• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] Ως εργαλείο συλλογής δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο βασισμένο στο European Cyberbullying Intervention Project Questionnaire (ECIPQ), που αξιολογεί το επίπεδο εμπλοκής στον κυβερνο-εκφοβισμό, και το Self-Report Coping Scale (SRCS), που αξιολογεί τις στρατηγικές αντιμετώπισης εναντίον του κυβερνο-εκφοβισμού

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Ως εργαλείο συλλογής δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο βασισμένο στο European Cyberbullying Intervention Project Questionnaire (ECIPQ), που αξιολογεί το επίπεδο εμπλοκής στον κυβερνο-εκφοβισμό, και το Self-Report Coping Scale (SRCS), που αξιολογεί τις στρατηγικές αντιμετώπισης εναντίον του κυβερνο-εκφοβισμού"

Copied!
93
0
0

Texto

(1)

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών Επιστήμες της Αγωγής

Διπλωματική Εργασία

«Κυβερνο-εκφοβισμός σε εφήβους: Ο ρόλος του φύλου, της ηλικίας και της σχολικής επίδοσης στην επιλογή στρατηγικών

αντιμετώπισης»

Ζωή Αρσένου

Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ναυσικά Αντωνιάδου

Πάτρα, Σεπτέμβριος 2020

(2)

Η παρούσα εργασία αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του φοιτητή («συγγραφέας/δημιουργός») που την εκπόνησε. Στο πλαίσιο της πολιτικής ανοικτής πρόσβασης ο συγγραφέας/δημιουργός εκχωρεί στο ΕΑΠ, μη αποκλειστική άδεια χρήσης του δικαιώματος αναπαραγωγής, προσαρμογής, δημόσιου δανεισμού, παρουσίασης στο κοινό και ψηφιακής διάχυσής τους διεθνώς, σε ηλεκτρονική μορφή και σε οποιοδήποτε μέσο, για διδακτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, άνευ ανταλλάγματος και για όλο το χρόνο διάρκειας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η ανοικτή πρόσβαση στο πλήρες κείμενο για μελέτη και ανάγνωση δεν σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας του συγγραφέα/δημιουργού ούτε επιτρέπει την αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, εμπορική χρήση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «μεταφόρτωση» (downloading),

«ανάρτηση» (uploading), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά της εργασίας, χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του συγγραφέα/δημιουργού. Ο συγγραφέας/δημιουργός διατηρεί το σύνολο των ηθικών και περιουσιακών του δικαιωμάτων.

(3)

«Κυβερνο-εκφοβισμός σε εφήβους: Ο ρόλος του φύλου, της ηλικίας και της σχολικής επίδοσης στην επιλογή στρατηγικών

αντιμετώπισης»

Ζωή Αρσένου

Επιτροπή Επίβλεψης Διπλωματικής Εργασίας Επιβλέπουσα Καθηγήτρια:

Ναυσικά Αντωνιάδου Μέλος ΣΕΠ του ΕΑΠ

Συν-Επιβλέπων Καθηγητής:

Ιωάννης Δημάκος

Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών

Μέλος ΣΕΠ του ΕΑΠ

Πάτρα, Σεπτέμβριος 2020

(4)

Περίληψη

Τα τελευταία χρόνια η κυβερνο-θυματοποίηση των εφήβων απασχολεί τη διεθνή ερευνητική κοινότητα λόγω της σοβαρότητας των επιπτώσεων του φαινομένου στα θύματα. Σε αυτό το πλαίσιο, η διερεύνηση των στρατηγικών που εφαρμόζουν οι έφηβοι που έρχονται αντιμέτωποι με τον κυβερνο-εκφοβισμό, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στο πρόβλημα, κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική. Καθώς στην Ελλάδα η σχετική ερευνητική δραστηριότητα είναι περιορισμένη, στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να εξεταστεί αν το φύλο, η ηλικία και η σχολική επίδοση των εφήβων επηρεάζουν την επιλογή τους όσον αφορά τη χρήση ενεργητικών ή παθητικών στρατηγικών αντιμετώπισης του προβλήματος.

Ποσοτική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 159 εφήβων ηλικίας 12-18 ετών που φοιτούν σε σχολικές μονάδες του νομού Δωδεκανήσου. Ως εργαλείο συλλογής δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο βασισμένο στο European Cyberbullying Intervention Project Questionnaire (ECIPQ), που αξιολογεί το επίπεδο εμπλοκής στον κυβερνο-εκφοβισμό, και το Self-Report Coping Scale (SRCS), που αξιολογεί τις στρατηγικές αντιμετώπισης εναντίον του κυβερνο-εκφοβισμού. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει αφενός ότι το φύλο και η ηλικία των εφήβων δεν επηρεάζουν την επιλογή του είδους των στρατηγικών που χρησιμοποιούν, αφετέρου ότι η χαμηλή σχολική επίδοση συνδέεται με τη χρήση παθητικών στρατηγικών. Τα ευρήματα μπορούν να αξιοποιηθούν για το σχεδιασμό προγραμμάτων παρέμβασης κατά του κυβερνο- εκφοβισμού.

Λέξεις - Κλειδιά

Κυβερνο-εκφοβισμός, Κυβερνο-θυματοποίηση, Στρατηγικές αντιμετώπισης, Εφηβεία

(5)

«Cyberbullying in adolescents: The role of gender, age and school performance in coping strategies»

Zoi Arsenou

Abstract

In recent years adolescents’ cyber-victimization has occupied the international research community due to the seriousness of the effects of the phenomenon on victims. In this context, the investigation of the strategies implemented by adolescents who face cyberbullying in order to cope with the problem is considered particularly important. As the relevant research activity in Greece is limited, the aim of this study was to examine whether adolescents’ gender, age and school performance influence their choice regarding the use of active or passive coping strategies. Quantitative research was conducted on a sample of 159 adolescents aged 12-18 years who attend school units in the prefecture of Dodecanese. An electronic questionnaire based on both the European Cyberbullying Intervention Project Questionnaire (ECIPQ), which assesses the level of involvement in cyberbullying, and the Self-Report Coping Scale (SRCS), which assesses coping strategies against cyberbullying, was used as a data collection tool. The results of the research show on the one hand that adolescents’ gender and age do not influence the choice of the type of strategies they use, on the other hand that low school performance is associated with the use of passive strategies. The findings can be used in designing cyber-bullying intervention programs.

Keywords

Cyberbullying, Cybervictimization, Coping strategies, Adolescence

(6)

Περιεχόμενα

Περίληψη...iv

Abstract...v

Περιεχόμενα...vi

Κατάλογος Πινάκων...viii

Πρόλογος...1

Εισαγωγή...2

1. Κυβερνο-εκφοβισμός / -θυματοποίηση...5

1.1 Εννοιολογική αποσαφήνιση των όρων...5

1.2 Σύγκριση παραδοσιακού εκφοβισμού / θυματοποίησης και κυβερνο- εκφοβισμού / -θυματοποίησης...6

1.3 Μέσα και μορφές κυβερνο-εκφοβισμού / -θυματοποίησης...8

2. Το προφίλ των εμπλεκόμενων στον κυβερνο-εκφοβισμό / στην κυβερνο- θυματοποίηση ...10

