• Nenhum resultado encontrado

Γενικοί όροι στις τραπεζικές συναλλαγές και ο ανατοκισμός έρευνας στην ελληνική νομολογία

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Γενικοί όροι στις τραπεζικές συναλλαγές και ο ανατοκισμός έρευνας στην ελληνική νομολογία"

Copied!
106
0
0

Texto

(1)

ΤΜΗΜΑ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

ΘΕΜΑ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Η εργασία παραδίδεται στην καθηγήτρια του Τ.Ε.Ι Καβάλας κ. Καλαμπούκα, στο πλαίσιο της

«Πτυχιακής Εργασίας».

ΚΑΡΕΛΗΣ ΗΛΙΑΣ 799

(2)

Η παρούσα πτυχιακή εργασία η οποία αναφέρεται στους Γενικούς όρους των Τραπεζικών συναλλαγών και τον Ανατοκισμό έρευνας στην ελληνική νομολογία, είναι αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου επί ένα εξάμηνο με το συγκεκριμένο θέμα. Η ενασχόλησή μου με αυτό τον τομέα προέκυψε από το γενικότερο ενδιαφέρον, κατά την διάρκεια των σπουδών μου στο Τμήμα Διαχείρισης Πληροφοριών του ΤΕΙ Καβάλας. Θέλω να ευχαριστήσω την εισηγήτρια - καθηγήτρια της πτυχιακής μου, κα Καλαμπούκα Πόπη, διότι μου πρότεινε αυτό το ενδιαφέρον θέμα και δέχτηκε να εισηγηθεί την πτυχιακή μου εργασία.

(3)

Εισαγωγή………..……….………. 1

Κεφάλαιο 10 Τραπεζικές Εργασίες………. 4

1.1 Παθητικές Τραπεζικές Εργασίες……… 4

1.2 Ενεργητικές Τραπεζικές Εργασίες………. 4

1.3 Οι Τραπεζικές Εργασίες στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας…...………. 5

1.4 Η συστηματοποίηση των Τραπεζικών Εργασιών………... 6

1.4.1 Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων……….………….. 6

1.4.2 Διακρίσεις καταθέσεων………... 7

1.4.2.1 Καταθέσεις όψεως………... 7

1.4.2.2 Καταθέσεις επί προθεσμία………. 8

1.4.2.3 Τρεχούμενος λογαριασμός………. 8

1.4.2.4 Καταθέσεις σε ανοικτό – αλληλόχρεο λογαριασμό………. 8

1.4.2.5 Κοινός λογαριασμός (Joint account)………. 9

1.4.2.6 Καταθέσεις προθεσμίας μηνιαίου εισοδήματος……….. 10

1.4.2.7 Καταθέσεις σε αδιαίρετο ή ενωμένο ή συμπλεκτικό Λογαριασμό……… 10

1.4.2.8 Δεσμευμένες καταθέσεις………. 10

1.4.2.9 Αναπαλλοτρίωτες καταθέσεις……… 11

1.4.2.10 Καταθέσεις υπέρ τρίτων………. 12

Κεφάλαιο 20 Χορήγηση Πιστώσεων……….. 12

2.1 Σύμβαση ανοίγματος πίστωσης……… 13

2.2 Χορήγηση δανείων……….. 14

2.3 Δανεισμός για κεφάλαιο κίνησης και για πάγιες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό………. 14

2.4 Κεφαλαιαγορά (Capital Market)………. 16

2.5 Χρηματαγορά (Money Market)……….. 17

2.6 Καταναλωτική Πίστη/Προσωπικά Δάνεια……….……… 18

2.7 Factoring……… 18

2.7.1 Η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων……… 19

2.7.2 Η οργάνωση του φορέα (Factor)………... 20

2.7.3 Γνήσια και μη γνήσια σύμβαση Factoring ………... 21

2.7.4 Εμφανής και αφανής σύμβαση Factoring ………... 21

2.7.5 Σύμβαση Factoring με ή χωρίς προεξόφληση ………... 21

2.7.6 Σύμβαση Factoring με Έλληνα ή αλλοδαπό Factor ……….. 21

2.7.7 Τροποποίηση διατάξεων Ν 1905/1990 ………... 22

2.8 Forfaiting……… 23

(4)

Πράξεις πληρωμής και διαχείριση μέσων πληρωμής……….. 24

3.1 Εσωτερικές μέθοδοι πληρωμών……… 24

3.1.1 Προμήθειες χαρτονομισμάτων……….………….……… 24

3.1.2 Πιστωτικές μεταβιβάσεις………. 24

3.1.3 Μόνιμες εντολές……… …….. 25

3.1.4 Αυτόματες εκκαθαριστικές υπηρεσίες……….. 25

3.1.5 Τραπεζικές επιταγές……… ….. 25

3.1.6 Πιστωτικές κάρτες……….……….. ….. 25

3.2 Εξωτερικές μέθοδοι πληρωμών……… 25

3.2.1 Πληρωμές μεταξύ αλλοδαπών Τραπεζών……….. 26

3.3 Εγγυήσεις……….……… ……… 26

3.4 Χρηματοπιστωτικές παρεμβάσεις……….. ……. 27

3.4.1 Τα Repos……….. 27

3.4.2 Τα Swaps………. …….. 28

3.5 Νέες μορφές χρηματοδότησης……….…………. 28

3.5.1 Το Leasing……….…………... 28

3.5.1.1 Οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης σύμφωνα με το ν. 1665/1986……… 29

3.5.1.2 Η χρονική διάρκεια και η μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων……….. 30

3.5.1.3 Ο τύπος της σύμβασης……….. 30

3.5.1.4 Ασφαλιστικές ρήτρες……….. 31

3.5.1.5 Φορολογικές απαλλαγές………. ….. 31

3.5.1.6 Οι τυπικές μορφές εμφάνισης……… 32

3.5.1.6.1 Απλή χρηματοδοτική μίσθωση (Financial Leasing)……… 32

3.5.1.6.2 Μεικτή χρηματοδοτική μίσθωση (Operating Leasing)……… 32

3.5.1.6.3 Αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση……… 32

3.5.2 Συμμετοχική χρηματοδότηση (venture capital)………... 33

3.6 Ιδιόμορφες Τραπεζικές εργασίες………..…….. …. 33

3.6.1 Τραπεζική ενέγγυα πίστωση……….. 33

3.6.2 Οι εγγυητικές επιστολές τύπου «STAND–BY»……… 34

3.6.3 Η εντολή γύρου……… 35

3.6.4 Η προεξόφληση συναλλαγματικών και άλλων πιστωτικών τίτλων……….. 35

3.6.5 Η σύμβαση τραπεζικής θυρίδας……… 36

3.6.6 Τα τραπεζικά εμβάσματα……….….….. ….. 36

3.6.7 Franchising……… 37

Κεφάλαιο 40 Καταχρηστικοί όροι……… 38

4.1 Η ερμηνεία ειδικών διατάξεων……… 39

4.2 Το περιεχόμενο των καταχρηστικών ορών……..………... 40

4.3 Η γενική ρήτρα του άρθρου 2 § 6 ν. 2251/1994………. 43

4.4 Η ερμηνεία των καταχρηστικών όρων……….. 45

4.5 Η συνταγματική προστασία του καταναλωτή από τους καταχρηστικούς όρους……… 49

4.6 Η ευθύνη της Τράπεζας για τις ζημίες από τη χρήση των καταχρηστικών ΓΟΣ ……..…… 50

