• Nenhum resultado encontrado

Αποδοχές και χρονικά όρια εργασίας μισθωτών

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Αποδοχές και χρονικά όρια εργασίας μισθωτών"

Copied!
68
0
0

Texto

(1)

T.E.L Κ Α ΒΑ Λ Α Σ

ΣΧ Ο Λ Η Δ ΙΟ ΙΚ Η Σ Η Σ & ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΑΣ ΤΜ Η Μ Α Λ Ο ΓΙΣΤ ΙΚ Η Σ

m.- -

Θ Ε Μ Α :

Α Π Ο Δ Ο Χ Ε Σ Κ Α Ι Χ ΡΟ Ν ΙΚ Α Ο ΡΙΑ Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ Σ ΜΙΣΘΩΤΩΝ

ΤΟΥ

ΒΟ ΥΛ Ο ΥΡΗ Χ Ρ Η ΣΤ Ο Υ

Κ Α ΒΑ Λ Α , Σ Ε Π Τ Ε Μ Β Ρ ΙΟ Σ 1996

(2)

Τ.Ε.Ι. ΚΑ ΒΑ Λ Α Σ

ΣΧΟ Λ Η Δ ΙΟ ΙΚ Η ΣΗ Σ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜ ΗΜ Α Λ Ο ΓΙΣΤ ΙΚ Η Σ

Ashj'i^^C

Cj

Θ Ε Μ Α :

Α Π Ο Δ Ο Χ Ε Σ ΚΑ Ι Χ ΡΟ Ν ΙΚ Α Ο ΡΙΑ Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ Σ Μ ΙΣΘΩΤΩΝ

ΤΟ Υ

ΒΟ Υ Δ Ο Υ Ρ Η Χ Ρ Η ΣΤ Ο Υ

ΚΑ ΒΑ Λ Α , ΣΕΠ ΤΕΜ ΒΡΙΟ Σ 1996

(3)

A ,- · ' ' .·.<

s . v - ' l ® · · · * · , - ; ! : . · . · ' . * ' v : . ' ; ' :

1 .

(4)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ 1. Έννοια του μισθού

2. Καταβολή μισθού χωρίς παροχή εργασίας 3. Ο καθορισμός του μισθού

4. ΕΓΣΕΕ και οι όμοιας εφαρμογής ΔΑ 5. ΕΓΣΣΕ και όμοιες ΔΑ από 1975 μέχρι 1993 6. Συστήματα αμοιβής

7. Η μορφή του μισθού 8. Διακρίσεις και σύνθεση μισθού 9. Τόπος πληρωμής 10. Καταβολή από τρίτο

11. Προστασία της πληρωμής απέναντι στον εργοδότη 12. Η προστασία ταυ μισθωτού απέναντι στους τρίτους 13. Η ειδική προστασία απέναντι στους δανειστές του

εργοδότη

14. Τακτικές αποδοχές - Καταβαλλόμενες αποδοχές - Συνήθεις αποδοχές - Υπολογισμός αμοιβής υπερωριακής εργασίας

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ 1. Έννσια και είδη ωραρίων

2. Γενικά περί νομίμου ωραρίου 3. Ωράριο καθορισμένο με ΣΣΕ ή ΔΑ

4. Ωράριο καθορισμένο με ατομική συμφωνία (συμβατικό) 5. Ώρες υπερεργασίας και υπερεργασιακή αμοιβή 6. Υπερεργασία κατ’ ΑΚ 659

7. Η έννοια και είδη υπερωριακής εργασίας 8. Είδη υπερωρίας

9. Υπερωριακή αμοιβή

10. Προσαύξησα της αμοιβής για υπερωρίες (νόμιμες ή παράνομες) 11. Αμοιβή υπερωριών Κυριακής ή αργίας και νύκτας 12. Παραίτηση από την αξίωση υπερωριακής αμοιβής 13. Ωρομίσθιο μισθωτών

14. Παραδείγματα αμοιβής ή αποζημίωσης υπερωριών 15. Συμπληρωματικές διευκρινήσεις

16. Μερική απασχόληση μισθωτών - Κοινών, ασφάλιση (Ν 1892/90) 17. Πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση μισθωτών

18. Χρονικά όρια λειτουργίας καταστημάτων 19. Αειτουργία καταστημάτων κατά την τελευταία και

προτελευταία Κυριακή του έτους

20. Αειτουργία κέντρων διασκέδασης και συναφών καταστημάτων 21. Κυρώσεις

22. Αοιπές διευκρινήσεις Κατάλογος Βιβλιογραφίας Συντομογραφίες

σελ 1

σ ελ 5 σελ. 8 σ ελ 9 σελ 10 σελ. 11 σελ 12 σελ. 16 σελ. 20 σελ 20 σελ 20 σελ. 26 σελ 27

σελ. 28

σ ελ 37 σελ. 39 σ ελ 40 σελ. 41 σελ 42 σελ. 44 σελ. 44 σ ελ 45 σ ελ 46 σελ. 47 σελ. 48 σελ. 49 σελ. 49 σελ. 50 σελ. 51 σελ. 52 σελ. 54 σελ 54 σελ. 56 σελ. 57 σελ. 58 σ ελ 59 σελ. 62 σελ. 63

(5)

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Με την εργασία αυτή προσπάθησα να πεplγpάyω τα γενικά πΛαίσια ενός θέματος που απασχολεί τόσο τους εργοδότες όσο και τους εργαζόμενους και το οποίο είναι οι αποδοχές και τα χρονικά όρια της εργασίας στην Ελλάδα.

Η εργασία δομείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο εξετάζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εργαζομένων στις αποδοχές, ενώ στο δεύτερο τη χρονικά όρια της εργασίας των μισθωτών.

Γ ια την συγγραφή της χρησιμοποιήθηκαν σαν βοήθημα εργασίες διαφόρων επιστημόνων της εργατικής νομοθεσίας και κάποια Δελτία Εργατικής Νομοθεσίας ( Δ.Ε.Ν. ), όπως επίσης και ορισμένα άρθρα από την Επιθεώρηση ΙΚΑ Ασφαλιστικού & Εργατικού Δικαίου ( Ε.Α.Ε.Δ. ).

Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καθηγητή μου κ. Αρχοντή Καμπάνταη για την πολύτιμη βοήθεια και την αμέριστη συμπαράσταση που μου πρόσφερε.

(6)

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ

Ι.Έννοια του μισθού

Μισθός είναι η αντιπαροχή του εργοδότη στον μισθωτό για την εργασία που του προσφέρει. Ο μισθός είναι μια τακτική και περιοδική παροχή σταθερή και ανεξάρτητη από τον επιχειρηματικό κίνδυνο ή τα πιθανά κέρδη του επιχειρηματία και αποτελεί το κύριο μέσο διαβίωσης του μισθωτού. Η προσπάθεια για να καθοριστεί η έννοια του μισθού παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, γιατί σήμερα δεν θετορείται ότι ο μισθός έχει ως μοναδική αποστολή την αμοιβή της εργασίας που παρέχεται από το μισθωτό, η σύγχρονη πραγματικότητα έχ ει επιβάλλει στον μισθό, παράλληλα με την παραδοσιακή αυτή αποστολή του και άλλους ρόλους. Έτσι, η φύση του μισθού έχει γίνει πια σήμερα πολύπλευρη. Από την άπομη αυτή ο μισθός παρουσιάζεται σήμερα με τις ακόλουθες μορφές.

