατάλληλη απόληξη του στύλου.

Όσο αναφορά τις κεφάλες, στηρίζονται επάνω σε µεταλλικούς στύλους ή και απευθείας σε εξωτερικές επιφάνειες, η στήριξη επιτυγχάνεται µε τη βοήθεια τοπικών βραχιόνων που συνδέουν το σώµα της κεφαλής µε την επιφάνεια στήριξης.

Σε περίπτωση που η κεφαλή στηρίζεται επάνω σε κατακόρυφο στύλο ή εξωτερική επιφάνεια, χρησιµοποιούνται οι παρακάτω διατάξεις στερέωσης:

Απλοί βραχίονες: Για τη στερέωση ενός µεµονωµένου σώµατος σηµατοδότησης.

Διπλοί βραχίονες: Για τη στερέωση σε µία θέση, δύο όµοιων σωµάτων σηµατοδότησης .

(15)

Απλοί βραχίονες µε επέκταση: Για τη στερέωση σε µία θέση, δύο σωµάτων σηµατοδότησης, όπου το δεύτερο έχει µικρότερο αριθµό σηµάτων (π.χ. σώµα µε τρία σήµατα, συνοδευόµενο από δεύτερο σώµα µε δύο σήµατα αναλαµπόντων κίτρινων βελών).

Βραχίονες προέκτασης: Πρόκειται για βραχίονες µε µεγάλο άνοιγµα στήριξη για τη στερέωση του σώµατος σηµατοδότησης σε απόσταση από τον κατακόρυφο στύλο όταν υπάρχουν εµπόδια που εµποδίζουν την ορατότητα.

Επίσης υπάρχει και η περίπτωση που η κεφαλή στηρίζεται επάνω σε οριζόντιο βραχίονα, χρησιµοποιείται η διάταξη της Εικόνας 1.10, µε δυνατότητα περιστροφής γύρω από τον οριζόντιο άξονα για ρύθµιση της κλίσης της κεφαλής.

Εικόνα 1.8: Στερέωση µε απλό βραχίονα.

Εικόνα 1.9: Στερέωση µε βραχίονα µε επέκταση.

(16)

Εικόνα 1.10: Στερέωση πάνω σε οριζόντιο άξονα.

1.6.3 Διατάξεις υποβοήθησης οπτικών χαρακτηριστικών των σηµατοδοτών

Υπάρχουν δύο σοβαρά προβλήµατα που πρέπει να αντιµετωπιστούν κατά την εγκατάσταση ενός φωτεινού σηµατοδότη είναι η απαίτηση αντίθεσης µε το περιβάλλον, καθώς και η θάµβωση που προκαλείται κατά την απευθείας πρόσπτωση των ηλιακών ακτινών επάνω στο σηµατοδότη. Τα δύο αυτά φαινόµενα προκαλούν δυσκολίες στην οπτική αναγνώριση των σηµάτων. Για την εξασφάλιση επαρκούς αντίθεσης, βασικής σηµασίας είναι αρχικά το χρώµα της πρόσθιας επιφάνειας του σώµατος της κεφαλής (θυρίδες). Από εκεί και πέρα, σε περιπτώσεις που ο προσανατολισµός και το περιβάλλον του σηµατοδότη επιτείνει το πρόβληµα, τοποθετείται περιµετρικά της κεφαλής ειδικό πλαίσιο αντίθεσης κατάλληλων διαστάσεων. Συνήθως σε κεφαλές που τοποθετούνται χαµηλά, όπως οι σηµατοδότες δίπλα από την οδό, δεν απαιτείται ένα τέτοιο πλαίσιο, ενώ σε κεφαλές που τοποθετούνται επάνω από την οδό, οι οποίες φαίνονται πολλές φορές µε φόντο τον ουρανό, τα εν λόγω πλαίσια είναι κοινός τόπος.