4.7 Οι συνέπειες της καταχρηστικότητας……… 51

4.8 Σημαντικές αποφάσεις των Δικαστηρίων στο ζήτημα των καταχρηστικών ΓΟΣ…………... 52

(5)

Ανατοκισμός……… 54

5.1 Έννοια του ανατοκισμού………. 60

5.2 Η λειτουργία του ανατοκισμού………... 61

5.3 Η νομοθετική ρύθμιση………... …… 62

5.4 Έννοια του «εκτοκισμού»………... 64

5.5 Η αντιστοιχία προς τις καταθέσεις………. 64

5.6 Η αναγνώριση διαπλαστικού δικαιώματος……….. 65

5.7 Η συμβατική πρόβλεψη του ανατοκισμού……… 65

5.8 Έναρξη ανατοκισμού………..……….……… 66

5.9 Διάρκεια του ανατοκισμού……….. 66

5.10 Χρονικά διαστήματα ανατοκισμού………. 67

5.11 Προϋποθέσεις ανατοκισμού……….. 68

5.12 Διαταγή πληρωμής……….. 70

5.13 Παραγραφή………... 71

5.14 Συνταγματικότητα………. 71

5.15 Κίνδυνοι από τον ανατοκισμό……… 72

5.16 Επιτόκιο του ανατοκισμού………. 72

5.17 Δικονομικά ζητήματα………... 73

5.18 Η νέα νομοθετική ρύθμιση για τον ανατοκισμό………... 74

Κεφάλαιο 60 Η κριτική της νομολογίας……….. ……... 77

6.1 Αντισυνταγματικότητα………. 77

6.2 Εξυπηρέτηση του «δημόσιου συμφέροντος»……….. 78

6.3 Η αρχική θέση της νομολογίας του ΑΠ………. 78

6.4 Νεότερη άποψη της νομολογίας του Αρείου Πάγου……….. 79

6.5 Οι υπόλοιπες ρυθμίσεις του άρθρου 30 (ν. 2789/2000) και οι τροποποιήσεις του άρθρου 42 (ν. 2912/2001)……… 80

6.6 Η στροφή της νομολογίας και οι συνέπειές της……….. 82

Συμπεράσματα……….. 84

Βιβλιογραφία……….. 90

Παραρτήματα……….. 92

(6)

Εισαγωγή

Γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών1 είναι οι ρήτρες, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων με γενική και ενιαία ισχύ, για να αποτελέσουν ένα τυπικό και ομοιόμορφο περιεχόμενο απροσδιόριστου και μεγάλου αριθμού μελλοντικών συμβάσεων.

Οι διατάξεις που διέπουν, ως ιδιωτικό δίκαιο, τις τραπεζικές συναλλαγές, περιλαμβάνουν αφενός τις γενικές διατάξεις του «Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας», αμφισβητούμενης άμεσης ισχύος στις σχέσεις των τραπεζών, το ΝΔ της 17.7.- 13.8.1923 και τα επιτόκια, αφετέρου διατάξεις για τις καταθέσεις και τα τραπεζικά δάνεια, τις συμβάσεις παροχής τραπεζικών υπηρεσιών (νομικής μορφής μίσθωσης έργου ή εντολής και οικονομικής μορφής παροχής πίστεως ή όχι). Δεν περιλαμβάνονται οι παρεμπιπτούσες διατάξεις των νόμων περί επιταγής και συναλλαγματικής που αφορούν την τράπεζα ως πληρώτρια της επιταγής ή ως τόπο πληρωμής της συναλλαγματικής, οι οποίες ανήκουν στο δίκαιο των αξιογράφων.

Ο όγκος και η πολυπλοκότητα των τραπεζικών συναλλαγών, οι ελλειπείς νομοθετικές ρυθμίσεις και η οικονομική ισχύς των τραπεζών, ευνοούν την καθιέρωση των ΓΟΣ στον τραπεζικό χώρο. Τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη χρήση τους είναι πάντως κοινά και αφορούν ιδίως τη νομική φύση τους, τον έλεγχο της νομιμότητας και την ερμηνεία του περιεχομένου τους.

Ως προς το πρώτο ζήτημα, υποστηρίζεται ορθά ότι οι Γενικοί όροι συναλλαγών δεν αποτελούν βέβαια πηγή δικαίου αλλά έχουν συμβατική ισχύ, εφόσον γίνονται αποδεκτοί από τον αντισυμβαλλόμενο στην ατομική σύμβαση είτε ρητά, είτε σιωπηρά. Ρητά, αποκτούν συμβατική ισχύ με την αναγραφή τους στη σύμβαση που υπογράφουν τα μέρη ή με την παραπομπή σε αυτούς, ενώ προαπαιτείτε ιδιαίτερη απόδειξη ότι ο αντισυμβαλλόμενος έλαβε γνώση συγκεκριμένου όρου, όταν αυτό απαιτεί η καλή πίστη, π.χ. πρόκειται για ασυνήθιστο όρο. Για σιωπηρή ενσωμάτωση των ΓΟΣ στην ατομική σύμβαση προαπαιτείτε, εκτός από τις γενικές προϋποθέσεις σιωπηρής κατάρτισης μιας σύμβασης και τη γνώση ή την δυνατότητα γνώσεως του περιεχομένου τους.2

1Εφεξής ΓΟΣ.

2Έτσι Θ. Λιακόπουλος, ό.π., σελ. Βλ. επίσης Λ.Κοτσίρη, ό.π., 130 επ. – Α.Καζάκος, ό.π., σελ.154.

