• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] Αρχαιολογικές πρακτικές στην Ακρόπολη Γεράσιμος Αβρααμίδης Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Εσθήρ Σολομών Πάτρα, Φεβρουάριος 2020 (2)Φωτογραφία Εξωφύλλου: Άποψη της πόλεως των Αθηνών στις αρχές του 19ου αιώνα, σε πίνακα του Richard Temple

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Αρχαιολογικές πρακτικές στην Ακρόπολη Γεράσιμος Αβρααμίδης Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Εσθήρ Σολομών Πάτρα, Φεβρουάριος 2020 (2)Φωτογραφία Εξωφύλλου: Άποψη της πόλεως των Αθηνών στις αρχές του 19ου αιώνα, σε πίνακα του Richard Temple"

Copied!
82
0
0

Texto

(1)

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών

«Δημόσια Ιστορία»

Πτυχιακή / Διπλωματική Εργασία

Ιδεολογικοπολιτικές χρήσεις της αρχαιότητας στην Ελλάδα κατά την οθωνική περίοδο. Αρχαιολογικές πρακτικές στην Ακρόπολη

Γεράσιμος Αβρααμίδης

Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Εσθήρ Σολομών

Πάτρα, Φεβρουάριος 2020

(2)

Φωτογραφία Εξωφύλλου:

Άποψη της πόλεως των Αθηνών στις αρχές του 19ου αιώνα, σε πίνακα του Richard Temple.

Η παρούσα εργασία αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του φοιτητή («συγγραφέας/δημιουργός») που την εκπόνησε. Στο πλαίσιο της πολιτικής ανοικτής πρόσβασης ο συγγραφέας/δημιουργός εκχωρεί στο ΕΑΠ, μη αποκλειστική άδεια χρήσης του δικαιώματος αναπαραγωγής, προσαρμογής, δημόσιου δανεισμού, παρουσίασης στο κοινό και ψηφιακής διάχυσής τους διεθνώς, σε ηλεκτρονική μορφή και σε οποιοδήποτε μέσο, για διδακτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, άνευ ανταλλάγματος και για όλο το χρόνο διάρκειας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η ανοικτή πρόσβαση στο πλήρες κείμενο για μελέτη και ανάγνωση δεν σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας του συγγραφέα/δημιουργού ούτε επιτρέπει την αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, εμπορική χρήση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «μεταφόρτωση» (downloading), «ανάρτηση»

(uploading), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά της εργασίας, χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του συγγραφέα/δημιουργού. Ο συγγραφέας/δημιουργός διατηρεί το σύνολο των ηθικών και περιουσιακών του δικαιωμάτων.

(3)

Ιδεολογικοπολιτικές χρήσεις της αρχαιότητας στην Ελλάδα κατά την οθωνική περίοδο. Αρχαιολογικές πρακτικές στην Ακρόπολη

Γεράσιμος Αβρααμίδης

Επιτροπή Επίβλεψης Πτυχιακής / Διπλωματικής Εργασίας Επιβλέπουσα καθηγήτρια:

Εσθήρ Σολομών

Συνεπιβλέποντες καθηγητές:

Χριστίνα Κουλούρη Αλέξανδρος Τενεκετζής

Πάτρα, Φεβρουάριος 2020

(4)

Στην οικογένειά μου και σε όσους στήριξαν τις επιδιώξεις και τις προσπάθειές μου.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την επιβλέπουσα καθηγήτρια της εργασίας μου, την κα Εσθήρ Σολομών, για την εποικοδομητική συνεργασία, τις χρήσιμες διορθώσεις αλλά κυρίως για τις μεθοδολογικές συμβουλές της.

(5)

Περίληψη

Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η εξέταση του τρόπου προσέγγισης της αρχαιότητας από το οθωνικό καθεστώς. Συγκεκριμένα, θα μελετηθεί το ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής προκειμένου να κατανοηθεί το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε τον 19ο αιώνα και θα αναλυθούν όλες οι πρωτοβουλίες που έλαβε η μοναρχία ώστε να αναδείξει την περίοδο της αρχαιότητας, ως τη μόνη σημαντική για το νέο κράτος. Το αποκορύφωμα αυτών των πρωτοβουλιών δεν είναι άλλο από τις αρχαιολογικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν στην Ακρόπολη, με την αναστήλωση των αρχαίων μνημείων, την κατεδάφιση των κτισμάτων που χρονολογούνταν σε μεταγενέστερους περιόδους και την ανάδειξη του Ιερού Βράχου ως έναν προστατευόμενο αρχαιολογικό χώρο «εκκαθαρισμένο» από ανεπιθύμητα στοιχεία.

Το κεντρικό ερώτημα που θέτει η εργασία είναι με ποιους τρόπους η βαυαρική μοναρχία κατάφερε να διαχειριστεί την αρχαιότητα και, αντίστοιχα, πώς συνεισέφεραν προς αυτήν την κατεύθυνση οι αρχαιόφιλοι διανοούμενοι που περιστοίχιζαν το βασιλιά και οργάνωσαν τη διοίκηση του κράτους. Τέλος, η εξέταση του έργου των δυο αρχαιολόγων που επηρέασαν βαθύτατα την εξέλιξη του κράτους και διαμόρφωσαν το αρχαιολογικό υπόβαθρο της χώρας είναι εξίσου σημαντική. Πρώτος, ο Λουδοβίκος Ροσς, το όνομα του οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πρώιμη φάση της οθωνικής μοναρχίας. Τόσο ως Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων, όσο και ως καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της αρχαιολογίας και την μετατροπή της Ακρόπολης σε ένα τοπίο εμβληματικό της κλασικής περιόδου. Ακολούθως, ο Κυριακός Πιττάκης, ο οποίος από όλα τα πόστα που είχε κατά τη διάρκεια της τριαντάχρονης καριέρας του ως αρχαιολόγος, δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται για την απομάκρυνση από την Ακρόπολη όλων των κτισμάτων που δεν είχαν σχέση με το κλασικό παρελθόν της.

Λέξεις – Κλειδιά

Οθωνική μοναρχία, αρχαιολογία, αρχαιότητα, νεοκλασικισμός, αποκάθαρση, Ακρόπολη

(6)

Ideological and political functions of antiquity in Greece during Otto’s period. Archaeological practices in Acropolis

Gerasimos Avraamidis Abstract

The aim of this study is to examine the way the King Otto’s regime approached classical antiquity. In particular, the ideological framework of those times will be studied in order to understand the general conditions that prevailed in the 19th century and all the initiatives taken by the monarchy that aimed to highlight the period of the antiquity, as the only important for the new state. The focal point of these initiatives is no other but the archaeological practices that were implemented in Acropolis for the restoration of the ancient monuments, the demolition of the metaclassic buildings and the prominence given to the Holy Rock as a protected archaeological site, cleared from “undesirable” elements.