Η θάµβωση είναι εν γένει ένα από τα πιο συνήθη προβλήµατα, συνήθως κατά τις πρωινές ώρες όπου ο ήλιος βρίσκεται χαµηλά, και είναι περισσότερο έντονο σε χώρες µε άφθονη ηλιοφάνεια, όπως η Ελλάδα. Οι ακτίνες του ήλιου προσπίπτουν απευθείας επάνω στο κρύσταλλο, µε αποτέλεσµα τα σήµατα που είναι αναµµένα να µην φαίνονται ως αναµµένα, και το αντίστροφο. Για την αντιµετώπιση της θάµβωσης απαιτείται καταρχήν να ληφθεί πρόνοια κατά το σχεδιασµό του κρυστάλλου επικάλυψης, καθώς και γενικά του όλου οπτικού συστήµατος. Επειδή, όµως, αυτό δεν είναι αρκετό, κάθε σήµα του σηµατοδότη εφοδιάζεται και µε ένα σκιάδιο (visor), το οποίο αντιµετωπίζει, συνήθως, επαρκώς το φαινόµενο. Τα σκιάδια είναι τα χαρακτηριστικά σώµατα που καλύπτουν κάθε σήµα, όπως φαίνεται και στην Εικόνα 1.11. /στόσο, πολλές φορές παραλείπονται αδικαιολόγητα σε σηµατοδότες πεζών (πιθανόν θεωρούνται µικρότερης σηµασίας), µε αποτέλεσµα οι πεζοί αρκετές φορές να αντιµετωπίζουν µεγάλο πρόβληµα αναγνώρισης των ενδείξεων.

(17)

Εικόνα 1.11: Φωτεινός σηµατοδότης όπου διακρίνεται το λευκό πλαίσιο αντίθεσης και το σκιάδιο.

Σε περιπτώσεις που τα σκιάδια δεν επαρκούν, µπορούν να εφαρµοστούν στο εσωτερικό του σήµατος κατάλληλες αντιθαµβωτικές µάσκες (anti-phantom masks), ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι πολλές φορές οι µάσκες αυτές προκαλούν ελάττωση της φωτεινότητας των ενδείξεων, γι’ αυτό και πρέπει να εφαρµόζονται µε σύνεση. Οι κατασκευαστικές εταιρίες του εξωτερικού έχουν επινοήσει συστήµατα

προγραµµατιζόµενης ρύθµισης των σχισµών της µάσκας, για την εφαρµογή της µόνο όταν χρειάζεται.

Εικόνα 1.12: Αντιθαµβωτική µάσκα µε κυψέλες και µε σχισµές

(18)

1.6.4 Φωτεινές πηγές

Οι φωτεινές πηγές που χρησιµοποιούνται σε έναν σηµατοδότη είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας στο ζήτηµα του κόστους λειτουργίας του συστήµατος σηµατοδότησης. Η φωτεινή πηγή θα πρέπει να συνδυάζει χαµηλή κατανάλωση, ικανοποιητικά φωτεινά χαρακτηριστικά, διάρκεια στην απόδοση και αξιοπιστία λειτουργίας.

Οι τύποι φωτεινών πηγών που χρησιµοποιούνται σήµερα είναι οι εξής:

Λαµπτήρες πυρακτώσεως: Είναι οι παλαιότεροι τύποι λαµπτήρων σε σηµατοδότες. Λειτουργούν µε τάση 220 V και έχουν ισχύ 25-100 Watt (για σηµατοδότες οχηµάτων, 75-100 Watt). Έχουν διάρκεια ζωής περί τις 8.000 ώρες.

Λαµπτήρες αλογόνου: Βελτιωµένη εκδοχή λαµπτήρων, µε πολύ χαµηλότερη κατανάλωση και µεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Λειτουργούν µε τάση 10-15 V, µε χρήση µετασχηµατιστή, και έχουν ισχύ 20-30 Watt σε κάθε εφαρµογή. Έχουν διάρκεια ζωής περί τις 15.000 ώρες.

Φωτεινές πηγές µε διόδους LED: Η τελευταία εξέλιξη στο χώρο της φωτεινής σηµατοδότησης. Έχουν ισχύ 10-15 Watt, αλλά µε πολύ χαµηλές απώλειες, και διάρκεια ζωής περί τις 100.000 ώρες.

Εικόνα 1.13: Λαµπτήρες σηµατοδοτών αριστερά διακρίνεται ο λαµπτήρας πυρακτώσεως και δεξιά ο λαµπτήρας αλογόνου.

Εικόνα 1.14: Σήµα µε σύστηµα φωτισµού τύπου Led.

(19)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ο

: PLC (PROGRAMMMING LOGICAL CONTROLLERS)

2.1 Eισαγωγή στους Προγραμματιζόμενους Λογικούς Ελεγκτές (P.L.C.)

Οι προγραμματιζόμενοι λογικοί ελεγκτές αναφέρονται στην αγγλική ορολογία με το όνομα PLC (Programmable Logic Controllers).

