• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] Εισαγωγή στις ενεργειακές πηγές

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Εισαγωγή στις ενεργειακές πηγές"

Copied!
110
0
0

Texto

(1)

Τ.Ε .Ι. ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧ ΟΛ Η ΤΕ ΧΝ ΟΛ Ο ΓΙΚ Ω Ν ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΜ Η Μ Α ΤΕ Χ Ν Ο Λ Ο ΓΙΑ Σ ΠΕ ΤΡ ΕΛ Α ΙΟ Υ & Φ Υ ΣΙΚ Ο Υ Α Ε Ρ ΙΟ Υ

m m i ·

lU E IIE P V iH R iE lW IE

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ:

Παπαδημητρίου Στυλιανή Σάαμπ-Σέρτη Μαγδαλένα

ΕΠΟΠΤΕΥΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:

Κος Χριστοφορίδης Αχιλλέας

Κ Α Β Α Λ Α 2006

(2)

'Έ χεις τα τηνέλα, έχεις τα χρώ/Αατα, ζωγράφισε τον παράδεισο και //π ε ς /Α σ α ."

Νίκος Καζαντζάκης.

(3)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1°:ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ 2

1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3

1.2. ΓΑΙΑΝΘΡΑΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ 3

1.3. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΛΙΓΝΙΤΗ 4

1.4. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΛΙΓΝΙΤΗ 5

1.5. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ 6

1.6. ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΛΙΓΝΙΤΗ 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2°:ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ 9

2.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 10

2.2. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ 11

2.3. ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ 12

2.4. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 13

2.5. ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ 14

2.6. ΒΑΣΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ 14

2.7. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ 15

2.8. ΕΞΕΛΙΞΗ ΑΓΟΡΑΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΤΟΥ 16

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3°:ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ 19

3.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 20

3.2. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ 20

3.3. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ 21

3.4. ΧΡΗΣΕΙΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ 23

3.4.1. Φυσικό αέριο στη βιομηχανία 23

3.4.2. Φυσικό αέριο στην τταραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 23

3.4.3. Φυσικό αέριο στο σπίτι 24

3.4.4. Φυσικό αέριο σε επιχειρήσεις του τριτογενούς τομέα 25

3.4.5. Φυσικό αέριο στην αυτοκίνηση. 25

3.5. ΟΦΕΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ 26

3.5.1. Προστασία περιβάλλοντος 26

3.5.2. Τόνωση της βιομηχανικής απασχόλησης 27

3.5.3. Εξοικονόμηση ενέργειας 27

3.5.4. Μείωση της εξάρτησης από το πετρέλαιο 27

3.5.5. Τόνωση της απασχόλησης 27

3.6. ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 28

3.6.1. Δίκτυο μεταφοράς 29

3.6.2. Τερματικός σταθμός αποθήκευσης του υγροποιημένου φυσικού αερίου 29

3.6.3. Σύστημα διανομής 29

3.7. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 30

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4°:ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 32

4.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 33

4.2. ΗΛΙΑΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 36

4.2.1. Ενεργητικά ηλιακά συστήματα 37

(4)

4.2.2.Παθητικά ηλιακά συστήματα 38

4.2.3.Φωτοβολταϊκά συστήματα 40

4.2.4.Στόχοι και προοτπΓικές 44

4.3. ΑΙΟΛΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 45

4.3.1.Από πού προέρχεται η αιολική ενέργεια 45

4.3.2.Πώς λειτουργούν οι ανεμογεννήτριες 47

4.3.3.Υφιστάμενη κατάσταση 49

4.3.4.Περιβαλλοντικά οφέλη 50

4.3.5.Στόχοι και προοπτικές 51

4.4. ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 53

4.4.1.Συνθήκες που ευνοούν την δημιουργία γεωθερμικών πεδίων 54

4.4.2.Φυσικά γεωθερμικά πεδία 56

4.4.3.Εφαρμογές της γεωθερμικής ενέργειας 57

4.4.4.Η γεωθερμία στην Ελλάδα 60

4.5. ΒΙΟΜΑΖΑ 63

4.5.1.Τι είναι η βιομάζα 63

4.5.2.Πηγές βιομάζας 64

4.5.3.Αποδέκτες 65

4.5.4.Περιβαλλοντικά οφέλη 66

4.5.5.Τα πλεονεκτήματα της βιομάζας 67

4.5.6.Η κατάσταση στην Ελλάδα 67

4.6. ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΝΕΡΟΥ 69

4.6.1.Υδροηλεκτρική ενέργεια 69’

4.6.2.Πώς λειτουργούν οι σταθμοί υδροηλεκτρικής ενέργειας του ήλεκτρικού ρεύματος 71

4.6.3.Οι υδροστρόβιλοι 72

4.6.4.ΑντλιοστατικοΙ σταθμοί αποθήκευσής 75

4.6.4.Ι.Υδροηλεκτρικοί σταθμοί μεγάλης κλίμακας 76 4.6.4.2.Μικρής κλίμακας υδροηλεκτρικοί σταθμοί 77

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5°:ΥΔΡΟΓΟΝΟ 79

5.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 80

5.2. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΥΔΡΟΓΟΝΟ 81

5.3. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ 82

5.4. ΤΟ ΥΔΡΟΓΟΝΟ ΩΣ ΦΟΡΕΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 83

5.5. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΥΔΡΟΓΟΝΟΥ 84

5.6. ΚΥΨΕΛΕΣ ΚΑΥΣΙΜΟΥ 89

5.6.1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ 89

5.6.2.Αρχή λειτουργίας των κυψελών καυσίμου 90

5.6.3.Τύποι κυψελών καυσίμου 91

5.6.4.Απόδοση κυψελών καυσίμου 94

5.7. ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΥΔΡΟΓΟΝΟΥ 95

5.8. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ 97

5.9. ΥΒΡΙΔΙΚΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ 99

5.10. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΟΝΟΥ 101

5.11. ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ 103

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 104

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 106

ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ 106

(5)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ενεργειακός τομέας κάθε χώρας εξελίσσεται συνεχώς.

