• Nenhum resultado encontrado

Αστικές κηλίδες: μέτρηση της οικιστικής ανάπτυξης: το παράδειγμα της πόλης της Κέρκυρας

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Αστικές κηλίδες: μέτρηση της οικιστικής ανάπτυξης: το παράδειγμα της πόλης της Κέρκυρας"

Copied!
79
0
0

Texto

(1)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

V

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:

Κ. ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΒΛΑΣΕΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΜΥΤΙΛΗΝΗ 2013 ΘΕΜΑ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ:

ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΗΛΙΔΕΣ: ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ.

(2)

1

(3)

2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελίδες

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Προσέγγιση θέματος- Υπόθεση Εργασίας..………4

Μεθοδολογία………..………..5

1

η

Ενότητα : Θεωρητικό υπόβαθρο Πόλη και Οικισμός……….………..7

Αστική Ανάπτυξη………..………7

Στρατηγικές αστικής ανάπτυξης στα κράτη – μέλη της Ευρώπης….….8 2

η

Ενότητα Η Πολεοδομία στην Ευρώπη και στην Ελλάδα………...13

Πληθυσμός της Ελλάδας 1951- 2001………..……17

3η Ενότητα : Μελέτη γύρω από την Οικιστική ανάπτυξη της Κέρκυρας Εισαγωγή...21

Η Πόλη της Κέρκυρας……….……….21

Η Αρχιτεκτονική του Τοπίου………22

Το Οικιστικό Περιβάλλον………...……….23

Υλικά και τρόποι κατασκευής ……….…24

Ιστορία της Κέρκυρας ……….25

Η Αρχιτεκτονική της Πόλης της Κέρκυρας - Η Αστική Εξέλιξη του Ιστορικού Κέντρου………..…….…27

Οι πύλες………30

Αμυντική οργάνωση και μεσαιωνική πόλη πριν τους Βενετούς ……...32

Το Σύστημα των Δρόμων ………32

Ελεύθεροι Χώροι……….…….33

Αναφορά στα ιστορικά προάστια και στο ρόλο της πόλης το 19ο και 20ο αιώνα………....35

Παλαιό φρούριο………36

Νέο φρούριο……….………37

Βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά και δομή των οχυρωματικών έργων  Παλαιό Φρούριο……….……38

 Νέο φρούριο………..……….39

Η περιτείχιση της Πόλης……….….39

Οι οχυρώσεις ως παράγοντας διαμόρφωσης του αστικού χώρου……...40

Οι εκκλησίες – τα καμπαναρια…...………..47

Αστική Αρχιτεκτονική………..…49

Δημόσια Κτίρια………..…..50

(4)

3

Σελίδες

Κατοικίες ……….51

 Βενετοκρατία………..………..………..52

 Αγγλοκρατία ………..53

Οικονομικό περιβάλλον και κοινωνικός χώρος………..…….…55

Πολιτική αστικής ανάπτυξης………56

Ολοκληρωμένες Παρεμβάσεις Βιώσιμης Ανάπτυξη ………..57

Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Κέρκυρας………59

Απεικονίσεις Χαρτών………62

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΧΑΡΤΩΝ………...……..68

ΕΠΙΛΟΓΟΣ………..70

ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΙΚΟΝΩΝ………...71

ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΑΡΤΩΝ………...73

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………..75

(5)

4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Προσέγγιση θέματος- Υπόθεση Εργασίας

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα η αστική ανάπτυξη αναδείχθηκε σαν ένα μαζικό φαινόμενο σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Στις μέρες μας, έχει αναπτυχθεί ένα πυκνό δίκτυο πόλεων και οικισμών όπου σκεπάζει το μεγαλύτερο μέρος των κατοικημένων περιοχών της γης και οι άνθρωποι τείνουν να συσπειρώνονται σε όλο και μεγαλύτερες αστικές περιοχές. Αυτό συμβαίνει λόγω της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού και ανάγκης επιβίωσης του. Επίσης, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες όπου επηρεάζουν τον τρόπο δημιουργίας και ανάπτυξης των πόλεων, όπως είναι οι πολιτικοί και οι κοινωνικο-οικονομικοί. Πολλοί είναι εκείνοι που εκλαμβάνουν την αστική διάχυση σαν μια μορφή αστικής ανάπτυξης, που συμβολίζει την ελευθερία επιλογής του ατόμου, άλλοι πάλι αναφέρονται στα προβλήματα που δημιουργεί η αστική διάχυση σε μορφές σχεδιασμού αλλά και διαχείρισης. Έτσι, πληθαίνουν και τα προβλήματα αλλά και οι λειτουργίες μιας πόλης, όπου η τελευταία τείνει να αυξάνεται και σε έκταση με ομαλό ή μη τρόπο.

Η παρούσα πτυχιακή αποσκοπεί να μελετήσει το φαινόμενο της αστικής ανάπτυξης στο χώρο, δίνοντας όμως μεγαλύτερη έμφαση στον τρόπο ανάπτυξης και εξέλιξης της πόλης της Κέρκυρας, στο πέρασμα των τελευταίων 70 περίπου ετών και πιο συγκεκριμένα από το 1945 έως και σήμερα. Σκοπός της παρούσας πτυχιακής είναι η μελέτη του αστικού χώρου της Κέρκυρας και η εξέλιξη του σε περιβάλλον δημιουργίας.

Παράλληλα δημιουργήθηκαν χάρτες, όπου παρουσιάζουν την αστική ανάπτυξη της πόλης της Κέρκυρας, προσπαθώντας να αποδώσουν όσο το δυνατόν καλύτερα μια εικόνα της έκτασης και εξέλιξης της πόλης. Αυτοί οι χάρτες δημιουργήθηκαν με τη βοήθεια του προγράμματος AutoCAD 2000. Θεωρώ σωστό να αναφέρω πως οι αεροφωτογραφίες, όπου επεξεργάστηκα έχοντας σαν τελικό αποτέλεσμα τους χάρτες στο τέλος της παρούσας πτυχιακής, προμηθεύτηκαν από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Τοποθετήθηκαν στο λογισμικό AutoCAD 2000 και ύστερα από την κατάλληλη επεξεργασία τους έχουμε την τελική μορφή τους.

Στη συνέχεια, της πτυχιακής ακολουθεί το κύριο μέρος της, το οποίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες.

Στο πρώτο μέρος της πτυχιακής γίνεται μια θεωρητική προσέγγιση του φαινομένου της αστικής ανάπτυξης. Για να μπορέσει να γίνει όμως αυτό κατανοητό, κάνουμε μια προσπάθεια ορισμού δύο εννοιών, της πόλης και του οικισμού. Ακόμα, ακολουθεί μια αναφορά στον τρόπο δημιουργίας των πόλεων αλλά και των λειτουργιών που αναπτύσσουν και κλείνει με λίγα λόγια για το φαινόμενο της αστικής διάχυσης, που είναι επακόλουθο της αστικής ανάπτυξης. Γίνεται επίσης αναφορά στους τρόπους μέτρησης της οικιστικής ανάπτυξης, όπου είναι και οι αστικές κηλίδες και στους παράγοντες που την ευννοούν. Αυτό γίνεται για να μπορέσει ο αναγνώστης να κατανοήσει καλύτερα το θέμα της εργασίας.

