• Nenhum resultado encontrado

(1)ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙ∆ΑΓΩΓΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ERNAN McMULLIN ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Α

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "(1)ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙ∆ΑΓΩΓΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ERNAN McMULLIN ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Α"

Copied!
384
0
0

Texto

(1)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙ∆ΑΓΩΓΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ

Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ERNAN McMULLIN ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙ∆ΗΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010

(2)

2

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙ∆ΑΓΩΓΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ

Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ERNAN McMULLIN ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙ∆ΗΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010

(3)

3

Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ERNAN McMULLIN ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙ∆ΗΣ

Πτυχιούχος του Τµήµατος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ.

Υπότροφος του Κοινωφελούς Ιδρύµατος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης Υποτροφία Αριστείας της Επιτροπής Ερευνών του Α.Π.Θ. για το έτος 2008

Υποβλήθηκε στο Τµήµα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Τοµέας Φιλοσοφίας

Ηµεροµηνία Προφορικής Εξέτασης: 25 Ιουνίου 2010

ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Τριµελής Συµβουλευτική Επιτροπή

∆ήµητρα Σφενδόνη-Μέντζου, Καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήµης, Α.Π.Θ., Επιβλέπουσα Νικόλαος Αυγελής, Οµότιµος Καθηγητής Φιλοσοφίας, Α.Π.Θ., Μέλος

Βασίλης Κάλφας, Καθηγητής Συστηµατικής Φιλοσοφίας, Α.Π.Θ., Μέλος

Εξεταστές

Richard D. McKirahan, Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και Φιλοσοφίας, Pomona College, H.Π.Α.

Στάθης Ψύλλος, Καθηγητής Φιλοσοφίας της Επιστήµης, Ε.Κ.Π.Α.

Παύλος Καϊµάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Αισθητικής και Γνωσιολογίας, Α.Π.Θ.

Γιώργος Ζωγραφίδης, Επίκουρος Καθηγητής Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Α.Π.Θ.

(4)

4

© Χρήστος Α. Πεχλιβανίδης

© Α.Π.Θ.

Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ERNAN McMULLIN ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ

ISBN

«Ἠ ἔγκρισις τῆς Διδακτορικῆς Διατριβῆς ὑπὸ τοῦ Τμήματος Φιλοσοφίας καὶ Παιδαγωγικῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δὲν ὑποδηλοῖ ἀποδοχήν τῶν γνωμῶν τοῦ συγγραφέως».

(Νόμος 5343/32, ἄρθρ. 202§2 και ν. 1268/82, ἄρθρ. 50§8)

(5)

5

Στην Ξένια και στη Χριστίνα

(6)

6

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος ... 8

Σκοπός, επιµέρους στόχοι, δοµή και µεθοδολογία... 13

Εισαγωγή ... 19

i. Μια σύγχρονη συζήτηση... 27

I. Ernan McMullin: από την «προβλεπτική» επιστήµη στο εξηγητικό µοντέλο ... 49

1. Ο Αριστοτελικός αποδεικτικός συλλογισµός ... 52

1.1. Αλήθεια και εξηγητική επιτυχία µέσα από τα Αριστοτελικά παραδείγµατα ... 57

2. Προβλεπτική και Αποδεικτική επιστήµη... 68

3. Η Πλατωνική παράδοση του «σώζειν τὰ φαινόµενα» ... 75

4. Θεωρητική επιστήµη: ρεαλισµός και οντολογία... 84

5. Κάποια συµπεράσµατα ...105

6. Αντιρεαλισµός στην επιστήµη...111

7. Αντιρεαλισµός στη φιλοσοφία: µια ταξινόµηση...123

8. Μοντέλα και «δοµική» εξήγηση ...129

II. Απαγωγή, Επαγωγή και Ρεαλισµός...143

1. Απαγωγή: Αριστοτέλης...147

2. Απαγωγή: Charles S. Peirce ...159

3. Charles S. Peirce και Ernan McMullin ...175

4. Αριστοτελική λογική: συλλογισµός και επαγωγή...185

5. Επαγωγή και ανακάλυψη ...201

5.1. Επαγωγή και Νους ...214

5.2. Νους και Φαντασία ...229

6. Απαγωγή και φαντασία ...250

III. Απαγωγή, υποκαθορισµός και επιστηµικές αρετές ...264

(7)

7

1. Η απαγωγική στρατηγική υπέρ του ρεαλισµού...265

2. Petitio Principii...276

3. Υποκαθορισµός: Η θέση Duhem-Quine...286

4. Υποκαθορισµός και Αποτίµηση των θεωριών...297

5. Η πρόκληση του Bas van Fraassen...305

6. Επιλογή θεωριών: Thomas Kuhn και Ernan McMullin ...318

7. Επιστηµικές αρετές ...334

Επίλογος ...349

Βιβλιογραφία ...354

Περίληψη...374

Abstract...380

(8)

8

Πρόλογος

Η ενασχόλησή µου µε τη Φιλοσοφία της Επιστήµης ξεκίνησε πολύ νωρίς, όταν φοιτητής ακόµη στο πλαίσιο του προπτυχιακού µαθήµατος «Σύγχρονη Προβληµατική για τον Χαρακτήρα των Επιστηµονικών Θεωριών» (2001) της Καθηγήτριας της Φιλοσοφίας της Επιστήµης κ. ∆ήµητρας Σφενδόνη-Μέντζου εισαγόµουν σε µια άγνωστη έως τότε για µένα θεµατική. Ήταν, πράγµατι, η πρώτη µου επαφή µε σύγχρονα θέµατα Φιλοσοφίας της Επιστήµης.

Και ενώ στα πρώτα εκείνα µαθήµατα αναδύθηκαν ερωτήµατα αναφορικά µε τη σύγχρονη συζήτηση για την αλήθεια και αντικειµενικότητα της γνώσης, την επιστηµονική µέθοδο, την εξήγηση, την ορθολογικότητα, την πρόοδο και τη φύση του νοήµατος, ήταν η µαθητεία µου στο µεταπτυχιακό πρόγραµµα του Τοµέα Φιλοσοφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου που σηµατοδότησε το ξεκίνηµα µιας συναρπαστικής πορείας, πλούσιας σε συζητήσεις, γνώσεις και εµπειρίες. Τα µεταπτυχιακά µαθήµατα και οι διαλέξεις που δίνονται στο πλαίσιο των µεταπτυχιακών σπουδών συνετέλεσαν καταλυτικά στη γέννηση ερωτηµάτων και ιδεών που επίµονα ζητούσαν περαιτέρω διερεύνηση.

Οι ιδέες αυτές βρήκαν, ειδικότερα, γόνιµο έδαφος στα µεταπτυχιακά µαθήµατα της Καθηγήτριας κ. ∆ήµητρας Σφενδόνη-Μέντζου, στη συζήτηση και στον αναστοχασµό που πάντα τα συνόδευε. Η εκπόνηση της µεταπτυχιακής µου εργασίας υπό την εποπτεία της, µε θέµα «Επιστηµονικός Ρεαλισµός και Αντι-ρεαλισµός: Η Εµπειριστική θεωρία της Επιστήµης του Bas van Fraassen και η Κριτική της από την πλευρά του Επιστηµονικού Ρεαλισµού» έθεσε τα θεµέλια για περαιτέρω έρευνα και µελέτη του ζητήµατος του επιστηµονικού ρεαλισµού και ευρύτερα της διαµάχης µεταξύ ρεαλισµού και εµπειρισµού στον

(9)

9 χώρο της Φιλοσοφίας της Επιστήµης. Επιπλέον, το πλούσιο υλικό που παράχθηκε από τη συγγραφή της µεταπτυχιακής µου εργασίας αποτέλεσε τη

«µαγιά» για να επεκτείνω την ερευνητική µου προσπάθεια και να εµβαθύνω στη µελέτη συγκεκριµένων ζητηµάτων που άπτονται του ευρέος θέµατος του ρεαλισµού στην επιστήµη.