Εικόνα 2.1: Εξωτερική εμφάνιση του PLC

• Τα PLC είναι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές της βιομηχανίας. Είναι

προγραμματιζόμενες ηλεκτρονικές συσκευές, που δέχονται σήματα εισόδου από διακόπτες και αισθητήρες. Αξιολογούν τα σήματα εισόδου σύμφωνα με ένα αποθηκευμένο πρόγραμμα και παράγουν σήματα εξόδου για τον έλεγχο μηχανών και γενικά διαδικασιών παραγωγής.

• Τα PLC χρησιμοποιούνται για την αυτοματοποίηση των διαφόρων μηχανημάτων .Έχουν αντικαταστήσει πολλά ηλεκτρομηχανικά και ηλεκτρονικά μέσα

(ηλεκτρονόμους, χρονοδιακόπτες, μετρητές και άλλα), που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία και τον έλεγχο της λειτουργίας των μηχανημάτων.

(20)

• Τα PLC (Programmable Logic Controllers) έκαναν την εμφάνιση τους στο τέλος της δεκαετίας του 1960 για τις ανάγκες αυτοματοποίησης της αμερικάνικης βιομηχανίας αυτοκινήτων. Από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα έχουν αναπτυχθεί τόσο πολύ, έτσι ώστε να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε μορφής βιομηχανίας και να χρησιμοποιούνται στον ευρύτερο και πολυσύνθετο χώρο της.

Αν θελήσουμε να δώσουμε έναν ορισμό σε έναν προγραμματιζόμενο λογικό ελεγκτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι: μία ψηφιακή ηλεκτρονική συσκευή η οποία

χρησιμοποιεί μια προγραμματιζόμενη μνήμη για την αποθήκευση οδηγιών και ειδικές λειτουργίες όπως είναι η λογική, η ακολουθία, ο χρόνος, η αρίθμηση κ.λ.π για να ελέγξει τις μηχανές και την διαδικασία.

ΕΙΣΟΔΟΙ

Εικόνα 2.2 : Πρόγραμμα ελέγχου από τη μνήμη

ΕΞΟΔΟΙ

2.2 Βασικά χαρακτηριστικά και μέρη που αποτελείται

Τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά ενός PLC είναι:

1. Ο αριθμός των εισόδων 2. Ο αριθμός των εξόδων

3. Η τάση εισόδου ( συνήθως 24ν DC )

4. Ο τύπος των εξόδων (Relay Transistor, Triac)

5. Ο αριθμός των αναλογικών εισόδων και εξόδων, (αν υπάρχουν) 6. Η τάση τροφοδοσίας (συνήθως κυμαίνεται από 100 μέχρι 240ν AC) Ένα PLC αποτελείται από τα ακόλουθα μέρη:

α) Την μονάδα εισόδου ( Input Module ) β) Την μονάδα εξόδου ( Output Module )

γ) Την κεντρική μονάδα επεξεργασίας ( Central Processing Unit, CPU )

(21)

Βασικό στοιχείο ενός PLC είναι ο μικροεπεξεργαστής, ο οποίος έχει μορφή ολοκληρωμένου κυκλώματος και συνδυάζει τα πλεονεκτήματα του μικρού μεγέθους, του εύκολου προγραμματισμού, της υψηλής αξιοπιστίας και του χαμηλού κόστους. Ο μικροεπεξεργαστής μπορεί με τον κατάλληλο κάθε φορά προγραμματισμό να συμπεριφέρεται διαφορετικά και να εκτελεί μια ποικιλία λειτουργιών σύμφωνα με τις απαιτήσεις του προβλήματος που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Σε αυτή την ιδιότητα, δηλαδή το ότι μπορεί κάθε φορά να προγραμματίζεται διαφορετικά, οφείλει και την ονομασία του:΄΄Programmable΄΄.

Ο Προγραμματισμός του PLC δεν γίνεται με μία από τις συνηθισμένες γλώσσες προγραμματισμού όπως BASIC, FORTRAN κ.τ.λ , αλλά με συμβολικές γλώσσες ή διαγράμματα ,τα οποίοι έχουν καθορισθεί και τυποποιηθεί από το πρότυπο IEC1131-3.

Οι τρόποι αυτοί ονομάζονται γλώσσες προγραμματισμού.

