• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] Δυναμική κίνησης και ευστάθεια οχήματος

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Δυναμική κίνησης και ευστάθεια οχήματος"

Copied!
120
0
0

Texto

(1)

ΤΟΜΕΑΣ: ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΙΤΛΟΣ: ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗΣ &ΕΥΣΤΑΘΕΙΑ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ: ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (ΑΜ: 4920)

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ

ΚΑΒΑΛΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2012

(2)

Η πτυχιακή εργασία εντάσσεται στο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών Τμήματος Μηχανολογίας του Τ.Ε.Ι. Καβάλας. Έχει θέμα: “Δυναμική Κίνησης και Ευστάθεια οχήματος”.

Σκοπός της εργασίας είναι, να καταγράψει και να διερευνήσει την δυναμική κίνησης και την ευστάθεια του αυτοκινήτου, δεδομένου ότι τα περισσότερα ατυχήματα οφείλονται κατά κανόνα σε κακή κατάσταση των συστημάτων του οχήματος π.χ. σύστημα ανάρτησης, πέδησης, διεύθυνσης κ.λ.π. Σκοπός της είναι να ενημερώσει τον κάθε ενδιαφερόμενο.

Θερμές ευχαριστίες απευθύνω σε όλους όσους συνέβαλαν αποφασιστικά στην υλοποίηση της εργασίας αυτής . Ιδιαίτερα στον καθηγητή μου κ. Αραμπατζή Ιωάννη για τις πολύτιμες συμβουλές του και την καθοδήγησή του κατά την διάρκεια της εκπόνησης της πτυχιακής μου εργασίας.

(3)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

1.1 Κέντρο βάρους.(σελ.9-12)

1.2 Προσδιορισμός κέντρου βάρους οχήματος.(σελ.12-13) 1.3 Η ευστάθεια του αυτοκινήτου σε κίνηση.(σελ.13-17)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

2.1 Γεωμετρία του συστήματος διεύθυνσης .(σελ.18-21)

2.2 Το τετράπλευρο οδήγησης ή τετράπλευρο του (ΑΚΕΡΜΑΝ).(σελ.21-32) 2.3 Γωνία C-P.(σελ.32-33)

2.4 Γωνία Κάστερ. (σελ.33-37) 2.5 F400 Carving. (σελ.37-46) 2.6 Σύγκλιση τροχών .(σελ.46-49)

2.7 Σύστημα 4 διευθυντηρίων τροχών. (σελ.49-53)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ (σελ.54-61)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

4.1 Σύστημα ανάρτησης (σελ 62-64)

4.2 Λειτουργία της ανάρτησης στις στροφές (σελ 64-73)

4.3 Σύστημα ρύθμισης ύψους αυτοκινήτου και αυτόματης οριζοντίωσης (σελ.74-77)

(4)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΕΛΑΣΤΙΚΑ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

5.1 Η δομή του ελαστικού (σελ.78-80) 5.2 Τύποι ελαστικών (σελ.80-81)

5.3 Οι δυνάμεις στα ελαστικά (σελ.81-87)

5.4 Υπο- Υπερστροφή.Οι μαγικές λέξεις της οδήγησης (σελ.88-92) 5.5 Τεχνολογία RUN-FLAT (σελ.92-93)

5.6 Υδρολίσθηση (σελ.93)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΕΔΗΣΗΣ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

6.1 Βασικές έννοιες φυσικής (σελ.94-97) 6.2 Σύστημα πέδησης (σελ.97-99)

6.3 Βαθμός ποιότητας του συστήματος πέδησης (σελ.99-100) 6.4 Αντιπλοκαριστικό σύστημα φρένων ΑΒS (σελ.100-106)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΟΛΙΣΘΗΣΗΣ ΤΡΟΧΩΝ

7.1 Γενικά (σελ.107-108)

7.2 Είδη συστημάτων –αρχές λειτουργίας (σελ.108-111)

7.3 Σύστημα ηλεκτρονικού ελέγχου της ροπής του κινητήρα (σελ111) 7.4.Ηλεκτρονικός κατανεμητής πίεσης φρένων (σελ.111-112)

7.5.Ηλεκτρονικό σύστημα άμεσης ενεργοποίησης φρεναρίσματος BAS (Brake Assist System) (σελ.112-113)

7.6. Σύστημα ελέγχου πρόσφυσης των τροχών κατά την εκκίνηση (σελ.113-114) 7.7. Brake assist.(σελ.114)

(5)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.

(Σχ.1.1.1.) Κέντρο βάρους (Σελ.10)

(Σχ.1.2.1.) Δυνάμεις που επιδρούν στο ακινητοποιημένο όχημα σε επίπεδη επιφάνεια (Σελ.13)

(Σχ.1.3.1.) (α) Υπερστροφή ,(β)Υποστροφή (Σελ.16)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.

(Σχ.2.1.1.) Διεύθυνση με στροφή του πρόσθιου άξονα γύρο από ένα πείρο (Σελ.18)

(Σχ.2.1.2.) Στροφή του αυτοκινήτου προς τα αριστερά με ομόκεντρες τροχιές των τεσσάρων τροχών του (Σελ.19)

(Σχ.2.1.3.) Παράλληλοι διευθυντήριοι τροχοί (Σελ.20).

(Σχ.2.1.4.) Φυσιολογική τροχιά των πρόσθιων παράλληλων τροχών κατά τις στροφές και εξαναγκασμένη, λόγω εκτροπής της παραλληλότητας που δημιουργεί το τετράπλευρο ΑΚΕΡΜΑΝ (Σελ.21)

(Σχ.2.2.1.) Τρόπος σύνδεσης εμπρόσθιου ολόσωμου άξονα (Σελ.22) (Σχ.2.2.2.) Γεωμετρία του τετράπλευρου Άκερμαν (Σελ.23)

(Σχ.2.2.3.) Τομή των προεκτάσεων των αγκονοτών βραχιόνων στο μέσον του οπίσθιου άξονα (Σελ.24)

(Σχ.2.2.4.)Γωνία ολίσθησης και γωνία πλεύσης (Σελ.25)

(Σχ.2.2.5.) Νοητός άξονας σφαιρικών συνδέσμων και κλίση τους (Σελ.27).

(Σχ.2.2.6.) Επίδραση των δυνάμεων λόγω της γωνίας Καμπερ (Σελ.28)

(Σχ.2.2.7.) Εγκάρσια κλίση του τροχού, του πείρου, ή των σφαιρικών συνδέσμων (Σελ.29)

(Σχ.2.2.8.) Η γωνία Κάμπερ σε ολόσωμο πρόσθιο άξονα (Σελ.29)

(Σχ.2.2.9.) Εγκάρσια κλίση του πείρου σε ανάρτιση Mac Pherson (Σελ.31) (Σχ.2.2.10.) Κλίση του ακραξονίου (Σελ.32)

(Σχ.2.3.1.) Γωνία CP και ακτίνα κύλισης σε ανάρτιση με γόνατα Μακ Φέρσον (Σελ.33)

(Σχ.2.4.1.) Η γωνία Κάστερ (Σελ.34)

(Σχ.2.4.2.) Θετική γωνία Κάστερ σε ανεξάρτητη ανάρτηση με σφαιρικούς

(6)

(Σχ.2.4.3.) Η γωνία Κάστερ σε σύστημα ανάρτησης Μακ Φέρσον (Σελ.35) (Σχ.2.4.4.)Επίδραση της γωνίας Κάστερ σε τροχούς «επίπλων» (Σελ.36) (Σχ.2.4.5.) Η γωνία Κάστερ σε ποδήλατο (Σελ.36)

(Σχ.2.5.1.) Ψηφιακό σύστημα δ/νσης του F400 (Σελ.40) (Σχ.2.5.2.) Μεταβλητό κάμπερ της Mercedes (Σελ.41) (Σχ.2.5.3.) Το ειδικό λάστιχο της Mercedes (Σελ.42)

(Σx.2.5.4.) Καθορισμός γωνίας κάμπερ από υδραυλικό έμβολο (Σελ.43) (Σχ.2.5.5.) Απεικόνιση συνδεσμολογίας που απουσιάζει η ανάρτηση (Σελ.44) (Σχ.2.5.6.).Λειτουργία των αρθρωτών παραλληλογράμμων που καθορίζουν το κάμπερ του τροχού..(Σελ.45)

(Σχ.2.5.7.) Αρθρωτό παραλληλόγραμμο που ελέγχει την οριζόντια οπισθοχώρηση του τροχού (Σελ.46).