Αλλά, η ιδέα για την εκπόνηση αυτής της διατριβής γεννήθηκε από µία ακόµη ανάγκη: η σπουδή της Αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας των φοιτητικών µου χρόνων και η κατοπινή µελέτη των αναλύσεών του Σταγειρίτη για την επιστηµονική γνώση και έρευνα µε παρακινούσαν διαρκώς να εξετάσω το ζήτηµα του ρεαλισµού υπό το φως της Αριστοτελικής φυσικής και γνωσιολογικής σκέψης. Οι Αριστοτελικές απόψεις για τη µέθοδο, τις διεργασίες του νου, τη λειτουργία της φαντασίας και τον χαρακτήρα της επιστηµονικής γνώσης αποτέλεσαν τη βασική πηγή έµπνευσης για τη διερεύνηση του πλούσιου υλικού που προσφέρει ο Σταγειρίτης στην κατανόηση και περαιτέρω θεµελίωση των επιχειρηµάτων σύγχρονων επιστηµονικών ρεαλιστών και συγκεκριµένα του Ernan McMullin.

Οφείλω να σηµειώσω εδώ, ότι τα µεταπτυχιακά µαθήµατα της κ.

∆ήµητρας Σφενδόνη-Μέντζου «Η θεωρία της Τραγωδίας και της Επιστήµης στον Αριστοτέλη και στον Bas van Fraassen» και «Αριστοτελική Πρώτη Ύλη και Σύγχρονη Φυσική», στη διάρκεια των οποίων εξετάστηκαν πολλά από τα παραπάνω θέµατα, αποτέλεσαν το έναυσµα και την αφετηρία της έρευνάς µου στο πεδίο της Αριστοτελικής φιλοσοφίας. Ακόµη, έθεσαν τις βάσεις για την περαιτέρω καλλιέργεια της εξαιρετικά δυναµικής ιδέας σύνδεσης των Αριστοτελικών απόψεων µε τη σύγχρονη επιστηµονική σκέψη.

Είναι δύσκολο να αποδώσω µέσα σε λίγες γραµµές όσα οφείλω σ’

αυτούς που µε κάθε τρόπο στάθηκαν δίπλα µου σε όλη τη διάρκεια του κοπιαστικού έργου συγγραφής αυτής της διατριβής.

(10)

10 Στην Καθηγήτριά µου, κ. ∆ήµητρα Σφενδόνη-Μέντζου, οφείλω πολλά.

Είναι εκείνη που από τα φοιτητικά µου χρόνια µε ενθάρρυνε µε τις εύστοχες παρατηρήσεις της να εξετάσω προσεκτικά τα σηµεία της διαµάχης ρεαλισµού- εµπειρισµού, να αναπτύξω τις ιδέες µου και να δοµήσω τα επιχειρήµατά µου.

Η επιστηµονική της εµβρίθεια και η ερευνητική της συνέπεια συνετέλεσαν καθοριστικά στη διαµόρφωση του δικού µου επιστηµονικού και ερευνητικού προσανατολισµού. Οι πολύτιµες συµβουλές της και οι καίριες επισηµάνσεις της σε όλη τη διάρκεια συγγραφής αυτού του διδακτορικού µε βοήθησαν να εµβαθύνω και να προεκτείνω µε τη δική µου έρευνα διάφορες πτυχές της Αριστοτελικής και σύγχρονης φιλοσοφικής σκέψης. Η ουσιαστική καθοδήγησή της µε έβγαλε συχνά από αδιέξοδα, ενώ η εποικοδοµητική κριτική της αποτέλεσε την αιτία να αναδειχθούν και να συζητηθούν πολλά από τα ζητήµατα που εντάσσονται στη θεµατική αυτής της µελέτης. Την ευχαριστώ για όλα από καρδιάς.

Θα ήθελα επίσης να εκφράσω την ευγνωµοσύνη µου στον Καθηγητή Φιλοσοφίας του Πανεπιστηµίου Concordia του Montreal, Paul Allen, άριστο γνώστη της φιλοσοφικής σκέψης του Ernan McMullin. Οι γόνιµες συζητήσεις που είχαµε και τα καθοριστικής σηµασίας σχόλιά του συνετέλεσαν καταλυτικά στο να αποφύγω παρανοήσεις στην προσέγγιση του επιστηµονικού ρεαλισµού του E. McMullin και να µην αναλωθώ στην εύκολη κριτική των επιχειρηµάτων του.

Ιδιαίτερες ευχαριστίες επιθυµώ να εκφράσω στον Καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας και Φιλοσοφίας του Pomona College του Claremont (California) κύριο Richard D. McKirahan, ενός από τους πιο συστηµατικούς και εµβριθείς µελετητές της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας και διεθνώς αναγνωρισµένους Αριστοτελιστές. Είχα την τύχη να τον συναντήσω και να συζητήσω µαζί του για τις θέσεις του Αριστοτέλη σε δύσκολα σηµεία των Ἀναλυτικῶν προτέρων

(11)

11 και ὑστέρων και ιδιαίτερα στο πολύπλοκο ζήτηµα της επαγωγικής πορείας του νοῦ στην κατάκτηση της γνώσης του καθόλου. Τον ευχαριστώ θερµά για τις διαφωτιστικές επισηµάνσεις του και τις χρήσιµες προτάσεις του.

Επίσης, ευχαριστώ θερµά τον Καθηγητή Φιλοσοφίας της Επιστήµης του Πανεπιστηµίου Αθηνών κύριο Στάθη Ψύλλο για τις γόνιµες συζητήσεις που είχαµε. Θεωρώ ιδιαίτερη εύνοια της τύχης το γεγονός ότι µπόρεσα να συζητήσω µε έναν από τους πιο σηµαντικούς γνώστες του ζητήµατος του επιστηµονικού ρεαλισµού και συνδιαµορφωτές της σύγχρονης συζήτησης στον χώρο της Φιλοσοφίας της Επιστήµης. Οι συνοµιλίες και οι συναντήσεις µαζί του µε βοήθησαν να ξανασκεφτώ ορισµένες πτυχές του θέµατός µου.

Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον Οµότιµο Καθηγητή Φιλοσοφίας κ.

Νίκο Αυγελή και τον Καθηγητή Συστηµατικής Φιλοσοφίας κ. Βασίλη Κάλφα για την συµµετοχή τους στην Τριµελή Συµβουλευτική Επιτροπή.

Θα ήθελα ακόµη από τη θέση αυτή να εκφράσω τη βαθύτατη ευγνωµοσύνη µου προς το Κοινωφελές Ίδρυµα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, µε υποτροφία του οποίου πραγµατοποίησα τόσο τις µεταπτυχιακές µου σπουδές όσο και την εκπόνηση της διατριβής αυτής. Οι δύο υποτροφίες του Ιδρύµατος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης µου έδωσαν την πολύτιµη ευκαιρία να εστιάσω στις µεταπτυχιακές µου σπουδές και να περατώσω µε επιτυχία τους στόχους µου.

