• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΤΗΣ ΟΙΝΟΠΟΙΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 2005 ΕΩΣ ΤΟ 2009. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ ΚΑΙ ΚΤΗΜΑΤΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ Α.Ε.

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΤΗΣ ΟΙΝΟΠΟΙΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 2005 ΕΩΣ ΤΟ 2009. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ ΚΑΙ ΚΤΗΜΑΤΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ Α.Ε."

Copied!
83
0
0

Texto

(1)

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΘΕΜΑ: ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΤΗΣ ΟΙΝΟΠΟΙΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ

2005 ΕΩΣ ΤΟ 2009. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ ΚΑΙ ΚΤΗΜΑΤΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ Α.Ε.

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΕΥΔΟΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΖΑΡΖΑΒΑΤΣΙΔΗΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ

ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ

(2)

ΚΑΒΑΛΑ, 2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή...5

Κεφάλαιο 1ο ... 6

1.1 Γενικά χαρακτηριστικά του κλάδου της οινοποιίας...6

1.2 Περιγραφή των προιόντων του κλάδου... 7

1.3 Καλλιεργούμενες εκτάσεις...11

1.4 Θεσμικό πλαίσιο του θεσμού...13

1.5 Η ζήτηση προϊόντων οινοποιίας...14

1.6 Η προσφορά προΐοντων οινοποιίας...17

1.7 Η αγορά προιόντων οινοποιίας...19

1.8 Ανάλυση εγχώριας παραγωγής οίνου ανά κατηγορία προιόντων... 22

1.9 Εισαγωγές οίνου- κυριότερες χώρες προέλευσης... 25

1.10 Εξαγωγές οίνου- κυριότερες χώρες προέλευσης... 26

Κεφάλαιο 2ο ... 30

2.1 Οι αριθμοδείκτες και η χρησιμότητα τους... 30

Κεφάλαιο 3ο ... 39

3.1 ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ... 39

3.2 Το όραμα και η αποστολή της... 41

3.3 Χρονοδιάγραμμα εισόδου στην αγορά... 42

3.4 Στόχοι της επιχείρησης 43

(3)

3.5 Κτήμα Χατζημιχάλη 44

Φιλοσοφία... 44

3.6 Πολιτική Ποιότητας... 46

Κεφάλαιο 4ο ... 47

4.1 Χρηματοοικονομική ανάλυση των εταιριών... 47

ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ... 48

Πάγιο ενεργητικό... 48

Συνολικό κυκλοφορούν ενεργητικό... 49

Ίδια κεφάλαια... 49

Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις... 50

ΚΤΗΜΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ... 51

Πάγιο ενεργητικό... 51

Συνολικό κυκλοφορούν ενεργητικό... 52

Ίδια κεφάλαια... 52

Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις... 53

Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις... 53

4.2 Κεφάλαιο κίνησης...54

Κεφάλαιο κίνησης ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ... 54

Κεφάλαιο κίνησης ΚΤΗΜΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ... 55

4.3. Χρηματοοικονομική μόχλευση... 56

4.4 Αριθμοδείκτες ρευστότητας...58

Δείκτης κυκλοφοριακής ρευστότητας ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ... 58

Δείκτης κυκλοφοριακής ρευστότητας ΚΤΗΜΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ... 58

Δείκτης αμυντικού χρονικού διαστήματος ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ... 59 Δείκτης αμυντικού χρονικού διαστήματος ΚΤΗΜΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ

(4)

4.5 Αριθμοδείκτες δραστηριότητας... 60

Ταχύτητα είσπραξης απαιτήσεων ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ... 61

Ταχύτητα είσπραξης απαιτήσεων ΚΤΗΜΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ Α.Ε..61

Ταχύτητα κυκλοφορίας καθαρού κεφαλαίου ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ... 61

Ταχύτητα κυκλοφορίας καθαρού κεφαλαίου ΚΤ. ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ. 62 4.6 Αριθμοδείκτες αποδοτικότητας... 62

Περιθώριο καθαρού κέρδους ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ... 62

Περιθώριο καθαρού κέρδους ΚΤΗΜΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ... 63

Αποδοτικότητα απασχολ. κεφαλαίων ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ... 63

Αποδοτικότητα απασχολ. κεφαλαίων ΚΤΗΜΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ.... 64

Συμπεράσματα... 66

Βιβλιογραφία... 68

Ιστοσελίδες... 69

Παράρτημα... 70

Οικονομικά στοιχεία ΚΤΗΜΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ Α.Ε. 2005-2009... 70

Οικονομικά στοιχεία ΚΑΙΡ ΡΟΔΟΥ 2005-2009... 78

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΩΝ 1.1 Ελληνικά κρασιά ονομασίας προέλευσης ανωτέρας ποιότητας (ΟΠΑΠ)...10

1.2 Ελληνικά κρασιά ελεγχόμενης ονομασίας προέλευσης (ΟΠΕ)...10

1.3 Απογραφή εκτάσεων οιναμπέλων ανά περιφέρεια...14

1.4 Αριθμός παραγωγικών επιχειρήσεων ανά νομική μορφή...19

1.5 Εγχώρια παραγωγή οίνου... 23

(5)

1.6 Γεωγραφική κατανομή παραγωγής οίνου 25 1.7 Κατανομή συνολικής εγχώριας παραγωγής βάσει χρώματος...27 1.8 Εξέλιξη των εισαγωγών του οίνου...29 1.9 Εξέλιξη των εξαγωγών του οίνου...30

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

1.1 Εξέλιξη της εγχώριας παραγωγής οίνου...20 1.2 Ανάλυση εγχώριας παραγωγής βάσει χρώματος...26 1.3 Ανάλυση εγχώριας παραγωγής κατά βασικούς τύπους...27

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σκοπός της παρούσας της εργασίας είναι να εξετάσουμε τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στον κλάδο της οινοποιίας και να αναλύσουμε την οικονομική κατάσταση δυο οινοποιητικών επιχειρήσεων την πενταετία 2005- 2009.

Τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίστηκε η εργασία προέρχονται από ηλεκτρονικές πηγές, από επιστημονικά άρθρα, από άρθρα εφημερίδων, από την ICAP (εταιρεία οικονομικών μελετών), την IRI (εταιρεία που διεξάγει έρευνες αγοράς) και από στοιχεία τα οποία δόθηκαν από διοικητικά στελέχη των οινοποιητικών μονάδων Η εργασία είναι χωρισμένη σε δύο μέρη.

(6)

Στο πρώτο μέρος γίνεται αναφορά και ανάλυση του κλάδου της οινοποιίας.

Πιο αναλυτικά εξετάζονται οι παράγοντες εκείνοι οι οποίοι επηρεάζουν τη ζήτηση και την προσφορά των προϊόντων.

Στο δεύτερο μέρος αναλύεται η χρηματοοικονομική κατάσταση των οινοποιητικών επιχειρήσεων με τη χρήση κάποιων χρηματοοικονομικών δεικτών προκειμένου να διαπιστωθεί η κερδοφορία, η αποτελεσματικότητα και η ρευστότητά της επιχείρησης μέσα στην πενταετία.