α) Ο μισθός ως αντιπαροχή yia την εργασία.

Ο μισθός κάνει την εμφάνιση του από την στιγμή που ο άνθρωπος διαθέτει ελεύθερα την εργασία του σ’ έναν τρίτο και αντιπροσωπεύει την συμφωνημένη αξία αυτής της εργασίας. Κατά την αρχική αυτή αντίλημη ο μισθός αποτελεί το αντάλλαγμα που καταβάλλει ο εργοδότης στο μισθωτό για την εργασία που ο τελευταίος παρέχει στον πρώτο. Πρόκειται για αντίλημη που εκφράζει πιστά το μηχανισμό της αμφοτεροβαρούς σύμβασης.

Ο μισθός είναι το αντάλλαγμα, το τίμημα που δίνεται για το εμπόρευμα εργασία. Έχουμε εδώ μια καθαρά ατομικιστική αντίλημη για το μισθό.

Διαφορετική είναι η αντίλημη του νομοθέτη για τον μισθό των δημοσίων υπαλλήλων σύμφωνα με την οποία ο μισθός δεν αποτελεί καταρχήν αντάλλαγμα υπηρεσίας οπότε διαφορετικές είναι και οι συνέπειες (ΑΠ 1369/1980 ΕΕΔ 40,243).

Η αντιστοιχία ανάμεσα στο μισθό και στην εργασία από νομική άπομη αποτελεί και σήμερα μια αναμφισβήτητη αλήθεια που επαληθεύεται σε πολλές περιπτώσεις. Ο μισθός π.χ. καθορίζεται σε συνάρτηση με την ποιότητα και την ποσότητα της εργασίας, και παύει να οφείλεται όταν ο εργαζόμενος αρνείται να εργαστεί. Μια παροχή για να αποτελεί μισθό πρέπει να δίνεται ως αντάλλαγμα της εργασίας, έτσι που παροχές που δίνονται για άλλους λόγους δεν αποτελούν μισθό. Πώληση, μίσθοκτη πράγματος και σύμβαση εργασίας λειτουργούν έτσι, από την άπομη αυτή, με τους ίδιους κανόνες.

β) Ο μισθός ως βιοποριστικό μέσο.

Στην σύγχρονη σχέση εργασίας συναντάμε πολλά παραδείγματα όπου ο μισθωτός εξακολουθεί να εισπράττει τον μισθό χο^ρίς να προσφέρει

(7)

εργασία. Επίσης συμβαίνει συχνά, ένα μέρος από πς αποδοχές του μισθωτού να μην σχετίζεται άμεσα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας που παρέχεται, όπως π.χ. τα οικογενειακά επιδόματα, το επίδομα γάμου κ.ο.κ.

Τέλος, η πράξη δημιούργησε διάφορους συμπληρωματικούς τρόπους αμοιβής, παράλληλα με την παραδοσιακή αμοιβή, όποος οι προσαυξήσεις για την αρχαιότητα, τα δώρα εορτών, το επίδομα αδείας.

Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των τρόπων αμοιβής είναι ότι δεν ταυτίζονται απόλυτα με την έννοια του ανταλλάγματος για την προσφερόμενη εργασία. Στην διάσπαση της στενής σχέσης ανάμεσα στον μισθό και στην εργασία βοήθησαν και οι νεώτερες αντιλήμεις οι οποίες δεν θεωρούν απλώς την εργασία ως ένα οικονομικό μέγεθος αλλά δέχονται γι’ αυτήν ότι αποτελεί, παράλληλα, εκδήλοχτη της ανθρώπινης προσωπικότητας. Αυτό όμτος σημαίνει ότι η εργασία δεν υπακούει στους κοινούς κανόνες των συναλλαγών Η πραγματικότητα αυτή είχ ε για αναγκαία συνέπεια την διάσπαση της έννοιας του μισθού σε διάφορες μερικότερες έννοιες, ανάλογα με την αποστολή κάθε μιας συγκεκριμένης παρσχής. Έτσι γίνεται λόγος για μισθό ενεργού εργασίας και για μισθό απραξίας, για άμεσο και για έμμεσο μισθό κ.α. Οι διακρίσεις όμοος αυτές προϋποθέτσυν ότι έχει λυθεί προηγουμέντος το πρόβλημα της έννοιας του μισθού

Είναι γεγονός ότι στα παραδείγματα που αναφέραμε δεν υπάρχει αυστηρός συσχετισμός ανάμεσα στην παροχή και στην αντιπαροχή. Έτσι, γεννήθηκε η ιδέα ότι ο μισθός δεν αποτελεί μόνο την αντιπαροχή για την προσφερόμενη εργασία αλλά αποτελεί και βιοποριστικό μέσο, δηλαδή περιέχει το στοιχείο της συντήρησης του εργαζόμενου και της οικογένειας του.

Η εξέλιξη στις αντιλήμεις αυτές προχωρεί παράλληλα με την επικράτηση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα για σταθερή απασχόληση και για σταθερό εισόδημα ως αντάλλαγμα για την προσφορά του για απασχόληση. Το δικαίωμα για την αμοιβή αποτελεί έτσι στοιχείο της προσωπικότητας του εργαζομένου, ένα μέσο για την επιβίοχτή του και για την συμμετοχή του στο κοινωνικό προϊόν. Τις αντιλήμεις αυτές απηχούν κυρίως τα λεγόμενα υποκατάστατα του μισθού, δηλαδή διά(ρορες παροχές προς τον εργαζόμενο από το κράτος ή από άλλους οργανισμούς.

Ο βιοποριστικός χαρακτήρας του μισθού οος παροχής στα πλαίσια της ατομικής σχέσης εργασίας μπορεί να θεμελιοοθεί στην έννοια της εξάρτησης. Αφού, όπτος είδαμε, στην εξηρτημένη εργασία δεν ενδιαφέρει μόνο η εργασία αλλά και το πρόσωπο του εργαζομένου που τίθεται στην διάθεση του εργοδότη αφού δηλαδή με την σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δεσμεύεται η προσωπικότητα του, πρέπει, όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η δέσμευση του αυτή, να του εξασφαλίζεται η δυνατότητα για μια αξιοπρεπή ζωή τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένεια του.

(8)

ο χαρακτηρισμός του μισδού ως μέσου συντήρησης, παράλληλα με του χαρακτήρα του οος αντιπαροχής - τον οποίο δεν αναιρεί- επαληθεύεται, στο δίκαιο, με τους κανόνες που επιβάλλουν ένα κατώτατο όριο μισθού, την πληρωμή μισθού σε περίπτωση κωλύματος κ.ο.κ.

Με την αναγνώριση της διπλής αυτής φύσης στον μισθό μπορούμε να πούμε πως μισθός είναι η παροχή του εργοδότη σε όφελος του μισθωτού, κατά την διάρκεια της σχέσης εργασίας που αποτελεί το αντάλλαγμα για την προσωπική δέσμευση του δεύτερου σε όφελος του πρώτου.

γ) Κοινωνικός μισθός.