Έπειτα ακολουθεί το δεύτερο μέρος, στο οποίο χρησιμοποιώντας τις χρονολογίες όπου είναι και οι χάρτες μας, δηλαδή από το 1945 έως και σήμερα, προσπαθούμε να αναφερθούμε στους θεσμούς της πολεοδομίας που αφορούν την οικιστική ανάπτυξη και που επικρατούσαν εκείνες τις χρονιές στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα, και κατά συνέπεια που ισχύουν για εκείνες τις χρονιές για το νησί και την πόλη της Κέρκυρας. Ακόμα γίνεται μια αναφορά στον πληθυσμό των 20

(6)

5 μεγαλύτερων ελληνικών πόλεων από το 1951 μέχρι και 2001 και παρουσιάζεται και η θέση της Κέρκυρας σε σύγκριση με αυτές.

Στην τρίτη ενότητα, παρουσιάζεται η πολεοδομική και αστική εξέλιξη της πόλης της Κέρκυρας. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στην ιστορία της πόλης και των γεωγραφικών της χαρακτηριστικών και πως έχει διαμορφωθεί η εικόνα της έκτασης της πόλης σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια καθώς και ποιος ο λόγος της σημερινής της μορφής.

Τέλος, μελετώντας την οικιστική ανάπτυξη της πόλης της Κέρκυρας καταλήγουμε σε κάποια συμπεράσματα και έπειτα ακολουθεί η βιβλιογραφία.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε για το πέρας αυτής της εργασίας, με σκοπό να μετρηθεί η οικιστική ανάπτυξη της πόλης της Κέρκυρας, από τα μέσα του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα, είναι οι «αστικές κηλίδες». Η αστική κηλίδα είναι αποτέλεσμα τόσο μιας αναλογικής όσο και μιας αυτοματοποιημένης διεργασίας. Για να οριστούν τα αστικά μεγέθη πρέπει να γνωρίζουμε τη μορφολογία της πόλης (κηλίδας), δηλαδή τη θέση και την ομαδοποίηση του οικιστικού της αποθέματος.

Μελετώντας την πυκνότητα της πόλης μπορούμε να την αναλύσουμε σε δύο κλίμακες, είτε στην τοπική η οποία επιτρέπει τον εντοπισμό της πόλης είτε σε μια πιο ευρύτερη κλίμακα στην οποία μπορούμε να διακρίνουμε τις ζώνες αστικής εξάπλωσης.

Σε μια πόλη, οι πυκνοκατοικημένες περιοχές χαρακτηρίζονται από μικρά οικόπεδα με ισχυρό κτιριακό αποτύπωμα και υψηλή πυκνότητα (παρουσία πολυκατοικιών ή πολλών μονοκατοικιών) και συνήθως είναι ένας χώρος καλοσχηματισμένος με πολλές λειτουργίες. Αντίθετα όμως, με τις ζώνες διάχυσης, που είναι και οι ζώνες αστικής εξάπλωσης, οι οποίες χαρακτηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά από ιδιαίτερη μονοκατοικία, με μεγάλα οικόπεδα και με σταθερή και συνηθησμένη την παρουσία κενών αγροτεμαχίων. Αυτές οι περιοχές ομαδοποιούν κάποιες απομονωμένες κατασκευές στις οποίες συναντάται η διασπορά, η αγροτική ζωή και η έναρξη της αστικοποίησης.

Για να μπορέσει να ερμηνευτεί η φωτογραφία μιας περιοχής, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την πολεοδομία στην πραγματική της μορφή, βασική προϋπόθεση είναι να μπορεί να γίνει αποδεκτή η φωτογραφία της, έτσι ώστε να μπορούν να αναγνωστούν και ερμηνευτούν τα σχήματα επί του εδάφους. Η ερμηνεία θα μπορέσει να γίνει ύστερα από την κατάλληλη επεξεργασία, όπου απομονωμένο πια το κτιστό περιβάλλον θα μπορέσει να ερμηνευτεί, έχοντας τα επιθυμητά χρωματικά ή με διαφορετικό τόνο χαρακτηριστικά είτε θα ερμηνευτεί μέσω της ψηφιοποίησης των παρατηρούμενων οικιμάτων. Τα ακριβέστερα αποτελέσματα απαιτούν βέβαια και τη γνώση του χώρου.

Με βάση αυτήν την τεχνική της αστικής κηλίδας προσεγγίζουμε την πολεοδομία από την πραγματική της μορφή στην πόλη, έχοντας βέβαια χρησιμοποιήσει συγκεκριμένες διεργασίες. Η αναλογική ερμηνεία της φωτογραφίας είναι η πρώτη από αυτές και η άλλη είναι οι ψηφιακοί χάρτες μωσαϊκού ή αλλιώς ψηφιδωτά μοντέλα. Σε αυτήν την προσέγγιση σημαντικό ρόλο παίζει η κλίμακα, όπου πιο αποδεκτή θεωρείται η 1/10.000, σε αντίθεση με την 1/100.000 του Corine. Ακόμα ιδιαίτερη βάση σε αυτή την τεχνική πρέπει να δωθεί στο βαθμό συνέχειας ήσυνέχειας του αστικού πλέγματος. Σημαντικό ρόλο για να υπολογιστεί παίζουν οι εξείς

(7)

6 παράγοντες: η έκταση της πόλης, η δομημένη έκταση, η πυκνότητα του πληθυσμού και η επιφάνεια των δομημένων περιοχών μεγάλης διασποράς.

Δυνατότητα βελτίωσης τόσο της χαρτογραφικής αναπαράστασης κυρίως, όσο και της κατανόησης της αστικοποίησης δίνουν οι πηγές και οι τεχνικές. Η τηλεπισκόπηση προσφέρει αυτή τη δυνατότητα καλύπτοντας μεγάλες περιοχές χωρικών δεδομένων με μεγάλη χρονική συχνότητα.

Βασικά, η αναπαράσταση της αστικοποίησης σε χάρτες ξεκίνησε από τα τέλη του 1950, προσπαθώντας να προβλέψουν το μέγεθος των πόλεων ή τις κοινωνικο- οικονομικές σχέσεις εντός και εκτός των ορίων τους. Στις μέρες μας όμως, αυτή η τεχνική έχει αναπτύξει μια σειρά από στατιστικά και αναλυτικά αστικά μοντέλα βασισμένη σε διάφορες θεωρίες. (Σιδηρόπουλος, 2010)

Με τον ίδιο τρόπο εργάστηκα και στην περιοχή μελέτης μου, την πόλη της Κέρκυρας. Έχοντας προμηθευτεί τις αεροφωτογραφίες των χρονολογιών 1945, 1978, 1988 και 1998, από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, οι οποίες απεικονίζουν την έκταση της πόλης ανά χρονολογία , ύστερα από την κατάλληλη επεξεργασία της φωτογραφίας, εφόσον βέβαια ήταν δυνατόν να παρατηρηθούν τα οικίματα της πόλης, μέσω της ψηφιοποίησης τους και αποδίδοντας τους τα επιθυμητά χρωματικά χαρακτηριστικά έγινε εφικτή η μελέτη της αστικής ανάπτυξης της Κέρκυρας, καταλήγοντας στους τελικούς μου χάρτες που παρουσιάζονται στην συνέχεια.