(Σx.2.6.1) Αποτέλεσμα της θετικής γωνίας Κάμπερ είναι η κωνική κύλιση των τροχών και η τάση απόκλισης τους (Σελ.47)

(Σχ.2.6.2) Σύγκλιση των προσθίων διευθυντηρίων τροχών σημεία μέτρησης της σύγκλισης (Σελ.48)

(Σχ.2.6.3). Ρύθμιση της σύγκλισης-απόκλισης σε οπίσθιους τροχούς (Σελ.49).

(Σχ.2.7.1) Σύστημα 4 διευθυντηρίων τροχών.(Σελ.50)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

(Σχ.3.1.1) Κρεμαγιέρα Active Steering (Σελ.54) (Σχ.3.1.2) Κρεμαγιέρα ADAS (Σελ.55)

(Σχ.3.1.3) Σύστημα πλοήγησης ACC.(Σελ.56) (Σχ.3.1.4) Το νέο SUV της Audi (Σελ.57)

(Σχ.3.1.5) Δομή συστήματος διεύθυνσης Lexus RX400h.(Σελ.59) (Σχ.3.1.6) Σύστημα VDIM στο Lexus RX 400h.(Σελ.60)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4.

(Σχ.4.2.1) Απλές αναρτήσεις (Σελ.65) (Σχ.4.2.2) Δύο αιωρούμενοι άξονες (Σελ.65) (Σχήμα 4.2.3) Αιωρούμενοι άξονες (Σελ.66) (Σχ.4.2.4) Μικροί αιωρούμενοι άξονες (Σελ.67)

(7)

κάτω (Σελ.68)

(Σχ.4.2.6) Οι δυνάμεις που επενεργούν σε μια στροφή (Σελ.70) (Σχ.4.2.7) Δημιουργία ροπών (Σελ.70)

(Σχ.4.2.8) Κλίση του αμαξώματος στη στροφή (Σελ.71)

(Σχ.4.2.9) Δυνάμεις που επενεργούν πάνω στο όχημα στη στροφή και ο άξονας του (Σελ.72)

(Σχ.4.2.10) Κέντρα περιστροφής του οχήματος (Σελ.73) (Σχ.4.3.1) Σύστημα ανάρτησης AUDI TT. (Σελ.75)

(Σχ.4.3.2) Σύστημα περιορισμού κλίσεων PORSCE (Σελ76)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5.

(Σχ.5.1.1) Δομή ελαστικού Radial (Σελ.78)

(Σχ.5.1.2) Σύγκριση συμβατικού με το ελαστικό RunOnFlat. Η ενισχυμένη δομή των πλαϊνών, αλλά και ειδικά επιθέματα στο εσωτερικό επιτρέπουν τη λειτουργία του ελαστικού ακόμα και χωρίς αέρα. (Σελ.80)

(Σχ.5.3.1) Δυνάμεις που ασκούνται στο ελαστικό και στο δρόμο (Σελ.82) (Σχ.5.3.2) Εξασφάλιση κεντρομόλου δύναμης (Σελ.83)

(Σχ.5.3.3) Αντίδραση που αναπτύσσουν οι ράγες. (Σελ.85) (Σχ.5.3.4) Παραμόρφωση ελαστικών (Σελ.85)

(Σχ.5.3.5) Γωνία ολίσθησης (Σελ.86)

(Σχ.5.3.6) Παραμόρφωση Ελαστικών (Σελ.87) (Σχ.5.4.1) Συμπεριφορά του οχήματος (Σελ.89) (Σχ.5.4.2) Υπερστροφή του οχήματος.(α).(Σελ.90) (Σχ.5.4.3) Υπερστροφή του οχήματος (β).(Σελ.90)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6.

(Σχ.6.1.1)Δυνάμεις στη περιφέρεια του τροχού (Σελ.95) (Σχ.6.1.2) Χαρακτηριστική μιας πέδης τροχού (Σελ.95).

(Σχ.6.1.3) Σκίτσο ενός δισκόφρενου (Σελ.96)

(Σχ.6.2.1) Συνάρτηση του συντελεστή τριβής (Σελ.97)

(Σχ.6.3.1) Βαθμός ποιότητας ενός συστήματος πέδησης (Σελ.99)

(Σχ.6.3.2) Διάγραμμα επίδρασης της ρύθμισης του συστήματος πέδησης στο

(8)

(Σχ. 6.4.1) Ο κύκλος του Χάμ (Σελ.102)

(Σχ. 6.4.2 ) Συντελεστής δύναμης πέδησης, και συντελεστής πλευρικής δύναμης σε συνάρτηση με την ολίσθηση (Σελ.103)

(9)

The purpose of this paper is to present in details the powers which are applied in a vehicle whether this is moving or not, as well as the systems which are designed to encounter and neutralize them.

The way a vehicle behaves on the road depends highly on the successful neutralization of powers like acceleration force, centrifugal force, the weight of the vehicle, etc. If we fail to neutralize one or more of these powers, the vehicle deviates from its course, rotates or slides and finally overturns.

The steering system in a vehicle is very important as it keeps the vehicle stable both in straight course and in turns. That’s why it is constantly being developed. The geometry of the steering system, Ackerman’s quadrangle, Camber’s angle, C-P, Caster’s angle, play a very important role in the neutralization of the above mentioned powers.

Suspensions appear to be one of the simplest, but in fact one of the most important parts of a car. What makes them necessary is the fact that they are an intermediate system, which is placed between the wheels and the car body.

Suspension absorbs the shocks created by the irregularities of the road and reacts to the forces, which tend to overturn the car or deviate it from its course. All these forces, which act on the car, create a series of complex loads. Thus, the design of a suspension, which will react properly in any case, becomes obligatory.

Tires bring the car in contact with the road and must perform several functions simultaneously. Tires lift the weight of the car and must control the vertical forces, which are created due to the weight, both in movement and stillness. In addition, they accept the side forces from the street, with which they have to develop friction powers that will allow the car to accelerate, slow down or turn without deviating from its course.

Most of the above mentioned powers appear when the vehicle has to stop either in urgent situations or not. The role of the braking system is to neutralize these powers and that’s why manufacturers have developed different kinds of braking systems with the ABS being the most advanced.

Finally, sliding of the wheels is very crucial for the stability of the car. In contemporary cars manufactures apply a variety of systems, which control sliding of the wheels and the direction of the car in difficult driving situations. All these systems

(10)

significantly in their development.

(11)

ΓΕΝΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥΟΧΗΜΑΤΟΣ

1.1. Κέντρο Βάρους

Ως κέντρο βάρους ορίζεται το νοητό σημείο μέσα σε κάθε στερεό σώμα όπου συγκεντρώνεται η μάζα όλου του σώματος.

Η έννοια αυτή είναι γνωστή σε όλους μας, καθώς και οι αρχές που την διέπουν.

Όλοι θυμόμαστε τον εαυτό μας να προσπαθούμε να ισορροπήσουμε το μολύβι στην άκρη του θρανίου, αντί να προσέχουμε στο μάθημα στο σχολείο. Προφανώς το κέντρο βάρους του σώματος ήταν για μας πιο σημαντικό από τα μαθηματικά προβλήματα.

