• Nenhum resultado encontrado

Ανεργία και υποαπασχόληση στην Ελλάδα - μέτρα αντιμετώπισης

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Ανεργία και υποαπασχόληση στην Ελλάδα - μέτρα αντιμετώπισης"

Copied!
87
0
0

Texto

(1)

Τ Ε Χ Ν Ο Λ Ο Γ ΙΚ Ο ΕΚ Π Α ΙΔ Ε Υ Τ ΙΚ Ο ΙΔ Ρ Υ Μ Α ΚΑ ΒΑΛΑΣ Σ Χ Ο Λ Η Δ ΙΟ ΙΚ Η Σ Η Σ ΚΑΙ Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ Σ

Τ Μ Η Μ Α Λ Ο Γ ΙΣ Τ ΙΚ Η Σ

I 36! s]ai-

Ο ΕΜ Α : Α Ν Ε Ρ ΓΙΑ ΚΑΙ Υ Π Ο Α Π Α Σ Χ Ο Λ Η Σ Η ΣΤΗ Ν ΕΛ Λ Α Δ Α ­ Μ Ε Τ Ρ Α Α Ν Τ Ι Μ Ε Τ Ω Π Ι ΣΗΣ.

-Π Τ Υ Χ ΙΑ Κ Η ΕΡ ΓΑ ΣΙΑ -

ΕΙΣΗΓΉΤΡΙΑ; ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ: Θ ΕΟ ΔΩ ΡΙΔΟ Υ Μ ΑΡΓΑΡΙΤΑ

Η Μ Ε Ρ Ο Μ Η Ν ΙΑ ; 26-3 -2 0 0 1

(2)

ΑΝΕΡΠΑ ΚΑΙ ΥΠΟΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ - ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ σελίδα

Εισαγωγή ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

1 1.1. Απασχόληση, Ανεργία και Υποαπασχόληση, Ορισμοί και είδη

Ανεργίας. 3

1.1.1 Διαρθρωτική ή Δομική Ανεργία. 3

1.1.2 Ανεργία Τριβής. 4

1.1.3 Κυκλική ή εποχιακή Ανεργία. 5

1.1.4 Συγκαλυμμένη Ανεργία ή Υποαπασχόληση. 6

1.2. Η Κεϋνσιανή αντίληψη για την ανεργία. 6

1.3. Η ριζοσπαστική προσέγγιση για την ανεργία. 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

2.1. Η κατάσταση της απασχόλησης στην Ελλάδα 1992-1997. 9 2.2. Η εξέλιξη της απασχόλησης και της ανεργίας 1997-1999. 11 2.3. Ποσοστά ανεργίας σε Ε.Ε, ΟΟΣΑ, ΗΠΑ ΚΑΙ Ιαπωνία. 13 2.4. Ποσοστά ανεργίας κατά ηλικία στην Ελλάδα. 14 2.5. Αύξηση της ανεργίας σε περίοδο έντονης ανάπτυξης. 15

2.6. Ανεργία : Εισροές και Εκροές. 17

2.7. Μακροχρόνια ανεργία (ΜΑ):Εισροές και Εκροές. 23 2.7.1 Ανεργοι σε προγράμματα ενεργού πολιτικής. 26 2.7.2 Εργαζόμενοι με μερική απασχόληση, ακουσίως. 26 2.7.3 Άτομα με πρόωρη συνταξιοδότηση και αναπηρία. 26

2.7.4 Άλλα είδη συγκαλυμμένης υποαπασχόλησης. 27

2.7.5 Δείκτες της ελλειμματικότητας στην αγορά εργασίας.

2.7.6 Συμπερασματικές παρατηρήσεις. 30

2.8. Απασχόληση και ανεργία στις περιφέρειες. 31

2.9. Πηγές πληροφοριών-Ανεργίας 36

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

3.1. Ανεργία και γυναίκα. 38

3.1.1 Η ατυχία του να είσαι Ελληνίδα. 38

3.2. Η Ελληνίδα αμείβεται με το 68% της αμοιβής των ανδρών. 41

3.2.1 Που απασχολείται σήμερα η Ελληνίδα. 42

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

4.1. Από νωρίς στην Ανεργία. 44

4.1.1 Επαγγελματική αποκατάσταση. 44

4.1.2 Την ασφάλεια του Δημοσίου προσδοκά ο νέος άνεργος. 45

4.3. Άνεργοί νέοι και προγράμματα κατάρτισης. 47

(3)

4.3.1 ’Οταν τα προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας οδηγούν.

στην ανεργία. 49

4.3.2 Τι λένε οι άνεργοι. 50

4.4. Οι κεντρικοί άξονες για αναβάθμιση των σεμιναρίων. 51

4.4.1 Μεταρρύθμιση. 51

4.5. Το ελληνικό παράδοξο της ανεργίας. 52

4.6. Γραφεία Διασύνδεσης κατά της ανεργίας. 54

4.7. Ανεργία και εκπαίδευση. 55

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

5.1. Ανεργία και οικονομικοί μετανάστες.

5.1.1 Επισημάνσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.

5.1.2 Επισημάνσεις ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ.

5.2. Η νέα τεχνολογία αυξάνει την ανεργία.

5.3. Οι επιπτώσεις του 35ωρου στην ανεργία.

5.4. «ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑ»

5.5. Μέτρα για την εργασία.

5.6. Για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης.

5.7. Πώς ο ΟΑΕΔ αναδιοργανώνεται και αλλάζει πρόσωπο.

5.8. Μείωση της ανεργίας με διαρθρωτικά μέτρα.

Συμπεράσματα

58 58 58 59 60 62 64 65 66 69 76

(4)

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΜΗΣΕΩΝ

Α.Ε.Ι Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα

Α.Δ.Ε.Δ.Υ Ανώτατη Διοίκηαη Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων Α.Ε.Π Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν

Γ.Σ.Ε.Ε Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος Ε.Ε Ευρωπαϊκή Ένοοση

Ε.Ε.Δ Έρευνα Εργατικού Δυναμικού Ε.Σ.Υ.Ε Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος ΙΝ.Ε Ινστιτούτο Εργασίας

Κ.Ε.Κ Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης ΜΑ Μακροχρόνια Ανεργία

Ο.Α.Ε.Δ Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού Ο.Ο.Σ.Α Οικονομικός Οργανισμός Συνεργασίας και Ανάπτυξης Σ.Ε.Β Συνομοσπονδία Ελλήνων Βιομηχάνων

Τ.Ε.Ι Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα

(5)