2.1 Θύτες...10

2.2 Θύματα...10

2.3 Παριστάμενοι / Παρατηρητές...11

3. Οι επιπτώσεις του κυβερνο-εκφοβισμού / της κυβερνο-θυματοποίησης...13

4. Στρατηγικές αντιμετώπισης...14

4.1 Ορισμός...14

4.1.1 Διάκριση των στρατηγικών αντιμετώπισης σε κατηγορίες...14

4.1.2. Είδη στρατηγικών αντιμετώπισης της παραδοσιακής θυματοποίησης……..15

4.1.3. Είδη στρατηγικών αντιμετώπισης της κυβερνο-θυματοποίησης...16

5. Προστατευτικοί παράγοντες και παράγοντες κινδύνου κυβερνο-θυματοποίησης…….17

5.1 Δημογραφικά χαρακτηριστικά θυμάτων και σχολική επίδοση...17

5.1.1 Φύλο...18

5.1.2 Ηλικία...19

5.1.3 Σχολική επίδοση...19

5.2 Στρατηγικές αντιμετώπισης της κυβερνο-θυματοποίησης...20

5.2.1 Στρατηγικές αντιμετώπισης της κυβερνο-θυματοποίησης και φύλο του θύματος...23

5.2.2 Στρατηγικές αντιμετώπισης της κυβερνο-θυματοποίησης και ηλικία του θύματος...25

(7)

5.2.3 Στρατηγικές αντιμετώπισης της κυβερνο-θυματοποίησης και σχολική

επίδοση του θύματος...26

6. Σημασία - συμβολή της έρευνας...28

6.1 Σημασία - αναγκαιότητα της έρευνας...28

6.2 Συμβολή της έρευνας στην κεκτημένη γνώση...28

7. Ερευνητικός στόχος - ερευνητικά ερωτήματα...30

8. Μέθοδος...31

8.1 Πληθυσµός - ∆είγµα...31

8.2 Εργαλείο συλλογής δεδομένων...32

8.3 Ερευνητική διαδικασία...35

9. Αποτελέσματα...36

9.1 Ανάλυση δεδομένων...36

9.1.1 Περιγραφική στατιστική...36

9.2 Ευρήματα...36

9.2.1 Η επίδραση του φύλου...40

9.2.2 Η επίδραση της ηλικίας...42

9.2.3 Η επίδραση της σχολικής επίδοσης...43

10. Συμπεράσματα...44

10.1 Συζήτηση...44

10.2 Συμπεράσματα...51

10.3 Περιορισμοί της έρευνας...53

10.4 Προτάσεις για μελλοντικές έρευνες...56

Βιβλιογραφικές αναφορές...58

Παράρτημα...80

(8)

Κατάλογος Πινάκων

Πίνακας 1 Απόλυτες και σχετικές συχνότητες ως προς την τάξη φοίτησης...31 Πίνακας 2 Μέσος όρος, τυπική απόκλιση, ελάχιστη και μέγιστη τιμή ηλικίας και σχολικής επίδοσης των συμμετεχόντων...36 Πίνακας 3 Απόλυτες και σχετικές συχνότητες στην Κλίμακα Κυβερνο-θυματοποίησης..37 Πίνακας 4 Μέσος όρος και τυπική απόκλιση στην Κλίμακα Κυβερνο-θυματοποίησης και δείκτης αξιοπιστίας Cronbach’s α...40 Πίνακας 5 Μέσος όρος και τυπική απόκλιση στις Κλίμακες του Self-Report Coping Scale και δείκτης αξιοπιστίας Cronbach’s α...40 Πίνακας 6 Μέσοι όροι, t τιμές και στατιστική σημαντικότητα στην Κλίμακα Κυβερνο- θυματοποίησης ως προς το φύλο...41 Πίνακας 7 Μέσοι όροι, t τιμές και στατιστική σημαντικότητα στην κλίμακα Self-Report Coping Scale ως προς το φύλο...41 Πίνακας 8 Μέσοι όροι, t τιμές και στατιστική σημαντικότητα στην Κλίμακα Κυβερνο- θυματοποίησης ως προς την ηλικία...42 Πίνακας 9 Μέσοι όροι, t τιμές και στατιστική σημαντικότητα στην κλίμακα Self-Report Coping Scale ως προς την ηλικία...42 Πίνακας 10 Συνάφεια μεταξύ σχολικής επίδοσης και βαθμολογίας στην Κλίμακα

Κυβερνο-θυματοποίησης και στις υποκλίμακες του Self-Report Coping Scale...43

(9)

Πρόλογος

Ευχαριστίες

Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να απευθύνω τις θερμότερες ευχαριστίες μου στην επιβλέπουσα καθηγήτρια, κα. Αντωνιάδου Ναυσικά, για τη συνεπή καθοδήγηση, την άμεση ανατροφοδότηση και τις καίριες υποδείξεις της καθ’ όλη τη διάρκεια εκπόνησης αυτής της εργασίας. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον συνεπιβλέποντα καθηγητή, κ.

Δημάκο Ιωάννη, για τις πολύτιμες συμβουλές του. Στη συνέχεια, οφείλω να εκφράσω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη στους μαθητές που έλαβαν μέρος στην έρευνα δεχόμενοι να μοιραστούν τις εμπειρίες τους, στους γονείς τους που έδωσαν τη σχετική συγκατάθεση, και στους διευθυντές των σχολείων που κατέστησαν εφικτή τη διεξαγωγή της έρευνας.

Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένειά μου για τη σταθερή υποστήριξή της σε κάθε μου βήμα.

(10)

Εισαγωγή

Η ραγδαία αύξηση της χρήσης των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας τα τελευταία χρόνια έχει μεταβάλει άρδην τον τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και την πρόσβασή τους στην πληροφορία. Οι έφηβοι, ειδικότερα, συνιστούν παγκοσμίως τους συχνότερους χρήστες των νέων τεχνολογιών (Holfeld &

Grabe, 2012· Tokunaga, 2010), καθώς σε συντριπτικό ποσοστό διαθέτουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο και είναι κάτοχοι κινητών τηλεφώνων (Gerson & Rappaport, 2011·

Subrahmanyam & Šmahel, 2011). Ωστόσο, παρά τα δεδομένα οφέλη που προκύπτουν από τη χρήση αυτών των τεχνολογικών μέσων για την επίτευξη ακαδημαϊκών στόχων και την κάλυψη των αναγκών για κοινωνική συναναστροφή και ψυχαγωγία (Smith & Livingstone, 2017), εντούτοις φαίνεται να συνδέονται και με αρνητικά φαινόμενα, όπως αυτό του κυβερνο-εκφοβισμού (Kite, Gable, & Filippelli, 2010· Sticca & Perren, 2012).

Ο κυβερνο-εκφοβισμός μεταξύ των εφήβων αποτελεί στη σύγχρονη εποχή ένα σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο, με διαφορετική συχνότητα εμφάνισής από χώρα σε χώρα (Agatston, Kowalski, & Limber, 2007· Patchin & Hinduja, 2006· Tokunaga, 2010· Williams & Guerra, 2007), το οποίο φαίνεται να προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στην πνευματική και σωματική υγεία των θυμάτων (Dempsey, Sulkowski, Nichols, & Storch, 2009· Gamez-Guadix, Smith, Orue, & Calvete, 2014). Για το λόγο αυτό αρκετοί ερευνητές έχουν αναδείξει τη σημασία της διερεύνησης των στρατηγικών που εφαρμόζουν πιο συχνά οι έφηβοι που έρχονται αντιμέτωποι με το πρόβλημα, προκειμένου να το διαχειριστούν με επάρκεια (Dehue, Bolman, & Völlink, 2008· Hoff & Mitchell, 2009· Juvonen & Gross, 2008· Price & Dalgleish, 2010). Η γνώση αυτή είναι σημαντική, καθώς φαίνεται ότι δεν συνδέονται όλες οι στρατηγικές με θετικά αποτελέσματα για το άτομο, όπως είναι η διακοπή της κυβερνο-θυματοποίησής του και η αποφυγή εμπλοκής σε παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον (Völlink, Bolman, Dehue, &

Jacobs, 2013).

Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση στη λίστα των χωρών οι οποίες καταγράφουν περιστατικά κυβερνο-εκφοβισμού, καθώς τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν τη διάδοση του φαινομένου μεταξύ των εφήβων και στη χώρα μας (Antoniadou & Kokkinos, 2013). Ωστόσο, στην Ελλάδα η ερευνητική δραστηριότητα που αφορά την ανάδειξη των στρατηγικών διαχείρισης του προβλήματος από τους εφήβους

(11)

που τυγχάνουν θύματα είναι περιορισμένη (Γρηγοράκη, Περάκη, & Πολίτη, 2014·

Πανσεληνάς, Αγγελιδάκης, Γαλανάκη, & Πρεβελιανάκη, 2014). Ως εκ τούτου, η παρούσα έρευνα στοχεύει στην καταγραφή των στρατηγικών που εφαρμόζουν οι Έλληνες έφηβοι, όταν υφίστανται κάποια μορφή κυβερνο-εκφοβισμού, ως πιο αποδοτικών για την επίλυση του προβλήματος.

Επιπλέον, υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα από χώρες του εξωτερικού που συσχετίζουν ορισμένα δημογραφικά και ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά των έφηβων θυμάτων (φύλο, ηλικία, σχολική επίδοση, αυτοεκτίμηση, ενσυναίσθηση, πρωτοκοινωνική συμπεριφορά, οικογενειακή προσκόλληση, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, θρήσκευμα, κ. α.) με την επιλογή συγκεκριμένου είδους στρατηγικών (Chan & Wong, 2017· Ronis &

Slaunwhite, 2019· Sittichai & Smith, 2018). Στην Ελλάδα εντοπίζεται ένα ερευνητικό κενό στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν έχει μελετηθεί η συσχέτιση ατομικών παραγόντων των θυμάτων με την επιλογή συγκεκριμένων στρατηγικών αντιμετώπισης από μέρους τους παρά μόνο η συσχέτιση στοιχείων της προσωπικότητας τους με αυτή την επιλογή κι αυτή πάλι για την προεφηβική (Kokkinos, Antoniadou, Dalara, Koufogazou, & Papatziki, 2013) και όχι για την εφηβική ηλικία.

Τούτων δοθέντων, θεωρήσαμε χρήσιμο να αναζητήσουμε στην παρούσα έρευνα πιθανή σύνδεση ορισμένων εκ των ανωτέρω χαρακτηριστικών με την εφαρμογή συγκεκριμένου είδους στρατηγικών. Ειδικότερα, θα μελετήσουμε το φύλο και την ηλικία των θυμάτων, καθώς αποτελούν τις πλέον μελετώμενες μεταβλητές στις διεθνείς έρευνες, αλλά και τη σχολική τους επίδοση για τον ακριβώς αντίθετο λόγο, δηλαδή διότι έχει μελετηθεί ελάχιστα (Chan & Wong, 2017).

Η παρούσα εργασία διαιρείται σε δέκα ενότητες. Στην πρώτη ενότητα ορίζεται το φαινόμενο του κυβερνο-εκφοβισμού / της κυβερνο-θυματοποίησης, αντιπαραβάλλεται με το φαινόμενο του παραδοσιακού εκφοβισμού / της παραδοσιακής θυματοποίησης και παρατίθενται τα μέσα διά των οποίων ασκείται και οι μορφές με τις οποίες δύναται να εμφανιστεί. Στη δεύτερη ενότητα αναλύεται το προφίλ καθενός από τους εμπλεκομένους σε αυτό. Η τρίτη ενότητα είναι αφιερωμένη στις επιπτώσεις του. Στην τέταρτη ενότητα παρέχεται ο ορισμός των «στρατηγικών αντιμετώπισης», οι οποίες αρχικά εξειδικεύονται σε κατηγορίες και εν συνεχεία ταξινομούνται σε είδη τόσο για την παραδοσιακή θυματοποίηση όσο και για την κυβερνο-θυματοποίηση. Στην πέμπτη ενότητα ορίζεται το περιεχόμενο των «προστατευτικών παραγόντων» και των «παραγόντων κινδύνου» και

(12)

παρουσιάζεται η μέχρι σήμερα καταγεγραμμένη ερευνητική συσχέτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών του φύλου, της ηλικίας και της σχολικής επίδοσης των θυμάτων και των στρατηγικών με τις οποίες επιλέγουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Στην έκτη ενότητα γίνεται αναφορά στη σημασία - αναγκαιότητα διεξαγωγής της παρούσας έρευνας και στη συμβολή της στην κεκτημένη γνώση. Στην έβδομη ενότητα διατυπώνεται ο ερευνητικός στόχος και τα συνακόλουθα ερευνητικά ερωτήματα. Στην όγδοη ενότητα ορίζεται ο πληθυσμός και το δείγμα της έρευνας, διασαφηνίζεται η ερευνητική μέθοδος που εφαρμόστηκε, αναλύεται το εργαλείο συλλογής δεδομένων και γίνεται λεπτομερής αναφορά στα στάδια της ερευνητικής διαδικασίας. Στην ένατη ενότητα παρατίθενται τα αποτελέσματα της έρευνας. Στη δέκατη ενότητα γίνεται συζήτηση επί αυτών, συνάγονται σχετικά συμπεράσματα, αναφέρονται οι δυσκολίες κατά τη διεξαγωγή της έρευνας και οι συνακόλουθοι περιορισμοί της και προτείνονται θέματα για μελλοντικές έρευνες.

(13)

1. Κυβερνο-εκφοβισμός / -θυματοποίηση

1.1 Εννοιολογική αποσαφήνιση των όρων

Η απόδοση ενός ακριβούς και πλήρους ορισμού του κυβερνο-εκφοβισμού έχει προβληματίσει τους ερευνητές του φαινομένου. Ο πρωταρχικός ορισμός αποδίδεται στον Belsey (2004), ο οποίος τον ορίζει ως «χρήση των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών για την υποστήριξη εσκεμμένης, επαναλαμβανόμενης και εχθρικής συμπεριφοράς από ένα άτομο ή ομάδα, που έχει σκοπό να βλάψει τους άλλους». Έμφαση στα χαρακτηριστικά της προθετικότητας του θύτη και της επαναληπτικότητας του φαινομένου δίνουν και οι Patchin και Hinduja (2006, σελ. 152), οι οποίοι, σε έναν πιο συντομευμένο ορισμό, κάνουν λόγο για την «εκούσια και επαναλαμβανόμενη βλάβη που προκαλείται μέσω ηλεκτρονικού κειμένου». Κινούμενοι σε ανάλογο μήκος κύματος, οι Smith κ. συν. (2008, σελ. 376) προσθέτουν ως χαρακτηριστικό την αδυναμία του θύματος του κυβερνο-εκφοβισμού να υπεραμυνθεί του εαυτού του και αναφέρονται σε αυτόν ως

«επιθετική, εκ προθέσεως πράξη που πραγματοποιείται από μια ομάδα ή από μεμονωμένα άτομα, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικές μορφές επικοινωνίας επανειλημμένα και κατά την πάροδο του χρόνου εναντίον ενός θύματος που δεν μπορεί εύκολα να υπερασπιστεί τον εαυτό του».