Νέες ανάγκες υποδομών δημιουργούνται, νέοι πόροι ανακαλύπτονται για να καλύψουν όσο το δυνατό περισσότερο την αυξανόμενη κατανάλωση ενέργειας και η πρόοδος των επιστημών και της τεχνολογίας οδηγούν στην αναζήτηση νέων λύσεων και επιβάλλουν την ανανέωση του τεχνολογικού εξοπλισμού.

Κατά την περίοδο 1960-1990, ο ελληνικός ενεργειακός τομέας προσαρμόσθηκε σταδιακά στα νέα δεδομένα και δημιουργήθηκε η υποδομή για την εξυπηρέτηση των αυξανόμενων ενεργειακών απαιτήσεων των καταναλωτών. Η παραγωγή ενέργειας βασίσθηκε σε καύσιμα όπως στον λιγνίτη, το πετρέλαιο και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από υδροηλεκτρικά έργα.

Στην δεκαετία του 1990 αρχίζει σταδιακά η εισαγωγή στο ενεργειακό σύστημα της χώρας νέων πηγών, όπως το φυσικό αέριο και ο ηλεκτρισμός παραγόμενος από ανανεώσιμες πηγές.

Σήμερα ο ελληνικός ενεργειακός τομέας βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο, η οποία προσδιορίζεται από παράγοντες όπως, η σταδιακή ολοκλήρωση της υποδομής για το φυσικό αέριο και η σταδιακή διείσδυση του στην αγορά, καθώς επίσης και η αργή αλλά σταθερή είσοδος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο θα μπορούσαμε να εντάξουμε και το υδρογόνο, σαν μορφή ενέργειας, παρόλο που βρίσκεται ακόμα σε ερευνητικό στάδιο.

Θεωρούμε εξαιρετικά χρήσιμο να γίνει μία αναδρομή στο παρελθόν, αναφορά στο παρόν και μελλοντική προσέγγιση για τη διαμόρφωση των τάσεων και των μεγεθών της ελληνικής ενεργειακής αγοράς για την επόμενη 20ετία. Για το σκοπό αυτό μπορούμε να βασιστούμε στις εκτιμήσεις και προβλέψεις ερευνητικών κέντρων για το μέλλον των ενεργειακών πόρων στη χώρα μας και στο εξωτερικό.

(6)

ΚΕΦ ΑΛΑΙΟ r

(7)

1.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το σύνολο της ενεργειακής κατανάλωσης στην Ελλάδα στηρίζεται κατά 41% ττερίπου στη χρήση στερεών καυσίμων. Η υψηλή χρήση στερεών καυσίμων οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα, από την δεκαετία του 1950 και μετά κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες στήριξης της ηλεκτροπαραγωγής της στην εκμετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασμάτων, τα οποία διαθέτει σε σχετική αφθονία.

Τα γνωστά σήμερα, οικονομοτεχνικά απολήψιμα, αποθέματα λιγνίτη ανέρχονται σε 3,2 δισεκατομμύρια τόνους και τα βέβαια γεωλογικά σε 7,5 δισεκατομμύρια. Τα απολήψιμα αποθέματα αντιστοιχούν σε 600 εκατομμύρια τόνοι ισοδυνάμου πετρελαίου και αξιοποιούνται εντατικά στην ηλεκτροπαραγωγή καλύπτοντας το 64% περίπου της ετήσιας παραγωγής.

Ο λιγνίτης βρίσκεται σε αφθονία στο υπέδαφος της Ελλάδας.

Η χώρα μας κατέχει τη δεύτερη θέση σε παραγωγή ^γνίτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την έκτη θέση παγκοσμίως. Με βάση τα συνολικά αποθέματα και τον προγραμματιζόμενο ρυθμό κατανάλωσης στο μέλλον, υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα οι υπάρχουσες ποσότητες λιγνίτη επαρκούν για τα επόμενα 45 χρόνια. Μέχρι σήμερα έχουν εξορυχθεί συνολικά 1,3 δισ. τόνοι λιγνίτη ενώ τα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα ανέρχονται σε 3,2 δισ.

τόνους περίπου. Το 2003 εξορύχθησαν συνολικά 69,9,1 εκ. τόνοι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ

1.2. ΓΑΙΑΝΘΡΑΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ

Στην κατηγορία των στερεών καυσίμων θα μπορούσε να ενταχθεί και το πετρελαϊκό κοκ, παράγωγο της επεξεργασίας πετρελαίου. Χρησιμοποιείται συχνά τα τελευταία χρόνια στην ελληνική βιομηχανία κυρίως λόγω της ανταγωνιστικής τιμής του και παρά το γεγονός ότι προκαλεί περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά την ανεξέλεγκτη καύση του. Η ετήσια παραγωγή του κατά την δεκαετία του 1990 ήταν σχετικά σταθερή και σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Διεύθυνσης Ενέργειας του Υπουργείου Ανάπτυξης κυμάνθηκε περί τους 150.000 τόνους ετησίως. Όμως δεν προβλέπεται αύξηση της κατανάλωσης λιθάνθρακα στην ελληνική αγορά και αυτό επειδή στα προγράμματα του Δημοσίου τομέα δεν εντάσσεται μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιθάνθρακα, λόγω των σοβαρών επιπτώσεων στο περιβάλλον.
(8)

Η διακίνηση και εμπορία των γαιανθράκων πραγματοποιείται κυρίως από τις βιομηχανίες τσιμέντου της χώρας μας και από άλλες ενεργειακές εταιρείες, όπως η ΔΕΗ. Η τελευταία προσθέτει γαιάνθρακες στην τροφοδοσία των λιγνιτικών θερμικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για την ενίσχυση της θερμογόνου δύναμης του λιγνίτη, όταν αυτός δεν είναι καλής ποιότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ

1.3. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΛΙΓΝΙΤΗ

Οι λιγνίτες ανήκουν στις στερεές ορυκτές καύσιμες ύλες με τη γενική ονομασία γαιάνθρακες και προήλθαν από φυτικά υπολείμματα μέσω μιας σειράς διεργασιών ενανθράκωσης. Οι διεργασίες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό των φυτικών υπολειμμάτων σε άνθρακα. Η μετατροπή των φυτών σε τύρφη και η μετάβαση από την τύρφη (αρχικό στάδιο ενανθράκωσης) στον ανθρακίτη (τελικό στάδιο ενανθράκωσης) είναι συνάρτηση της επίδρασης του χρόνου, της θερμοκρασίας και της πίεσης.

