• Nenhum resultado encontrado

(1) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ GABRIEL TARDE: Η εποχή του κοινού

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "(1) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ GABRIEL TARDE: Η εποχή του κοινού"

Copied!
265
0
0

Texto

(1)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

GABRIEL TARDE: Η εποχή του κοινού. Μορφές υποκειμενικότητας στη σύγχρονη εποχή

ΦΑΝΗ ΓΙΑΝΝΟΥΣΗ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ

Θεσσαλονίκη 2016

(2)

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών

Τμήμα Πολιτικών Επιστημών

Διδακτορική διατριβή

Τίτλος: « Gabriel Tarde: Η εποχή του κοινού. Μορφές υποκειμενικότητας στη σύγχρονη εποχή»

Ονοματεπώνυμο: Φανή Γιαννούση

Τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή:

Νικόλας Σεβαστάκης (επιβλέπων) Γεράσιμος Βώκος

Γιάννης Σταυρακάκης

Θεσσαλονίκη 2016

(3)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Θα ήθελα να ευχαριστήσω την τριμελή επιτροπή της διδακτορικής μου διατριβής, καταρχάς τον Επόπτη καθηγητή της εργασίας μου, τον καθηγητή Νικόλα Σεβαστάκη για την καθοδήγηση, την υποστήριξη και τις επιστημονικές συμβουλές. Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα για την ελευθερία που μου παραχώρησε για να πραγματευτώ το συγκεκριμένο θέμα. Η ελευθερία αυτή διαμορφώθηκε σε κείμενο και τελικά σε επιχείρημα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καθηγητή Γεράσιμο Βώκο, δάσκαλο μου από τη Φιλοσοφική Σχολή. Οι παρατηρήσεις του εκείνες, που με ανάγκασαν να επαναδιατυπώσω τη σκέψη μου με μεγαλύτερη διαύγεια και ακρίβεια, στάθηκαν πολύτιμες. Θα προσπαθώ να σκέφτομαι όπως μου έμαθε. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καθηγητή Γιάννη Σταυρακάκη για τη θετική ενθάρρυνση της προσπάθειας μου, για τη βοήθεια και τις υποδείξεις του εκείνες που στάθηκαν πυξίδα της σκέψης μου.

Γράφουμε για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε, αλλά γράφουμε πάντοτε έχοντας στο νου τον άλλο. Να ευχαριστήσω τους συναδέλφους-συνομιλήτες που έκαναν λιγότερο μοναχική την πορεία μου και με βοήθησαν να σκεφτώ και να καταλάβω. Τους οφείλω πολλά.

Σε προσωπικό επίπεδο, ευχαριστώ τους επίμονους κηπουρούς του κήπου μου.

(4)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Περίληψη v

Abstract vi

Εισαγωγή 1

ΜΕΡΟΣ Α

Η θεωρητική προσέγγιση του Ταρντ

Κεφάλαιο 1: Γνωριμία με τον Gabriel Tarde 19

1.1 Το πνευματικό πλαίσιο 23

Κεφάλαιο 2: Η κατασκευή του κοινωνικού δεσμού και του υποκειμένου 35 2.1 Η επινόηση της μίμησις: Η θεωρία του Ταρντ 35 2.2 Η μέθοδος: Η στατιστική και η χρήση της 39

2.3 Οι Νόμοι της μίμησης 44

2.3.1 Επινόηση 53

2.3.2 Μίμηση 56

2.3.3 Αντίθεση 68

2.4 Μοναδολογία: η μεταφυσική της κοινωνιολογίας 70

2.5 Πίστη και επιθυμία 82

2.6 Ένα παράδειγμα ανάγνωσης : πίστη επιθυμία και πολιτική οικονομία 91

2.7 Η αντιπαράθεση με τον Ντυρκέμ 102

2.7.1 Οι θέσεις του Ντυρκέμ 106

2.7.2 Ταρντ – Ντυρκέμ η αμοιβαία κριτική 122

(5)

ΜΕΡΟΣ Β

Κεφάλαιο 3: Χαρτογράφηση του συλλογικού υποκειμένου 137 3.1 Ιστορία του κοινού και της κοινής γνώμης 137

3.2 Πλήθος- Κοινό: ο ένας και ο άλλος 151

Κεφάλαιο 4: Τρόποι και συνθήκες παραγωγής υποκειμενικότητας και δι-υποκειμενικότητας

175

4.1 Το κοινό και τα προϊόντα του 175

4.1.1 Η ποιητική του κοινού 181

4.1.2 Τρόποι υποκειμενοποίησης 183

4.2 Το κοινό και το πλήθος: μια γενεαλογία του κοινού 190

4.2.1 Η λειτουργία της γλώσσας 200

4.2.2 Συζήτηση 204

4.2.3 Η δημοκρατία των κοινών 207

4.2.4 Ατομικότητα και δημοκρατία 210

4.3 Το κοινό στη θεωρία της δι-ατομικής ψυχολογίας 213

Συμπεράσματα 224

Βιβλιογραφία 243

(6)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Σκοπός της διατριβής ήταν η μελέτη ήταν η μελέτη του γάλλου κοινωνικού στοχαστή Γκαμπριέλ Ταρντ. Ο Ταρντ, συγκαιρινός του Εμίλ Ντυρκέμ και ένας από τους ιδρυτές της γαλλικής κοινωνιολογικής σκέψης, παρέμεινε παραμελημένος καθώς το έργο του ξέφευγε από το κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα. Ωστόσο την τελευταία δεκαετία η σκέψη του αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο και γίνεται χρήση της στην κοινωνική και πολιτισμική θεωρία.. Το σχέδιο του δεν ήταν καθαρά κοινωνιολογικό, ψυχολογικό ή οικονομικό αλλά μια σύνθετη σύμπλεξη δυνάμεων που λειτουργούν σύμφωνα με γενικές αρχές. Προτάσσει ένα άνοιγμα στην καθημερινότητα, στο βιωμένο, στις σχέσεις, στα αντικείμενα και στις «ελάσσονες πολιτικές». Μια «μικροκοσμολογία», όπως θέλησαν να την ονομάσουν αργότερα, ή μια προσοχή στην δι-υποκειμενικότητα που διέπει κάθε σχέση. Αυτή του η θέση του επιτρέπει, όταν διερωτάται για το τι συγκροτεί την κοινωνία, να εντοπίσει και να αναδείξει τρεις κομβικές έννοιες τη μίμηση την επινόηση και την αντίθεση συγκροτώντας μια θεωρία δια-ψυχολογίας (interpsycholgie). Οι ιδέες που διατύπωσε για την στενή σχέση ανάμεσα στην ατομική προσωπικότητα, τα μοτίβα μίμησης και την κοινωνική δομή παραμένουν και σήμερα ενδιαφέρουσες. Αλλά η πιο τολμηρή πρόταση του είναι ότι η πίστη και η επιθυμία είναι οι θεμελιακές δυνάμεις όλων ανθρώπινων λειτουργιών και της κοινωνίας, διαμορφώνουν και μεταμορφώνουν θεσμούς, ομάδες και άτομα. Αν ο Ταρντ κατηγορήθηκε ότι φτιάχνει μεταφυσική αυτό συμβαίνει επειδή βασίζει το κοινωνικό σε μια σχέση. Το θεμελιώδες κοινωνικό γεγονός είναι η σχέση, σχέση διαφοράς και σχέση κατοχής. Η διαφορά παράγεται είτε τη στιγμή που δύο ρεύματα συγκρούονται (αντίθεση), είτε τη στιγμή που η μίμηση «παρεκκλίνει» ελάχιστα και παράγει κάτι όμοια αλλά όχι ίδιο. Η κατοχή οφείλεται στις εμπαθείς σχέσεις που αναπτύσσουν τα άτομα μεταξύ τους. Ο Ταντ αντιλαμβάνεται τον κόσμο φτιαγμένο από μονάδες Οι μονάδες φτιάχνονται μέσα σε δυναμικά πεδία. παθών, επιθυμιών, πεποιθήσεων. Η εξουσία συγκροτείται με τον ίδιο τρόπο που δομούνται όλα τα όντα, είναι δηλαδή ένας συνδυασμός δυνάμεων ιεραρχημένων, οι οποίες υπόκεινται στην ηγεμονία μας εξ αυτών η οποία μεταδίδεται και αυξάνεται χρησιμοποιώντας τις άλλες. Το έργο του μας παρέχει πολύτιμα εργαλεία προκειμένου να μπορέσουμε να συλλάβουμε το κοινωνικό πεδίο ως κάτι το αναπόφευκτα ανοικτό και δυναμικό καθώς σημασία για τον Ταρντ έχουν όλοι οι ολοκληρωμένες κοινωνικές δομές αλλά τα δίκτυα που τις παράγουν.