(7)

Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, τον έλεγχο δηλαδή της νομιμότητας των Γενικών όρων συναλλαγών, γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις των Α.Κ 281,178 – 179 και 371 – 3733. Παρατηρείται δε ειδικότερα ότι κάθε συντάκτης ΓΟΣ οφείλει να δεσμεύει τον εαυτό του αποβλέποντας όχι μεμονωμένα στο ατομικό του συμφέρον αλλά και στην προάσπιση του συμφέροντος του μέλλοντος αντισυμβαλλομένου και της ολότητος, επειδή όταν εγκαταλείπει κανείς το έδαφος της ατομικής συμβάσεως εισέρχεται στη σφαίρα του κοινωνικού συνόλου, από το οποίο καθορίζονται πλέον και τα όρια της ελευθερίας των συμβάσεων. Πηγή της δεσμεύσεως του συντάκτη και ταυτόχρονο κριτήριο της ορθότητος του περιεχομένου τους είναι το Γενικό Συμφέρον, το συμφέρον της Ολότητος, της ασφάλειας των συναλλαγών4. Έτσι, ρήτρες σε δεδομένη σύμβαση, που αντιφάσκουν προς το παραπάνω κριτήριο, είναι άκυρες, έστω και αν στη συγκεκριμένη σχέση δεν δικαιολογείται ακυρότητα βάσει των Α.Κ. 179, 281, 288.

Έπειτα, ως προς το τρίτο ζήτημα, δηλαδή την ερμηνεία των Γενικών όρων των συναλλαγών, επικρατεί η άποψη ότι, πρέπει να χωρεί κανείς κρίνοντας αντικειμενικά κατά τρόπο παρόμοιο με την ερμηνεία του νόμου, αδιαφορώντας για τις ιδιαίτερες περιστάσεις και συνθήκες, κάτω από τις οποίες καταρτίσθηκε η συγκεκριμένη ατομική σύμβαση5.

Κατά την διάταξη του άρθρου 2 § 6 ν. 2251/1994 «προστασία των καταναλωτών»6, όπως είχε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 § 24 του ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών είναι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διάταξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή.

Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και σε όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Ο περιέχων τη διάταξη αυτή, νόμος 2251/1994 αποτελεί μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ

3 Έτσι Θ. Λιακόπουλος, ό.π., σελ.28 – Επί του θέματος, βλ. διεξοδική ανάλυση, στο Γ. Δέλλιου, Προστασία των καταναλωτών και σύστημα του ιδιωτικού δικαίου – Ο δικαστικός έλεγχος του περιεχομένου των καταναλωτικών συμβάσεων και τα όριά του, ΙΙ, 2001.

4 Έτσι Λ. Κοτσίρης, ό.π., σελ.146 επ.

5 Έτσι Λ. Κοτσίρης, ό.π., σελ.141 επ. – Πρβλ. Α.Καζάκο, ό.π., σελ.167 «…ακολουθείται η αντικειμενική ερμηνεία με βάση το άρθρο 200 ΑΚ ».

6 Βλ. παράρτημα

(8)

του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές».

Στο άρθρο 3 § 1 της εν λόγω οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας

«τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή».

Ενόψει των παραπάνω, η διάταξη του άρθρου 2 § 6 εδαφ. α΄ του Ν. 2251/1994, υπό την ισχύ της οποίας έγινε χρήση της επίμαχης ρήτρας, δεν είναι σύμφωνη με τη διαληφθείσα διατύπωση του άρθρου 3 § 1 της άνω οδηγίας και περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο του περιεχομένου στους Γενικούς όρους Τραπεζικών συναλλαγών, αφού δεν διασφαλίζει στον καταναλωτή προστασία από τις καταχρήσεις ισχύος του αντισυμβαλλόμενου μέρους.

(9)

Κεφάλαιο 1

0

Τραπεζικές Εργασίες

Οι τραπεζικές εργασίες συνολικά με βάση τα μέχρι σήμερα μπορούν να διακριθούν7 λειτουργικά σε παθητικές και ενεργητικές. Ιστορικά δε μπορούν αν όχι να διακριθούν, τουλάχιστο να χαρακτηρισθούν σε κλασσικές και σε σύγχρονες. Οι σύγχρονες τραπεζικές λειτουργίες παίρνουν το χαρακτήρα των σύγχρονων ενοχικών – συναλλαγματικών «θεσμών»,όπως είναι: το Leasing, Factoring, Forfaiting, και το Franchising.

1.1 Παθητικές Τραπεζικές Εργασίες

Οι παθητικές τραπεζικές εργασίες είναι οι ακόλουθες:

 Η έκδοση τραπεζογραμματίων, που τίθενται σε κυκλοφορία από τις Εκδοτικές Τράπεζες.

 Οι καταθέσεις, που αποτελούν την κύρια πηγή άντλησης χρημάτων εκ μέρους των Εμπορικών τραπεζών.

 Η έκδοση ομολογιακών δανείων, που κατά κανόνα, εκδίδονται από ειδικές Τράπεζες όπως τις επενδύσεων, κτηματικές και υποθηκικές.

 Η αναπροεξόφληση εκ μέρους των Εμπορικών τραπεζών του χαρτοφυλακίου τους στην Εκδοτική τράπεζα.

Πέρα από τις παραπάνω εργασίες που αποτελούν και τους θεμελιακούς τρόπους εισαγωγής χρήματος, οι τράπεζες προσφεύγουν και σε άλλους τρόπους απόκτησης χρήματος, όπως είναι η έκδοση ή η αποδοχή συναλλαγματικών, ο δανεισμός μ’

ενέχυρο και άλλα.

1.2 Ενεργητικές Τραπεζικές Εργασίες

Οι ενεργητικές τραπεζικές εργασίες είναι κυρίως οι παρακάτω:

 Η προεξόφληση συναλλαγματικών, γραμματίων εις διαταγή και άλλων χρηματογράφων.

7Βλ. Ι. Βελέντζα, Τραπεζικό Δίκαιο σελ. 96 και επ.

(10)

 Η παροχή δανείων μ’ ενέχυρο τίτλους, εμπορεύματα, ή άλλα πολύτιμα αγαθά. (Κατά κανόνα οι Τράπεζες αποφεύγουν την ενεχυρίαση διαφόρων πολύτιμων ειδών).

 Το άνοιγμα πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό.

 Η αποδοχή έκδοσης τίτλων για δικό τους λογαριασμό και με δικό τους κίνδυνο.

 Οι μεταφορές χρεογράφων που ανήκουν στις χρηματιστηριακές εργασίες και δεν είναι οικονομικά επικίνδυνες, εφόσον γίνονται με σύνεση και προσοχή.

 Οι απαιτήσεις, που παρέχονται με υποθήκη ακινήτων ή άλλων πραγμάτων δεκτικών υποθήκευσης.

 Οι αγοραπωλησίες χρεογράφων.