Οι Strom και Strom (2006) εξειδικεύουν το περιεχόμενο της έννοιας της προθετικότητας του θύτη του κυβερνο-εκφοβισμού σημειώνοντας ότι σκοπός του είναι να απειλήσει, να βλάψει, να ταπεινώσει και να προκαλέσει φόβο και απελπισία στο θύμα. Σε συμφωνία με τους ανωτέρω, οι Dehue κ. συν. (2008) υποστηρίζουν ότι στα βασικά χαρακτηριστικά του κυβερνο-εκφοβισμού, εκτός από την επαναληπτικότητα του φαινομένου και την εμπρόθετη δράση του θύτη, συμπεριλαμβάνεται και η ψυχολογική βία που ασκείται εναντίον του θύματος.

Οι Juvonen και Gross (2008) προσθέτουν ότι ο κυβερνο-εκφοβισμός διακρίνεται για την ανωνυμία του θύτη, το μέγεθος του κοινού που γίνεται κοινωνός της πράξης του εκφοβισμού και τη δυσκολία του θύματος να αποδεσμευθεί από τον κυβερνο-χώρο. Στο χαρακτηριστικό της ανωνυμίας του θύτη στέκονται και οι Vandebosch και Van Cleemput (2008), για να υπογραμμίσουν πως λόγω του ότι δεν είναι γνωστή η ταυτότητά του και επιπλέον λόγω του ότι κατέχει προηγμένες ψηφιακές γνώσεις βρίσκεται σε θέση ισχύος σε

(14)

σχέση με το θύμα. Επιπλέον, επισημαίνουν ότι ο κυβερνο-εκφοβισμός εμφανίζεται στο πλαίσιο υφιστάμενων εξω-διαδικτυακών κοινωνικών ομάδων και απευθύνεται κυρίως σε ένα μόνο άτομο, σε αντίθεση με παιδοφιλικές διαδικτυακές πράξεις, στις οποίες ο θύτης είναι άγνωστος προς το θύμα, ή με πράξεις, όπως η αποστολή ιών ή ανεπιθύμητης αλληλογραφίας (spam), που απευθύνονται σε ολόκληρες ομάδες ατόμων (Vandebosch &

Van Cleemput, 2008). Τέλος, σε αντίθεση με την άποψη περί επαναληπτικότητας του φαινομένου, τονίζουν ότι είναι δυνατόν μία και μοναδική αρνητική πράξη μέσω διαδικτύου ή κινητού τηλεφώνου, που έλαβε χώρα κατόπιν πράξεων παραδοσιακού εκφοβισμού, να εκληφθεί επίσης ως κυβερνο-εκφοβισμός (Vandebosch & Van Cleemput, 2008).

Κυβερνο-θυματοποίηση καλείται «κάθε διαδικτυακή συμπεριφορά που στρέφεται εναντίον ενός μεμονωμένου ατόμου με στόχο να του προκαλέσει ζημία και που κινητοποιεί το θύμα ώστε να την αποφύγει» (Armstrong, Dubow, & Domoff, 2019). Λαμβάνει χώρα όταν ένα άτομο γίνεται επαναλαμβανόμενα στόχος κυβερνο-εκφοβισμού από κάποιο συνομήλικο άτομο (Tokunaga, 2010· Von Marées & Petermann, 2012) μέσω κινητού τηλεφώνου ή / και του Διαδικτύου (Del Rey, Elipe, & Ortega-Ruiz, 2012).

1.2 Σύγκριση παραδοσιακού εκφοβισμού / θυματοποίησης και κυβερνο- εκφοβισμού /-θυματοποίησης

Ο ορισμός του παραδοσιακού εκφοβισμού στον οποίο παραπέμπουν οι περισσότεροι ερευνητές του φαινομένου αποδίδεται στον Olweus (1997, σελ. 496), σύμφωνα με τον οποίο «ένα άτομο εκφοβίζεται όταν εκτίθεται, επανειλημμένα και με την πάροδο του χρόνου, σε αρνητικές ενέργειες εκ μέρους ενός ή περισσότερων ατόμων».

Επιπλέον, φαίνεται ότι το θύμα αντιμετωπίζει δυσκολία στο να υπερασπιστεί τον εαυτό του λόγω του μεγέθους ή της σωματικής δύναμής του, ή επειδή υστερεί σε αριθμό ή ψυχική ανθεκτικότητα έναντι των εκφοβιστών του (Olweus, 1997). Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, διαπιστώνουμε ότι οι τρεις προϋποθέσεις που οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι συντρέχουν, όταν γίνεται λόγος για κυβερνο- εκφοβισμό (σκοπιμότητα της δράσης του θύτη, επαναληπτικότητα του φαινομένου και ανισορροπία δυνάμεων θύτη και θύματος), είναι παρούσες και στο φαινόμενο του παραδοσιακού εκφοβισμού. Επιπλέον, οι Cassidy, Faucher, και Jackson (2013)

(15)

διαπιστώνουν ότι ο κυβερνο-εκφοβισμός και ο παραδοσιακός εκφοβισμός συμπίπτουν και κατά το ότι ο θύτης και το θύμα γνωρίζουν ο ένας τον άλλον στην πραγματικότητα.

Ωστόσο, υπάρχουν και διαφορές μεταξύ των δύο φαινομένων. Πιο συγκεκριμένα, η ανισορροπία δύναμης μεταξύ των εμπλεκομένων νοείται στον παραδοσιακό εκφοβισμό ως ανισορροπία ως προς το σωματικό μέγεθος και τη φυσική ρώμη τους, χωρίς να αποκλείεται η ανισορροπία ως προς την κοινωνική θέση ή τις γνώσεις τους (Kowalski, Morgan, & Limber, 2012). Αντιθέτως, στον κυβερνο-εκφοβισμό συχνά νοείται ως ανισορροπία τεχνικών (ψηφιακών) γνώσεων υπέρ του θύτη (Bauman, 2009· Van Hee et al., 2018), αν και αυτό το συμπέρασμα έχει αμφισβητηθεί, καθώς ορισμένες μορφές κυβερνο-εκφοβισμού, όπως η ανάρτηση φωτογραφιών στο Διαδίκτυο ή η δημιουργία ψεύτικου προφίλ σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, δεν απαιτούν προηγμένες τεχνολογικές ικανότητες (Dooley, Pyżalski, & Cross, 2009).

Επιπρόσθετα, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό εκφοβισμό, στον κυβερνο- εκφοβισμό ο θύτης διαθέτει το μεγάλο πλεονέκτημα της διατήρησης της ανωνυμίας του (Nocentini et al., 2010· Peebles, 2014· Van Hee et al., 2018), παρ’ όλο που υπάρχουν και αρκετές αναφορές θυμάτων ότι γνωρίζουν ποιος είναι ο βασανιστής τους (Kowalski &

Limber, 2007). Εξαιτίας αυτού, οι θύτες δεν μπορούν να δουν εκ του σύνεγγυς τις αντιδράσεις των θυμάτων τους (Bauman, 2009· Bryce & Fraser, 2013), με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να αισθανθούν ενοχές για τις πράξεις τους (Almeida, Correia, Marinho, &

Garcia, 2012· Slonje, Smith & Frisén, 2012), ενώ παράλληλα το γεγονός ότι συχνά μένουν ατιμώρητοι τους ωθεί να συνεχίζουν τη ζημιογόνο δράση τους (Anderson & Sturm, 2007·

Barlett, 2015· Erdur-Baker, 2010).