Ένα µεγάλο ευχαριστώ οφείλω ξεχωριστά στον Πρόεδρο, στα µέλη του

∆ιοικητικού Συµβουλίου και στους ακαδηµαϊκούς συµβούλους του Ιδρύµατος για την εµπιστοσύνη που µου έδειξαν.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τις φίλες και τους φίλους µου, συµφοιτήτριες και συµφοιτητές για την ηθική συµπαράσταση και κυρίως για την υποµονή τους. Οι ιδέες και οι προτάσεις τους µε οδήγησαν κάποιες φορές σε αναθεώρηση των απόψεών µου.

(12)

12 Σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο θέλω να ευχαριστήσω τη µικρή Ξένια και τη Χριστίνα Γιαγκούλη για την εκούσια και ακούσια συµβολή τους στη συγγραφή αυτού του διδακτορικού.

Τέλος, ένα µεγάλο ευχαριστώ οφείλω στους γονείς µου για τη διαρκή ενθάρρυνσή τους σε όλες τις προσπάθειές µου. Η στήριξη από µέρους τους σε όλη τη διάρκεια των σπουδών µου ήταν παραπάνω από σηµαντική.

Κλείνοντας εδώ, θα ήταν παράλειψή µου να µη σηµειώσω ότι η ευθύνη για τα όποια λάθη, παραλείψεις και τυχόν αβλεψίες βαρύνει µόνον εµένα.

Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2010 Χρήστος Α. Πεχλιβανίδης

(13)

13

Σκοπός, επιµέρους στόχοι, δοµή και µεθοδολογία

Η εκπόνηση µιας διδακτορικής διατριβής αποτελεί ένα πολύπτυχο εγχείρηµα κριτικής επεξεργασίας, συζήτησης και ανάλυσης ζητηµάτων που εντάσσονται στην ευρεία θεµατική περιοχή που επιλέγει ο υποψήφιος, όταν ξεκινά την προσπάθειά του. ∆εν υπάρχει αµφιβολία, ότι οι δυσκολίες που συναντά κανείς στην πορεία του έργου αυτού είναι και τα σηµεία εκείνα που ενδυναµώνουν την προσπάθεια και θέτουν τις βάσεις για περαιτέρω έρευνα και εµβάθυνση σε συγκεκριµένα προβλήµατα που αναδύονται.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο εργασίας εντάσσεται και η δική µας προσπάθεια µελέτης της ρεαλιστικής θεώρησης για την επιστήµη που προσφέρει ο Ernan McMullin και διερεύνησης των καταβολών της στον Αριστοτελικό φιλοσοφικό στοχασµό. Στις βαθιές αναλύσεις που συναντάµε στο µεγάλο εύρος των πραγµατειών του Αριστοτέλη θα αναζητήσουµε τα στοιχεία, δυνάµει των οποίων πιστεύουµε ότι θεµελιώνεται ο σύγχρονος επιστηµονικός ρεαλισµός.

Κεντρική ιδέα που διαπερνά ολόκληρη τη µελέτη µας είναι, ότι η έρευνα στον χώρο των επιστηµών στοχεύει όχι µόνο στην περιγραφή, στην αφήγηση των διαδικασιών της φυσικής πραγµατικότητας, αλλά πρωταρχικά στην κατανόηση και εξήγηση, στο διὰ τί κάθε φυσικού γεγονότος. Είναι ακριβώς αυτό που ο Αριστοτέλης ξεκάθαρα αναφέρει στα Φυσικὰ του για την έρευνα στην per fu/sewj e)pisth/mhν:

[…] to/te ga\r oo/meqa gignώskein kaston, tan ta\ atia gnwrίswmen ta\ prw½ta ka ta\j a)rxa\j ta\j prtaj ka me/xri tw½n stoixeίων, dh=lon ti ka th=j perfu/sewj e)pisth/mhj peirate/on diorίsasqai prw½ton ta\ per ta\j a)rxa/j.

(Φυσ., 184a 12-16)

(14)

14

∆υνάµει της ιδέας αυτής, λοιπόν, θα επιχειρήσουµε να αναλύσουµε θέµατα που εµπίπτουν στον χώρο του επιστηµονικού ρεαλισµού και ειδικότερα το ζήτηµα της εξηγητικής υπεράσπισης του ρεαλισµού που επεξεργάζεται ο Ernan McMullin µε κεντρικό πυλώνα την έννοια της απαγωγής. Βασικός σκοπός της µελέτης µας είναι η εξέταση των όρων, µέσα από τους οποίους συγκροτείται η εξηγητική - απαγωγική στρατηγική του E. McMullin και η δυνατότητα επιτυχίας της. Κύριο µέληµά µας είναι να δείξουµε ότι ο E. McMullin, θεµελιώνοντας τα κεντρικά χαρακτηριστικά του ρεαλισµού του στην Αριστοτελική σκέψη, προσφέρει µια γόνιµη εναλλακτική λύση απέναντι στις προκλήσεις που εγείρονται κατά καιρούς από την πλευρά των αντιρεαλιστών στο πλαίσιο της εµπειριστικής εικόνας που προσφέρουν για το έργο και τον σκοπό της επιστήµης.

Οι επιµέρους στόχοι της εργασίας µας µπορούν να σταχυολογηθούν ως εξής: (α) κριτική παρουσίαση του σκοπού των φυσικών επιστηµών στο πλαίσιο της συζήτησης µεταξύ ρεαλιστών και εµπειριστών, (β) διερεύνηση της έννοιας του µοντέλου και της δοµικής εξήγησης ως συστατικών στοιχείων του επιστηµονικού ρεαλισµού του McMullin, (γ) συζήτηση της ιδέας της απαγωγής στον Αριστοτέλη, στον Charles S. Peirce και στον Ernan McMullin, (δ) εµβάθυνση στο τρίπτυχο ἐπαγωγή-νοῦς-φαντασία του Αριστοτελικού γνωσιακού συστήµατος και η δυνατότητα σύνδεσής του µε την έννοια της

«δηµιουργικής φαντασίας», συστατικό της ρεαλιστικής απαγωγικής στρατηγικής του McMullin, (ε) ανάλυση του ζητήµατος της αποτίµησης των επιστηµονικών θεωριών στη βάση των επιστηµικών τους αρετών και (στ) εξέταση, πιο ειδικά, της εξηγητικής δύναµης των θεωριών ως κριτηρίου επιτυχίας και επιλογής τους.

Τα τρία µέρη στα οποία διαιρείται η παρούσα µελέτη αντικατοπτρίζουν τις τρεις πράξεις µέσα από τις οποίες ξεδιπλώνεται ουσιαστικά η συζήτηση

(15)

15 γύρω από τον επιστηµονικό ρεαλισµό του Ε. McMullin και της σχέσης του µε τον Αριστοτελικό φιλοσοφικό στοχασµό.