Πόσο ανόητοι ήμασταν που νομίζαμε ότι δεν θα χρειαζόμασταν ποτέ καμιά από τις θεωρίες που μαθαίναμε. Είναι σίγουρο πως πολλοί από μας θα θέλαμε τώρα πολύ να μπορούσαμε να γυρίζαμε πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια της μάθησης. Καθώς αυτό όμως παραμένει αδύνατο, θα πρέπει να επωφεληθούμε από όλες τις διαπιστώσεις που κάναμε «ισορροπώντας μολύβια» και να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια του κέντρου βάρους.

Καθώς το κέντρο βάρους, λοιπόν, ορίζεται ως ένα νοητό σημείο θα πρέπει να καταλάβουμε πως δεν έχει μέγεθος. Μπορείς να ισορροπήσεις ένα αντικείμενο έχοντας βρει το κέντρο βάρους του ακόμη και στο κεφάλι μιας καρφίτσας αν η συγκεκριμένη είναι αρκετά ανθεκτική ώστε να αντέξει τις υφιστάμενες πιέσεις, ενώ μπορείς επίσης να το ισορροπήσεις στο άκρο ενός τηλεφωνικού στύλου.

Τρεις είναι οι άξονες που προβάλλονται στο κέντρο βάρους ενός οχήματος.

1. Ο Διαμήκης άξονας (x) 2. Ο παράπλευρος άξονας (y) 3. Ο κάθετος άξονας (z)

Υπάρχει αυτό που είναι γνωστό ως έξι βαθμών ελευθερία ή δυνατότητα κίνησης γύρω από τους άξονες του κάθε οχήματος. Ο Διαμήκης άξονας (x) είναι γνωστός ως άξονας κύλισης και πάνω σ’ αυτόν πραγματοποιείται η κίνηση. Το όχημα μπορεί να κινείται είτε με την κατεύθυνση της φοράς του ρολογιού είτε και αντίστροφα από αυτήν.

Ο παράπλευρος άξονας ( y) είναι γνωστός ως άξονας στερέωσης και η

(12)

σε δυο κατευθύνσεις επί αυτού καθώς το όχημα μπορεί να παρεκκλίνει με την κατεύθυνση των δεικτών του ρολογιού ή και αντίστροφα

(Σχ.1.1.1) Κέντρο βάρους

Αυτές είναι οι έξη δυνατότητες κίνησης που έχει ένα όχημα επί των αξόνων του με το κέντρο βάρους να αποτελεί ουσιαστικό σημείο αξόνων z και y. Η κίνηση μπορεί να γίνεται είτε επί ενός άξονα κάθε φορά είτε και επί δύο αξόνων ταυτόχρονα.

Οι κινήσεις αυτές δεν περιορίζονται σε κανένα βαθμό κατά την διάρκεια της ανατροπής είτε και μετά από αυτήν αλλά προφανώς η κίνηση επί οποιουδήποτε άξονα δεν γίνεται να πραγματοποιείται ταυτόχρονα σε δυο κατευθύνσεις , δεν μπορεί να παρεκκλίνει π.χ. ένα όχημα και προς την αντίθετη φορά του ρολογιού και αντίστροφα ταυτόχρονα.

Οι κινήσεις αυτές δεν περιορίζονται σε κανένα βαθμό κατά την διάρκεια της ανατροπής είτε και μετά από αυτήν αλλά προφανώς η κίνηση επί οποιουδήποτε άξονα δεν γίνεται να πραγματοποιείται ταυτόχρονα σε δυο κατευθύνσεις , δεν μπορεί να παρεκκλίνει π.χ. ένα όχημα και προς την αντίθετη φορά του ρολογιού και αντίστροφα ταυτόχρονα.

Καθώς μελετάμε και αναλύουμε την κίνηση του οχήματος πρέπει να

(13)

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε γενικά την γενική δυναμική ενός οχήματος καθώς η κατανόηση αυτή θα βοηθήσει όχι μόνο στην ανάλυση της κίνησης του οχήματος αλλά και στην έρευνα της κίνησης του οδηγού.

Ένα όχημα προκειμένου να ανατραπεί, πρέπει να παράγει έργο αρκετό για να μετατοπίσει το κέντρο βάρους του πάνω από τους τροχούς κίνησης. Το έργο προκύπτει από την ορμή – μια δύναμη που υφίσταται επί μιας δεδομένης χρονικής περιόδου (I=FΔt) που παράγεται κατά την πορεία. Απόντος ενός φυσικού εμποδίου, όπως ένα χαντάκι ή μια καμπή του δρόμου, η ορμή μπορεί να προκληθεί και από την τριβή που υπάρχει ανάμεσα στους τροχούς και τον δρόμο. Το μέγεθος της ορμής καθορίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις από το μέγεθος της τριβής.

Στις περιπτώσεις ανατροπής, το όχημα υφίσταται παράπλευρη κίνηση για ένα διάστημα, επομένως έχει πλευρική επιτάχυνση. Η ανάρτηση και η ποιότητα των τροχών καθώς και το βάρος και οι διαστάσεις του οχήματος επηρεάζουν μέγιστη πλευρική επιτάχυνση που μπορεί να αναπτύξει ένα όχημα χωρίς να χάσει τον έλεγχο, καθορίζοντας παράλληλα την σταθερότητά του.

Η γεωμετρική σταθερότητα ενός οχήματος καθορίζεται ως η τιμή που ισοδυναμεί με την αναλογία του μισού εύρους τροχιάς (t) προς το ύψος του κέντρου βάρους (h) (t/2h). Η γεωμετρική σταθερότητα προκύπτει από την στατική κατάσταση του οχήματος όταν αυτό είναι σε ακινησία. Η γεωμετρική σταθερότητα δεν είναι το ίδιο με την σταθερότητα εν κινήσει, διότι η τελευταία λαμβάνει υπόψη της την ανάρτηση και την αποτελεσματικότητα των τροχών και αναφέρεται στην δυναμική του οχήματος. Γενικά μιλώντας, το μέγεθος της λειτουργικής σταθερότητας του οχήματος είναι λιγότερο από αυτό της γεωμετρικής σταθερότητας περίπου κατά 25%

λιγότερο. Προκειμένου να ανατραπεί το όχημα πρέπει να ξεπεραστεί η λειτουργική σταθερότητα.

Στην πράξη θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο για τον οποιοδήποτε ερευνητή να αναπτύξει μια πρακτική μέθοδο υπολογισμού της λειτουργικής σταθερότητας. Ο καθορισμός, ωστόσο, της γεωμετρικής σταθερότητας είναι λιγότερο πολύπλοκος.

Πολλές φορές το εύρος τροχιάς του οχήματος μπορεί να μετρηθεί επι τόπου. Οι πληροφορίες που αφορούν τις διαστάσεις και βρίσκονται στο εγχειρίδιο του χρήστη είναι επίσης πολύ σημαντικές.

Ο συμβατικός τρόπος υπολογισμού του ύψους του κέντρου βάρους είναι

(14)

συγκεκριμένο εξοπλισμό πολύ συχνά δεν τον έχουν οι περισσότεροι ερευνητές. Σ’

αυτήν την περίπτωση μπορούν να απευθυνθούν στις βάσεις δεδομένων του Expert Auto Stats ή στην NHTSA crash test, για τις απαραίτητες πληροφορίες

Βασική αρχή στην κατανόηση της δυναμικής σε ανατροπή είναι πως αν η τιμή της αρχικής ανατροπής ξεπεράσει το όριο της επιφάνειας τριβής (t/2h>f) τότε το όχημα δεν θα ανατραπεί, απλώς θα κινείται πλευρικά. Αυτός πρέπει να είναι ο λόγος για την μικρή συχνότητα ανατροπών σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει κάποιο εμπόδιο στον δρόμο. Αντιθέτως, αν η τριβή στην επιφάνεια ξεπεράσει την αρχική φάση της ανατροπής (f>t/2h) τότε το όχημα θα ανατραπεί, όπως και συμβαίνει όταν υπάρξει κάποιας μορφής εμπόδιο στον δρόμο.