Η αύξηση του βαθμού ενανθράκωσης επηρεάζει τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των γαιανθράκων. Οι λιγνίτες σχηματίστηκαν κατά τα πρώτα στάδια της ενανθράκωσης αμέσως μετά την τύρφη. Για το σχηματισμό ενός κυβικού μέτρου λιγνίτη, έχει υπολογισθεί ότι απαιτείται χρονικό διάστημα 1000 έως 4000 ετών.

Το θερμιδικό περιεχόμενο των λιγνιτών είναι από 3 έως 7 φορές μικρότερο από το θερμιδικό περιεχόμενο του λιθάνθρακα και 5 έως 10 φορές μικρότερο από αυτό του πετρελαίου.

Κατάλληλες συνθήκες για το σχηματισμό λιγνιτών στον ελλαδικό χώρο συνέτρεξαν, κατά περιόδους και κατά περιοχές, από τις αρχές του Καινοζωικού αιώνα μέχρι τους πρόσφατους γεωλογικούς χρόνους.

Η κύρια φάση λιγνιτογένεσης συμπίπτει με την Νεοτριτογενή και Τεταρτογενή γεωλογική περίοδο. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα λιγνίτη αναπτύχθηκαν σε αβαθείς λίμνες και έλη κλειστών ενδοηπειρωτικών λεκανών. Κύριο χαρακτηριστικό των κοιτασμάτων είναι ο έντονος τεκτονισμός.

(9)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ

1.4. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΛΙΓΝΙΤΗ

Ο λιγνίτης είναι καύσιμο στρατηγικής σημασίας διότι;

• έχει χαμηλό κόστος εξόρυξης,

• έχει σταθερή και άμεσα ελέγξιμη τιμή,

• παρέχει σταθερότητα και ασφάλεια στον ανεφοδιασμό καυσίμου και

• προσφέρει θέσεις εργασίας στην ελληνική περιφέρεια.

Γενικά η ποιότητα των ελληνικών λιγνιτών είναι χαμηλή. Η θερμογόνος δύναμη κυμαίνεται από 900-2300kcal/kg, ανάλογα με την περιοχή. Σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα των λιγνιτών της χώρας μας είναι η χαμηλή περιεκτικότητα σε καύσιμο θείο. Έτσι, όσον αφορά τις επιπτώσεις στο περιβάλλον από τη χρήση των λιγνιτών, η χημική τους σύσταση συμβάλλει στην κατακράτηση κατά την καύση του μεγαλύτερου μέρους του περιεχομένου θείου (που ούτως ή άλλως είναι χαμηλό) με αποτέλεσμα το φαινόμενο της «όξινης βροχής» να μην συναντάτε στη χώρα μας. Ακόμη σε κάποια από τα κοιτάσματα που το θείο είναι ελαφρά αυξημένο εγκαθίστανται μονάδες αποθείωσης (π.χ. Μεγαλόπολη, Φλώρινα).

Τέλος, τα σύγχρονα ηλεκτροστατικά φίλτρα συγκρατούν περισσότερα από 99% της ιπτάμενης τέφρας και ελαχιστοποιούν την επίδραση στο περιβάλλον.

Ένα ζήτημα που επηρεάζει τις λιγνιτικές δραστηριότητες οι περιβαλλοντικές του επιπτώσεις. Για παράδειγμα, το 1997 το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Χωροταξίας Δημοσίων Έργων με στοιχεία ανακοίνωσε ότι η χρήση των λιγνιτών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας συμμετείχε με 42% επί των συνολικών εκπομπών C O2 στη χώρα μας. Το πρόβλημα του COa πρόκειται να εξομαλυνθεί με σύγχρονες μεθόδους για τη μείωση του με καθαρές τεχνολογίες καύσης και επίσης με την υπόγεια αποθήκευσή τους ή δέσμευση τους.

Εν κατακλείδι, οι επιφανειακές εκμεταλλεύσεις λιγνίτη, λόγω των τεράστιων εκσκαφών και των εκτεταμένων αποθέσεων που συνεπάγονται, προκαλούν αλλοιώσεις στη γεωμορφολογία του εδάφους και την αισθητική του φυσικού τοπίου, διαταραχές στην πανίδα και χλωρίδα και ανατροπή της ισορροπίας των επιφανειακών και υπογείων νερών .

(10)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ

1.5. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την εκμετάλλευση λιγνιτικών κοιτασμάτων στη χώρα μας άρχισε στο Αλιβέρι (Εύβοια) το 1873. Έπειτα από την πλημμύρα του 1897 που καταστραφήκαν όλες οι εγκαταστάσεις εξόρυξης, η εκμετάλλευση ξανάρχισε μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, όπου το 1922 η ετήσια παραγωγή έφθασε τους 23.000 τόνους και διατηρήθηκε μέχρι το 1927. Το επόμενο έτος η εκμετάλλευση σταμάτησε για οικονομικούς λόγους.

Μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάγκη ηλεκτρισμού της χώρας οδήγησε στην απόφαση κατασκευής ατμοηλεκτρικού σταθμού στο Αλιβέρι, που θα λειτουργούσε αποκλειστικά με λιγνίτη.

Το 1951 ανέλαβε η ΔΕΗ την υπόγεια εκμετάλλευση των Ορυχείων στο Αλιβέρι, κατορθώνοντας να αυξήσει την παραγωγή σε 750 χιλιάδες τόνους το χρόνο και να τροφοδοτήσει μονάδες συνολικής ισχύος 230M W . Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σταμάτησε η λειτουργία του λιγνιτωρυχείου στο Αλιβέρι.