Προγραμματισμός ενός PLC σημαίνει να δημιουργήσουμε μια σειρά από εντολές, οι οποίες λύνουν έναν συγκεκριμένο αλγόριθμο που αντιστοιχεί σε μια λειτουργία ενός συστήματος αυτοματισμού. Η διαδικασία που ακολουθούμε για να γράψουμε αυτές τις εντολές, αποτελεί το πρόγραμμα.Κάθε PLC έχει μία συγκεκριμένη γλώσσα μηχανής, σύμφωνα με την αρχιτεκτονική του hardware. Είναι δυνατό, θεωρητικά να προγραμματίσουμε ένα PLC γράφοντας εντολές σε γλώσσα μηχανής. Κάτι τέτοιο όμως θα έκανε τα PLCs να προγραμματίζονται με επίπονο τρόπο και μόνο από ανθρώπους με βαθιά γνώση στην δομή και την λειτουργία των διαφόρων επεξεργαστών. Για το σκοπό αυτό οι κατασκευαστές αυτών των ελεγκτών, πρότειναν διάφορες γλώσσες προγραμματισμού, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ανθρώπους που σχετίζονται με τον έλεγχο συστημάτων επιλογή της γλώσσας προγραμματισμού εξαρτάται από την εμπειρία και την γνώση του χρήστη σε ψηφιακά ηλεκτρονικά, σε υπολογιστές, σε συστήματα αυτοματισμού που λειτουργούν με κλασικό τρόπο και φυσικά εξαρτάται από την φύση του προβλήματος που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Οι γλώσσες προγραμματισμού μπορούν να ταξινομηθούν σε γραφικές και μη γραφικές ανάλογα με το είδος των στοιχείων που χρησιμοποιούν.Οι πρώτες χρησιμοποιούν γραφικά στοιχεία που μοιάζουν αρκετά στα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στον κλασικό αυτοματισμό και επίσης σύμβολα λογικών πυλών(AND, OR, NOT κ.λ.π). Είναι πιο προσιτές σε ανθρώπους που έχουν εμπειρία στον κλασικό αυτοματισμό και έχουν το πλεονέκτημα της καλύτερης εποπτείας Οι δεύτερες χρησιμοποιούν εντολές που η κάθε μία αντιστοιχεί σε μία εντολή της γλώσσας μηχανής.

2.3 Φιλοσοφία του προγράμματος και λογική του P.L.C

Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε εύκολα τον τρόπο προγραμματισμού του PLC, πρέπει να κατανοήσουμε την ΄΄φιλοσοφία΄΄ στην οποία στηρίζεται η λειτουργία του.

Κάθε ενέργεια του PLC υπαγορεύεται από εμάς με τις εντολές που του δίνουμε. Φυσικά, δεν μπορούμε να του δώσουμε οποιαδήποτε εντολή, αλλά μόνο αυτές που είναι σε θέση να ΄΄κατανοήσει΄΄ και να εκτελέσει.Το πρόγραμμα εφαρμογής αποτελείται από σειρά οδηγιών που εκτελούνται διαδοχικά (η μία μετά την άλλη) και κυκλικά (μετά την τελευταία οδηγία εκτελείται πάλι η πρώτη κ.ο.κ).

(22)

Το PLC μπορεί άμεσα να εκτελέσει βασικές πράξεις, όπως λογικό AND,

λογικό OR και λογικό XOR. Δηλαδή υπάρχουν αντίστοιχες εντολές γι’ αυτές τις λογικές πράξεις, ενώ μπορεί να εκτελέσει άλλες πράξεις όπως XOR με κατάλληλο προγραμματισμό.

Το PLC έχει έναν καταχωρητή, τον RR(Result Register). Στον καταχωρητή αυτό, έχουμε τη δυνατότητα να αποθηκεύσουμε την κατάσταση (0 ή 1) οποιασδήποτε εισόδου ή εξόδου. Κάθε λογική πράξη εκτελείται μεταξύ του καταχωρητή RR και μιας εισόδου ή εξόδου. Το αποτέλεσμα της πράξης σε κάθε περίπτωση μένει διαθέσιμο στον καταχωρητή RR. Επίσης, το αποτέλεσμα μιας πράξης μπορούμε να το καταχωρήσουμε σε κάποιο από τα 128 βοηθητικά ή να το οδηγήσουμε στην έξοδο.