- I I I -

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ

Διαγράμματα σελίδα

1 Ανεργία : Εισροές και Εκροές. 18

2 Ανεργία : Εισροές και Εκροές (Σύνολο -

Αντρες - Γυναίκεό 22

3 Μακροχρόνια Ανεργία : Εισροές και Εκροές. 25

4 Ανεργία και άλλοι δείκτες ελλειμματικότητας

στην προςφορά θέσεων εργασίας. 30

5 Αριθμός ανέργων στις περιφέρειες. 31

6 Ποσοστά ανεργίας στις περιφέρειες. 32

7 Μεταβολή απασχόλησης 1993-1997. 33

8 Λόγος απασχόληςης / πληθυςμού 1997. 34

9 Απασχόληςη και εργατικό δυναμικό. 35

10 Ανεργία (δεδομένα ΕΕΔ-ΟΑΕΔ). 37

11 Η ανεργία χτυπά τις γυναίκες. 40

12 Άνεργοι νέοι 20-24 ετών. 44

Στατιοηκοί πίνακες σελίδα

1 Η κατάσταση της απασχόλησης στην Ελλάδα 10

2 Η εξέλιξη της απασχόλησης και της ανεργίας

1997-1999. 12

3 Ποσοστά ανεργίας σε Ε.Ε, ΟΟΣΑ, Ελλάς,

ΗΠΑ και Ιαπωνία. 13

4 Αριθμός ανέργων κατά ηλικία στην Ελλάδα. 14

5 Ποσοστά ανεργίας σε διάφορες χώρες. 15

6 Μέσα μηνιαία παςοστά ανεργίας, εισροών

και εκροών, σύμφωνα με τους καταλόγους

του ΟΑΕΔ. 18

7 Ποσοστά ανεργίας, εισροών και εκροών

Σύμφωνα με την ετήσια ΕΕΔ. 21

8 Μακροχρόνια ανεργία(ΜΑ), εισροές και

εκροές, σύμφωνα με στοιχεία της ετήσιας

ΕΕΔ. 24

9 Ποσοστά ανεργίας και άλλαι δείκτες

Ελλειμματικότητας στην προσφορά θέσεων

εργασίας. 29

10 Η ανεργία το 1998 κατά περιφέρεια. 37

11 Οι φεμινίςτριες χώρες. 40

12 Διαφορά μισθών γυναικών - αντρών

(6)

1993-1997. 42

13 Σε ποιους τομείς εργάζοντοι οι Ελληνίδες. 43

14 Απόψεις για τα σημαντικότερα προβλήματα

που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην Ελλάδα

αήμερα. 46

15 Συμμετοχή των ανέργων αε προγράμματα

επιμόρφωση και κατάρτισης. 48

16 Λόγοι συμμετοχής σε προγράμματα

επιμόρφωσης-κατάρτισης. 48

17 Για την αποτελεςματικότητα των

προγραμμάτων επιμόρφωσης. 51

(7)

Εισ α γ ω γή

Η ανεργία, ως φαινόμενο που απαπτεί θεωρητική ερμηνεία και ως πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίζεται, απασχολεί την οικονομική επιστήμη από την εποχή της συστηματοποίησης της, αρχές του 19°“ αιώνα και πολύ περισσότερο σε όλη τη διάρκεια του 20°“ αιώνα.

Ως (ραινόμενο και ως πρόβλημα, η ανεργία εμφανίζεται με την ωρίμανση της Βιομηχανικής Επανάστασης, όταν δηλαδή άλλαξαν ριζικά τόσο η οργάνωση της οικονομίας όσο και τα πολΓπκό-κοινωνικά συστήματα. Η μεγάλη ιστορική αλλαγή στην οικονομία, που σημειώθηκε με τη δημιουργία μεγάλων μονάδων στον τομέα της μεταποίησης αρχικά και στον τομέα των υπηρεσιών αργότερα, οδήγησε στη δημιουργία μιας κατηγορίας ανθρώπων που απασχολούνται και κερδίζουν το βιός τους με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ως εργάτες και υπάλληλοι. Με την καθιέρωση και διάδοση των δημοκρσηκών αρχών και θεσμών στη διακυβέρνηση των λαών, η καταναγκασπκή εργασία εξαφανίστηκε, ενώ η τάξη των αυτοαπασχολουμένων σταδιακά περιορίστηκε, και στις περισσότερες χώρες έφθασε να αποτελεί μία μάλλον μικρή μειοψηφία των εργαζομένων. Οι μισθωτοί, οι εργάτες και υπάλληλοι, που μισθώνουν τις υπηρεσίες τους σε κάποιον εργοδότη έναντι συγκεκριμένης αμοιβής, ημερομισθίου και μισθού, σταδιακά κατέληξαν να αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων.

Συνεπακόλουθο, λοιπόν, της βιομηχανικής εποχής, είναι η δημιουργία μιας ευρύτατης κατηγορίας εργαζομένων που ο μοναδικός βιοποριστικός τρόπος τους είναι η με αντιμισθία παροχή των υπηρεσιών τους σε κάποιον εργοδότη. Με τον τρόπο αυτόν η προσφορά εργασίας, από πλευράς εργαζομένου και η ζήτηση εργασίας, από πλευράς εργοδότη αποκτούν αυτοτέλεια η μία από την άλλη αφού το μόνο που τις φέρνει σε επαφή και τις συνδέει είναι ο υπολογισμός του μισθού ή ημερομισθίου, και όχι όπως παλαιότερα κάποιο πλέγμα αχέσεων στα οποίο η αμοιβή της εργασίας συνδυαζόταν με κάποιο βαθμό πειθαναγκασμού ή υποχρεώσεων, που πηγάζουν από την ιεραρχική κοινωνική δομή. Η επέκταση των θεσμών της αγοράς και της σύμβασης, στο σύνολο σχεδόν των σχέσεων εργασίας, αν εξαιρέσουμε τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες, οδηγεί στην έννοια της αγοράς εργασίας, που αποτελεί και τη θεωρητική βάση για την ερμηνεία και την αντιμετώπιση της ανεργίας.

Η υψηλή ανεργία που παρατηρείται σήμερα στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ οφείλετε σε πολλά αίτια που επηρεάζουν τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά εργασίας.

Οι χαμηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης και επενδύσεων, το υψηλό έμμεσο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε σχέση με το κόστος άλλων συντελεστών παραγωγής, οι τεχνολογίες που δεν ευνοούν την εργασία, οι ακαμψίες των αγορών και η ύπαρξη μονοπωλιακών ή αλιγοπωλιακών δομών, οι εισροές μεταναστών από άλλες περιοχές του κόσμου, η έλλειψη επαρκούς επιμόρφωσης του ανθρώπινου δυναμικού, η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία καθώς και η μείούση του αγροτικού

(8)

πληθυσμού, οδήγησαν την ανεργία στην Ελλάδα σε πολύ υψηλά επίπεδα της τάξεωςτου 11,8%.

Είναι γεγονάς άτι η ανεργία στην Ελλάδα πλήττει κυρίως τις γυναίκες ενώ από πλευράς ηλικίας πλήττει τους νέους και ειδικά τις νέες γυναίκες. Από πλευράς γεωγραφικής κατανομής οι μεγάλοι θύλακοι ανεργίας εντοπί^νται σης αστικές περιοχές και ακολουθούν οι ημιαστικές και οι αγροτικές. Κατά σειρά οι γεωγραφικές περιοχές που παρουσιάζουν εντονότερο το πρόβλημα της ανεργίας είναι η Ήπειρος, η Δυτική Μακεδονία, η Στερεά Ελλάδα και η Εύβοια, η Αττική και η Δυτική Ελλάδα.

Για να μειωθεί το υψηλό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ananxrrai το ορθό μείγμα μακροοικονομικής πολΓπκής όσο και παρεμβάσεις διαρθρωτικού χαρακτήρα προκειμένου να αντιμετωπιστούν πολλά από τα αίτια που αναφέρθηκαν προηγουμένως.

(9)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

1.1. Α π α σ χ ό λ η σ η , Α νερ γ ία και Υ π ο α π α σ χ ό λ η σ η : Ο ρ ισ μ ο ί και είδ η Α νερ γ ία ς.

Με τον όρο απασχόληση, προσδιορίζεται το ποσοστό του εργατικού δυναμικού (οικονομικά ενεργός πληθυσμός) που σε μια δεδομένη χρονική στιγμή συμμετέχει ενεργά στην παραγωγική διαδικασία. Σε μια δεδομένη χρονική στιγμή το σύνολο του εργατικού δυναμικού αποτελείται από τους απασχολούμενους και τους ανέργους. Έχουμε δηλαδή τη σχέση:

L=E+U

(όπου: ί=εργατικό δυναμικό, Ε=απασχολούμενοι και υ=άνεργοι).