 Η αγοραπωλησία συναλλάγματος και

 Το Leasing, Factoring και η συμμετοχική χρηματοδότηση, που είναι εντελώς νέες λειτουργίες – νέοι θεσμοί.

1.3 Οι Τραπεζικές Εργασίες στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

Ωστόσο, κυρίως με βάση το παράρτημα της δεύτερης τραπεζικής οδηγίας ΕΟΚ8 καθώς και με βάση του ν. 2076/19929 οι δραστηριότητες που απολαμβάνουν αμοιβαίας αναγνώρισης στα πλαίσια των σύγχρονων τεχνικών και δραστηριοτήτων στα Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οι παρακάτω:

 Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιτρεπτών κεφαλαίων.

 Χορήγηση πιστώσεων. Στον τομέα αυτών των τραπεζικών εργασιών συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των άλλων και η καταναλωτική πίστη, η ενυπόθηκη πίστη, οι πράξεις αναδόχου είσπραξης απαιτήσεων (Factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής καθώς και η χρηματοδότηση των εμπορικών συναλλαγών.

 Χρηματοδοτική μίσθωση (Leasing).

 Πράξεις πληρωμής.

 Έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής (πιστωτικών καρτών, ταξιδιωτικών επιταγών και πιστωτικών επιστολών).

 Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων.

8 Βλ. Οδηγία 89/646/ΕΟΚ

9 Βλ. Άρθρο 24 του ν. 2076/1992

(11)

 Συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου του ιδρύματος ή της πελατείας του, σε:

α)μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, ομόλογα καταθέσεων κλπ.),β)αγορές συναλλάγματος, γ)χρηματοδοτικούς τίτλους επί προθεσμία ή με δικαίωμα επιλογής (option),δ)μέσα σχετικά με συνάλλαγμα και επιτόκια και ε)κινητές αξίες.

 Συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών.

 Παροχή συμβούλων σ’ επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και άλλα συναφή θέματα, καθώς επίσης και παροχή συμβούλων αλλά και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων.

 Μεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές.

 Διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβούλων για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου.

 Φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών.

 Εμπορικές πληροφορίες.

 Εκμίσθωση θυρίδων.

1.4 Η συστηματοποίηση των Τραπεζικών Εργασιών

Τις παραπάνω δραστηριότητες η παρούσα εργασία τις συστηματοποιεί και τις κατατάσσει (ως σύγχρονες τραπεζικές εργασίες) ως εξής:

1.4.1 Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων

Αρχικά θα πρέπει να λεχθεί ότι οι Εμπορικές τράπεζες είναι οι μεγαλύτεροι και πλέον διαφοροποιημένοι οργανισμοί όσον αφορά στην ποικιλία των κεφαλαίων που διαθέτουν και των υποχρεώσεων που εκδίδουν. Οι υποχρεώσεις τους έχουν τη μορφή λογαριασμών όψεως και προθεσμίας, ενώ οι μεγάλες τράπεζες εκδίδουν και υποχρεώσεις στην χρηματαγορά, όπως διαπραγματεύσιμα πιστοποιητικά καταθέσεων, καταθέσεις σε ευρωδολάρια και εμπορικά ομόλογα μέσω εταιριών χαρτοφυλακίου. Στα στοιχεία του ενεργητικού τους περιλαμβάνονται τα δάνεια που χορηγούν στους καταναλωτές, στις επιχειρήσεις ή στο δημόσιο. Συνήθως οι ίδιες τράπεζες ή οι θυγατρικές τους προσφέρουν χρηματιστηριακές υπηρεσίες, αναλαμβάνουν ασφάλειες ζωής και λειτουργούν ακόμη ως επιχειρήσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης (Leasing companies). Παράλληλα, οι Εμπορικές τράπεζες υπόκεινται στον έλεγχο των Νομισματικών Αρχών λόγω της σημασίας τους για την

(12)

εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής και για τη σταθερότητα του πιστωτικού συστήματος.

Σημειώνεται δε ότι οι καταθέσεις ιστορικά και λειτουργικά είναι η κύρια πηγή άντλησης των μέσων τραπεζικών λειτουργιών.

Οι καταθέσεις από άποψη αναγωγής στους κανόνες δικαίου προσομοιάζουν με την παράδοση κινητού πράγματος προς φύλαξη, οπότε υφίστανται υποχρέωση του λήπτη απόδοσης του πράγματος αυτούσιου με τα παρακολουθήματά του.

Σημειώνεται μάλιστα ότι ο καταθέτης υποχρεούται στην καταβολή των εξόδων της φύλαξης.

Επιπροσθέτως, ο καταθέτης από και μετά την κατάθεση δεν διατηρεί εμπράγματο αλλά ενοχικό δικαίωμα τόσο για την επιστροφή του ποσού που κατέθεσε όσο και για τους εξ’ αυτής της αιτίας προβλεπόμενους νομικούς τόκους.

1.4.2 Διακρίσεις καταθέσεων

Οι καταθέσεις γενικά διακρίνονται σε δύο10 μεγάλες κατηγορίες. Σε καταθέσεις όψεως και επί προθεσμία. Ο καταθέσεις όψεως, μπορούν να διακριθούν και σε καταθέσεις τρεχούμενου λογαριασμού, ενώ οι καταθέσεις επί προθεσμία σε καταθέσεις προθεσμίας μηνιαίου εισοδήματος. Τόσο οι πρώτες όσο και οι δεύτερες, μπορούν επίσης γενικά να διακριθούν σε καταθέσεις εθνικού νομίσματος ή καταθέσεις συναλλάγματος καθώς και σε καταθέσεις κοινού λογαριασμού.

Αξίζει να σημειώσουμε, ότι γίνεται διάκριση και για τις καταθέσεις ταμιευτηρίου, τις καταθέσεις με ανοικτό - αλληλόχρεο λογαριασμό, τις δεσμευμένες καταθέσεις και τις αναπαλλοτρίωτες καταθέσεις.

1.4.2.1 Καταθέσεις όψεως

Καταθέσεις όψεως11 είναι οι καταθέσεις που γίνονται χωρίς χρονική δέσμευση και αναλαμβάνονται μόλις ζητηθούν.

10 Πρβλ. Σ.Θωμαδάκη – Μ. Ξανθάκη, όπ. Π. (υπος. 5) σελ. 43.

11 Στις καταθέσεις όψεως δεν λογίζεται (κατ’ αρχήν) τόκος και γίνονται αναλήψεις βάσει βιβλιαρίου (Ν.Ε.

1138/8/19.2.1960).

