• Nenhum resultado encontrado

(1)ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ,ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΔΠΜΣ «ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ» ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΤΩΣΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΕΘΕΑ» « ATTITUDES OF FORMER SUBSTANCE USERS’ SOCIAL NETWORK TOWARDS, PREVIOUSLY TREATED AT KETHEA» Της Φοιτήτριας ΤΖΑΝΕΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΑΕΜ 650131 ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΒΑΪΑΝΗ (ΒΑΓΙΑ) ΠΟΛΥΖΩΙΔΟΥ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΑΤΟΣ ΡΕΜΟΣ ΑΡΜΑΟΣ ΒΑΪΑΝΗ (ΒΑΓΙΑ) ΠΟΛΥΖΩΙΔΟΥ ΑΘΗΝΑ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020 (2)Πίνακας Περιεχομένων Περίληψη

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "(1)ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ,ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΔΠΜΣ «ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ» ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΤΩΣΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΕΘΕΑ» « ATTITUDES OF FORMER SUBSTANCE USERS’ SOCIAL NETWORK TOWARDS, PREVIOUSLY TREATED AT KETHEA» Της Φοιτήτριας ΤΖΑΝΕΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΑΕΜ 650131 ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΒΑΪΑΝΗ (ΒΑΓΙΑ) ΠΟΛΥΖΩΙΔΟΥ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΑΤΟΣ ΡΕΜΟΣ ΑΡΜΑΟΣ ΒΑΪΑΝΗ (ΒΑΓΙΑ) ΠΟΛΥΖΩΙΔΟΥ ΑΘΗΝΑ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020 (2)Πίνακας Περιεχομένων Περίληψη"

Copied!
86
0
0

Texto

(1)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ,ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΔΠΜΣ «ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ»

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

«ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ

ΠΕΡΑΤΩΣΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΕΘΕΑ»

« ATTITUDES OF FORMER SUBSTANCE USERS’ SOCIAL NETWORK TOWARDS, PREVIOUSLY TREATED AT KETHEA»

Της Φοιτήτριας ΤΖΑΝΕΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ

ΑΕΜ 650131

ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΒΑΪΑΝΗ (ΒΑΓΙΑ) ΠΟΛΥΖΩΙΔΟΥ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΑΤΟΣ

ΡΕΜΟΣ ΑΡΜΑΟΣ

ΒΑΪΑΝΗ (ΒΑΓΙΑ) ΠΟΛΥΖΩΙΔΟΥ

ΑΘΗΝΑ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020

(2)

Πίνακας Περιεχομένων

Περίληψη ... 3

Abstract ... 5

1. Εισαγωγή... 7

2. Θεωρητικό Μέρος ... 9

2.1 Οι εξαρτήσεις και τα εξαρτημένα άτομα ... 9

2.1.1 Ορισμός εξαρτήσεων & ουσιών που προκαλούν εξάρτηση ... 9

2.1.2 Επιδημιολογία της εξάρτησης ... 13

2.2 Η θεραπεία της ουσιοεξάρτησης ... 14

2.2.1 Γενικά στοιχεία των θεραπευτικών αντιμετωπίσεων ... 14

2.2.2 Οι εγκεκριμένοι οργανισμοί ... 16

2.2.2.1 Το πρόγραμμα του 18 Άνω ... 16

2.2.2.2 ΟΚΑΝΑ ... 17

2.2.2.3 Το ΚΕΘΕΑ ... 17

I. Τα συμβουλευτικά κέντρα ... 18

II. Τα θεραπευτικά κέντρα ... 19

III. Τα κέντρα κοινωνικής επανένταξης ... 20

IV. Τα κέντρα οικογενειακής υποστήριξης ... 20

V. Τα προγράμματα εκπαίδευσης των κοινωνικών επιστημόνων και των επαγγελματιών υγείας ... 21

2.3 Διαπροσωπικές σχέσεις, στίγμα και κοινωνικός αποκλεισμός κατά των εξαρτημένων ατόμων ... 21

2.3.1 Η έννοια των διαπροσωπικών σχέσεων ... 21

2.3.2 Στίγμα και κοινωνικός αποκλεισμός ... 23

2.3.3 Θεωρίες ανάπτυξης του στίγματος ... 25

2.3.1 Η ανάπτυξη του στίγματος βάσει της θεωρίας κοινωνικής ταυτότητας ... 25

2.3.2 Η ανάπτυξη του στίγματος βάσει της πίστης στο δίκαιο κόσμο ... 26

2.3.3 Η κοινωνιογνωστική θεωρία ανάπτυξης του στίγματος ... 27

2.3.4 Η κοινωνιολογική θεωρία ανάπτυξης του στίγματος ... 28

2.4 Πεδία εκδήλωσης του κοινωνικού αποκλεισμού με βάση το στίγμα ... 29

2.5 Οι ουσιοεξαρτημένοι ως ευάλωτη κοινωνική ομάδα ... 30

2.6 Το στίγμα κατά των ουσιοεξαρτημένων & απεξαρτημένων ατόμων ... 31

3. Ερευνητικό Μέρος ... 34

3.1 Στόχος ... 34

(3)

3.2 Ερευνητικές υποθέσεις... 34

3.3 Σχεδιασμός μελέτης ... 34

3.4 Συμμετέχοντες... 35

3.5 Μετρήσεις ... 35

3.5.1 Κοιωνικοδημογραφικά δεδομένα ... 35

3.5.2 Ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς ... 36

3.5.2.1 Αντίληψη για τις κοινωνικές στάσεις ... 36

3.5.2.2 Προσωπικές στάσεις ... 36

3.6 Διαδικασία ... 37

3.7 Ανάλυση δεδομένων ... 38

3.8 Αποτελέσματα ... 40

3.8.1 Αποτελέσματα της περιγραφικής ανάλυσης ... 40

3.8.2 Αποτελέσματα της επαγωγικής ανάλυσης ... 45

4. Συζήτηση ... 59

4.1 Συνοπτική επισκόπηση των ευρημάτων ... 59

4.2 Θεωρητική απόδοση των ευρημάτων ... 60

4.3 Περιορισμοί ... 61

4.4 Προτάσεις για μελλοντική έρευνα ... 62

4.5 Προτάσεις για την κοινωνική πολιτική και τη θεραπευτική πρακτική ... 63

5. Συμπεράσματα ... 64

Βιβλιογραφία ... 65

Παράρτημα ... 73

(4)

Περίληψη

Υπόβαθρο: Η μελέτη των αναπαραστάσεων έναντι των εξαρτημένων ατόμων είναι κεντρικής σημασίας, αφού το στίγμα συνδέεται αρνητικά με την έκβαση της θεραπείας.

Παρ’ ότι οι αναπαραστάσεις προς τους πρώην χρήστες ενδεχομένως να είναι ανάλογης σημαντικότητας, ελάχιστες έως τώρα μελέτες έχουν διερευνήσει τις αναπαραστάσεις αυτές.

Στόχος: Η παρούσα μελέτη επιδίωξε τη διερεύνηση των στάσεων των ατόμων του στενού διαπροσωπικού περιβάλλοντος των πρώην ουσιοεξαρτημένων του ΚΕΘΕΑ.