The main question that the study poses, is how the bavarian monarchy managed to handle the antiquity and, respectively, how the antiquarian scholars that surrounded the king and organised the administration of the state contributed to this. Finally, the review of the contribution of the two archaeologists who deeply affected the development of the state and formed the archaeological background of the country is equally important. First, Ludwig Ross, whose name is connected to the premature phase of the King Otto’s monarchy. Both his roles as General Treasurer of Antiquities and as a Professor of Archaeology at the University of Athens, laid the groundwork for the development of archaeology and the conversion of Acropolis into an emblematic landscape of the classical period. Following, Kyriakos Pittakis who with all his roles during his thirty year career as an archaeologist, never ceased to work tirelessly for the removal from the site of Acropolis, of all the constructions that were irrelevant to its classical past.

Keywords

King Otto’s monarchy, archaeology, antiquity, neoclassicism, expurgation, Acropolis

(7)

Περιεχόμενα

 Περίληψη……….v

 Abstract………...vi

 Περιεχόμενα………...vii

Εισαγωγή………..1

 Κεφάλαιο 1. Η γνωριμία Ευρωπαίων και Ελλήνων με την αρχαιότητα: Ιδεολογικό πλαίσιο και πρακτικές συγκρότησης ταυτότητας 1.1. Η Ευρώπη και η κλασική αρχαιότητα: Η πολιτική σημασία των αρχαιοτήτων…….5

1.2. Η αναβίωση της αρχαίας Ελλάδας και ο τρόπος προσέγγισης του αρχαίου παρελθόντος………...7

1.3. Σημασίες και χρήσεις των αρχαιοτήτων για τους Νεοέλληνες……….9

1.4. Νομοθετικές πρωτοβουλίες για την προστασία των αρχαιοτήτων………..11

1.5. Εθνικά αρχαιολογικά μουσεία και η συγκρότηση εθνικών ταυτοτήτων 1.5.1. Νοηματοδοτήσεις και εννοιολογήσεις των εθνικών μουσείων στην Ευρώπη………14

1.5.2. Η ίδρυση αρχαιολογικού μουσείου στο νέο ελληνικό κράτος………...17

 Κεφάλαιο 2. Αρχαιότητα, αρχαιότητες και οθωνική περίοδος. Λήψεις μέτρων και πρωτοβουλιών αρχαιολογικού ενδιαφέροντος 2.1. Η επιστράτευση της αρχαιολογίας, η διενέργεια ανασκαφών και η συγκρότηση αρχαιολογικών θεσμών………..19

2.2. Οι ιδεολογικοί λόγοι μεταφοράς της πρωτεύουσας και ο σχεδιασμός της νέας πόλης………..21

2.3. Τελετές στα πρότυπα της αρχαιότητας………25

2.4. Η εκπαίδευση ως θεσμικός φορέας δημιουργίας του εθνικού παρελθόντος 2.4.1. Η έμφαση της σχολικής εκπαίδευσης στην αρχαιότητα………...28

2.4.2. Ο ρόλος του Πανεπιστημίου στη συγκρότηση του εθνικού φαντασιακού…...30

2.5. Ο Νόμος του 1834 για την προστασία της αρχαίας κληρονομιάς………31

2.6. Η ίδρυση και η δράση της Αρχαιολογικής Εταιρείας………..36

 Κεφάλαιο 3. Διαδικασίες και πρακτικές προστασίας, αποκατάστασης και ανάδειξης της Ακρόπολης κατά τη διάρκεια της οθωνικής μοναρχίας 3.1. Ο συμβολισμός της Ακρόπολης για το οθωνικό καθεστώς……….39

3.2. Η φύλαξη της Ακρόπολης και επιστημονικές συμπράξεις με στόχο την αποκατάστασή της……….40

3.3. Ο ρόλος των αρχιτεκτόνων στις εργασίες στην Ακρόπολη……….43

3.4. Εργασίες και αρχαιολογικές δραστηριότητες στον Ιερό Βράχο………...46

3.5. Η δράση της Αρχαιολογικής Εταιρείας στα μνημεία της Ακρόπολης……….48

3.6. Ο ιδεολογικοπολιτικός αντίκτυπος της αποκάθαρσης της Ακρόπολης…………...52

 Συμπεράσματα………...56

 Παράρτημα Α: «Χρονολόγιο αρχαιολογικών εργασιών»………...58

 Παράρτημα Β: «Αρχειακό υλικό από τη Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων»………59

 Βιβλιογραφία……….62

(8)

Εισαγωγή

Η κληρονομιά, η ιστορία και τα μνημεία της αρχαίας Ελλάδας προκαλούσαν τον θαυμασμό όλης της Ευρώπης για τη λαμπρότητά τους, ήδη από τον 18ο αιώνα, και συνέβαλαν στην ανάπτυξη του κινήματος του φιλελληνισμού που θα στεκόταν αρωγός στην επιτυχία του επαναστατικού αγώνα. Αυτός ο θαυμασμός για την αρχαιότητα ήταν ένα πλεονέκτημα για τους Νεοέλληνες που δεν έπρεπε να αφήσουν ανεκμετάλλευτο διότι σε αυτήν θα αναζητούσαν το νομιμοποιητικό παρελθόν τους, ώστε να επιτύχουν την ανεξαρτησία τους και να αποκτήσουν το δικό τους ένδοξο εθνικό παρελθόν. Για αυτόν το λόγο, το ελληνικό κράτος από την αρχή της δημιουργίας του θα λάμβανε μέτρα για τη διαφύλαξη της αρχαίας κληρονομιάς του. Η προστασία των μνημείων και των αρχαιοτήτων αποτέλεσε το πρωταρχικό καθήκον της πολιτείας και θα είχε αντίκτυπο στην διδασκαλία της εθνικής ιστορίας, στον καθορισμό της εθνικής ταυτότητας και στην επιβολή της εθνικής ιδεολογίας.

Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να επικεντρωθεί στη βαρύτητα που έδειξε το οθωνικό καθεστώς στην αρχαιότητα, στην ανάπτυξη της αρχαιολογίας την ίδια περίοδο και κυρίως στις αρχαιολογικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν στον Ιερό Βράχο. Το πρώτο ερευνητικό ερώτημα που εγείρεται είναι με ποιους τρόπους έφτασε στο σημείο η οθωνική μοναρχία να καταφέρει να διαχειριστεί το παρελθόν και τις αρχαιότητες προς το συμφέρον της. Επίσης, άξιο διερεύνησης είναι να προσδιοριστεί ο ρόλος και η δράση των διανοούμενων που περιστοίχιζαν το επιτελείο του βασιλιά και συνέβαλλαν στην ανάπτυξη του θεσμού της αρχαιολογίας. Πρωτεργάτες, φυσικά, ο αρχιτέκτονας Leo Von Klenze, ο αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ροσς και ο Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουερ ως μέλος της Αντιβασιλείας. Τέλος, η εργασία συμβάλλει στη συγκέντρωση πληροφοριών με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων, τόσο για τη μέριμνα που υπέδειξε η μοναρχία στην ανάδειξη των μνημείων της Ακρόπολης, όσο και για τις ιδεολογικοπολιτικές προεκτάσεις που είχε η αποκατάσταση των αρχαίων μνημείων και η εκκαθάρισή τους από τα μη κλασικά στοιχεία.