Με του ορισμό που δώσαμε πιο πάνω για του μισθό είναι φανερό ποις την έννοια του μισθού την παίρνουμε με την πλατιά της σημασία, η οποία φανερό είναι πως αυαφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα στον εργοδότη και στον μισθωτό. Παράλληλα όμως ο μισθωτός παίρνει πολλές φορές διάφορες παροχές που όχι μόνο δεν αντιστοιχούν στην ποιότητα και στην ποσότητα της εργασίας του αλλά που η προέλευση τους βρίσκεται, αντίθετα, έξω από το στενό πλαίσιο των σχέσεων ανάμεσα σε αυτόν και στον εργοδότη.

Πρόκειται για διάφορες χρηματοδοτήσεις που γίνονται σε επαγγελματική ή διεπαγγελματική βάση από τους διάφορους οργανισμούς κοινωνικών ασφαλίσεων, οι οποίες αποτελούν υποκατάστατο του μισθού.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται γι’ αυτές τις χρηματοδοτήσεις διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Οι χρηματοδοτήσεις γίνονται άλλοτε από κρατήσεις σε βάρος των παραδοσιακών μισθών, άλλοτε από του εργοδότη και άλλοτε από το κοινωνικό σύνολο. Από αυστηρά νομική άπομη, δεν μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν μισθό, από κοινωνικοοικονομική όμως άπομη παρόμοιος χαρακτηρισμός είναι σοχττός, γιατί ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν το μέρος εκείνο του εισοδήματος που χρησιμεύει για αμοιβή του εξαρτημένου μισθωτού. Με την έννοια αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για κοινωνικό μισθό ή για κοινωνικοποίηση του μισθού.

Είναι αλήθεια ότι ο όρος 'κοινωνικός μισθός' δεν χρησιμοποιείται πάντοτε με την αυστηρή αυτή έννοια. Για μερικούς κοινωνικός μισθός είναι και κάθε ποσό που καταβάλλεται από του εργοδότη στον μισθωτό, όταν το ποσό αυτό δεν αντιστοιχεί κατά τρόπο άμεσο στο είδος και στην ποσότητα της εργασίας του. Με την έννοια αυτή ο κοινωνικός μισθός περιέχει ως ένα σημείο το στοιχείο της διατροφής που είδαμε πιο πάνω. Γ ι’ άλλους εξομοιώνεται με του δίκαιο μισθό.

Οι συζητήσεις γύρω από την έννοια του κοινωνικού μισθού είναι μεγάλες. Με την αυξανόμενη χρησιμοποίηση και σε εμάς υποκατάστατων, όπως όλα τα οικογενειακά επιδόματα του Διανεμητικού Λογαριασμού (ΑΛΟΕΜ), η κάλυμη αποδοχών σπουδαστών σε περίπττοση άδειας, οι παροχές σε στρατευόμευους, οι παροχές σε μισθωτούς που δέχονται να επαυαεκπαιδευτούν, απόκτησε ιδιαίτερη σημασία η έννοια του κοινωνικού

(9)

μισθού. T o πρόβλημα που μένει να δούμε είναι ποιες από τις παροχές αυτές υπάγονται στο νομικό καθεστώς του μισθού και ποιές όχι.

δ) Ο μισθός ως επιστροφή της αξίας που δημιουργείται από την ερνασία.

Η φύση της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας, όπαις τουλάχιστον η σύμβαση αυτή παρουσιάζεται στις οικονομίες της ελεύθερης αγοράς, αφήνει κατά βάση τον μισθωτό έξω από την επιχείρηση όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, ο εργοδότης αγοράζει την εργασιακή δύναμη του μισθωτού και όχι την αξία που δημιουργείτε από την εργασία του. Πάνω στην αρχή αυτή ακριβώς θεμελιώθηκε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής.

Μέσα στην λογική αυτών των πραγμάτων είναι ο αποκλεισμός του μισθωτού από τους κινδύνους της επιχείρησης και φυσικά από τα κέρδη της.

Ο μισθός αποτελεί ένα σταθερό ποσό που καταβάλλεται στον εργαζόμενο για την εργασία του ανεξάρτητα από την πορεία της επιχείρησης. Η αξίωση για τον μισθό στρέφεται εναντίον της επιχείρησης. Η εξαοίράλιση της σταθερότητας της αμοιβής θεωρήθηκε ως αντιστάθμισμα της εξάρτησης του μισθωτού γι’ αυτό και οι διεκδικήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων έτειναν πάντοτε στην αποφυγή όσο είναι δυνατόν των διακυμάνσεων του μισθού από αβέβαια γεγονότα.

Παρ’ όλα αυτά η σταθερότητα του μισθού δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας του τελευταίου. Πολλές φορές ένα μέρος του μισθού αποτελείται από επιδόματα που σχετίζονται με τις κερδοζημίες της επιχείρησης, ενώ άλλες φορές εξαρτάται αποκλειστικά από άλλου είδους διακυμάνσεις, όπτος συμβαίνει π.χ. με τον μισθό σε ποσοστά. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε κυμαινόμενη αμοιβή που δεν παύει ωστόσο να έχει τον χαρακτήρα μισθού.

Στην περίπτωση, ειδικότερα, που η αμοιβή του εργαζομένου υπολογίζεται με βάση τα κέρδη της επιχείρησης, είναι αλήθεια ποος υλοποιείται λιγότερο η ιδέα της αποτίμησης της εργασίας και περισσότερο η ιδέα της απόδοσης στον μισθωτό της οχρέλειας από την εργασία του. Γ ι’

αυτό, στην περίπτοοση αυτή, δεν λαμβάνεται συνήθως υπόμη για τον υπολογισμό η εργασία του καθενός χοοριστά αλλά η εργασία όλων των μισθωτών συλλογικά.

Η ιδέα της απόδοσης της αξίας που παράγεται από την εργασία ή τσυλάχιστον ενός μέρους από αυτήν είχε κυρίτος επίδραση στον προσανατολισμό των διεκδικήσεων των εργαζομένων για τις αυξήσεις των μισθών τους, πράγμα που αποδεικνύεται από τον συσχετισμό τον αυξήσεων που επιδιώκονται με την οικονομική άνοδο της επιχείρησης. Μέσα στο πνεύμα αυτό προτοθήθηκαν μελέτες για την όσο γίνεται πιο δίκαιη κατανομή του προϊόντος της οικονομικής αύξησης και της αύξησης της

(10)

παραγωγικότητας τόσο στο επίπεδο της επιχείρησης όσο και στο επίπεδο της οικονομίας γενικότερα.

2. Καταβολή μισθού χωρίς παροχή εργασίας

Α. Υπερημερία ή αδυναμία του ερνοδότη να αποδεχτεί την εργασία

Κατά το άρθρ. 656, αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ούς προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανώτερη 6ία, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό του, χαιρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης όμως έχει το δικαίωμα να εκπέσει από τον μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από την ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού.

Συνεπώς υπερημερία εργοδότη έχουμε όταν σε έγκυρη σύμβαση εργασίας αυτός δεν αποδέχεται την εργασία του μισθωτού που προσφέρει πραγματικά και κατά τρόπο προσήκοντα, εκτός από τις περιπτώσεις που οφείλονται σε ανωτέρα βία.

Είναι υπερήμερος ακόμη :

α) όταν δεν παίρνει τα απαιτούμενα μέτρα υγιεινής και αστράλειας για να μπορεί ο μισθωτός να εργάζεται ακίνδυνα.