Κ Υ ΡΙΟ Μ Ε ΡΟ Σ Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 1Ο

1.1 Γ ενικά χαρακτηριστικά του κλάδου της οινοποιία ς1

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του εξεταζόμενου κλάδου είναι η μακραίωνη παράδοση της αμπελοκαλλιέργειας - οινοποιίας στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο κλάδος άρχισε να εκσυγχρονίζεται και να αναπτύσσεται με τη σημερινή του μορφή

1 ICAP (2009)

(7)

από τη δεκαετία του ’60, οπότε μεγάλες εταιρείες πραγματοποίησαν σημαντικές επενδύσεις και προσανατολίστηκαν προς την παραγωγή εμφιαλωμένου κρασιού.

Στην παρούσα φάση ο κλάδος της οινοποιίας στην Ελλάδα περιλαμβάνει λίγες οινοβιομηχανίες μεγάλου μεγέθους, καθώς και πλήθος μικρομεσαίων οινοποιητικών επιχειρήσεων, αγροτικών συνεταιρισμών και εισαγωγικών εταιρειών. Οι μεγάλες εταιρείες ελέγχουν σημαντικά μερίδια της εγχώριας αγοράς εμφιαλωμένων κρασιών, καλύπτοντας μέσω εκτεταμένων δικτύων διανομής το σύνολο της χώρας. Όσον αφορά τις μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις, ορισμένες παράγουν τόσο χύμα όσο και εμφιαλωμένο κρασί το οποίο διατίθεται στην τοπική αγορά, ενώ άλλες παράγουνεμφιαλωμένο κρασί «περιορισμένης παραγωγής» με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η διανομή του οποίου πραγματοποιείται συνήθως μέσω ειδικευμένων εταιρειών. Την δραστηριότητα διανομής συχνά αναλαμβάνουν και ορισμένες εισαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες επίσης διαθέτουν ανεπτυγμένο δίκτυο διανομής.

Εισάγουν κρασιά κυρίως από την ΕΕ, ενώ παράλληλα ασχολούνται και με την εισαγωγή αλκοολούχων ποτών, σε αντίθεση με τις παραγωγικές εταιρείες όπου η παραγωγή και εμπορία κρασιού αποτελεί, για την πλειοψηφία, τη βασική (ή και αποκλειστική) τους δραστηριότητα. Τέλος, σημαντικό κομμάτι της εγχώριας παραγωγής αντιπροσωπεύουν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί.

Τα τελευταία χρόνια η ποιότητα και η φήμητων εμφιαλωμένων ελληνικών κρασιών έχει βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις συνεχείς βραβεύσεις που αποσπούν σε διεθνείς διαγωνισμούς. Πολλές επιχειρήσεις έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις εκσυγχρονισμού, οι οποίες ενίοτε εντάσσονται σε

(8)

επιδοτούμενα προγράμματα.

Ο εξαγωγικός προσανατολισμός των (μεγάλων ιδιαίτερα) επιχειρήσεων του κλάδου είναι έντονος. Ως κυριότερες αγορές των ελληνικών κρασιών αναδεικνύονται η Γερμανία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γαλλία και το Βέλγιο, όπου στις 3 πρώτες βρίσκονται ισχυρές ομογενειακές κοινότητες που σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς απορροφούν μεγάλο μέρος των εξαγωγών.

Η αγορά του κρασιού διακρίνεται στην «κρύα», που περιλαμβάνει κυρίως τους χώρους διασκέδασης και εστίασης, καθώς και στη «ζεστή», που αφορά την οικιακή κατανάλωση. Η διανομή των προϊόντων πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο μέσωχονδρεμπόρων και αντιπροσώπων, ενώ τα σούπερ μάρκετ και οι κάβες αποτελούν τα βασικότερα σημεία λιανικής πώλησης.

1.2 Περιγραφή των Προϊόντων του Κλάδου2

Σημαντικό κριτήριο διάκρισης των κρασιών αποτελεί η αμπελουργική ζώνη προέλευσης του κρασιού και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με αυτήν.

Στα πλαίσια της νέας Κοινής Οργάνωσης Αγοράς (Κ.Ο.Α.) Οίνου της ΕΕ, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή από 1/8/2009, επήλθαν σημαντικές αλλαγές στο επίπεδο της τυποποίησης και της σήμανσης του οίνου.

Η σημερινή κατηγοριοποίηση των ελληνικών κρασιών, όπως προβλέπει ο νέος κανονισμός της Κ.Ο.Α. Οίνου (ΕΚ) 479/08 του Συμβουλίου και ο εφαρμοστικός κανονισμός (ΕΚ) 607/0 της Επιτροπής, συνδέει τις προϊσχύουσες κατηγορίες οίνων

2 www.icap.gr, www.europa.eu

(9)

με τις νέες κατηγορίες. Με βάση το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ τα κρασιά διακρίνονται στις εξής κατηγορίες προϊόντων:

1) Οίνοι Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π). Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τις προϋπάρχουσες Ο.Π.Α.Π (Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας), Ο.Π.Ε. (Ονομασία Προέλευσης Ελεγχόμενη) και τους οίνους

«γλυκύς φυσικός» και «φυσικώς γλυκός». Τα κρασιά Π.Ο.Π. προέρχονται από αυστηρά καθορισμένη και αναγνωρισμένη αμπελουργική ζώνη, ενώ προσδιορίζονται αυστηρά η ποικιλία, η τοποθεσία, η καλλιεργητική τεχνική, ακόμη και η στρεμματικήαπόδοση του αμπελιού. Στους Πίνακες Π1.1 και Π1.2 παρουσιάζονται τα ελληνικά κρασιά που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, χωρισμένα με βάση την προηγούμενη σήμανση σε ΟΠΑΠ και ΟΠΕ.

(10)

Π 1 .1 Ε λ λ η ν ικ ά Κ ρ α σ ιά Ο ν ο μ α σ ία ς Π ρ ο ε λ ε ύ σ ε ις Α ν ω τ έ ρ α ς Π ο ιό τη τα ς (Ο ΠΑΠ)