(13)

1.4.2.2 Καταθέσεις επί προθεσμία

Καταθέσεις επί προθεσμία είναι οι καταθέσεις που γίνονται για ορισμένο χρονικό διάστημα. Θεωρούνται βραχυπρόθεσμες εάν κατατεθούν μέχρι δύο χρόνια και μακροπρόθεσμες εάν υπερβούν τα δύο χρόνια. Εδώ μπορούμε να εντάξουμε και τις καταθέσεις υπό προειδοποίηση. Στην προκειμένη περίπτωση ο δικαιούχος καταθέτης αναλαμβάνει μόνον εφόσον εγγράφως προειδοποιήσει τρεις τουλάχιστον μήνες πριν το χρόνο ανάληψης. Ο χρόνος της ανάληψης είναι μόνο από μία έως δέκα ημέρες.

Εάν το δεκαήμερο αυτό παρέλθει άπρακτο, τότε η ανάληψη γίνεται μόνο μετά από νέα προειδοποίηση. Έτσι πιο συγκεκριμένα, οι καταθέσεις επί προθεσμία δημιουργούνται κατόπιν συμφωνίας της τράπεζας και του καταθέτη ότι θα είναι αποδοτέες μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος με συνήθως υψηλό επιτόκιο κυμαινόμενο ανάλογα με τη χρονική τους διάρκεια.

1.4.2.3 Τρεχούμενος λογαριασμός

Τρεχούμενος λογαριασμός12 είναι ο λογαριασμός που εξυπηρετείται με επιταγές.

Με το άνοιγμα του λογαριασμού γίνεται και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 ν.

1599/1986 ότι α) δεν είναι έμπορος, β) ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει το λογαριασμό αυτό για διενέργεια πληρωμών επιχειρηματικής φύσης και γ) ότι δεν τηρεί σε οποιαδήποτε άλλη τράπεζα άλλο λογαριασμό τέτοιας φύσης – τρεχούμενο.

Αξίζει να τονιστεί ότι, σε περίπτωση που ο λογαριασμός αυτός δεν έχει υπόλοιπο, αναγνωρίζεται σε μερικές περιπτώσεις η δυνατότητα δημιουργίας μέχρις ενός ποσού χρεωστικού υπολοίπου. Η διευκόλυνση αυτή θεωρείται «δάνειο» και επιβαρύνεται με το επιτόκιο καταναλωτικής πίστης.

1.4.2.4 Καταθέσεις σε ανοικτό – αλληλόχρεο λογαριασμό

Καταθέσεις σε ανοικτό – αλληλόχρεο λογαριασμό είναι οι καταθέσεις όπου οι συμβαλλόμενοι αποφασίζουν να υποβάλλουν τις εκατέρωθεν απαιτήσεις τους και τις καταβολές τους σε συνολικό διακανονισμό έτσι ώστε να υποχρεούνται σε καταβολή μόνο του καταλοίπου που ενδεχομένως θα προκύψει, αφήνοντας άθικτη τη νομική φύση των χρεών που συμπεριλαμβάνονται στο λογαριασμό. Απλώς μετατίθεται το απαιτητό των χρεών στο χρόνο του κλεισίματος.

12Ο τρεχούμενος λογαριασμός καταθέσεων που κινείται με επιταγές και εξυπηρετεί και εξοφλήσεις υποχρεώσεων μη εμπόρων, αποτελεί «είδος» κατάθεσης όψεως.

(14)

Τα κατ’ ιδίαν κονδύλια, από τη στιγμή που εισέρχονται στον αλληλόχρεο λογαριασμό, αποβάλλουν την ατομικότητά τους και μεταβάλλονται σε αριθμητικά κονδύλια. Τα κονδύλια αυτά δεν μπορούν ν’ αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης αγωγής και δεν μπορούν, ενώ όσο διαρκεί η λειτουργία του αλληλόχρεου λογαριασμού, να επιδιωχθούν δικαστικά, ούτε να διατεθούν μεμονωμένα μ’

εκχώρηση (άρθρο 177 Α.Κ.).

Η έννομη τάξη στην Ελλάδα δεν μπορούμε να πούμε ότι ρυθμίζει συστηματικά την έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού. Σε κάθε περίπτωση όμως ο «αλληλόχρεος λογαριασμός» καλύπτεται από δέσμη νομικών διατάξεων (άρθρο 873 Α.Κ., 122 Εισ.

Α.Κ., ΕΝ, άρθρο 47 του ν.δ. της 17/7/13.8.1923).

1.4.2.5 Κοινός λογαριασμός (Joint account)

Είναι η κατάθεση χρημάτων που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων δικαιούχων από κοινού και περιλαμβάνει τον όρο ότι από το λογαριασμό αυτό δικαίωμα χρήσης και πράξεων πιστώσεων και χρεώσεων ολικώς ή μερικώς έχει είτε ένας είτε περισσότεροι είτε όλοι οι δικαιούχοι (άρθρο 1 του ν. 5638/1932).

Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, α) ο νόμος απαιτεί κατάθεση χρημάτων ή άλλων αξιών και β) δεν υφίσταται κατάθεση κοινού λογαριασμού (που έγινε κατάθεση πέραν του ενός) όταν έχει συμφωνηθεί ότι οι δικαιούχοι έχουν το δικαίωμα χρήσης κατ’ ισομοιρία. Επισημαίνεται ότι, οι καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό είναι «θεσμός»

που αναπτύχθηκε από το αγγλοσαξωνικό δίκαιο.

Είναι σαφές πως με την λειτουργία αυτή, ο κοινός λογαριασμός αποτελεί περίπτωση συμβατικής ενεργητικής και σε ολόκληρο ενοχής, ώστε να εφαρμόζονται συμπληρωματικά επ’ αυτού οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 489 Α.Κ. και επ. Ο ειδικός νόμος 5638/32 προβλέπει περαιτέρω πως είναι δυνατή η συνομολόγηση όρου ότι με τον θάνατο οποιουδήποτε δικαιούχου θα περιέχεται αυτοδίκαια η κατάθεση στους υπολοίπους επιζώντες μέχρι του τελευταίου. Διάθεση της κατάθεσης με πράξη εν ζωή ή αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, ενώ αντίθετα επιτρέπεται η κατάσχεση της κατάθεσης. Θεσπίζεται όμως, αμάχητο τεκμήριο ότι έναντι των κατασχόντων ανήκει σ’ όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη.