β) όταν η άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του μισθωτού οφείλεται σε τυχερά γεγονότα (όχι ανώτερη βία), όποος η βροχή, βλάβη μηχανημάτων κ.λ.π.

γ) η άρνηση του εργοδότη να δεχτεί την εργασία του μισθωτού συνιστά μονομερή καταγγελία της σύμβασης και υποχρεούται στην καταβολή μισθών υπερημερίας.

δ) η ανυπαίτιος αδυναμία παροχής εργασίας του μισθωτού (ασθένεια) κατά την διάρκεια υπερημερίας του εργοδότη δεν αίρει την υπερημερία του εργοδότη.

ε) σε περίπττοση μισθωτού επιτυχόντος σε διαγωνισμό, ο εργοδότης εντός εύλογου χρόνου πρέπει να αποδέχεται τις υπηρεσίες του.

στ) όταν ο μισθωτός εξαναγκαστεί να αποχωρήσει από την εργασία εξαιτίας ανάρμοστης συμπεριφοράς του εργοδότη που κάνει αδύνατη την παροχή εργασίας από τον μισθωτό, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως.

ζ) στη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου όταν ο εργοδότης καταγγείλει αυτή προ της λήξεώς της, χοτρίς σπουδαίο λόγο, είναι υπερήμερος και υποχρεούται να πληρώσει τους μισθούς μέχρι λήξεως του χρόνου που συμφωνήθηκε να ισχύει η σύμβαση.

η) στην καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ο εργοδότης είναι υπερήμερος όταν δικαστικά ακυρωθεί η καταγγελία αυτή είτε για μη τήρηση των διατυπώσεων του Ν. 3198/55, είτε για κατάχρηση

(11)

δικαιώματος βάσει ΑΚ 281, είτε για συνδικαλιστική δράση βάσει Ν.1264/82κ.λ.π.

Ο εργαζόμενος δικαιούται να αποκτήσει τις αποδοχές του για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η υπερημερία του εργοδότη του καθώς και καθετί που ο μισθωτός κατά την εργασιακή του σύμβαση θα κέρδιζε ο εργαζόμενος (ΑΠ 154/55, ΑΠ 941/88, Εφ. Αθ. 3662/89).

Πέραν αυτού ο μισθωτός δικαιούται να αξιώσει και χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης για προσβολή προσωπικότητας του από την μη απασχόληση του (ΑΚ. 57 Πρωτ. Αθ. 2311/65).

Ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε άλλη μέρα και ώρα (ΑΚ 656).

Ο εργοδότης δικαιούται να εκτελέσ ει από τις οφειλόμενες αποδοχές όσο ο μισθωτός εισέπραξε εκ της διαθέσετος της εργασίας του άλλου και για ίδιο λογαριασμό και συμφέρον επαγγελματικής απασχόλησης ή οχρελήθηκε από την ματαίοχτη της εργασίας.

Η έκπτωση των αλλαχού κερδηθέντων δεν έχει έννοια ότι ο μισθωτής υποχρεούται να δεχτεί οποιαδήποτε άλλη εργασία ή να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας για να απαλλάξει τον εργοδότη από την πληρωμή αποδοχών υπερημερίας (ΑΠ 1264/86).

Η υπερημερία του εργοδότη παύει με δήλούση του ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού ή δια μεταγενέστερης νομικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ή δια προσκλήσεως του μισθωτού να επαναλάβει την εργασία του( ΑΠ 70/57, ΑΠ 618/63, ΑΠ 382/71, Εφ. ΑΘ.1204/71 και 106/84, ΑΠ 361/75, ΑΠ 1067/83 Εφ. Ναυπλίου 406/87).

Β. Αποχή του μισθωτού από την εργασία ένεκα κωλύματος από σπουδαίο Λόγο

Κατά το άρθρο 657 του ΑΚ ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίτοσή του για τον μισθό, αν ύστερα από ΙΟήμερη τουλάχιστο παροχή εργασίας εμποδίζεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του.

Ο σπουδαίος λόγος αποχής είναι η ασθένεια (συνηθέστερη περίπτωση ανυπαίτιου κωλύματος), το ατύχημα, ο τραυματισμός, ο τοκετός, η βαρειά ασθένεια ή θάνατος στενότατου συγγενούς, ιδιαίτερης σημασίας οικογενειακά γεγονότα (απόκτηση τέκνου, γάμος κ.λ.π.), η απασχόληση για εκπλήροχτη υποχρεωτικών καθηκόντων (ένορκος μάρτυρας σε δίκη), η επιστράτευση μισθωτού (έφεδρος και όχι κληρωτός) ή αιχμαλοκτία μισθωτού, η άσκηση εκλογικού δικαιώματος σε τόπο που απέχει από τον τόπο εργασίας και απαιτείται χρόνος για μεταβίβαση ή άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων, ή λουτροθεραπεία κ.λ.π.

Αντίθετα δεν αποτελούν ανυπαίτιο κώλυμα (σπουδαίος λόγος) η φυλάκιση μισθωτού, η σύλλημη μισθωτού από τις Αρχές, η υπαίτιος ασθένεια

(12)

κ.λ.π. Εφόσον ο εργαζόμενος απασχολήθηκε για δέκα (10) τουλάχιστο ημέρες και δεν συμπλήροκτε έτος υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη δικαιούται, λόγω ανυπαίτιου κωλύματος, τις αποδοχές του για 15 ημερολογιακές ημέρες.

Αν όμως έχει συμπληρώσει έτος υπηρεσίας τότε δικαιούται τις αποδοχές για ένα μήνα. Όταν πρόκειται για αμειβόμενους με ημερομίσθιο καταβάλλονται τόσα ημερομίσθια όσες εργάσιμες μέρες του 15νθήμερου ή του μήνα (δηλαδή 13 ή 26 ημερομίσθια, αντίστοιχα), ενώ οι αμειβόμενοι με μισθό δικαιούνται τις αποδοχές του μισού ή ολόκληρου μηνιαίου μισθού τους, αντίστοιχα (Πρώτ. Αθ. 7389/58).

Ο εργοδότης δικαιούται να εκπέσει όσα έλαβε ο εργαζόμενος βάσει υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφάλισης π.χ εκ του ΙΚΑ ή άλλου ασφαλιστικού οργανισμού. Εκπίπτοντας βέβαια όσα έλαβε ο εργαζόμενος για τις ημέρες του 15νθήμερου ή μήνα (ΑΠ 308/86, ΕΑ ΕΔ 1987 σελ. 102,334 και 387).

Συνεπώς για να γίνει από τον εργοδότη έκπτοχτη των ασφαλιστικών παροχών, θα πρέπει να υπάρχει υποχρεωτική εκ του νόμου ασφάλιση του μισθωτού και όχι ιδιωτική ή προαιρετική ασφάλιση.

Κατά το άρθρο 5 του ΑΝ 178/67 σε περίπτοοση ασθένειας του μισθωτού διάρκειας 1 μέχρι 3 ημέρες, ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή μόνο των μισών (1/2) αποδοχών, ενώ ο ασφαλιστικός οργανισμός (ΙΚΑ κ.λ.π.) απαλλάσσεται από την πληρωμή επιδόματος. Εάν η ασθένεια διαρκέσει άνω του 3ήμερου τότε ο εργοδότης καταβάλλει το μισό (1/2) ημερομίσθιο μόνο για τις πρώτες ημέρες της πρώτης ασθένειας, που διήρκησε άνω του 3ήμερου, ενώ όταν πρόκειται για την 2η ή 3η κ.λ.π. μέσα στο έτος ασθένεια του μισθωτού, που διήρκησε άνω των τριών ημερών, τότε ο εργοδότης συμπληρώνει το ημερομίσθιο του μισθωτού από την πρώτη ημέρα 2ης ή 3ης ασθένειας (Υπ. Εργασίας Έγγραφο 13847/1974).