Α / Α Ο νο μ α σ ία Ε ίδο ς Κ ρ α σ ιο ύ Π ο ικ ιλίες Α μ π έλ ο υ

Μακεδονία 1 Α μ ύ ν ια ιο

Κόκκινο Ξηρό Ροζέ Α φ ρώ δες Ροζέ Ιη ρ ό

Ιιν ό μ α υ ρ ο Ιιν ό μ α υ ρ ο

2 Γουμένισσα Κόκκινο Ιη ρ ό Ιιν ό μ ο σ ρ ο 80% , Νεγκόσκα 20%

3 Ν άουσα Κόκκινο Ιη ρ ό Ιιν ό μ α ε ρ ο

4 Π λαγιές to o Μ ε λ ίιω ν α Λ ευκό Ιη ρ ό Κόκκινο Ιη ρ ό

Α θ ή ρ ι 50% , Ροδίτης 3 5 % ,Α σ ύ ρ ιικ ο 15%,

Λ η μ ν ιό 70% , Cabernet Sauvignon κοι Cabernet franc 30%

5 Α γ χ ια λ ο ί Λ ευκό Ιη ρ ό Ροδίτης 50% , Σαββατιανό 50%

6 Ραψάνη Κόκκινο Ιη ρ ό Ιιν ό μ α ιρ ο , Κ ρ ασ άιο, E ta u p u to

7 Μ εσενικόλα Κόκκινο Ιη ρ ό Μ αύρο Μεσενικόλα, Carignion, Syrah

Ή π ειρ ο ς

S Ζ ίισ α Λ ευ κό Α φ ρώ δες

Λ ευ κό Ιη ρ ό Ν ιε η ίν α

Π ελο π ό ννη σ ο ς

9 Μ α ν ιιν εία Λ ευκό Ιη ρ ό Μ οσχοφίλερο

10 Νεμέα Κόκκινο Ιη ρ ό - Γλυκό Α γ ιω ρ γ ίιικ ο

11 Π ά ιρ α Λ ευ κό Ιη ρ ό Pofiitns

Ιόνια ν η σ ιά

12 Ρομπόλα Κεφαλληνίας Λ ευκό Ιη ρ ό Ρομπόλα

Κ ρ ή ιη

13 Α ρ κάνες Κόκκινο Ιη ρ ό Κο ισιφ άλι, Μ ανδηλαριά

14 Δάφνες

Κόκκινο Γλυκό Λ ευ κό Ιη ρ ό Κόκκινο Ιη ρ ό

Λ ιά ιικ ο ' Βηλάνα 70% , θ ρ ά φ α 30%, Α θ ή ρ ι' Λ ιά ιικ ο 80% , Μ α ν ιιλ α ρ ιά

Κόκκινο Λ ιά ιικ ο Γκυκό 20%

15 Πεζά Κόκκινο Ιη ρ ό

Λ ευ κό Ιη ρ ό

Κο ισιφ άλι, Μ ανδηλαριά Βηλάνα

16 Σ η ιε ία Κόκκινο Ιη ρ ό · Γλυκό Λ ιά ιικ ο

Κυ κλά δ ες

17 Πάρος Κόκκινο Ιη ρ ό

Λ ευκό Ιη ρ ό Μ ονεμβασιά, Μανδηλαριά

18 Σα νιο ρ ίνη Λ ευκό Ιη ρ ό

Λ ευ κό Γλυκό

Α σ ύ ρ ιικ ο , Α ηδ ό νι, Αθήρι Α σ ύ ρ ιικ ο , Α ηδ ό νι Β όρ ειο Α ιγ α ίο

19 Λ ήμ νος Λ ευ κό Ιη ρ ό Μ ο σ χ ά ιο Α λεξάνδρειας

Δ ω δ εκ ά ν η σ α

20 Ρόδος Λ ευ κό Ιη ρ ό

Κόκκινο Ιη ρ ό

Α θή ρι Μ ανδηλαριά

Πηγή: Υπουργείο Αγρονκήε Ανάπευξηε και Τροφίμων

(11)

2) Οίνοι Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (Π.Γ.Ε.). Εδώ περιλαμβάνονται οι «Τοπικοί Οίνοι» και οι «Οίνοι κατά Παράδοση». Η παραγωγή

οίνων ΠΓΕ ακολουθεί ελαφρώς ηπιότερες προδιαγραφές από αυτή των ΠΟΠ.

Ωστόσο, όσον αφορά τους Τοπικούς Οίνους υπάρχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις σχετικά με τη γεωγραφική περιοχή παραγωγής, την καταγωγή των σταφυλιών αλλά και τις ποικιλίες αμπέλου που χρησιμοποιούνται. Οι οίνοι με ονομασία κατά παράδοση αφορούν δύο οίνους που παράγονται αποκλειστικά στη γεωγραφική επικράτεια της Ελλάδας, τη Ρετσίνα και τη Βερντέα Ζακύνθου.

3)Ποικιλιακοί Οίνοι. Είναι μια νέα κατηγορία οίνου που δημιουργήθηκε από την ΕΕ προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο ανταγωνισμός από τις αυξανόμενες εισαγωγές οίνων από Τρίτες Χώρες και η οποία επιτρέπει σε οίνους που δεν είναι ΠΟΠ ή ΠΓΕ να αναγράφουν ενδείξεις σχετικά με το έτος συγκομιδής, τις οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου από τις οποίες παρασκευάζονται. Οι κοινοτική νομοθεσία προβλέπει και εδώ αυστηρές διατάξεις για την πιστοποίηση των οίνων.

Ωστόσο, έως σήμερα το ελληνικό κράτος δεν έχει θεσπίσει ανάλογη εθνική νομοθεσία, με αποτέλεσμα οι επιτραπέζιοι οίνοι που παράγονται στην Ελλάδα να μην έχουν το δικαίωμα να συμπεριληφθούν στην κατηγορία των ποικιλιακών οίνων.

(12)

4) Οίνοι χωρίς ένδειξη Π.Ο.Π. ή Π.Γ.Ε. Πρόκειται για τους υπόλοιπους επιτραπέζιους οίνους που προέρχονται από περιοχές και ποικιλίες που δεν πληρούν

τις αυστηρές προϋποθέσεις που καθορίζει ο νόμος για τις προηγούμενες κατηγορίες, όμως αυτό δεν παραπέμπει κατ’ ανάγκη σε ποιοτική διαφοροποίηση.

Πρέπει να σημειωθεί ότι προς το παρόν ισχύει μια μεταβατική περίοδος στην οποία οι οινοπαραγωγοί μπορούν να χρησιμοποιούν είτε την προϋπάρχουσα είτε τη νέα κατηγοριοποίηση για τα προϊόντα τους.

Η πρώτη ύλη του κρασιού είναι οι ρώγες του σταφυλιού που περιέχουν σάκχαρα, καθώς επίσης οργανικά οξέα και νερό. Από αυτές συλλέγεται ο μούστος με διάφορες μεθόδους. Το παραδοσιακό πατητήρι δεν χρησιμοποιείται πλέον. Οι σχετικές διεργασίες διεξάγονται πλέον μηχανικά με ειδικό εξοπλισμό. Το οινόπνευμα που περιέχει το κρασί παράγεται από τα σάκχαρα του μούστου με την αντίδραση της αλκοολικής ζύμωσης. Η ζύμωση διαρκεί από 8-9 έως και 25 ημέρες, ανάλογα με την αρχική συγκέντρωση σακχάρων, τη θερμοκρασία στην οποία πολλαπλασιάζονται και δρουν οι μύκητες, το οξυγόνο που έχουν στη διάθεσή τους και άλλους παράγοντες.

Συνήθως όσο πιο πολύ διαρκεί η ζύμωση, τόσο πιο πολλά αρώματα ζύμωσης θα περιέχει το κρασί. Η ωρίμανση των κρασιών εξαρτάται από το είδος και την ποικιλία από την οποία προέρχονται. Διαφορετικά είδη κρασιού έχουν διαφορετική διάρκεια ζωής κάτω από διαφορετικές συνθήκες ωρίμανσης και συντήρησης. Πολλά κόκκινα κρασιά δεν είναι κατάλληλα για κατανάλωση πριν «μαλακώσουν» στο βαρέλι, ενώ τα λευκά κρασιά συνήθως δεν χρειάζονται, ούτε “αντέχουν”, την ωρίμανση στο βαρέλι.

Μετά την ενδεχόμενη ωρίμανση ακολουθεί η παλαίωση στη φιάλη.

Η σαμπάνια (αφρώδης οίνος της γαλλικής Καμπανίας) και τα λοιπά αφρώδη κρασιά χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη διοξειδίου του άνθρακα εντός της φιάλης, η

(13)

οποία τελεί υπό πίεση. Το διοξείδιο αυτό δεν εισάγεται επιπρόσθετα στο μπουκάλι όπως γίνεται με τα αναψυκτικά, αλλά παράγεται κατά την αλκοολική ζύμωση και για να μείνει εγκλωβισμένο στο μπουκάλι χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι.