Κατά συνέπεια, αν αφαιρεθεί ο αριθμός των απασχολούμενων από τον αριθμό του εργατικού δυναμικού, προκύπτει ο αριθμός των ανέργων, δηλαδή:

L-E=U

Επίσης αν αφαιρεθεί ο αριθμός των ανέργων από τον αριθμό του εργατικού δυναμικού, προκύπτει ο αριθμός των απασχολούμενων, δηλαδή:

L-U=E

Οι σχέσεις αυτές πρέπει να τονιστεί και πάλι, αφορούν δεδομένες χρονικές στιγμές είναι δηλαδή στατικές. Όλα τα ως άνω μεγέθη μεταβάλλονται διαχρονικά με συνέπεια να διαφοροποιούνται ανάλογα και οι ως άνω σχέσεις.

Η ανεργία οφορά τα άτομα εκείνα που σε μια δεδομένη σπγμή, δε βρίσκουν δουλειά ενώ επιθυμούν και αναζητούν εργασία. Ο άνεργος οχ;

ορολογία διαφέρει από το λεγόμενο "άεργο" ο οποίος ιδιαίτερα παλαιότερα αναφερόταν πιο συχνά στα αστυνομικά δελτία και οφορά κάποιο πρόσωπο που δεν έχει δουλειά αλλά ούτε και ενδιαφέρεται να δουλέψει.

Συναφής έννοια προς την ανεργία είναι η υποαπασχόληση που σημαίνει ότι ένα άτομο παρόλο που μπορεί και επιθυμεί να απασχολείται πλήρως με το ισχύον ωράριο της εβδομαδιαίας εργασίας στην πραγματικότητα απασχολείται λιγότερες ώρες. Η περίπτοοση αυτή αφορά ιδιαίτερα τους αγρότες τους αυτοαπασχολούμενους ή τους ελεύθερους επαγγελματίες.'

1.1.1 Διαρθρωτική ή Δομική Ανεργία.

Η διαρθρωτική ή δομική ανεργία οφείλεται στην ανανπστοιχία ανάμεσα στο είδος της ζήτησης και προσφοράς εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή σε μια συγκεκριμένη περιοχή, υπάρχουν κενές θέσεις εργασίας για ορισμένα επαγγέλματα, ειδικότητες φύλλο και ηλικία, για τις οποίες δεν ευρίσκονται τα κατάλληλα πρόσωπα. Αντίθετα μπορεί να υπάρχουν αρκετά άτομα ενός ορισμένου φύλλου και ηλικίας επαγγέλματος ή ειδικότητας για τα οποία να μη βρίσκεται ανάλογη κενή θέση εργασίας.

Ως παράδειγμα αναφέρεται ότι μπορεί να υπάρχει μια κενή θέση εργασίας για εκπαιδευμένους χειριστές προσωπικών υπολογιστών με γνώσεις λογιστικής αλλά τα πρόσωπα που ζητούν δουλειά στην τοπική σγορά εργασίας να μη διαθέτουν αυτά τα προσόντα.

1, Κατσανέβας, Θ . : Εργασιακές σχέσεις, Αθήνα - Πειραιάς 1996, σελ 49

(10)

Η διαρθρωτική ανεργία συσσωρεύεται κατά κύριο λόγο σε ειδικές κατηγορίες και ομάδες ατόμων που είτε είναι ανειδίκευτοι, είτε έχουν υποστεί θεωρητική και όχι πρακτική εκπαίδευση ή η ειδικότητά τους δε ζητείται πλέον στην αγορά εργασίας λόγω και των τεχνολογικών εξελίξεων. Σε χώρες όπως η Ελλάδα, αυτή η μορφή της ανεργίας παρουσιάζεται ιδιαίτερα οξυμένη εξαπτας της σοβαρής αναντιστοιχίας των εκροών του εκπαιδευτικού συστήματος προς τη διάρθροοση της οικονομίας και τις συνακόλουθες τάσεις της αγοράς εργασίας. Βασικό αίτιο μιας τέτοιας διαπίστοχτης είναι η έλλειψη κατάλληλου επαγγελματικού προσανατολισμού και ορθολογικού προγραμματισμού της εκπαίδευσης και του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να συμπίπτει στο μέτρο του εφικτού η ζήτηση με την προσφορά επαγγελμάτων. Επίσης ευθύνες μπορούν να αποδοθούν;

1. Στη θεωρητική κατεύθυνση της παιδείας και στην υποβάθμιση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης,

2. Στην έντονη αστικοποίηση του πληθυσμού και στον υπερσυγκεντρωτισμό του πληθυσμού κυρίακ; στο λεκανοπέδιο της Αττικής,

3. Στην παραμέληση στο παρελθόν της περιφερειακής ανάπτυξης, 4. Στις επικρατούσες κοινωνικές αξίες που θεωρούν τα τεχνικά

επαγγέλματα ως παρακατιανά και

5. στην επιδίωξη μιας μόνιμης θέσης στο δημόσιο, συνήθως με την αρωγή και των παραδοσιακών κυκλωμάτων πολπΊκής πελατείας και πατρωνίας.^

Συνδεδεμένη τέλος με τη διαρθρωτική ανεργία είναι και η επονομαζόμενη "τεχνολογική ανεργία", που Οφείλεται στην ανεργία που προκύπτει από την απώλεια θέσεων εργασίας εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου. Η τελευταία αυξάνει την παραγωγικότητα κεφαλαίου και διαφοροποιεί τις κατευθύνσεις της ανάπτυξης με συνέπεια την βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη μείωση των αναγκών σε θέσεις εργασίας.

Το ^τημα αυτό θα εξεταστεί και σε άλλο κεφάλαιο πιο κάτω.

1.1.2 Ανεργία Τριβής.

Η ανεργία τριβής οφείλεται στην αδυναμία της ζήτησης για ορισμένα επαγγέλματα ή ειδικότητες να συμπέσει ταυτόχρονα με την αντίστοιχη προσφορά εργασίας εξαιτίας της έλλειψης πληροφόρησης ανάμεσα στους εργοδότες και τους μισθωτούς. Αυτό αιρορά περιπτώσεις όπου μια επιχείρηση ζητά έναν εργαζόμενο σε μια ειδικότητα και δεν τον βρίσκει παρόλο που στην ίδια περιοχή και στην ίδια περίοδο υπάρχει τέτοιος εργαζόμενος που ^ δεχόταν τη θέση, αλλά αγνοεί την ύπαρξη της. Σε όλες τις χώρες υπάρχει λογικά ένα ορισμένο ποσοστό ανεργίας ύψους 1-2,5% κάτω από το οποίο η ανεργία δεν μπορεί να πέσει και το οποίο Οφείλεται στο φαινόμενο τη ανεργίας τριβής. Αυτό το πρόβλημα της έλλειψης πληροφόρησης ως ένα βαθμό καλύπτεται από τα γραφεία εργασίας των υπηρεσιών απασχόλησης όπως ο ΟΑΕΔ, είτε από τις μικρές αγγελίες ή από τις προσωπικές επαφές και γνωριμίες.