Ο όρος τριβή επιφάνειας εφαρμόζεται τόσο σε ανατροπές εντός και εκτός του δρόμου. Η αρχική φάση της ανατροπής, που πολλές φορές ονομάζεται και όριο πλευρικής σταθερότητας αναφέρεται στο σημείο εκείνο όπου οι τροχοί αρχίζουν να σηκώνονται από το έδαφος και σηματοδοτεί την αρχή της ανατροπής.

Ας θεωρήσουμε ένα όχημα σε μια σταθερή κατάσταση με μια αριστερή στροφή όταν ξαφνικά χάνει τον έλεγχο και αρχίζει να παρεκκλίνει της πορείας. Σε μια τέτοια περίπτωση το βάρος μετατοπίζεται προς την δεξιά πλευρά του οχήματος.

Το όριο πλευρικής σταθερότητας ξεπερνιέται όταν ο ένας από τους αριστερούς τροχούς ανυψωθεί από το έδαφος. Για να απλοποιήσουμε την μελέτη μας θα υποθέσουμε πως και οι δυο τροχοί στην αριστερή πλευρά ανυψώνονται ταυτόχρονα από το έδαφος, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν συμβαίνει. Η διαφορά στον χρόνο ανύψωσής τους όμως είναι μηδαμινή και μπορεί να μη ληφθεί υπόψη για τις ανάγκες της έρευνας.

Αφού λοιπόν, ανυψωθούν από το έδαφος οι αριστεροί τροχοί κίνησης το κέντρο βάρους περιστρέφεται γύρω από τον κάθετο άξονα, περιλαμβάνοντας την επαφή του εδάφους με τους τροχούς επί της δεξιάς πλευράς, οπότε φτάνουμε στο σημείο της ανατροπής η οποία και επακολουθεί. Αρκετό έργο πρέπει να έχει παραχθεί προκειμένου να ανυψωθεί το κέντρο βάρους, που σημαίνει ότι πρέπει να έδρασε μια ορμή για συγκεκριμένη διάρκεια

1.2 Προσδιορισμός κέντρου βάρους οχήματος

Στο κάτωθι σχήμα φαίνονται οι δυνάμεις που επιδρούν στο ακινητοποιημένο όχημα

(15)

αντιδράσεις Nf και Nr που είναι ίσες με τα επί μέρους φορτία των 960 και 865 kg Ο προσδιορισμός της οριζόντιας θέσης του κέντρου βάρους του αυτοκινήτου δίδεται από τους τύπους

(Σχ.1.2.1) Δυνάμεις που επιδρούν στο ακινητοποιημένο όχημα σε επίπεδη επιφάνεια.

1.3 Η ευστάθεια του αυτοκινήτου σε κίνηση

Με τον όρο "ευστάθεια κίνησης του αυτοκινήτου" εννοούμε την ικανότητα, που πρέπει να έχει ένα όχημα που κινείται σε οριζόντιο επίπεδο έδαφος, χωρίς εξωτερικές επιδράσεις αφενός, και αφετέρου να διατηρεί, χωρίς επέμβαση στο σύστημα διεύθυνσής του, την τροχιά την οποία προσδιορίζει η σχετική θέση των τροχών του.

(16)

να συνεχίζει να κινείται ευθύγραμμα προς την κατεύθυνση των τροχών του ή, αν οι τροχοί του βρίσκονται σε θέση στροφής, να εξακολουθεί να διαγράφει την καμπύλη στην οποία εφάπτονται τα επίπεδα συμμετρίας των τροχών του.

Ο ορισμός αυτός έχει θεωρητική σημασία μόνο, διότι στην πράξη το όχημα όταν κινείται, βρίσκεται πάντοτε κάτω από εξωτερικές επιδράσεις, όπως είναι ένας πλευρικός άνεμος, μία ανωμαλία του δρόμου, ή φυγόκεντρος δύναμη κατά τις στροφές κ.λπ.

Συνεπώς, πρακτικά, ευσταθές ονομάζεται ένα αυτοκίνητο, που όταν εκτραπεί για οποιονδήποτε λόγο από την ευθύγραμμη πορεία του, έχει την τάση να επανέλθει από μόνο του στην κανονική του τροχιά, χωρίς, δηλαδή, να επέμβει το σύστημα διεύθυνσής του. Αντίθετα, ασταθές ονομάζεται το όχημα, που έχει την τάση να αυξάνει την εκτροπή από την φυσιολογική του πορεία.

Μετά απ'όσα αναφέρθηκαν, είναι φανερό, πως με την έννοια αυτή, η "ευστάθεια"

είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως π.χ. του συστήματος διεύθυνσης, του συστήματος ανάρτησης, του είδους των ελαστικών, της θέσης του κέντρου βάρους του οχήματος, του είδους του οδοστρώματος επάνω στο οποίο κινείται κ.λπ.

Η ευστάθεια κατά τις στροφές

Ας υποτεθεί, ότι ένα όχημα κινείται σε μία αριστερή στροφή και υφίσταται πλευρική (φυγόκεντρη) δύναμη (Σχ.1.3.1). Η πλευρική αυτή δύναμη, που επιδρά στα ελαστικά του αυτοκινήτου, θα παραμορφώσει την περιοχή της επιφάνειας επαφής τροχού - εδάφους. Το αποτέλεσμα θα είναι να εμφανισθεί μία πλευρική μετατόπιση του τροχού και να πάψει η τροχιά να είναι κάθετη στον άξονα περιστροφής του τροχού, οπότε θα γίνει πλάγια (λοξή) ως προς αυτόν. Έτσι, δημιουργείται η γωνία (α) μεταξύ της νέας τροχιάς της εκτροπής των τροχών και της κατεύθυνσης του επιπέδου συμμετρίας του τροχού, που ονομάζεται, όπως είπαμε, "γωνία ολίσθησης".

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, σε κάθε τροχό του αυτοκινήτου θα παρουσιασθεί και μία γωνία ολίσθησης. Μάλιστα, οι γωνίες αυτές στους τροχούς σε κάθε άξονα, δηλαδή ανά δύο, (εμπρός- πίσω), είναι ίσες μεταξύ τους.

Αν η γωνία ολίσθησης των οπίσθιων τροχών α0 είναι μεγαλύτερη από τη γωνία ολίσθησης των προσθίων τροχών απ, δηλαδή αν α0π τότε το οπίσθιο μέρος του αυτοκινήτου θα εκτραπεί περισσότερο από το πρόσθιο, που στην πράξη σημαίνει ότι το πίσω μέρος του αυτοκινήτου θα στρέφεται γύρω από τον κατακόρυφο άξονα του,

(17)

στροφής. Έτσι, τελικά, το όχημα θα υπερβεί την θεωρητική τροχιά του και θα κινηθεί προς την πλευρά όπου ασκείται η δύναμη (F0), που προκαλεί την ολίσθηση, οπότε και θα βρεθεί, στο τέλος, σε διαφορετική τροχιά κατά γωνία α0 [Σχ.1.3.1(a)]. Στην περίπτωση αυτή λέμε, ότι το όχημα υπερστρέφει. Έχει, δηλαδή, από μόνο του την τάση, όταν κινείται σε οριζόντιο έδαφος, να ξεφύγει από την ευθύγραμμη πορεία κάτω από την παραμικρή πλευρική ώθηση.