1.3 Καλλιεργούμενες εκτάσεις

Η εξέλιξη των εκτάσεων οιναμπέλων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς είναι άμεσα συνδεδεμένη με το μέγεθος της παραγωγής οίνου. Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, στον πίνακα

1.3 παρουσιάζονται οι εκτάσεις οινάμπελων, για τις οινικές περιόδους 2006/07, 2007/08 και 2008/09. Σημειώνεται ότι το σύνολο των εκτάσεων περιλαμβάνει και ποικιλίες διπλής χρήσης που κατά συνήθεια οινοποιούνται.

Πίνακας 1.3 Απογραφή Εκτάσεων οιναμπέλων ανά περιφέρεια

(14)

Η συνολική καλλιεργούμενη έκταση των οιναμπέλων την περίοδο 2008/09 παρουσίασε μικρή μείωση σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, κατά 1,3%, ανερχόμενη σε 70.089 εκτάρια. Γενικότερα το εξεταζόμενο διάστημα οι εκτάσεις οινοποιήσιμων άμπελων παρουσιάζουν σχετικά μικρές διακυμάνσεις.

Οι περιφέρεια με τις μεγαλύτερες εκτάσεις οιναμπέλων το 2008/2009 ήταν η Πελοπόννησος η οποία κάλυψε, όπως και την προηγούμενη περίοδο, το 17,1% των συνολικών εκτάσεων. Ακολούθησε η Δυτική Ελλάδα με ποσοστό 13,4%. Η Στερεά Ελλάδα κάλυψε το 11.6% των συνολικών εκτάσεων, μερίδιο ελαφρώς μειωμένο σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, ενώ η Κρήτη αύξησε το μερίδιο της και

(15)

έφτασε στο 11,5%. Τέλος, σημαντικό μερίδιο έχει και η Αττική, οι εκτάσεις της οποίας αντιστοιχούν στο 10,3% του συνόλου.

1.4 Θεσμικό πλαίσιο του κλάδου

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, (τροποποιημένος από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 491/2009 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2009) περιλαμβάνει τη θέσπιση Κοινής Οργάνωσης των Γεωργικών Αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ). Η λειτουργία και η ανάπτυξη της κοινής αγοράς γεωργικών προϊόντων συνοδεύεται από τη θέσπιση κοινής γεωργικής πολιτικής ("ΚΓΠ") η οποία περιλαμβάνει κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών ("ΚΟΑ") που σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης, μπορεί να λάβει διάφορες μορφές ανάλογα με τα προϊόντα.

Από την αρχή της ΚΓΠ, το Συμβούλιο θέσπισε 21 κοινές οργανώσεις των αγορών κάθε προϊόντος ή ομάδας προϊόντων, καθεμία από τις οποίες διέπεται από χωριστό βασικό κανονισμό του Συμβουλίου. Ανάμεσα στους κανονισμούς αυτούς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 479/2008 της 29ης Απριλίου 2008 αφορά την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς και προβλέπει μέτρα στήριξης, κανονιστικά μέτρα, κανόνες για τις συναλλαγές με τρίτες χώρες και κανόνες που διέπουν το δυναμικό της παραγωγής των προϊόντων της αγοράς αυτής.

Λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2008 του Συμβουλίου για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς περιλαμβάνονται στους εξής κανονισμούς:

(16)

□ Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 555/2008 της επιτροπής της 27ης Ιουνίου 2008, όσον αφορά τα προγράμματα στήριξης, τις συναλλαγές με τρίτες χώρες, το δυναμικό παραγωγής και τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα.

□ Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 436/2009 της Επιτροπής της 26ης Μαΐου, όσον αφορά το αμπελουργικό μητρώο, τις υποχρεωτικές δηλώσεις και τη συγκέντρωσή στοιχείων για την παρακολούθηση της αγοράς, τα συνοδευτικά έγγραφα μεταφοράς των προϊόντων και τα βιβλία που πρέπει να τηρούνται στον αμπελοοινικό τομέα.

□ Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 606/2009 της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου, όσον αφορά τις κατηγορίες αμπελοοινικών προϊόντων, τις οινολογικές πρακτικές και τους περιορισμούς στους οποίους υπόκεινται.

□ Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 607/2009 της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου, όσον αφορά τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και τις προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις, τις παραδοσιακές ενδείξεις, την επισήμανση και την παρουσίαση ορισμένων προϊόντων του αμπελοοινικού τομέα.

"5

1.5 Η Ζήτηση Προϊόντων Οινοποιίας

Ορισμένοι από τους κυριότερους παράγοντες που επηρεάζουν την ζήτηση του οίνου είναι η τιμή του σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα, οι διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών, η εποχικότητα και ο τουρισμός.

Σημαντικός προσδιοριστικός παράγοντας της ζήτησης του οίνου είναι η εποχικότητα που παρουσιάζει, καθώς η περίοδος υψηλής κατανάλωσης ξεκινά τον Οκτώβριο κάθε έτους και διαρκεί περίπου 7 μήνες μέχρι το Μάιο. Το φαινόμενο αυτό

3 www.icap.gr, www.erp.gr

(17)

οφείλεται κυρίως στο ότι, τους καλοκαιρινούς μήνες εξαιτίας της αύξησης της θερμοκρασίας οι καταναλωτές στρέφονται σε υποκατάστατα προϊόντα και κυρίως τη μπύρα ή τα αναψυκτικά.

Η εποχικότητα επηρεάζει και τη ζήτηση σε συγκεκριμένες κατηγορίες του κρασιού μιας και το καλοκαίρι προτιμάται ο λευκός οίνος από τον κόκκινο.

Επιπρόσθετα, η εποχικότητα του κρασιού γίνεται ορατή και από την αύξηση της ζήτησης του κρασιού, ιδίως κατά την περίοδο των εορτών, δεδομένης της αυξημένης κατανάλωσης στα εορταστικά γεύματα, αλλά και της πολύ συχνής επιλογής κρασιών ως δώρο.

Η τιμή του κρασιού σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα λειτουργεί θετικά ή αρνητικά ως προς τη ζήτηση του οίνου. Όσο αφορά την τιμή, λόγω της ευρείας διάδοσης του κρασιού σε όλα τα εισοδηματικά στρώματα, αλλά και δεδομένου ότι διατίθενται πολλοί τύποι κρασιών σε μία ευρεία ποικιλία τιμών, ενδεχόμενες μεταβολές των τιμών δεν επιφέρουν δραστική μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας συνολικά, αλλά μετακίνηση των καταναλωτών σε φθηνότερα προϊόντα, ή μετακύλιση από εμφιαλωμένο σε χύμα κρασί.

Επίσης, σε συνθήκες μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, μειώνεται η κατανάλωση κρασιού σε χώρους ψυχαγωγίας / εστίασης (κρύα αγορά), είτε λόγω περιορισμού των εξόδων εκτός οικίας, είτε λόγω υποκατάστασης με άλλα φθηνότερα προϊόντα.