Όσον αφορά το περιεχόμενο και την οργάνωση της εργασίας, αυτή αποτελείται από τρία κεφάλαια. Το πρώτο εστιάζει στην αναζήτηση εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας τόσο από τους λαούς της Ευρώπης όσο από τους Νεοέλληνες μέσα από την ενασχόλησή τους με την κλασική αρχαιότητα. Αναλύονται οι τρόποι με τους οποίους η αρχαία

(9)

κληρονομιά έγινε αντικείμενο διεκδίκησης όσο και πώς χρησιμοποιήθηκε ώστε να συνάδει με τα ιδεολογήματα της εποχής. Επίσης, το κεφάλαιο κάνει μνεία στις σημασιοδοτήσεις που είχαν οι αρχαιότητες, καθώς και στις πολιτικές αποχρώσεις τους. Τέλος, γίνεται μια συνοπτική περιγραφή στις πρώτες προσπάθειες που έλαβαν χώρα για τη θεσμική προστασία των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα αλλά και στον ιδεολογικό ρόλο των νέων εθνικών μουσείων στην Ευρώπη.

Το δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας καταπιάνεται αποκλειστικά με την οθωνική περίοδο και αναλύει τις δράσεις του καθεστώτος που είχαν αρχαιολογικό ενδιαφέρον.

Στόχος αυτού του κεφαλαίου είναι να καταδείξει με ποιους τρόπους και σε ποιους τομείς, το καθεστώς αξιοποίησε την αρχαιότητα για να αντλήσει νομιμοποίηση τόσο η πολιτική ύπαρξη του ίδιου όσο και του νέου έθνους. Η παρέμβαση της μοναρχίας στους εκπαιδευτικούς θεσμούς, οι νομοθετικές της πράξεις, αλλά και ο σχεδιασμός της νέας πρωτεύουσας είχαν αρχαιολογικές και συμβολικές διαστάσεις. Επιπλέον, θα επεξηγηθεί αναλυτικά η ανάπτυξη αρχαιολογικών θεσμών στο πλαίσιο της προσπάθειας που έκανε η μοναρχία να συνδέσει το όνομά της με την αναβίωση της κλασικής αρχαιότητας.

Η συγγραφή του τρίτου κεφαλαίου είναι, ως επί το πλείστον, προϊόν αρχειακής έρευνας. Στόχος είναι η παρουσίαση των αρχαιολογικών πρακτικών που εφαρμόστηκαν στο λόφο της Ακρόπολης από τη στιγμή που ο Όθων κατέφτασε στην Ελλάδα. Οι αναστηλώσεις στα μνημεία του Παρθενώνα, του Ερεχθείου και του ναού της Αθηνάς Νίκης είναι μερικές από τις σημαντικότερες δραστηριότητες που διενεργήθηκαν εκείνη την περίοδο. Ο λόγος που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν είναι μόνο λόγω των αρχαιολογικών επιτευγμάτων αλλά κυρίως για τις ιδεολογικές αποχρώσεις που είχαν αυτές οι ενέργειες. Η εργασία στέκεται, επιπλέον, στο ρόλο και στη δράση των δύο κορυφαίων φυσιογνωμιών της αρχαιολογίας το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, του Ροσς και του Πιττάκη, που με το έργο τους συνέβαλαν στην ανάπτυξη του αρχαιολογικού υποβάθρου στο νεοσύστατο κράτος. Για αυτόν το λόγο, το κεφάλαιο στηρίζεται κυρίως στην αλληλογραφία των δυο αυτών προσωπικοτήτων με τη Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαίδευσης ώστε να αποδοθεί το γενικότερο κλίμα της εποχής αλλά και να σκιαγραφηθούν, με ερευνητική διάθεση, οι αρχαιολογικές εργασίες στην Ακρόπολη.

Η έρευνα δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την απαραίτητη συγκέντρωση βιβλιογραφικού υλικού. Έχουν χρησιμοποιηθεί βιβλία, άρθρα, κεφάλαια από συλλογικούς

(10)

τόμους, μελέτες και δημοσιευμένες έρευνες από ιστορικούς και άλλους ερευνητές. Το ειδικό μέρος της εργασίας, το οποίο αφορά στις αρχαιολογικές πρακτικές στα μνημεία της Ακρόπολης, έχει σχηματιστεί μέσω της αναζήτησης πρωτογενούς αρχειακού υλικού από το Ιστορικό Αρχείο των Αρχαιοτήτων. Η παραπάνω Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού διαθέτει φωτογραφίες, καταλόγους, αλληλογραφίες, σχεδιαγράμματα και άλλα αντικείμενα. Το υλικό αυτό αφενός συμβάλλει στην αποκρυπτογράφηση της ιστορικής πραγματικότητας του 19ου αιώνα και αφετέρου παρέχει τη δυνατότητα να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες για το υπόβαθρο και την εξέλιξη της αρχαιολογίας στο ελληνικό κράτος. Πολλά από αυτά τα έγγραφα αξιοποιήθηκαν δεόντως στην πραγματοποίηση της αρχειακής έρευνας της εργασίας, καθώς χρονολογούνται από την έλευση του Όθωνα και μετά.

Δεν δύναται να μην αναφερθεί εδώ το βασικό κομμάτι της βιβλιογραφίας με παρεμφερή θεματολογία, από την οποία αντλήθηκαν πληροφορίες για την ανάπτυξη του θέματος της εργασίας. Πολύ σημαντική βοήθεια για την εκπόνηση της εργασίας προσέφερε επίσης το συνέδριο που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2014 και διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις της Διεύθυνσης Εθνικού Αρχείου Μνημείων στη οδό Ψαρομηλίγκου στην Αθήνα. Η έκθεση είχε τον τίτλο «Περί των Αρχαιοτήτων ιδίως» και αναδείκνυε θέματα εξαιρετικά σημαντικά στην υλοποίηση της μελέτης. Μάλιστα, ένα χρόνο πριν την έκθεση, είχε εκδοθεί ανάλογο λεύκωμα με τον τίτλο Ιστορίες επί χάρτου. Μορφές και θέματα της Αρχαιολογίας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, όπου μέσα από την αξιοποίηση του διαθέσιμου υλικού της Υπηρεσίας, οι ερευνητές καταπιάστηκαν με ζητήματα νομοθεσίας, αρχαιοκαπηλίας και αρχαιολογικών εργασιών στα μνημεία και στους αρχαιολογικούς χώρους της ελληνικής επικράτειας.

Βασικοί ερευνητές που έχουν ασχοληθεί συστηματικά με το αντικείμενο της νομοθεσίας και της προστασίας αρχαιοτήτων είναι η Δάφνη Βουδούρη και η Αγγελική Κόκκου. Η εργασία αξιοποιεί σε βάθος τις μελέτες τους, όπως και άρθρα από το συλλογικό τόμο Το παρελθόν στο παρόν. Μνήμη, ιστορία και αρχαιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου οι συγγραφείς δίνουν έμφαση στην επιρροή της αρχαιότητας στη συγκρότηση και διαμόρφωση του ελληνικού κράτους. Επιπλέον, δεν θα μπορούσε να παραλειφθεί το έργο του Βασίλη Πετράκου από το οποίο αντλήθηκαν πληροφορίες για τον ρόλο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Αρχαιολογικής Εταιρείας στο νέο ελληνικό κράτος.