Στο πρόβλημα εάν η αξίωση του μισθωτού για τον μισθό του διατηρείται ανεξάρτητα από το πόσο συχνά εμφανίζονται τα κωλύματα η επικρατέστερη γνώμη είναι ότι η υποχρέτοση του εργοδότη για καταβολή μισθών στα όρια του άρθρ. 658 ΑΚ λογίζεται ότι υπάρχει για κάθε χρόνο.

Γ. Δ ια θ εσ ιμ ό τη τα

Στην διαθεσιμότητα των μισθωτών έχουμε εκ του νόμου προσωρινή αναστολή της υποχρέοχτης του μισθωτού να παρέχει την εργασία του σύμφωνα με το άρθρο 10 Ν. 3198/55 ο εργοδότης καταβάλλει το ήμισυ των αποδοχών τους εις διαθεσιμότητα μισθωτού.

Στην περίπτούση που για υπηρεσιακούς λόγους (οργανωτικές μεταβολές, μεταβολές στην σύνθεση προσωπικού ή στις θέσεις προσωπικού κ.α.) απαλλάσσεται ο μισθωτός από τα καθήκοντα του και βρίσκεται στην διάθεση του εργοδότη μέχρι να τοποθετηθεί στην ίδια ή σε άλλη θέση εργασίας, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ολόκληρο τον μισθό στον μισθωτό.

(13)

Δ. Άδεια με αποδοχές

Όλοι οι εργοδότες υποχρεούυται να χορηγούν κάθε χρόνο στους μισθωτούς την άδεια απουσίας με αποδοχές γιατί έτσι δίνεται η ευκαιρία στους εργαζόμενους να αναπαυτούν και να μυχαγωγηθούν κάτι που είναι απαραίτητο και για την αύξηση της παραγωγικότητας τους. Κατά την διάρκεια της άδειάς τους, τους καταβάλλονται οι αποδοχές των ημερών αυτών και μάλιστα επιπλέον ειδικό επίδομα άδειας.

Ε. Άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης

Οι μισθωτοί έχουν το δικαίωμα να δηλώσουν ότι σταματούν να εργάζονται στην επιχείρηση, όταν ο εργοδότης καθυστερεί την καταβολή των οφειλομένων αποδοχών τους (Αρ, Παγ. 516/83).

Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον μισθωτό τις δεδουλευμένες και καθυστερούμενες αποδοχές όχι μόνο των μηνών που τους οφείλει αλλά και των μηνών που σταμάτησαν οι μισθωτοί να εργάζονται μέχρι να μπορέσει η εταιρεία να τους πληρώσει. Οι μισθωτοί έχουν το δικαίωμα να απασχοληθούν και σε άλλη επιχείρηση, αλλά πρέπει να μπορούν να επιστρέμουν στην εργασία τους μόλις τους πληρώσει η επιχείρηση και τους καλέσει για εργασία.

3. Ο καθορισμός του μισθού Ά. Νόμιμος μισθός

Λέγοντας νόμιμο μισθό εννοούμε τα κατώτερα - ελάχιστα όρια αποδοχών που καθορίζονται με συλλογικές συμβάσεις και αν δεν συμφώνησαν οι ενδιαφερόμενοι, με αποφάσεις των Διοικητικών Διαιτητικών Δικαστηρίων που επιθυμούν τις συλλογικές διαφορές. Εκεί όμαις που, είτε δεν υπάρχουν εργοδοτικές επαγγελματικές οργανώσεις ή οργανώσεις εργαζομένων για διαπραγμάτευση και υπογραφή συλλογικής, σύμβασης, είτε ορισμένες ειδικότητες δεν περιλαμβάνονται σε δεδομένες συλλογικές συμβάσεις, οπότε είναι αδύνατη η ρύθμιση των αποδοχών με τον τρόπο αυτό, τότε τα ελάχιστα όρια μισθών καθορίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εργασίας.

Β. Συμβατικός μισθός

Συμβατικός μισθός είναι αυτός που καθορίζεται με ελεύθερες διαπραγματεύσεις των μερών στην ατομική σύμβαση εργασίας. Η συμβατική όμως ελευθερία για τον καθορισμό του μισθού περιορίζεται προς δύο κατευθύνσεις : προς τα κάτω, αφενός μεν δεν μπορεί να συμφωνηθεί μισθός κάτω των νόμιμων - ελάχιστων ορίων, αφετέρου δε ότι δεν μπορεί να συμφωνηθεί μισθός δυσανάλογος με την παροχή εργασίας, εκμεταλλευόμενος ο εργοδότης την απειρία, την ανάγκη ή τη κουφότητα του

(14)

εργαζομένου (αισχροκερδής σύμβαση, άρ8ρ. 179 ΑΚ). Και προς τα άνω, για όσους απασχολούνται στον δημόσιο τομέα, το σύνολο των καθαρών αποδοχών του εργαζόμενου δεν μπορούν να υπερβούν τις συνολικές ακαθάριστες αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου με σύζυγο, δυο παιδιά και προϋπηρεσία 29 ετών.

Γ. Ειθισμένος μισθός

Ειθισμένος μισθός (ή συνήθης μισθός) είναι αυτός που καταβάλλεται σε μισθωτούς με την ίδια ειδικότητα, τα ίδια προσόντα, τις ίδιες ιδιότητες για όμοιες εργασίες που προσφέρονται υπό τις ίδιες συνθήκες, ελλείμ ει συμφωνίας ή νόμιμου καθορισμού του μισθού. Ο ειθισμένος μισθός, δηλαδή, τότε μόνο καταβάλλεται, όταν ο μισθωτός, δεν δικαιούται ούτε νόμιμο, ούτε συμβατικό μισθό προφανώς γιατί, ούτε συλλογική σύμβαση υπάρχει για την ειδικότητα του, ούτε τυχόν υπάρχουσα μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτοχτη του επειδή π.χ. ο εργοδότης του ή και ίδιος δεν είναι οργανωμένα μέλη των οργανώσεων που υπέγραμαν την συλλογική σύμβαση.

4. ΕΓΣΣΕ και οι όμοιας εφαρμογής ΔΑ

Οι Εθνικές Γενικές ΣΣΕ (ΕΓΣΣΕ) συνάπτονται και υπογράφονται εκ μέρους των εργοδοτών από τις επαγγελματικές οργανώσεις τους, γενικότερης σημασίας, ήτοι του ΣΕΒ, των Εμπορικών Συλλόγων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσ/νίκης επροσωπουμένων με κοινό εκπρόσωπο και της Γεν. Συνομ.