Κατά κοινή εκτίμηση, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ζήτησης στους

(18)

χώρους εστίασης διαδραματίζει η τιμή διάθεσης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί ανασταλτικά για τα εμφιαλωμένα κρασιά και οδηγεί σε υποκατάστασή τους από άλλα ποτά.

Σημαντική επίδραση στην κατανάλωση οίνου έχουν τα καταναλωτικά πρότυπα και οι διατροφικές συνήθειες. Τα τελευταία έτη πληθαίνουν τα αποτελέσματα ερευνών που αποδεικνύουν τις ευεργετικές επιδράσεις τόσο του κόκκινου όσο και του λευκού κρασιού στην υγεία. Το παραπάνω σε συνδυασμό με τη στροφή των καταναλωτών προς την υγιεινή διατροφή, έχουν ως αποτέλεσμα τη θετική προδιάθεση του καταναλωτή απέναντι στο κρασί και την αύξηση της κατανάλωσης.

Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά, εκείνη της επέκτασης του τομέα των εστιατορίων γρήγορης εστίασης (fast food), αλλά και γενικότερα του σημαντικού περιορισμού του διαθέσιμου χρόνου για γεύματα (λόγω των έντονων ρυθμών του σύγχρονου τρόπου ζωής), τα οποία επιδρούν αρνητικά στην ζήτηση κρασιού και ευνοούν υποκατάστατα προϊόντα (μπύρα, αναψυκτικά κ.ά.).

Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη ζήτηση του οίνου είναι ο εισερχόμενος τουρισμός στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γ.Γ. της Ε.Σ.Υ.Ε., οι αφίξεις αλλοδαπών τουριστών κατέγραψαν αύξηση κατά την περίοδο 2000-2007, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 4,6%, ωστόσο έκτοτε παρατηρείται πτώση. Ειδικότερα, το 2009 αφίχθησαν στην Ελλάδα συνολικά 14,9 εκατ., έναντι 15,9 εκατ. το 2008, καταγράφοντας μείωση 6,4%. Η πτώση των αφίξεων (κατά 5,3%) συνεχίστηκε και το πρώτο τρίμηνο του 2010.

(19)

Η διαφήμιση, τέλος, αποτελεί κι αυτή σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα της ζήτησης, κυρίως κατευθύνοντας την προς συγκεκριμένα εμπορικά σήματα. Τα περιοδικά αποτελούν το κυριότερο μέσο προβολής των προϊόντων κρασιού, όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων της διαφημιστικής δαπάνης.

1.6 Η Προσφορά των Προϊόντων Οινοποιίας4

Ο κλάδος της οινοποιίας απαρτίζεται κυρίως από παραγωγικές επιχειρήσεις.

Με την παραγωγή κρασιού ασχολείται ένας μεγάλοςαριθμός επιχειρήσεων που χαρακτηρίζονται από ανομοιομορφία, τόσο ως προς το μέγεθος, όσο και ως προς τα κρασιά που παράγουν.

Πίνακας 1.4 Αριθμός παραγωγικών επιχειρήσεων ανά νομική μορφή ΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΠIΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ 28 8

ΟΕ 77

ΑΕ 64

ΕΠΕ 18

ΕΕ 14

ΚΟΙΝΩΝΙΑ 3

ΛΟΙΠΕΣ 20

ΣΥΝΟΛΟ 484

Π πγή:ΕΣΥΕ

Οι καταγεγραμμένες επιχειρήσεις οινοποιίας ανήλθαν στις 484, με συνολικό κύκλο εργασιών (για το 2005) τα €352 εκατ. Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων αυτών

4 www.icap.gr (Μελέτη κλάδου 2009), www.erp.gr

(20)

είναι προσωπικές, σε ποσοστό που φτάνει το 60% του συνόλου, ενώ σημαντικό μερίδιο έχουν και οι ΟΕ (15,9%).

Οι οινοποιητικές επιχειρήσεις με μορφή ανωνύμου εταιρείας κάλυψαν ποσοστό 13,2% του συνόλου. Όπως φαίνεται και στον πίνακα 1.4, ο μεγαλύτερος αριθμός παραγωγικών επιχειρήσεων οίνου εδρεύει στο νομό Κορινθίας (ποσοστό 16,7% επί του συνόλου).

Έπεται με μικρή διαφορά ο νομός Αττικής, με παρουσία 79 επιχειρήσεων, ενώ ακολουθούν με αρκετά χαμηλότερα ποσοστά οι νομοί Αχαΐας (5,6%), Βοιωτίας (4,5%), Ευβοίας (4,3%), Μεσσηνίας (3,9%) και Ηρακλείου (3,9%).

Αναφορικά με τις εισαγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου, αυτές είναι σχετικά λίγες και ασχολούνται παράλληλα με την εισαγωγή και άλλων οινοπνευματωδών ποτών. Διαθέτουν κυρίως προϊόντα από τις χώρες της ΕΕ, όπως η σαμπάνια και τα λοιπά αφρώδη κρασιά και δραστηριοποιούνται ως επί το πλείστον στο χονδρικό εμπόριο.

Στο επίπεδο της εγχώριας παραγωγής (η οποία όπως προαναφέρθηκε είναι κατακερματισμένη) λειτουργεί περιορισμένος αριθμός μεγάλων οινοβιομηχανιών, με συστηματική και οργανωμένη παραγωγή και εκτεταμένα δίκτυα διανομής. Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν μακροχρόνια παρουσία στον κλάδο, σύγχρονες οινοποιητικές εγκαταστάσεις και διαθέτουν ισχυρά εμπορικά σήματα. Ωστόσο και μεσαίου μεγέθους εταιρείες έχουν αξιόλογη παρουσία στην αγορά εμφιαλωμένου κρασιού, έχοντας καθιερώσει στην αγορά προϊόντα υψηλής ποιότητας και ιδιαίτερων ποικιλιών. Το χύμα κρασί παράγεται ως επί τοπλείστον από συνεταιριστικές ενώσεις οι οποίες το διαθέτουν στην οινοβιομηχανία, ή από μικρομεσαίεςμονάδες οι οποίες το

(21)

διανέμουν συνήθως στις τοπικές αγορές. Η παραγωγή κρασιού αποτελεί αποκλειστική δραστηριότητα για την πλειοψηφία των περιπτώσεων.

Σε γενικές γραμμές το ποιοτικό επίπεδο των εμφιαλωμένων ελληνικών κρασιών θεωρείται υψηλό, τόσο στην εγχώρια όσο και στην ευρωπαϊκή αγορά, γεγονός που αποδεικνύεται από το μεγάλο αριθμό διακρίσεων που αποσπούν τα ελληνικά κρασιά σε διεθνείς διαγωνισμούς.

1.7 Η Αγορά Προϊόντων Οινοποιίας Εγχώρια Παραγωγή Οίνου

Η καταγραφή της εγχώριας παραγωγής πραγματοποιείται στο τέλος κάθε οινικής περιόδου, η οποία διαρκεί από την 1η Σεπτεμβρίου κάθε έτους μέχρι την 31η Αυγούστου του επόμενου έτους.

Η εξέλιξη της εγχώριας παραγωγής οίνου από τα οργανωμένα οινοποιεία παρατίθεται στον πίνακα 1.5 και το διάγραμμα 1.1.