Οι πρώτες συστηματικές έρευνες για την εντόπιση και αξιολόγηση των λιγνιτών της ευρύτερης περιοχής Πτολεμάίδας άρχισαν μετά το 1938. Το 1955 συστήθηκε η εταιρία Λ ΙΠ Τ Ο Λ που είχε ως αντικείμενο την εκμετάλλευση του λιγνίτη και τη χρησιμοποίησή του για την παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων, κοκ και ηλεκτρικής ενέργειας. Το 1975 συγχωνεύθηκε η Λ ΙΠ ΤΟ Λ στη ΔΕΗ. Η παραγωγή λιγνίτη έφτασε το 1985 σε 27,3 εκατομμύρια τόνους και το 2004 σε 55,5 εκατομμύρια τόνους (συμπεριλαμβανομένου και του ορυχείου στη Φλώρινα).

Το λιγνιτικό κοίτασμα Μεγαλόπολης μελετήθηκε επιστημονικά για πρώτη φορά το 1957 και τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά. Το 1969 άρχισε από τη ΔΕΗ η εκμετάλλευση του λιγνίτη. Το γεγονός αυτό ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση σε παγκόσμιο επίπεδο, επειδή για πρώτη φορά τόσο φτωχός λιγνίτης εξορύσσεται και χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το λιγνιτωρυχείο Μεγαλόπολης ξεκίνησε με μία ετήσια παραγωγή 1 εκατομμύρια τόνους και έφθασε το 2004 τους 14,5 εκατομμύρια τόνους.

(11)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ

1.6. ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΛΙΓΝΙΤΗ

Σήμερα παράγονται συνολικά περίπου 70 εκατομμύρια τόνους λιγνίτη σε ετήσια βάση. Η εντυπωσιακή ανάπτυξη των λιγνιτωρυχείων επιτρέπει στη χώρα μας να κατέχει τη δεύτερη θέση στην παραγωγή λιγνίτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την πέμπτη θέση στην Ευρώπη και την έκτη στον Κόσμο.

Τα συνολικά βεβαιωμένα γεωλογικά αποθέματα λιγνίτη στη χώρα ανέρχονται σε περίπου 5 δισεκατομμύρια τόνους. Τα κοιτάσματα αυτά παρουσιάζουν αξιοσημείωτη γεωγραφική εξάπλωση στον ελληνικό χώρο.

Με τα σημερινά τεχνικό-οικονομικά δεδομένα τα κοιτάσματα που είναι κατάλληλα για ενεργειακή εκμετάλλευση, ανέρχονται σε περίπου 3,2 δισεκατομμύρια τόνους και ισοδυναμούν με 450 εκατομμύρια τόνους πετρελαίου.

Τα κυριότερα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα λιγνίτη βρίσκονται στις περιοχές Πτολεμάίδας, Αμυνταίου και Φλώρινας με υπολογισμένο απόθεμα 1,9 δισεκατομμύρια τόνους, στην περιοχή της Δράμας με απόθεμα 900 εκατομμύρια τόνους και στην περιοχή Ελασσόνας με 150 εκατομμύρια τόνους. Επίσης στην Πελοπόννησο, περιοχή Μεγαλόπολης, υπάρχει λιγνιτικό κοίτασμα με απόθεμα περίπου 250 εκατομμύρια τόνους.

Με βάση τα συνολικά εκμεταλλεύσιμα αποθέματα λιγνίτη της χώρας και τον προγραμματιζόμενο ρυθμό κατανάλωσης στο μέλλον, υπολογίζεται ότι τα αποθέματα αυτά επαρκούν για περισσότερο από 45 χρόνια. Μέχρι σήμερα οι εξορυχθείσες ποσότητες λιγνίτη φτάνουν περίπου στο 29% των συνολικών αποθεμάτων. Εκτός από λιγνίτη η Ελλάδα διαθέτει και ένα μεγάλο κοίτασμα Τύρφης στην περιοχή των Φιλίττπων (Ανατολική Μακεδονία). Τα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα στο κοίτασμα αυτό εκτιμώνται σε 4 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα και ισοδυναμούν περίπου με 125 εκατομμύρια τόνους πετρελαίου.

Για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων στις περιοχές Δράμας και Ελασσόνας βρίσκονται σε εξέλιξη τεχνικό-οικονομικές μελέτες.

Με βάση τα σημερινά εθνικά και διεθνή ενεργειακά δεδομένα και τα στοιχεία που αφορούν την ποσότητα και την ποιότητα του λιγνίτη

(12)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.ΙΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ

των πιο πάνω κοιτασμάτων, προκύπτει ότι η εκμετάλλευσή των πιο πάνω κοιτασμάτων είναι οικονομικά συμφέρουσα (βλ. χάρτη).

ν\ΡΤΗΣ EKMETA.V\EVTIMilN ΛΙΓΜΤΙΚΛΝ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΩΝ

(13)

Ϊ 3

U i

/

(14)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ

2.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ορυκτό που αποτελεί κυρίως μείγμα υδρογονανθράκων και άλλων οργανικών ενώσεων φυσικής προέλευσης. Στην υγρή του μορφή είναι ελαιώδες και εύφλεκτο, έχει χαρακτηριστική οσμή, είναι αδιάλυτο στο νερό και ελαφρύτερο από αυτό. Η ακριβής του σύσταση παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, ανάλογα με την περιοχή άντλησής του, ενώ συχνά στις υπόγειες κοιλότητες που βρίσκονται τα κοιτάσματά του συναντάτε και φυσικό αέριο. Τα κύρια συστατικά του είναι αλκάνια (παραφίνες), κυκλοεξάνια (ναφθένια) και αρωματικοί υδρογονάνθρακες και σε μικρότερες ποσότητες οξυγωνούχες, αζωτούχες και θειούχες ενώσεις. Το πετρέλαιο αποτελεί το σημαντικότερο ορυκτό για την παγκόσμια οικονομία, καθώς αποτελεί την κύρια πρωτογενή πηγή ενέργειας και την πρώτη ύλη από την οποία παράγεται ένας τεράστιος αριθμός προϊόντων (πλαστικά, φάρμακα, καλλυντικά, απορρυπαντικά, φιλμ, μαγνητοταινίες, εκρηκτικά κ.λπ.).