2. Κιντής, Α.. Πουρναράκης, Ε. : Αρχές Οικονομικής Ανάλυσης, Αθήνα 1983, σελ 202

(11)

Η ανεργία τριβής αφορά ιδιαίτερα εκείνους τους κλάδους της οικονομίας που παρουσιάζουν έντονες κυκλικές διακυμάνσεις όποχ; λ.χ. οι κατασκευές και ο τουρισμός, καθώς και ορισμένες ομάδες ηλικιών όπως οι νέοι κάτω των 25 ετών. Η ανεργία τριβής είναι επίσης περιορισμένης διάρκειας, αψού για πολλούς εργαζόμενους διαρκεί μέχρις ότου βρουν μια νέα εργασία.

Αυτό συνδέεται με το βαθμό κινητικότητας στην αγορά εργασίας που αναφέρεται στον αριθμό των εργασιών που αλλάζει ένας εργαζόμενος.^

Υποστηρίζεται ότι η ανεργία τριβής, εφόσον δεν ^περνά το 3%, μπορεί να προσφέρει και θετικές υπηρεσίες στην οικονομία γιατί η μετακίνηση εργαζομένων είναι πιθανό να επανατοποθετήσει σε πιο ορθολογική βάση τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις και έτσι να βελτκοθεί η συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας. Ειδικότερα για τους πιο ικανούς εργαζόμενους, η αναζήτηση νέων ευκαιριών εργασίας μπορεί να τους οδηγήσει στην απόκτηση περισσότερο προσοδοφόρας επαγγελματικής καριέρας.

Όμως ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης της οικονομίας, η αυξημένη κινητικότητα στην αγορά εργασίας μπορεί να έχει σοβαρά αρνητικά αποτελέσματα, αφού πολλοί εργαζόμενοι θα δυσκολευτούν να βρουν κατάλληλες νέες εργασίες και κατά συνέπεια θα αυξηθεί η ανεργία τριβής και κατ'επέκταση και η συνολική ανεργία.

1.1.3 Κυκλική ή εποχιακή ανεργία.

Η κυκλική ανεργία συνδέεται στενά με τις αυξομειώσεις του οικονομικού κύκλου. Σε περιόδους ανόδου του οικονομικού κύκλου η ανεργία μειώνεται καθώς η επέκταση της κατανάλωσης και της παραγωγής ωθεί τις επιχειρήσεις να προσλάβουν προσωπικό με συνέπεια να μειωθεί η ανεργία. Το αντίθετο συμβαίνει με την πτώση του οικονομικού κύκλου αφού η επικρατούσα ύφεση έχει (ος αποτέλεσμα τη μείωση των πωλήσεων ή του κύκλου εργασιών, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να υποχρεώνονται να μειώσουν το προσωπικό τους με συνέπεια να αυξάνεται η ανεργία. Στην περίπτοκτη που η ύφεση παρατείνεται τότε η κυκλική ανεργία μπορεί να μεταβληθεί σε χρόνια ανεργία.

Η κυκλική ανεργία που αποκαλείται επίσης και "ανεργία ανεπαρκούς ζήτησης", μπορεί να παρουσιάσει μεγάλες διακυμάνσεις από χρόνο σε χρόνο ανάλογα με τις διαχρονικές διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου. Ειδική περίπτωση της κυκλικής ανεργίας είναι η εποχιακή ανεργία η οποία συνδέεται με τις διακυμάνσεις της οικονομίας που οφείλονται στις εποχιακές μεταβολές.

Στην Ελλάδα η δομή της οικονομίας είναι τέτοια ώστε να κυριαρχούν τομείς με έντονη εποχικότητα όπως η γεωργία, η ναυτιλία, ο τουρισμός και η οικοδομή.

Κατά συνέπεια, ανάλογα υψηλή είναι και η εποχιακή διακύμανση ενός σημαντικού μέρους της απασχόλησης και της ανεργίας. Κατά κανόνα στην ευρύτερη θερινή περίοδο, αυξάνεται η απααχόληση και πέφτει η ανεργία, ενώ συμβαίνει το αντίθετο ατούς χειμερινούς μήνες.

3. Κατσανέβας, Θ . : Εργασιακές σχέσεις, Αθήνα-Πειραιάς 1996, σελ. 53

(12)

1.1.4 Συγκαλυμμένη Ανεργία ή Υποαπασχόληση.

Η μορφή αυτή ανεργίας διαφέρει από τις άλλες τρεις στο ότι τα άτομα που συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή είναι υποαπασχολημένα μάλλον παρά εντελώς άνεργα. Επομένως δεν συμπεριλαμβάνονται καν στα στατιστικά στοιχεία ανεργίας. Το πρόβλημα με τη συγκαλυμμένη ανεργία βρίσκεται στη χαμηλή παραγωγικότητα του εργαζομένου. Παρότι τυπικά ή ονομαστικά απασχολημένοι, οι εργαζόμενοι της κατηγορίας αυτής αποδίδουν προϊόν μικρότερης αξίας από αυτό που δικαιολογεί ο μισθός τους.

Το φαινόμενο αυτό της υποαπασχόλησης παρατηρείται περισσότερο στους γεωργικούς τομείς των υπό ανάπτυξη χωρών. Λόγω της ανεπάρκειας καλλιεργήσιμου εδάφους ο αγροτικός πληθυσμός σε ορισμένες περιοχές υποαπασχο^ίται με την έννοια ότι το οριακό προϊόν (παραγωγικότητα) μερικών μελών ενός αγροτικού νοικοκυριού είναι πολύ χαμηλό.'*

Υποαπασχόληση είναι επίσης συνήθης στην τρσογενή παραγωγή, δηλαδή στον τομέα υπηρεσιών, και σε μικρότερο βαθμό στη δευτερογενή παραγωγή. Από τον ορισμό της έννοιάς της, θα έλεγε κανείς ότι η συγκαλυμμένη ανεργία δεν έχει αυτοτελή χαρακτήρα όπως στην περίπτωση των τριών άλλων ειδών ανεργίας. Θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί σαν μια απόχρωση της κυκλικής ανεργίας αφού η αύξηση της συνολικής ζήτησης αναπόφευκτα θα μετέτρεπε την υποαπασχόληση των ατόμων σε πλήρη απασχόληση. Ενώ ένα τέτοιο επιχείρημα μπορεί να ευσταθεί για το δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα, δεν είναι όμως τόσο πειστικό για την περίπτωση της γεωργίας όπου η συγκαλυμμένη ανεργία σε πολλές χώρες έχει μόνιμο χαρακτήρα και παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις. Η τόνοκτη της ζήτησης στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα μακροχρόνια αν δεν επιτευχθεί μια πιο ισόρροπη συμμετοχή των παραγωγικών συντελεστών εργασίας εδά(ρους και κεφαλαίου. Το πρόβλημα επομένοκ; έγκεσαι στην πλευρά της προσφοράς και όχι στην πλευρά της ζήτησης. Αν αυξηθεί η τελευταία μόνο, το αποτέλεσμα θα είναι άνοδος του γενικού επιπέδου τιμών χωρίς ανάλογη αύξηση της προσφοράς.

1.2 Η Κεϋ νσ ια ν ή α ν τ ίλ η ψ η για τ η ν α νερ γ ία .

Η κεϋνσιανή προσέγγιση θεωρεί ότι η ανεργία είναι ακούσια και όχι εκούσια και απορρίπτει τη θέση σύμφωνα με την οποία ο μισθός προσδιορί^ι την απασχόληση και το επίπεδο ανεργίας. Σύμφωνα με τον Κέϋνς το επίπεδο απασχόλησης προσδιορίζεται από την αναμενόμενη ζήτηση για το προϊόν, από τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής και από την παραγωγικότητα της εργασίας και όχι από το μισθό. Η μεταβολή της παραγωγής επιδρά θετικά στην απασχόληση, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας επιδρά αρνητικά. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναλυθούν περισσότερο οι παράγοντες εκείνοι που έλκουν εργατικό δυναμικό όπως η αύξηση της παραγόμενης ποσότητας και εκείνοι που οδηγούν στην απώθηση του εργατικού δυναμικού όπως η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η ανεργία μπορεί να μειωθεί, σύμφωνα με την Κεϋνσιανή θεωρία, μέσα από μια πολιτική τόνωσης της ενεργού ζήτησης.