Μία ακόμη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ ο παραδοσιακός εκφοβισμός λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο στο σχολείο κατά τη διάρκεια του ωρολογίου προγράμματος (Nansel et al., 2001), οπότε όταν το θύμα επιστρέφει στο σπίτι του αισθάνεται ασφαλές (Peebles, 2014· Strom & Strom, 2006), ο κυβερνο-εκφοβισμός μπορεί να λάβει χώρα οπουδήποτε (Mason, 2008), σε οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ή της νύχτας (Kowalski et al., 2012) και ενώπιον ευρύτατου κοινού (Shariff & Hoff, 2007·

Slonje & Smith, 2008), εφόσον απεριόριστος αριθμός ανθρώπων μπορεί να έχει πρόσβαση σε συκοφαντικές δημοσιεύσεις ή άλλο επιβλαβές υλικό εναντίον του θύματος, αλλά μόνο ένας συγκεκριμένος αριθμός ατόμων θα παρακολουθήσει ένα περιστατικό εκφοβισμού στο σχολείο (Kowalski, Giumetti, Schroeder, & Lattanner, 2014).

(16)

Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι τα περιστατικά παραδοσιακού εκφοβισμού (ύβρεις, απειλές, ξυλοδαρμοί) κάποια στιγμή σταματούν, σε αντίθεση με τα κατάλοιπα του κυβερνο-εκφοβισμού (π.χ. φωτογραφίες, βίντεο) που παραμένουν ες αεί στο Διαδίκτυο, με το θύμα να βιώνει περισσότερες της μίας φορές τον πόνο της κυβερνο- θυματοποίησης (Underwood & Ehrenreich, 2017). Η πιθανή απόσυρση του προσβλητικού υλικού από το Διαδίκτυο δεν είναι ικανή να αντιστρέψει τις οδυνηρές για το θύμα συνέπειες, καθώς το υλικό μπορεί ήδη να έχει αποθηκευθεί από ορισμένους και να αναπαραχθεί εκ νέου σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή (Van Hee et al., 2018), γεγονός που οδηγεί το θύμα σε απόγνωση (Olenik-Shemesh, Heiman, & Eden, 2012), αφού συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται σε μία κατάσταση από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει (Nilan, Burgess, Hobbs, Threadgold, & Alexander, 2015).

Μία τελευταία διαφορά μεταξύ τους εντοπίζεται στην ευκολία με την οποία μπορεί να γίνει αντιληπτός ο παραδοσιακός εκφοβισµός και, αντίστοιχα, στη δυσκολία να αναγνωριστεί ο κυβερνο-εκφοβισµός. Συχνά, οι γονείς δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες τεχνολογικές γνώσεις (Juvonen & Gross, 2008), ενώ οι εκπαιδευτικοί μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με θέματα δικαιοδοσίας εφόσον ο κυβερνοεκφοβισμός λαμβάνει χώρα εκτός σχολικού ωραρίου (Shariff & Hoff, 2007). Ωστόσο, ακόμη και όταν το φαινόμενο συντελείται στο σχολικό χώρο ή με χρήση του σχολικού εξοπλισμού, οι εκπαιδευτικοί που δεν έχουν επιμορφωθεί σχετικά, ώστε να αναγνωρίζουν πότε μια συμπεριφορά συνιστά κυβερνο-εκφοβισμό, ή δεν έχουν έρθει προσωπικά αντιμέτωποι με τέτοιου είδους εμπειρίες, δεν είναι σε θέση να προβούν σε αποτελεσματικές παρεμβάσεις (Hoff &

Mitchell, 2009).

1.3 Μέσα και μορφές κυβερνο-εκφοβισμού / -θυματοποίησης

Ως μέσα άσκησης του κυβερνο-εκφοβισμού χρησιμοποιούνται μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στιγμιαία μηνύματα, δωμάτια διαλόγου, μηνύματα κειμένου στο κινητό, ιστοσελίδες, ιστολόγια, εικονομηνύματα / βίντεο και μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Beale & Hall, 2007· Miller & Hufstedler, 2009). Όσον αφορά τις μορφές με τις οποίες μπορεί να εκδηλωθεί το φαινόμενο, διακρίνουμε τον κυβερνο-εκφοβισμό σε άμεσο και έμμεσο (Kokkinos, Antoniadou, & Markos, 2014). Ο πρώτος αναφέρεται στις περιπτώσεις στις οποίες ο θύτης κατευθύνει τις ενέργειές του απευθείας στο θύμα

(17)

στοχεύοντας στην άμεση επίδραση επί αυτού (Langos, 2012) και περιλαμβάνει την αποστολή «μολυσμένων» αρχείων, τον αποκλεισμό από μια διαδικτυακή ομάδα, διαδικτυακές ύβρεις, προσβολές και απειλές ή την αποστολή χυδαίου φωτογραφικού υλικού (Vandebosch & Van Cleemput, 2008). Ο δεύτερος αναφέρεται στις περιπτώσεις στις οποίες ο θύτης δρα χωρίς το θύμα να έχει επίγνωση της κυβερνο-θυματοποίησής του, μέσω της ανάρτησης υλικού σε περιοχές του κυβερνο-χώρου που είναι δημοσίως προσβάσιμες, με αποτέλεσμα να μπορεί να αναπαραχθεί επ’ άπειρον (Langos, 2012). Ο έμμεσος κυβερνο-εκφοβισμός περιλαμβάνει τη δημοσιοποίηση μυστικών ή ταπεινωτικών πληροφοριών ή φωτογραφιών, τη διάδοση φημών, την πλαστοπροσωπία, τη συμμετοχή σε δυσφημιστική διαδικτυακή δημοσκόπηση (Vandebosch & Van Cleemput, 2008) ή τη δημιουργία κακόβουλης ιστοσελίδας (Van Hee et al., 2018).

(18)

2. Το προφίλ των εμπλεκομένων στον κυβερνο-εκφοβισμό / στην κυβερνο-θυματοποίηση

2.1 Θύτες

Πρόκειται για τους δράστες του κυβερνο-εκφοβισμού. Οι θύτες φαίνεται να διακρίνονται για τη δυσλειτουργική σχέση τους με τους γονείς τους (Dilmaç & Aydoğan, 2010· Feinberg & Robey, 2009), οι οποίοι συνήθως κατέχουν υψηλή κοινωνική θέση (Livazović & Ham, 2019), αλλά εκθέτουν τα παιδιά τους σε ένα αυστηρό και βίαιο οικογενειακό περιβάλλον (Calvete, Orue, Estévez, Villardón, & Padilla, 2010). Εξίσου προβληματική καταγράφεται η σχέση τους με τους φίλους τους, καθώς θεωρούν ότι δεν αντλούν υποστήριξη από αυτούς (Calvete et al., 2010· Williams & Guerra, 2007).

Φαίνεται να χαρακτηρίζονται από χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις (Kowalski & Limber, 2013) και παραβατικότητα (Feinberg & Robey, 2009) και ενδέχεται να κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών (Feinberg & Robey, 2009). Επίσης, συχνά διαθέτουν μειωμένη ενσυναίσθηση (Steffgen & König, 2009), ναρκισσισμό (Ang, Tan, & Talib Mansor, 2010) και χαμηλή αυτοεκτίμηση (Livazović & Ham, 2019), αφιερώνουν πολλές ώρες στη χρήση του Διαδικτύου (Walrave & Heirman, 2010) και κατέχουν προηγμένες τεχνολογικές γνώσεις (Vandebosch & Van Cleemput, 2009). Ως κίνητρα των κυβερνο-θυτών έχουν προταθεί η ζήλια (Hoff & Mitchell, 2009), η ομοφοβία (Elipe, de la Oliva Muñoz, & Del Rey, 2017), η εκδίκηση (Smith et al., 2008· Ybarra & Mitchell, 2004) και η διασκέδαση (Li, 2007· Slonje & Smith, 2008).