(7)

Το ερώτημα για τον ορισμό της κοινωνίας και τους αντίστοιχους ορισμούς του ατομικού και του συλλογικού υποκείμενου είναι κρίσιμα. Τα θεμελιώδη ζητήματα κοινωνικής τάξης, ταυτότητας και εξουσίας, καθώς και η σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό, είναι όλα αξεδιάλυτα ριζωμένα στο πλέγμα του συλλογικού-ατομικού υποκειμένου. Η παρούσα διατριβή είναι μια απόπειρα να αποτυπωθεί πως η ταρντική θεμελίωση της affectio και οι έννοιες του ατομικού και του συλλογικού χρησιμοποιούνται σήμερα όχι μόνο ως απόπειρα αναζωογόνησης της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας αλλά και ως μια απάντηση στο πιεστικό πρόβλημα του ελέγχου των πραγματικών παθών και ενεργειών που διαπερνούν τα σύγχρονα πλήθη και της τιθάσευσης τους σε κοινωνική και πολιτική δράση.

(8)

ABSTRACT

The aim of the present thesis was the study of the French social thinker Gabriel Tarde.

Tarde was a contemporary of Emile Durkheim and one of the founding fathers of French sociology. His work was neglected because it did not conform to the predominant scientific paradigm but over the past decade his thought has experienced a growing influence and is frequently used as a reference in social and cultural theory. His project was neither strictly a sociological, psychological, or economical one, but a complex manifold entanglement of forces which operated according to certain general principles.

These principles were crystallised in the concepts of imitation and invention which produced a theory, interpsychology. The recent revival of his distinctive approach to the study of human interaction centers on his notions of belief and desire as the cornerstones of society. In his thought, the diverse currents of faith and passion are the materials that configure and transform institutions, groups and individuals. Already in his first philosophical article, La croyance et le désir (1880), he writes: “At the bottom of internal phenomena, whatever they are, the analysis pushed to the limit will never discover more than three irreducible notions: belief, desire, and their point of application, pure sense.”

His work vividly demonstrates why for him modernity is understood in and through the role of belief and desire as he argues that modernization as process of material and immaterial transformation of living conditions relies upon the affective forces of imitations. We believe, we desire, therefore we imitate. Emotions are taken as a social phenomenon. The key is not only the differentiation between individual and collective emotions but the fact that society as a collective is driven by emotions. His work offers valuable tools for conceiving the social field as inevitably open and dynamic because what are important to Tarde are not the finished social structures but their generative networks as monads strive to possess (avoir) one another. This thesis is an attempt to highlight how this foregrounding of affect and his concept of the individual and the collective subject are currently used not only as a way to reanimate social and political theory but also as an answer to the pressing problem of grasping the real passions and energies that run through the modern day crowds and harnessing them into social and political action.

(9)

Εισαγωγή

Ο Γκαμπριέλ Ταρντ (Gabriel Tarde) κατατάσσεται στους τρεις κορυφαίους κοινωνιολόγους της Γαλλίας κατά τον 19ο αιώνα. Το έργο του δεν είχε συνεχιστές, ούτε άμεσους πνευματικούς απογόνους και παρέμενε σχεδόν αγνοημένο όλο τον 20ο αιώνα. Ο Ταρντ ήταν απλά μια σημείωση στην ιστορία της συγκρότησης της κοινωνιολογίας, γνωστός μόνο ως ο ηττημένος αντίπαλος του Durkheim∙ ή ως το αντίπαλο δέος του Le Bon στη συζήτηση για το πλήθος, τη σημασία και τη λειτουργία του. Όμως μια νέα ανάγνωση του έργου του έχει ξεκινήσει και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον όχι από τη σκοπιά της ιστορίας της κοινωνιολογίας ή της κοινωνικής ψυχολογίας αλλά υπό το φως των θεματικών που ο ίδιος ανέπτυξε:

της μίμησης, της υποκειμενικότητας και της δι-υποκειμενικότητας (των συνθηκών παραγωγής νοήματος) και της επικοινωνίας ως κοινωνικής αναγκαιότητας.

Ο Ταρντ δεν ανήκει στην ακαδημαϊκή παράδοση. Σπούδασε νομική και ήταν ανακριτής (juge d’instruction). Είχε εμπειρική επαφή με την κοινωνία, λόγω της δουλειάς του, και από εκεί ξεκινά και προσπαθεί να μιλήσει για τα προβλήματα της.

Αυτό που σε πρώτη ματιά θα φαινόταν μειονέκτημα είναι πλεονέκτημα, διότι ο Ταρντ μπορεί ελεύθερα να «εμπλέκεται»,να παρατηρεί τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα. Είναι κι ο ίδιος μέρος αυτού που μελετά, ανασηκώνει τις πτυχές και το αντικρίζει ταυτόχρονα και από έξω και από μέσα. Προτάσσει ένα άνοιγμα στην καθημερινότητα, στο βιωμένο, στις σχέσεις, στα αντικείμενα και στις «ελάσσονες πολιτικές». Μια «μικροκοσμολογία», όπως θέλησαν να την ονομάσουν αργότερα, ή μια προσοχή στην δι-υποκειμενικότητα που διέπει κάθε σχέση.

Αυτή του η θέση του επιτρέπει, όταν διερωτάται για το τι συγκροτεί την κοινωνία, να εντοπίσει και να αναδείξει ως κομβική έννοια τη μίμηση. Η έννοια της μίμησης είναι παλιά, όλη η αρχαία σκέψη αναγνωρίζει τη σημασία της. Ήδη στο έργο του Πλάτωνα υπάρχει μια συζήτηση για τη σχέση ανάμεσα στη μίμηση και την απομίμηση. Η μίμηση είναι ένας τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε και αλληλεπιδρούμε. Από τον Αριστοτέλη που την εξετάζει με τη μορφή της συνήθειας ως το Σπινόζα που παρατηρεί ότι μιμούμαστε τα συναισθήματα και το Λαροσφουκώ που δηλώνει ότι γνωρίζουμε μιμούμενοι («Αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι θα ερωτευόταν αν δεν ήξεραν τη λέξη;») οι συνήγοροι της μίμησης συγκροτούν μια σταθερή γραμμή. Σταδιακά όμως η έννοια αποκτά αρνητική σημασία που σχετίζεται

(10)

με την ελευθερία της βούλησης και την αξία του πρωτότυπου σε σχέση με το αντίγραφο. Η μίμηση μοιάζει ακαδημαϊκά μη ορθή καθώς θεωρήθηκε ένα φαινόμενο εντελώς μηχανιστικό και α-νόητο που καταργεί την ελεύθερη βούληση.