Το ακατέργαστο πετρέλαιο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνική κλίμακα όπως είναι αν προηγουμένως δεν διυλιστεί σε μια σειρά από τελικά προϊόντα με ορισμένες προδιαγραφές. Αυτή η κατεργασία πετυχαίνετε στα διυλιστήρια, όπου το αργό πετρέλαιο διυλίζεται σε προϊόντα, τα οποία έχουν φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα περιεκτικότητα σε θείο, ιξώδες, περιοχή βρασμού κλπ. Τα προϊόντα που παράγονται βρίσκουν εφαρμογή κυρίως στον τομέα των καυσίμων και της ενέργειας, αλλά και ως πρώτες ύλες στην βιομηχανία.

Οι σύγχρονοι αποστακτήρες των διυλιστηρίων είναι συνεχούς ροής και τα προϊόντα που βγάζουν είναι αέρια, ελαφρά αποστάγματα μεσαία και υπόλειμμα. Τα αέρια είναι μεθάνιο, αιθάνιο, προπάνιο και βουτάνιο. Από αυτά, τα δύο πρώτα, χρησιμοποιούνται ως αέριο θέρμανσης στις βιομηχανίες ή και από τα ίδια τα διυλιστήρια. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθούν και ως αέριο πόλης αν μετασχηματιστούν με την βοήθεια καταλύτη νικελίου(Νί). Το υγραέριο, το οποίο περιέχει προπάνιο και βουτάνιο, χρησιμοποιείται ως καύσιμο και ως πρώτη ύλη στην πετροχημεία. Τα ελαφρά αποστάγματα είναι κλάσματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυρίως ως βενζίνες αυτοκινήτων(Οίίο-καυσίμων). Στη συνέχεια παίρνουμε την κηροζίνη η οποία χρησιμοποιείται ως καύσιμο αεριωθουμένων στην αεροπορία. Ακολουθεί το γκαζόιλ, το οποί χρησιμοποιείται ως συστατικό των πετρελαίων κίνησης ή ως ελαφρύ πετρέλαιο

(15)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ

θέρμανσης. Ότι απομένει στον αποστακτήρα, αφού καθαριστεί, μας δίνει τη βαζελίνη και την παραφίνη. Το υπόλειμμα είναι η άσφαλτος, σώμα στερεό ή ημίρρευστο με υψηλό σημείο βρασμού.

2.2. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Οι πετρελαιοφόρες ζώνες αποτελούν στεγανούς θύλακες, παράλληλους προς μεγάλες οροσειρές, αλλά είναι μάλλον βέβαιο ότι το πετρέλαιο σχηματίστηκε σε άλλα σημεία από αυτά όπου βρίσκεται σήμερα. Γίνεται δεκτό δηλ. ότι το πετρέλαιο μεταναστεύει μέσα από τα πετρώματα, ωσότου συναντήσει στεγανές συνθήκες, όπου εγκλωβίζεται.

Είναι γενικά αποδεκτό ότι το πετρέλαιο δημιουργήθηκε με την αποσύνθεση θαλάσσιων, κυρίως, ζώων και φυτών, που θάφτηκαν κάτω από διαδοχικές στιβάδες λάσπης, πριν από 400 - 500 εκατομμύρια χρόνια. Η αρχική προϋπόθεση για μια τέτοια γένεση πετρελαίου είναι μια ρηχή θάλασσα, με νερά πλούσια σε ζώα και φυτά. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι πεθαίνοντας οι οργανισμοί, βουλιάζουν στο βυθό και θάβονται σε λάσπη ποταμών. Το οξυγόνο στο βυθό πρέπει να είναι περιορισμένο ώστε η αποσύνθεση των οργανισμών να είναι αργή. Με την πάροδο του χρόνου λάσπη και πηλός κάθονται πάνω σ' αυτές τις αποθέσεις, δημιουργώντας τεράστιες πιέσεις. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες χημικές διεργασίες, πιθανόν ανεξάρτητες από βακτηριακή δράση, μετατρέπουν τους οργανισμούς σε πετρέλαιο και αέριο.

Αυτή η θεωρία στηρίζεται βασικά σε ορισμένες ουσίες που βρίσκονται στο πετρέλαιο όπως είναι το ιώδιο και οι πορφυρίνες.

Οι τελευταίες βρίσκονται σε σημαντικές ποσότητες στο πετρέλαιο είναι προϊόντα της χλωροφύλλης και της αμίνης και στους 250°C καταστρέφονται. Αυτό σημαίνει ότι το πετρέλαιο σχηματίστηκε σε χαμηλότερες θερμοκρασίες.

Κατάλληλες συνθήκες για το σχηματισμό και τη συγκέντρωση του πετρελαίου υπάρχουν σε τμήματα του φλοιού της γης στραμμένα προς τα κάτω, όπου στρώματα από κατακαθίσεις έχουν μαζευτεί σε μεγάλο πάχος (παχύτερα στη μέση και λεπτότερα στις άκρες). Τέτοιες τοποθεσίες γενικά θεωρούνται άξιες λόγου για έρευνα πετρελαίου.

(16)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ

2.3. ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ

Το πετρέλαιο και τα αέρια μπορούν να συγκεντρωθούν σε κοιτάσματα αν υπάρχουν ορισμένες γεωλογικές συνθήκες:

• Η παρουσία ενός βράχου που χρησιμεύει ως αποθήκη και έχει πόρους συνδεμένους μεταξύ τους ή ρωγμές και κενά.

• Η παρουσία πάνω από τη βράχο-αποθήκη ενός σχηματισμού αδιάβροχου (που συχνά λέγεται καπέλο).

• Η ύπαρξη ενός "κλεισίματος", δηλ. ενός γεωλογικού σχηματισμού που εμποδίζει τη διαφυγή των υγρών και αερίων.

Συνήθως, τα αποθέματα βρίσκονται σε αντίκλινα ή σε σημεία όπου π.χ. εξαιτίας μιας καθίζησης, υπάρχει ασυνέχεια στα πετρώματα.