Μεθοδολογία: Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε ένα δείγμα 60 ατόμων του στενού διαπροσωπικού περιβάλλοντος των πρώην εξαρτημένων. Οι μετρήσεις συμπεριέλαβαν A) κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά B) μετρήσεις των προσωπικών στάσεων μέσω των εξής 10 ερωτήσεων: 1) «Προσωπικά, πόσο θα μπορούσατε να εμπιστευτείτε σε αυτόν/ην ένα σημαντικό προσωπικό σας μυστικό;»

2) «Κατά πόσο θα μπορούσατε να του/της εμπιστευτείτε τα χρήματά σας;» 3) «Κατά πόσο θα μπορούσατε να εμπιστευτείτε πως δεν θα σας εκθέσει σε μια κοινωνική αλληλεπίδραση με τρίτους;» 4) «Κατά πόσο θεωρείτε πως είναι ικανός/ή να λαμβάνει ο ίδιος/ια σημαντικές προσωπικές αποφάσεις για τη ζωή του/της;» 5) «Σε τι βαθμό θεωρείτε πως θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε έναν απαιτητικό εργασιακό ρόλο;» 6)

«Κατά πόσο θεωρείς πως μπορεί να προστατεύει μόνος του τον εαυτό του;» 7) «Κατά πόσο πιστεύετε ότι θα μπορούσε να λάβει σημαντικές αποφάσεις για οικογενειακά του ζητήματα;» 8) «Σε τι βαθμό πιστεύετε ότι θα μπορούσε να παρασύρει άτομα του κοινωνικού του περίγυρου στη χρήση ουσιών;» 9) «Σε τι βαθμό θεωρείτε πως θα μπορούσε να αναπτύξει παραβατικότητα;» 10) «Κατά πόσο θεωρείς πως οφείλει να έχει ισότιμα πολιτικά δικαιώματα;» Γ) Μετρήσεις για το αντιλαμβανόμενο κοινωνικό στίγμα μέσω του Perceived Stigma of Substance Abuse Scale. Η ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε μέσω του SPSS.

Αποτελέσματα: Τα κεντρικότερα ευρήματα της παρούσας μελέτης ήταν τα εξής: Α) Το 55% είχε υψηλό αντιλαμβανόμενο κοινωνικό στίγμα. Β) Ως προς το προσωπικό στίγμα, σε καμία εκ των σχετικών ερωτήσεων οι αρνητικές στάσεις δεν ξεπερνούσαν το 50% των απαντήσεων. Ειδικότερα, οι χαμηλότερες θετικές στάσεις αφορούσαν την ερώτηση «Προσωπικά, πόσο θα μπορούσατε να εμπιστευτείτε σε αυτόν/ην ένα

(5)

σημαντικό προσωπικό σας μυστικό;» (51.7%), ενώ οι υψηλότερες θετικές στάσεις την ερώτηση «Κατά πόσο θεωρείτε πως είναι ικανός/ή να λαμβάνει ο ίδιος/ια σημαντικές προσωπικές αποφάσεις για τη ζωή του/της;» (66.7%) και την ερώτηση «Κατά πόσο θα μπορούσατε να εμπιστευτείτε πως δεν θα σας εκθέσει σε μια κοινωνική αλληλεπίδραση με τρίτους;» (66.7%). Γ) Όσο υψηλότερη η αντίληψη για το στίγμα έναντι των ουσιοεξαρτημένων από πλευράς του κοινωνικού συνόλου, τόσο εντονότερο το στίγμα για τους πρώην ουσιοεξαρτημένους του στενού διαπροσωπικού περιβάλλοντος Δ) Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι στάσεις ήταν λιγότερο θετικές από την πλευρά των γονέων.

Συμπεράσματα: Με βάση τα ανωτέρω, υπάρχει ένα έντονο κοινωνικό στίγμα κατά των πρώην ουσιοεξαρτημένων, το οποίο οφείλει να αντιμετωπιστεί, αφού σχετίζεται με την ανάπτυξη αρνητικών στάσεων σε προσωπικό επίπεδο. Παράλληλα, φαίνεται πως είναι επιβεβλημένη η παρέμβαση στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον από τους επαγγελματίες του ΚΕΘΕΑ, αφού οι γονείς διακρίνονται από λιγότερο θετικές αντιλήψεις έναντι των υπολοίπων ατόμων του διαπροσωπικού περιβάλλοντος.

Λέξεις κλειδιά: αναπαραστάσεις, απεξαρτημένοι, εξάρτηση, ΚΕΘΕΑ, στίγμα

(6)

Abstract

Background: Previous studies indicate that attitudes towards substance users are of most importance, since they have a negative effect on treatment outcome. Even though attitudes towards former substance users might be equally important, no significant research has been carried out so far.

Aim: The aim of the present study was to investigate the attitudes of former substance users’ social network towards, previously treated at KETHEA

Methods: The present study was carried out in 60 participants of former substance users’ social network. The assessments included A) Sociodemographic data B) The following questions assessing a wide range of the participants’ personal attitudes: 1)

“How easily could you share a personal secret with him/her?” 2) “How easily could you lend him/her some money?” 3) “How possible would it be to have social interactions with others along with him/her?” 4) “Do you believe that he/she is responsible of making his/her own decisions for his/her life?” 5) “To what extend do you believe that he/ she could be able to deal adequately with a quite demanding job?”

6) “Do you believe that he/she could protect his/her self?” 7) “Do you believe that he/

she could take serious decisions for family issues?” 8) “To what degree do you believe that he could influence others on substance use?” 9) “To what extend do you believe that he could have troubles with law?” 10) “To what extend do you believe that he/she must have equal civil rights”? C) The Perceived Stigma of Substance Abuse Scale, which measures social stigma. The analysis of the data was carried out by the use of SPSS.

Results: The main findings of the present study were the following a) 55% of the responders believed that there is high social stigma Β) As for personal attitudes, in all questions positive attitudes regarded more than 50% of the responders. The lowest positive scores concerned the question “How possible would it be to have social interactions with others along with him/her?”, while the higher scores the questions

“How possible would it be to have social interactions with others along with him/her?”

and “Do you believe that he/she is responsible of making his/her own decisions for his/her life?” (66.7% positive attitudes on both questions). C) There was a negative statistically significant relationship between social stigma and all personal attitudes D) In all cases, less positive attitudes were found for parents.

(7)

Conclusions: Based on the above results, there is a high social stigma for former substance users, which has to be dealt with, since it is associated with negative personal attitudes. In addition, it is essential to develop interventions for KETHEA former substance users’ close social network, since parents hold less positive attitudes for them.

Key-words: addiction, former substance users, KETHEA, representations, stigma

(8)

1. Εισαγωγή

Αναμφίβολα, η επικράτηση του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου στον χώρο της ψυχολογίας σηματοδότησε την αναθεώρηση της έως τότε υφιστάμενης προσέγγισης των εξαρτήσεων. Ειδικότερα, με βάση το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο κατέστη σαφές πως οι εξαρτήσεις έχουν πτυχές βιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές, με τις επιμέρους αυτές πτυχές να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (Di Matteo & Martin, 2002).

Πράγματι, πέραν της βιολογικής πτυχής της εξάρτησης είναι αναγκαία η διερεύνηση πιθανών πτυχών της ψυχικής υγείας που επηρεάζονται από την εξάρτηση (π.χ.

εμφάνιση συναισθηματικών διαταραχών), αλλά και η εμφάνιση κοινωνικού αποκλεισμού για τον εξαρτημένο, λόγω της ανάπτυξης ενός έντονου στίγματος (Καραδήμας, 2005).

Στην Ελλάδα, φαίνεται πως υπάρχει ένα ιδιαίτερα έντονο στίγμα προς τους ουσιοεξαρτημένους, το οποίο αφορά μια ευρύτερη μη ανεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας έναντι της διαφορετικότητας (Fotopoulou, Munro, & Taylor, 2015).