Η θεμελιώδης κοινωνική πράξη στο σύστημα του Ταρντ είναι δι-ατομική και είναι η μίμηση. Όταν μιλά για «μίμηση» εννοεί την πράξη της μίμησης και όχι το αποτέλεσμα αυτής της πράξης. Από τις πρώτες σελίδες του Les Lois de l’imitation (Οι Νόμοι της μίμησης1) γίνεται φανερό ότι φιλοδοξούσε να διατυπώσει μια γενική θεωρία της κοινωνιολογίας2, ένα επιστημονικό σχέδιο το οποίο θα κατόρθωνε να διακρίνει και να συλλάβει τα κοινά χαρακτηριστικά των κοινωνικών σχέσεων και συνεπώς, να διατυπώσει γενικούς νόμους. Οι νόμοι αυτοί θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε κάθε κοινωνικό φαινόμενο για να το εξηγήσουν. Ο Ταρντ ανάπτυξε τη σκέψη του με αφετηρία την ευφάνταστη διαχείριση τριών κεντρικών εννοιών: της επινόησης, της μίμησης και της αντίθεσης

Η μίμηση δεν συνιστά μια απλή διαδικασία μετάδοσης ούτε μια μηχανική αναπαραγωγή. Είναι «δράση εξ αποστάσεως αλλά από ένα πνεύμα σε ένα άλλο». Η μίμηση έχει έναν «βαθύ και εσωτερικό χαρακτήρα» καθώς «ενώνει το κέντρο των ψυχών». Ο βαθύς, εσωτερικός χαρακτήρας της αφορά τον τρόπο που ένα πνεύμα μπορεί να επιδράσει στην δράση ενός άλλου ξεπερνώντας τις υλικές δυσκολίες. Η μίμηση μπορεί στα αρχικά της στάδια να είναι απλή και μηχανική, όπως η εκμάθηση μιας γλώσσας αλλά σταδιακά εξελίσσεται και μετακινείται σε βαθύτερο επίπεδο. Στο έργο του Οι νόμοι της μίμησης αναφέρεται σε αυτή ως μια «σχεδόν φωτογραφική αναπαραγωγή μιας εγκεφαλική εικόνας». Συνοψίζοντας, η μίμηση είναι ένας τύπος κοινωνικού δεσμού όπου ένα άτομο ακούσια ή εκούσια λειτουργεί ως μοντέλο και ένα άλλο άτομο εκούσια ή ακούσια το μιμείται και το αντιγράφει.

Η έννοια της μίμησης του επιτρέπει να ερευνήσει τη σχέση του ανθρώπου με τη δημιουργία. Η επινόηση είναι μια κομβική έννοια στο σύστημα του καθώς είναι η πηγή κάθε καινοτομίας και προόδου. Ο Ταρντ τονίζει τα κοινωνικά της θεμέλια.

Κάθε επινόηση αποτελεί προϊόν συσχετισμών στο μυαλό δημιουργικών ανθρώπων αλλά εξαρτάται από τη γνώση, η οποία λειτουργεί συσωρευτικά στην ανθρώπινη

1 Οι μεταφράσεις των τίτλων των έργων του καθώς επίσης και όλων των παραθεμάτων του είναι δικές μου. Για λόγο αυτό έχει προστεθεί εκτός από τη βιβλιογραφία και ξεχωριστός κατάλογος των έργων του με την ελληνική τους μετάφραση.

2 Tarde Gabriel, Les lois de l’imitation, ed 2e (1895), πρόλογος στην πρώτη έκδοση, σ. 18.

(11)

ιστορία. Επιπλέον η επινόηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την επικοινωνία και τους κοινωνικούς δεσμούς που επιτρέπουν τη μετάδοση της.

Οι επινοήσεις διαχέονται μέσα στα κοινωνικά συστήματα μέσω της μίμησης. Ο Ταρντ προτιμά τον όρο μίμηση κι όχι αποδοχή των επινοήσεων καθώς η μίμηση υπονοεί μια ευρύτερη και πιο ενεργή έννοια από την απλή αποδοχή. Αυτές οι μιμήσεις εξαπλώνονται – για να χρησιμοποιήσουμε μια από τις αγαπημένες αναλογίες του – όμοια με τους κυματισμούς στην επιφάνεια μιας λίμνης, τείνοντας προς τα όρια του συστήματος μέχρις ότου έρθουν σε επαφή με κάποιο εμπόδιο. Το εμπόδιο, ωστόσο, είναι πιθανόν να είναι η μίμηση κάποιας προγενέστερης επινόησης, και όταν οι δυο συγκρούονται, από την αντίθεση τους είναι πιθανόν να προκύψει ένα νέο προϊόν – δηλαδή μια νέα επινόηση- η οποία με τη σειρά της γίνεται αντικείμενο μίμησης μέχρι τη στιγμή που και αυτή συναντά άλλα εμπόδια και συνεχίζεται έτσι επ’

άπειρον. Συνεπώς, αυτές οι τρεις διαδικασίες διαμορφώνουν ένα ανεξάρτητο όλο το οποίο συνεχίζει να παράγει και να αλληλοεπηρεάζεται με μια ποικιλία τρόπων.

Αν ο Ταρντ κατηγορήθηκε ότι φτιάχνει μεταφυσική αυτό συμβαίνει επειδή βασίζει το κοινωνικό σε μια σχέση. Το θεμελιώδες κοινωνικό γεγονός είναι η σχέση, σχέση διαφοράς και σχέση κατοχής. Η διαφορά παράγεται είτε τη στιγμή που δύο ρεύματα συγκρούονται (αντίθεση), είτε τη στιγμή που η μίμηση «παρεκκλίνει»

ελάχιστα και παράγει κάτι όμοια αλλά όχι ίδιο. Η κατοχή οφείλεται στις εμπαθείς σχέσεις που αναπτύσσουν τα άτομα μεταξύ τους.

Η θέση του είναι, ότι η κοινωνία – κάθε κοινωνία, οργανική ή ανόργανη, ανθρώπινη ή μη - είναι προϊόν σχέσεων μεταξύ μικρών αποκεντρωμένων οντοτήτων, των μονάδων. Οι συλλογικές αξίες, οι κανόνες, η λογική που διέπει τους τρόπους δράσης μας, προκύπτουν από τις μιμητικές και εμπαθείς σχέσεις ανάμεσα σε ξεχωριστά όντα.