Χρησιμοποιώντας αυτήν την τεχνική είναι δυνατόν να διακρίνουμε την επέκταση του αστικού κέντρου της Κέρκυρας και τις ζώνες εξάπλωσης του. Περισσότερα σχόλια ακολουθούν στο τρίτο μέρος της εργασίας και στα συμπεράσματα.

(8)

7

1

η

Ενότητα : Θεωρητικό υπόβαθρο

Πόλη και Οικισμός

Ξεκινώντας καλό είναι να γίνει μια αναφορά σε δύο έννοιες συγγενείς μεταξύ τους, στην έννοια της πόλης και του οικισμού. Με την έννοια οικισμός, εννοούμε το σύνολο των κατοικιών όπου βρίσκονται σε σχετικά μικρή απόσταση μεταξύ τους, έτσι ώστε να δημιουργούνται ανάμεσα τους κάποιες χωρικές και λειτουργικές σχέσεις. Βέβαια, αυτό που έχει μικρότερη ή και μηδαμινή σημασία είναι το εάν οι κατοικίες είναι πολλές ή λίγες. Γενικότερα, η έννοια αυτή συνδέεται με εκείνη των κτισμάτων όπου αποτελούν τον κάθε οικισμό ή και των νοικοκυριών που στεγάζονται στα κτίσματα αυτά. Από την άλλη ένα συγκρότημα κτισμάτων όπου δεν αποτελείται από νοικοκυριά δεν αποτελεί έναν οικισμό, όπως είναι για παράδειγμα ένα αγρόκτημα. Αυτό σημαίνει πως ο κάθε οικισμός αποτελεί πλέον μια οντότητα εφόσον ο αριθμός των νοικοκυριών που τον αποτελούν μπορεί να αποτελέσει μια κοινωνική ομάδα μεγαλύτερη από μια οικογένειαΑναφερόμενοι στην οικογένεια καλούμε το σύνολο των ατόμων όπου βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη. Πόλη από την άλλη, σε μια πιο ευρύτερη έννοια καλείται και ο οικισμός, αλλά κάθε οικισμός δε μπορεί να είναι και πόλη. Για να γίνει εφικτό αυτό, θα πρέπει ο κάθε οικισμός να πληρεί κάποια ποσοτικά αλλά και ποιοτικά χαρακτηριστικά.

(Αραβαντινός, 2007) Αστική Ανάπτυξη

Η δημιουργία οικισμών είναι μια ανάγκη επιβίωσης που υπήρχε από την αρχαιότητα. Καθώς ο πληθυσμός της γης αυξάνεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια έτσι αυξάνεται και η ανάγκη δημιουργίας όλο και περισσότερων σπιτιών. Αυτό προκαλεί την αστική ανάπτυξη. Δεδομένου ότι η ζήτηση των κατοικιών αυξάνεται οι πόλεις αρχίζουν να επεκτείνονται και σε νέους τομείς και περιοχές όπως είναι τα δάση.

Επίσης, σημαντικό ρόλο στην επιλογή θέσης των πόλεων έπαιξαν διάφοροι παράγοντες και κριτήρια χωροθέτησης. Η δημιουργία ενός οικισμού και κατά συνέπεια μιας πόλης είναι επακόλουθο των κοινωνικών αναγκών των κατοίκων του με κύριο σκοπό τους την κάλυψη των ανθρωπίνων αναγκών τους για επιβίωση και συνοίκηση. Αυτές οι ανάγκες είναι κυρίως οικονομικές, πνευματικές, ψυχοσωματικές και θρησκευτικές. Σημαντικό ρόλο παίζει και η γεωγραφική θέση της κάθε περιοχής χωροθέτησης η οποία βοηθάει στην αμυντική θέση της πόλης καθώς και στην καλύτερη επικοινωνία της με τις υπόλοιπες, είτε λόγω απόστασης είτε λόγω υλικών αγαθών που προσδίδει η κάθε περιοχή. (Αραβαντινός, 2007)

Παρέα με την ανάπτυξη του κάθε οικισμού μεγάλωναν και τα προβλήματα οργάνωσης του χώρου, οι λειτουργίες του αυξάνονται και συγκρούονται με εκείνες του παρελθόντος. Ανάλογα με τη κάθε εποχή και τις ανάγκες έτσι αναπτύσσονται και οι ανάγκες των κατοίκων της κάθε πόλης και έτσι αυξάνονται και οι λειτουργικές της οργανώσεις. Ο άνθρωπος στην προσπάθεια του να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του ακολουθεί μια σειρά από ενέργειες όπου εξασφαλίζουν την επιβίωση του. Αρχίσει να κτίζει τείχη, να οργανώνει το χώρο του οικισμού, να χαράζει δρόμους και χώρους συγκέντρωσης, έτσι η πολεοδομία είναι μια τέχνη που αναπτύχτηκε από την αρχή δημιουργίας των οικισμών στη γη. Βέβαια και οι μεγάλες συγκεντρώσεις ανθρώπων σε οικισμούς , η λεγόμενη αστικοποίηση, παρατηρείται από τα παλιά χρόνια.

Ωστόσο, το φαινόμενο της αστικοποίησης έγινε ένα μεγάλο πρόβλημα από το 18ο αιώνα και μετά, με κύριο παράγοντα, και όχι μοναδικό, την βιομηχανική

(9)

8 επανάσταση. Η εξελικτική αυτή πορεία ανάπτυξης των πόλεων χαρακτηρίστηκε και από τα εξής γεγονότα: αρχικά, με τη γεωγραφική επέκταση και ένταση των εμπορικών δραστηριοτήτων μετά την Αναγέννηση, κυρίως με την ένωση των αποικιών από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ακόμα στιγματίστηκε από τη σταδιακή διόγκωση και άνοδο της αστικής τάξης, τη σταδιακή συσσώρευση των κεφαλαίων και την εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης. Οι εξελίξεις αυτές βοήθησαν και ενίσχυσαν από τη μια πλευρά την εξέλιξη των αστικών κέντρων και από την άλλη συνδυάζοντας και τους παράγοντες της προσφοράς και της ζήτησης οδήγησαν στη βιομηχανική επανάσταση. Με το τελευταίο εγκαταλείφθηκαν οι παραδοσιακοί τρόποι παραγωγής, εφόσον αναπτύχθηκε η τεχνολογία και εισήγαγε νέες μεθόδους παραγωγής με μεγαλύτερη απόδοση κατακερματίζοντας την χειρωνακτική μέχρι τότε εργασία.