Στην Εισαγωγή, λοιπόν, της εργασίας µας συµπυκνώνουµε τα βασικά σηµεία της διαµάχης µεταξύ ρεαλιστών και αντιρεαλιστών αναφορικά µε τον σκοπό της επιστήµης. Το ζήτηµα του επιστηµονικού ρεαλισµού βρίσκεται στην καρδιά αυτής της αντιπαράθεσης και µάλιστα οριοθετεί τη σύγχρονη συζήτηση στον χώρο της Φιλοσοφίας της Επιστήµης.

Ακολούθως, η µελέτη µας διαρθρώνεται σε τρία βασικά µέρη. Στο πρώτο µέρος (Ι) καταπιανόµαστε µε την παρουσίαση των σκοπών των φυσικών επιστηµών, όπως τους κατανοεί ο Ernan McMullin και τη διερεύνηση της έννοιας του µοντέλου και της ιδέας της δοµικής εξήγησης. Στο δεύτερο µέρος (ΙΙ) εξετάζουµε την απαγωγή ως το κύριο µεθοδολογικό εργαλείο που θέτει ο McMullin για την έρευνα στο χώρο των φυσικών επιστηµών και τη δυνατότητα σύνδεσης της έννοιας της δηµιουργικής φαντασίας ως συστατικού της απαγωγικής µεθόδου µε το Αριστοτελικό γνωσιακό σύστηµα και ειδικότερα µε την επαγωγική πορεία του νοῦ για τη σύλληψη του καθολικού. Στο τρίτο (ΙΙΙ) και τελευταίο µέρος αναλύουµε τους όρους µέσα από τους οποίους εγείρεται η απαγωγική υπεράσπιση του επιστηµονικού ρεαλισµού που προσφέρει ο McMullin και διερευνούµε το ζήτηµα των επιστηµικών αρετών που συζητά ο φιλόσοφος υπό το πρίσµα της ευρύτερης αντίληψής του για την επιστηµονική εξήγηση. Το τελευταίο αυτό ζήτηµα εξετάζεται υπό το πρίσµα του προβλήµατος του υποκαθορισµού των θεωριών από τα εµπειρικά δεδοµένα, όπως αυτό προκύπτει από τη θέση Duhem-Quine και εντάσσεται στο ευρύ πλαίσιο της συζήτησης για τις επιστηµικές αρετές που εµπλέκονται στην επιλογή των θεωριών.

Επίσης, στο τρίτο µέρος της εργασίας µας συζητούµε την πρόκληση που εγείρεται από την πλευρά του Bas van Fraassen για την εξηγητική διαδικασία

(16)

16 στην επιστήµη. Η ουσία της πρόκλησής του µπορεί να συνοψισθεί στο ότι η εξήγηση στην επιστήµη είναι ένα ζήτηµα πραγµατολογικό και, κατά συνέπεια, η εξηγητική δύναµη, ή η εξηγητική επιτυχία, µιας θεωρίας δεν κοµίζει καµία επιστηµική δύναµη. Ως εκ τούτου κανένα ζήτηµα επιτυχίας ή αλήθειας µιας θεωρίας στη βάση της εξηγητικής της δύναµης δεν µπορεί να τεκµηριωθεί, αλλά ούτε και να εγερθεί.

Στον Επίλογο διατυπώνουµε το γενικό συµπέρασµα της µελέτης µας, το οποίο προκύπτει από τα κεντρικά σηµεία της ανάλυσής µας. Θεωρούµε ότι ακολουθώντας τα βασικά χαρακτηριστικά της ρεαλιστικής προσέγγισης του Ernan McMullin µπορούµε να τεκµηριώσουµε τις Αριστοτελικές της ρίζες και ακόµη να υποστηρίξουµε βάσιµα την απαγωγική στρατηγική του ως µια εναλλακτική ρεαλιστική εξήγηση της επιτυχίας της επιστήµης. αυτό, βέβαια, δεν συνεπάγεται αυτόµατα την παραδοχή, ότι αυτή αποτελεί τη µόνη, ή την επιτυχέστερη, θεώρηση του επιστηµονικού ρεαλισµού στο ευρύ και σύνθετο θέµα του σκοπού και χαρακτήρα του επιστηµονικού εγχειρήµατος.

Στο µέρος της µελέτης µας που αναφέρεται στη φιλοσοφία του E.

McMullin βασικό υλικό αποτέλεσαν τα ίδια τα κείµενα του φιλοσόφου. Ο Ιρλανδικής καταγωγής φιλόσοφος στη µακρά του πορεία από το Πανεπιστήµιο του Leuven έως το Πανεπιστήµιο του Gotre Dame και τη διεύθυνση του Reilly Center for Science, Technology, and Values έχει συγγράψει ένα µεγάλο αριθµό εργασιών, οι οποίες αποτελούν τους κρίκους της αλυσίδας που οφείλει να συνδέσει κανείς µε προσοχή, αν θέλει να προσεγγίσει και να κατανοήσει τον τρόπο µα τον οποίο συνδέονται οι διάφορες απόψεις που διατύπωσε σε ένα µακρύ χρονικό διάστηµα (1955-2008). Θα πρέπει να σηµειωθεί εδώ ότι ο E.

McMullin δεν έχει συγγράψει ένα βιβλίο όπου να παρουσιάζει και να αναλύει τις θέσεις και τα επιχειρήµατά του.

(17)

17 Η βιβλιογραφία, λοιπόν, της εργασίας µας στο µεγαλύτερο µέρος της περιλαµβάνει κυρίως άρθρα του E. McMullin σε περιοδικά και συλλογικούς τόµους. Οφείλουµε να σηµειώσουµε ότι τα κείµενα αυτά ήταν στο µεγαλύτερο µέρος τους δυσεύρετα και η συλλογή τους υπήρξε µια από τις µεγαλύτερες πρακτικές δυσκολίες αυτής της διατριβής. Τα περισσότερα από αυτά περιλαµβάνονται σε παλαιούς συλλογικούς τόµους πανεπιστηµιακών εκδόσεων που δεν κυκλοφορούν ευρέως στο εµπόριο, αλλά ούτε και διατίθενται εύκολα από τις βιβλιοθήκες των Πανεπιστηµίων, όπου υπάρχουν.

Οι Αριστοτελικές πραγµατείες καταλαµβάνουν επίσης µεγάλο µέρος της βιβλιογραφίας που χρησιµοποιήσαµε. Η παράθεση χωρίων και αποσπασµάτων µέσα από το Αριστοτελικό corpus γίνεται όπου κρίνεται σκόπιµο, ενώ οι µεταφράσεις που παραθέτουµε ακολουθούν στο µεγαλύτερο µέρος τους την αγγλική µετάφραση της σειράς The Loeb Classical Library. Όπου η µετάφραση είναι δική µας ή ακολουθείται κάποια άλλη έκδοση δηλώνεται ρητά.

Χρησιµοποιήσαµε, επιπλέον, έργα των Αριστοτελικών υποµνηµατιστών και σχολιαστών από την ύστερη αρχαιότητα, έως τη νεότερη και σύγχρονη εποχή.

Όπου κρίθηκε σκόπιµο παραθέσαµε αυτούσια αποσπάσµατα από τα κείµενα των σχολιαστών.

Στο τελευταίο µέρος της βιβλιογραφίας µας παραθέτουµε έναν κατάλογο σύγχρονων µελετών Ελλήνων και ξένων συγγραφέων που αναφέρονται µέσα στο κείµενο.