Έτσι, στις στροφές του δρόμου το αυτοκίνητο έχει την τάση να κινηθεί με μι- κρότερη ακτίνα καμπυλότητας από αυτή που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη στροφή του τιμονιού και, κατ' επέκταση στη στροφή των τροχών.

Πρέπει, συνεπώς, ο οδηγός να βρίσκεται πάντα σε ετοιμότητα και, συνεχώς να διορθώνει την πορεία του αυτοκινήτου με το σύστημα διεύθυνσης.

Ας φανταστούμε π.χ., ένα αυτοκίνητο που κινείται σε αριστερή στροφή, σύμ- φωνα με το Σχ.(1.3.1(α).) Για να παραμείνει στο δρόμο, ενώ ήδη ο οδηγός του έχει στρίψει το τιμόνι αριστερά και έχει εισέλθει στη στροφή, πρέπει στη συνέχεια να στρίψει το τιμόνι του δεξιά, δηλαδή αντίθετα προς την πορεία κίνησής του, να κάνει, όπως λέμε, "ανάποδο τιμόνι". Η παραπάνω αυτή ενέργεια που πρέπει να γίνει, είναι μία κίνηση την οποία δύσκολα αντιλαμβάνεται ένας άπειρος οδηγός, ο οποίος αν κρατήσει σταθερά το τιμόνι του, τότε θα καταλήξει στο αριστερό μέρος του δρόμου και ενδεχομένως, θα βρεθεί έξω από αυτόν.

Αν η γωνία ολίσθησης των πρόσθιων τροχών είναι μεγαλύτερη από τη γωνία ολίσθησης των οπίσθιων, αν δηλαδή α0π (Σχ.1.3.1(β), τότε, με την επίδραση πλευρικής (φυγόκεντρης) δύναμης, η ολίσθηση των πρόσθιων τροχών θα είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των οπίσθιων και το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου θα έχει την τάση να απομακρυνθεί από την αρχική τροχιά του και να κινηθεί προς την πλευρά, κατά την οποία το ωθεί η πλευρική δύναμη Fπ. Τότε λέμε, ότι το αυτοκίνητο υποστρέφει. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, το αυτοκίνητο έχει την τάση να κινηθεί με μεγαλύτερη ακτίνα καμπυλότητας, από αυτή που αντιστοιχεί στην συγκεκριμένη στροφή του τιμονιού. Ας φανταστούμε ένα αυτοκίνητο, το οποίο κινείται σε αριστερή στροφή, όπως στο(Σχ.1.3.1(β). Εάν το αυτοκίνητο υποστρέφει, σύμφωνα με τα παραπάνω, το πρόσθιο μέρος του κινείται προς την δεξιά πλευρά του δρόμου. Για να κρατηθεί το αυτοκίνητο πάνω στο δρόμο και να μην βρεθεί στην δεξιά πλευρά του και ίσως έξω απ' αυτόν, πρέπει ο οδηγός να στρέψει λίγο ακόμη το

(18)

(Σχ.1.3.1 ) (α) Υπερστροφή ,(β)Υποστροφή

Τέλος, αν απ = αο’, οι γωνίες ολίσθησης των πρόσθιων και των οπίσθιων τροχών είναι ίσες, τότε το όχημα ακολουθεί τη μέση γραμμή του δρόμου, χωρίς να φεύγει προς τα δεξιά ή τα αριστερά της.

Στην περίπτωση αυτή λέμε, ότι το όχημα είναι, από άποψη διεύθυνσης, ουδέτερο.

Όχημα που υποστρέφει, όταν κινείτε ευθύγραμμα σε δρόμο με μικρή κυρτότητα, είναι άνετο στην οδήγηση, δεν χρειάζεται συνεχή παρακολούθηση και διόρθωση πορείας από τον οδηγό και ακολουθεί με ευχέρια στροφές του δρόμου ακόμη και με μεγάλη ακτίνα καμπυλότητας. Στις «κλειστές» στροφές όμως, επειδή το όχημα έχει την τάση να ακολουθεί την ευθύγραμμη πορεία, χρειάζεται να στραφούν οι τροχοί του περισσότερο από όσο απαιτούν, γεωμετρικά, οι στροφές αυτές.

Για τις ιδιότητές του αυτές, το υπόστροφου αυτοκίνητο, γενικά, θεωρείται ασφα- λές και ευσταθές.

Αντίθετα, το υπέρστροφο όχημα παρουσιάζει μεν ευκαμψία και διαγράφει με ευχέρεια κλειστές στροφές με μικρή ταχύτητα, εάν όμως, κινείται με μεγάλη ταχύτητα, απαιτεί το "ανάποδο τιμόνι". Επίσης, στην ευθύγραμμη πορεία έχει τάσεις απόκλισης και χρειάζεται συνεχής ετοιμότητα από τον οδηγό και διόρθωση πορείας.

Για τον λόγο αυτό, το υπέρστροφο όχημα θεωρείται ασταθές και δύσκολο στην οδήγησή του.

Το ουδέτερο όχημα εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις κίνησής του, είναι το

(19)

επιδρά στην ευστάθειά του, δεδομένου ότι δεν ελέγχεται απόλυτα η κατανομή βάρους στους άξονες, επειδή το φορτίο συνεχώς μεταβάλλεται.

Τα συνηθισμένα αυτοκίνητα γενικής χρήσης έχουν, κατά κανόνα, τάσεις υποστροφής, σε αντίθεση με τα αυτοκίνητα αγώνων που έχουν τάσεις υπερστροφής.

Πάντως, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, ότι τον βασικό ρόλο στην ευστάθεια ενός οχήματος στο δρόμο, είτε σε συνθήκες υποστροφής, είτε υπερστροφής, παίζει η θέση του κέντρου βάρους του οχήματος. Αν, δηλαδή, το κέντρο βάρους είναι κοντά στον πρόσθιο άξονα, το όχημα έχει τάσεις υποστροφής στην καμπύλη τροχιά. Αντίθετα, όταν το κέντρο βάρους είναι κοντά στον οπίσθιο άξονά του, υπάρχουν τάσεις υπερστροφής. Τα αυτοκίνητα με πρόσθια κίνηση, κατά κανόνα υποστρέφουν, ενώ τα αυτοκίνητα με οπίσθια κίνηση υπερστρέφουν. Τα αυτοκίνητα με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς, εφόσον έχουν ομοιόμορφη κατανομή βάρους, έχουν ουδέτερη συμπεριφορά

(20)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.

ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

2.1 Γεωμετρία του συστήματος διεύθυνσης.

(Σχ.2.1.1) Διεύθυνση με στροφή του πρόσθιου άξονα γύρω από ένα πείρο

Τα πρώτα συστήματα οδήγησης αυτοκινήτων επηρεασμένα προφανώς, από τις ιππήλατες άμαξες, λειτουργούσαν με περιστροφή ολόκληρου του πρόσθιου άξονα γύρω από έναν πείρο, που βρισκόταν στο μέσο αυτού του άξονα. Το σύστημα, δηλαδή, αυτό ήταν περίπου αντίστοιχο; με εκείνο που διαθέτει σήμερα ένα ρυμουλκούμενο όχημα δύο αξόνων (Σχ.2.1.1).Και είναι μεν ένα σύστημα πολύ απλό, έχει, όμως, και σοβαρά μειονεκτήματα, το κυριότερο από τα οποία είναι το ότι μειώνει σημαντικά τη βάση στήριξης του οχήματος και, κατά συνέπεια, την ευστάθεια του και μάλιστα τη στιγμή που, λόγω φυγοκεντρικών δυνάμεων οι οποίες αναπτύσσονται στις στροφές, χρειάζεται τη μεγαλύτερη δυνατή ευστάθεια.