(15)

1.4.2.6 Καταθέσεις προθεσμίας μηνιαίου εισοδήματος

Είναι οι προθεσμιακές εκείνες καταθέσεις με τη δυνατότητα της απόδοσης των τόκων κάθε μήνα είτε στον ίδιο τον καταθέτη είτε σε άλλο πρόσωπο που θα υποδείξει. (Ν.Μ 182/1978, ΝΕ 275/2/26.6.1980). Οι λογαριασμοί αυτοί είναι με ελάχιστο ποσό καταθέσεις τις 1.704€ και ελάχιστη χρονική διάρκεια το ένα έτος. Εάν ο καταθέτης ζητήσει απόδοση του κεφαλαίου ή μέρους αυτού πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, η Τράπεζα παρακρατεί ως «ποινή» ως κόστος (malus) για τον καταθέτη 6%. Το ποσό όμως της «ποινής» αυτής δεν μπορεί να υπερβεί το σύνολο (το ύψος) των τόκων από την έναρξη του λογαριασμού. Αξιοσημείωτη επίσης εδώ, είναι η ευχέρεια ώστε ο λογαριασμός μηνιαίου εισοδήματος να είναι και «κοινός λογαριασμός».

1.4.2.7 Καταθέσεις σε αδιαίρετο ή ενωμένο ή συμπλεκτικό Λογαριασμό

Οι καταθέσεις αυτές στην πράξη είναι σπάνιες, προβλέπονται από το άρθρο 111 του ν.δ. 118/1973. Με τις καταθέσεις αυτές δημιουργείται κοινωνία δικαιώματος (άρθρο 785 Α.Κ. και επ.) και διενεργούνται από ένα πρόσωπο υπέρ περισσοτέρων ή από πολλά πρόσωπα υπέρ όλων. Τα πρόσωπα αυτά εμφανίζονται συνδικαιούχοι.

Εφόσον στην Τράπεζα δεν έχει γνωστοποιηθεί κοινή ή κατά πλειοψηφία, έστω από διοίκησης και χρησιμοποίησης των καταθέντων (άρθρο 790 Α.Κ. σε συνδυασμό με τα’ άρθρα 211 και επ. Α.Κ.), τότε είναι σαφές πως αναλήψεις μπορούν να διενεργήσουν όλοι οι δικαιούχοι και καθένας χωριστά για το αναλογούν μερίδιο. Εν αμφιβολία όμως, ανάληψης δικαιούται άπαξ κάθε δικαιούχος για ίσο μέρος (άρθρο 480 Α.Κ.).

1.4.2.8 Δεσμευμένες καταθέσεις

Το είδος αυτό των καταθέσεων13 δημιουργείται είτε με την βούληση του καταθέτη, είτε με διάταξη νόμου, είτε τέλος με την λήψη κάποιου δικαστικού αναγκαστικού μέτρου, η δε λειτουργία τους έγκειται στην για ορισμένο χρονικό διάστημα ή υφ’

ορισμένους όρους μη απόδοσή τους στον δικαιούχο.

Η κυριότερη κατηγορία του είδους αυτού είναι οι δεσμευμένες καταθέσεις του άρθρου 13 του ν. 1704/1939 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του νόμου

13Βλ. σχετικά Ι. Βελέντζα, όπ. Π. (υποσ. 2) σελ. 115 και επ. Σ.Ψυχομάνη.οπ. π. (υποσ. 6) σελ. 38.

(16)

128/1975). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού θεωρούνται δεσμευμένες όλες γενικά οι απαιτήσεις προσώπων που είναι εκτελεστές στην Ελλάδα και δεν πηγάζουν από εμβάσματα σε ελεύθερο συνάλλαγμα, δημιουργήθηκαν δε έναντι εταιριών ή Τραπεζών ή φυσικών ή νομικών προσώπων μετά την 26.4.1932.

Η πληρωμή των εκάστοτε ληξιπρόθεσμων αυτών απαιτήσεων, οποτεδήποτε και αν πραγματοποιηθεί, γίνεται υποχρεωτική με κατάθεση του οφειλόμενου ποσού σε τράπεζα στην Ελλάδα ή στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων ή στο ταχυδρομικό ταμιευτήριο και φέρεται σε πίστωση ιδιαίτερου δεσμευμένου λογαριασμού εκάστου δικαιούχου. Η κατάθεση αυτή θεωρείται ότι έγινε αντί καταβολής προς τον δικαιούχο, ο δε οφειλέτης θεωρείται ότι έτσι ξόφλησε νόμιμα το χρέος του.

Επίσης, δεσμευμένες καταθέσεις θεωρούνται ιδίως και : α) οι αναπαλλοτρίωτες καταθέσεις, β) οι καταθέσεις υπό όρον, γ) τα «καλύμματα» των εγγυητικών επιστολών, δ) οι ενεχυρασμένες καταθέσεις, ε) οι κατασχεμένες καταθέσεις και στ) οι καταθέσεις που καθίστανται δεσμευμένες με δικαστικές αποφάσεις.

1.4.2.9 Αναπαλλοτρίωτες καταθέσεις

Είναι οι καταθέσεις χρημάτων που γίνονται αποκλειστικά και μόνον στην Εθνική τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 4 ΝΔ 17ης Ιουλίου 1923), στην τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 3, ν. 6294/34) και στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων (ΑΝ 19/20.11.35) υπέρ α) νομικού προσώπου που δεν μετέρχεται την εμπορία, β) ανηλίκου ή απαγορευμένου ή ασώτου και γ) ορισμένου προσώπου λόγω ισόβιας προσόδου, αλλά μόνο με δικαιοπραξία αιτία θανάτου (άρθρο 7 ΝΔ 17ης Ιουλίου 1923 – Άρθρο 61 ν. 1329/83) με ρητή συνομολόγηση του όρου του αναπαλλοτρίωτου κατά την κατάθεση ή την πρόβλεψη του στη δικαιοπραξία αιτία θανάτου.

Κατά τη διάρκεια της ισχύος του όρου του αναπαλλοτρίωτου ο δικαιούχος εισπράττει απλώς την πρόσοδο χωρίς να δικαιούται σε εκποίηση της κατάθεσης ή της προσόδου που είναι επίσης ακατάσχετες. Οι σχετικές μάλιστα ενέργειες θα πάσχουν από ακυρότητα ακόμα και αν γίνονται υπό την αναβλητική αίρεση της άρσης του αναπαλλοτρίωτου (πρβλ. άρθρο 4 επ. ΝΔ 17ης Ιουλίου 1923).

Επίσης, και η περίπτωση αυτή της κατάθεσης, αποτελεί γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου υπαγόμενη συμπληρωματικά στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 2 ν.δ 17ης Ιουλίου 1923 και των άρθρων 411 και επ. Α.Κ.