Πέρα από τον σχολιασµό, την ερµηνεία και την ανάλυση των θέσεων και των επιχειρηµάτων που παρουσιάζουµε σε πολλά σηµεία χρειάστηκε να συζητήσουµε τα επιχειρήµατα του Ernan McMullin σε αντιπαραβολή προς τις θέσεις διαφόρων αντιρεαλιστών φιλοσόφων, αλλά και να προβούµε σε κριτική ανάλυση και ερµηνεία των απόψεων που διατυπώνει ο Αριστοτέλης σε διάφορα σηµεία των πραγµατειών του.

(18)

18 Σε κάθε περίπτωση θεωρήσαµε αναγκαία και ωφέλιµη την παράθεση—

και όχι τις γενικές αναφορές µέσα από απλές παραποµπές σε σελίδες — αποσπασµάτων τόσο από τα κείµενα του E. McMullin όσο και από τα έργα του Αριστοτέλη. Θεωρούµε ότι, µε τον τρόπο αυτό, κάθε υποψιασµένος αναγνώστης µπορεί να παρακολουθήσει πιο άµεσα τη συζήτηση έχοντας µπροστά του τα ίδια τα κείµενα.

Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι στην προσπάθειά µας να διερευνήσουµε τις Αριστοτελικές απόψεις αναφερόµαστε σε ένα πλήθος σχολιαστών του φιλοσόφου που κρίνουµε ότι η ανάλυσή τους συµβάλλει ουσιαστικά στη συζήτηση των υπό εξέταση θεµάτων. Πιστεύουµε ότι πλάι σ’

αυτούς θα µπορούσαν να προστεθούν και πολλοί άλλοι. Τυχόν παραλείψεις οφείλονται στη σκόπιµη προσπάθειά µας να µην επεκταθούµε σε έναν λεπτοµερή σχολιασµό των κλασικών κειµένων, αλλά σε µια στοχευµένη ανάλυση συγκεριµένων θεµάτων και εννοιών.

(19)

19

Εισαγωγή1

Στις ποικίλες διατυπώσεις του έργου και του σκοπού της επιστήµης, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, µπορούµε να διαπιστώσουµε πως τα αποτελέσµατα της επιστηµονικής έρευνας επιβεβαιώνουν ή αλλάζουν και πάντως καθοδηγούν τις φιλοσοφικές αντιλήψεις αναφορικά µε όλα εκείνα τα θέµατα που τοποθετούνται πέρα και πάνω από το στενό πλαίσιο της καθαυτό επιστήµης. Από την άλλη πλευρά, οι φιλοσοφικές προσεγγίσεις που γίνονται αποδεκτές σε ευρεία κλίµακα, δηλαδή καθιερώνονται, επενεργούν σε µεγάλο βαθµό στην πορεία ανάπτυξης και προόδου της επιστηµονικής δραστηριότητας. Τουλάχιστον αυτό επιµαρτυρούν η εξέλιξη των ιδεών, τόσο στην επιστήµη όσο και στη φιλοσοφία, και ειδικότερα η εµφάνιση και η ανέλιξη των διαφόρων φιλοσοφικών ρευµάτων που πραγµατώθηκαν µέσα από την κριτική επεξεργασία και την εµβάθυνση των επιστηµονικών πορισµάτων.2

Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της αλληλενέργειας µεταξύ φιλοσοφίας και επιστήµης— µια ακόµη εφαρµογή της θεωρίας των συγκοινωνούντων δοχείων

—εµφανίστηκε και αναπτύχθηκε από την εποχή του Αριστοτέλη έως και τις µέρες µας ένα πλήθος ανταγωνιστικών µεταξύ τους φιλοσοφικών ρευµάτων,

1 Κάποιες πτυχές του θέµατος αυτού έχουµε αναπτύξει στη µεταπτυχιακή µας εργασία:

Χρήστος Πεχλιβανίδης, Επιστηµονικός Ρεαλισµός και Αντιρεαλισµός: Η εµπειριστική θεωρία της επιστήµης του Bas C. van Fraassen και η κριτική της από την πλευρά του επιστηµονικού ρεαλισµού (επιβλέπουσα καθηγήτρια: ∆ήµητρα Σφενδόνη-Μέντζου, Α.Π.Θ., Τοµέας Φιλοσοφίας, 2005) και στο άρθρο: Χ. Πεχλιβανίδης, «Ρεαλισµός και Αντιρεαλισµός στη Φιλοσοφία της Επιστήµης», ΑΩ - Ενηµερωτικό ∆ελτίο Συνδέσµου Υποτρόφων Ιδρύµατος Αλ. Σ. Ωνάση 38 (2007): 32-35.

2 Βλ. Α. Einstein & L. Infeld, H εξέλιξη των ιδεών στη Φυσική, µτφ.-συµπλ. Ε.

Μπιτσάκης (Αθήνα: ∆ωδώνη, 1978), σ. 57.

(20)

20 των οποίων οι διενέξεις στη βάση προσέγγισης και ερµηνείας των επιστηµονικών στοιχειοθετήσεων συνόδευαν κάθε νέα αντίληψη για τη φυσική πραγµατικότητα, τις πραγµατώσεις και τους µηχανισµούς της.

Η διαµάχη µεταξύ ρεαλισµού και εµπειρισµού αποτέλεσε ιστορικά µια από τις πιο δηµοφιλείς αντιπαραθέσεις στην ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήµης. Σήµερα µπορούµε να πούµε πως βρίσκεται στην καρδιά του σύγχρονου προβληµατισµού στο χώρο της Φιλοσοφίας της Επιστήµης, εφόσον, άλλοτε ως διαφορά µεταξύ ρεαλισµού και εµπειρισµού και άλλοτε ως διένεξη µεταξύ επιστηµονικού ρεαλισµού και διαφόρων µορφών αντιρεαλισµού αναφορικά µε ζητήµατα, όπως η εγκυρότητα της επιστηµονική µεθόδου, τα κριτήρια οριοθέτησης της φυσικής πραγµατικότητας, η δυνατότητα προσέγγισης της επιστηµονικής γνώσης, αλλά και η αλήθεια και η αποδοχή µιας επιστηµονικής θεωρίας, απασχόλησε και απασχολεί ιδιαίτερα έναν µεγάλο αριθµό φιλοσόφων και επιστηµόνων.3

∆εν υπάρχει αµφιβολία πως η διαµάχη αυτή εντάθηκε από τη στιγµή που η επιστηµονική έρευνα έφερε στο φως έναν ολόκληρο κόσµο φαινοµένων, διαδικασιών και οντοτήτων που δρουν και αλληλεπιδρούν στο θεµελιώδες επίπεδο σύστασης της ύλης, στον µικρόκοσµο. Από τη στιγµή εκείνη η επιστήµη άρχισε να τροφοδοτεί τη φιλοσοφική σκέψη µε ένα πρωτογενές υλικό µηχανισµών και δοµών που αποκάλυπτε σταδιακά η ποικιλία των µορφών της ύλης στο µικροφυσικό επίπεδο. Οι φιλόσοφοι από την πλευρά τους βρέθηκαν µπροστά σε µια µεγάλη πρόκληση, να καταδυθούν στον κόσµο των

3 Πολλά από τα θέµατα αυτά παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν στο πλαίσιο των µεταπτυχιακών µαθηµάτων Φιλοσοφίας της Επιστήµης της κ. ∆ήµητρας Σφενδόνη- Μέντζου κατά τα ακαδηµαϊκά έτη 2002-2003 και 2003-2004, µε κεντρικό άξονα τη διαµάχη ρεαλισµού-εµπειρισµού Οι παρατηρήσεις µας για τον ρεαλισµό εδώ αντλούν από τη συζήτηση αυτή.