Συνολικότερα, στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν ισχυρότερες παραδοσιακές συλλογικές ταυτότητες εν σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης (π.χ. Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο) (Kalogeraki, 2009). Η διαφορά αυτή ενδεχομένως να οδηγεί σε μη ανεκτικότητα έναντι των διαφορετικών από την παραδοσιακή ταυτότητα ατόμων, οδηγώντας σε στίγμα κατά των όσων διαφέρουν, εν προκειμένης των ουσιοεξαρτημένων (Παπατριανταφύλλου, 2017).

Πέραν του στίγματος κατά των ουσιοεξαρτημένων, μια άλλη μορφή στίγματος που οφείλει να εξετάζεται αφορά τα άτομα που έχουν περατώσει προγράμματα απεξάρτησης. Ειδικότερα, η φάση μετά την ολοκλήρωση των θεραπευτικών προγραμμάτων είναι ιδιαίτερα σημαντική για την προστασία από την επανέναρξη της χρήσης ουσιών, με αποτέλεσμα να οφείλει να συνυπολογίζεται το σύνολο των βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων που ενδεχομένως να παρακινούν σε υποτροπή (Παπατριανταφύλλου, 2017).

Με βάση τα ανωτέρω, η παρούσα εργασία επιδιώκει τη διερεύνηση των στάσεων των ατόμων του στενού περιβάλλοντος ατόμων που έχουν ολοκληρώσει προγράμματα απεξάρτησης στο ΚΕΘΕΑ. Η μελέτη υποδιαιρείται σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος (Κεφάλαιο 2) είναι το θεωρητικό, στο οποίο επιδιώκεται η διερεύνηση της έννοιας

(9)

της εξάρτησης, του πλαισίου απεξάρτησης στην Ελλάδα και των στάσεων έναντι των ουσιοεξαρτημένων και των πρώην χρηστών, μέσω αντίστοιχων κεφαλαίων.

Παρουσιάζονται επίσης σε σχετικά υποκεφάλαια οι θεωρίες για την ανάπτυξη του στίγματος, καθώς κάτι τέτοιο κρίνεται επιβεβλημένο για την πληρέστερη αντίληψη του φαινομένου. Εν συνεχεία, ακολουθεί το ερευνητικό σκέλος της έρευνας (Κεφάλαιο 3), όπου παρουσιάζονται τα αποτελέσματα μιας μελέτης που διεξήχθη σε δείγμα 60 ατόμων του στενού διαπροσωπικού περιβάλλοντος ατόμων που έχουν ολοκληρώσει τα θεραπευτικά προγράμματα του ΚΕΘΕΑ. Ακολούθως, στο σκέλος της συζήτησης παρουσιάζεται η συνοπτική επισκόπηση των ευρημάτων, επιχειρείται η θεωρητική απόδοση αυτών, η ανάδειξη των περιορισμών της μελέτης, η πραγματοποίηση προτάσεων για τη μελλοντική έρευνα και η πραγματοποίηση προτάσεων για όσους χαράσσουν κοινωνικές πολιτικές στο ζήτημα των εξαρτήσεων. Τέλος, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα τόσο από το θεωρητικό, όσο και από το ερευνητικό σκέλος της μελέτης

(10)

2. Θεωρητικό Μέρος

2.1 Οι εξαρτήσεις και τα εξαρτημένα άτομα

2.1.1 Ορισμός εξαρτήσεων & ουσιών που προκαλούν εξάρτηση

Με στόχο την αποτελεσματικότερη διερεύνηση του φαινομένου, είναι αρχικώς αναγκαία η αποτύπωση της έννοιας της εξάρτησης, καθώς και των λοιπών σχετικών όρων. Στη μελέτη των εξαρτήσεων έχουν προταθεί επιμέρους ορισμοί, η μελέτη των οποίων είναι επιτακτική για την κατανόηση του μελετώμενου φαινομένου, παρ’ ότι κάποιος εξ’ αυτών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ορθός» και οι υπόλοιποι ως «λάθος».

Σύμφωνα με τον Goodman (1990), εξάρτηση συνιστά κάθε συμπεριφορά, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός έντονου αισθήματος ευχαρίστησης και διαφυγής από τις δυσάρεστες καταστάσεις που βιώνει το άτομο. Όπως αναφέρει, η εξάρτηση διακρίνεται από συνεχείς μη επιτυχημένες ενέργειες για τερματισμό της σχετικής συμπεριφορές και συνεπάγεται ιδιαίτερα αρνητικές επιδράσεις σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής του εξαρτημένου. Κατά την προσέγγιση αυτή, η εξάρτηση μπορεί να αφορά τόσο ουσίες, όσο και συμπεριφορές που δεν σχετίζονται απαραίτητα με ουσίες, όπως είναι για παράδειγμα ο τζόγος. Ο ορισμός αυτός θεωρείται αρκετά πλήρης και χρησιμοποιήθηκε ως η βάση για τη συγκεκριμένη έρευνα.

Για την κατανόηση των ψυχοτρόπων ουσιών είναι αναγκαίος ο σαφής καθορισμός του ποιες είναι οι συγκεκριμένες ουσίες. Οι ουσίες αυτές αναπτύχθηκαν συστηματικά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως απόρροια των προόδων της επιστήμης της χημείας στην προσπάθεια ανάπτυξης φαρμάκων (π.χ. αμφεταμίνες) για την αντιμετώπιση νοσημάτων όπως η σχιζοφρένεια. Η ανάπτυξη των ουσιών αυτών ανέδειξε και την αναγκαιότητα για ανάπτυξη νομικών πλαισίων καθορισμού της νομιμότητας των ουσιών (Marston, 2013). Επιπλέον, ορισμένες ουσίες αναπτύχθηκαν για μη ιατρικές χρήσεις, αλλά εν τέλει χρησιμοποιήθηκαν ως ψυχοτρόπες ουσίες. Η χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση που να επιβεβαιώνει αυτόν τον ισχυρισμό είναι αυτή του LSD. Ειδικότερα, όταν ο Albert Hoffman ανέπτυξε το LSD η πρωταρχική στόχευση της χρήσης της αφορούσε το χορήγηση της στους στρατιώτες του αμερικανικού στρατού επιδιώκοντας τη βελτιστοποίηση των επιδόσεών τους στα πεδία των μαχών (Shapiro, 2004). Επομένως, η θεώρηση του LSD ως παράνομης ουσίας ανέκυψε αργότερα, όταν γίνανε ευρέως γνωστές οι εθιστικές ιδιότητες της ουσίας αυτής (Παπατριανταφύλλου, 2017).

Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν συμβάλλει σχετικώς με κατευθυντήριες οδηγίες ως

(11)

προς το ποιες ουσίες οφείλουν να θεωρούνται νόμιμες και ποιες όχι. Μέσω σχετικών εκθέσεων και πρακτικών, όπως το Single Convention on Narcotic Drugs του 1961, το Convention on Psychotropic Substances του 1971 και το United Nations Convention against Illicit Traffic in Narcotic Drugs and Psychotropic Substances του 1988 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας παρείχε τις σχετικές κατευθύνσεις στα κράτη για τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να οριοθετείται η νομιμότητα στη χρήση ουσιών. Ως ναρκωτικές θεωρούνται με βάση την ελληνική νομοθεσία «οι ουσίες με διαφορετική χημική δομή και διαφορετική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα και με κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεταβολή της θυμικής κατάστασης του χρήστη και την πρόκληση εξάρτησης διαφορετικής φύσης, ψυχικής ή και σωματικής και ποικίλου βαθμού, καθώς και την ανακούφιση των χρονίως πασχόντων από τα συμπτώματα συγκεκριμένης νόσου, για την οποία αυτές κρίνονται ιατρικά επιβεβλημένες».