Ο Ταρντ αντιλαμβάνεται τον κόσμο φτιαγμένο από μονάδες. Η φράση «καθετί είναι μια κοινωνία» (ακόμα και το πιο μικρό κύτταρο είναι ένα «εργοστάσιο») σημαίνει ότι ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος από αντικείμενα και υποκείμενα, αλλά είναι ένα πλέγμα σχέσεων που συνδυάζονται σύμφωνα με ιεραρχίες θεσμισμένες από τη σύλληψη μιας μυριάδας άλλων ατόμων ( μονάδων φυσικών, οργανικών, ή ανθρώπινων). Συλλαμβάνει σφαίρες δράσης που αλληλοδιεισδύουν, δηλαδή ροές, ρεύματα πίστης και επιθυμίας. Διατηρεί τον όρο μονάδα για να συλλάβει ταυτόχρονα τη συνέχεια και την ασυνέχεια των ροών, για τις στοχάζεται ως μια διαμεσολάβηση

(12)

ατομικοτήτων, ως μια σειρά από μοναδικότητες.3 Στη νεομοναδολογία4 του οι μονάδες είναι ανοιχτές και επενεργούν η μια στην άλλη. Καθώς τίποτα δεν τις περιορίζει γίνονται «μια σφαίρα δράσης απείρως διευρυμένη».5 Οι μονάδες φτιάχνονται μέσα σε δυναμικά πεδία. παθών, επιθυμιών, πεποιθήσεων. Ο Ταρντ επιλέγει τις μονάδες, «τις κόρες του Leibnitz» όπως τις ονομάζει αναγνωρίζοντας το χρέος στη σκέψη του, επειδή του λύνουν σημαντικά προβλήματα. Ο Ταρντ θέλει να κάνει κοινωνική θεωρία ξεφεύγοντας από τη διχοτομία άτομο-κοινωνία και οι μονάδες του επιτρέπουν να κάνει θεωρία με όρους φυσικής των ρευστών. Η μεταφυσική, για την οποία τον κατηγόρησαν, έχει ένα πολύ υλικό θεμέλιο.

Η εξουσία συγκροτείται, στον Ταρντ, με τον ίδιο τρόπο που δομούνται όλα τα όντα, είναι δηλαδή ένας συνδυασμός δυνάμεων ιεραρχημένων, οι οποίες υπόκεινται στην ηγεμονία μας εξ αυτών η οποία μεταδίδεται και αυξάνεται χρησιμοποιώντας τις άλλες. Ο Ταρντ συλλαμβάνει το κοινωνικό ως μια κοινωνία δυνάμεων που λειτουργούν συμφώνα με ένα μοντέλο κύρους και ιεραρχίας. Ο μηχανισμός αυτός επιτρέπει τη διασφάλιση της πρωτοκαθεδρίας μίας δύναμης, ενός ρεύματος πάνω σε όλα τα άλλα. Αυτή η σχέση δυνάμεων μπορεί να αλλάξει κατεύθυνση, να ανασυντεθεί. Ποια είναι η εξήγηση; Οι κοινωνικό μηχανισμοί δεν χρησιμοποιούν ακίνητα γρανάζια αλλά στοιχεία (μονάδες) εξοπλισμένες με δυνάμεις. Αυτό σημαίνει ότι το πολιτικό φαινόμενο είναι ασταθές και μεταβαλλόμενο από τη μια αλλά και εξελισσόμενο και θετικότητα, ως στιγμή πραγμάτωσης του δυναμικού των μονάδων, από την άλλη.

Η διαδικασία σύστασης ή δημιουργίας του κόσμου από τις μονάδες, σημαίνει την προσπάθεια να σκεφτούμε το είναι ως όλο μέσω της συνεργασίας και το συντονισμό των δράσεων όλων των μονάδων. Πρέπει να σκεφτούμε την πολιτική (με κάθε έννοια) ξεκινώντας από αυτό το πρόβλημα του συντονισμού μονάδων τόσο θεμελιωδώς διαφορετικών και να θέσουμε το ερώτημα ποια είναι η κινητήριος δύναμη τους, τι τις ενεργοποιεί.

3 Lazzarato Maurizio, Les Révolutions du Capitalisme, Les Empêcheurs de penser en rond/Le Seuil, Paris, 2004, σ.34.

4 Ο όρος προέρχεται από την εισαγωγή του Eric Alliez στο Tarde Monadologie et Sociologie, Les empêcheurs de penser en rond /Le Seuil, Paris, 1999

5 Trade Gabriel, Tarde Monadologie et Sociologie, Les empêcheurs de penser en rond /Le Seuil, Paris, 1999, σ. 56.

(13)

Ο Ταρντ έχει αντιληφθεί τη δυναμική της επιθυμίας και της πίστης και για αυτό τις αναγνωρίζει ως τις κινητήριες δυνάμεις του κοινωνικού. «[…]στο βάθος των φαινομένων [..] δεν ανακαλύπτει παρά τρεις όρους ακατάλυτους, την πίστη, την επιθυμία και το σημείο εφαρμογής τους την καθαρή αίσθηση [..] Οι δύο πρώτοι όροι είναι οι μορφές ή οι έμφυτες και δομικές δυνάμεις του υποκειμένου, οι μήτρες όπου δέχεται τα ακατέργαστα υλικά της αίσθησης»6 Η κοινωνική ζωή, παρατηρεί, διασφαλίζεται από παράγοντες δύο κατηγοριών: την πίστη και τη επιθυμία. Η φύση και των δύο είναι ψυχολογική.

Υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο στην επιθυμία που διστάζουμε συνήθως να το φωτίσουμε πλήρως επειδή η επιθυμία είναι η μη λογική απόληξη κάθε λογικής. Η επιθυμία παρακάμπτει τη χρονική σειρά της αιτιότητας. Δεν κατανοούμε πάντοτε τη φύση της λογικά επειδή η επιθυμία κάποιες φορές δεν μπορεί να ερμηνευθεί με αιτίες και στόχους. Αυτό συνιστά την υπόγεια και ανατρεπτική φύση της. Εξηγεί επίσης και την «επιθυμία» μας να την εξημερώσουμε. Η επιθυμία συγκροτεί μια δυνατότητα δράσης αλλά και ρήξης/αλλαγής.

Σε όλο το 19ο και τον 20ο αιώνα αναπτύχτηκε μια βαθιά θεωρητική επεξεργασία της φύσης της πίστης. Θρησκεία και πολιτική αποτελούν τα προνομιακά πεδία τροφοδότησης και κινητοποίησης της. Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι δύναμη κατάφασης και επιβεβαίωσης και η υποκειμενική επένδυση. Η πίστη μετατρέπεται σε πρόβλημα, πρόβλημα πολιτικό και οικονομικό, από τη στιγμή που παύει να είναι δεδομένη. Ο Ταρντ περιγράφει τις μεταβαλλόμενες τεχνολογικές και κοινωνικές συνθήκες (μετακίνηση πληθυσμών σε μεγάλα αστικά κέντρα, ανάδυση νέων μέσων επικοινωνίας, αποκοπή από την παράδοση) που μετέτρεψαν αυτές τις διαδικασίες παραγωγής πίστης από παθητικές σε ενεργητικές. Πρόκειται για μια ριζική μετατόπιση της σχέσης του ανθρώπου με την πίστη καθώς η αποσταθεροποίηση της παράδοσης και οι νέες συνθήκες τον φέρνουν αντιμέτωπο με νέα διλλήματα και ερωτήματα.

Αν και δεν μελέτησε συστηματικά τη συγκρότηση της προσωπικότητας και τη διαδικασία δόμησης ταυτότητας παρατήρησε ότι, στενοί δεσμοί συνδέουν την ατομική δομή με την πολιτιστική και την κοινωνική δομή της ευρύτερης κοινωνίας..

Η πίστη αναφέρεται στο γνωστικό στοιχειό της προσωπικότητας και η επιθυμία στο

6 Gabriel Tarde, Essais et Mélanges Sociologiques, Lyons, Storck, 1895, σ.240.

(14)

θυμικό. Με τον καιρό πρόσθετες πίστεις και επιθυμίες εσωτερικεύονται από το υποκείμενο μέσω της διαδικασίας της μίμησης.