(17)

1.4.2.10 Καταθέσεις υπέρ τρίτων

Αποτελούν οι καταθέσεις οποιασδήποτε ειδικότερης μορφής (όψεως, ταμιευτηρίου κλπ.) υπέρ τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, στις οποίες ο τρίτος καθίσταται δικαιούχος των κατατεθέντων με την κατάρτιση της σύμβασης κατάθεσης, χωρίς ν’

απαιτείται μνεία της αιτίας της κατάθεσης ή της αποδοχής του τρίτου. Πρόκειται δηλαδή στις περιπτώσεις αυτές για γνήσιες συμβάσεις υπέρ τρίτου τις οποίες διέπουν κυρίως οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ. 17ης Ιουλίου 1923, συμπληρωματικά και οι γενικές διατάξεις των άρθρων 411 και επ. Α.Κ.

Κεφάλαιο 2

0

Χορήγηση Πιστώσεων

Το τραπεζικό σύστημα είναι ο κυριότερος φορέας για τη λειτουργία της νομισματικής πολιτικής. Η εξάπλωση της διεθνούς τραπεζικής δραστηριότητας έδωσε νέες διαστάσεις στο μακροοικονομικό ρόλο των τραπεζών. Η επέκταση της υπερεθνικής διατραπεζικής αγοράς βοήθησε τις Τράπεζες ν’ αναπτύξουν τις διεθνείς τους επιχειρήσεις, ν’ ασκήσουν επιτυχημένα τη διαχείριση ενεργητικού – παθητικού και να συνάψουν επιχειρηματικές σχέσεις με άλλους οργανισμούς που δρούν διεθνώς. Για το τραπεζικό σύστημα (ως σύνολο), η διατραπεζική αγορά λειτουργεί ως ένα όργανο αποτελεσματικής κατανομής των διεθνών κεφαλαίων μεταξύ καταθετών και δανειζομένων.

Σε κάθε περίπτωση ο τραπεζικός δανεισμός, όπου η χορήγηση των πιστώσεων είναι η κλασσική μορφή της τραπεζικής πολιτικής, ωστόσο, έχει κάποιες έντονες παρεμβολές από το σύγχρονο συναλλακτικό δίκαιο. Αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι, μια τέτοια παρεμβολή είναι και το Factoring που ασφαλώς είναι «χρηματοδότηση» γενικά, στην ουσία όμως είναι χορήγηση πίστωσης. Επομένως, στο παράγωγο Ευρωπαϊκό δίκαιο, το Factoring που αναφέρεται σε πράξεις είσπραξης απαιτήσεων με δικαίωμα αναγωγής ή χωρίς το δικαίωμα αναγωγής και το Forfaiting ως μια χρηματοδότηση των εμπορικών συναλλαγών, συγκαταλέγονται στο χώρο αυτό των πιστώσεων, ενώ το Leasing ως μια καθαρή χρηματοδοτική μίσθωση αυτονομείται λειτουργικά, παρ’

(18)

όλο τα Factoring, Forfaiting14 και το Leasing αποτελούν νέους θεσμούς με σημασία χρηματοδότησης. Κατά συνέπεια, η χορήγηση των πιστώσεων μπορεί γενικά να πάρει τις ακόλουθες μορφές:

2.1 Σύμβαση ανοίγματος πίστωσης

Η σύμβαση ανοίγματος πίστωσης15 έχει ως αντικείμενο την παροχή της πίστωσης. Επομένως, η σύμβαση ανοίγματος πίστωσης είναι η σύμβαση με την οποία η τράπεζα ως πιστοδότης υποχρεούται, με αντάλλαγμα να παρέχει πίστωση στον πελάτη της, πιστούχο ή πιστολήπτη. Πιστοδότης δεν είναι πάντοτε η τράπεζα.

Στην προκειμένη σύμβαση, πίστωση είναι η παραχώρηση της αγοραστικής δύναμης, που συνίσταται είτε σε αυτούσιο, είτε σε λογιστικό χρήμα, για κάποιο χρονικό διάστημα που προβλέπεται συνήθως με την σύμβαση. Η παροχή της πίστωσης γίνεται με αντάλλαγμα που παρέχεται από τον πιστολήπτη και το οποίο συνίσταται σε τόκο ή σε προμήθεια ή και στα δύο.

Με τη σύμβαση ανοίγματος πίστωσης, ο πελάτης της τράπεζας εξασφαλίζει από την αρχή την υπόσχεση από την τράπεζα για την παροχή πίστωσης για τις μελλοντικές του ανάγκες και εξασφαλίζει με τον τρόπο αυτό, τη βεβαιότητα ότι θα έχει χρήματα όταν τα χρειαστεί, καταβάλλοντας για βεβαιότητα αυτή μόνο προμήθεια, ενώ το αντάλλαγμα που συνίσταται σε τόκο, θα το καταβάλλει μόνο στην περίπτωση που θα χρησιμοποιήσει την υποσχεθείσα πίστωση. Στην ουσία, η σύμβαση αυτή είναι δάνειο16 αν και δεν απέχει πολύ από τη νομική λογική και άποψη ότι πρόκειται για υπόσχεση παροχής δανείου. Η έλλειψη συστηματικής νομικής ρύθμισης περί την σύμβαση ανοίγματος πίστωσης μας υποχρεώνει να υπαγάγουμε τη λειτουργία της στους γενικούς ουσιαστικούς κανόνες του αστικού δικαίου17.

Από άποψη οικονομικής λειτουργίας η σύμβαση αυτή είναι προσχώρησης για την τράπεζα λόγω των προβλεπόμενων αντιπαροχών και λόγω της λειτουργίας μεγάλου κύκλου δοσοληψιών. Η σύμβαση ανοίγματος πίστωσης μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι:

 Με απλή καταβολή χρημάτων στον πελάτη

 Με αποδοχή ή τριτεγγύηση συναλλαγματικών του πελάτη

14«Η νομική αντιμετώπιση του Forfaiting δεν διαφέρει από αυτή του Factoring. Γι΄ αυτό τον λόγο

αντιμετωπίζονται από τον νόμο ενιαία οι δύο αυτές μορφές των συναλλαγών» βλ. Α. Γεωργιάδη, Νέες Μορφές Συμβάσεων της Σύγχρονης Οικονομίας: Leasing- Factoring-Franchising, 1992 σελ. 65 υποσ.2.

15Βλ. Ι. Βελέντζα, οπ. π. (υποσ. 2) σελ. 155 και επ.

16Πρβλ. Εφ Αθ. 732/1979, Αρμ. 1980 σελ. 306 και Εφ. Αθ. 12656/1988, Αρχ. Ν. 1990 σελ. 651.

17Εφαρμογή έχουν τα άρθρα 127 Α.Κ. και επ. 361 Α.Κ. και επ. καθώς και 806 Α.Κ. και επ.