4.Κιντής, Α., Πουρναράκης, Ε. : Αρχές Οικονομικής Ανάλυσης, Αθήνα 1983, σελ. 202

(13)

η οποία, με τη σειρά της, θα επηρεάσει θετικά την παραγωγή προϊάντος και απασχόλησης του εργατικού δυναμικού.

Η Κεϋνσιανή θεωρία προσδισρίζει το ρόλο της τεχνολογίας ως προς τη μεταβολή του παραγόμενου προϊόντος και της παραγωγικότητας της εργασίας.

Δηλαδή, η τεχνολογία μπορεί να οδηγήσει στην αύ^ση ταυ παραγόμενου προϊόντος, χρησιμοποιώντας είτε το ίδιο εργατικό δυναμικό, είτα και περισσότερο, σε ευκαιριακή βάση. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μπορεί να οδηγήσει, κάτω από σρισμένες συνθήκες, σε ανεργία.

1.3 Η ρ ιζο σ π α σ τικ ή π ρ οσ έγ γ ισ η για τη ν α νερ γ ία . Η ριζοσπαστική προσέγγιση για την ανεργία εστιάζει την προσσχή της, κυρίως, στσυς παράγοντες που προσελκύουν και απωθούν το εργατικό δυναμικό από την αγορά εργασίας. Αρνείται την πλήρη υποκατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο λόγω του κόστους εργασίας και θεωρεί τη συσσώρευση του κεφαλαίου οχ; κυρίαρχο παράγοντα των εξελίξεων στην αγσρά εργασίας.

Η μεταβολή της παραγωγικότητας, με δεδομένο το επίπεδο παραγωγής, αυξάνει την ανεργία. Η αύξηση της παραγωγικότητας προκαλείται, κατά κύριο λόγω, από την εισαγωγή της τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία. Η χρήση ολοένα και περισσότερου σταθερού κεφαλαίου σε σχέση με το μεταβλητό κεφάλαιο από τις επιχειρήσεις υπαγορεύεται, κυρίακ;, από την ανάγκη επίτευξης κέρδους μέσω της δραστικής μείωσης του κόστους παραγωγής και όχι λόγω των υψηλών αμοιβών της εργασίας. Η χρήση της νέας τεχνολογίας προϋποθέτει την παραγωγή της που εξαρτάται, κυρίους από τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, η χρήση εγχώριας τεχνολογίας προϋποθέτει υψηλό ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αλλά η σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας λόγω της χρήσης της τεχνολογίας μπορεί να αυξήσεις τους μισθούς να ενισχύσει τη συνολική ζήτηση και να τονώσει την απασχόληση.

Ως εκ τούτου, ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός δεν οδηγεί κατ'ανάγκην στην εκδίωξη της εργασίας όρο στην αύξηση της ανεργίας. Εάν το επίπε^

τεχνολογίας παραμείνει αμετάβλητο, τότε η απασχόληση εξαρτάται άμεσα από το επίπεδο συσσώρευσης του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, η διεύρυνση των προσδιοριστικών παραγόντων της απασχόλησης και της ανεργίας είναι ιδιαίτερα σημαντική.^

Η ανάλυση των αιτιών της ανεργίας πρέπει να γίνει στη βάση των παραγόντων που μειώνουν και αυξάνουν τις θέσεις εργασίας. Θεωρώντας ότι η ανεργία προκύπτει ως η διαφορά ανάμεσα στο εργατικό δυναμικό και τους απασχολούμενους η αύξησή της μπορεί να προέλθει είτε από της αύξηση του εργατικού δυναμικού, με σταθερό το επίπεδο απασχόλησης είτε από τη μείωση της απασχόλησης με σταθερό το επίπεδο του εργατικού δυναμικού.

5. Χλέτσος, Μ. : Ανεργία, Εργασία, Εκπαίδευση - Κατάρτιση στην Ελλάδα και στην Γαλλία:

Πρακτικά Ελληνογαλλικού Συνεδρίου, Αθήνα 1998, σελ. 115

(14)

Η αύξηση του εργατικού δυναμικού μπορεί να προελθεί, κυρίως, από τρεις αιτίες:

1. Από την αύξηση του ποσοστού των γεννήσεων και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης,

2. Από την είσοδο στην αγορά εργασίας ομάδων που μέχρι τότε δεν εργάζονταν όπως είναι η περίπτίοση των γυναικών, οι οποίες εισήλθαν στην σγορά εργασίας μαζικά σε δύο χρονικές στιγμές:

η μία ήταν στις αρχές του αιώνα και η άλλη ήταν στην δεκοετίο του '60 και αρχές τις δεκαετίας του '70,

3. Από την είσοδο στην αγορά εργασίας μεταναστών, είτε νόμιμων είτε παράνομων.

Βέβαια, σε άλλες περιόδους, όπου οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης ήταν ιδιαίτερα υψηλή, δεν υπήρξε πρόβλημα απορρόφησης των μεταναστών στην σγορά εργοσίας.

Η αύξηση του εργατικού δυναμικού, για οποιοδήποτε λόγο, οδηγεί στην ανεργία, μόνο όταν ο ρυθμός απασχολουμένων παραμείνει σταθερός είτε αυξηθεί με μικρότερο ρυθμό από το ρυθμό αύξησης του εργατικού δυναμικού.

Όμοχ; αυτό που είναι σημαντικό να επισημανθεί είναι ότι η μεταβολή του αριθμού των απασχολουμένων εξαρτάται άμεσα από τη συσσώρευση του κεφολαίου.

Η τεχνολογία, η παραγωγικότητα της εργασίας και η συσσώρευση του κεφολαίου επηρεάζουν άμεσα το επίπεδο απασχόλησης μέσα από την μεταξύ τους σχέση, και όχι μεμονωμένα.

(15)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

2.1. Η κατάσταση της απασχόλησης στην Ελλάδα 1992-1997.

Το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα, μολονότι χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ε.Ε., αυξάνεται συνεχώς από την αρχή της δεκαετίας του ' 90. Η μακροχρόνια ανεργία παρουσιάζει αυξητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια, και βρίσκεται επί του παρόντος στο επίπεδο του μέσου όρου της Ε.Ε.

Το ΑΕΠ αυξήθηκε με τον ίδιο ρυθμό, όπαχ; και ο μέσος όρος της Ε.Ε., κατά την περίοδσ 1992-1997, με σημαντική επΓτάχυνση το 1996 και 1997 (2,4% και 3,2% αντίστοιχα). Η τάση αυτή συνεχίσθηκε και το 1998.

Παρά τις καλές οικονομικές επιδόσεις, το ποσοστό αύξησης της απασχόλησης μειώθηκε ελαφρώς τα 1997, έπεσα από σταθερή μέση ετήσια αύξηση κατά την περίοδο 1992-1997. Το ποσοστό της απασχόλησης (56,7%) είναι χαμηλότερα από το μέσο όρο της Ε.Ε. (60,5%).