Στην ουσία, Το PLC είναι μία ηλεκτρονική διάταξη η οποία από την άποψη της λειτουργίας θα μπορούσε να προσομοιωθεί με έναν πίνακα αυτοματισμού. 'Έχει δηλαδή εισόδους και εξόδους που συνδέονται με τα στοιχεία μιας εγκατάστασης και βέβαια έναν αλγόριθμο που καθορίζει ότι κάποιος συνδυασμός εισόδων παράγει ένα αποτέλεσμα στις εξόδους (π.χ. η ενεργοποίηση ενός τερματικού διακόπτη σταματά έναν κινητήρα). Οι ομοιότητες όμως σταματούν εδώ μια και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των PLC είναι ότι οι "κανόνες" πού καθορίζουν την συμπεριφορά των εξόδων δεν είναι σταθεροί και

"συρματωμένοι" ,όπως σε ένα κλασσικό πίνακα αυτοματισμού, αλλά μπορούν να μεταβάλλονται με την επέμβαση στο πρόγραμμα του PLC χωρίς καμία επέμβαση στο Hardware του συστήματος. Δηλαδή η λογική της λειτουργίας πού ενσωματώνεται στο PLC μέσω του προγραμματισμού του είναι μεταβαλλόμενη.

‘Έτσι σε ότι αφορά το υλικό όλα τα PLC αποτελούνται από την CPU η οποία περιέχει την λογική του αυτοματισμού και η οποία αφού διαβάσει την κατάσταση των εισόδων (input modules) ενεργοποιεί τις εξόδους (output modules) σύμφωναμε τους κανόνες (πρόγραμμα) πού έχουμε αποθηκεύσει στην μνήμη του.

Βέβαια το σύστημα συμπληρώνεται από το τροφοδοτικό και πιθανόν από διατάξεις ενδείξεων και χειρισμών (operator panel, operator display). Η CPU με την βοήθεια των εισόδων γνωρίζει κάθε στιγμή την κατάσταση ενός διακόπτη, εάν δηλαδή είναι διεγερμένος ή όχι .Επιπλέον στην κατάλληλη έξοδο οπλίζει ένα ρελέ και μέσω αυτού ενεργοποιεί μία διάταξη κίνησης, φωτισμού κλπ.

Αυτό που απομένει είναι η "λογική", δηλαδή πότε πρέπει να οπλίσει το ρελέ. Αυτή η λογική είναι το πρόγραμμα του PLC πού συντάσσεται σε συ-γκεκριμένη γλώσσα με την βοήθεια ειδικού λογισμικού (programing software), και αποθηκεύέται στην μνήμη του PLC.

'Έτσι τώρα το σύνολο του συστήματος λειτουργεί ως εξής:

Αρχικά η CPU διαβάζει τις εισόδους, δηλαδή παρατηρεί την κάθε είσοδο, και αν σε αυτή έχει εμφανισθεί τάση (πού σημαίνει ότι έχει κλείσει ο δια-κόπτης) καταχωρεί ένα λογικό 1 σε μία περιοχή της μνήμης του που είναι ειδική γι αυτό τον σκοπό (Ιnput Ιmage). Η περιοχή αυτή περιέχει σε κάθε στιγμή την κατάσταση των εισόδων και λειτουργεί σαν ενδιάμεσος σταθμός ανάμεσα στον "έξω κόσμο" και την CPU.

(23)

Στην συνέχεια εκτελείται το πρόγραμμα δηλαδή εξετάζεται η τιμή των εισόδων και αποφασίζεται η τιμή της εξόδου η οποία και καταχωρείται σε μία αντίστοιχη περιοχή μνήμης εξόδου (Output Image).

Τέλος, η περιοχή της μνήμης εξόδου μεταφέρεται στην κάρτα εξόδου και διεγείρει με την σειρά της του ρελέ.

Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται από την αρχή και διαρκώς δηλ.

ξαναδιαβάζεται η είσοδος που μπορεί τώρα να έχει διαφορετική τιμή κλπ .Η διαδικασία αυτή λέγεται κυκλική επεξεργασία στο PLC ή κύκλος ανίχνευσης (scan cycle).