Έτσι, αναπτύχθηκαν μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, τα οποία συγκέντρωσαν την οικονομική δραστηριότητα της κάθε περιοχής και που υποβάθμισαν βαθμιαία την εργασία στην ύπαιθρο. Η συσσώρευση του κεφαλαίου για επενδύσεις και παράλληλα για παραγωγή στα βιομηχανικά κέντρα οδήγησε στην συγκέντρωση εργατικού δυναμικού στις πόλεις, με συνέπεια την πληθυσμιακή έκρηξη αυτών. Βεβαίως, ο χρόνος εξάπλωσης του φαινομένου, η ένταση, η ταχύτητα και ο χαρακτήρας του διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Σήμερα, όμως μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού σημειώνεται στις πόλεις αν και υπάρχει μια τάση μετανάστευσης στην ύπαιθρο.

(Αραβαντινός, 2007 και Βαϊου- Χατζημιχάλη 1979)

Στρατηγικές αστικής ανάπτυξης στα κράτη – μέλη της Ευρώπης

Η αναγνώριση στην Ευρώπη της ιδιαίτερης σημασίας των αστικών περιοχών για την οικονομική ανάπτυξη, έχει οδηγήσει σε αυξανόμενη τάση για περιφερειακή πολιτική που εστιάζει στις στρατηγικές για τα αστικά συστήματα, τις αστικές περιοχές και τα αστικά κέντρα περιφερειακών αλλά και εθνικών και υπερεθνικών επιπέδων. Στη Φινλανδία, η ανταγωνιστικότητα των πόλεων τέθηκε ως εθνικός στόχος το 1996 και η αστική πολιτική είναι πλήρως προσανατολισμένη προς την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των πόλεων, την προστασία της λειτουργικής τους δομής και την επίτευξη ενός ισόρροπου πολυκεντρικού αστικού δικτύου με πόλεις διαφόρων μεγεθών, με κυριότερο εργαλείο το «Πρόγραμμα Περιφερειακών Κέντρων». Στη Σουηδία, η αστική ανάπτυξη αποτελεί μέρος της εθνικής πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης από το 2003, τονίζοντας ειδικότερα το ρόλο των μητροπολιτικών περιοχών στον εθνικό και ευρωπαϊκό ανταγωνισμό και εστιάζοντας για τις υπόλοιπες κύριες αστικές περιοχές, κυρίως στην ανώτατη εκπαίδευση και την υγεία και στην καταπολέμηση των φαινομένων κατακερματισμού και των ασυμβατοτήτων στην αγορά εργασίας. Στη Δανία, ιδρύεται Υπουργείο Αστικών Υποθέσεων το 1998 με στόχους τη στήριξη των πόλεων ως κέντρα ανάπτυξης και την ανάπτυξη ελκυστικών και βιώσιμων πόλεων με καλές συνθήκες διαβίωσης και επιχειρηματικής δραστηριότητας και ερευνητική στήριξη. Αντίστοιχα και στη Γερμανία, η αστική πολιτική εστιάζει στην ενίσχυση του εσωτερικού και των κέντρων των πόλεων για τις αναπτυξιακές τους λειτουργίες λαμβάνοντας υπόψη τη διατήρηση των ιστορικών πόλεων και μνημείων και στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων, ενώ οι πόλεις δεν είναι αυτομάτως δικαιούχοι προγραμμάτων αστικής ανάπτυξης αλλά πρέπει να ανταγωνιστούν τις υπόλοιπες πόλεις σε κάθε πρόγραμμα. Η Ολλανδία είναι μια από τις πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που υιοθέτησαν μια επίσημη αστική πολιτική, διαφοροποιημένη βέβαια με εκείνη των άλλων μεγάλων πόλεων και που βασίζεται σε βασικά θέματα

(10)

9 ασφάλειας, ενσωμάτωσης, κοινωνικής συνοχής, αναδόμησης περιοχών και γειτονιών, βελτίωσης της οικονομικής διάρθρωσης και του επιχειρηματικού κλίματος και τέλος κινητοποίησης πολιτών, επιχειρήσεων και φορέων. Η αστική πολιτική της Αγγλίας από την άλλη έχει μακρά παράδοση υπό το Γραφείο του Αναπληρωτή Πρωθυπουργού και με βασικά εργαλεία τα πενταετή σχέδια Βιώσιμων Κοινοτήτων και το πρόγραμμα των «Πόλεων – πυρήνων» που εστιάζει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και του ρόλου των κύριων περιφερειακών πόλεων στην εθνική οικονομική επιτυχία. Η αστική πολιτική στη Γαλλία εστιάζει περισσότερο σε μειονεκτικές γειτονιές πόλεων, παρά στις πόλεις ως σύνολο και εφαρμόζεται από τις τοπικές αρχές μέσω εταιρικών σχέσεων, που προσδιορίζουν ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα με συγκεκριμένες δράσεις σε πέντε πεδία προτεραιότητας: στέγαση και ποιότητα ζωής, απασχόληση και οικονομική ανάπτυξη, εκπαίδευση, υγεία και δημόσια τάξη. (Pounds N., 2001)

Παρατηρούμε πως βασικό στοιχείο αυτών των αστικών πολιτικών σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, είναι η ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ των δήμων των ευρύτερων αστικών περιοχών, είτε ως αποτέλεσμα κρατικής παρέμβασης είτε ως πρωτοβουλία για υπερκέραση θεσμικών προβλημάτων, για στρατηγικό σχεδιασμό και για επίλυση κοινών προβλημάτων. Η εμπειρία αναδεικνύει ορισμένα βασικά συστατικά που ορίζουν μια "αλυσίδα αξίας" για την αστική πολιτική. Ως επιτυχημένες πόλεις ορίζονται αυτές που μπορούν να προσαρμόζονται συνεχώς στην εξέλιξη των αγορών και της τεχνολογίας, έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στην εκμετάλλευση των τεχνικών ευκαιριών, της τεχνολογίας και του κεφαλαίου, μέσα από την ανασυγκρότηση των δεξιοτήτων, χαρακτηρίζονται από καινοτομία, επιχειρηματικό πνεύμα, οργανωτικές στρατηγικές και ύπαρξη τοπικής ηγεσίας και έχουν αναπτύξει τις κατάλληλες υποδομές έχοντας επίσης πρόσβαση σε κατάλληλα χρηματοοικονομικά εργαλεία.

(Pounds N., 2001)

Σε γενικό επίπεδο, παρόλο που οι πόλεις της Ευρώπης αποτελούν το κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας, της απασχόλησης και της καινοτομίας εν τούτης βρίσκονται στον αντίποδα με διάφορες προκλήσεις, όπως είναι η επέκταση των αστικών κέντρων προς τα προάστια, η συγκέντρωση της φτώχειας και της ανεργίας στα αστικά κέντρα και η αυξανόμενη κυκλοφοριακή συμφόρηση. Αυτά αποτελούν και κάποια σύνθετα προβλήματα των πόλεων όπου απαιτούν ολοκληρωμένες λύσεις στους τομείς της στέγασης, των μεταφορών και της μόρφωσης προσαρμοσμένες βέβαια στις τοπικές ανάγκες. Έτσι, οι πολιτικές που αφορούν την περιφερειακή ανάπτυξη και συνοχή των ευρωπαϊκών χωρών προσπαθούν να τα επιλύσουν.