(21)

(Σχ.2.1.2) Στροφή του αυτοκινήτου προς τα αριστερά με ομόκεντρες τροχιές των τεσσάρων τροχών του

.

Αυτός είναι ο λόγος, που πολύ πριν εμφανισθούν τα αυτοκίνητα, είχαν κάνει την εμφάνισή τους συστήματα διεύθυνσης ιππήλατων αμαξών με περιστροφή των ακραξονιών τους. Για να στρέφει και να κυλιέται ομαλά, σαν ένα σύνολο, ένα όχημα χωρίς να εμφανίζονται τριβές ολίσθησης στα σημεία επαφής των τροχών με το οδόστρωμα, θα πρέπει οι προεκτάσεις των αξόνων και των τεσσάρων τροχών του να περνούν από ένα σημείο Ο, που αποτελεί το "κέντρο στροφής" του οχήματος (Σχ.2.1.2).Επειδή δε ο άξονας των οπισθίων τροχών είναι σταθερός, είναι φανερό, ότι τo σημείο Ο θα βρίσκεται στην προέκταση του οπίσθιου άξονα, οπότε οι τροχιές των τεσσάρων τροχών είναι ομόκεντρες.

Αναλυτικότερα, αν επρόκειτο το όχημα να διαγράψει τμήμα κύκλου, το σημείο Ο θα ήταν σταθερό μέχρι το τέλος της στροφής. Επειδή, όμως, η καμπύλη που διαγράφει είναι τυχαία, το σημείο Ο κινείται και αυτό και διαγράφει καμπύλη.

Έτσι, σε κάθε στιγμή κίνησης και σε κάθε σημείο της τροχιάς, αντιστοιχεί ένα

(22)

ακόμα σημείο Ο (το "στιγμιαίο κέντρο στροφής").

Σχ.2.1.3 Παράλληλοι διευθυντήριοι τροχοί.

Στο σύστημα στροφής του άξονα γύρω από ένα πείρο (Σχ. 2.1.1), η συνθήκη σύμφωνα με την οποία πρέπει να "περάσουν" οι προεκτάσεις των τροχών από το στιγμιαίο κέντρο στροφής Ο, είναι δυνατή από μόνη της. Στα συστήματα, όμως, με περιστροφή των ακραξονίων, αν οι διευθυντήριοι τροχοί είναι παράλληλοι, τη στιγμή της στροφής η συνθήκη με βάση την οποία πρέπει να υπάρξει ένα μόνον κέντρο στροφής, δεν είναι δυνατή (Σχ.2.1.3) (01 και 02).

Έτσι, αν οι τροχοί είναι παράλληλοι, τη στιγμή της στροφής θα υπάρξει, πέρα από την κύλισή τους πάνω στο δρόμο, και μία φυσιολογική τροχιά τους, που ουσιαστικά θα δημιουργεί πλαγιολίσθηση, με αποτέλεσμα οι τροχοί να σύρονται επάνω στο δρόμο.

Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, η κατασκευή ενός μηχανισμού, που κατά την ώρα της στροφής να εκτρέπει τους πρόσθιους τροχούς από την παραλληλότητα, δηλαδή να "καταστρέφει" την παραλληλότητα, και με κατάλληλες γωνίες, που θα παίρνουν κάθε φορά οι πρόσθιοι τροχοί, να έχουμε κοινό κέντρο περιστροφής. Δηλαδή, η γωνία β (Σχ.2.1.2),που σχηματίζεται από τον άξονα του πρόσθιου εσωτερικού (αριστερού ) τροχού με την προέκταση του οπίσθιου άξονα, να είναι μεγαλύτερη από τη γωνία α, που σχηματίζεται από τον άξονα του πρόσθιου εξωτερικού (δεξιού) τροχού με την προέκταση του οπίσθιου άξονα.

(23)

Σημειώνεται, ότι η διαφορά των δύο γωνιών είναι δ=β-α.

Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι το τετράπλευρό του Ackermann (Άκερμαν), ενώ στο (Σχ. 2.1.4) παρουσιάζεται η φυσική τάση που έχουν οι τροχοί να αποκλίνουν από την εξαναγκασμένη τροχιά που δημιουργεί το τετράπλευρο και εξαναγκασμένη, λόγω εκτροπής της παραλληλότητας που δημιουργεί το

τετράπλευρο ΑΚΕΡΜΑΝ

Σχ.2.1.4 Φυσιολογική τροχιά των πρόσθιων παράλληλων τροχών κατά τις στροφές

2.2 Το τετράπλευρο οδήγησης ή τετράπλευρο του Ackermann (Ακερμαν)

Ας εξετάσουμε ένα απλό σύστημα διεύθυνσης με πρόσθιο ολόσωμο άξονα.

Παρατηρούμε στο σύστημα αυτό, ότι ο πρόσθιος ολόσωμος άξονας ή οτιδήποτε άλλο τον αντικαθιστά όταν αυτός δεν υπάρχει - ανάλογα, βέβαια, με το σύστημα ανάρτησης - καταλήγει σε δύο γόμφους [Σχ.2.2.1(α)] ή δίχαλα [Σχ.2.2.1(β)] στα οποία αρθρώνονται, με ένα σχεδόν κατακόρυφο πείρο, τα δύο ακραξόνια, επάνω στα οποία προσαρμόζονται οι διευθυντήριοι τροχοί. 'Αν, όπως είδαμε στον ολόσωμο πρόσθιο άξονα, στραφεί το ένα ακραξόνιο μαζί με τον αγκωνωτό βραχίονα του τροχού, μέσω της ράβδου ζεύξης, θα ακολουθήσει και το άλλο

(24)

ακραξόνιο [βλ. και Σχ.2.2.6(γ)]

(Σχ.2.2.1) Τρόπος σύνδεσης εμπρόσθιου ολόσωμου άξωνα

ακραξόνιο [βλ. και Σχ.2.2.2(γ)]

Διάφοροι πολύπλοκοι συνδυασμοί αρθρώσεων έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί για την κίνηση των εμπρόσθιων τροχών στις κατάλληλες γωνίες με δεδομένο ότι ο εσωτερικός τροχός πρέπει να στραφεί περισσότερο από τον εξωτερικό (Σχ.2.1.2). Η διάταξη αρθρώσεων του τετραπλεύρου του Άκερμαν (Σχ2.2.2) είναι απλή, ενώ οι ακριβείς γωνίες παρατηρούνται σε μία συγκεκριμένη θέση, όταν οι τροχοί στρέφονται προς τα αριστερά, και σε μία αντίστοιχη θέση όταν περιστρέφονται δεξιά, καθώς και για μικρές ταχύτητες και για στροφές με μεγάλη ακτίνα καμπυλότητας. Εάν αυξηθούν οι ταχύτητες, εμφανίζονται νέοι παράγοντες που αλλοιώνουν, κάπως, τα θεωρητικά δεδομένα.

Εν τούτοις, επειδή η διάταξη αυτή των αρθρώσεων του τετραπλεύρου του Άκερμαν πλησιάζει με ικανοποιητική προσέγγιση την ιδεώδη θέση, όσον αφορά και τις άλλες γωνίες, και είναι, πράγματι μια καλή συμβιβαστική λύση μεταξύ κόστους κατασκευής και αποδεκτής κίνησης των τροχών, υιοθετήθηκε, παγκόσμια, η εφαρμογή του από τις αυτοκινητοβιομηχανίες.