(11)

Τέλος, το βιβλίο του Γιάννη Χαμηλάκη με τίτλο Το έθνος και τα ερείπιά του. Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, δίνει το έναυσμα για περαιτέρω στοχασμό πάνω στις ιδεολογικοπολιτικές αποχρώσεις της αρχαίας κληρονομιάς, ήδη από την εποχή του Όθωνα.

(12)

Κεφάλαιο 1: Η γνωριμία Ευρωπαίων και Ελλήνων με την αρχαιότητα: Ιδεολογικό πλαίσιο και πρακτικές συγκρότησης ταυτότητας

1.1. Η Ευρώπη και η κλασική αρχαιότητα: Η πολιτική σημασία των αρχαιοτήτων

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, στην Ευρώπη επικρατούσε ιδιαίτερος θαυμασμός για την ελληνική αρχαιότητα, αισθητός τόσο στις τέχνες όσο και στη διανόηση. Καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες έκαναν σχέδια, πίνακες, έργα ζωγραφικής, γλυπτά και οικοδομήματα άμεσα επηρεασμένα από την τέχνη του κλασικού παρελθόντος ή ακόμα και πανομοιότυπα με τα αρχαία αριστουργήματα. Γράφονταν ποιήματα, δημοσιεύονταν άρθρα σε εφημερίδες και διενεργούνταν περιηγήσεις σε ιστορικούς χώρους. Το έντονο αυτό ενδιαφέρον για την περίοδο της αρχαιότητας συνδεόταν άρρηκτα με τη συστηματική μελέτη της στη Δύση (Kouria, 2002: 125-131). Επιπλέον, μελετούσαν την αρχαία τοπογραφία της χώρας και ταξίδευαν συνεχώς στην Οθωμανική Ελλάδα για να ανακαλύψουν περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και να αντικρίσουν από κοντά μνημεία που εξήπταν τη φαντασία και την περιέργειά τους. Άρχιζε να διαφαίνεται η επιρροή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού σε όλες τις τέχνες αλλά και η τάση μίμησής του. Ο θαυμασμός για την αρχαιότητα και η άντληση γνώσης για αυτήν, ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής του Διαφωτισμού (Schnapp, 1998: 386-389). Διαδραμάτιζε καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία των σύγχρονων εθνών-κρατών και στην κατασκευή εθνικών αφηγημάτων και ιδεολογιών. Στην ελληνική αρχαιότητα θα στηριζόταν όλη η δυτική Ευρώπη για να κατασκευάσει το παρελθόν της.

Ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, η εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και η ιστορία της κλασικής αρχαιότητας βρίσκονταν στο κέντρο της εκπαίδευσης, έχοντας εν πολλοίς αντικαταστήσει τη διδασκαλία των Λατινικών και την αγάπη για τη ρωμαϊκή αρχαιότητα (Calotychos, 2008: 239-240). Η ιστορία και η αρχαιολογία, θα καταπιάνονταν η καθεμία με τις μεθόδους της, με τη μελέτη και την προσέγγιση πτυχών του παρελθόντος.

(13)

Η κλασική αρχαιότητα ήταν εκείνη την εποχή η σημαντικότερη περίοδος της ανθρωπότητας για τη φιλελεύθερη και αναγεννημένη, υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, Ευρώπη (Παπαδημητρίου, 2017: 86-91). Γίνεται κατανοητό πως η ελληνική αρχαιότητα είχε σημαίνουσα θέση στη Δυτική Ευρώπη, η οποία θα έβρισκε σε αυτήν το νέο της καλλιτεχνικό, πολιτισμικό και πολιτικό πρότυπο για να διαμορφώσει τη νέα της ταυτότητα και να βρει καταφύγιο από παλαιές ιδεολογίες και συστήματα που επικρατούσαν στην Ευρώπη μέχρι και τον 18ο αιώνα (Μαργαρίτης, 2006: 28-33). Οι αρχαιότητες είχαν και πολιτική σημασία, καθώς θεωρούνταν η βάση για την πολιτική ελευθερία και την ελεύθερη έκφραση, σύμφωνα με τις νέες πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες στην Ευρώπη (Δρούλια, 2015: 128-130).

Την ίδια περίοδο, οργανώνονται αποστολές σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα, λόγω των μνημείων της και της ιστορικής της αίγλης. Στα τέλη του 18ου αιώνα, αυτό το ενδιαφέρον θα έφτανε στο απόγειό του με επισκέψεις στην Ακρόπολη και αποτυπώσεις στο διάκοσμο του Παρθενώνα και άλλων ναών (Τόλιας, 2006: 481-488). Ο θαυμασμός αυτός, μοιραία, θα επέφερε αρπαγές και καταστροφές αρχαιοτήτων και μνημείων από τους Ευρωπαίους που θέλησαν να διευρύνουν τις αρχαιολογικές συλλογές τους, είτε από προσωπικά κίνητρα, είτε ως απεσταλμένοι των χωρών τους. Έτσι, αυξάνονταν οι λαθρανασκαφές και αντιστοίχως και οι συλλογές στα ξένα μουσεία. Οι λεηλασίες μνημείων και οι υφαρπαγές αρχαιοτήτων ήταν συχνό φαινόμενο εκείνη την εποχή. Ήταν ένδειξη της εκμετάλλευσης του παρελθόντος από τις Μεγάλες Δυνάμεις επειδή είχαν ανάγκη το παρελθόν (Schnapp, 1998: xiii- xv, 441-445). Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις σπουδαίων αρχαιοτήτων ή ακόμα και ολόκληρων μνημείων που υφαρπάχτηκαν, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την αρπαγή τμημάτων από τα μνημεία της Ακρόπολης από τον λόρδο Έλγιν στις αρχές του 19ου αιώνα. Λεηλατούσαν τα αρχαία συνεχώς αφού δεν υπήρχε η κατάλληλη νομοθεσία για να προστατευτούν και τα πουλούσαν στα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης ή σε πλούσιους ιδιώτες που είχαν σπάνιες και πολύτιμες συλλογές (Ψαρρά, 2013α: 59).