Επαγ/τιών - Βιοτεχνών Ελλάδας και εκ μέρους των μισθωτών από την Γεν. Συν. Εργατών Ελλάδας. Με τις ΕΓΣΣΕ ή όμοιας εφαρμογής ΔΑ μπορούν αν ρυθμίζονται οι γενικοί όροι και συνθήκες εργασίας καθώς επίσης τα κατώτατα όρια αποδοχών και τα πάσης φύσεως επιδόματα και προσαυξήσεις σε αυτά. Οι όροι ΕΓΣΣΕ ή όμοιας εφαρμογής ΔΑ κατισχύουν των τυχών αντίθετων όρων των λοιπών κλαδικών ΣΣΕ και ΔΑ (άρθρα 2,3,6 Ν.1876/90).

Οι ΕΓΣΣΕ έχουν εφαρμογή :

α) από πλευράς εργοδοτών σε όλους αυτούς είτε είναι Δημόσιο είτε ΝΠΔΔ, τα οποία απασχολούν μισθωτούς με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και

β) από πλευράς εργαζομένων επί μισθωτών που δεν υπάγονται σε άλλη ειδικότερη κλαδική ΣΣΕ ή ΔΑ, επί μισθωτών που υπάγονται σε άλλη ειδικότερη κλαδική ΣΣΕ ή ΔΑ πλην όμαις δεν εφαρμόζεται γι’ αυτούς είτε δεν είναι μέλη των οργανώσεων που υπέγραμαν, είτε γιατί δεν κηρύχθηκε γενικά υποχρεωτική ή δεν υπογράφτηκε ενώπιον του Υπουργού Εργασίας και σε όλους τους μισθωτούς της χώρας μεν σε ειδικότερη κλαδική ΣΣΕ ή ΔΑ αλλά παίρνουν βάσει αυτών μικρότερες αποδοχές από τις καθορισμένες με τις ΕΓΣΣΕ (ΔΕΝ 1991 σελ. 752 - ΔΕΝ 1992 σελ.127 - άρθρ. 8 Ν.1876/90).

Οι όροι της ΕΓΣΣΕ και όμοιας έκτασης ΔΑ κατισχύουν, όπτος προελέχθη, των τυχόν δυσμενέστερων όρων των λοιπών κλαδικών ΣΣΕ ή ΔΑ

(15)

ή ΙΑ. Τούτο ισχύει για τους μισθωτούς που υπάγονται σε κλαδική ΣΣΕ, ΔΑ ή ΥΑ και για τους οποίους οι διατάξεις της ΕΓΣΣΕ εφαρμόζονται μόνο αν το σύνολο των αποδοχών που παίρνουν βάσει της κλαδικής ΣΣΕ, ΔΑ ή ΥΑ είναι μικρότερο από το σύνολο των κατώτατων αποδοχών της ισχύουσας ΕΓΣΣΕ. Για την σύγκριση λαμβάνεται υπόμη το σύνολο των αποδοχών (βασικός μισθός ή ημερομίσθιο συν τριετίες - πολυετίες κ,λ.π. επιδόματα) που συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός βάσει της κλαδικής ΣΣΕ που υπάγεται και το σύνολο των κατώτατων μισθών ή ημερομισθίων (ανάλογα με την ιδιότητα του υπαλλήλου ή εργάτη) της ΕΓΣΣΕ, ήτοι βασικός μισθός ή ημερομίσθιο συν τριετίες και επίδομα γάμου, που ορίζει αυτή (ΔΕΝ 1990 σελ.639 και 1007 - ΔΕΝ 1991 σελ. 383 και 752).

Εφαρμογή ΕΓΣΣΕ στο Δημόσιο - ΝΠΔΔ βλέπε ΔΕΝ 1991 σελ.152,153, 383 και 608, ΔΕΝ 1992 σελ. 349,1152, ΔΕΝ 1993 σελ. 286, 497.

5. ΕΓΣΣΕ και όμοιες ΔΑ από 1975 μέχρι 1993

Μετά την επαναφορά των ΕΓΣΣΕ με τον Ν Δ 73/74 εκδόθηκαν οι εξής ΕΓΣΣΕ ή όμοιας εφαρμογής ΔΑ;

1) ΕΓΣΣΕ από 26/2/75 'περί αυξήσεων των γενικών κατώτατων ορίων αποδοχών (μισθών και ημερομισθίων) και περί εφαρμογής των αρχών της ίσης αμοιβής αρρένων και θηλέων κ.λ.π.' δημοσιευθείσες με τις ΥΑ 11398/75, 11399/75 και 11400/75 Υπ. Εργασίας (ΔΕΝ έτους 1975 σελ.117, 118 και 179) και κυροοθείσες με Ν.133/75.

2) ΔΑ 10/76 "περί αύξησης των γενικών κατώτατων ορίων μισθών κ.λ.π." (ΔΕΝ έτος 1976 σελ. 430). Βλέπε και Ν. 435/76.

3) ΕΓΣΣΕ 26/1/77 περί αυξήσεως των γενικών κατώτατων ορίων, μισθών και ημερομισθίων κ.λ.π." (ΔΕΝ έτους 1977 σελ. 94). Βλέπε και Ν.549/77.

4) ΔΑ 9/78 «περί αυξήσεων των γενικών κατώτατων ορίων μισθών και ημερομισθίων εργ/των και υπαλλήλων απάσης χώρας» (ΦΕΚ 183/Β/1978).

5) ΔΑ 6/79 « περί αυξήσεων των γενικών όρων, μισθών και ημερομισθίων κ.λ,π." (ΦΕΚ 194/Β/24.2.79) και 100/79 (ΦΕΚ 1137/Β/27.12.79).

6) ΔΑ 120/80 (ΦΕΚ 103/Β/14.12.1980).

7) ΔΑ 1/1982 (ΦΕΚ 115/Β/19. 3. 82) που κυρώθηκε με τον Ν.1346/83.

8) ΕΓΣΣΕ 14. 2.1984 (ΦΕΚ 81/Β/20. 2.1984).

9) ΕΓΣΣΕ 19.1.1985 (ΦΕΚ 50/Β/31.1.1985 - ΔΕΝ 1985 σελ. 97).

10) ΕΓΣΣΕ 13. 3.1986 (ΦΕΚ 423/Β/21. 3.1986 - ΔΕΝ 1986 σελ. 289).

11) Απόφαση Π.ΔΔΔ Αθηνών 7/87 (ΦΕΚ 122/Β/17. 3.1987 - ΔΕΝ 1987 σελ.

365).

12) ΕΓΣΣΕ 21.1.1988 (ΦΕΚ 40/Β/1. 2. 88 - ΔΕΝ 1988 σελ.123).

13) ΕΓΣΣΕ 10. 3.1989 (ΦΕΚ 213/Β/23. 3. 89 - ΔΕΝ 1989 σελ. 351).

(16)

14) ΕΓΣΣΕ 21. 2.1990 (ΦΕΚ 116/Β/1. 3. 9 0 - ΔΕΝ 1990 σ ε λ 245, 286).

15) ΕΓΣΣΕ 3. 4.1991 (πράξη κατ. Υπ. Εργασίας 10/4. 4. 91 ΔΕΝ 1991 σελ. 362) για έτη 1991/1992.

16) ΕΓΣΣΕ 9. 6. 1993 (πράξη κατ. Υπ. Εργασίας 37/11. 6. 93 - ΔΕΝ 1993 σελ. 635) για έτος 1993 (ΕΑΕΔ 1993 σελ. 580, 625 - ΕΞΕΔ 1993 σ ελ.^ί^.