Ουσιαστικά, μιλώντας για αστική ανάπτυξη αναφερόμαστε στο σύνολο των δραστηριοτήτων όπου επηρεάζουν την ατομική και την κοινωνική ευημερία είτε λόγω των χρήσεων γης στις αστικές περιοχές καθώς και την ρύθμιση των αλλαγών τους είτε μέσω των αλλαγών που γίνονται στο φυσικό περιβάλλον.

Επομένως και η πολιτική της αστικής ανάπτυξης έχει σαν στόχο της τη δημιουργία καλύτερων συνθηκών ζωής για τους κατοίκους των πόλεων, τη βελτίωση των αστικών συγκοινωνιών, την αναβάθμιση της πολιτιστικής κληρονομιάς των αστικών κέντρων, καθώς και τη στήριξη της ανάπτυξης στο περιβάλλον τους. (Βαϊου- Χατζημιχάλη 1979)

Στο πλαίσιο των Διαρθρωτικών Ταμείων οι παρεμβάσεις έχουν τέσσερις μείζονες στόχους σε αυτό το πεδίο. Ο πρώτος στόχος τους αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις με τη μορφή ανάπτυξης θέσεων εργασίας και επιχειρήσεων, ο επόμενος αφορά τις κοινωνικές επιπτώσεις, έπειτα ακολουθούν·οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις με τη χρήση των φυσικών πόρων ·και τέλος είναι οι αστικές επιπτώσεις με την έννοια της ενεργοποίησης των πολιτών στις διαδικασίες που διαμορφώνουν τη ζωή και το

(11)

10 αστικό περιβάλλον τους. Ο λόγος όπου λαμβάνουν μέρος οι παρεμβάσεις στην αστική ανάπτυξη είναι συνήθως διπλός: αφενός είναι η καλλιέργεια της ανάπτυξης των ενισχυμένων πόλεων και αφετέρου η μείωση των διαφορών μεταξύ των φτωχών και των προνομιούχων περιοχών τους. (espa.gr και Βαϊου- Χατζημιχάλη 1979)

Στην Ελλάδα η έντονη βιομηχανοποίηση ήρθε πολύ αργότερα και χωρίς τη μορφή της βιομηχανικής επανάστασης. Η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού στις πόλεις εμφανίστηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Τότε είχαμε και εξωτερική αλλά και εσωτερική μετανάστευση λόγω της υποβάθμισης των συνθηκών ζωής και εργασίας στην ύπαιθρο. Παρόλα αυτά η μεγάλη συσσώρευση πληθυσμού στα αστικά κέντρα δεν συνοδεύτηκε με την ανάλογη κτιριακή ανάπτυξη των υποδομών και της οικονομίας αλλά έμεινε μόνο στην πληθυσμιακή αύξηση. Για το λόγο αυτό συνεχίζουν να παρατηρούνται σε αστικά κέντρα και υποδομές προαστιακού χαρακτήρα. Τα πολεοδομικά όμως προβλήματα αλλά και η αναγκαιότητα του σχεδιασμού δεν παρέμεινε μόνο στα αστικά κέντρα, αλλά επεκτείνονταν και στις κωμοπόλεις και τα χωριά. Στα τελευταία μάλιστα παρατηρούνται πιο έντονα τα προβλήματα παλαίωσης των δομών αλλά και μαρασμού των περιοχών. Γενικότερα όμως όλες οι κατηγορίες των οικισμών εντείνονται τα προβλήματα, εφόσον έχουμε καταστροφή του φυσικού αλλά και πολιτισμικού περιβάλλοντος, έλλειψη στοιχειώδους οργάνωσης του χώρου και κοινωνικού εξοπλισμού. Παρατηρούμε λοιπόν πως το αντικείμενο της πολεοδομικής ανάπτυξης είναι πολύπλοκο και πιο ευρύτερο μα κυρίως είναι ανθρώπινο.

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα η αστική διάχυση αναδείχθηκε σαν ένα μαζικό φαινόμενο σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Ο όρος αστική διάχυση γεννήθηκε πιθανότατα το 1937. Ο Αμερικανός Mr.Earl Draper χρησιμοποίησε τον όρο «sprawling» για να χαρακτηρίσει τις αντιοικονομικές και αντιαισθητικές αλλαγές όπου δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο στα οικιστικά σχέδια των βόρειων αμερικάνικων πόλεων. Βέβαια, δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και πολλοί ήταν οι ερευνητές είτε πολεοδόμοι είτε οικονομολόγοι όπου έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για αυτό το φαινόμενο. Στην Ευρώπη η αστική διάχυση άρχισε εν μέρει να γίνεται μέρος μεγάλου ενδιαφέροντος κατά τη διάρκεια του 1960 και μετά και αυτό λόγω των συνεπειών του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου. Η αναδιαμόρφωση των πόλεων άρχισε πριν από μια δεκαετία. Εκτός από αυτό, οι πληθυσμοί αρκετών χωρών είχαν αποδεκατιστεί από τον πόλεμο και πολλές πόλεις αντιμετώπιζαν μια στασιμότητα, αν όχι και μείωση ακόμα του πληθυσμού τους. Επομένως εκείνη τη δεκαετία και τις επόμενες που ακολούθησαν η αστική διάχυση άρχισε να παίζει έναν αξιοσημείωτο ρόλο. Ουσιαστικά η μορφή της πόλης σύμφωνα με την αστική διάχυση αναπτύσσονταν έξω από τα τείχη της πόλης και είχε τη μορφή αστικών κηλίδων.

(Ανδρικοπούλου 2007)

Παράγοντες που ευνοούν την αστική διάχυση είναι οι εξής: σαν μακροοικονομικός παράγοντας είναι η συνολική οικονομική ανάπτυξη όπου παίζει έναν όλο και σημαντικότερο ρόλο στις αστικοποιημένες περιοχές. Ο συνεχώς αυξανόμενος παράγοντας στον οικονομικό τομέα των τεχνολογιών ενημέρωσης και των επικοινωνιών αρχίζει να προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στην χωρική κατανομή του πληθυσμού και της απασχόλησης. Η πρόσβαση στις μεγάλες ταχύτητες εξαρτάται από την τοποθεσία των επιχειρήσεων και των ανθρώπων και έτσι προωθεί μια εξαπλωμένη αστική ανάπτυξη των περιοχών. Όμως η εργασία από το σπίτι χρησιμοποιώντας τις νέες τεχνολογίες αιχμής θα μπορούσε να είναι και η λύση για τις μικρότετρες μετακινήσεις με το αυτοκίνητο, και να δίνει μεγαλύτερη διαθεσιμότητα ελεύθερου χρόνου. Ο αυξανόμενος παγκόσμιως ανταγωνισμός έχει οδηγήσει σε μια γενική διασπορά των οικονομικών δραστηριοτήτων. Προκειμένου να παραμείνουν