2.2 Θύματα

Πρόκειται για τους αποδέκτες του κυβερνο-εκφοβισμού. Τα θύματα έχουν συχνά προβληματική σχέση με τους γονείς τους (Katzer, Fetchenhauer, & Belschak, 2009·

Ybarra & Mitchell, 2004) και συνήθως ανατρέφονται σε μονογονεϊκές οικογένειες (Sourander et al., 2010). Επίσης, φαίνεται να ξοδεύουν πολλές ώρες στην πλοήγηση στο Διαδίκτυο (Brighi, Guarini, Melotti, Galli, & Genta, 2012· Smith et al., 2008) και να παρουσιάζουν χαμηλή σχολική επίδοση (Carvalho, Branquinho, & Gaspar de Matos, 2017· Li, 2006), περιορισμένες κοινωνικές δεξιότητες και δυσχερείς διαπροσωπικές

(19)

σχέσεις (Betts, Spenser, & Gardner, 2017· Navarro, Yubero, Larrañaga, & Martínez, 2011· Ortega-Barón, Buelga-Vasquez, & Cava-Caballero, 2016). Συχνά εκδηλώνουν συμπτώματα κατάθλιψης ή διαταραχών άγχους και φόβου, που τείνουν να τα καθιστούν αδύναμα στη διαχείριση δύσκολων καταστάσεων και εύκολα χειραγωγήσιμα (Feinberg &

Robey, 2009). Μελέτες υποστηρίζουν ότι χαρακτηρίζονται από συναισθηματική αστάθεια και χαμηλή αυτοπεποίθηση (Garaigordobil, 2015· Perren, Dooley, Shaw, & Cross, 2010·

Rodríguez-Enríquez, Bennasar-Veny, Leiva, Garaigordobil, & Yañez, 2019), εσωστρέφεια (Alonso & Romero, 2017), κοινωνική απομόνωση (Olenik-Shemesh et al., 2012) και μοναξιά (Şahin, 2012) και γι’ αυτό επιδιώκουν σε μεγάλο βαθμό την προσοχή και την αποδοχή των άλλων. Ωστόσο, φαίνεται να διαθέτουν συναισθηµατική νοηµοσύνη, ακεραιότητα, ευαισθησία και ειλικρίνεια (Anderson & Sturm, 2007).

2.3 Παριστάμενοι - Παρατηρητές

Στα περιστατικά του κυβερνο-εκφοβισμού, εκτός από τους θύτες και τα θύματα, είναι παρόντα ως μάρτυρες και άλλα άτομα, που αποκαλούνται παριστάμενοι ή παρατηρητές (Wright & Wachs, 2018). Ανάμεσα σε αυτούς αναγνωρίζουμε αφενός τους επιβλαβείς παρατηρητές, οι οποίοι συνιστούν μέρος του προβλήματος, αφού απλώς παρακολουθούν τη δράση των θυτών, χωρίς να παρεμβαίνουν ή, χειρότερα, συνδράμουν το θύτη, και αφετέρου τους βοηθητικούς παρατηρητές, οι οποίοι συντελούν στη λύση του προβλήµατος είτε διαμαρτυρόμενοι στο θύτη είτε υποστηρίζοντας ενεργά το θύµα (Mason, 2008). Οι επιβλαβείς παρατηρητές συχνά φοβούνται ότι κινδυνεύουν να στοχοποιηθούν και οι ίδιοι αν αντιταχθούν στο θύτη (Lampridis, 2015), πιστεύουν ότι το ίδιο το θύμα είναι υπαίτιο για ό,τι βιώνει (Holfeld, 2014· Koehler & Weber, 2018), δεν αισθάνονται ευθύνη απέναντι στο θύμα εφόσον τυπικά ο εκφοβισμός δεν συντελείται από αυτούς (Olenik-Shemesh, Heiman, & Eden, 2016), παρά το γεγονός ότι κάποιες ενέργειές τους, όπως η προώθηση επιζήμιου για το θύμα υλικού, συνεισφέρουν στην άσκηση κυβερνο-εκφοβισμού (Barlińska, Szuster, & Winiewski, 2012), φοβούνται τη δυσμενή κρίση από φίλους τους λόγω της παρέμβασής τους (Bastiaensens et al., 2014), ενώ συχνά δεν έχουν την δυνατότητα να παρέμβουν (Holfeld, 2014). Από την άλλη, οι βοηθητικοί παρατηρητές φαίνεται να διαθέτουν ενσυναίσθηση (Barlinska, Szuster, & Winiewski, 2013), υψηλό επίπεδο ηθικής κρίσης και αποφασιστικότητα να αντισταθούν (Cappadocia,

(20)

Pepler, Cummings, & Craig, 2012). Όσον αφορά την ηλικία τους, έχει βρεθεί ότι οι επιβλαβείς παρατηρητές είναι νεότεροι σε ηλικία, ενώ οι βοηθητικοί μεγαλύτεροι (Olenik- Shemesh et al., 2015) και, όσον αφορά το φύλο, οι επιβλαβείς είναι κυρίως άνδρες που ενισχύουν τη συμπεριφορά του θύτη ισχυριζόμενοι ότι τους φαίνεται αστεία, και οι βοηθητικοί κυρίως γυναίκες με διάθεση να παρηγορήσουν, να προστατεύσουν και να συμβουλεύσουν το θύμα, καθώς και να καταγγείλουν το περιστατικό (Bastiaensens et al., 2014). Όσο πιο σοβαρή αξιολογούν οι παρατηρητές την κατάσταση και όσο πιο πολύ βλέπουν τους φίλους τους να βοηθούν τόσο μεγαλύτερη είναι και η δική τους επιθυμία να συνδράμουν το θύμα (Bastiaensens et al., 2014).

(21)

3. Οι επιπτώσεις του κυβερνο-εκφοβισμού / της κυβερνο- θυματοποίησης

Τα θύματα του κυβερνο-εκφοβισμού υφίστανται πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική υγεία τους. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι οδηγούνται στη χρήση ουσιών και αρχίζουν να εκδηλώνουν επιθετική συμπεριφορά (Mitchell, Ybarra, & Finkelhor, 2007), κακή ψυχοκοινωνική προσαρμογή (Li, 2007), κοινωνικό άγχος (Juvonen & Gross, 2008), θυμό, θλίψη και φόβο (Hoff & Mitchell, 2009), χαμηλή αυτοεκτίμηση (Katzer et al., 2009), συναισθηματική αδυναμία (Hinduja & Patchin, 2008) και κατάθλιψη (Dehue et al., 2008· Wang, Nansel, & Iannotti, 2011).

Εξαιτίας αυτών των στοιχείων είναι πιθανό να εμφανίσουν έλλειψη συγκέντρωσης (Beran & Li, 2007), μείωση του κινήτρου για συμμετοχή σε σχολικές εργασίες και συνακόλουθες μαθησιακές δυσκολίες (Tokunaga, 2010), που σε συνδυασμό με τις συχνές απουσίες τους από το σχολείο (Katzer et al., 2009) συντελούν στη μείωση των ακαδημαϊκών επιδόσεών τους (Beale & Hall, 2007· Li, 2007· Shariff & Hoff, 2007·

Tokunaga, 2010· Ybarra & Mitchell, 2004). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι συχνά εξετάζουν το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας (Feinberg & Robey, 2009). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εύρημα ότι αυτοκτονικό ιδεασμό και ψυχοσωματικά προβλήματα παρουσιάζουν και οι ίδιοι οι θύτες (Nixon, 2014).