Η έρευνα για την ανακάλυψη πετρελαίου περιλαμβάνει:

• φωτογράφηση του χώρου, όπου φαίνονται καθαρά οι πιθανές τοποθεσίες για γεώτρηση,

• γεωλογική έρευνα, οπότε γίνεται χαρτογράφηση των πετρωμάτων και συμπληρώνεται με παρατηρήσεις παλαιότερων γεωλόγων και με ότι άλλα στοιχεία ενδεχομένως υπάρχουν,

• γεωφυσική έρευνα, που γίνεται με κατάλληλα όργανα, με τα οποία μελετώνται ορισμένες ιδιότητες των πετρωμάτων.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η σεισμική η σταθμική, η μαγνητική, η ηλεκτρική κ.ά. Πιο γνωστές είναι η σεισμική και η σταθμική.

Η σεισμική μελέτη ενός πεδίου γίνεται με μια σειρά μικρών εκρήξεων, κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Σεισμόμετρα καταγράφουν τα κύματα που φτάνουν σ' αυτά με ανάκλαση, πάνω σε ορισμένα πετρώματα. Με βάση το χρόνο που έκαναν τα κύματα να διανύσουν τις αποστάσεις και τις διαφορετικές ταχύτητες με τις οποίες διαπερνούν στρώματα με διαφορετική πυκνότητα, γίνεται χαρτογράφηση του υπεδάφους.

Όταν γίνεται σταθμική μελέτη μετράνε μικρές μεταβολές στην ένταση της βαρύτητας στην επιφάνεια της γης, η οποία

(17)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ

επηρεάζεται από τα πετρώματα που βρίσκονται στο υπέδαφος.

Γίνεται ανάλυση των αποτελεσμάτων και συνήθως βγαίνουν συμπεράσματα αρκετά ακριβή.

2.4. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Το πετρέλαιο ήταν ήδη γνωστό από την αρχαιότητα, ιστορικά όμως η βιομηχανική του παραγωγή και εκμετάλλευση άρχισε τον 19ο αι. και ως πρώτη γεώτρηση αναφέρεται εκείνη της Πενσιλβανία των ΗΠΑ το 1859. Οι εξελίξεις όσον αφορά τη ζήτηση πετρελαίου και πετρελαιοειδών υπήρξαν αλματώδεις και το 1974 η συμμετοχή του πετρελαίου στην παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας ανήλθε στο 48% . Μετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970, που είχαν ως αποτέλεσμα την απότομη και μεγάλη αύξηση της τιμής του, οι αναπτυγμένες κυρίως χώρες υιοθέτησαν διάφορα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας και μερίμνησαν για την ανάπτυξη άλλων πρωτογενών ενεργειακών πηγών, όπως είναι το ουράνιο - πλουτώνιο (πυρηνική ενέργεια) και οι λεγάμενες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ήλιος, άνεμος, υδατοπτώσεις κ.λπ.), με στόχο τη μείωση της εξάρτησης της παγκόσμιας ενεργειακής αγοράς από το πετρέλαιο. Ωστόσο, το πετρέλαιο παραμένει μέχρι σήμερα η κυριότερη πρωτογενής πηγή ενέργειας.

Στον ελλαδικό χώρο η πρώτη ερευνητική δραστηριότητα για υδρογονάνθρακες ξεκίνησε το 1903 στην περιοχή της Ζακύνθου από αγγλική εταιρεία, η οποία τελικά δεν καρποφόρησε. Στην δεκαετία του 1960 το Υπουργείο Βιομηχανίας σε συνεργασία με το τότε Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους, καθώς επίσης και με το Γαλλικό Ινστιτούτο Πετρελαίων(ΙΡΡ), αναλαμβάνουν εκτεταμένες συστηματικές γεωλογικές, γεωφυσικές έρευνες και γεωτρήσεις στην χερσαία Ελλάδα. Το 1969, οι έρευνες επεκτείνονται και στο θαλάσσιο χώρο με παραχωρήσεις που δόθηκαν σε ξένες εταιρείες. Οι έρευνες αυτές οδήγησαν το 1974 στην ανακάλυψη του πρώτου εκμεταλλεύσιμου κοιτάσματος στην θαλάσσια περιοχή της Θάσου, όπου ένα χρόνο αργότερα ιδρύεται η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου(ΔΕΠ). Τέλος, η ερευνητική δραστηριότητα τα τελευταία 25 χρόνια οδήγησε στην ανάπτυξη τριών εκμεταλλεύσιμων εμπορικά κοιτασμάτων(Πρίνος, Βόρειος Πρίνος και Νότια Καβάλα).

(18)

2.5. ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Η χώρα μας παραμένει μια από τις πλέον ανεξερεύνητες της μεσογείου. Παράγοντες, όπως βαθιά νερά και δύσκολο γεωλογικό υπόβαθρο αλλά ακόμα και πολιτικοί λόγοι και συμφέροντα γειτονικών χωρών, αποθάρρυναν στο παρελθόν μεγάλης κλίμακας ερευνητικές διεργασίες. Οι στόχοι περιορίζονται σε μικρά σχετικά βάθη γύρω στα 250 0 έως 3000m , ενώ κάτω από τα 3000m η Ελλάδα είναι σχεδόν ανεξερεύνητη.

Οι πολύ πρόσφατες εκτιμήσεις σχετικά με το πετρελαιοδυναμικό οδηγούν σε βαθύτερους στόχους, που κρίνονται πρώτης προτεραιότητας. Ειδικότερα στην Δυτική Ελλάδα, το πετρελαιοδυναμικό μπορεί να είναι σημαντικό, αν αποδειχθεί ανάλογο της υπόλοιπης Περί-Αδριατικής λεκάνης. Η δυτική πλευρά της Ελλάδας κατέχει το 1/3 της λεκάνης αυτής και μέχρι σήμερα έχουν ανακαλυφθεί μικρές ποσότητες υδρογονανθράκων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ

2

.

6

.

ΒΑΣΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ

Τρία είναι τα βασικά κόστη και ρίσκα του «μαύρου χρυσού*»:

• Το ττετρέλαιο απειλεί την παγκόσμια οικονομική ασφάλεια επειδή αφ' ενός είναι μια πεπερασμένη πρώτη ύλη για την οποία δεν υπάρχει ξεκάθαρος «διάδοχος» και αφ' ετέρου αυξάνεται συνεχώς το χάσμα ανάμεσα στη ζήτηση και την προσςχορά εις ^ ρ ο ς της πρώτης.

• Το ττετρέλαιο τροφοδοτεί σνά τον κόσμο πολέμους, διαιρθορά και τρομοκρατία λόγω της γεωπολιτικής στρατηγικής σημασίας του και εmβαpύvει τους φορολογούμενους με τεράστια κόστη άμυνας και ασφάλειας.

• Οι εκττομττές από την καύση του ττετρελαίου και των τταραγώγων του («φαινόμενο θερμοκηπίου») σττειλούν τη σταθερότητα του κλίματος με όποιες παρενέργειες μπορεί να έχει κάπ τέτοιο σπς οικονομίες και κοινωνίες.

Το ττετρέλαιο είναι σήμερα η βασική ττηγή ενέργειας με 3 7%

ττ^ τταγκόσμιας ενεργειακής τταραγωγής. Η καύση του ττετρελαίου και ττ)ς βεν^νης προκαλεί το 4 2% ττερίττου όλων των εκπομπών

(19)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ

διοξειδίου του άνθρακα, τις οττοίες θέλει να περιορίσει η Συμφωνία του Κιότο (οι υπόλοιπες αφορούν κυρίως την καύση άνθρακα).

2.7. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ

Το πετρέλαιο αποτελεί για την χώρα μας ένα σπάνιο μη ανανεώσιμο ενεργειακό ορυκτό πόρο. Παρόλο που η χώρα μας θεωρείται ότι διαθέτει υψηλό πετρελαιοδυναμικό, είναι γεγονός ότι αποτελεί την πλέον εξαρτημένη σε πετρέλαιο χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι η συμμετοχή του πετρελαίου στο ενεργειακό μας ισοζύγιο ξεπερνά κατά πολύ τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσον όρο. Συγκεκριμένα, η συνολική διάθεση ενέργειας στη χώρα μας στηρίζεται σε ποσοστό 53% στο αργό πετρέλαιο και τα πετρελαιοειδή προϊόντα, τη στιγμή που ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε. των 15, βρίσκεται στα επίπεδα του 41% . Κατά αναλογία, η Ελλάδα, μετά την Σουηδία, κατέχει την προτελευταία θέση στην κατά κεφαλήν κατανάλωση φυσικού αερίου, καθώς απέχει κατά 390% από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσον όρο. Ουσιαστικά, η Χώρα μας, κατέχει τη τελευταία θέση, εάν αναλογιστούμε ότι η Σουηδία στηρίζεται κατά κύριο λόγω στην υδροηλεκτρική ενέργεια.

Επιπλέον, βάσει των επίσημων στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2004, η συνολική δαπάνη για την εισαγωγή πετρελαίου στη Χώρα μας, ανήλθε στα 6 δις ευρώ, ενώ για το 2005 εκτιμάται ότι θα δαπανηθούν 8 δις ευρώ, κυρίως, λόγω της μεγάλης αύξησης στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου.

Στην Ελλάδα, τα πετρελαιοειδή προϊόντα κατέχουν την μερίδα του λέοντος μεταξύ του συνόλου των ενεργειακών αγαθών, με ποσοστό που φτάνει περίπου το 70% . Το ποσοστό αυτό ωστόσο εμφανίζει στην περίοδο 1985 - 2000 οριακή, πλην σταθερή, υποχώρηση η οποία αποδίδεται στην βραδεία υποκατάσταση των προϊόντων πετρελαίου από άλλες μορφές ενέργειας. Η εξάρτηση των τομέων της οικονομίας από προϊόντα πετρελαίου παρέμεινε σχεδόν σταθερή διαχρονικά ή μειώθηκε οριακά.

Ο τομέας των υπηρεσιών σημείωσε την υψηλότερη αύξηση ζήτησης για πετρελαιοειδή την δεκαετία του 1990, λόγω της αύξησης των υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένου του τομέα του εμπορίου και του

(20)

τουρισμού). Ακολούθησαν τα νοικοκυριά και οι μεταφορές με ποσοστά αύξησης 4 6,4% και 2 3,6% αντίστοιχα.

Σε ότι αφορά τα νοικοκυριά η διεύρυνση της ζήτησης οφείλεται στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου και των ανέσεων, ενώ για τις μεταφορές στην κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των κυκλοφορόντων οχημάτων κατά 82% στην περίοδο 1990 - 2000.

Σε ότι αφορά τις εταιρίες διύλισης, η μελέτη του ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι κατέγραψαν θετικούς ρυθμούς μεταβολής στα περισσότερα χρηματοοικονομικά τους μεγέθη την περίοδο 1997-2001. Οι πωλήσεις σημείωσαν μέση ετήσια άνοδο κατά 18,6%

προσεγγίζοντας το 2001 τα 5,58 δις εκ. ευρώ, παρόμοια τα καθαρά κέρδη προ φόρων παρουσίασαν ιστορική αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 258% σε 142,35 εκατομμύρια ευρώ.

Η προβλεπόμενη αύξηση των αναγκών της χώρας σε υδρογονάνθρακες και η σχεδόν μηδενική προς το παρόν συνεισφορά της εγχώριας παραγωγής, παρά την προβλεπόμενη αύξηση της συμμετοχής άλλων πηγών ενέργειας(π.χ. στερεά καύσιμα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) συντελεί στην ολοένα και περισσότερο εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές υδρογονανθράκων. Έτσι, αποδεικνύεται η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από το πετρέλαιο και υπογραμμίζεται η ανάγκη της χώρας να διαθέτει δικά της αποθέματα υδρογονανθράκων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ

2.8. ΕΞΕΛΙΞΗ ΑΓΟΡΑΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΤΟΥ

Την εκτίμηση ότι το πετρέλαιο θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες, μεταξύ των ενεργειακών αγαθών, παρουσιάζοντας ωστόσο χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης, διατυπώνουν αναλυτές του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).