Η απασχόληση ήταν σαφώς χαμηλότερη για τις γυναίκες (40,1%), παρά για τους άνδρες (74,8%), και παρά το γεγονός ότι σημείωσε ελαψρώς αύξηση την τελευταία πενταετία, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών είναι ένα από τα χαμηλότερα.

Μολονότι παραμένει χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ε.Ε., το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 7,9% σε 9,6% μεταξύ των ετών 1992 και 1997, κυρίως λόγω της αύξησης της γυναικείας συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και της αναδιάρθρωσης του πρωτογενούς τομέα. Το ποσοστό ανεργίας είναι σημαντικά υψηλότερο για τις γυναίκες (14,9%) απ'ότι για τους άνδρες (6,2%).

Η ανεργία των νέων αυξήθηκε από 9,5% το 1992 σε 11% το 1997 (μέσος όρος της Ε.Ε.; 9,8%), ενώ το μερίδιο αυτής της ηλικιακής ομάδας στη συνολική ανεργία μειώθηκε από 44,1% το 1991 σε 37,7 το 1997, κυρίακ;

λόγω της αύξησης της εγγραφής νέων σε σχέδια εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Η μακροχρόνια ανεργία αυξήθηκε από 3,9% το 1992 σε 5,3% το 1997 και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το μέσο όρο της Ε.Ε. Αντιπροσωπεύει το ήμισυ και πλέον του συνολικού ποσοστού ανεργίας.

Οι δημόσιες δαπάνες για τις πολιτικές της αγοράς εργασίας, οχ; ποσοστό του ΑΕΠ, ανήλθαν σε 0,71% το 1996. Στις πολιτικές της αγοράς εργασίας κυριαρχούν τα προγράμματα διατήρησης των εισοδημάτων (0,45%).

Έχοντας ωθηθεί απά ιδιαίτερα προβληματική θέση τα 1992, η Ελλάδα παρουσιάζει κάποια βελτίακιη το 1997 σε όλους τους δείκτες που έχουν σχέση με την απασχόληση. Ωστόσο, η σχετικά ταχεία δημιουργία θέσεων απασχόλησης δεν ήρκεσε για να αντιστραφεί η τάση επιδείνοκτης των συνθηκών της ανεργίας σε όλες τις εξεταζόμενες συντεταγμένες, εν μέρει λόγω της έντονης αύξησης του ενεργού πληθυσμού (εισροή μεταναστών). Η Ελλάδα εξακολουθεί να παρουσιάζει ανησυχητικά υψηλά επίπεδα ανισάτητας μεταξύ των φύλων στην αγορά εργασίας.

(16)

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Δείκτες απασχόλησης Ετή σια στοη(εία Ε.Ε.

1997 1996 1992 1997

Συνολικό ποσοστό απασχόληςης 56,7 56,9 55,4 60,5

Άνδρες 74,8 75,4 74,9 70,5

Γ υναίκες 40,1 39,7 37,2 50,5

Συνολικό ποσοστό οποσχόληςης

(ισοδύνομο πλήρους αποσχόλησης) 54,3 54,6 53,7 55,5

Άνδρες 72,3 73,2 73,4 68,7

Γυναίκες 37,8 37,4 35,3 42,6

Δ είκτες ανεργίας

Συνολικό ποσοστό ανεργίας 9,6 9,6 7,9 10,7

Άνδρες 6,2 6,1 5 9,3

Γυναίκες 14,9 15,2 13 12,4

Ποσοςτό ανεργίας νέων 11 11,5 9,5 9,8

Άνδρες 8,6 8,6 7,4 9,9

Γυναίκες 13,2 14,1 11,3 9,6

Ποσοςτό μακροχρόνιας ανεργίας 5,3 5,4 3,9 5,2

Άνδρες 2,8 2,8 1,9 4,5

Γυναίκες 9,2 9,6 7,3 6,2

Ο ικονομικοί δείκτες σχετικοί με

την απασχόληση Π οσοστά α ύξησης Ε.Ε.

1997 1996 1992 1997

Συνολική αύξηση της απασχόλησης -0,39 1,23 0,92 0,53

Πραγματική αύξηση του ΑΕΠ 3,2 2,4 1,6 2,6

Αύξηση της παραγωγικότητας της

εργασίας 3 1,4 0,5 2,2

Πραγματικό κόστος εργασίας κατά

μονάδα 0,7 1,8 0,7 -0,9

Πηγή: ΕΣΥΕ Π ίν α κα ςί.

(17)

2.2. Η εξέλιξη τη ς απασχόλησης και της ανεργίας 1997-1999.

Σε επίπεδα ρεκόρ έφτασε το 1999 το ποσοστό της ανεργίας στην

•Ελλόδα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας ο αριθμός των ανέργων το 1999 ανήλθε σε 522 χιλιόδες άτομα που αντιστοιχούν σε ποσοστό 11,7% του εργατικού δυναμικού έναντι 494 χιλιάδων ανέργων ή ποσοστό 11,1% το 1998.

Στην έκρηξη της ανεργίας το 1999 συνέβαλε σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής η μείωση της απασχόλησης κατά 1,3% στις αγροτικές περιοχές και 0,4% στις ημιαστικές που όπως σημειώνεται, δεν απορροφήθηκε από την αύξηση της απασχόλησης κατά 0,7% στα αστικά κέντρα.

Έτσι, η συνολική απασχόληση αυξήθηκε το 1999 οριακά κατά 0,1% και έφθασε τα 3.956.000 άτομα από 3.953.000 άτομα που ήταν το 1998.

Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι η ανεργία πλήττει κυρίως τις γυναίκες με ποσοστό 17,^/ο έναντι 7,5% στους άνδρες.

Από πλευράς ηλικίας η ανεργία πλήττει κυρίως τους νέους και ειδικά τις νέες γυναίκες. Τα ποσοστά ανεργίας που καταγράφονται σπς μικρές ηλικίες είναι 55% για τις γυναίκες από 15 έως 19 ετών και 37,75 από 20 έως 24 ετών.

Τα αντίστοιχα ποσοστά για τους άνδρες είναι 41,1% στους νέους από 15 έως 19 ετών και 29,4% από 20 έοχ; 24 ετών.

Από πλευράς γεωγραφικής κατανομής της ανεργίας οι μεγάλοι θύλακοι ανεργίας εντοπίζονται στις αστικές περιοχές με 13,6% και ακολουθούν οι ημιαστικές με 9,9% και οι αγροτικές με 6,6%.

Οι γεωγραφικές περιοχές με ποσοστά ανεργίας που υπερβαίνουν τον μέσο όρο είναι κατά σειρά η Ήπειρος με 14,1% η Δυτική Μακεδονία με 13,3%

η Στερεά Ελλάδα και η Εύβοια με 12,8%, η Αττική με 12,7% και η Δυτική Ελλάδα 12,1%.

Από τα ίδια στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας προκύπτει ότι τη διετία 1998-1999 ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 113.00 άτομα παρά το γεγονός ότι την ίδια περίοδο δημιουργήθηκαν 103.300 νέες θέσεις απασχόλησης.

Με βάση τα στοιχεία αυτά η Ελλάδα καταλαμβάνει την δεύτερη θέση μετά την Ισπανία (15,2%) με το μεγαλύτερο ποσοστά ανέργων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο μέσος ήταν στην Ε.Ε. 8,9%, ενώ ειδικά στη ζώνη του Ευρώ το ποσοστό της ανεργίας ήταν υψηλότερο κατά 9,6% ενώ σπς ΗΠΑ το ποσοστό της ανεργίας ήταν 4% και στην Ιαπωνία 4,7%.