(25)

(Σχ.2.2.2) Γεωμετρία του τετράπλευρου Ακερμαν

Πιο αναλυτικά:

Οταν οι τροχοί ακολουθούν την ευθύγραμμη εμπρός πορεία [Σχ.2.2.2(a)], τότε το τετράπλευρο Ακερμαν Ο-Ο'- Α΄-Α αποτελεί ένα ισοσκελές τραπέζιο, το οποίο σχηματίζεται από:

α) Τον πρόσθιο ολόσωμο συνδετικό άξονα Ο-Ο΄, ή οτιδήποτε τον αντικαθιστά σε συστήματα ανεξάρτητης ανάρτησης,

β) Τις δύο πλευρές του τραπεζίου ΟΆ' και ΑΟ, που αποτελούν τα μήκη των αγκωνωτών βραχιόνων των τροχών και

γ) Το τμήμα ΑΆ, που αποτελεί τη ράβδο σύζευξης (μπάρας) C. Αν το τιμόνι περιστραφεί δεξιόστροφα, τότε οι βραχίονες Β και Β' του τραπεζίου θα

(26)

στραφούν προς τα αριστερά στις νέες θέσεις Γ'-Γ, αντίστοιχα, διανύοντας και οι δύο την ίδια απόσταση ε. [Σχ.2.2.2β)].

Με την κίνηση αυτή των βραχιόνων, δηλαδή των αγκωνωτών βραχιόνων των ακραξονίων, περιστρέφονται και τα ακραξόνια F' και F προς τα δεξιά και έρχονται στις θέσεις G' και G, αντίστοιχα. Τότε, το ισοσκελές τραπέζιο παραμορφώνεται και γίνεται τετράπλευρο Ο-Ο'-Α'-Α [Σχ2.2.2Β)] και η γωνία β, που ισούται με την γωνία β', είναι μεγαλύτερη από την γωνία α, που ισούται με την γωνία α', όπως προκύπτει από το ίδιο σχήμα. Δηλαδή, ενώ οι δύο μετατοπίσεις (ε) στους κύκλους Ο και θ' είναι ίδιες, οι γωνίες στροφής β και α είναι διαφορετικές (β>α). Έτσι, όσο περισσότερο στρέφει το τιμόνι για πιο κλειστή στροφή, τόσο η διαφορά των γωνιών α και β μεγαλώνει.

Με τη διάταξη αυτή παρατηρείται, ότι κατά την κίνηση του οχήματος στις στροφές, κάθε τροχός ακολουθεί, πλέον, εξαναγκασμένη τροχιά με διαφορετική ακτίνα (Σχ.2.1.4). Επιπλέον, επειδή οι οπίσθιοι τροχοί διαγράφουν μικρότερη ακτίνα από τους πρόσθιους, δημιουργούνται συνθήκες εύκολου παρκαρίσματος σε στενό χώρο, π.χ. μεταξύ δύο αυ- τοκινήτων, όταν το αυτοκίνητο κινείται προς τα όπισθεν. Επίσης, εάν δεν προσέξει ο οδηγός σε μία στροφή και την "πάρει κλειστά", τότε ο οπίσθιος εσωτερικός τροχός προσκρούει στο πεζοδρόμιο.

Προσεκτική μελέτη του συστήματος δείχνει, ότι για να στραφεί το όχημα χωρίς να εμφανισθεί ολίσθηση στους τροχούς του, για να υπάρχει, δηλαδή, σε κάθε στιγμή ένα στιγμιαίο κέντρο στροφής, πρέπει οι προεκτάσεις των βραχιόνων του τετραπλεύρου του Ακερμαν να "περνούν" από το μέσον του οπίσθιου άξονα, σχηματίζοντας μία γωνία, που αναφέρεται ως "γωνία Ακερμαν" (Σχ. 2.2.3)

(Σχ.2.2.3) Τομή των προεκτάσεων των αγκωνωτών βραχιόνων στο μέσον του

(27)

Αποκλίσεις από το σύστημα Akermann

Οπως είπαμε παραπάνω, ένα όχημα που διαγράφει μία καμπύλη τροχιά, με βάση την αρχή Άκερμαν, δεν πρέπει να έχει καθόλου τριβές στους τροχούς του.

Στην πράξη αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τελείως δύσκαμπτα ελαστικά και με πολύ μικρές ταχύτητες. Έτσι, ένα όχημα που κινείται ευθύγραμμα με κάποια τα- χύτητα, χρειάζεται πλευρική ώθηση για να εγκαταλείψει την ευθύγραμμη τροχιά και να περάσει στην καμπυλόγραμμη, και την ώθηση αυτή μόνον η αντίδραση του εδάφους μπορεί να τη δώσει. Αυτό, φυσικά, δεν γίνεται χωρίς τριβή.

Ας υποτεθεί, λοιπόν, ότι το όχημα κινείται ευθύγραμμα και στρέφει τους τροχούς του κατά μία γωνία, για να διαγράψει καμπύλη (στροφή) προς τα αρι- στερά (Σχ.2.2.4).

(Σχ.2.2.4 )Γωνία ολίσθησης και γωνία πλεύσης

Από τη δύναμη ώθησης, π.χ. των οπίσθιων τροχών και της αδράνειας του

(28)

οχήματος, θα εμφανισθούν στους πρόσθιους τροχούς δυνάμεις F1; που υπερνικούν τις δυνάμεις κύλισης των τροχών, με αποτέλεσμα να τους ε- πιτρέπουν να συνεχίσουν την κίνησή τους κατά την κατεύθυνση του επιπέδου συμμετρίας του τροχού.

Συγχρόνως, όμως, τα μόρια της επιφάνειας στήριξης του ελαστικού παραμορφώνονται από τη στρέψη του τροχού και από τις πλευρικές δυνάμεις F2, οι οποίες είναι κάθετες προς τις δυνάμεις F1 και οφείλονται, είτε σε φυγόκεντρες δυνάμεις, είτε σε πλάγιο άνεμο. Οι δυνάμεις F2 εξισορροπούνται από την πρόσφυση -τριβή των τροχών στο έδαφος. Βέβαια, εάν οι δυνάμεις F2 είναι μεγαλύτερες από την πρόσφυση, τότε το αυτοκίνητο πλαγιολισθαίνει, χάνοντας την επαφή του με τον δρόμο.

Οι δυνάμεις F1 και F2, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δημιουργούν την συνισταμένη F, κατά τη κατεύθυνση της οποίας κινείται πλέον ο τροχός.

Έτσι, η επιφάνεια στήριξης δεν ακολουθεί τελείως τη γωνία στροφής του τροχού, με αποτέλεσμα η γωνία, κατά την οποία στρέφει η επιφάνεια στήριξης, να υπολείπεται από την αντίστοιχη της στροφής του τροχού κατά μια μικρή γωνία α που ονομάζεται γωνία ολίσθησης.

Για να ακολουθήσει, λοιπόν, το όχημα την επιθυμητή πορεία, πρέπει οι τροχοί να στρίψουν περισσότερο από την γωνία η οποία, θεωρητικά, είναι

«επαρκής». Τότε, όμως, παύει πια το κέντρο του Ακερμαν να είναι το πραγματικό στιγμιαίο κέντρο στροφής του οχήματος, αναγκάζοντας τον τροχό να πλαγιολισθήσει κατά γωνία α και να ακολουθήσει την κατεύθυνση της συνισταμένης F. Παράλληλα, το αυτοκίνητο δεν κινείται πλέον σύμφωνα με το διαμήκη άξονα του, αλλά κατά μία άλλη διεύθυνση κίνησης, που αποκλίνει από αυτόν τον άξονα του αυτοκινήτου, κατά μία γωνία β, η οποία ονομάζεται γωνία πλεύσης του αυτοκινήτου.

Εγκάρσια κλίση του Τροχού

(Γωνία Κάμπερ-Camber) - Εγκάρσια κλίση του πείρου

Οπως είπαμε, ο τροχός για να πάρει την κατεύθυνση που θέλει ο οδηγός, στρέφεται γύρω από ένα πείρο, είτε αυτός είναι πραγματικός, όπως στο (Σχ.2.2.5), είτε είναι ο νοητός άξονας που ενώνει τα δύο σημεία, στα οποία

(29)

στηρίζεται η βάση του ακραξονίου στο σύστημα ανεξάρτητης ανάρτησης, δηλαδή ενώνει τους δύο σφαιρικούς συνδέσμους (Σχ.2.2.5).