Οι ιδέες που διατύπωσε για την στενή σχέση ανάμεσα στην ατομική προσωπικότητα, τα μοτίβα μίμησης και την κοινωνική δομή παραμένουν και σήμερα ενδιαφέρουσες. Οι ιδέες και οι επιθυμίες κάθε ατομικής προσωπικότητας είναι, ως ένα βαθμό, αποτέλεσμα της «αξιοπιστίας» και της «επιθυμητότητας», (δηλαδή των δύο «εν δυνάμει» συνθηκών). Σε κάποιες περιπτώσεις οι εξωτερικές συνθήκες επιβάλουν γενικά όρια στον τύπο των πίστεων που τα άτομα είναι πιθανό να αποκτήσουν – πχ η γνώση ότι υπάρχουν δέκα κλήροι σε μια γυάλα μας οδηγεί να πιστέψουμε με υψηλό βαθμό πιθανότητας ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να τραβήξει έναν αριθμό από το ένα ως το δέκα. Αυτές οι εξωτερικές συνθήκες επηρεάζουν τα μοτίβα εσωτερικών πίστεων. Όταν συγκεκριμένες πίστεις ή επιθυμίες αρχίζουν να διαχέονται μέσω της κοινωνικής μίμησης, παράγουν τις αντίστοιχες καταστάσεις της

«αξιοπιστίας» ή της «υπακοής» καθώς σταδιακά γίνονται θεσμοί. Όταν οι πίστεις για ένα συγκεκριμένο θέμα, ή η επιθυμία για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, επεκτείνονται περισσότερο και γενικεύονται σε μια κοινωνία οδηγούν, από τη μια, σε μια «κοινή γνώμη», και από την άλλη, σε μια «κοινή γενική θέληση». Με τον καιρό, ορισμένες πίστεις και επιθυμίες ενσωματώνονται τόσο βαθιά σε μια κοινωνία ώστε καταλήγουν, με τη σειρά τους, να καθορίζουν αυτό που γίνεται αποδεκτό ως

«αλήθεια» ή «αξία».

Αλλά η πιο τολμηρή πρόταση του είναι ότι η πίστη και η επιθυμία είναι οι θεμελιακές δυνάμεις όλων ανθρώπινων λειτουργιών. Μνήμη, αντίληψη, φαντασία δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτές. Πίστη και επιθυμία μέσα από τις συνθέσεις και τις μεταξύ τους σχέσεις φτιάχνουν τις μορφές της ανθρώπινης εμπειρίας από τις πιο απλές ως τις πιο σύνθετες. Ο Ταρντ προσφεύγει στη σύγκριση ανάμεσα στις δύο αισθητηριακές κατηγορίες, το χώρο και το χρόνο και τις δύο υπαρξιακές κατηγορίες την επιθυμία και την πίστη. Παίρνει το δίδυμο πίστη – επιθυμία και με μια τολμηρή κίνηση υποκαθιστά το καντιανό δίδυμο χρόνος-χώρος. Τι είναι η αντίληψη αν όχι το αποτέλεσμα μιας σύζευξης ή μιας διάζευξης των αισθήσεων την οποία κάνει η πίστη.

Η πίστη επενεργεί άμεσα στις εικόνες τις οποίες κατασκευάζει ως τέτοιες.

Απογυμνώνοντας τις από την αίσθηση η πίστη παράγει τη μνήμη. Ενώ, ενωμένη με την αίσθηση η επιθυμία μετατρέπεται σε ηδονή ή πόνο, καθώς δεν υπάρχει αφ’εαυτού αίσθηση του ευχάριστου ή του οδυνηρού. Τέλος, εφαρμόζοντας την ικανότητα να επιθυμούμε στις εικόνες η επιθυμία μετατρέπεται σε αγάπη, μίσος, απέχθεια,

(15)

συμπάθεια, με άλλα λόγια σε πάθη. Ωστόσο, το πάθος προϋποθέτει και το στοιχείο της κρίσης, δηλαδή της πίστης, γιατί επιθυμούμε να περάσουμε από την εικόνα, όπως γεννιέται στην αίσθηση, στην εικόνα ως επιβεβαιωμένη αίσθηση. Με άλλα λόγια, επιθυμούμε να περάσουμε από την ιδέα της πραγματικότητας στην πραγματικότητα.

Με την έννοια της εξωτερικής αντίληψης αποδίδουμε στα αντικείμενα τις ιδιότητες των αισθήσεων μας. Ο Ταρντ, σε καθαρά φιλοσοφικό λόγο, γράφει πώς: […]«με τις απλές έννοιές του πόνου ή της ηδονής και της αντίληψης αντικειμενοποιούμε τον εαυτό μας - ενσωματώνοντας τις σε αυτό που είναι δικό μας, σε αυτό που είναι το εμείς, η ικανότητα να πιστεύουμε και να επιθυμούμε7».

Οι συνέπειες της παραπάνω πρότασης είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες.

Σύμφωνα με τον Ταρντ, γνωρίζουμε άμεσα τον εαυτό μας και εκ των έσω, όχι ως σκεπτόμενα υποκείμενα ή ως γνωστικά σημεία. Η ενδοσκοπική, αυτοελεγχόμενη γνώση του εαυτού μας δομείται με δύο τρόπους. Καταρχήν, μέσα από τις αισθήσεις, είμαστε σωματοποιημένο πνεύμα ή έγνον σώμα. Η άμεση γνώση του σώματος και του εαυτού μας είναι η μόνη γνώση που μπορούμε να έχουμε για τα όντα. Δεύτερον είμαστε μέλη μιας κοινωνίας, κάτοχοι μιας γλώσσας, συμμέτοχοι μιας κουλτούρας.

Άρα ο μόνος τρόπος που μπορούμε να γνωρίζουμε είναι μέσω της αναλογίας με τη δική μας ύπαρξη η οποία καθορίζεται μέσα από σχέσεις, τις σχέσεις του σώματος με το πνεύμα και του ατόμου με την κοινωνία. Αλλά στο σχεσιακό σύμπαν του Ταρντ, οι έννοιες σώμα-πνεύμα ή άτομο -κοινωνία δεν προϋπάρχουν της σχέσης αντίθετα δομούνται μέσω αυτής. Οι μονάδες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους μέσα από τις σχέσεις που φτιάχνουν με άλλες μονάδες. Μπορούμε να γνωρίζουμε τα πράγματα καθαυτά γιατί εμείς τα φτιάχνουμε και εμείς τα βιώνουμε. Η γνώσης μας είναι εμπαθής ή καλύτερα γνωρίζουμε μέσα από τα πάθη μας. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη αμφισβήτηση της καντιανής γνωσιοθεωρίας και για απόλυτη κατάφαση στην ικανότητα του ανθρώπου. Αναγνωρίζουμε εδώ έναν από τους λόγους που η σκέψη ενδιαφέρει τον Ντελέζ.