Το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφεται στο Λουξεμβούργο με 2,2%, ενώ λίγο ψηλότερα βρίσκεται η Ολλανδία με 2,8%. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, ο αριθμός των ανέργων σπς 15 χώρες-μέλη της Ε.Ε. έφτασε στο τέλος Μαρτίου 2000 τα 14.900.000 άτομα, από τα οποία τα 12.200.000 στις 11 χώρες-μέλη της ΟΝΕ.

(18)

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΡΠΑΣ 1997-1999 Περίοδος

Αναφοράς

Γενικό σύνολο πληθυςμού άνω των 15 ετών

Σύνολο Ποσοστό % του

πληθυσμού Απασχολούμενοι

Ποσοστό % του εργατικού δυναμικού

Ανεργοι

Ποσοστό % ταυ εργατικού

δυναμικού

1997 8.722,900 4.262,300 48.9 3.853,300 90.4 409.000 9.6

Α' Τρίμηνο 1998 8.710,1 4.437,4 50.9 3.919,3 88.3 518.1 11.7

Β' Τρίμηνο 1998 8.720,2 4.445,7 51.0 3.967,2 89.2 478.5 10.8

Γ Τρίμηνο 1998 8.731,6 4.459,8 51.1 3.981,1 89.3 478.7 10.7

Δ' Τρίμηνο 1998 8.741,4 4.444,5 50.8 3.942,5 88.7 502.0 11.3

Α'Τρίμηνο 1999 8.789,3 4.488,1 51.1 3.953,4 88.1 534.7 11.9

Β' Τρίμηνο 1999 8.796,4 4.459,1 50.7 3.936,9 88.3 522.1 11.7

Γ Τρίμηνο 1999 8.731,6 4.494,7 51.5 3.981,1 88.6 513.5 11.4

Δ' Τρίμηνο 1999 8.750,0 4.470,2 51.1 3.951,7 88.4 518.5 11.6

Πηγή ΕΣΥΕ Έρευνα Εργατικού Δυναμικού Πίνακας 2.

(19)

Τα πρόσφατα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίσς της Ελλάδος (ΕΣΥΕ), τα οποία προέρχονται από την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού, δείχνουν ότι το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα από 9,6%το 1997 αυξήθηκε σε 11,2% το 1998 και 11,7% το 1999. Την περίοδο 1997-1999, ο απόλυτος αριθμός των ανέργων από 409.000 ανήλθε σε 522.200 άτομα. Μία ακόμη ψορά, στο πλαίσιο του Μακροοικονομικού Οδηγού, θα επισημάνουμε ότι η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική χώρα της Ε.Ε, του ΟΟΣΑ και γενικά της παγκόσμιας οικονομίας, όπου τα επίσημα εθνικολογισπκά στοιχεία επικαλούνται ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης πάνω του 3,5% και ταυτάχρονα, η ανεργία παρουσιάζει ανοδική τάση.

Η ανεργία στην Ε.Ε και στον ΟΟΣΑ σημειώνει μείωση κατά τη διάρκεια του 2000. Τον Ιούνιο 2000, το ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε ήταν 8,4% και στο ΟΟΣΑ 6,5%. Στις ΗΠΑ, η ανεργία έχει σταθεροποιηθεί σε χαμηλότερο από την Ε.Ε. επίπεδα, καθώς το 2000 το ποσοστό ανεργίας κυμαίνεται γύρω στο 4%

έναντι 4,2% το 1999. διάφοροι ποιοτικοί και ποσοτικοί παράγοντες, όπως οι υψηλότεροι αναπτυξιακοί ρυθμοί των ΗΠΑ σε σχέση με την Ε.Ε., η ευελιξία στα νέα δεδομένα της αγοράς εργασίας των ΗΠΑ, η ταχεία ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών στις ΗΠΑ, η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των διαφόρων διαρθρωτικών προβλημάτων της αμερικανικής οικονομίας από τους ασκούντες την οικονομική πολιτική κ.λ.π., έχουν συντελέσει ώστε το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ να είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό της Ε.Ε.

2.3. Ποσοστά ανεργίας σε Ε.Ε, ΟΟΣΑ, Ελλάς, ΗΠΑ και Ιαπωνία.

ΠΟΣΟΣΤΟ Α Ν Ε Ρ Π Α Σ Ευρωπαϊκή

Ένωση (Ε.Ε.) ΟΟΣΑ Ελλάς ΗΠΑ Ιαπωνία

1980 6,4% 5,8% 2,4% 7,2% 2,0%

1981 8,1 6,7 4,0 7,6 2,2

1985 10,5 7,8 7,8 7,2 2,6

1990 8,1 6,1 7,0 5,6 2,1

1991 8,5 6,8 7,7 6,8 2,1

1992 9,3 7,5 8,7 7,5 2,2

1993 10,7 8,0 9,7 6,9 2,5

1994 11,1 7,9 9,6 6,1 2,9

1995 10,8 7,5 10,0 5,6 2,1

1996 10,8 7,7 10,3 5,4 2,4

1997 10,6 7,4 9,6 4,9 2,4

1998 9,9 7,1 11,2 4,5 4,1

1999 9,2 6,8 11,7 4,2 4,7

2000* 8,4 6,5 11,8 4,0 4,7

•Ιούνιος 2000

Πηγή: Main Economic Indicators, ΟΟΣΑ, Αύγουστος 2000.

Πίνακας3.

(20)

Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της ανεργίας στη χώρα μας, στον πίνακα 4 βλέπουμε άτι η ομάδα ηλικίας η οποία π^ϊττεται περισσότερο από την ανεργία είναι μεταξύ 30 και 44 ετών. Οι άνεργοι ηλικίας μεταξύ 30-44 ετών, το 1999, αποτελούσαν το 30,3% του συνολικού αριθμού των ανέργων ένανπ 27,1%, 25,4% και 21,6% που αποτελούσαν το 1993, 1989 και 1981, αντίστοιχα. Η ομάδα ηλικίας 30-44 ετών θεωρείται η παραγωγικότερη στην αγορά εργασίας, καθώς συνδυάζει σημανπκό αριθμό πλεονεκτημάτων, όποκ;

κέφι για δουλειά, ωριμότητα σκέψης αντοχή στην πίεση της εργασίας κ.λ.π., τα οποία αποβαίνουν πολύ χρήσιμα σε όλους τους χώρους απασχόλησης. Αρα, αίσθηση αποτελεί η στατιστική διαπίστωση ότι η ομάδα ηλικίας 30-44 ετών πλήττεται από την ανεργία περισσότερο από τις υπόλοιπες ομάδες. Σε γενικές γραμμές τα στατιστικά στοιχεία πιστοποιούν ότι οι νέοι και γενικότερα το σύνολο των ηλικιών υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες της αυξανόμενης ανεργίας στη χώρα μας.

2.4. Ποσοστά ανεργίας κατά ηλικία στην Ελλάδα.

Α ΡΙΘ Μ Ο Σ ΑΝΕΡΓΩΝ ΚΑΤΑ Η ΛΙΚ ΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (Σε χιλιάδες άτομο) Ομάδες

ηλικιών 1981 1984 1989 1993 1997 1999

15-19 23,1 50,3 38,4 47,7 40,4 47,1

20-24 41,3 79,3 96,3 114,1 111,9 132,1

25-29 28,3 56,4 54,2 74,7 81,0 106,6

30-44 32,1 79,2 75,1 107,9 112,8 158,1

45-64 23,1 44,1 31,5 52,8 61,8 76,3

65-1- 0,6 1,0 0,5 1,0 1,1 2,0

Σύνολο 148,5 310,3 296,0 409,0 409,0 522,2

Πηγή ΕΣΥΕ.