(12)

11 αναταγωνιστικές οι επιχειρήσεις όλων των κλάδων μεταφέρονται από τον πυρήνα της πόλης προς την περιφέρεια για να εκμεταλλευτούν τα οφέλη που προέρχονται από τον ευνοϊκότερο παράγοντα θέσεως. Οι περιαστικοί δήμοι, εξάλλου συνήθως αντιπροσωπεύοουν μια νέο-φιλελεύθερη ιδεολογία και εφαρμόζουν μια νέο- φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, με σκοπό να δημιουργήσουν περισσότερη απασχόληση και φορολογικά έσοδα για να παραμένουν και οι ίδιοι ανταγωνιστικοί και βιώσιμοι. Μια ακμάζουσα τοπική οικονομία έχει συνήθως μεγαλύτερη ελκυστικότητα και καλύτερη φήμη. Τέτοιας φύσης ανταγωνισμοί μεταξύ των δήμων τροφοδοτούν την αστική διάχυση.

Όσον αφορά τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι φανερό πως οι πολιτικές τους μπορούν να αυξήσουν τη διάχυση σε όλη την Ευρώπη. Το Ταμείο Συνοχής και τα άλλα Διαρθρωτικά Ταμεία, για παράδειγμα, εντάσσουν στο πρόγραμμά τους επενδύσεις για νέους αυτοκινητόδρομους και βελτιώσεις στο οδικό δίκτυο και ευθύνονται για την άναρχη αστική επέκταση των πόλεων στην Ευρώπη.

Μόλις, γίνουν οι νέες αυτές βελτιώσεις, θα δημιουργήσουν ένα πρόγραμμα διευκόλυσης της προσβασιμότητας και της κινητικότητας καθώς και θα επηρεάσουν την μετέπειτα χωρική ανάπτυξη των αστικών περιοχών σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Γενικότερα οι επενδύσεις στις μεταφορές έχουν τη δύναμη να επιτείνουν την άναρχη επέκταση της οικιστικής και αστικής ανάπτυξης με τη μορφή των εμπορικών κέντρων και κατοικιών. Οι μεταφορές από την άλλη, είναι μια άλλη πτυχή όπου επηρεάζει την διάχυση. Η κτήση των αυτοκινήτων, που εξαρτάται από το βιοτικό επίπεδο, επιτρέπει την απόλυτη κινητικότητα των ατόμων σε διάφορες περιοχές. Οι μεγάλες απόστάσεις μπορούν να καλυφθούν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, οποιαδήποτε στιγμή και με έναν υψηλό βαθμό άνεσης. Η ιδιοκτησία των αυτοκινήτων αυξάνεται συνεχώς στις τελευταίες δεκαετίες σε όλο το δυτκό κόσμο. Βέβαια, μια αναγκαστική κάμψη μπορεί να εμφανιστεί λόγω της σημερινής κρίσης αλλά και η συνεχής επέκταση και βελτίωση των αστικών οδικών υποδομών, θα εντείνει το πρόβλημα όταν εμφανιστεί πάλι η ανάκαμψη. (Βαϊου- Χατζημιχάλη 1979)

(13)

12 Μακρο-οικονομικοί παράγοντες Κεντρικές περιοχές

 Οικονομική ανάπτυξη  Κακή ποιότητα αέρα

 Παγκοσμιοποίηση  Θόρυβος

 Ευρωπαϊκή ενσωμάτωση  Μικρά διαμερίσματα Μικρο-οικονομικοί παράγοντες  Μη ασφαλής περιβάλλον

 Αξίες γης  Κοινωνικά προβλήματα

 Βελτίωση προτύοων διαβίωσης  Κακή ποιότητα οικοδομών

 Ανταγωνισμός μεταξύ περιοχών  Έλλειψη ελέυθερων χώρων

 Διαθεσιμότητα φθηνής αγροτικής γης

Συγκοινωνίες

Δημογραφικοί παράγοντες  Κατοχή αυτοκινήτων

 Αύξηση νοικοκυριών  Ύπαρξη οδικού δικτύου

 Πληθυσμιακή αύξηση  Χαμηλή τιμή καυσίμων

 Περισσότερος κατά κεφαλήν χώρος

 Δημόσιες συγκοινωνίες κακής ποιότητας

Κανονιστικό πλαίσιο

 Κακή εφαρμογή σχεδιασμού

 Κακός σχεδιασμός χρήσεων γης

 Έλλειψη οριζόντιου σχεδιασμού και συντονισμού συνεργασίας.

Πίνακας 1: Οι παράγοντες που ευννοούν την αστική διάχυση

(14)

13

2

η

Ενότητα :

Η Πολεοδομία στην Ευρώπη και στην Ελλάδα

Η έννοια της Ευρώπης, η ιστορική της εξέλιξη και η δημιουργικότητα των κατοίκων της συνδέονται στενά με αυτήν της πόλης, του αστικού χώρου και των κατοίκων του. Μια ιδιαιτερότητα του αστικού περιβάλλοντος είναι εκείνη που προσδίδει μια διάρκεια μεγαλύτερη από εκείνης της ανθρώπινης ζωής στο ανθρωπογενές τοπίο μιας συγκεκριμένης εποχής και το μεταφέρει έτσι στις επόμενες γενεές. Συνδέει λοιπόν τον τρόπο ζωής των προηγούμενων γενεών με εκείνον των επόμενων σε μια αστική παράδοση. (Ανδρικοπούλου, 2007)

Η διατήρηση της υλικής υπόστασης των κτιριακών υποδομών των αστικών κέντρων συμβάλει στο να μην χαθούν οι σημαντικότερες συλλογικές μνήμες ενός τόπου και οι παραδόσεις του. Αυτές είναι που φτιάχνουν τη συλλογική εικόνα μα κυρίως ταυτότητα ενός τόπου, η οποία μάλιστα τονίζει τους δεσμούς, τα κοινά επιτεύγματα και προσδοκίες των κατοίκων μιας πόλης. Όπως συμβαίνει και με το φυσικό περιβάλλον, ο κάθε πολίτης είναι υπεύθυνος για την τύχη του κάθε τοπίου όπου θα διαμορφώσει η υπάρχουσα γενιά σε αυτό. Ιδιαίτερα στις μέρες μας όπου η ανάπτυξη της τεχνολογίας είναι ικανή να δημιουργήσει μεγάλες μεταβολές στο αστικό τοπίο και η ευθύνη για το αστικό περιβάλλον είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το παρελθόν.