Κατά τον Παπατριανταφύλλου (2017), η διάκριση των ουσιών μπορεί να πραγματοποιηθεί ως εξής (Παπατριανταφύλλου, 2017):

Στις νόμιμες: Οι συγκεκριμένες ουσίες είναι κοινωνικά αποδεκτές και διατίθενται νόμιμα. Σε γενικές γραμμές, δεν πρόκειται για κάποιες καθολικά και παγκόσμια αποδεκτές ουσίες, αφού η νομιμότητά τους εξαρτάται από τις κοινωνικές νόρμες και το συνακόλουθο νομικό πλαίσιο που ορίζει τη νομιμότητα.

Στις παράνομες: Η εμπορία των ουσιών αυτών συνεπάγεται ιδιαίτερη ποινική απαξία. Όπως αναφέρεται και ανωτέρω, η νομιμότητα, και κατ’

επέκταση και το αντίθετο, καθορίζεται κοινωνικά και πολιτισμικά και κατ’ επέκταση επικυρώνεται σε επίπεδο νομολογίας. Έτσι, ουσίες όπως η κάνναβη θεωρούνται παράνομες σε μερικές χώρες, ενώ σε

(12)

άλλες χώρες όχι. Ωστόσο, ουσίες όπως η κοκαΐνη και το LSD είναι παράνομες στο σύνολο των κρατών της γης και η εμπορία τους απαγορεύεται.

Στις νόμιμες υπό προϋποθέσεις ουσίες: Η κατηγορία αυτή αφορά ουσίες που η πρωταρχική της χρήση είναι παράνομη, κάτι ωστόσο που δεν ισχύει υπό προϋποθέσεις. Η κατηγορία αυτή συγκεντρώνει αυξημένο ενδιαφέρον λόγω της επίγνωσης για τις θεραπευτικές ιδιότητες πολλών ουσιών, όπως η κάνναβη, κάτι που οδηγεί σε υπό προϋποθέσεις χρήση τους όταν αυτό απαιτείται, παρ’ ότι η γενικότερη εμπορία και χρήση αυτών ενδεχομένως να είναι παράνομη.

Στις ουσίες που δεν είναι παράνομες, αλλά προορίζονται για άλλες χρήσεις: Η περίπτωση αυτή αφορά ουσίες οι οποίες από τη φύση τους δεν είναι παράνομες, αλλά που η χρήση αυτών ως ψυχοτρόπες ουσίες είναι παράνομη. Μια τέτοια περίπτωση αφορά τα υγρά μπαταρίας, αφού οι μπαταρίες πωλούνται νόμιμα στο εμπόριο, με την παρανομία να αφορά τη χρήση τους για έναν άλλο σκοπό από αυτόν για τον οποίο η ουσία προορίζεται και όχι την ίδια την ουσία, η οποία είναι καθ’ όλα νόμιμη.

Πέραν της νομιμότητας ή μη των ουσιών, ένα άλλο επίπεδο κατηγοριοποίησης αφορά την επίδραση που αυτές συνεπάγονται για τον οργανισμό, καθώς η εκάστοτε ουσία έχει ετερογενείς και διαφορετικές επιδράσεις.

Κατά τον

(13)

Παπατριανταφύλλου (2017), ο σχετικός διαχωρισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί ως εξής:

Στις οποιοειδείς ουσίες: Η κατηγορία αυτή αφορά τα φυσικά παράγωγα από το όπιο, όπως για παράδειγμα η μορφίνη, η μεθαδόνη και η ηρωίνη. Πρωταρχική επίδραση των ουσιών αυτών είναι η ανάπτυξη ενός αισθήματος χαλάρωσης.

Τα κατασταλτικά του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ):

Ουσίες όπως τα βαρβιτουρικά, οι βενζοδιαζεπίνες, αλλά και το αλκοόλ, εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία, αφού η κύρια επίδρασή τους αφορά την καταστολή του ΚΝΣ.

Τα διεγερτικά του ΚΝΣ: Χαρακτηριστικό ουσιών όπως η κοκαΐνη και οι αμφεταμίνες και οι μεθαμφεταμίνες είναι το ότι προκαλούν μια έντονη διέγερση στο ΚΝΣ. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται επίσης η βενζίνη.

Η ινδική κάνναβη: Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται η μαριχουάνα και το χασίς, ουσίες που προκαλούν βραχυπρόθεσμη ευφορία και άρση των αναστολών.

Τα ψευδαισθησιογόνα: Ουσίες όπως το LSD έχουν ως πρωταρχική επίδραση την ανάπτυξη ψευδαισθήσεων.

Πέραν της κατηγοριοποίησης με βάση το είδος των ουσιών και των επιδράσεων, ένα άλλο επίπεδο κατηγοριοποίησης αφορά τους όρους που χρησιμοποιούνται για αυτές στο δημόσιο λόγο. Ως κεντρικότερες έννοιες, μπορούν να θεωρηθούν οι παρακάτω (Παπατριανταφύλλου, 2017):

Η χρήση: Η χρήση αναφέρεται στα οφέλη που συνεπάγεται μια ουσία ή μια δραστηριότητα. Έτσι, κάθε ουσία δεν συνεπάγεται και χρήση, αφού δεν χρησιμεύει στο άτομο.

(14)

Η κατάχρηση: Ο συγκεκριμένος όρος αναφέρεται στη χρήση ουσιών στο βαθμό που προκαλούν απορρύθμιση στην ψυχική και σωματική ευεξία του ανθρώπου, λόγω των αρνητικών τους επιδράσεων.

Ο εθισμός: Ο εθισμός αφορά τη συνήθεια στη χρήση των ουσιών, και αφορά σε καταναγκαστικού τύπου συμπεριφορά, η συνέχιση της οποίας συνεπάγεται ανάπτυξη κατάχρησης.

Η κατάχρηση: Η κατάχρηση αφορά την απώλεια ελέγχου κατά τη χρήση των ουσιών. Συνεπάγεται επιπλέον μια σημαντική μείωση της λειτουργικότητας του ατόμου, αφού λόγω της κατάχρησης αποτυγχάνει στην εκπλήρωση των επιμέρους κοινωνικών του ρόλων.

• Η σωματική κατάχρηση ουσιών: Ο όρος αυτός αφορά την ανάγκη χρήσης μιας ουσίας με στόχο τη διασφάλιση της εύρυθμης σωματικής λειτουργίας και την αποφυγή ανάπτυξης συμπτωμάτων στέρησης.

Η ψυχική κατάχρηση ουσιών: Ο όρος αυτός αναφέρεται στην αναγκαιότητα χρήσης μιας ουσίας για τη διασφάλιση της ψυχοσυναισθηματικής ισσοροπίας.

Σύνδρομο στέρησης: Το σύνδρομο στέρησης αναπτύσσεται μετά από την ανάπτυξη των εξαρτήσεων. Τα συμπτώματά του κάνουν την εμφάνισή τους μετά τον απρόσμενο και απότομο τερματισμό της πρόσληψης μιας εξαρτησιογόνου ουσίας. Τα συμπτώματα που συνεπάγεται το σύνδρομο στέρησης είναι τα αντίθετα από αυτά που συνεπάγεται μια ουσία. Για παράδειγμα, αν η κύρια επίδραση μιας ουσίας αφορά την υπερδιέγερση του ΚΝΣ, το σύνδρομο στέρησης συνεπάγεται την καταστολή αυτού.