Πίνακας4.

(21)

2.5. Αύξηση της ανεργίας σε περίοδο έντονης ανάπτυξης.

ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΝΕΡΠΑΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΧΏΡΕΣ 1993 I 1994 1995 1996

Καναδάς 11,2% 10,4% 9,5% 9,7% 9,2% 8,4% 7,9%

6,9 6,1 5,6 5,4

Αυςτραλία 8,0

Νέα Ζηλανδία 9,5 8,1 6,3 6,1 6,6 7,5

Αυστρία 4,7 4,6

Βέλγιο 9,0

5,6

Φινλανδία 17,9 16,2 14,6 12,7 11,4 10,7

Γαλλία 11,7 12,3 11,7 11,4

Γερμανία

Ιρλανδία 15,6 14,3 12,3 11,6 9,9 6,9

Ιταλία 11,4 11,9 12,0 10,1 12,3 11,9

Λουξεμβούργο 3,2 2,9 3,0 2,8 2,8

3,4

Νορβηγία 6,1 3,3 2,9

Πορτογαλία 5,7 7,0

Ισπανία 22,8 24,1 22,9 22,2 20,8 18,8 16,3

Σουηδία

Ελβετία 4,0 3,8

Βρετανία 9,6 8,7 8,2 7,0 6,3 6,3

Ελλάς 9,6 10,0 10,3 10,3 10,1 10,1

8,0 7,9 6,8

1. Τα στοιχεία αφορούν την standardized unemployment Πηγή: ΟΟΣΑ.

Πίνακας 5.

Η ανεργία στην Ελλάδα μετά το 1995 διατηρείται σταθερά άνω του 10%, παράτι οι επίσημες στατιστικές πηγές κάνουν λόγο για επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας στη χώρα μας.

Η Ελλάς συνιστά τη μοναδική χώρα της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, όπου από τα επίσημα στοιχεία συμπεραίνεται ότι το ΑΕΠ αυξάνει σε σταθερές τιμές άνω του 3%, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει και η ανεργία.

Στον πίνακα 5 παρατηρούμε ότι σε όσες χώρες της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης είναι άνω έστω και του 2%, η ανεργία σημειώνει μείωση. Για παράδειγμα, την περίοδο 1995-1998 στην Πορτογαλία το μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές ήταν 3,4%, με συνέπεια το ποσοστό ανεργίας από 7,3% να μειωθεί σε 5,1%. Επίσης, στη Δανία, την περίοδο 1995-1998, το ποσοστό ανεργίας από 7,2% μειώθηκε σε

(22)

5,1% και ταυτόχρονα το μέσο ετήσιο ποσοστό πραγματικής ανόδου του ΑΕΠ ήταν 3%.

Η μείοοση του απόλυτου αριθμού των ανέργων προϋποθέτει την επίτευξη ικανοποιητικών αναπτυξιακών ρυθμών. Σε αρκετές χώρες όπως η Γαλλία, η Δανία κ.α., αρκούν αναπτυξιακοί ρυθμοί μεταξύ 2% έως 3% για τη μείωση της ανεργίας. Στην Ελλόδα, οι αριθμοί φαίνεται ότι δεν υπακούν στην λογική ακόμα και του πιο απλοϊκού οικονομικού λογισμού. Στη χώρα μας το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές αυξόνει και η ανεργία, αντί να πέφτει παραδόξως αυξόνει. Δεν αποτελεί πειστικό επιχείρημα ότι στην Ελλάδα υπάρχουν άνω των 500.000 ξένων, με συνέπεια να παρατηρείται η παραδοξολογία της ταυτόχρονης ανό^υ ΑΕΠ και ανεργίας. ’Οσοι επικαλούνται τέτοια επιχειρήματα φαίνεται ότι αγνοούν την ζωντανή πραγματικότητα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ, οι κάθε είδους ξένοι, είτε νόμιμοι είτε λαθρομετανάστες αντιπροσωπεύουν άνω του 20% του εργατικού της δυναμικού. Όμως στις χώρες αυτές με τους πολλούς ξένους εργαζόμενους τα στοιχεία υπακούουν στον απλό οικονομικό λογισμό, ότι τα ποσοστά μεταβολής του ΑΕΠ και της ανεργίας κινούνται αντίθετα, δηλαδή όταν το πραγματικό ΑΕΠ αυξάνει, η ανεργία μειώνεται, και όταν το ΑΕΠ μειώνεται, η ανεργία αυξάνει.

Η κυβέρνηση αυτό το «παράδοξο», ως ήταν αναμενόμενο, το εμφανίζει υπέρ της με την έννοια ότι έχει οικονομική πολιτική αναπτυξιακή και αυξάνεται η απασχόληση.

Πρώτον, και το πιο σημαντικό, σύμφωνα με υπολογισμούς που κάνει η Τράπεζα Ελλάδος (Ενδιάμεση Έκθεση-Νοέμβριος 1999), δίνει την ερμηνεία ότι η αύξηση της απασχόλησης το 1998 σε σχέση με το 1997 δεν ήταν 2,6%, όπως βρέθηκε από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ, αλλά 1,3%. Η διαφορά είναι μεγάλη και η αναθεώρηση του ποσοστού δικαιολογεί πλήροκ;

την άνοδο της ανεργίας. Η Ενδιάμεση Έκθεση παρατηρεί ότι η καταγραφή αλλοδαπών στην Έρευνα Εργατικού Δυναμικού το 1998 είναι τόσο αυξιμένη σε σχέση με την αντίστοιχη το 1997 (154.000 έναντι 83.000 το 1997), που σημαίνει ότι η καταγραφή το '97 και παλαιότερα ήταν ιδιαίτερα ελλιπής λόγω παρανομίας των αλλοδαπών και πλημμελούς ερωτηματολογίου της ΕΣΥΕ.

Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι η μακροχρόνια τάση στην Ελληνική οικονομία απασχόλησης και εργατικού δυναμικού είναι ανοδική τα τελευταία 25 χρόνια. Στη δεκαετία του '90, όμως η άνοδος του δυναμικού υπερβαίνει αυτή της απασχόλησης με συνέπεια την υψηλή ανεργία.®

Δεύτερον, η προοπτική της απασχόλησης τα επόμενα χρόνια είναι αβέβαιη. Σημειώνεται στην Έκθεση Ινστιτούτου Εργασίας ότι η επί μακράν άνο^ ς του ΑΕΠ άνω του 3% έχει, πιθανόν, ως συνέπεια τη ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας καθώς και διότι οι αυξημένες επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό μεταφέρουν νέες τεχνολογίες στις εργασιακές διαδικασίες. Αν αυτό συνδυασθεί με εντατικοποίηση της απαξίωσης ζημιογόνων κεφαλαίων και του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού των βιώσιμων επιχειρήσεων, τότε οι παρενέργειες στην απασχόληση θα είναι μεγάλες. Το ίδιο το ΙΝ.Ε. πάντως επισημαίνει ότι αυτή η εκδοχή είναι αβέβαιη.

6. Κλαυδιανός,Π. : Η ανεργία τώρα και πολιτικό ζήτημα, στο : Οικονομικός Ταχυδρόμος, τεύχος 2, 13.1.2000, σελ. 25

Referências

Documentos relacionados

Το τέταρτο κεφάλαιο της μελέτης είναι βασισμένο σε έρευνα του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου Αθηνών και στην καταγραφή των πολυετών τοπικών ποικιλιών σε διάφορες περιοχές και τέλος μέσα από