Όσα προαναφέρθηκαν ισχύουν για όλες τις ευρωπαϊκές περιοχές καθώς και για τη χώρα μας. Μια χώρα με ιδιαίτερο πολιτισμό στον οποίο αποδίδονται όλα τα μεγάλα επιτεύγματα όπου χαρακτηρίζουν τις προηγούμενες γενιές μας και που συνδέονται άμεσα με την πόλη. Δυστυχώς όμως το φαινόμενο της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος και του ιστορικού αστικού κέντρου είναι πολύ πιο έντονο σήμερα, λόγω των περιορισμένων ιστορικών γνώσεων και επομένως μειωμένης ευαισθησίας μας για αυτά. (Ανδρικοπούλου, 2007)

Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ στην ιστορική αναδρομή και εξέλιξη της πολεοδομίας στην Ελλάδα, έτσι να κατανοήσουμε στην συνέχεια και τον τρόπο ανάπτυξης και επέκτασης στις ζώνες εξάπλωσης της πόλης της Κέρκυρας, όπου είναι και ο στόχος και το θέμα της παρούσας πτυχιακής.

Ο Πολεοδομικός σχεδιασμός στην Ελλάδα είναι ένας μακρύς κατάλογος από αθετημένα αρχικά σχέδια χάραξης, όπου στην καλύτερη περίπτωση εφαρμόστηκαν αποσπασματικά, με έλλειψη πείρας σε αλλαγές και αναθεωρήσεις. Αυτό όμως έχει σαν συνέπεια την καταστροφή και την αλλοίωση προηγούμενων φάσεων ανάπτυξης αντίστοιχων μνημείων από τους πυρήνες παλαιότερων οικισμών, οι οποίοι μπορεί να ανάγονται ως τα βάθη της προϊστορίας. Επίσης, χαρακτηρίζεται από έλλειψη σε δίκτυα υποδομών, κυκλοφορίας και μειωμένους κοινόχρηστους χώρους, με ευρύτατα διαδομένα τα φαινόμενα της αυθαίρετης και άναρχης δόμησης και καταπάτησης της δημόσιας γης, συνδυασμένα και με την απουσία του κτηματολογίου. Έτσι κύριο χαρακτηριστικό της είναι η απουσία εφαρμογής και τήρησης των υπαρχόντων νόμων.

Αυτή βέβαια είναι μια αντικειμενική άποψη.

Η μορφή όμως και ο χαρακτήρας των πόλεων διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή, με κυριότερη τη διαφορά κλίμακας, δηλαδή του μεγέθους επέμβασης ή καταστροφής του χώρου, με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας και των οικονομικών μεγεθών όπου εξυπηρετούν μεγάλα συμφέροντα. Επίσης σημαντική είναι η διαφορά που προκύπτει από τη μετάβαση στον καταναλωτισμό της μαζικής κοινωνίας, κάτι ακόμα άγνωστο στις αρχές του αιώνα, αλλά σήμερα καθοριστικό

(15)

14 στοιχείο της μορφής και του χαρακτήρα των πόλεων. ( Alfrey J., 1992 & Φιλλιπίδης Δ. 1988)

Με βάση τα προηγούμενα, η επισκόπηση της ελληνικής πολεοδομίας στον 20ό αιώνα αποκτά νόημα εφόσον τονιστούν τα χαρακτηριστικά διαρκείας, πέρα από πιθανές εκτροπές ή παρεμβάσεις. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν απέχουν πολύ από όσα αρχικά εντοπίστηκαν ως 'αρνητικά' στοιχεία, οπότε το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στο πώς κάθε φορά αντιμετωπιζόταν η κρίσιμη κατάσταση ή η απαίτηση για ένα καλύτερο αύριο με βάση τις τρέχουσες παραδοχές και τα δεδομένα. Σημασία επίσης έχει σε ποιο σημείο μπαίνει κάθε φορά η έμφαση, επιλογή μιας πολιτικής μορφής, που όμως αντανακλά σε γενικότερες κατευθύνσεις που καθορίζονται από το κοινωνικό σύνολο. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι η αναζήτηση τρόπων αντιμετώπισης του υπάρχοντα αστικού χώρου.

Στη δεκαετία του '30, με την ευρεία διάδοση του Μοντέρνου Κινήματος, αναβίωσε η ελπίδα μεταρρύθμισης των ελληνικών πόλεων που εκφράστηκε στο τέταρτο συνέδριο των CIAM στην Αθήνα (1933) και σε παράλληλα δημοσιεύματα, αλλά χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα. Οι μόνες μεγαλύτερης κλίμακας εφαρμογές του Μοντέρνου Κινήματος ήταν τα πολυάριθμα σχολικά κτίρια που χτίστηκαν σε ολόκληρη τη χώρα και ορισμένα νοσοκομεία, ενώ οι ευρύτερης πνοής πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις θα μείνουν στα χαρτιά, όπως για παράδειγμα τα σχέδια για το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. (Pounds N., 2001)

Μπροστά στην αδυναμία να προωθηθούν τα μεγάλα, αλλά και τόσο ανέφικτα, σχέδια, έπρεπε να βρεθούν άλλοι, πιο αποδοτικοί τρόποι αντιμετώπισης των πιεστικών οικιστικών αναγκών. Αιτία της έξαρσης τους στο μεσοπόλεμο ήταν η εισροή προσφυγικών πληθυσμών στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, ύστερα από τις συχνά βίαιες πολιτικές ανακατατάξεις και στρατιωτικές συγκρούσεις σε περιοχές όπου υπήρχαν ελληνικές παροικίες, από τη Ρωσία ως τη Μικρά Ασία. Με εκείνη την ευκαιρία εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από το κράτος ο μηχανισμός οργανωμένης δόμησης, που πρόσφερε στέγαση αρχικά σε πρόσφυγες και μεταπολεμικά σε εργατικές οικογένειες. Τα σχέδια κατοικιών στα προπολεμικά συγκροτήματα έρχονταν από έξω συνοδεύοντας τις οικονομικές ενισχύσεις από διεθνείς οργανισμούς, αλλά προς το τέλος της περιόδου, έγιναν και από Έλληνες αρχιτέκτονες που ακολουθούσαν το τότε κυρίαρχο μοντέρνο ιδίωμα. (Pounds N., 2001)

Παράλληλα μετά συγκροτήματα οργανωμένης δόμησης μέσα στην πόλη, το κράτος ενθάρρυνε τη δημιουργία σχεδιασμένων προαστίων, όπως η Νέα Σμύρνη στην Αθήνα και στην περιοχή της Κέρκυρας ήταν η περιοχή Μαντουκιού, για την ιδιωτική πλέον στέγαση όσων προσφύγων είχαν τη δυνατότητα. Παραβιάζοντας όμως τον αρχικό στόχο αναπτύχθηκαν ιδιωτικοί συνοικισμοί μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων όπως η Ηλιούπολη, ο Χολαργός, το Ψυχικό, η Εκάλη στην Αθήνα και αντίστοιχα παραδείγματα στην πόλη της Κέρκυρας, όπου είναι και η περιοχή μελέτης μας, συναντάμε στις περιοχές του Κανονιού και του Κεφαλομάντουκο.