λ ί ) ΕγΖς£· CWV ΐ ί) Μ ί ύ Λ ·ί4 id) i C i )

\i)e m € I M t UP.) cO

6. Συστήματα αμοιβής A. Χρονικός μισθός

Ο χρονικός μισθός αποτελεί την πλέον συνηθισμένη μορφή πληρωμής και υπολογίζεται με βάση τον μήνα (μηνιαίος μισθός), την εβδομάδα, την ημέρα (ημερομίσθιο) ή την ώρα (οορομίσθιο). Ο τρόπος αυτός πληρωμής εφαρμόζεται κυρίως στις περιπτώσεις εκείνες που δεν ενδιαφέρει η ποσότητα περισσότερο, όσο η ποιότητα της προσφερόμενης εργασίας ή εκεί όπου δεν είναι δυνατός ο ποσοτικός προσδιορισμός της προσφερόμενης εργασίας (υπάλληλοι γραφείων, καλλιτεχνικές εργασίες κ. λ. π)

Β. Μισθός κατά μονάδα εργασίας

Ο μισθός κατά μονάδα εργασίας έχει τος βάση υπολογισμού την απόδοση του μισθωτού. Ανάλογα, δηλαδή, με τα ποσά 'κομμάτια' προϊόντα παράγει ο μισθωτός την ώρα ή την ημέρα, προσδιορίζεται και το ύμος της αμοιβής του μισθωτού. Ένας άλλος τρόπος πληρωμής του μισθωτού, που επίσης εξαρτάται από την απόδοση του, είναι η αμοιβή του κατ’ αποκοπή, όταν ο μισθωτός αναλαμβάνει εργολαβικά την εκτέλεση μιας εργασίας έναντι προσυμφωνημένης αμοιβής.

Γ. Μισθός σε ποσοστά ε π ί των κερδών ή των εισπράξεων Μισθός σε ποσοστά επί των κερδών είναι ο υπολογιζόμενος βάσει των κερδών (των καθαρών) ολόκληρης της επιχείρησης ή τμήματος της.

Μισθός σε ποσοστά επί των εισπράξεων είναι ο υπολογιζόμενος βάσει των εισπράξεων είτε της επιχείρησης γενικά, είτε του συγκεκριμένου μισθωτού, οπότε καλείται και προμήθεια. Αν ο μισθός συνίσταται ολικά ή κατά ένα μέρος σε ποσοστά από τα κέρδη, ο εργοδότης έχ ει υποχρέωση να παρέχει στον εργαζόμενο ή αντί γι’ αυτόν σε πρόσωπο που εκλέγουν τα μέλη ή το δικαστήριο, τις αναγκαίες πληροφορίες για τα κέρδη και τις ζημιές, και εφόσον απαιτείται, έχει την υποχρέοχτη να επιδείξει τα λογιστικά βιβλία.

Δ. Μισθός από φιλοδωρήματα

(17)

Τα φιΛοδίύρήματα αποτελούν ένα ιδιόρρυθμο τρόπο αμοιβής του εργαζομένου. Η ιδιορρυθμία τους βρίσκεται κατά πρώτο λόγο στο ότι το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται από τον εργοδότη αλλά από τρίτους και κατά δεύτερο λόγο στο ότι, καταβάλλεται προαιρετικά, φαίνεται να περιέχει το στοιχείο της χαριστικής πράξης. Οι ιδιορρυθμίες γύρω από τον τρόπο αυτό αμοιβής του μισθωτού είναι τόσες πολλές, ώστε εύκολα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ή αμοιβή αυτή έχει πολλή λίγη σχέση με τον μισθό. Παρόλα αυτά τσ φιλοδώρημα θεωρείται σήμερα ότι αποτελεί μισθό.

Ε. Μικτά συστήματα

Είναι δυνατόν λοιπόν πολλές φορές να συνδυάζεται χρονικός μισθός με αμοιβή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά στα κέρδη ή φιλοδωρήματα ή προμήθεια, ώστε ένα μέρος του μισθού να παραμένει σταθερό χρονικά, και πάνω από αυτό να ενεργούν μισθολογικά και άλλα συστήματα υπολογισμού της αμοιβής. Σε όποιο σύστημα και αν υπολογίζεται η αμοιβή ισχύουν τα κατώτερα όρια μισθών σαν όρια ασφάλειας, έτσι αν δεν καλύπτονται αυτά τα όρια οι μισθωτοί δικαιούνται να αξιώσουν από τον εργοδότη την ανάλογη συμπλήροοση της αμοιβής τους.

7. Η μορφή του μισθού Α. Ο μισθός σε χρήμα

Ο μισθός δεν αποτελείται μόνο από χρήματα αλλά συνίσταται και σε διάφορες άλλες παροχές σε είδος. Έτσι διακρίνουμε τον μισθό σε χρήμα από τον μισθό σε είδος.

Μισθός σε χρήμα είναι ο μισθός που υπολογίζεται σε χρηματικές μονάδες. Ο τρόπος αυτός καθορισμού του περιεχομένου του μισθού αποτελεί τον κανόνα. Βασική στο σημείο αυτό είναι η δ.σ.ε αριθμ. 95 που κυρώθηκε με τον Ν. 3248/55.

Η συμφωνία για τον χρηματικό μισθό πρέπει να γίνεται στο εθνικό νόμισμα. Συμφωνία μισθού σε αλλοδαπό νόμισμα ή σε δραχμές αλλά σε ποσό που προσδιορίζεται από την τιμή συναλλάγματος που ισχύει κάθε φορά είναι άκυρη (άρθρ. 4 §1, 2 ΑΝ 364/1945). Η ακυρότητα είναι μερική, με την έννοια ότι δεν παρασύρει ολόκληρη την σύμβαση. Έτσι, επιβάλλεται απλώς η μετατροπή του μισθού σε δραχμές, η οποία θα πρέπει να γίνει με βάση την τιμή του συναλλάγματος κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, χτορίς να αποκλείεται και μια πρόσθετη αμοιβή που θα αποτιμηθεί κατά κρίση αγαθού ανδρός.

Η συμφωνία όμτύς ότι η αμοιβή θα αποτελεί το ισάξιο του συναλλάγματος με την τιμή που ισχύει στον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης δεν είναι άκυρη. Η παραπάνω απαγόρευση δεν ισχύει για την εργασία που παρέχεται στο εξωτερικό, ανεξάρτητα αν η σύμβαση καταρτίστηκε ή όχι στην Ελλάδα. Η πληρωμή στην περίπτοκτη αυτή, εφόσον γ ίνει στην Ελλάδα, θα

(18)

γίνει σε δραχμές. Ο μισθός σε χρήμα πρέπει να καταβάλλεται σε χρηματικές μονάδες.

Η καταβολή του μισθού πρέπει να γίνεται 'τοις μετρητοίς'.

Απαγορεύεται, ειδικότερα, η καταβολή του με μορφή γραμματίων, 'μπον' τοκομεριδίων ή συναλλαγματικών. Επιτρέπεται όμοος η καταβολή του με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή, όταν ο μισθωτός δέχεται τον τρόπο αυτό καταβολής ή αν τον προβλέπει η συλλογική σύμβαση ή τέλος, αν ο τρόπος αυτός είναι συνηθισμένος ή επιβάλλεται από ειδικές συνθήκες.