Ανοχή: Η ανοχή αφορά την ανάγκη για λήψη μεγαλύτερων δόσεων μιας ουσίας έναντι της οποίας έχει αναπτυχθεί κατάχρηση με στόχο την επίτευξη ίδιου επιπέδου επιδράσεων. Έτσι, ο χρήστης έχει ανάγκη για χρήση όλο και πιο μεγάλων ποσοτήτων της ουσίας. Μάλιστα, σε μερικές περιπτώσεις μη αύξηση της δοσολογίας συνεπάγεται λόγω της ανοχής την ανάπτυξη συνδρόμου στέρησης, οδηγώντας έτσι σε ένα φαύλο κύκλο αυξανόμενης χρήσης των ψυχοτρόπων ουσιών.

(15)

Φαίνεται επομένως πως δεν υπάρχει μια καθολικά αποδεκτή εικόνα για την κατηγοριοποίηση των ουσιών, καθώς αυτή εξαρτάται από το επιστημονικό υπόβαθρο, την προσέγγιση και την οπτική των επιμέρους μελετητών του ζητήματος.

2.1.2 Επιδημιολογία της εξάρτησης

Διάφορες έρευνες έχουν επιχειρήσει να διερευνήσουν τη συχνότητα χρήση από παράνομες ουσίες. Παρ’ όλα αυτά, κεντρικό εμπόδιο στην προσπάθεια αυτή είναι το ότι οι ουσίες αυτές έχουν ιδιαίτερη ποινική και ηθική απαξία. Έτσι, η μελέτη της χρήσης των ουσιών εμπίπτει στο σκοτεινό αριθμό της παραβατικότητας, ο οποίος είναι κοινός για το σύνολο των μελετών που επιχειρούν να εξετάσουν παράνομες συμπεριφορές (Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, 1984).

Η συχνότητα εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες, ειδικότερα από οποιοειδή, έχει εξεταστεί μέσω της μελέτης του Παγκόσμιου Φορτίου Ασθένειας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα, 15.5 εκατομμύρια άτομα, δηλαδή ένα ποσοστό της τάξης του 0.22% του πληθυσμού της γης, έχει εξάρτηση από οπιοειδή. Μάλιστα, η σχετική συχνότητα είναι μεγαλύτερη για τους άντρες (0.30%) εν σχέση με τις γυναίκες (0.14%) (Degenhardt, Charlson, Mathers, Hall, Flaxman, Johns,

& Vos, 2014).

Στην Ευρώπη, η διαφοροποίηση της συχνότητας κατά μήκος του χρόνου έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης σχετικών ερευνών της ESPAD. Όπως διαπιστώνεται, η χρήση παράνομων ουσιών αυξήθηκε από το 1995 ως το 2011 και μειώθηκε στη συνέχεια. Η τάση αυτή αφορά μάλιστα και την Ελλάδα, εξαιρούμενης της χρήσης κάνναβης, που παρουσίασε μια μικρή αύξηση την προηγούμενη δεκαετία (ESPAD, 2019).

Από επιδημιολογικής απόψεως, υπάρχουν συγκεκριμένες ομάδες που διακρίνονται από ένα μεγαλύτερο ρίσκο ανάπτυξης εξάρτησης από ουσίες έναντι των υπολοίπων. Οι παράγοντες αυτοί θωρούνται παράγοντες ευαλωτότητας, δηλαδή παράγοντες που προδιαθέτουν κάποιον με μεγαλύτερο ρίσκο για ανάπτυξη εξάρτησης.

Οι κεντρικότεροι εξ’ αυτών των παραγόντων είναι οι παρακάτω:

1. Οι εθνικές μειονότητες και οι μετανάστες, αφού όπως διαπιστώνεται από σχετικές έρευνες στις Ηνωμένες Πολιτείες η συχνότητα εξαρτήσεων είναι υψηλότερη για ομάδες όπως οι ισπανόφωνοι μετανάστες και οι έγχρωμοι (Delva, Wallace, O’Malley, Bachman,

(16)

Johnston, & Schulenberg, 2005).

2. Το χαμηλό κοινωνικοοοικονομικό στάτους (Williams & Latkin, 2007).

3. Η γονεϊκή παραμέληση, εγκατάλειψη ή κακοποίηση (Cole & Cole, 1996).

4. Η ανατροφή εντός μονογονεϊκών οικογενειών (Wenar & Kerig, 2008).

5. Η διαβίωση σε γειτονιές με υψηλό βαθμό εγκληματικότητας (Williams

& Latkin, 2007).

(17)

Τέλος, αξίζει αναφοράς πως η επιδημιολογική εικόνα της εξάρτησης από ουσίες, ιδίως όσον αφορά τη συχνότητα χρήση των ουσιών, επηρεάζεται από τις ευρύτερες νομοθετικές πολιτικές έναντι των σχετικών ουσιών. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις νομοθετικών πρωτοβουλιών για αποποινικοποίηση της χρήσης ουσιών για φαρμακευτική χρήση, συχνά παρατηρείται σύντομα μια αύξηση της συχνότητα χρήσης των ουσιών αυτών για παράνομη χρήση (Cassidy, DasMahapatra,, Black, Wieman, &

Butler, 2014). Ως εκ τούτου, η επιδημιολογική εικόνα της χρήσης ουσιών βρίσκεται υπό την επίδραση των ευρύτερων πολιτικών σε κρατικό επίπεδο (Παπατριανταφύλλου, 2017).

2.2 Η θεραπεία της ουσιοεξάρτησης

2.2.1 Γενικά στοιχεία των θεραπευτικών αντιμετωπίσεων

Οι εξαρτήσεις σπανίως υποχωρούν άνευ συγκεκριμένων θεραπευτικών αντιμετωπίσεων. Έτσι, η ένταξη σε θεραπευτικά προγράμματα είναι επιβεβλημένη προκειμένου να είναι δυνατή η αντιμετώπιση αυτών (Παπατριανταφύλλου, 2017).

Κεντρικής σημασίας για τη μελέτη της θεραπείας των εξαρτήσεων είναι αρχικώς η διερεύνηση των κινήτρων για θεραπεία. Ειδικότερα, είναι αμφίβολο το κατά πόσο τα ίδια τα συμπτώματα της εξάρτησης αρκούν προκειμένου το άτομο να απευθυνθεί σε εξειδικευμένες υπηρεσίες με στόχο την αντιμετώπιση αυτών. Έτσι, συχνά η παρακίνηση βασίζεται στη συνειδητοποίηση των αρνητικών επιδράσεων που συνεπάγεται η εξάρτηση για τη γενικότερη λειτουργικότητα του ατόμου, κάτι που αναδεικνύεται μέσω αρνητικών στρεσογόνων γεγονότων λόγω της εξάρτησης, όπως για παράδειγμα η απόλυση από την εργασία (Weisner, Greenfield, & Room, 1995). Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι που παρακινούν το εκάστοτε άτομο στην αναζήτηση θεραπείας είναι ετερογενείς και διαφέρουν από άτομο σε άτομο, όντας μάλιστα συνάρτηση παραγόντων του διαπροσωπικού του περιβάλλοντος, το οποίο ενδεχομένως να παρακινεί στην αναζήτηση θεραπευτικής υποστήριξης ή να αποτελεί εμπόδιο (Παπατριανταφύλλου, 2017).