Ωστόσο οι προσπάθειες παροχής στέγης σε χαμηλά εισοδήματα δεν ήταν δυνατόν να επαρκέσουν. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 και του ΄70 η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας και η αύξηση της αυθαίρετης δόμησης συντέλεσαν σταδιακά στην αλλοίωση του πολεοδομικού ιστού των πόλεων και την άναρχη επέκτασή τους. Έτσι έλαβε χώρα η δημιουργία των αρχικά πρόχειρων καταυλισμών για υποδοχή προσφύγουν, συχνά σε κενά και ακατάλληλα σημεία του ιστού, όπως είναι οι κοίτες των ρεμάτων και οι μεγάλες κλίσεις του εδάφους, ενώ μεταγενέστερα περιέλαβε νέα κύματα οικιστών, είτε φυγάδων του εμφυλίου πολέμου (1945-49) είτε των εσωτερικών μεταναστών, όταν το ρεύμα της αστικοποίησης οδήγησε σε ριζική ανακατανομή του πληθυσμού της χώρας, διπλασιάζοντας τον όγκο της οικοδομικής

(16)

15 δραστηριότητας. Στην τελευταία περίπτωση, η αυθαίρετη δόμηση σχημάτισε ολόκληρους οικισμούς στη δυτική πλευρά της Αθήνας, σε επαφή με τη βιομηχανική ζώνη του Κηφισού ποταμού, προκαλώντας έτσι εμφανή κοινωνικο - οικονομικό διαχωρισμό του πληθυσμού της πρωτεύουσας, κάτι που δεν αμβλύνθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Παρόμοιο παράδειγμα είναι οι περιοχές κοντά στις Φυλακές και μετά το Μαντούκι, όπου ενσωματώθηκαν οι πρόσφυγες και σε αντίθεση είναι η περιοχή του Λιστόν στην Παλιά πόλη της Κέρκυρας όπου ήταν κυρίως αυστηρά αριστοκρατική περιοχή. Ένας μάλιστα στόχος της μεταγενέστερης προσπάθειας ανασυγκρότησης του ιστού των πόλεων ήταν η επανασύνδεση της απογυμνωμένης από κοινόχρηστες λειτουργίες περιοχής με τον συγκεντρωτικό πυρήνα της πόλης, μέσω ενός τόξου σε επαφή με τους μείζονες.

Τα μεταπολεμικά συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας θα γνωρίσουν μεγάλη διάδοση στη δεκαετία του '60. Η παρουσία όμως της οργανωμένης δόμησης στην Ελλάδα θα παραμείνει μόλις αισθητή, γιατί η ιδιωτική οικοδόμηση θα παίζει πάντα καθοριστικό ρόλο. Τη λύση μάλιστα για τη δυσκολία χρηματοδότησης στην ανέγερση πολυκατοικιών θα δώσει η εργολαβική αντιπαροχή, όπου ο ιδιοκτήτης αποζημιώνεται για το οικόπεδο του με αριθμό τελειωμένων διαμερισμάτων. Αν και το κόστος κατασκευής παρέμεινε έτσι ιδιαίτερα υψηλό, η Ελλάδα σταθερά μπόρεσε να διατηρήσει ασυνήθιστα υψηλό δείκτη ιδιοκατοίκησης και περιορισμένο αριθμό αστέγων. (Φιλλιπίδης 1988)

Ένα μείζον πρόβλημα ήταν η κυκλοφορία, όπου φαίνεται να απασχολούσε αποκλειστικά ειδικούς και κοινό μεταπολεμικά. Γι’ αυτό δεν αποτελεί έκπληξη η απασχόληση αυτή, ήδη από το 1945, σε ποικίλες προτάσεις διανοίξεων- διαπλατύνσεων με την παλαιότατη συνταγή όπου είχε ελάχιστη τώρα εφαρμογή λόγω ασύμφορου κόστους, στις οποίες προστέθηκε η έννοια του μητροπολιτικού σχεδιασμού, καταρχήν για επέκταση του μετρό και αργότερα με την πρόταση Smith (κυκλοφοριακή μελέτη Αθηνών, 1963). Ο σχεδιασμός έτσι ταλαντευόταν ανάμεσα σε μια απελπισμένη συνέχιση του καθολικού προγραμματισμού, που προωθούσε η Υπηρεσία Δημοσίων Έργων (πρόγονος του ΥΠΕΧΩΔΕ) με ατελέσφορα Πολεοδομικά Σχέδια, και σε επιμέρους διορθωτικές προτάσεις, όπως η χωροθέτηση νέου κέντρου της Αθήνας στον άξονα της εθνικής οδού Κηφισού. (Οικονόμου 2000)

Ο σχεδιασμός μεγάλης κλίμακας ήταν έτσι καταδικασμένος οριστικά στην Ελλάδα, παρόλο που στη δεκαετία του ‘60 εκπονήθηκαν αναρίθμητες προτάσεις ρυθμιστικών σχεδίων για διάφορα αστικά κέντρα και ζώνες τουριστικής ανάπτυξης.

Αντίθετα, έμειναν σταθερές οι αυξητικές τάσεις εκμετάλλευσης της αστικής γης. Η βαθμιαία πύκνωση του ιστού και η αύξηση του επιτρεπόμενου όγκου των οικοδομών θα κατέληγε σταδιακά σε απαράδεκτους δείκτες μικτής πυκνότητας, τουλάχιστον στις κεντρικές ζώνες των ελληνικών πόλεων. Αν μάλιστα ως ένα σημείο μια τέτοια εικόνα αναφερόταν μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, μεσολάβησαν νέες νομοθετικές ρυθμίσεις στην περίοδο της δικτατορίας (1967-74) που διέδωσαν το λεγόμενο 'αθηναϊκό πρότυπο' σε ολόκληρη τη χώρα, επιτρέποντας σημαντικές αυξήσεις του συντελεστή δόμησης και του επιτρεπόμενου ύψους οικοδομών. (Wagner M. 98/1936) Εκείνη την περίοδο παρατηρούμε όπως είναι φανερό από το χάρτη μας του 1978 στην πόλη της Κέρκυρας (χάρτης 2), όπου είναι και η περιοχή μελέτης μας όπως έχω προαναφέρει, πως αρχίζουν να κτίζονται περισσότερες οικοδομές και η έκταση της πόλης μεγαλώνει.

Παρόλο που στο τέλος της δεκαετίας του '70 επιβλήθηκαν νέοι περιορισμοί στη δόμηση σε όλη τη χώρα, μεσολάβησαν μεγάλης έκτασης καταστροφές του αστικού ιστού, ιδίως σε παλαιούς οικισμούς, αλλά και στην ως τότε σχετικά αμόλυντη ύπαιθρο που κατακλύστηκε με τουριστικές ή βιομηχανικές εγκαταστάσεις.

Referências

Documentos relacionados

Η αυτοκρατορία με τα παλαιά θέματα και τα νέα δουκάτα και κατεπανάτα της καθώς και οι γείτονές της γύρω στα μέσα του 11ου αι.. ΕΜΙΡΑΤΟ ΧΑΛΕΠΙΟΥ ΕΜΙΡΑΤΟ ΜΟΣΟΥΛΗΣ ΦΑΤΙΜΙΔΕΣ