Να σημειωθεί πάντως ότι δεν κάνει γνωσιολογική θεωρία per se. Η μίμηση είναι ο τρόπος που μαθαίνουμε και δεν διευκρινίζεται περαιτέρω ο γνωσιολογικός μηχανισμός. Υπάρχει απλώς μια πραγματικότητα ιστορική-ατομική της γνωστικής πράξης. Το σημαντικό είναι ότι γνωρίζουμε και πιστεύουμε και επιθυμούμε. Κι αυτό

7 Tarde G, La croyance et le désir, la possibilité de leur mesure, Revue philosophique, 10, 1890, σ.

193-195

(16)

παράγει δράσεις: μίμηση- επινόηση- αντίθεση. Δράση σημαίνει τροποποίηση του τρόπου να αισθανόμαστε. Η δημιουργία και η εκπλήρωση των δυνατοτήτων των μονάδων σημαίνει δράση καταρχήν πάνω στις πίστεις και τις επιθυμίες, πάνω στις θελήσεις και στις διάνοιες. Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει αυτόματα είναι ποιος δρα, ποιος επιθυμεί, πιστεύει, αποκτά γνώση; Η απάντηση είναι απλή, το υποκείμενο σε όλες του τις μορφές. Ο Ταρντ μελετά τις μορφές του υποκειμένου και αυτό που ελκύει την προσοχή του είναι οι μορφές του συλλογικού υποκειμένου με έμφαση στο δίπολο πλήθος-κοινό.

Το υποκείμενο είναι μια από τις πιο αμφίσημες έννοιες στην παράδοση των ανθρωπιστικών επιστημών. Η βασική του συνθήκη είναι η παράθεση ενός υποκειμένου με ένα αντικείμενο, όπου το υποκείμενο είναι ο δράστης και το αντικείμενο ο αποδέκτης της δράσης. Το υποκείμενο συνδέεται σχεδόν ενστικτωδώς με το άτομο. Το άτομο ορίζεται ως αυτό που δεν μπορεί να τμηθεί σε μικρότερα μέρη, ο πυρήνας που μένει αν ξεφλουδίσουμε τα στρώματα των παθών και των ιδιοτήτων. Το υποκείμενο συνδέεται άμεσα με την έννοια του εαυτού και με την αντωνυμία Εγώ. Το ατομικό υποκείμενο είναι το υποκείμενο της νεωτερικότητας και είναι ένα αξιόπιστο υποκείμενο που στοχάζεται, δρα και αναλαμβάνει την ευθύνη.

Αλλά δεν είναι η μόνη μορφή υποκειμένου. Ετυμολογικά η λέξη υπο-κείμενο σημαίνει κάποιον που υπόκειται, που βρίσκεται υπό την εξουσία των άλλων και συνεπώς της κοινωνίας. Πρόκειται για αυτό που ονομάζουμε κοινωνικό υποκείμενο και είναι προϊόν της επίδρασης της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, η ιδέα του υποκείμενου είναι μια κοινωνική παραγωγή. Το ατομικό και το συλλογικό υποκείμενο είναι έννοιες που επεξεργαζόμαστε αδιάκοπα.

Δύο άξονες προσανατολίζουν την ανάγνωση. Ο ένας άξονας συγκροτείται πάνω στην διάκριση «εσωτερικό- εξωτερικό στο άτομο», όπου η έννοια του εαυτού ταυτίζεται με το εσωτερικό, και ο δεύτερος άξονας είναι ο «εαυτός-οι άλλοι ( οι πολλοί)». Η ιδέα του έσω-έξω συνδέεται με την καρτεσιανή διάκριση ανάμεσα σε res cogitans και res externa. Η ιστορία της δυτικής σκέψης είναι θεμελιωμένη σε αυτή τη διάκριση.

Αναφορικά με τον πρώτο άξονα, το πλήθος (οι πολλοί) σχεδόν ενστικτωδώς εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ως μια κοινωνική οντότητα που περιβάλει το άτομο από έξω. Αλλά καθώς οι συγγραφείς στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν να εστιάζουν στις κοινωνικές, φυσικές και ψυχολογικές διαδικασίες και δυναμικές που είναι εγγενείς σε αυτό, σταδιακά άρχισαν να χρησιμοποιούν ένα ιατρικό λεξιλόγιο

(17)

μόλυνσης, υπνωτισμού, υπνοβασίας και μίμησης. Αυτή η αντίληψη έφτασε στην κορύφωση της με τον ισχυρισμό του Φρόιντ ότι «οι μάζες είναι το ασυνείδητο». Η παραδοχή του ότι η μάζα είναι το ασυνείδητο αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός συλλογικού υποκείμενου πριν το ατομικό. Αποτυπώνει και συγκαλύπτει ταυτόχρονα την ένταση ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό.

Όταν περάσαμε από το πρώτο άξονα στο δεύτερο και αρχίσαμε να θεωρούμε τους πολλούς όχι μόνο ως αντικείμενο που περιβάλλει εξωτερικά το άτομο αλλά αντίθετα υπάρχει και εντός του, η εικόνα της μάζας απόκτησε το ρόλο εξήγησης της μοντέρνας ανομίας, της μοναξιάς, ακόμη και της καταπίεσης. Ξεκινώντας ήδη από την τυραννία των πολλών στον Τοκβίλ για φτάσουμε στον 20ο αιώνα στην ψυχολογία του Reich τα παραδείγματα αυτής της διαδρομής είναι πολλά. Από την άλλη, οι υπέρ- εκλογικευτικές προσεγγίσεις στη συλλογική συμπεριφοράς εξουδετέρωσαν την ένταση ανάμεσα στους δύο πόλους «έξω και μέσα στο άτομο» καταργώντας ριζικά και τους δύο και αντικαθιστώντας τους με το μονοδιάστατο μοντέλο του έλλογου υποκειμένου ως μόνου κοινωνικού δράστη.

Υποτίθεται ότι αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη το συλλογικό, επειδή αποδεχόμαστε τη φαντασίωση ότι το συλλογικό περιορίζει εμάς και τις πολλές δυνατότητες μας και ότι μόνος πραγματικός αυτουργός είναι το άτομο. Υπάρχει όμως μια άλλη, πιο σοβαρή αιτία. Η αντίθεση ανάμεσα στο συλλογικό και ατομικό μπορεί να ανιχνευθεί στο συλλογικό ως μήτρα της πολιτικής και ρίζα της δημοκρατίας. Στη πλατωνική Πολιτεία8 υπάρχει ήδη η διαίρεση ανάμεσα στο συλλογικό και το ατομικό με τους Θρασύμαχο, Αδείμαντο και Γλαύκωνα να είναι υπέρμαχοι του ατομικού και τον Σωκράτη να αναζητά το αληθές και το δίκαιο στο συλλογικό. Σε αυτό το πλαίσιο αναγνωρίζουμε, ότι η απόπειρα του Ταρντ να κάνει κοινωνική ψυχολογία, καταργώντας τις κατηγοριοποιήσεις ατομικό-συλλογικό και φτιάχνοντας εμπαθείς μονάδες, υπήρξε ιδιαίτερα γενναία και προφητική.

Το ερώτημα για τον ορισμό της κοινωνίας και τους αντίστοιχους ορισμούς του ατομικού και του συλλογικού υποκείμενου είναι κρίσιμα. Τα θεμελιώδη ζητήματα κοινωνικής τάξης, ταυτότητας και εξουσίας, καθώς και η σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό, είναι όλα αξεδιάλυτα ριζωμένα στο πλέγμα του συλλογικού-ατομικού υποκειμένου. Η κοινωνιολογία συγκροτείται ως ιδιαίτερο επιστημονικό πεδίο στα τέλη του 19ου αιώνα μέσα από τη δημόσια συζήτηση για το τι

8 Πλάτων, Πολιτεία, μτφ Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Πόλις, Αθήνα, 2008

(18)

είναι η κοινωνία, πως θεσμίζεται το ατομικό, τι συγκροτεί τη μαζική κοινωνία, τα πλήθη και τη μιμητική συμπεριφορά, πως μπορούμε να ρυθμίσουμε την κοινωνία. Το νήμα που ενώνει την πολιτική με την θεωρία είναι το ερώτημα αν η κοινωνία είναι ένα πολιτικό σχέδιο. Στο ερώτημα αυτό υπάρχει ένα ρεύμα που απαντά θετικά.