Σε επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας, η αντιμετώπιση των εξαρτήσεων πραγματοποιείται από το κοινωνικό κράτος και το σύστημα υγείας, αλλά και από

(18)

ιδιωτικούς φορείς (Ποταμιάνος & Γκιτάκος, 2017). Ανεξαρτήτως κράτους, οι αντιμετωπίσεις μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα αφορά αυτές που εφαρμόζουν μια προσέγγιση σαφώς ιατροκεντρική. Στην ομάδα αυτή κεντρικό ρόλο έχει η χρήση ιατρικών και φαρμακευτικών αντιμετωπίσεων με στόχο τη θεραπεία της εξάρτησης. Η δεύτερη κατηγορία αφορά τις δομές που εφαρμόζουν ψυχοκοινωνικού τύπου παρεμβάσεις με στόχο την απεξάρτηση από τις ουσίες. Ο σαφής αυτός διαχωρισμός αντανακλάται στην ελληνική πραγματικότητα μέσα από τον Οργανισμό Κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) και το Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ), που εφαρμόζουν φαρμακοκεντρικές και ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις αντίστοιχα (ΚΕΘΕΑ, 2021; Παπατριανταφύλλου, 2017).

Η απαρχή της φαρμακοθεραπευτικής προσέγγισης εντοπίζεται στη δεκαετία του 1950, καθώς η πρόοδος των νευροεπιστημών επέτρεψε τη συνειδητοποίηση του νευροβιολογικού υπόβαθρου των εξαρτήσεων. Έτσι, η συνειδητοποίηση της νευροβιολογικής βάσης των εξαρτήσεων αποτέλεσε την αφετηρία ανάπτυξης φαρμακοθεραπευτικών αντιμετωπίσεων, οι οποίες επιδρούν συγκεκριμένα σε επίπεδο νευροβιολογίας (Ποταμιάνος & Γκιτάκος, 2017). Ειδικότερα, τα άτομα με εξαρτήσεις διαφέρουν εν σχέση με το γενικό πληθυσμό ως προς τη φυσιολογική λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού, ο οποίος συνιστά ένα τμήμα του εγκεφάλου υπεύθυνο για την ηθική κρίση, τον έλεγχο των παρορμήσεων και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων (Pinel, 2011). Επιπλέον, η δυσλειτουργική διασύνδεση του προμετωπιαίου φλοιού με τον ιππόκαμπο και την αμυγδαλή, περιοχές στις οποίες εδράζεται η μνήμη και η λειτουργία των συναισθημάτων, συνεπάγονται ιδιαίτερα εύκολη ανάπτυξη εξαρτήσεων λόγω μιας αρνητικής ανατροφοδότησης στο σύστημα της ανταμοιβής μετά τη χρήση των ουσιών (Kolb & Wishaw, 2011). Φαίνεται επομένως τα άτομα που αναπτύσσουν χρήση ουσιών διακρίνονται από ένα διαφορετικό νευροβιολογικό προφίλ εν σχέση με το γενικό πληθυσμό. Η επίδραση στο προφίλ αυτό είναι κεντρικής σημασίας στις φαρμακοθεραπευτικές αντιμετωπίσεις των εξαρτήσεων (Ποταμιάνος & Γκιτάκος, 2017).

Η ψυχοκοινωνική προσέγγιση βασίζεται στη θεώρηση της εξάρτησης ενός μιας συμπεριφοράς που αντανακλά ευρύτερες δυσλειτουργίες του ατόμου σε ψυχικό και κοινωνικό επίπεδο (Μάτσα, 2008). Πράγματι, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, είναι αδιαμφισβήτητη η επίδραση των ψυχοκοινωνικών παραμέτρων (π.χ. φτώχια) στην ανάπτυξη των εξαρτήσεων (Παπατριανταφύλλου, 2017). Κατά συνέπεια, με

(19)

βάση τις ψυχοκοινωνικές προσεγγίσεις είναι επιβεβλημένη η παρέμβαση σε αυτό το επίπεδο με στόχο την υποχώρηση της συμπτωματολογίας των εξαρτήσεων (Ποταμιάνος & Γκιτάκος, 2017).

Παρά τα ανωτέρω, οι δύο προσεγγίσεις εξετάζονται από ορισμένες μελετητές όχι ως αμοιβαία αποκλειόμενες, αλλά ως αλληλοσυμπληρωματικές. Ειδικότερα, η εξάρτηση είναι πλέον σαφές πως έχει τόσο νευροβιολογικές, όσο και ψυχοκοινωνικές πτυχές (Ποταμιάνος & Γκιτάκος, 2017). Επομένως, η ταυτόχρονη παρέμβαση με τη χρήση φαρμακοθεραπευτικών και ψυχοκοινωνικών μεθόδων ενδεχομένως να είναι επιβεβλημένη (Kreek, LaForge, & Butelman, 2002).

2.2.2 Οι εγκεκριμένοι οργανισμοί

Οι εγκεκριμένοι οργανισμοί για την απεξάρτηση στην Ελλάδα ορίζονται με βάση την παράγραφο 8 του άρθρου 10 του Νόμου 4322/15, ο οποίος αντικαταστάθηκε από το άρθρο 51 του ν. 4139/ 2013. Ειδικότερα, οι εγκεκριμένοι οργανισμοί οι οποίοι ασχολούνται με το ζήτημα των εξαρτήσεων στην ελληνική επικράτεια είναι ο Ο.ΚΑ.ΝΑ (Οργανισμός Κατά των Ναρκωτικών), το ΚΕ.ΘΕ.Α. (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων), το Ψ.Ν.Α. (Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθηνών), το Ψ.Ν.Θ.

(Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης) και το Κ.Α.Τ.Κ.Ε.Θ (Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων Ελαιώνα Θήβας). Η πρόβλεψη συγκεκριμένων οργανισμών που είναι θεσμικά αρμόδιοι για την εφαρμογή προγραμμάτων παρέμβασης στην ελληνική επικράτεια θεωρείται επιβεβλημένη με στόχο τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εξαρτημένων (Παπατριανταφύλλου, 2017).

2.2.2.1 Το πρόγραμμα του 18 Άνω

Το πρόγραμμα του 18 Άνω απευθύνεται στο σύνολο των χρηστών ανεξάρτητα από ηλικία και λοιπά χαρακτηριστικά με την προϋπόθεση να έχουν θετικό κίνητρο έναντι της θεραπείας και να διατυπώνουν ένα σχετικό αίτημα θεραπείας οικειοθελώς, υπογράφοντας παράλληλα σχετικό συμβόλαιο. Στο 18 Άνω χρησιμοποιούνται προγράμματα ατομικής και ομαδικής ψυχοθεραπείας, εργοθεραπείας, γυμναστικής, καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων κ.α. Παράλληλα, στο 18 Άνω μπορεί να χρησιμοποιείται και φαρμακευτική αγωγή, αν αυτό κρίνεται αναγκαίο. Η χρονική

(20)

διάρκεια θεραπείας του συγκεκριμένου προγράμματος είναι τα 2 έτη. Τέλος, αξίζει αναφοράς πως και στο 18 Άνω προβλέπεται η δυνατότητα ανάπτυξης του συγκεκριμένου προγράμματος στις φυλακές (Παπατριανταφύλλου, 2017).