Διάγραμμα 1.1 Εξέλιξη της εγχώριας παραγωγής οίνου (1980-2010)

(22)

Την προηγούμενη πενταετία (περίοδοι 2000-2001 έως και 2004-2005), η εγχώρια παραγωγή οίνου κινήθηκε γενικά ανοδικά, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 7,3%. Ωστόσο την τελευταία πενταετία (περίοδοι 2005-2006 έως 2009-2010) η παραγωγή κινήθηκε πτωτικά, με εξαίρεση την οινική περίοδο 2008-2009, οπότε και διαμορφώθηκε σε 3.869 χιλ. εκατόλιτρα. Για την τελευταία περίοδο (2009-2010) δεν υπάρχουν ακόμη οριστικά στοιχεία, ωστόσο οι υφιστάμενες εκτιμήσεις συγκλίνουν σε μείωση (-13%) της παραγωγής.

Πίνακας 1.5. της εγχώριας παραγωγής οίνου (1980-2010)

(23)

Ο ιν ικ ή π ερίοδο*

Σ ύ ν ο λ ο εγχώ ρ ια *

πα ρα γω γή * ο ίν ο υ Μ «άβολη

1 9 8 0 -1 9 8 1 5.395 -

1 9 8 1 -1 9 8 2 5.500 1,9%

1 9 8 2 -1 9 8 3 4 .5 0 0 -18,2%

1 9 8 3 -1 9 8 4 5.250 16,7%

1 9 8 4 -1 9 8 5 5.025 -4,3%

1 9 8 5 -1 9 8 6 4 .5 3 8 -9,7%

1 9 8 6 -1 9 8 7 4.342 -4,3%

1 9 8 7 -1 9 8 8 4.475 3,1%

1 9 8 8 -1 9 8 9 4.345 -2,9%

1 9 8 9 -1 9 9 0 4.532 4,3%

1 9 9 0 -1 9 9 1 3 .5 2 6 -22,2%

1 9 9 1 -1 9 9 2 4 .0 1 6 13,9%

1 9 9 2 -1 9 9 3 4 .0 5 0 0,8%

1 9 9 3 -1 9 9 4 3.392 -16,2%

1 9 9 4 -1 9 9 5 3.051 -10,1%

1 9 9 5 -1 9 9 6 3 .8 5 0 26,2%

1 9 9 6 -1 9 9 7 4 .1 0 9 6,7%

1 9 9 7 -1 9 9 8 3.987 <2:

ΟΙ

1 9 9 8 -1 9 9 9 3 .8 2 6 -4,0%

1 9 9 9 -2 0 0 0 3 .6 8 0 -3,8%

2 0 0 0 - 2 0 0 1 3 .5 5 8 -3,3%

2 0 0 1 - 2 0 0 2 3.477 -2,3%

2 0 0 2 - 2 0 0 3 3 .0 9 8 -10,9%

2 0 0 3 - 2 0 0 4 3 .8 0 4 22,8%

2 0 0 4 - 2 0 0 5 4.295 12,9%

2 0 0 5 - 2 0 0 6 4.093 -4,7%

2 0 0 6 - 2 0 0 7 3 .9 0 0 -4,7%

2 0 0 7 - 2 0 0 8 3.511 - 10,0%

2 0 0 8 - 2 0 0 9 3 .8 6 9 10,2%

2 0 0 9 -2 0 1 0 * 3 .3 6 6 - 13,0%

*εκΐψήσεΐ£

Ποαόίητα σ ε χιλ. Ηί.

Πηγή: Υπουργείο Α γροοκήε Α νάπτοξτιε και Τροφίμων

Δεδομένου ότι η παραγωγή οίνου είναι άρρηκτα δεμένη με την καλλιέργεια των αμπελώνων και κατ’ επέκταση επηρεάζεται από απρόβλεπτους παράγοντες όπως οι καιρικές συνθήκες, παρατηρούνται σημαντικές ετήσιες διακυμάνσεις των μεγεθών.

(24)

Επομένως θεωρείται πιο αντικειμενική η σύγκριση με βάση το μέσο όρο ανά πενταετία, ώστε να εξομαλύνονται οι εν λόγω μεταβολές.

Την τελευταία πενταετία ο μέσος όρος ετήσιας παραγωγής οίνου διαμορφώθηκε σε 3.748 χιλ. ^ , έναντι αντίστοιχου μέσου όρου 3.646 χιλ. ^ της αμέσως προηγούμενης πενταετίας, προκύπτει επομένως αύξηση 2,8% περίπου της μέσης εγχώριας παραγωγής. Επισημαίνεται ωστόσο ότι τα πέντε τελευταία έτη η παραγωγή χαρακτηρίζεται από πτωτική τάση, με εξαίρεση την περίοδο 2008-2009 κατά την οποία η παραγωγή αυξήθηκε κατά 10,2%.

Σημειώνεται ότι οι μικρές διαφοροποιήσεις μεταξύ των στοιχείων παραγωγής (των οινικών περιόδων 2003/04 και 2006/07), οφείλονται στην καταγραφή των στοιχείων αυτών από διάφορες υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

Η γεωγραφική διάρθρωση της εγχώριας παραγωγής οίνου παρουσιάζεται στον πίνακα 1.6. Τα στοιχεία αφορούν παλαιότερες οινικές περιόδους, δεδομένου ότι υπήρχαν ελλείψεις στη συγκέντρωση στοιχείων από διάφορες περιφέρειες για τηις τελευταίες οινικές περιόδους, με συνέπεια την εμφάνιση αδικαιολόγητων αποκλίσεων.

Πίνακας 1.6. Γεωγραφική κατανομή παραγωγής οίνου

(25)

Το γεωγραφικό διαμέρισμα Πελοποννήσου - Δυτικής Στερεάς αποτελεί την κυριότερη παραγωγική περιοχή κρασιού, καλύπτοντας (την οινική περίοδο 2006/07) το 34,52% της συνολικής ποσότητας, μερίδιο μειωμένο παρόλα αυτά σε σχέση με τα τρία προηγούμενα έτη. Η Αττική και τα νησιά αντιπροσώπευσαν κατά το χρονικό διάστημα 2001- 2007 ποσοστά μεταξύ 20,7% και 29,80%, ενώ την οινική περίοδο 2006/07 είχαν τη μεγαλύτερη σε μέγεθος παραγωγή της τελευταίας πενταετίας. Η Κρήτη αντίστοιχα κατέλαβε μερίδια που κυμάνθηκαν από 13,9% ως 25,6%. Η Θεσσαλία κάλυψε το 6% της εγχώριας παραγωγής κρασιού, ενώ μικρότερα μερίδια στο σύνολο της χώρας αντιπροσώπευσαν η Μακεδονία και η Θράκη.

1.8 Ανάλυση Εγχώριας Παραγωγής Οίνου Ανά Κατηγορία Προϊόντων Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (πίνακας 1.6. και διάγραμμα 1.2), οι λευκοί οίνοι αποτελούν την κυριότερη κατηγορία, καθώς αντιπροσωπεύουν ποσοστά από 65,6% έως 80,3% της εγχώριας παραγόμενης ποσότητας, κατά το χρονικό διάστημα 1988/89-2009/10. Η συνολική

(26)

παραγωγή λευκών οίνων της περιόδου 2008/09 ανήλθε σε 2.595 χιλ. ^ , ενώ για την περίοδο 2009/10 εκτιμάται ότι δε θα ξεπεράσει τις 2.410 ^ , μειωμένη κατά 7,1%.