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό εδώ να τονίσουμε ότι η πληροφορία για την κατάσταση της εισόδου αποκτάται μόνο στην αρχή του κύκλου και η κατά-σταση της εισόδου κατά τον χρόνο εκτέλεσης του προγράμματος θεωρείται σταθερή (πράγμα που βεβαίως μπορεί και να μην συμβαίνει) , όμως ο κύκλος του PLC είναι τόσο σύντομος (τυπικά μερικά msec) που ακόμα και αν αλλάξει κατάσταση η είσοδος, η CPU θα το αντιληφθεί στον αμέσως επόμενο κύκλο (π.χ. μετά από 3 ms) και θα δράσει ανάλογα με καθυστέρηση μόνο χιλιοστών του δευτερολέπτου. Φυσικά για ιδιαίτερα κρίσιμες εισόδους υπάρχουν τεχνικές που επιτρέπουν την ακαριαία πληροφόρηση και δράση της CPU (Ενent driνen interrupt) .

Εδώ θα πρέπει να επίσης να υπογραμμίσουμε, ότι το αποτέλεσμα του αυτοματισμού (το πότε θα διεγερθεί η έξοδος) το καθορίζει το πρόγραμμα και όχι οι καλωδιώσεις.

Θα μπορούσαμε διατηρώντας τις ίδιες ακριβώς καλωδιώσεις και αλλάζοντας μόνο το πρόγραμμα να κάνουμε το σύστημα να συμπεριφέρεται εντελώς διαφορετικά .Αυτή είναι βέβαια και η μεγάλη διαφορά του PLC από οποιοδήποτε άλλο σύστημα αυτοματισμού που καθορίζει και το όνομα του δηλαδή προγραμματιζόμενος λογικός ελεγκτής (PLC).

2.3.1.1 γλώσσες προγραμματισμού του P.L.C.

Ένα PLC μπορεί να προγραμματισθεί με διάφορους τρόπους. Οι κυριότεροι είναι : 1. Με κατάλογο εντολών (lnstruction Iist)

Ο τρόπος αυτός είναι παρόμοιος με τον προγραμματισμό των προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών με τη γλώσσα προγραμματισμού BASIC.

2. Με λειτουργικό διάγραμμα (Function bIock diagram)

Ο τρόπος αυτός χρησιμοποιεί τα λογικά σύμβολα των λογικών πυλών της άλγεβρας του Βοοll με τα οποία σχεδιάζουμε λογικά κυκλώματα.

3. Με διάγραμμα επαφών (Ladder Diagram Program) Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί τα αμερικάνικα σύμβολα των επαφών.

(24)

2.4 στοιχεία γλώσσας ladder

 Η γλώσσα προγραμματισμού Ladder είναι μία ευκολόχρηστη γραφική

γλώσσαπρογραμματισμού με την βοήθεια της οποίας μπορεί να γίνει απευθείας μετατροπή του ηλεκτρολογικού σχεδίου σε γλώσσα κατανοητή από το PLC. Ο όρος ΄ladder΄ (σκάλα) χρησιμοποιήθηκε επειδή οι γραμμές ενός συμπληρωμένου διαγράμματος μοιάζουν με τις βαθμίδες μιας σκάλας.

 Με τη χρήση γραφικών εργαλείων (επαφών,πηνίων, καλωδιώσεων,

χρονικώνκ.λ.π), δομείται ένα λογικό πρόγραμμα, ικανό να ακολουθήσει την λογική συνδεσμολογία ενός κλασικού αυτοματισμού. Οι δυνατότητες βέβαια που παρέχει, είναι πολύ περισσότερες, μια και εκτελούνται λειτουργίες

σύγκρισης,μεταφοράς και μαθηματικής επεξεργασίας δεδομένων. Στο παρακάτω σχήμα,φαίνεται ένα σχέδιο κλασικού αυτοματισμού και το αντίστοιχο διάγραμμα Ladder.

Όπως φαίνεται, η κύρια διαφορά μεταξύ της λογικής συρμάτωσης και της προγραμματιζόμενης λογικής είναι ότι όλοι οι είσοδοι εισάγονται με τη μορφή συμβολικών επαφών και όλοι οι έξοδοι εισάγονται με τη μορφή συμβολικών πηνίων.

 Ένα πρόγραμμα γραμμένο σε Ladder αποτελείται από rungs, δηλαδή ένα σύνολο από γραφικές εντολές, οι οποίες είναι σχεδιασμένες-τοποθετημένες μεταξύ δύο κάθετων γραμμών, που αντιπροσωπεύουν η μεν αριστερή τη γραμμή

τροφοδοσίας, η δε δεξιά την γραμμή επιστροφής.