2.2.2.2 ΟΚΑΝΑ

Όπως αναφέρεται και ανωτέρω, ο ΟΚΑΝΑ εφαρμόζει μια φαρμακοθεραπευτική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων. Ειδικότερα, ο ΟΚΑΝΑ παρέχει στους χρήστες θεραπεία με υποκατάσταση, δηλαδή φαρμακευτικές ουσίες με οπιοειδή δράση, όπως για παράδειγμα η μεθαδόνη και η βουπρενορφίνη. Με τη χορήγηση των ουσιών αυτών στόχος είναι το να τεθεί υπό έλεγχο η χρήση των ουσιών και να διακοπεί χωρίς την ανάπτυξη στερητικού τύπου συμπτωμάτων. Η διακοπή χρήσης της ηρωίνης έχει ως συνέπεια τη βελτίωση της υγείας του ατόμου. Καθώς δε οι χρήστες ουσιών πάσχουν και από λοιπές σωματικές συννοσηρότητες, κεντρική σημασία έχει για τον ΟΚΑΝΑ η παροχή ευρύτερων υπηρεσιών ιατρικής υποστήριξης προς τους χρήστες.

Τέλος, αξίζει αναφοράς πως παρ’ ότι η θεραπευτική προσέγγιση του ΟΚΑΝΑ βασίζεται στη φαρμακοθεραπευτική αντιμετώπιση, πραγματοποιείται και ψυχοκοινωνικού τύπου υποστήριξη προς τους πάσχοντες. Τέλος, αξίζει αναφοράς πως από το 2014 λειτουργούν μονάδες υποβοηθούμενης θεραπείας από πλευράς του ΟΚΑΝΑ εντός των καταστημάτων κράτησης της επικράτειας, αναγνωρίζοντας πως ένα μεγάλο τμήμα των φυλακισμένων παρουσιάζει εξάρτηση από ουσίες (Παπατριανταφύλλου, 2017; Ποταμιάνος & Γκιτάκος, 2017).

2.2.2.3 Το ΚΕΘΕΑ

Το ΚΕΘΕΑ συνιστά τον πρώτο οργανισμό που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα με στόχο τη θεραπευτική αντιμετώπιση των ουσιοεξαρτήσεων. Η πρώτη δομή του ΚΕΘΕΑ ήταν η θεραπευτική κοινότητα Ιθάκη, η οποία αναπτύχθηκε το 1983, αποτελώντας έτσι την πρώτη δομή στην ελληνική επικράτεια που είχε ως στόχο την απεξάρτηση και την κοινωνική επανένταξη. Επιπλέον, το ΚΕΘΕΑ συνιστά ένα ενεργό φορέα εκπαίδευσης και έρευνας στον τομέα των εξαρτήσεων, καθώς μέσα από προγράμματα και σχετικές δραστηριότητες επιχειρεί τη διάχυση της επιστημονικής

(21)

γνώσης στους επαγγελματίες υγείας και στους κοινωνικούς επιστήμονες της χώρας, συμβάλλοντας έτσι ουσιωδώς στην αντιμετώπιση των εξαρτήσεων (Παπατριανταφύλλου, 2017).

Το ΚΕΘΕΑ αναπτύσσει πρωτοβουλίες με βάση την ψυχοκοινωνική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων (ΚΕΘΕΑ, 2021). Οι παρεμβάσεις του ΚΕΘΕΑ έχουν επομένως ως στόχο την αντιμετώπιση των ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων που συμβάλλουν στην ανάπτυξη των εξαρτήσεων. Ειδικότερα, στο ΚΕΘΕΑ εφαρμόζονται παρεμβάσεις τόσο στους εξαρτημένους, όσο και στις οικογένειές τους, με στόχο την αντιμετώπιση των παραγόντων αυτών που παρεμποδίζουν την απεξάρτηση (Ποταμιάνος & Γκιτάκος, 2017).

Όλα τα προγράμματα του ΚΕΘΕΑ παρέχονται δωρεάν, χωρίς να υπάρχουν λίστες αναμονής, στο σύνολο της επικράτειας της χώρας. Τα προγράμματα αυτά απευθύνονται σε εξαρτημένους που παρουσιάζουν εξάρτηση από ουσίες, αλλά επίσης και από λοιπές εθιστικές συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα ο τζόγος και το διαδίκτυο. Τα προγράμματα του ΚΕΘΕΑ είναι σε μεγάλο βαθμό εξατομικευμένα, αφού σε αντίθεση με τις φαρμακοθεραπευτικές αντιμετωπίσεις, που εφαρμόζονται καθολικά στους ασθενείς, οι ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις είναι εξατομικευμένες, καθώς συνυπολογίζονται οι παράγοντες του ατομικού περιβάλλοντος που σχετίζονται με την ουσιοεξάρτηση (ΚΕΘΕΑ, 2021; Ποταμιάνος & Γκιτάκος, 2017).

Αξίζει τέλος αναφοράς πως βασική αρχή του ΚΕΘΕΑ είναι η αποχή από τη χορήγηση φαρμάκων για την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων. Η συγκεκριμένη προσέγγιση βασίζεται στη θεώρηση πως οι φαρμακοθεραπευτικές αντιμετωπίσεις αδυνατούν να βοηθήσουν στη γενικότερη άρση των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων που συνεπάγεται η εξάρτηση, κάτι το οποίο απαιτεί την εφαρμογή ψυχοκοινωνικού τύπου παρεμβάσεων (Παπατριανταφύλλου, 2017; Ποταμιάνος & Γκιτάκος, 2017).

Ως προς την οργανωτική του δομή, Το ΚΕΘΕΑ διακρίνεται από τις κάτωθι δομές (ΚΕΘΕΑ, 2021; Ποταμιάνος & Γκιτάκος, 2017):

I. Τα συμβουλευτικά κέντρα

Το δίκτυο υπηρεσιών του ΚΕΘΕΑ περιλαμβάνει υπηρεσίες που προσφέρονται σε 22 πόλεις της Ελλάδας, όπου λειτουργούν 28 επιμέρους συμβουλευτικοί σταθμοί.

(22)

Η επαφή των ουσιοεξαρτημένων με τα προγράμματα αυτά πραγματοποιείται μέσω τηλεφωνικών γραμμάτων, μέσω προσέγγισης σε μέρη όπου συχνάζουν χρήστες και μέσω του διαδικτύου. Τα συγκεκριμένα κέντρα αφορούν ουσιοεξαρτημένους που είναι είτε ανήλικοι είτε ενήλικες. Τα κέντρα αυτά αποτελούν το πρώτο σημείο επαφής των εξαρτημένων με τις υπηρεσίες του ΚΕΘΕΑ. Στα συγκεκριμένα κέντρα παρέχεται συμβουλευτική, φροντίδα για ζητήματα υγείας και ψυχική υποστήριξη. Κεντρικός στόχος των συγκεκριμένων κέντρων είναι αφ’ ενός η έναρξη της διαδικασίας απεξάρτησης, αφ’ ετέρου η προετοιμασία για τη μετέπειτα επανένταξη στην κοινότητα.

Μετά την πάροδο 2 μηνών στα συγκεκριμένα κέντρα λαμβάνει χώρα η ένταξη σε συγκεκριμένη μονάδα απεξάρτησης.