Αντίστοιχα οι ερυθροί και ερυθρωποί οίνοι κάλυψαν μερίδια από 19,7% ως 34,4% το εξεταζόμενο διάστημα. Το 2008/09 παρήχθησαν 1.260 χιλ. ^ ερυθρών και ερυθρωπών οίνων, ενώ προβλεπόταν μείωσή τους για την περίοδο 2009/10.

Διάγραμμα 1.2 Ανάλυση εγχώριας παραγωγής βάσει χρώματος

Εξετάζοντας την παραγωγή κρασιού κατά βασικούς τύπους, όπως παρατηρείται και στο διάγραμμα 1.3, διαπιστώνεται ότι οι οίνοι VQPRD αντιπροσωπεύουν πολύ περιορισμένες ποσότητες σε σχέση με τους επιτραπέζιους.

Επισημαίνεται ότι επιτραπέζιοι οίνοι, σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακρίνονται σε «Τοπικούς Οίνους», σε οίνους με «Ονομασία κατά παράδοση», και οίνους «χωρίς γεωγραφική ένδειξη».

(27)

Διάγραμμα 1.3 Ανάλυση εγχώριας παραγωγής κατά βασικούς τύπους

Όπως φαίνεται στον Πίνακα 1.7 οι οίνοι ανωτέρας ποιότητας (VQPRD) φαίνεται να διατηρούν σταθερό το μέγεθος της παραγωγής τους ακόμη και κατά την τελευταία οινική περίοδο (2009/10) κι έτσι το μερίδιο τους (επί του συνόλου οίνου) αυξάνεται σε 10,1% από 8,9% που ήταν την περίοδο 2008-2009.

Πίνακας 1.7 Κατανομή συνολικής εγχώριας παραγωγής βάσει χρώματος

(28)

1.9 Εισαγωγές Οίνου - Κυριότερες Χώρες Προέλευσης

Η Ελλάδα είναι οινοπαραγωγική χώρα με μακρά παράδοση, ως εκ τούτου η ανάπτυξη του κλάδου της οινοποιίας ήταν τέτοια, ώστε να υπάρχει αυτάρκεια στην αγορά και η εισαγωγική διείσδυση να παραμένει γενικά σε χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, τα οποία παρουσιάζονται στον πίνακα 1.8 και στο διάγραμμα 1.1, η εξέλιξη των εισαγωγών παρουσιάζει διακυμάνσεις, ιδιαίτερα ως προς την ποσότητα, με συνέπεια να μην παρατηρείται μία σαφής τάση. Το 2009, εισήχθησαν 164,3 χιλ. εκατόλιτρα, εμφανίζοντας μείωση (κατά 7,9%) σε σύγκριση με το 2008.

Αξιοσημείωτη είναι η πτώση (κατά 70,1%) των εισαγωγών της κατηγορίας

«λευκά λοιπά», τα οποία ενώ το 2008 κατείχαν μερίδιο 37%, το 2009 η συμμετοχή τους στις συνολικές εισαγωγές δεν ξεπέρασε το 12%.

Σημαντική άνοδο παρουσίασε και η κατηγορία κρασιών «λευκά VQPRD», οι εισαγωγές των οποίων ανήλθαν σε 7,4 χιλ. Η ^ σε αντίθεση με τα «ερυθρά VQPRD», που υποχώρησαν κατά 20%. Συνολικά, ωστόσο, οι οίνοι ανωτέρας ποιότητας είχαν μεγαλύτερη συμμετοχή στις εισαγωγές προϊόντων οίνου το 2009, σε σχέση με το 2008 (9,5% αντί 8,7%).

Όσον αφορά τις σαμπάνιες, αν και σε αξία καλύπτουν μεγάλο μέρος των εισαγωγών, σε ποσότητα το μερίδιο τους δεν ξεπερνά το 4,4%, γεγονός ενδεικτικό πως η συγκεκριμένη κατηγορία απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη εξειδικευμένη αγορά. Μάλιστα σε σχέση με το 2008 ησυγκεκριμένη κατηγορία παρουσιάζει αισθητή μείωση (9,7%) αντιστρέφοντας τη θετική πορεία της προηγούμενης

(29)

τετραετίας. Μειωμένες, τέλος, είναι και οι εισαγωγές «λοιπών αφρωδών» οίνων, οι οποίες εντούτοις, σε ποσότητα είναι διπλάσιες από της σαμπάνιας.

Πίνακας 1.8 Εξέλιξη των εισαγωγών οίνου

ΐΐ£>5 Αξία Ποαότπια

2 0 0 0 199 2 4 2 6 4 4 7 3

2 0 0 1 26 6 1 9 5798 8 9

2 0 0 2 43 9 3 6 107 177

2 0 0 3 * 22 3 2 1 3 0 6 9 6 6

2 0 0 4 * 24 6 9 6 2 2 1 9 6 0

2 0 0 5 * 2 1 6 3 5 127 0 4 8

2 0 0 6* 26 5 4 8 143 3 3 4

2 0 0 7* 30 8 5 6 1 7 0 9 6 6

2 0 0 8* 347 7 2 1 7 84 5 7

2 0 0 9* 29 3 6 9 1 6 42 8 9

Αξία α ε χ ιλ . €

Ποαόίητα σε Η ί

*Προαωρι νά οιοιχεία

' ' Πηγή: £Σ)£

1.10 Εξαγωγές Οίνου - Κυριότερες Χώρες Προορισμού

Οι εξαγωγές οίνου τη δεκαετία 2000-2009 παρουσίασαν διακυμάνσεις. Το 2009, ύστερα από μια διετία σημαντικής μείωσης επανήλθαν σε ανοδική πορεία, με την εξαγόμενη ποσότητα ναφτάνει τα 266.533 Ημ, αυξημένη κατά 5,7% από το 2008, ενώ η αξία των εξαγωγών ανήλθε σε €57 εκατ. περίπου.

Συνολικά τη δεκαετία 2000-2009 οι εξαγωγές οίνου σε όρους ποσότητας μειώθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,5%, ενώ σε όρους αξίας με αντίστοιχο ρυθμό 1,85%. Αναφορικά με τις κατηγορίες των προϊόντων, στην πρώτη θέση βρίσκονται τα

«λοιπά λευκά» κρασιά με ποσοστό που κάλυψε (το 2009) το 29,9% της συνολικής εξαγόμενης ποσότητας, (αύξηση 8,5% από το 2008).

Οι εξαγωγές της κατηγορίας «ερυθρά λοιπά», αν και μειώθηκαν κατά 13,5%, διαμορφώθηκαν σε 61.143 Ημ, καλύπτοντας το 23% του συνόλου. Πολύ μεγάλη

(30)

ποσοστιαία αύξηση (65%) παρατηρείται στα «λευκά VQPRD», των οποίων το μερίδιο ανήλθε σε 19,8%, ενώ τα «ερυθρά VQPRD» κατέλαβαν ποσοστό 14%. Οι αφρώδεις οίνοι κινήθηκαν πτωτικά και το μερίδιο τους δεν ξεπέρασε το 10% του συνόλου. Τα αποτελέσματα από την διάκριση του εξαγόμενου κρασιού σε εμφιαλωμένο και χύμα δείχνουν ότι οι εξαγωγές του εμφιαλωμένου κρασιού υπερτερούν, καλύπτοντας ποσοστό της τάξεως του 90% του συνόλου για το 2009. Το γεγονός αυτό χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα θετικό για την εγχώρια οινοβιομηχανία, δεδομένου ότι έχει βελτιωθεί σημαντικά το προϊοντικό μείγμα των εξαγωγών ελληνικών κρασιών, σε προϊόντα με υψηλότερη προστιθέμενη αξία.