(22)

4. Στρατηγικές αντιμετώπισης

4.1 Ορισμός

Στρατηγικές αντιμετώπισης καλούνται οι «συνεχώς μεταβαλλόμενες γνωστικές και συμπεριφορικές προσπάθειες του ατόμου να διαχειριστεί συγκεκριμένες εξωτερικές και / ή εσωτερικές απαιτήσεις που εκτιμά ότι υπερβαίνουν τα όρια των δυνατοτήτων του»

(Folkman & Moskowitz, 2004· Mallmann, de Macedo Lisboa, & Zanatta Calza, 2018).

Πρόκειται για έναν μηχανισμό απόκρισης, η εφαρμογή του οποίου μπορεί είτε να ενισχύσει είτε να μετριάσει την αγχογόνο κατάσταση (Aldwin, 2007), επομένως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της συναισθηματικής και ψυχολογικής ευημερίας του ατόμου μπροστά στις αντιξοότητες (Lazarus, 2006). Η επιλογή της εκάστοτε στρατηγικής αντιμετώπισης υπαγορεύεται από τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του ατόμου, τους παράγοντες του άμεσου περιβάλλοντός του και τις ιδιαιτερότητες του κάθε προβλήματος (Bargiel-Matusiewicz & Omar, 2015· Carver &

Connor-Smith, 2010· DeLongis & Holtzman, 2005· Karimzade & Besharat, 2011).

4.1.1 Διάκριση των στρατηγικών αντιμετώπισης σε κατηγορίες

Οι στρατηγικές αντιμετώπισης επηρεάζουν σε βάθος χρόνου την ψυχοσωματική κατάσταση των ατόμων που τις εφαρμόζουν (Mayordomo, Viguer, Sales, Satorres, &

Meléndez, 2016). Ως εκ τούτου, οι σχετικές έρευνες έχουν εστιάσει στο κατά πόσο ορισμένες από αυτές τις στρατηγικές είναι πιο λειτουργικές από τις υπόλοιπες (Ben-Zur, 2009· Chao, 2011· Dijkstra & Homan, 2016· Heffer & Willoughby, 2017).

Οι Lazarus και Folkman (1980) προτείνουν τη διάκριση ανάμεσα στις στρατηγικές που «επικεντρώνονται στο πρόβλημα» και βοηθούν το άτομο να διαχειριστεί το πρόβλημα αυτό καθ’ εαυτό, και σε αυτές που «επικεντρώνονται στο συναίσθημα» και το βοηθούν να ελέγξει τη συναισθηματική αντίδρασή του στο πρόβλημα. Οι Raskauskas και Huynh (2015) διαιρούν τις στρατηγικές «επικέντρωσης στο συναίσθημα» σε αυτές που ευνοούν την «εσωτερίκευση» του συναισθήματος, με αποτέλεσμα το άτομο να συντηρεί στην ψυχή του τα συναισθήματα που προκαλούνται από τον αγχογόνο παράγοντα χωρίς να κοινοποιεί το πρόβλημά του σε άλλους, και σε αυτές που ενθαρρύνουν την

(23)

«εξωτερίκευση» του συναισθήματος, οπότε το άτομο εκφράζει ανοιχτά τη δυσαρέσκειά του όσον αφορά την αδυναμία του να επιλύσει το πρόβλημα.

Σύμφωνα με τους Zakowski, Hall, Cousino Klein, και Baum (2001), οι άνθρωποι τείνουν να χρησιμοποιούν στρατηγικές «επικέντρωσης στο πρόβλημα» όταν πιστεύουν ότι οι δυνατότητές τους επαρκούν για να αντεπεξέλθουν σε αυτό ή όταν οι κρίσιμες πτυχές του προβλήματος ενδέχεται να τροποποιηθούν προς όφελός τους, ενώ αντίθετα καταφεύγουν στις στρατηγικές «επικέντρωσης στο συναίσθημα» όταν κρίνουν πως αδυνατούν να λύσουν το πρόβλημα. Άλλοι ερευνητές αποδέχονται μεν τη διττή κατηγοριοποίηση, εντούτοις μεταβάλλουν την ορολογία και, έτσι, παρατηρείται η διάκριση ανάμεσα σε στρατηγικές «προσέγγισης» ή «αποφυγής» (Roth & Cohen, 1986),

«επιθετικές» ή «παθητικές» (Mahady-Wilton, Craig, & Pepler, 2000), «παραγωγικές» ή

«μη παραγωγικές» (Frydenberg & Lewis, 2002) και «αναποτελεσματικές» ή «βελτιωτικές της κατάστασης» (Jacobs, DeHue, Völlink, & Lechner, 2014).

4.1.2 Είδη στρατηγικών αντιμετώπισης της παραδοσιακής θυματοποίησης

Υπάρχει μια γενική συμφωνία μεταξύ των ερευνητών της παραδοσιακής θυματοποίησης όσον αφορά τη διάκριση σε στρατηγικές «επικέντρωσης στο πρόβλημα»

και στρατηγικές «επικέντρωσης στο συναίσθημα», αλλά και όσον αφορά την αποδοχή της υπεροχής των πρώτων έναντι των δεύτερων ως προς την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης του προβλήματος από το θύμα και τη συνακόλουθη διατήρηση της ψυχικής και σωματικής υγείας του (Flanagan et al., 2013· Hampel, Manhal, & Hayer, 2009·

Kochenderfer-Ladd & Skinner, 2002· Yamasaki & Uchida, 2006). Ωστόσο, δεν παρατηρείται ανάλογη συναίνεση στη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιείται το κάθε είδος, αφού άλλες έρευνες καταγράφουν συχνότερη εφαρμογή των πρώτων (Kanetsuna, Smith, & Morita, 2006· Kristensen & Smith, 2003) και άλλες των δεύτερων (Mahady- Wilton et al., 2000).

Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί η διαφοροποίηση των ερευνητών αφενός μεν στην ορολογία που χρησιμοποιούν, για να καταγράψουν τις επιμέρους στρατηγικές που θεωρείται ότι εμπίπτουν σε καθεμιά από αυτές τις δύο γενικές κατηγορίες (βλ. ενδεικτικά Andreou, 2001· Cowie, 2000· Naylor, Cowie, & Del Rey, 2001· Tenenbaum, Varjas, Meyers, & Parris, 2011), αφετέρου δε στο είδος τους, καθώς μια στρατηγική που έχει

(24)

καταχωρηθεί σε μια μελέτη ως στρατηγική «επικέντρωσης στο πρόβλημα», σε μία άλλη μελέτη μπορεί να θεωρηθεί ως στρατηγική «επικέντρωσης στο συναίσθημα»

(Machmutow, Perren, Sticca & Alsaker, 2012· Parris, Varjas, Meyers, & Cutts, 2011).

4.1.3 Είδη στρατηγικών αντιμετώπισης της κυβερνο-θυματοποίησης

Οι στρατηγικές που εφαρμόζουν τα θύματα του κυβερνο-εκφοβισμού, προκειμένου να ανακουφιστούν ψυχικά, να αποφύγουν τις μακροχρόνιες επιπτώσεις του (Machmutow et al., 2012· Perren et al., 2012) και να αποτρέψουν την περαιτέρω θυματοποίησή τους (Völlink, Bolman, Dehue, & Jacobs, 2012) υπάγονται σε μεγάλο βαθμό στην προαναφερθείσα διάκριση των στρατηγικών που είναι «επικεντρωμένες στο πρόβλημα» και αυτών που είναι «επικεντρωμένες στο συναίσθημα». Ωστόσο, όπως και στις στρατηγικές αντιμετώπισης της παραδοσιακής θυματοποίησης, η αποτελεσματικότητα των «επικεντρωμένων στο συναίσθημα» στρατηγικών αμφισβητείται (Hunter, Mora-Merchan, & Ortega, 2004· Völlink, Bolman, Eppinhbroek, & Dehue, 2013), αφού φαίνεται να συνδέονται με ψυχοσωματικά προβλήματα των θυμάτων (Völlink et al., 2013). Επίσης, και σε αυτή την περίπτωση, οι ερευνητές υιοθετούν διαφορετική ορολογία, κι έτσι γίνεται λόγος για στρατηγικές «ενεργητικές» και

«παθητικές» (Tokunaga, 2010), «θετικές» και «αρνητικές» (Giménez-Gualdo, Arnaiz- Sánchez, Cerezo-Ramírez, & Prodócimo, 2018) και «προσαρμοστικές» και

«δυσπροσαρμοστικές» (Wright, 2016).