Οι διάφορες γραφικές εντολές που υπάρχουν σε ένα rung παριστάνουν:

 τις εισόδους και εξόδους του PLC (διακόπτες, μπουτόν,αισθητήρια)

 τις λειτουργίες του PLC (χρονικά, μετρητές κ.λ.π)

 τις μαθηματικές και λογικές πράξεις (πρόσθεση, αφαίρεση κ.λ.π)

 πράξεις συγκρίσεως και αριθμητικές λειτουργίες (Α<Β, Α=Β, κ.λ.π)

 εσωτερικές μεταβλητές του PLC (bits,words, κ.λ.π)

Αυτά τα γραφικά εργαλεία συνδέονται με οριζόντιες και κάθετες γραμμές για να οδηγηθούν τελικά σε μία ή περισσότερες εξόδους ή και στοιχεία που εκτελούν

διαφορετικές λειτουργίες. Προσοχή ένα rung δεν μπορεί να υποστηρίξει περισσότερο από μία ομάδα εντολών συνδεδεμένων μεταξύ τους. Κάθε rung περιέχει εφτά γραμμές και έντεκα στήλες και αποτελείται από δύο αλληλοκαλυπτόμενες περιοχές, την ζώνη ελέγχου (test zone) που περιλαμβάνει τις συνθήκες, οι οποίες πρέπει να αληθεύουν για να λάβει χώρα μια ενέργεια και το ενεργό μέρος (action zone) που περιλαμβάνει την

ενέργεια, η οποία μπορεί να είναι η ενεργοποίηση μιας εξόδου ή η πραγματοποίοση μιας λογικής πράξης (λογικής ή αριθμητικής)

(25)

• Τα γραφικά εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούνται στην γλώσσα προγραμματισμού Ladder είναι πάρα πολλά και δεν είναι δυνατό να τα αναλύσουμε όλα διεξοδικά.

Για το λόγο αυτό, θα γίνει παρουσίαση των πιο βασικών στοιχείων που συναντάμε σε αυτοματισμούς.

Τα γραφικά στοιχεία τα οποία θεωρούνται βασικά και τα οποία θα αναλύσουμε παρουσιάζονται παρακάτω:

ανοιχτή επαφή κλειστή επαφή

επαφή ανερχόμενου παλμού επαφή κατερχόμενου παλμού

οριζόντια γραμμή σύνδεσης/κάθετη γραμμή σύνδεσης πηνίο

ανάστροφο πηνίο πηνίο αυτομανδάλωσης

Ανοιχτή επαφή :

Ονομασία: Ανοιχτή επαφή (Normally Open Contact)

Συμβολισμός:

Τοποθέτηση: Μπορεί να τοποθετηθεί οπουδήποτε μέσα στο πλέγμα

προγραμματισμού της test zone, εκτός από την τελευταία στήλη της action zone.

Κατάσταση ηρεμίας (λογικό ΄0΄): Η επαφή είναι ανοιχτή

Σε κατάσταση ενεργοποίησης (λογικό ΄1΄): Η επαφή είναι κλειστή Περιγραφή λειτουργίας: Η επαφή αυτού του τύπου χρησιμοποιείται για να

αντιπροσωπεύει τις πραγματικές εισόδους του PLC, καθώς και τα εσωτερικά bits.

(26)

Κλειστή επαφή :

Ονομασία: Κλειστή επαφή (Normally Closed Contact)

Συμβολισμός:

Τοποθέτηση: Μπορεί να τοποθετηθεί οπουδήποτε μέσα στο πλέγμα

προγραμματισμού της test zone, εκτός από την τελευταία στήλη της action zone.

Κατάσταση ηρεμίας (λογικό ΄1΄): Η επαφή είναι κλειστή

Σε κατάσταση ενεργοποίησης (λογικό ΄0΄): Η επαφή είναι ανοιχτή Περιγραφή λειτουργίας: Η επαφή αυτού του τύπου χρησιμοποιείται για να αντιπροσωπεύει τις πραγματικές εισόδους του PLC, καθώς και τα bits.

Επαφή ανερχόμενου παλμού:

Ονομασία: Επαφή ανερχόμενου παλμού (Rising Edge Contact

Συμβολισμός:

Τοποθέτηση: Μπορεί να τοποθετηθεί οπουδήποτε μέσ

Referências

Documentos relacionados