Πίνακας 1.9 Εξέλιξη εξαγωγή οίνου

(31)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

2.1 Οι Αριθμοδείκτες & η Χρησιμότητα τους5

Αριθμοδείκτης είναι μία σχέση μεταξύ δύο χαρακτηριστικών δεδομένων της επιχείρησης, ενδεικτική της καθαρής θέσης, του δυναμικού, της δραστηριότητας ή της αποδοτικότητας αυτής. Η σχέση αυτή είναι ενδεικτική, γιατί από τα δύο αυτά δεδομένα παρέχεται ένα νέο στοιχείο. Αν τα στοιχεία που έχουν επιλεχθεί είναι λάθος, τότε και ο αριθμοδείκτης θα είναι χωρίς αξία. Όντως, δεν αρκεί να συνδυάσουμε δύο οποιαδήποτε μεγέθη για να έχουμε ένα ενδιαφέρον νέο στοιχείο, αλλά πρέπει να υπάρχει και μία λογική συσχέτιση μεταξύ των δύο όρων του αριθμοδείκτη. Αν λόγου χάρη συσχετίσουμε τα οικόπεδα με τους πελάτες, η πληροφορία που θα αποκομίσουμε δεν είναι χρήσιμη.

Οι αριθμοδείκτες αποτελούν μέσο λήψης χρηματοοικονομικών αποφάσεων. Η λήψη λοιπόν των αποφάσεων μπορεί να γίνει είτε μετά από διαχρονικές είτε μετά από διαστρωματικές συγκρίσεις.

Στις διαχρονικές συγκρίσεις ο αριθμοδείκτης ενός έτους συγκρίνεται με τις μετρήσεις του ίδιου αριθμοδείκτη σε παλαιότερα έτη και εξετάζεται η τάση και η διακύμανση. Ενώ στις διαστρωματικές συγκρίσεις, ο αριθμοδείκτης μιας επιχείρησης συγκρίνεται με αυτόν μιας άλλης από τον ίδιο κλάδο ή με κάποια μέτρηση η οποία θεωρείται αντιπροσωπευτική του κλάδου, όπως με το μέσο όρο ή τη διάμεσο της κατανομής του αριθμοδείκτη για τον κλάδο.

5 Τσακλάγκανος Α. Οικονομική των Επιχειρήσεων (1995)

(32)

Ένας λόγος για τη χρήση των αριθμοδεικτών είναι, ότι με βάση ότι υπάρχει μια αναλογική σχέση μεταξύ αριθμητή και παρανομαστή των αριθμοδεικτών, απομακρύνεται η επίδραση του παράγοντα μέγεθος τόσο στη διαχρονική όσο και στη διαστρωματική σύγκριση.

Επίσης, ενδιαφέρον χαρακτηριστικό των αριθμοδεικτών είναι ότι διευκολύνουν τη μορφοποίηση των χρηματοοικονομικών δεικτών αφού είναι προϊόν επεξεργασίας λογαριασμών, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις νόμιμα δημοσιευμένες οικονομικές εκθέσεις των επιχειρήσεων.

Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό των αριθμοδεικτών είναι η εύκολη προσαρμογή των λογιστικών αριθμών που περιέχονται στο κλάσμα κάθε αριθμοδείκτη έτσι ώστε να περιέχουν ποσά τα οποία δεν έχουν αναγνωριστεί από τη λογιστική του ιστορικού κόστους. Αυτό είναι χρήσιμο αν υπάρχουν αξιόπιστες πληροφορίες ότι η τρέχουσα αξία στην αγορά των στοιχείων του ενεργητικού είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τη λογιστική τους αξία. Επίσης προσαρμογές στις λογιστικές αξίες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό αριθμοδεικτών είναι αναγκαίες όταν ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού δεν έχουν καμία αξία εάν πωληθούν.

Τέλος, με τους αριθμοδείκτες προσδιορίζεται η σχέση μεταξύ βασικών επιχειρηματικών μεγεθών, διευκολύνεται η επιχειρηματική δράση και επεξήγονται τα αποτελέσματα που προκύπτουν από αυτή. Με το σύστημα των αριθμοδεικτών προσδιορίζεται επίσης ο βαθμός απόδοσης των διαφόρων δραστηριοτήτων της οικονομικής μονάδας, με σκοπό την ορθολογικότερη εκμετάλλευση των μέσων δράσεώς της.

Πέραν όμως των θετικών χαρακτηριστικών που έχουν οι αριθμοδείκτες έχουν

(33)

και ορισμένα μειονεκτήματα κατά τη χρήση τους.

Ένα από τα μειονεκτήματα των αριθμοδεικτών είναι ότι η διοίκηση μιας οικονομικής μονάδας προκειμένου να λάβει αποφάσεις που αφορούν τη χρηματοοικονομική, την επενδυτική, τη διοικητική κ.τ.λ. κατάστασή της βασίζεται στους αριθμοδείκτες. Για να είναι όμως οι αριθμοδείκτες αξιόπιστοι πρέπει να έχουν υποστεί έλεγχο από εξωτερικούς ελεγκτές, διαφορετικά τα αποτελέσματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, διότι μπορεί να έχουν προκύψει μετά από τροποποίηση των λογιστικών αριθμών.

Ακόμη ένα μειονέκτημα των αριθμοδεικτών είναι και η ανεπαρκής εκτίμηση του παράγοντα χρόνου, και αυτό γιατί τα συγκρινόμενα μεγέθη είναι επιδεκτικά συχνών μεταβολών σε μεγάλη αναλογία. Οι αριθμοδείκτες πρέπει να υπολογίζονται σε χρονικές στιγμές κανονικά χωρισμένες. Η σύγκρισή τους μέσα στο χρόνο επιτρέπει την παρακολούθηση της εξέλιξης της επιχείρησης. Για την πραγματοποίηση συγκρίσεων μεταξύ περισσότερων επιχειρήσεων, οι αριθμοδείκτες θα έχουν μεγαλύτερη σημασία, εφ’ όσον υπολογίζονται κατά την ίδια χρονική στιγμή του κύκλου εκμετάλλευσης. Η μελέτη αριθμοδεικτών οικονομικών καταστάσεων που αναφέρονται σε διάστημα άνω των δεκαπέντε ετών (15) είναι άνευ σημασίας.

Μπορούν απλά να επισημάνουν ένα γεγονός και όχι να το εξηγήσουν γιατί συμβαίνει. Επίσης, με τους δείκτες γίνεται εκτίμηση της φερεγγυότητας και της ποιότητας της διαχείρισης των επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου.

Ακόμα πρέπει να αναφερθεί ότι σε συνθήκες πληθωρισμού οι αριθμοδείκτες δεν μπορούν να δώσουν αξιόπιστα αποτελέσματα. Πρέπει τα ποσά των οικονομικών καταστάσεων να αποπληθωριστούν πρώτα.

Referências

Documentos relacionados