(21)

21 στοιχειωδών σωµατιδίων και να προσεγγίσουν µε εργαλείο το φιλοσοφικό στοχασµό τη νέα πραγµατικότητα.

Εµβαθύνοντας κανείς στα προβλήµατα που εγείρει τόσο ο φυσικός όσο και ο µικροφυσικός κόσµος µε τις τεράστιες δυνάµεις που κρύβουν µέσα τους, δεν µπορεί παρά να παραδεχτεί την επιτυχία των νέων πειραµατικών τεχνικών που εφαρµόζονται σήµερα στους διαφόρους τοµείς της φυσικής, της αστροφυσικής και, βέβαια, της µικροφυσικής. Παράλληλα, όµως, η ανακάλυψη των σύγχρονων αυτών επιστηµονικών µεθόδων έµελλε να σηµάνει και το τέλος της εποχής των καθαρά θεωρητικών κοσµοαντιλήψεων και ταυτόχρονα την ανατολή µιας νέας εποχής, της εποχής των εµπειρικών και θεωρητικών αποτελεσµάτων.

Ακολουθώντας κανείς τη φιλοσοφική και επιστηµονική παράδοση που εκτείνεται από τους Προσωκρατικούς και τον Αριστοτέλη, έως τα νεότερα χρόνια της θεµελίωσης του µηχανιστικού κοσµοειδώλου και κατόπιν της αντικατάστασής του από το ρελατιβιστικό σύστηµα του Einstein, µπορεί να δει να ξεδιπλώνεται ανάγλυφη όλη αυτή η διαµάχη για το πραγµατικό και για τον αντικειµενικό κόσµο. Η αντιπαράθεση υπήρξε σκληρή και διαρκής κλίνοντας άλλοτε υπέρ του ρεαλισµού και άλλοτε υπέρ των διαφόρων µορφών εµπειρισµού, έως ότου φτάσουµε στην εποχή των επιστηµονικών και τεχνολογικών επιτευγµάτων που προκάλεσαν µια συζήτηση σχετική µε το πραγµατικό τόσο στη µακροσκοπική, όσο και στη µικροσκοπική κλίµακα από τους Einstein, de Broglie, και Schröndiger. Είναι ακριβώς η εποχή, κατά την οποία αναπτύσσεται ένα είδος ρεαλισµού που εκφράζει µια δυναµική αντίληψη της πραγµατικότητας.

Αναµφίβολα, η νέα εικόνα της φύσης στον υποατοµικό τοµέα δεν µπορεί να ενταχθεί στις κατηγορίες που µας παρέχει η µηχανιστική σκέψη της κλασικής Φυσικής. Οι δρόµοι, λοιπόν, που ανοίγονται είναι δύο: είτε θα

(22)

22 δηλώσουµε τον αγνωστικισµό µας αναφορικά µε την ύπαρξη του κβαντικού κόσµου, απορρίπτοντας ουσιαστικά την πραγµατικότητά του, είτε θα δεχθούµε ότι χρειάζεται να επαναπροσδιορίζουµε κάποιες οντολογικές κατηγορίες της κλασικής Φυσικής, όπως αυτές της πραγµατικότητας και της αντικειµενικής ύπαρξης, προκειµένου να εντάξουµε στην κατηγορία του πραγµατικού έναν ολοκαίνουργιο κόσµο δυνατοτήτων, τάσεων και πιθανών µηχανισµών, τον κόσµο των κβάντα.

Προκειµένου, όµως, να αποφύγει κανείς, τόσο τη θετικιστική άρνηση που αποµονώνει το πραγµατικό στο φαινόµενο ή στο άµεσα παρατηρήσιµο, όσο και την απλοϊκότητα ενός εποπτικού ρεαλισµού που ταυτίζει την ουσία µε το φαινόµενο, µπορεί να αποδεχτεί τον επιστηµονικό ρεαλισµό ως εκείνη τη θεώρηση της επιστήµης µε βάση την οποία προστίθεται πλάι στην παρατήρηση η κατανόηση και η εξήγηση αυτού που παρατηρείται. Πέρα, όµως, από αυτό, οι θεµελιώδεις έννοιες της πραγµατικότητας, της ατοµικότητας, της αντικειµενικότητας, της ταυτότητας, της µεταβολής και της διαφοροποίησης µπορούν µέσα από µια επιστηµονικά ρεαλιστική θεµελίωση του πραγµατικού όχι µόνο να φωτιστούν σε βάθος, αλλά και να επαναπροσδιοριστούν, πλουτίζοντας µε τον τρόπο αυτό το εννοιολογικό οπλοστάσιο της σύγχρονης Φυσικής.

Το πρόβληµα, λοιπόν, που τίθεται δεν είναι πως οι φιλόσοφοι και οι επιστήµονες υποθέτουν ή «εφευρίσκουν» φαινόµενα, δοµές και οντότητες ανύπαρκτες, ή πιθανόν ανύπαρκτες, που τους είναι απλά και µόνον χρήσιµες για τις θεωρίες τους. Αλλά, το ότι πρέπει να ξεφύγουµε από τα στενά πλαίσια της µηχανιστικής σκέψης επαναπροσδιορίζοντας ορισµένες θεµελιώδεις έννοιες και κατηγορίες, προκειµένου να εντάξουµε στη φυσική

(23)

23 πραγµατικότητα έναν κόσµο που απλά δεν µπορεί ούτε να κατανοηθεί, αλλά ούτε και να εξηγηθεί µέσα από τους όρους της κλασικής Φυσικής.4

Ωστόσο, για να το πράξουµε αυτό πρέπει πρώτα να εννοήσουµε την πραγµατικότητα ως κάτι ευρύτερο που σαφώς δεν περιορίζεται στην εποπτεία της φαινοµενικότητας, αλλά εµπεριέχει και καθετί δυναµικό: τάσεις, αλληλεπιδράσεις, πιθανές υπάρξεις και διεργασίες που µπορεί να µοιάζουν σκοτεινές και απαρίστατες, αλλά εµπεριέχουν τη δυνατότητα της αλλαγής και του γίγνεσθαι, τη δυνατότητα του νέου. Αναµφίβολα, βρισκόµαστε µπροστά σε µια δηµιουργική φάση της επιστηµονικής έρευνας, µπροστά σε µια επανάσταση που ασφαλώς προϋποθέτει τη γενναιότητα και την τόλµη να αλλάξουµε τις θεωρίες µας υπό το φως των νέων επιστηµονικών δεδοµένων και να δεχτούµε το νέο που αποκαλύπτεται µέσα από την επιστηµονική σκαπάνη. Τούτο, όµως, µοιάζει αδύνατο, αν εµµένουµε στις παρακαταθήκες της κλασικής Φυσικής και στα επιστηµονικά και φιλοσοφικά θέσφατα αιώνων.