Η αναζήτηση στο έδαφος της Ελλάδας κρυμμένων αρχαιολογικών θησαυρών είλκυε το ενδιαφέρον των ξένων περιηγητών. Ωστόσο, θα ήταν άδικο να μην εξεταστεί και η άλλη δράση τους. Έγραφαν βιβλία, συγγράμματα, διηγήματα, μελετούσαν επιγραφές, ιστορικές τοποθεσίες και από αυτά θα αντλούνταν πληροφορίες για την κατάσταση τόσο των

(14)

μνημείων όσο και της σύγχρονης χώρας. Όλες αυτές οι δράσεις τους θα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη και στην εδραίωση του νεοκλασικισμού, ως του κυρίαρχου πολιτισμικού ρεύματος όλο τον 19ο αιώνα. Επίσης, η αγάπη για την αρχαία Ελλάδα συνέβαλε στην ανάπτυξη του φιλελληνισμού, στη γνωριμία με τους Νεοέλληνες και στη στήριξη του επαναστατικού εθνικού τους αγώνα, λίγες δεκαετίες αργότερα (Κόκκου, 2009: 7-22∙

Kouria, 2002: 131-134). Οι περιηγήσεις είχαν εξίσου ως στόχο την ψυχαγωγία, την πνευματική καλλιέργεια, την οπτική απόλαυση και την ενίσχυση της κοινωνικής θέσης των περιηγητών (Πλάντζος, 2016: 92-94). Γίνεται κατανοητό πως εκτός του αγνού ρομαντισμού και των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, η αρχαιολατρία ήταν ο βασικότερος παράγοντας καλλιέργειας της φιλελληνικής στάσης στην Ευρώπη της εποχής.

1.2. Η αναβίωση της αρχαίας Ελλάδας και ο τρόπος προσέγγισης του αρχαίου παρελθόντος

Ο θαυμασμός της Ευρώπης για την ελληνική αρχαιότητα συνέβαλλε στην εθνική αφύπνιση των Ελλήνων, ενώ παράλληλα έστρεψε το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων και για το νεοελληνικό στοιχείο. Η ενδελεχής, πλέον, αναζήτηση στοιχείων για τους σύγχρονους κατοίκους και η πλούσια ευρωπαϊκή ιστοριογραφία που καταπιανόταν με τη διαχρονική πορεία του ελληνισμού θα συνέβαλλαν τόσο πολιτικά στην απελευθέρωση από τους Οθωμανούς όσο και συμβολικά στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ αρχαίας και νέας Ελλάδας (Δρούλια, 2015: 130-133). Συν τοις άλλοις, οι πολιτικές ζυμώσεις στην Ευρώπη, οι κοινότητες της ελληνικής διασποράς στις μεγάλες πόλεις της Δύσης και η σύναψη οικονομικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και Δυτικοευρωπαίων θα ωθούσε τους πρώτους να γνωρίσουν το Διαφωτισμό και τον νεοκλασικισμό και να έρθουν έτσι σε επαφή με την αρχαία ελληνική κληρονομιά. Συγχρόνως, η κλασική αρχαιότητα θα νομιμοποιούσε την πολιτική και οικονομική κυριαρχία της μεσαίας τάξης εντός της ελληνικής επικράτειας (Χαμηλάκης, 2012: 102-104). Συνεπώς, οι στενές σχέσεις Ελλήνων διανοούμενων με τους Ευρωπαίους εταίρους τους και η αναζήτηση της κληρονομιάς τους συνετέλεσαν στην εθνική τους αφύπνιση και στην επιδίωξη απόκτησης εδαφικής ακεραιότητας εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το επόμενο βήμα θα ήταν να καταδείξουν σε όλους τους Ευρωπαίους ότι η ελληνική αρχαιότητα συνιστούσε κληρονομιά και των Νεοελλήνων.

(15)

Η αγάπη για την αρχαιότητα, η γνωριμία με τους Νεοέλληνες, καθώς και η εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών και εμπορικών συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων θα ωθούσε τις τελευταίες να υποστηρίξουν την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Η νέα, λοιπόν, Ελλάδα θα ήταν μια επινόηση, μια κατασκευή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού πάνω στα πρότυπα της αρχαιότητας (Τόλιας, 2006: 488-492). Η στροφή προς την αρχαιότητα θα διαφαινόταν και στην υπόδουλη Ελλάδα με τους Νεοέλληνες να δέχονται επιρροές από την αρχαία Ελλάδα. Ήδη, από τα τέλη του 18ου αιώνα, ήταν σύνηθες φαινόμενο να παίρνουν ονόματα με προέλευση από την αρχαιότητα ή τη μυθολογία και να αφήνουν τα παραδοσιακά χριστιανικά ονόματα. Εξελληνίζονται ονόματα πόλεων και οικισμών, ενώ αργότερα ακόμα και πλοία ή δρόμοι φέρουν αρχαία ονόματα αποδεικνύοντας ότι οι Νεοέλληνες έβρισκαν καταφύγιο στην αρχαιότητα και όχι σε ενδιάμεσες περιόδους (Δημαράς, 2015α: 107-109). Η ευκαιρία για την απόκτηση ενός σπουδαίου εθνικού παρελθόντος δεν έπρεπε να πάει χαμένη. Σταδιακά, οι φτωχοί και αμόρφωτοι Έλληνες θα μετατρέπονταν σε απόγονους των αρχαίων Ελλήνων.

Οι Ευρωπαίοι λόγιοι είχαν κατασκευάσει μια φανταστική εικόνα της Ελλάδας ως μέρος γεμάτο αρχαία τοπία και ένδοξα ερείπια. Προόριζαν τη νέα χώρα ως μια αναβαθμισμένη εκδοχή της αρχαίας, απαξιώνοντας όλες τις ενδιάμεσες περιόδους.

Ονειρεύονταν την ανασύσταση της χώρας λόγω του αρχαίου ένδοξου παρελθόντος αλλά, συγχρόνως, η νέα αυτή χώρα θα έπρεπε να έχει και την όψη αυτού του παρελθόντος. Ήθελαν να δημιουργήσουν δηλαδή ένα κράτος-μουσείο, ένα σύγχρονο αρχαιολογικό αξιοθέατο (Καυταντζόγλου, 2001: 77-85). Αυτή η οικειοποίηση του αρχαίου πολιτισμού θα εξασφάλιζε την υπόσταση των Νεοελλήνων και θα καταδείκνυε τη σύνδεσή τους με τους αρχαίους προγόνους.

Η αρχαία Ελλάδα θα αναβίωνε μετά από σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια και μετά από αλλεπάλληλες κατακτήσεις από Ρωμαίους, Φράγκους, Βυζαντινούς και Οθωμανούς. Αυτό ήταν το εθνικό αφήγημα της εποχής και με αυτό ταυτίστηκε το νέο έθνος. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η σύνδεση με την αρχαιότητα δεν επιτεύχθηκε από τους Έλληνες για να νομιμοποιήσουν ιστορικά το σύγχρονο κράτος τους αλλά ήταν μια κατασκευή των δυτικών χωρών της Ευρώπης. Από αυτό γίνεται κατανοητό πως στην αρχή δεν δινόταν κανένα ενδιαφέρον στη χρονολογική και ιστορική συνέχεια του έθνους αλλά στην αναβίωση της αρχαίας Ελλάδας (Λιάκος, 1994: 175-183). Από τα μέσα του 19ου αιώνα, ιστορικοί και

(16)

διανοούμενοι με πρωτεργάτες τους Παπαρρηγόπουλο και Ζαμπέλιο, θα πρωτοστατούσαν ώστε να ενσωματώσουν την αρχαία μακεδονική και βυζαντινή ιστορία και να αποδείξουν τη χρονολογική συνέχεια του ελληνισμού στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των εθνικών στόχων του κράτους για εδαφική εξάπλωση (Κουμπουρλής, 2012: 529-546).