(19)

 Με την προεξόφληση συναλλαγματικών ή άλλων πιστωτικών τίτλων

 Με την προκαταβολή που παρέχεται μ’ ενέχυρο αξιόγραφα (συναλλαγματικές, επιταγές, μετοχές, ομολογίες, ενεχυρόγραφα των Γενικών Αποθηκών, φορτωτικές και άλλα), ή πολύτιμα μέταλλα (λευκόχρυσο, χρυσό, κλπ.), ή αξίες που αποτελούν δάνειο της Τράπεζας προς τον πελάτη.

 Με την παροχή εγγυητικής επιστολής

 Με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό

Η σύναψη της σύμβασης ανοίγματος πίστωσης και η καταγγελία της είναι άτυπες.

Καταρτίζεται με την σύμπτωση και μόνο των δηλώσεων των βουλήσεων συμβαλλομένων (άρθρο 192 Α.Κ.) και δεν απαιτείται καταβολή της πίστωσης.

Επιπλέον, στη σύμβαση ανοίγματος πίστωσης απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο, αν το άνοιγμα πίστωσης εξασφαλίζεται με υποθήκη και εάν το απλό χρεωλυτικό ενυπόθηκο δάνειο πρόκειται να μετατραπεί σε ενυπόθηκο άνοιγμα πίστωσης. Και στις δύο περιπτώσεις το συμβολαιογραφικό έγγραφο αποτελεί τίτλο εκτελεστό18.

2.2 Χορήγηση δανείων

Ο δανεισμός μπορεί να διακριθεί σε δανεισμό για κεφάλαιο κίνησης και για πάγιες εγκαταστάσεις, σε δανεισμό προς ιδιώτες για την κατασκευή, επισκευή και αγορά ακινήτου στην Ελλάδα, σε δανεισμό στην πώληση με πίστωση ειδών διαρκείας καινούργιων ή μεταχειρισμένων και τέλος σε δανεισμό για καταναλωτικούς σκοπούς:

καταναλωτική πίστωση – προσωπικά δάνεια.

2.3 Δανεισμός για κεφάλαιο κίνησης και για πάγιες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό

Στην σύγχρονη οικονομία, στα πλαίσια της χρηματοδοτικής λειτουργίας της κάθε επιχείρησης, κυρίαρχος σκοπός της ιδιωτικής κυρίως οικονομικής μονάδας είναι η εξασφάλιση κάτω από τους πιο ευνοϊκούς δυνατόν όρους των κεφαλαίων που είναι αναγκαία για την πραγμάτωση των σκοπών της 19.

Συνεπώς, οι Αγορές Κεφαλαίου και Χρήματος είναι κυρίαρχο ερώτημα και πρόβλημα για κάθε επιχείρηση. Βέβαια το περιβάλλον χρηματοδότησης

18Βλ. Άρθρα 50,57 και 67 του ν.δ. 17.7./13.8.1923.

19Βλ. Ι. Τζωάννου, Χρηματοδοτική Δοιίκηση (1991) σελ. 15 επ.

(20)

διαμορφώνεται με μια ευρύτητα κύκλου ανάμεσα στην κεφαλαιαγορά και στην χρηματαγορά. Στην χώρα μας κυρίως η παρεμβατική δανειοδοτική πολιτική των Τραπεζών είναι κανόνας ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Στη σύγχρονη επιστήμη της Χρηματοοικονομικής Διοίκησης έχει καταγραφεί η διάκριση α) ανάμεσα στις αποφάσεις που αφορούν επενδύσεις σε στοιχεία που έχουν διάρκεια μεγαλύτερη του έτους και β) ανάμεσα στις αποφάσεις που αφορούν επενδύσεις σε στοιχεία που έχουν διάρκεια μικρότερη του έτους20.

Επακόλουθα, η πρώτη κατηγορία αποφάσεων αποτελεί αντικείμενο του προγραμματισμού επενδύσεων κεφαλαίου (capital budgeting). Οι επενδύσεις σε στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού, σε συνδυασμό με το βραχυπρόθεσμο δανεισμό, εντάσσονται στη διαχείριση του κεφαλαίου κίνησης (working capital management). Εδώ, αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι ο διαχωρισμός αυτός, που ακολουθείται και στην πράξη από τις επιχειρήσεις, οφείλεται κυρίως στη διαφορετική φύση των παγίων σε σύγκριση με τα στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού. Η επένδυση σε πάγια στοιχεία αφορά στη δέσμευση κεφαλαίου για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε στοιχεία που δε ρευστοποιούνται εύκολα. Επομένως, το επίπεδο τους δεν μπορεί ν’

αυξομειωθεί εύκολα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, τα επίπεδα των στοιχείων του κυκλοφορούντος ενεργητικού είναι δυνατόν κατά κανόνα να προσαρμόζονται με σχετική ευχέρεια σ’ εκείνα που κρίνονται σκόπιμα, σύμφωνα με τις βραχυπρόθεσμες αλλαγές, στις συνθήκες που αντιμετωπίζει η επιχείρηση.

Τα μακροπρόθεσμα κεφάλαια21 περιλαμβάνουν τις ακόλουθες κατηγορίες:

 Μετοχικό κεφάλαιο, που υποδιαιρείται σε δυο υποκατηγορίες, ανάλογα με το αν προέρχεται από την έκδοση κοινών ή προνομιούχων μετοχών.

 Αποθεματικά.

 Μακροπρόθεσμα δανειακά κεφάλαια.

 Επιχορηγήσεις από το Δημόσιο.

Τα μεσοπρόθεσμα κεφάλαια αφορούν σε δάνεια, τραπεζικά ή μη, και πιστώσεις από τους προμηθευτές πάγιου εξοπλισμού. Επειδή τα κεφάλαια αυτά δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τα μακροπρόθεσμα δανειακά. Όσο αφορά στα χαρακτηριστικά που καθορίζουν το κόστος ευκαιρίας, συνήθως στον προσδιορισμό του κόστους αυτού, αντιμετωπίζονται κατά ενιαίο τρόπο με τα μακροπρόθεσμα δανειακά.

20Βλ. Ι. Τζωάννου, οπ. π. (υποσ. 35) σελ. 31 επ.

21Βλ. Ι. Τζωάννου, οπ. π. (υποσ. 35) σελ. 39 - 40.

Referências

Documentos relacionados

Ιστορική εξέλιξη • Αποδοχή common law και equity μέσω συνταγματικών διατάξεων ή μέσω της νομολογίας • Η κίνηση για την κωδικοποίηση του δικαίου David Duldey Field • Ο θρίαμβος του