Η ανάλυση του µικρόκοσµου της Φυσικής µε παραγωγικά εργαλεία έφερε µια καινούργια αντίληψη των πραγµάτων µέσα από την οποία φανερώνεται σε όλο της το βάθος η νέα εικόνα των εγγενών δοµών του φυσικού κόσµου. Αρχή στάθηκε η επανατοποθέτηση των θεωρητικών και µεθοδολογικών βάσεων των θετικών επιστηµών στις αρχές του προηγούµενου αιώνα. Η ιστορία της φιλοσοφίας και της επιστήµης έχει δείξει πως οι φιλόσοφοι που εµβαθύνουν και οι επιστήµονες που φιλοσοφούν για να ερευνήσουν σε βάθος είναι τελικά αυτοί που µέσα από τις υπερβάσεις τους,

4 Την άποψη αυτή αναπτύσσει µε θαυµάσιο τρόπο η ∆. Σφενδόνη-Μέντζου στο άρθρο της: D. Sfendoni-Mentzou, “What is Matter for Aristotle: A Clothes-Horse or a Dynamic Element in Nature?”, στο Aristotle and Contemporary Science, Introduction by Hilary Putnam, vol. Ι., επιµ. έκδ., D. Sfendoni-Mentzou (New York: Peter Lang, 2000), σσ. 237- 263.

(24)

24 πραγµατώνουν τα µεγάλα εγχειρήµατα και γίνονται οι πρώτοι µάρτυρες του νέου. Στην περίπτωση, για παράδειγµα, του A. Einstein, η εµπειρία, η παρατήρηση και το πείραµα δεν ανέδειξαν, ούτε θεµελίωσαν τα επιστηµονικά πορίσµατα. Απλά τα επιβεβαίωσαν.

Στο πλαίσιο αυτό, των νέων δυνατοτήτων που ανοίγονται για τη φιλοσοφική σκέψη εντάσσεται και η σύγχρονη συζήτηση για τον επιστηµονικό ρεαλισµό και ειδικότερα το εγχείρηµα του Ernan McMullin να θεµελιώσει τις θέσεις του για µια ρεαλιστική φιλοσοφική θεώρηση του επιστηµονικού έργου.

Ο επιστηµονικός ρεαλισµός του E. McMullin εντάσσεται στο ευρύ πλαίσιο µιας θεωρητικής κατανόησης του επιστηµονικού εγχειρήµατος. Η φιλοσοφική θεώρηση που προσφέρει στοχεύει, καταρχήν, στην αποσαφήνιση και στον διαχωρισµό της έννοιας του επιστηµονικού ρεαλισµού από τις διάφορες εκδοχές, στην πραγµατικότητα καρικατούρες του, που κατά καιρούς παρουσιάζονται από τους αντιρεαλιστές φιλοσόφους και µελετητές. Ο ίδιος επεξεργάζεται µια εικόνα για την επιστήµη και το έργο της, κατά τη γνώµη µας, γόνιµη και καρποφόρα που προσθέτει και δεν αφαιρεί, γονιµοποιεί και δεν αποστειρώνει, ενσωµατώνει και δεν αποκλείει.

Η προσέγγισή του στηρίζεται σε µεγάλο βαθµό στη θεωρία της απαγωγής (abduction ή retroduction) που εισηγείται. Εφορµώντας από τη φιλοσοφία του Πραγµατισµού του Charles S. Peirce, ο McMullin επιχειρεί να δώσει µια εικόνα της επιστήµης που ενθαρρύνει και ενισχύει την κατανόηση των υποκείµενων δοµών του φυσικού κόσµου. Τάσσεται, λοιπόν, υπέρ ενός ενισχυτικού συµπερασµού (ampliative inference) στις φυσικές επιστήµες.

Βασική του σκόπευση είναι να θεµελιώσει τη δική του ρεαλιστική στάση για την επιστήµη µε κεντρικό πυλώνα το ζήτηµα της ύπαρξης και του πραγµατικού:

(25)

25 Ο επιστηµονικός ρεαλισµός σχετίζεται πρωταρχικά µε την πραγµατικότητα (reality) των θεωρητικών οντοτήτων που υποθέτει η θεωρία, όπως δηλώνει ο όρος «ρεαλισµός»…η έµφαση βρίσκεται στην πραγµατικότητα παρά στην αλήθεια, απευθείας στην οντολογία, παρά στη γνωσιολογία.5

Θέµατα, όπως αυτό της αλήθειας και της αναφοράς είναι σχετικά, αλλά κατέχουν δευτερεύουσα θέση στην προσέγγιση που επιχειρεί. Το ζήτηµα της αλήθειας συνιστά µια πολύπλοκη υπόθεση και ο ρεαλιστής, κατά τον E.

McMullin, δεν χρειάζεται να εµπλακεί στη διαµάχη για την αλήθεια, αλλά να µείνει προσηλωµένος στις υπαρκτικές κρίσεις, στις οποίες οδηγεί η επιτυχία της θεωρίας.6

Ο McMullin πηγαίνει, ωστόσο, ακόµη πιο πίσω, στα παραδείγµατα των αποδεικτικών συλλογισµών του Αριστοτέλη στα Ἀναλυτικὰ πρότερα και στα Ἀναλυτικὰ ὕστερα, µε βάση τα οποία επεξεργάζεται ένα µέρος των επιχειρηµάτων του προς µια προσεκτική, εκλεπτυσµένη, θα έλεγε κανείς, υπεράσπιση του ρεαλισµού. Συγκεκριµένα, λαµβάνει την αλήθεια και την εξηγητική δύναµη των επιστηµονικών θεωριών ως τεκµήρια της επιτυχίας τους

5 E. McMullin, “Van Fraassen’s Unappreciated Realism”, Philosophy of Science, 70, (2003): 457.

6 Βλ. Αυτόθι και E. McMullin, “Enlarging the Known World”, στο Physics and our View of the World, επιµ. έκδ., J. Hilgevoord (Cambridge: Cambridge University Press, 1994), σ. 79. Το ρεαλιστικό του στίγµα δεν είναι άλλο από την υποστήριξη των οντολογικών προεκτάσεων και συνεπειών του επιστηµονικού ρεαλισµού σε αντίθεση µε άλλους ρεαλιστές φιλοσόφους που δίνουν έµφαση στα ζητήµατα της αλήθειας (αντιστοιχιστική θεωρία της αλήθειας) και της αναφοράς. Μεταξύ των φιλοσόφων αυτών είναι και ο Hilary Putnam. Πβ. Η. Putnam, “What is Realism”, στο Scientific Realism, επιµ. έκδ., J.

Leplin (Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 1984), σσ. 148-153.

(26)

26 και, µάλιστα, τοποθετεί τα στοιχεία αυτά µεταξύ των αρετών µε βάση τις οποίες αποτιµάται η επιστηµονική γνώση.

Εκ προοιµίου, σηµειώνουµε ότι ο Ernan McMullin προσεγγίζει την επιστηµονική γνώση στη βάση τόσο των γνωσιολογικών όσο και των οντολογικών παραµέτρων του επιστηµονικού ρεαλισµού µε κεντρικό άξονα τρία θεµελιώδη ζητήµατα: τη «δηµιουργική» φαντασία, την αποτίµηση της θεωρητικής γνώσης σύµφωνα µε ορισµένες επιστηµικές αρετές και τη δυνατότητα µιας αιτιώδους προσέγγισης του ζητήµατος του ρεαλισµού άρρηκτα συνδεδεµένης µε τη θεωρία της απαγωγής. Υπέρµαχος, όπως και ο C.