Ειδικά για την περίπτωση της γαλλικής κοινωνίας υπάρχει μια παράδοση σκέψης που ξεκινά την επαύριο της γαλλικής επανάστασης, καθώς το πρόβλημα της κοινωνίας είναι και το πρόβλημα της διακυβέρνησης των πολλών. (Για λόγους οικονομίας του κειμένου θα περιοριστώ σε ονομαστική μόνο αναφορά στον Auguste Comte μολονότι στη σκιά της δικής του σκέψης πορεύεται σταθερά η κοινωνική θεωρία).

Τα παραπάνω ερωτήματα παραμένουν αδιάπτωτα στον πυρήνα του προβληματισμού της κοινωνικής σκέψης και αποτυπώνονται με διάφορους επιστημονικούς λόγους. Μια εξέταση θέσεων, πρακτικών και γενεαλογιών εντοπίζει αμέσως ένα παράδοξο: Η κοινωνιολογία αυτοκαθορίστηκε ως επιστήμη που μελετά τις μορφές του συλλογικού αλλά ταυτόχρονα ήδη από τη γέννηση της αποκλείει τα πλήθη από το πεδίο της. Ο λόγος αυτού του αποκλεισμού είναι ο προβληματικός και ανυπότακτος χαρακτήρας τους. Οι κλασικοί της κοινωνιολογίας επιδίωξαν να ταξινομήσουν τους κοινωνικούς σχηματισμούς με βάση κάποιες αρχές οργάνωσης, οι οποίες, κατά κάποιο τρόπο, εξουδετερώνουν το πνεύμα του πλήθους. Κατά συνέπεια, ένα μεγάλο μέρος από τις ανησυχητικές ερωτήσεις αναφορικά με «μεταβατικές φάσεις» των συλλογικών κοινωνικών μορφών είτε πολύ βολικά παρακάμφθηκαν είτε, ακόμα πιο βολικά, απαντήθηκαν με τρόπο που προσέφερε χρήσιμες δικαιολογίες και τεχνικές πειθάρχησης. Για παράδειγμα, πως ένα αδιάφορο σύνολο ανθρώπων στο δρόμο μετατρέπεται από άτομα που επιστρέφουν μετά τη δουλειά σε πλήθος; Πως και γιατί στις διαδηλώσεις, στις συγκεντρώσεις τα γεγονότα εκτραχύνονται; Πως το πλήθος αποκτά το συλλογικό του πνεύμα και τι συμβαίνει με το άτομο στο πλήθος;

Τέλος πως το πειθαρχείς και πως το καταστέλλεις; Με άλλα λόγια η ανυπακοή του πλήθους είναι ένα σημείο όπου διασταυρώνονται πολιτική και επιστήμη και παραμένει ένα ρήγμα το οποίο παράγει κραδασμούς και εντάσεις.

Πως εξηγείται η πρωτοκαθεδρία του ατομικού, η απέχθεια για τις μορφές του συλλογικού υποκείμενου και η απολογητική διάθεση σε σύγχρονους υπερασπιστές του συλλογικού; Δεν θα πρέπει απλά να θεωρήσουμε δεδομένο το συλλογικό υποκείμενο ( ομάδα ή πλήθος, κοινό κλπ) στην ιστορία. Το ερώτημα μπορεί να τεθεί με διάφορους τρόπους, ψυχολογικά, ανθρωπολογικά, φιλοσοφικά. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα, το οποίο αναδεικνύει αυτή την προβληματική, προέρχεται από τη

(19)

γλωσσολογία, που μας προσέφερε υλικό για να διερωτηθούμε για το τι είναι το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, το εμείς. Το πρόβλημα της σύζευξης ανάμεσα στο «εγώ» και το «εμείς» είναι βαθύ. Το μαρτυρά η ίδια η γλώσσα. Για παράδειγμα ο Benveniste προτείνει μια εξήγηση, όπου το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο όχι μόνο δεν ανήκει στο πιο στοιχειώδες και πρωτόγονο στρώμα της γλώσσας αλλά περιγράφεται ως μεταγενέστερο και ένα από τα πιο περίεργα και περίπλοκα γλωσσικά σημεία.

Χαρακτηριστικά σημειώνει, ότι το παιδί το αποκτά με αρκετή δυσκολία και ότι είναι η πρώτη απώλεια σε ασθενείς με αφασία. Στα Προβλήματα Γενικής Γλωσσολογίας (Problèmes de linguistique générale, Paris, Gallimard, 1974)) γράφει, ότι η μοναδικότητα και η υποκειμενικότητα που είναι έμφυτα στο Εγώ έρχονται σε αντιπαράθεση με Εμείς. Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο δεν υπάρχει έμφυτα. Το εμείς φτιάχνεται, το πώς και υπό ποιες συνθήκες δεν έπαψε ποτέ να μας προβληματίζει.

Ιστορικά η πρωτοκαθεδρία του ατομικού υποκείμενου είναι δεδομένη.

Υποστηρίζεται γενικά ότι η ανάπτυξη των ευρωπαϊκών κρατών συνοδεύτηκε και διευκολύνθηκε από τον ατομικισμό, δηλαδή από μια σύλληψη των ηθικών και νομικών δικαιωμάτων του ατόμου, η οποία προωθεί την μέγιστη δυνατή αυτονομία του ατόμου σε συνδυασμό με μια πιο οξυμένη συνείδηση του εαυτού. Ταυτόχρονα, καταργώντας τα κανονιστικά κοινωνικά σώματα (πχ συντεχνίες, προνεωτερικές δομές κλπ) και εγκαινιάζοντας μια πιο άμεση σχέση εξάρτησης με τους πολίτες το ίδιο το κράτος έγινε συνεταίρος του εμπορικού βιομηχανικού καπιταλισμού ως εγγυητής της ελευθερίας διακίνησης αγαθών, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού. Βαδίζοντας παράλληλα με τη συγκέντρωση του ελέγχου από το κράτος και σε άμεση αλληλεξάρτηση με αυτό, η νομική ελευθερία και η κοινωνική κινητικότητα καθιερώθηκαν πάνω στην ηθική του αστικού καπιταλισμού. Η παραπάνω – ιδιαίτερα απλοποιημένη - αποτίμηση εξηγεί γιατί μπορούμε δικαίως να ισχυριστούμε ότι στην ευρωπαϊκή κουλτούρα υπάρχει μια εξαιρετικά ισχυρή και εντελώς ξεχωριστή αίσθηση της ατομικότητας ήδη από το 17ο αιώνα, εποχή εμφάνισης του νεωτερικού κράτους.