(Σχ.2.2.5) Νοητός άξονας σφαιρικών συνδέσμων και κλίση τους.

Έστω, ότι έχουμε ένα πρόσθιο ολόσωμο (άκαμπτο) άξονα βαρέος οχήματος, στο άκρο του οποίου υπάρχει κατακόρυφος πείρος και οριζόντιο ακραξόνιο [Σχ.2.2.6(α)]. Το βάρος του οχήματος Ρ, που αντιστοιχεί στον τροχό και βρίσκε- ται πάνω στο ακραξόνιο , και η δύναμη ώθησης καταλήγουν στον πείρο, ενώ η αντίδραση Α του οδοστρώματος βρίσκεται εφαρμοσμένη στο μέσο της επαφής τροχού - οδοστρώματος. Λόγω της απόστασης d [Σχ.2.2.6.α] του άξονα του πείρου από τον άξονα συμμετρίας του τροχού, θα εμφανισθούν ζεύγη δυνάμεων κατά την οριζόντια και κατακόρυφη έννοια, που καταπονούν τον πείρο και το ακραξόνιο. Ειδικά το οριζόντιο ζεύγος κάνει δύσκολη την οδήγηση, ενώ την δυ- σκολεύει ακόμη περισσότερο η εμφάνιση εμποδίων στον τροχό που δημιουργούν την ροπή (F.L) [Σχ.2.2.6 (β)]. Εξάλλου, και το κατακόρυφο ζεύγος καταπονεί το σύστημα, με τη δημιουργία της ροπής (A.d) [Σχ.2.2.6(α)].

(30)

(Σχ.2.2.16) Επίδραση των δυνάμεων λόγω της γωνίας Καμπερ

Όλες αυτές οι παρενέργειες αποφεύγονται, εάν δοθεί, αφενός, μία κλίση στον άξονα του πείρου (Σχ.2.2.1), έτσι ώστε το επάνω μέρος του να κλίνει προς το εσωτερικό του οχήματος και αφετέρου, μία αντίθετη κλίση στον τροχό, ώστε το άνω μέρος του να κλίνει προς τα έξω [Σχ.2.2.6 (γ)] και, αντίστοιχα, το ακραξόνιο να γέρνει προς τα κάτω. Έτσι, θεωρητικά η απόσταση L των δύο αξόνων (κατακόρυφου και άξονα συμμετρίας του τροχού) [Σχ.2.2.6(B)]

μειώνεται σημαντικά ή και μηδενίζεται [Σχ.2.2.6(γ)].

Η εγκάρσια κλίση του τροχού ονομάζεται γωνία Camber (Κάμπερ) και είναι η γωνία η οποία σχηματίζεται μεταξύ της αξονικής γραμμής συμμετρίας του τρο- χού (επίπεδο συμμετρίας τροχού), - όπως φαίνεται από το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου, - και της αντίστοιχης κατακόρυφης (κατακόρυφο επίπεδο)[Σχ.2.2.7 α( και (β)]. Θεωρείται θετική η γωνία Κάμπερ, όταν το άνω μέρος του τροχού κλίνει προς τα έξω, δηλαδή απομακρύνεται από το αμάξωμα, και αρνητική , όταν κλίνει προς τα μέσα, δηλαδή πλησιάζει προς το αμάξωμα.

(31)

(Σχ.2.2.7 ) Εγκάρσια κλίση του τροχού, του πείρου, ή των σφαιρικών συνδέσμων

Στο (Σχ.2.2.8) φαίνεται σε ολόσωμους άξονες η γωνία Κάμπερ, όπου αυτή παρουσιάζεται ως: (α) Θετική, (β) Μηδενική και (γ) Αρνητική.

(Σχ.2.2.8 ) Η γωνία Κάμπερ σε ολόσωμο πρόσθιο άξονα

Οι τιμές της γωνίας Κάμπερ, καθώς και η μεταβολή τους ανάλογα με το φορτίο , δίδονται από τον κατασκευαστή.Η αρνητική γωνία Κάμπερ που έχουν πολλά σύγχρονα αυτοκίνητα, ειδικά στους πίσω τροχούς και η οποία κυμαίνεται, συνήθως, από 0° 30' έως 2°, αυξάνει μεν την πλευρική ευστάθειά τους σε κλειστές και γρήγορες στροφές, επιβαρύνει (φθείρει) όμως την εσωτερική

(32)

πλευρά του πέλματος των ελαστικών.

 Σκοπός της γωνίας Κάμπερ είναι:

α) Να μειώνει τις καταπονήσεις που προκύπτουν από τις δυνάμεις που αναφέρθηκαν παραπάνω,

β) Να βελτιώνει, ανάλογα, την υπερστροφή ή την υποστροφή του οχή- ματος σε μία στροφή, σε συνάρτηση πάντα με τη χρησιμοποιούμενη ανάρτηση και τη συμπεριφορά της, σε σχέση με την ταχύτητα και την μεταφορά βάρους στη στροφή, παράγοντες που διαφοροποιούν την κατανομή δυνάμεων στην ανάρτηση.

Έτσι, η γωνία Κάμπερ ελέγχει την οδική συμπεριφορά του αυτοκινήτου, τόσο σε ευθεία πορεία, όσο και σε μία στροφή ή και κατά την κίνησή του σε ανώμαλο οδόστρωμα, ώστε το αυτοκίνητο να εμφανίζει τη μεγαλύτερη δυνατή ευστάθεια κίνησης.

Σε αυτοκίνητο του οποίου θέλουμε να βελτιώσουμε την υπερστροφή, ώστε αυτό να υπερστρέφει λιγότερο σε μία στροφή, μειώνουμε τη γωνία ολίσθησης των οπίσθιων τροχών, μεταβάλλοντας τη γωνία Κάμπερ (στους οπίσθιους τρο- χούς), ώστε από θετική που είναι, να γίνει αρνητική, ή από ελάχιστα αρνητική, να την κάνουμε περισσότερο αρνητική, αυξάνοντας την τιμή της.

Εάν, πάλι, θέλουμε να βελτιώσουμε την υποστροφή, ώστε το όχημα να υποστρέφει λιγότερο, μειώνουμε τη γωνία ολίσθησης των πρόσθιων τροχών, οπότε ηγωνία Κάμπερ από θετική πρέπει να γίνει πάλι αρνητική, όπως και προηγουμένως.

Η εγκάρσια κλίση του πείρου φαίνεται, παρατηρώντας το αυτοκίνητο από το εμπρόσθιο μέρος του, και είναι η γωνία εκείνη που σχηματίζεται μεταξύ της νοητής προέκτασης του άξονα του πείρου και της αντίστοιχης κατακόρυφης [Σχ.2.2.7 (α)] ή της νοητής προέκτασης των σφαιρικών συνδέσμων και της κα- τακόρυφης [Σχ.2.2.7(β)] όπως βλέπουμε το αυτοκίνητο, πάντα, από το εμπρόσθιο μέρος του. Η κλίση του πείρου είναι λίγο μεγαλύτερη από την τιμή της γωνίας Κάμπερ και συνήθως, κυμαίνεται από 5- 10 μοίρες ούτως ώστε να δημιουργείται μία πολύ μικρή απόσταση Ro στο επίπεδο του εδάφους [Σχ.2.2.7(B)]. Η απόσταση αυτή R0 ονομάζεται "θετική ακτίνα κύλισης, και προτιμάται ως λύση σε πολλά αυτοκίνητα, διότι μειώνονται τα ζεύγη δυνάμεων

Referências

Documentos relacionados