S. Peirce, της ορθολογικότητας και της αντικειµενικότητας της επιστήµης, εστιάζει ειδικότερα το ενδιαφέρον του στα φυσικά µοντέλα και στον ρόλο τους στη δόµηση των επιστηµονικών θεωριών, στην έννοια της δοµικής εξήγησης (structural explanation), της µεταφοράς (metaphor) και της γονιµότητας (fertility).

Προτού εµβαθύνουµε, όµως, στα ειδικά θέµατα που θίγει και στα επιχειρήµατα στη βάση των οποίων δοµεί την ανάλυσή του, κρίνουµε χρήσιµο να αναφερθούµε σύντοµα στη σύγχρονη συζήτηση γύρω από το ζήτηµα του επιστηµονικού ρεαλισµού. Χωρίς καµία διάθεση να ταυτίσουµε τις θέσεις του Ernan McMullin µε οποιαδήποτε άλλη ρεαλιστική προσέγγιση, θεωρούµε ιδιαίτερα ωφέλιµη µια συζήτηση των θέσεων ρεαλιστών, ή εν µέρει ρεαλιστών φιλοσόφων, προκειµένου να αναλύσουµε στη συνέχεια κατά το δυνατόν πληρέστερα τα επιχειρήµατά του, µια που και ο ίδιος λαµβάνει µέρος στον σύγχρονο διάλογο αφήνοντας το δικό του στίγµα στη µεγάλη παράδοση των ρεαλιστών φιλοσόφων της επιστήµης.

Ας περάσουµε όµως αναλυτικότερα στη συζήτηση του ζητήµατος του ρεαλισµού.

(27)

27

i. Μια σύγχρονη συζήτηση

Το ζήτηµα του ρεαλισµού έχει πυροδοτήσει πλήθος συζητήσεων και αντιπαραθέσεων από την εποχή που για πρώτη φορά τέθηκαν ερωτήµατα αναφορικά µε τη σχέση επιστήµης και φυσικού κόσµου. Μεγάλη γκάµα φιλοσόφων και µελετητών έχουν αντιπαρατεθεί, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ως προς ένα πλήθος ζητηµάτων που συνδέονται µε το πρόβληµα του ρεαλισµού, όπως οι έννοιες της αλήθειας, της αναφοράς, του µοντέλου και της αναλογίας, των θεωρητικών οντοτήτων. Επίσης, ζητήµατα που σχετίζονται µε τον ρόλο της κατανόησης και της εξήγησης των παρατηρούµενων φαινοµένων, το οντολογικό status του µη παρατηρήσιµου, αλλά και τις αρετές που οφείλει µια καλή ή επιτυχηµένη επιστηµονική θεωρία να έχει. Τα ζητήµατα αυτά ασφαλώς εγείρουν νέα προβλήµατα που µε τη σειρά τους πυροδοτούν νέες αντιπαραθέσεις γύρω από το θέµα του ρεαλισµού, όχι µόνο µεταξύ ρεαλιστών και αντιρεαλιστών, αλλά ακόµη και µεταξύ των ίδιων των οπαδών του ρεαλισµού.

Εισερχόµενος κανείς στη συζήτηση γύρω από το ζήτηµα έρχεται αµέσως αντιµέτωπος µε ένα πλήθος επιθετικών προσδιορισµών που έχουν χρησιµοποιηθεί και χρησιµοποιούνται από φιλοσόφους και µελετητές, προκειµένου να προσεγγίσουν αυτό που ονοµάζουµε ρεαλισµό: αφελής ρεαλισµός, κριτικός ρεαλισµός, µεταφυσικός ρεαλισµός, επιστηµικός ρεαλισµός, συγκλίνων ρεαλισµός, εσωτερικός ρεαλισµός, οντολογικός ρεαλισµός, πραγµατιστικός ρεαλισµός, ρεαλισµός του κοινού νου κ.τ.λ.. Στην πραγµατικότητα, όλοι αυτοί οι προσδιορισµοί, αφενός καταδεικνύουν το έντονο ενδιαφέρον που υπάρχει σχετικά µε το υπό εξέταση θέµα και αφετέρου υπονοούν την ύπαρξη ενός πλήθους αντιρεαλιστικών ρευµάτων, που έχουν κάνει αισθητή την εµφάνισή τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες ρίχνοντας

(28)

28 συνεχώς νερό στον µύλο του διαλόγου σχετικά µε τον σκοπό της επιστήµης και τον χαρακτήρα των επιστηµονικών θεωριών.7

Θα µπορούσε εκ προοιµίου να σηµειώσει κανείς πως σε γενικές γραµµές ο ρεαλισµός συνιστά ένα ρεύµα στη Φιλοσοφία της Επιστήµης, κατά το οποίο οι επιστηµονικές θεωρίες προσπαθούν να κατανοήσουν και να εξηγήσουν το πώς είναι ο κόσµος στην πραγµατικότητα. Ακολούθως, ως αληθείς µπορούν να χαρακτηρισθούν εκείνες οι θεωρίες που κατανοούν και εξηγούν σωστά την ανεξάρτητη από τον νου και τη βούλησή µας εξωτερική πραγµατικότητα, ενώ εσφαλµένες χαρακτηρίζονται οι θεωρίες που την κατανοούν και την εξηγούν λανθασµένα.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως ο ρεαλισµός συνδέεται άρρηκτα µε τις έννοιες της αντικειµενικότητας και της αλήθειας και αυτοί είναι οι όροι µε τους οποίους κρίνονται οι επιστηµονικές θεωρίες µας (οι θεωρητικές προτάσεις έχουν καταστάσεις αλήθειας, άρα και αληθοτιµές). Από την άλλη, σκιαγραφείται ο σκοπός κάθε επιστηµονικού εγχειρήµατος ως µίας προσπάθειας για µία αληθή ή τουλάχιστον κατά προσέγγιση αληθή περιγραφή του κόσµου και µάλιστα ενός κόσµου προσδιορισµένου γνωσιακά, τόσο παρατηρήσιµου, όσο και µη παρατηρήσιµου.8

7 Το φαινόµενο επισηµαίνει ο Ευτύχης Μπιτσάκης κάνοντας λόγο για «ταµπέλες»

διαρκώς πολλαπλασιαζόµενες, όπως τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, που εν τέλει συνιστούν ένα νέο Πύργο της Βαβέλ στο πεδίο των αντιρεαλιστικών προσεγγίσεων του επιστηµονικού εγχειρήµατος. Βλ. Ε. Μπιτσάκης, Το Αειθαλές ∆έντρο της Γνώσεως (Αθήνα: Στάχυ, 1995), σ. 70.

8 Το θέµα του παρατηρήσιµου και µη παρατηρήσιµου εξετάζεται αναλυτικά στο βιβλίο της ∆. Σφενδόνη-Μέντζου, Φιλοσοφία της Επιστήµης: Εισαγωγή (Θεσσαλονίκη: Ζήτη, 2004) και ειδικότερα στα κεφ. «Το µη παρατηρήσιµο και οι θεωρητικές οντότητες» και

«Το µη παρατηρήσιµο και ο φυσικός νόµος», βλ. σ. 153 & σ. 155 κ.ε.

Referências

Documentos relacionados