Δεν είναι τυχαίο ότι ο νεοκλασικισμός ήταν το κυρίαρχο πολιτιστικό ρεύμα της εποχής.

Ονοματοθεσίες περιοχών, συνοικιών και αναστηλώσεις αρχαίων μνημείων ήταν κινήσεις για να εξιδανικευτεί η αρχαιότητα και να γεφυρωθεί το χρονικό χάσμα. Ειδικά οι αναστηλώσεις σχετίζονταν άμεσα με αυτόν τον τρόπο πρόσληψης (Τζιόβας1, 2007: 6-9).

Για αυτήν, λοιπόν, την προσέγγιση του παρελθόντος, άλλες περίοδοι όπως η ελληνιστική ή η βυζαντινή θεωρούνταν αμφιλεγόμενες ως προς τη συσχέτισή τους με την εθνική ιστορία, ενώ η οθωμανική και η φράγκικη ήταν ολωσδιόλου ξένες και εχθρικές (Tziovas, 2008: 287- 288). Όπως θα επεξηγήσουμε στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας, αυτός ο τρόπος πρόσληψης του αρχαίου παρελθόντος θα ήταν καθοριστικός για το σύγχρονο κράτος, καθώς θα επηρέαζε τόσο τις αρχαιολογικές πρακτικές και τις αναστηλώσεις (βλ. Μαλλούχου – Tufano, 2015), όσο και τον τρόπο οργάνωσης των μουσείων.

1.3. Σημασίες και χρήσεις των αρχαιοτήτων για τους Νεοέλληνες

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα αλλά και επί Οθωμανικής κυριαρχίας, οι αρχαίοι ναοί και τα μνημεία για τη θρησκευτική εξουσία θεωρούνταν ειδωλολατρικά κτίσματα συνδεδεμένα με τον παγανισμό και έπρεπε να γκρεμιστούν συθέμελα ή να γίνουν χριστιανικές εκκλησίες.

Το πιο τρανταχτό παράδειγμα ήταν φυσικά η μετατροπή του Παρθενώνα σε χριστιανικό ναό (Χαμηλάκης, 2012: 91-101). Ωστόσο, για το λαό τα αρχαία ήταν πηγή θαυμασμού και δύναμης τόσο ως εικόνα όσο και ως δομικό υλικό. Τα θεωρούσαν πανίσχυρα, ακόμα και μαγικά, εφόσον είχαν αντέξει τόσα χρόνια. Για αυτόν το λόγο τους είχαν αποδώσει μυθικές ερμηνείες και τα χρησιμοποιούσαν σε οικοδομικές δραστηριότητες και σε άλλες καθημερινές χρήσεις (Κόκκου, 2009: 22-26). Με την πάροδο των χρόνων και με την επίδραση των ιδεών του κινήματος του Διαφωτισμού, οι αρχαιότητες από αντικείμενα

1 Ο Δημήτρης Τζιόβας κατηγοριοποιεί την πρόσληψη της ελληνικότητας σε τέσσερα επιμέρους σχήματα. Το πρώτο το ονομάζει αρχαιολογικό ή συμβολικό και θεωρεί ότι ήταν ο κύριος τρόπος προσέγγισης του παρελθόντος από τους διανοούμενους για όλο σχεδόν τον 19ο αιώνα, αφού βασίζεται αποκλειστικά στην αναβίωση της αρχαιότητας (Τζιόβας, 2007: 6-9).

(17)

δεισιδαιμονίας και σεβασμού θα καθίσταντο σύμβολα αυτογνωσίας και δομικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας.

Οι πιο πολλοί ξένοι διανοούμενοι και περιηγητές τον 18ο αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα πίστευαν ότι η θέση των αρχαίων ήταν στα μεγάλα εθνικά μουσεία της Ευρώπης και σε καμία περίπτωση στις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διότι εκεί κινδύνευαν. Υφάρπαζαν τα αρχαία με το πρόσχημα της αδιαφορίας και της κακομεταχείρισής τους από τους ντόπιους. Από την άλλη, οι ντόπιοι δεν επιθυμούσαν την απομάκρυνσή τους και αντιστέκονταν στην εξαγωγή τους διότι είχαν συνδέσει τις αρχαιότητες με ιστορίες, θρύλους και δοξασίες. Αυτή ήταν η πεποίθηση της κοινής λαϊκής γνώμης για τις αρχαιότητες και τις χρήσεις τους και για αυτόν το λόγο οι Ευρωπαίοι λόγιοι τους κατηγορούσαν για δεισιδαιμονίες (Hamilakis2, 2011: 49-57∙ Hamilakis, 2008: 274- 279). Ωστόσο, οι ντόπιοι εκτός των οικονομικών δυσχερειών, δεν είχαν ούτε τα μέσα ούτε τη δυναμική να αντισταθούν στις λεηλασίες. Η αρχαία κληρονομιά ήταν αβάσταχτο βάρος για τους Νεοέλληνες ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν πολύ δύσκολο να πείσουν ότι είναι εξίσου σπουδαίοι με τους αρχαίους προγόνους και να διαχειριστούν τον ένδοξο αρχαίο πολιτισμό. Για αυτόν το λόγο, από την αρχή κιόλας θα επιστράτευαν την αρχαιολογία για το σχηματισμό του εθνικού παρελθόντος μέσω των ανασκαφών, της δημιουργίας αρχαιολογικού μουσείου και των νομοθετικών αποπειρών προστασίας των αρχαιοτήτων (Karamanolakis, 2008: 185).

Η αρχαιολογία θα εκκαθάριζε κτίσματα αλλά και ολόκληρες πόλεις και περιοχές από ίχνη που υποδήλωναν εχθρικά παρελθόντα και θα έφερνε στην επιφάνεια ευρήματα κυρίως της κλασικής εποχής. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πόλη του Ναυπλίου που γνώρισε κατεδαφίσεις ενετικών οχυρώσεων, οθωμανικών κτισμάτων και μιναρέδων από ιστορικά τεμένη. Οι θρησκευτικοί αυτοί χώροι θα επαναχρησιμοποιούνταν ως αποθήκες, ενώ τα υλικά από τις κατεδαφίσεις προορίζονταν για οικοδομικές εργασίες ή για ανέγερση νέων υποδομών. Θα γινόταν δηλαδή μια συνειδητή αποκάθαρση των πόλεων ή ακόμα και συγκεκριμένων μνημείων από τους ξένους πολιτισμούς για να προβληθεί

2 Το άρθρο του Χαμηλάκη «Indigenous Archaeologies in Ottoman Greece» καταπιάνεται με τους θρύλους και τις δοξασίες που απέδιδαν οι ντόπιοι στις τοπικές αρχαιότητες. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ο συγγραφέας αποκαλεί αυτήν τη σχέση των ντόπιων με τα αρχαία ως ιθαγενή αρχαιολογία, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη νεωτερική αρχαιολογία που πρέσβευαν οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι. Για αυτόν το λόγο, οι τελευταίοι θεωρούσαν ως δεισιδαιμονίες αυτές τις πρακτικές και επιχειρούσαν να αποκτήσουν τα αρχαία