II. Τα θεραπευτικά κέντρα

Το ΚΕΘΕΑ περιλαμβάνει 21 μονάδες απεξάρτησης στις οποίες γίνεται η παραπομπή των εξαρτημένων μετά την αρχική τους επαφή με τα συμβουλευτικά κέντρα. Σε αυτά τα προγράμματα λαμβάνει χώρα η πιο σημαντική και εντατική φάση της θεραπείας. Η ένταξη σε αυτά τα προγράμματα συνεπάγεται και το δικαίωμα του θεραπευόμενου να διακόψει σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή τη θεραπεία του. Στα προγράμματα αυτά χρησιμοποιούνται διάφορες δραστηριότητες στις οποίες το σύνολο των εκπαιδευομένων συμμετέχει. Τα προγράμματα αυτά έχουν ως κεντρικό στόχο να θέσουν το θεραπευόμενο σε μια θέση ευθύνης, κάτι που συνιστά αναγκαίο προστάδιο της θεραπείας.

Ο μηχανισμός αλλαγής που προάγεται μέσα από αυτά τα κέντρα αφορά τον τερματισμό του φαύλου κύκλου που οδηγεί στην εξάρτηση, κάτι που πραγματοποιείται μέσα από τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των κοινωνικών και ψυχολογικών παραγόντων επί των οποίων αναπτύσσεται η εξάρτηση και με βάση τους οποίους αυτή παγιοποιείται. Για το λόγο αυτό, συχνά η θεραπεία δεν είναι αυστηρά ατομική, παρά πραγματοποιείται στο ευρύτερο οικογενειακό και διαπροσωπικό περιβάλλον του εξαρτημένου, αφού ενδεχομένως σε αυτό να εντοπίζονται οι παράγοντες που προωθούν την ανάπτυξη και παγιοποίηση των εξαρτήσεων. Παράλληλα, πραγματοποιείται και ψυχοεκπαίδευση, τόσο προς τον εκπαιδευόμενο, όσο και προς τον περίγυρό του, καθώς θεωρείται πως η έλλειψη

(23)

γνώσεων σχετικά με διάφορες παραμέτρους της εξάρτησης και της ομάδας στην οποία ανήκει συνεπάγονται ιδιαίτερα αρνητικές επιδράσεις στον φαύλο κύκλο ανατροφοδότησης των εξαρτήσεων.

III. Τα κέντρα κοινωνικής επανένταξης

Τα κέντρα κοινωνική επανένταξης υποδέχονται τα άτομα που έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς το ανωτέρω στάδιο της θεραπείας, αφού κεντρική πλέον πρόκληση είναι η ψυχοκοινωνικού τύπου αποκατάσταση των εξαρτημένων ατόμων.

Έτσι, στο ΚΕΘΕΑ πραγματοποιούνται ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, οι οποίες στο στάδιο αυτό έχουν ως στόχο όχι τον τερματισμό της διαρκούς ανατροφοδότησης της εξάρτησης, αλλά την ψυχοκοινωνικού τύπου επαναπροσαρμογή του εξαρτημένου ατόμου. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην επαγγελματική αποκατάσταση των εξαρτημένων, καθώς θεωρείται πως τα εμπόδια πρόσβασης στην αγορά εργασίας συνεπάγονται έναν ιδιαίτερα μεγάλο κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού των θεραπευόμενων, αλλά και υποτροπής αυτών στη νόσο.

IV. Τα κέντρα οικογενειακής υποστήριξης

Τα κέντρα οικογενειακής υποστήριξης απευθύνονται στην οικογένεια του θεραπευόμενου και στα άτομα που απαρτίζουν το στενό διαπροσωπικό του περιβάλλον. Τα κέντρα αυτά παρέχουν ενημέρωση στην οικογένεια για τον εθισμό από τις ουσίες και γενικότερη συμβουλευτική καθοδήγηση. Η βασική διαφορά από τα προγράμματα ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης είναι το ότι τα συγκεκριμένα προγράμματα εστιάζουν στο οικογενειακό περιβάλλον και όχι στον ίδιο το θεραπευόμενο. Μάλιστα, το ΚΕΘΕΑ μπορεί να πραγματοποιεί τα συγκεκριμένα προγράμματα ανεξάρτητα από την οικογένεια του θεραπευόμενου, αφού αυτός δεν είναι απαραίτητο να έχει κάποιο ρόλο στην παρέμβαση που πραγματοποιείται.

(24)

V. Τα προγράμματα εκπαίδευσης των κοινωνικών επιστημόνων και των επαγγελματιών υγείας

Όπως αναφέρεται και ανωτέρω, στο ΚΕΘΕΑ έχει κεντρικό ρόλο η υλοποίηση παρεμβάσεων στους ίδιους τους επαγγελματίες υγείας και στους κοινωνικούς επιστήμονες. Οι παρεμβάσεις αυτές είναι εκπαιδευτικού τύπου, αφού στόχος αυτών είναι η διάχυση των γνώσεων και η αύξηση των γνώσεων των επαγγελματιών υγείας και των κοινωνικών επιστημόνων που εργάζονται στην Ελλάδα για παράγοντες όπως η εξάρτηση, ο εθισμός και η θεραπεία των εξαρτημένων ατόμων. Για το λόγο αυτό, στο ΚΕΘΕΑ λειτουργεί ένα σχετικό τμήμα το οποίο επικεντρώνεται στην ανάπτυξη και στην υλοποίηση σχετικών επιστημονικών παρεμβάσεων.

2.3 Διαπροσωπικές σχέσεις, στίγμα και κοινωνικός αποκλεισμός κατά των εξαρτημένων ατόμων

2.3.1 Η έννοια των διαπροσωπικών σχέσεων

Οι διαπροσωπικές σχέσεις συνιστούν ένα ιδιαίτερα πολυσύνθετο ζήτημα που έχει απασχολήσει τους επιστήμονες από αρχαιοτάτων χρόνων. Ήδη από την αρχαιοελληνική περίοδο διάφοροι φιλόσοφοι, όπως ο Αριστοτέλης, επεσήμαναν το ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του «προγραμματισμένος» να ζει σε ανθρώπινες κοινωνίες και να αναπτύσσει διαπροσωπικές σχέσεις με τους γύρω του. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης και οι υπόλοιποι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ανέδειξαν όχι μόνο την αξία των διαπροσωπικών σχέσεων σε επίπεδο οικογένειας, αλλά και τη σημαντικότητα της έννοιας της φιλίας και των φιλικών σχέσεων, οδηγώντας έτσι σε μια συνολικότερη θεώρηση του ανθρώπου ως κοινωνικό ον (Leontsini, 2013).

Οι ανθρώπινες σχέσεις διακρίνονται από μια μεγάλη πολυπλοκότητα, λόγος για τον οποίο έχουν προταθεί πολυάριθμες θεωρίες για την πληρέστερη κατανόηση αυτών.

Κατά τους Berscheid & Reis (1998) «καμιά προσπάθεια να καταλάβουμε τη συμπεριφορά σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, δεν θα στεφθεί ποτέ από πλήρη επιτυχία μέχρις ότου κατανοήσουμε τις στενές σχέσεις που διαμορφώνουν το θεμέλιο και το περιεχόμενο της ανθρώπινης κατάστασης». Η στενή διαπροσωπική σχέση, σύμφωνα με τον Kelley (1983), υφίσταται όταν «δύο άνθρωποι ασκούν ο ένας στον άλλον ισχυρή, συχνή και πολυποίκιλη επίδραση για μακρό χρονικό διάστημα. Οι

Referências

Documentos relacionados

Μια κλάση μπορεί να έχει ιδιότητες ή να μην έχει: • Οι ιδιότητες είναι κοινές για όλα τα αντικείμενα της κλάσης • Σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή ένα αντικείμενο της κλάσης θα έχει