Ποια είναι η θέση του συλλογικού υποκείμενου σε αυτή την κατάταξη και τι επιπτώσεις έχει στην κοινωνία και την πολιτική; Ακριβέστερα, ποιο είναι το νήμα που συνδέει την ανάπτυξη του μοντέρνου κράτους με το συλλογικό υποκείμενο και πως τίθεται το πρόβλημα του πλήθους στη δημοκρατία; Η αστική μαζικοποίηση στις μεγάλες μητροπόλεις, το δικαίωμα ψήφου που απολαμβάνει το σύνολο του

(20)

πληθυσμού, οι νέες μορφές κινητοποιήσεων (εργατικό κίνημα, απεργίες, διαδηλώσεις) θέτουν τις παραμέτρους ενός νέου πλαισίου σε ένα ερώτημα που μέχρι τότε έμοιαζε να είναι απλά ένα πρόβλημα διατήρησης της δημόσιας τάξης. Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο της προβληματικής του συλλογικού υποκείμενου στη νεωτερικότητα. Δεν είναι ωστόσο απαρχαιωμένο, το ερώτημα παραμένει επίκαιρο.

Στη γενική απεργία του Sorel και το δημοκρατικό πλήθος του Jaures τι απαντήσεις θα δίναμε σήμερα; Για να το διατυπώσω διαφορετικά, έχουμε καταφέρει να αρθρώσουμε πειστικές προτάσεις στα σημερινά προβλήματα ή επιστρέφουμε στις ιδέες και τις πρακτικές του περασμένου αιώνα;

Από το 1895 που ο Gustave Le Bon ανήγγειλε την έλευση μιας εποχής του πλήθους, η εικόνα ενός συλλογικού κοινωνικού υποκείμενου συνεχώς επαναδιαμορφώνεται σε μια σειρά όρων: κοινό, ακροατήριο, μάζες, τα κοινωνικά κινήματα κλπ, το καθένα προικισμένο με τις λύσεις που προσφέρει και τα προβλήματα που γεννά. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, τα διαρκώς αυξανόμενα πλήθη μετατρέπονται από τη μια σε κοινά – οι ακαταπόνητοι παραγωγοί της γνώμης και κρίσιμος παράγοντας της δημοκρατίας- κι από την άλλη σε μάζες – ένα είδος παθητικής συλλογικότητας που παράγεται από την κρίση της παραδοσιακής ταξικής εμπειρίας και την ποσοτική διεύρυνση των λεγόμενων «μεσαίων» στρωμάτων.

Οι περισσότερες προσεγγίσεις στο πλήθος ως μορφή του συλλογικού υποκείμενου είναι ιστοριογραφικές. Πρόκειται για επιστημονικούς λόγους που στοχεύουν να συλλάβουν τη γενική προβληματική του πλήθους και τις πολυσχιδείς θεωρητικοποιήσεις που το προσέγγισαν ως τη «σκοτεινή πλευρά» της μοντέρνας κοινωνίας. Απέφυγαν έτσι τη φουκωική μηχανή των λόγων πίσω από το λόγο αλλά και την επικίνδυνη ερώτηση της σημασίας και των πρακτικών συνεπειών τους σήμερα.

Αυτή είναι η ιστορική προοπτική. Το πραγματικό πρόβλημα της έρευνας είναι η επιστημονική φύση των συλλογικών φαινομένων. Πράγματι, πίσω από το φόβο και το μίσος για το πλήθος ως πολιτικά αποσταθεροποιητικού παράγοντα υπάρχει μια κρυφή ανησυχία. Ο φόβος που εντοπίζεται βαθύτερα έχει να κάνει με το γεγονός ότι το πλήθος είναι ένας τύπος κοινωνικής οντότητας που εγγενώς αποτελεί απειλή για τα φυσικά και ψυχικά όρια του ατόμου. Το πλήθος είναι ταυτόχρονα ένα επικίνδυνο πολιτικό υποκείμενο και ένα σύνθετο επιστημολογικό αντικείμενο. Αυτή είναι η μεγάλη ανακάλυψη και το πρόβλημα θεωρητικό και πρακτικό στα τέλη του 19ου αιώνα. Τι συμβαίνει όμως αν η πραγμάτωση της ατομικής ταυτότητας είναι δυνατή

(21)

μόνο μέσα από τη συμμετοχή στο συλλογικό;9 Ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες στο πεδίο της πολιτικής; Πως μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία ή αλλαγή χωρίς συλλογικό υποκείμενο; Πρόκειται για ένα σημείο που προκαλεί αμηχανία.

Το πλήθος παραμένει παρόν και σήμερα. Σε μια εποχή που δεν είναι πλέον απαραίτητη η φυσική παρουσία καθώς οι πολιτικοί λόγοι και τα προγράμματα αναπαράγονται και διαδίδονται κυρίως με τεχνολογικά μέσα συνεχίζουμε να οργανώνουμε και να επιδιώκουμε τη συγκρότηση συλλογικών εκδηλώσεων. Το πλήθος επιμένει να παραμένει ένα πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο που διεισδύει παντού και «διαβρώνει» τις ορθολογικές στρατηγικές. Στην πολιτική κοινωνιολογία αλλά και στις πρακτικές στρατολόγησης σε κόμματα, κοινωνικά κινήματα, το συλλογικό υποκείμενο με τη μορφή του πλήθους, είναι σταθερά παρών. Είναι εμφανές ότι αποτελεί κομβικό σημείο συγκρότησης και ενίσχυσης πολιτικών ταυτοτήτων, ιδεολογικών δεσμών και στρατηγικών παρέμβασης.

Δεν πρόκειται απλά για την επιστημονική μελέτη του τρόπου με τον οποίο η εμπειρία του πλήθους επηρεάζει το άτομο (πχ το πώς άτομο προσεταιρίζεται μια συγκεκριμένη ιδεολογία, μια συγκεκριμένη πολιτική κοινότητα ή επιλέγει-αποδέχεται κάποιον ως ηγέτη). Οι συνέπειες είναι ορατές στην καθημερινή ζωή. Το πλήθος συγκροτεί ένα σώμα υλικό (μια «πυκνότητα» των σωμάτων, έναν «τόπο» δυνατών συναισθημάτων) αλλά και συμβολικό (μια μορφή φαντασιακής κοινότητας). Ούτε πρόκειται απλά για εργαλείο ενδυνάμωσης ιδεολογικών δεσμών ή συμμετοχής σε φαντασιακές κοινότητες, αλλά για σημείο παραγωγής νοήματος και για τόπο έγκλησης.

Ο στόχος δεν είναι απλά να αμφισβητηθούν οι στρατηγικές ελέγχου του πλήθους που βασίζονται σε μια λογική κατανόηση του. Το ζήτημα δεν είναι τόσο η υπεράσπιση μιας επιχειρηματoλογίας για τον άλλογο χαρακτήρα του αλλά ούτε και μια επιχειρηματολογία ότι είναι λανθασμένη η προσέγγιση του πλήθους ως έλλογης οντότητας. Η παρούσα μελέτη είναι μια απόπειρα εξέτασης, με την εργαλειακή σκευή που προσφέρει ο Γκαμπριέλ Ταρντ, της έννοια των «κοινών» σε αυτή την ιστορία των μηχανισμών της εξουσίας και των τρόπων αντίστασης.

Μπορούμε τώρα, εύκολα να καταλάβουμε τους λόγους που διαβάζουμε Ταρντ σήμερα. Ο πρώτος που τον ξαναδιαβάζει είναι ο Ζυλ Ντελέζ. Τον ανασύρει από τη λήθη και τον εντάσσει σε μια γενεαλογία της φιλοσοφίας της διαφοράς που ξεκινά

9 Lalli Pina, Représentations sociales et communication, Hermes, 2005/1 n° 41,σ. 59-60

Referências

Documentos relacionados