(18)

αποκλειστικά το ελληνικό παρελθόν τους (Μπελαβίλας, 2017: 77-81). Σε αυτές τις αρμοδιότητες της αρχαιολογίας, θα εμπλέκονταν και οι Μεγάλες Δυνάμεις με τις αρχαιολογικές αποστολές τους σε διάφορες περιοχές ή μνημεία της επικράτειας. Αυτοί οι τόποι και τα μνημεία θα αποτελούσαν αντικείμενο ανταγωνισμού για το ποια θα αναλάμβανε τη διενέργεια ανασκαφών ή την αποκατάστασή τους. Ωστόσο, η παρουσία τους θα είχε τεράστια συμβολή στην αρχαιολογική έρευνα (Mazower, 2008: 34-36). Θα αποκάλυπταν συνεχώς νέα ευρήματα, θα συνεισέφεραν στην επίτευξη του στόχου της αποκατάστασης και εκκαθάρισης των αρχαίων μνημείων και, τέλος, θα συνεργάζονταν και θα υποβοηθούσαν το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Όλες είχαν παρουσία στη χώρα ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια αλλά η πρώτη που θα δημιουργούσε επίσημο παράρτημα θα ήταν η γαλλική το 1846 (Μασουρίδη, 2013: 71).

Οι Έλληνες ήθελαν εξαρχής να έχουν τα αποκλειστικά δικαιώματα διαχείρισης των αρχαιοτήτων διότι γνώριζαν ότι χωρίς τη φύλαξη και την προβολή τους δεν είχαν κάτι άλλο να επιδείξουν στην Ευρώπη. Η αρχαιότητα ήταν αυτή που επισφράγιζε την αποδοχή της σύγχρονης χώρας στην Ευρώπη. Αυτή ήταν που υπενθύμιζε εμφατικά ότι υπάρχει σύγχρονη Ελλάδα και νεότερος ελληνισμός. Σε αυτήν κατέφευγαν τόσο η επίσημη χώρα όσο και οι κάτοικοί της για να προβληθούν διεθνώς ή να την χρησιμοποιήσουν ως σανίδα σωτηρίας για να βγουν από τυχόν εθνικά, πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα ή να εγείρουν εδαφικές και αλυτρωτικές αξιώσεις (Πλάντζος, 2016: 61-63). Αυτές ήταν, κατά βάση, οι εκδοχές για το παρελθόν και τις αρχαιότητες. Εκτός όμως από αυτήν την επίσημη γραμμή που θεωρούσε τις αρχαιότητες ως το παρελθόν της χώρας, η άλλη θεώρηση είναι ότι χρησιμοποιούνται οι αρχαιότητες από τους ντόπιους ως οικοδομικά υλικά για κατασκευές σπιτιών ή τα πουλούσαν σε ξένους (Diamandi, 2008: 383-384). Όπως και να έχει πάντως, μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς την καταφυγή στην αρχαιότητα και στις αρχαιότητες για λόγους επιβίωσης∙ είτε εθνικής, είτε προσωπικής.

1.4. Νομοθετικές πρωτοβουλίες για την προστασία των αρχαιοτήτων

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, από τις αρχές του 19ου αιώνα θα λαμβάνονταν τα πρώτα μέτρα και οι πρώτες πρωτοβουλίες είτε από οργανώσεις, είτε από εταιρείες για να αντιμετωπίσουν την τάση κλοπής και λεηλασίας των αρχαιοτήτων. Πριν ακόμα την επίσημη

(19)

ίδρυση του ελληνικού κράτους, είχαν διεξαχθεί πολλές προσπάθειες για τη δημιουργία του κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου. Η αρχαιοκαπηλία και η ανάγκη προβολής των αρχαίων ήταν οι κύριοι λόγοι για αυτές τις κινήσεις (Ξανθοπούλου, 2013: 45). Παρατηρείται, λοιπόν, μια πρώτη εκτίμηση της πολιτισμικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς της χώρας. Την ώρα που οι αρχαιότητες αποτελούσαν πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των Ευρωπαίων, οι εθνικές φαντασιώσεις γίνονταν ευρέως διαδεδομένες ανάμεσα σε επιφανείς Έλληνες λογίους που αναζητούσαν έρεισμα της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στην αρχαιότητα. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, ο Αδαμάντιος Κοραής, παραλλήλιζε την αρχαία με τη σύγχρονη Ελλάδα και πρωτοστατούσε στη ανάληψη πρωτοβουλιών για να πάψουν οι αρπαγές και οι λεηλασίες από τις ξένες αποστολές (Κόκκου, 2009: 27-31). Το παρακάτω απόσπασμα από λόγο που εκφώνησε την ίδια περίοδο, είναι χαρακτηριστικό:

Για πρώτη φορά το έθνος παρατηρεί την απεχθή εικόνα της αμάθειάς του και φρικιά μετρώντας με το μάτι την απόσταση που το χωρίζει από τους δοξασμένους προγόνους του. Αυτή η οδυνηρή ανακάλυψη, όμως, δε γεμίζει του Έλληνες απελπισία: είμαστε απόγονοι των Ελλήνων, έλεγαν μέσα τους, πρέπει να προσπαθήσουμε να φανούμε ξανά άξιοι αυτού του ονόματος αλλιώς δε μας ανήκει πλέον3 (στο Άντερσον, 1997: 117).

Είναι προφανές πως ο Κοραής θεωρεί εθνικό χρέος την προστασία της αρχαίας κληρονομιάς διότι αυτή αποδεικνύει τη συσχέτιση νέας και αρχαίας Ελλάδας. Αν δεν ευοδωθεί πρωτίστως αυτό, τότε δεν θα μπορέσει να αποκατασταθεί ο νεότερος ελληνισμός, ούτε να θεωρηθεί κληρονόμος του αρχαίου.