Απαγορεύεται όμοος οπωσδήποτε η εξόφληση του χρηματικού μισθού με παροχές σε είδος. Η συμφωνία ότι η πληρωμή του μισθού θα γίνεται από τον ίδιο τον μισθωτό με παρακράτηση μέρους εισπράξεων είναι δυνατή με ή χοορίς όρους.

Β. Ο μισθός σε είδος

α) Έννοια και προϋποθέσεις παροχής

Μισθός σε είδος είναι ο μισθός που συνίσταται στην παραχώρηση στον μισθωτό της κυριότητας ή της χρήοης ορισμένων πραγμάτων ή ακόμη στην παροχή προς αυτόν ορισμένων υπηρεσιών. Ο μισθός σε είδος, άλλοτε καλύπτει το σύνολο του μισθού και άλλοτε μόνο ένα μέρος του. Το τελευταίο αυτό αποτελεί και τον κανόνα.

Είναι αυτονόητο ότι σε μια οικονομία που βασίζεται στις χρηματικές συναλλαγές, ο τρόπος αυτός προσδιορισμού του περιεχομένου του μισθού αποτελεί την εξαίρεση. Συγχρόνως όμως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η σύμβαση εξηρτημένης εργασίας είναι κατ’ εξοχήν σύμβαση όπου παρατηρείται σε σημαντικό βαθμό ή μερική τουλάχιστον καταβολή της αντιπαροχής σε είδος.

Η καταβολή ολόκληρου του μισθού σε είδος παρατηρείται στις γεούργικές εργασίες, στις οποίες ο μισθωτός αμείβεται με τα παραγόμενα γεωργικά προϊόντα (λάδι, σιτάρι κ.λ.π.). Καταβολή ενός μέρους του μισθού σε είδος παρατηρείται σε όλους τους τομείς. Κυρίο)ς συνηθίζεται για το οικόσιτο προσωπικό, το προσωπικό των ξενοδοχείων και των εστιατορίων, τους θυρωρούς κ.λ.π. Αλλά και στην βιομηχανία με την πρακτική των επιδομάτων σε είδος, ο μισθός σε είδος έχει μεγάλη διάδοση. Η χρησιμότητα των παροχών σε είδος δεν πρέπει να αμφισβητηθεί. Είναι όμο)ς επίσης αληθινό ότι ο τρόπος αυτός προσδιορισμού του μισθού περιέχει πολλούς κινδύνους για τον μισθωτό. Γι’ αυτό σε όλες τις σύγχρονες νομοθεσίες, χτορίς να απαγορεύεται, υποβάλλεται σε πολλούς περιορισμούς.

Σε εμάς ο μισθός σε είδος προβλέπεται ή λαμβάνεται υπόμη από μερικές διατάξεις (βλ. άρθρ. 3 §2 Ν. 212/1920, άρθρ. 3 §3 ΑΝ 539/45, άρθρ.

25 §3 Ν. 3239/55, άρθρ. 25 §4 ΑΝ 1846/1951 κ.ο.κ.). Ύστερα όμως από την επικύροχτη με τον Ν. 3248/1955 της δ.σ.εργασ. αρίθ. 95, ο μισθός σε είδος μόνο ως παρεπόμενη αμοιβή είναι δυνατός γιατί προβλέπεται ρητά σε αυτή

(19)

ότι η εθνική νομοθεσία μπορεί να επιτρέπει την μερική καταβολή του μισθού σε είδος. Η απαγόρευση όμως αυτή δεν ισχύει για την γεωργία, γιατί το πεδίο εφαρμογής της σύμβασης δεν περιλαμβάνει και τον γεωργικό τομέα.

Παράλληλα και αυτός ο μερικός περιορισμός του περιεχομένου του μισθού σε είδος αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και γι’ αυτό προβλέπονται αρκετοί περιορισμοί. Η δυσπιστία αυτή είναι εύλογη γιατί ο μισθός σε είδος περιορίζει την ελευθερία του μισθωτού να διαμορφώνει ελεύθερα τους όρους της ζωής του, δυσκολεύει τους εργατικούς αγώνες, δημιουργεί προβλήματα για την αποτίμηση του, ενώ πολλές φορές οδηγεί στον εξαναγκασμό του μισθωτού να δέχεται πράγματα που δεν είναι χρήσιμα.

Έτσι λοιπόν η δ.σ.εργ. αριθ. 95 απαγορεύει την καταβολή του ημερομισθίου σε οινοπνευματώδη ποτά ή σε επιβλαβή τράρμακα, επιβάλλει να παίρνονται τα κατάλληλα μέτρα, ώστε οι παροχές σε είδος να είναι χρήσιμες για τον εργαζόμενο και την οικογένειά του, απαγορεύει επίσης το σύστημα Truck, δηλαδή την υποχρέωση για τον μισθωτό να δέχεται στη θέση του μισθού του εμπορεύματα της επιχείρησης, καθιερώνει την αρχή της δίκαιης και λογικής αποτίμησης των παροχών κ.λ.π.

Παράλληλα η νομιμότητα του μισθού σε είδος αμφισβητήθηκε και σε σχέση με την νομοθεσία για την προστασία του νομίσματος (ΑΝ.

364/1945) που ορίζει ότι η αμοιβή των υπηρεσιών ή ενός έργου μπορεί να συμφωνείται μόνο σε δραχμές και γενικότερα απαγορεύει τις τιμαριθμικές ρήτρες. Τελικά επικράτησε η άπομη ότι απαγορεύεται η συναρμολόγηση μισθών σε είδος, όταν γίνεται για να καταστρατηγηθεί ο νόμος.

Από τον μισθό σε είδος πρέπει να διακρίνουμε τις παροχές σε είδος που δίνονται όχι οος αντάλλαγμα της εργασίας αλλά για άλλους λόγους, όπως είναι οι παροχές για τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης ή οι παροχές που αποτελούν αντικείμενο χτοριστής σύμβασης (π.χ. η παραχώρηση στον μισθωτό της χρήσης κατοικίας με χωριστή σύμβαση μίσθτοσης πράγματος).

Έτσι όταν έχουμε μια παροχή σε είδος, το μέλημά μας είναι να δοθεί ο σοκττός νομικός χαρακτηρισμός. Εφόσον χαρακτηριστεί ως μισθός έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα συναφή προβλήματα που εξετάζονται πιο κάτω.

β) A ντικείμενο του μισθού σε είδος

Με την επιφύλαξη των περιορισμών που είδαμε πιο πάνω, κάθε αγαθό που έχει οικονομική αξία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο του μισθού σε είδος. Τα πιο συνηθισμένα από τα αγαθά αυτά είναι τα τρόφιμα (έτοιμη τροφή), το πρωινό ρόφημα (γάλα, καφές), ο ιματισμός, η παραχώρηση της χρήσης κατοικίας με ή χτορίς ηλεκτρικό ρεύμα κ.λ.π., τα εισιτήρια ελεύθερης κυκλοφορίας με συγκοινωνιακά μέσα, τα τσιγάρα κ. λ. π.

yj Συνέπειες του χαρακτηρισμού της παροχής είδους ως μισθού Ο μισθός σε είδος παρουσιάζει, από εξωτερική άπομη, την μορφή μιας παροχής που είναι τυπική μιας άλλης έννομης σχέσης, διαφορετικής από την σύμβαση εργασίας : η παραχώρηση π.χ. της χρήσης κατοικίας

Referências