(25)

5. Προστατευτικοί παράγοντες και παράγοντες κινδύνου κυβερνο-θυματοποίησης

Ως παράγοντες κινδύνου νοούνται τα χαρακτηριστικά ή οι συμπεριφορές ενός ατόμου που, σε συνδυασμό με την έκθεσή του σε καταστάσεις επικινδυνότητας, αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης ενός προβλήματος (Tifani, Chiesa, Caminati, & Gaspio, 2013), ενώ προστατευτικοί είναι οι παράγοντες που μειώνουν την πιθανότητα αυτή (Zych, Farrington, & Ttofi, 2018). Ενδεικτικά, παράγοντες που θεωρείται ότι θωρακίζουν το άτομο εναντίον της κυβερνο-θυματοποίησης είναι η υψηλή αυτοεκτίμηση (Álvarez- García, Núñez, Dobarro, & Rodríguez, 2015), η απουσία παρορμητικότητας (Gámez- Gaudix & Gini, 2016), η ψυχική ανθεκτικότητα (Hinduja & Patchin, 2017), η ενσυναίσθηση (Peker, 2015· Lee & Shin, 2017), η ανοιχτή επικοινωνία με τους γονείς (Buelga, Martínez-Ferren, & Cava, 2017· Davis & Koepke, 2015· Larrañaga, Yubero, Ovejero, & Navarro, 2016), η γονική επίβλεψη στη χρήση του διαδικτύου (Garaigordobil

& Machimbarrena, 2017· Palermiti, Servidio, Bartolo, & Costabile, 2017· Peker, 2015), που οδηγεί στη συνειδητή και περιορισμένη χρήση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (Çakır, Gezgin, & Ayas, 2016· Peker, 2015), και, τέλος, η κοινωνική υποστήριξη (Olenik-Shemesh & Heiman, 2017) και οι θετικές εμπειρίες στο σχολικό περιβάλλον (Davis & Koepke, 2015).

Από την άλλη πλευρά, παράγοντες που φαίνεται να συμβάλλουν στην κυβερνο- θυματοποίηση ενός ατόμου είναι η εκτεταμένη χρήση του Διαδικτύου (Athanasiades, Costanza, Kamariotis, Kostouli, & Psalti, 2016· O'Neil & Dinh, 2015), η επικίνδυνη διαδικτυακή συμπεριφορά (αποστολή ή δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων) (Álvarez-García et al., 2015), η ύπαρξη προβλημάτων επικοινωνίας με τους γονείς (Larrañaga et al., 2016), οι περιορισμένες τεχνολογικές δεξιότητες (Çakır et al., 2016), η θυματοποίηση στο σχολικό περιβάλλον (Lee & Shin, 2017· You & Ah Lim, 2016), η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η μοναξιά (Eden, Heiman, & Olenik-Shemesh, 2016), η μειωμένη ενσυναίσθηση, η ανεπαρκής κοινωνικοποίηση (Peker, 2015), το κοινωνικό άγχος (Fahy et al., 2016) και η κατάθλιψη (Sampasa-Kanyinga, 2015).

5.1 Δημογραφικά χαρακτηριστικά και σχολική επίδοση των θυμάτων

(26)

Άλλοι παράγοντες που έχουν συνδεθεί με την κυβερνο-θυματοποίηση είναι τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και η σχολική επίδοση των θυμάτων. Για τους παράγοντες αυτούς γίνεται στη συνέχεια ξεχωριστή μνεία, καθώς προκρίθηκαν ως αντικείμενο μελέτης της παρούσας έρευνας. Από τα δημογραφικά χαρακτηριστικά επιλέξαμε να εστιάσουμε στο φύλο και την ηλικία, διότι διαχρονικά και σε διεθνές επίπεδο βρίσκονται ανάμεσα στις πιο συχνά μελετώμενες μεταβλητές σε κάθε είδος έρευνας. Όσον αφορά τη σχολική επίδοση των θυμάτων, θεωρήσαμε ότι παρουσιάζει ερευνητικό ενδιαφέρον λόγω της ύπαρξης ερευνητικών ευρημάτων σύμφωνα με τα οποία η παραδοσιακή θυματοποίηση από συνομηλίκους συνιστά τόσο προβλεπτικό παράγοντα όσο και αποτέλεσμα χαμηλών ακαδημαϊκών επιδόσεων των θυμάτων (Cappadocia, Craig, &

Pepler, 2013· Kowalski & Limber, 2013· Schwartz, Gorman, Nakamoto, & Toblin, 2005).

Δεδομένης της συνάφειας του παραδοσιακού εκφοβισμού με τον κυβερνο-εκφοβισμό, όπως αυτή αναδείχθηκε στην ενότητα 1.2, κρίναμε ότι θα ήταν σκόπιμο να διερευνηθεί η σχολική επίδοση σε συνάρτηση και με τον κυβερνο-εκφοβισμό.

5.1.1 Φύλο

Η έρευνα αναφορικά με τη συσχέτιση του φύλου με τη συχνότητα του κυβερνο- εκφοβισμού εμφανίζει αρκετές ασυνέπειες. Κάποιες μελέτες διαπιστώνουν ότι τα αγόρια ασκούν συχνότερα κυβερνο-εκφοβισμό (Ang & Goh, 2010· Calvete et al., 2010·

Gradinger, Strohmeier, & Spiel, 2010· Griezel, Finger, Bodkin-Andrews, Craven, &

Yeung, 2012· Hoff & Mitchell, 2009· Li, 2006· Slonje & Smith, 2008· Smith, Mahdavi, Carvalho, Fisher, Russell, & Tippett, 2008· Yilmaz, 2011), ενώ τα κορίτσια κυβερνο- θυματοποιούνται συχνότερα (Agatston, Kowalski, & Limber, 2007· Brighi et al., 2012·

Campbell, Spears, Slee, Butler, & Kift, 2012· Hinduja & Patchin, 2007· Kessel Schneider, O’ Donnell, & Smith, 2015· Li, 2007· Nansel et al., 2001· Olenik-Shemesh et al., 2012·

Ortega, Elipe, Mora-Merchán, Calmaestra, & Vega, 2009· Wade & Beran, 2011· Ybarra et al., 2006). Άλλες έδειξαν ότι τα κορίτσια ασκούν συχνότερα κυβερνο-εκφοβισμό (Pornari & Wood, 2010· Varjas, Henrich, & Meyers, 2009) και τα αγόρια κυβερνο- θυματοποιούνται συχνότερα (Aricak et al., 2008· Popović-Citić, Djurić, & Cvetkovic, 2011), ενώ σε άλλες δεν καταγράφηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ούτε ως προς τον ένα ούτε ως προς τον άλλο ρόλο (Dooley et al., 2009· Feinberg & Robey, 2009·

Hemphill et al., 2012· Hinduja & Patchin, 2008· Katzer et al., 2009· Mishna, Cook,

Referências

Documentos relacionados