Η Φιλόμουσος Εταιρεία ήταν, επίσης, μια οργάνωση με αρχαιολογικά ενδιαφέροντα και εκπαιδευτικό σκοπό. Ιδρύθηκε το 1813 για να συμβάλει στη μελέτη και στην αποκάλυψη αρχαιοτήτων, κυρίως της Αθήνας, αλλά και να δώσει τα φώτα της στους αρχαιόφιλους περιηγητές και στις ξένες αρχαιολογικές αποστολές που πραγματοποιούσαν ανασκαφές στην Οθωμανική Ελλάδα. Απαρτιζόταν τόσο από Έλληνες όσο και από ξένους διανοούμενους. Τα περισσότερα από τα ξένα μέλη της, ήθελαν να οικειοποιηθούν τα αρχαία

3 Το παραπάνω παράθεμα προήλθε αυτούσιο από το βιβλίο του Άντερσον, και εκφωνήθηκε από τον Κοραή,

(20)

για να τα υφαρπάξουν, με τις περιπτώσεις των Cockerell και Gropius4 να ξεχωρίζουν (Πετράκος, 2004: 111-112). Η Εταιρεία απέβλεπε στη διευκόλυνση των ανασκαφών για την αποκάλυψη νέων ευρημάτων. Παρά την αρχαιοπρεπή ονομασία της, δεν στόχευε στην προστασία και στη μέριμνα των αρχαίων αλλά στην καταγραφή τους και στη νομιμοποίηση της δράσης των Ευρωπαίων που αναζητούσαν τρόπους να τα αποσπάσουν (Hamilakis, 2008: 275). Ουσιαστικά, η Φιλόμουσος Εταιρεία λειτουργούσε ως νομιμοποιητικός μηχανισμός λεηλασίας των αρχαιοτήτων. Όσον αφορά την οργάνωσή της, συμμετείχαν Έλληνες και ξένοι, ενώ εγγράφονταν και νέα μέλη με ετήσια συνδρομή. Η Εταιρεία δεν είχε ούτε πολιτικό ρόλο, ούτε συγκεκριμένες αρχαιολογικές δραστηριότητες. Πιο πολύ την ενδιέφερε η απόκτηση παιδείας και γνώσεων για την αρχαιότητα παρά η θεσμική προστασία των αρχαιοτήτων (Κόκκου, 2009: 32-38). Κατά τη διάρκεια του Αγώνα θα διέκοπτε τη λειτουργία της.

Νομοθετικές πρωτοβουλίες για τη διαφύλαξη της αρχαίας κληρονομιάς λήφθηκαν και κατά τη διάρκεια των επαναστατικών χρόνων. Πολλοί αγωνιστές με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Μακρυγιάννη προσπαθούσαν να αποτρέψουν την πώληση αγαλμάτων στους ξένους. Η αντίδραση αυτή έγκειται στο γεγονός ότι τα αρχαία ήταν για αυτούς, ο κύριος λόγος εθνικής αφύπνισης και σε αυτά οφειλόταν εν πολλοίς η επιδίωξη της ανεξαρτησίας της χώρας, οπότε έπρεπε να παραμείνουν στη χώρα που δικαιωματικά ανήκαν (Diamandi, 2008: 383). Ένα άλλο διάταγμα που εκδόθηκε το 1825 από την Προσωρινή Διοίκηση και συγκεκριμένα από τον Παπαφλέσσα που χρημάτιζε Υπουργός Εσωτερικών, έκλινε προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτό, επιδίωκε να σταματήσει την αρπαγή αρχαιοτήτων. Συγκεκριμένα ένα απόσπασμά του για τα χρέη του εφόρου ανέφερε:

Να δώση παραγγελίαν είς τούς κατά τόπους επάρχους και δημογέροντας και επιτρόπους και διδασκάλους των σχολείων, διά να συνάξουν τας αρχαιότητας, όπου κατά καιρούς ευρίσκονται εις κάθε τόπον∙ νομίσματα δηλαδή, αγάλματα, επιγραφάς και ό,τι άλλο λείψανον αρχαιότητος […] και διά την υπόληψιν την οποίαν δικαίως έχουσιν εις τα τοιαύτα τα σοφά της Ευρώπης έθνη, οι οποίοι

4 Ο Gropius εκείνη την εποχή ήταν πρόξενος της Αυστρίας με έντονη αρχαιοκαπηλική δράση (Κόκκου, 2009:

40). Η τραγική ειρωνεία είναι ότι το 1837 θα γινόταν μέλος και μάλιστα σύμβουλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας (Πετράκος, 2004: 169), της οποίας ένας από τους σκοπούς, όπως θα αναλύσουμε σε άλλο κεφάλαιο, ήταν η προστασία των αρχαιοτήτων από τους αρχαιοκάπηλους.

(21)

μας μέμφονται, διότι τα χαρίζομεν ή τα πωλούμεν αντί μικρού τιμήματος εις τους θαμίζοντας εις την Ελλάδα περιηγητάς των (στο Κόκκου, 2009: 41).

Η Διοίκηση θεωρούσε τα αρχαία εθνική κληρονομιά που ανήκε σε όλους τους Έλληνες και για αυτό έπρεπε να προστατευτούν. Ωστόσο, οι δράσεις και η ευαισθησία που έδειξε για πάνω από ένα χρόνο, θα διακόπτονταν βίαια από την πολιορκία της Ακρόπολης. Η Ακρόπολη θα υφίστατο τόσες πολλές υλικές ζημιές, που αν δεν υποχωρούσε ο ντόπιος αμυνόμενος πληθυσμός από τον Βράχο, υπήρχε κίνδυνος να γκρεμιστούν ολοσχερώς τα αρχαία μνημεία (Κόκκου, 2009: 39-46).

Αντιστοίχως, το 1827 η Γ΄ Εθνική Συνέλευση με ψήφισμά της, καθοδηγούμενη από την τακτική που είχε ακολουθήσει η Προσωρινή Διοίκηση δύο χρόνια νωρίτερα, θα απαγόρευε τις λαθραίες ανασκαφές, τις πωλήσεις και τις εξαγωγές αρχαιοτήτων με την αιτιολογία ότι οι τελευταίες συνιστούν την ταυτότητα του λαού. Το ίδιο ψήφισμα θα επικυρωνόταν και θα ισχυροποιούνταν δύο χρόνια αργότερα από την Δ΄ Εθνοσυνέλευση. Ωστόσο, το ψήφισμα ούτε θα τηρούνταν, ούτε θα εμπόδιζε την εξαγωγή αρχαίων. Διπλωματικοί ήταν, κυρίως, οι λόγοι για την μη ισχύ της απόφασης. Μια χαρακτηριστική περίπτωση εξαγωγής αρχαιοτήτων, θα λάμβανε χώρα το 1829 όταν θα δίνονταν αρχαία γλυπτά σε γαλλική αρχαιολογική αποστολή που δραστηριοποιούνταν στην Αρχαία Ολυμπία (Voudouri, 2008:

125-126). Δόθηκαν ως αντάλλαγμα τόσο για τη στρατιωτική βοήθεια που προσέφεραν οι Γάλλοι στον Αγώνα όσο και για τις επιστημονικές εργασίες Γάλλων περιηγητών στη χαρτογραφική αποτύπωση ιστορικών τοποθεσιών και μνημείων (Κόκκου, 2009: 57-61).

Είναι προφανές πως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αρνηθεί σε μια ισχυρή χώρα όπως η Γαλλία τέτοιου είδους εξυπηρετήσεις διότι γνώριζε καλά πως στις Μεγάλες Δυνάμεις θα βασιζόταν και θα στηριζόταν για να επιτευχθεί οριστικά η ανεξαρτησία της.

1.5. Εθνικά αρχαιολογικά μουσεία και η συγκρότηση εθνικών ταυτοτήτων

1.5.1. Νοηματοδοτήσεις και εννοιολογήσεις των εθνικών μουσείων στην Ευρώπη

Referências

Documentos relacionados