Όπως συμπεραίνουν οι αναλυτές του ΙΟΒΕ, η υποκατάσταση των πετρελαιοειδών προϊόντων από νέες εναλλακτικές μορφές ενέργειας προβλέπεται ότι θα πραγματοποιηθεί με αργούς ρυθμούς, καθώς οι υψηλές κεφαλαιακές επενδύσεις που απαιτούνται αποτελούν ένα μεγάλο εμπόδιο. Ώθηση στην εξέλιξη της εγχώριας προσφοράς αναμένεται να δώσει η κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξάνδρούπολη,

16

(21)

που σύμφωνα με τους ίδιους εκτιμάται ότι θα συμβάλλει σημαντικά στη μείωση του κόστους εισαγωγής αργού πετρελαίου και ταυτόχρονα θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εταιριών. Αναλυτικότερα, μέχρι το 2 010 προβλέπεται για την εγχώρια αγορά, σημαντική αύξηση της ζήτησης της αμόλυβδης βενζίνης, κατά 5,5% ετησίως, μείωση της βενζίνης σούπερ κατά -18,5% το χρόνο ενώ η αύξηση του συνόλου των βενζινών θα διαμορφωθεί για τα επόμενα χρόνια στο 2 ,5% ετησίως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ

Για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως (κίνησης και θέρμανσης) προβλέπεται έως και το 2010 μέση ετήσια αύξηση από 2% έως 6%, για το πετρέλαιο κίνησης 0,4% με 2 ,7 % και για το πετρέλαιο θέρμανσης 3% με 5,7% . Το μεγάλο εύρος των προβλέψεων οφείλεται στο ότι πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση των προϊόντων αυτών, όπως ο ρυθμός διείσδυσης του φυσικού αερίου, ο αριθμός των ντιζελοκίνητων αυτοκινήτων που θα κυκλοφορήσουν, δεν ήταν εφικτό να εκτιμηθούν.

Στην Ελλάδα, τα πετρελαιοειδή προϊόντα κατέχουν την μερίδα του λέοντος μεταξύ του συνόλου των ενεργειακών αγαθών, με ποσοστό που φτάνει περίπου το 70% . Το ποσοστό αυτό ωστόσο εμφανίζει στην περίοδο 1985 - 200 0 οριακή, πλην σταθερή, υποχώρηση η οποία αποδίδεται στην βραδεία υποκατάσταση των προϊόντων πετρελαίου από άλλες μορφές ενέργειας. Η εξάρτηση των τομέων της οικονομίας από προϊόντα πετρελαίου παρέμεινε σχεδόν σταθερή διαχρονικά ή μειώθηκε οριακά.

Ο τομέας των υπηρεσιών σημείωσε την υψηλότερη αύξηση ζήτησης για πετρελαιοειδή την δεκαετία του 1990, λόγω της αύξησης των υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένου του τομέα του εμπορίου και του

(22)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΗ

τουρισμού). Ακολούθησαν τα νοικοκυριά και οι μεταφορές με ττοσοστά αύξησης 46,4 % και 2 3,6% αντίστοιχα.

Σε ότι αφορά τα νοικοκυριά η διεύρυνση της ζήτησης οφείλεται στην άνοδο του βιοτικού εττιπέδου και των ανέσεων, ενώ για τις μεταφορές στην κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των κυκλοφορόντων οχημάτων κατά 82% στην περίοδο 1990 - 2000.

Σε ότι αφορά τις εταιρίες διύλισης, η μελέτη του ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι κατέγραψαν θετικούς ρυθμούς μεταβολής στα περισσότερα χρηματοοικονομικά τους μεγέθη την περίοδο 1997- 2001. Οι πωλήσεις σημείωσαν μέση ετήσια άνοδο κατά 18,6%

προσεγγίζοντας το 2001 τα 5,58 δις εκ. ευρώ, παρόμοια τα καθαρά κέρδη προ φόρων παρουσίασαν ιστορική αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 258% σε 142,35 εκατομμύρια ευρώ.

Οι σημαντικές εξελίξεις της αγοράς πετρελαιοειδών τα επόμενα έτη εκτιμάται ότι θα είναι οι εξής:

• Η ουσιαστική απελευθέρωση της αγοράς πετρελαιοειδών, δηλαδή η αποδέσμευση των εταιρειών εμπορίας από την προμήθεια των προϊόντων από τα ελληνικά διυλιστήρια κατά τα επόμενα έτη, είναι αμφίβολη.

• Ο περιορισμός του ανταγωνισμού στην εμπορία όπου οι μεγάλες εταιρείες κατέχουν το 52% της αγοράς πετρελαιοειδών σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (έλλειψη αποθηκευτικών χώρων, υψηλό κόστος δημιουργίας υποδομής) επιδρά αρνητικά στον ρυθμό εκσυγχρονισμού.

• Είναι σαφής η τάση για ολοένα και πιο «ευγενή» καύσιμα.

Μετά την πλήρη εγκατάλειψη της απλής βενζίνης το 2 0 0 1 , η αγορά αρχίζει να ζητάει καύσιμα νέας γενιάς.

(23)

ΚΕΦ ΑΛΑΙΟ 3^

m m Α Ε Ρ ΙΟ

(24)

3.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ενέργεια είναι η βάση της ύπαρξης του ανθρώπου. Για όλες τις χώρες, και ιδιαίτερα τις βιομηχανικές, είναι υψίστης σημασίας η μακρόχρονη εξασφάλιση της κάλυψης των ενεργειακών αναγκών, αψ’ ενός με την εκμετάλλευση των ίδιων πηγών ενέργειας και αφετέρου με τη σύναψη ασφαλών συμβάσεων τροφοδοσίας από χώρες πλούσιες σε ενεργειακά αποθέματα, όπως είναι το φυσικό αέριο.

Η εισαγωγή του φυσικού αερίου στην Ελλάδα αποφασίστηκε στα πλαίσια της προσπάθειας εκσυγχρονισμού και βελτίωσης του ενεργειακού ισοζυγίου, αλλά και την διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών της χώρας μας. Το φυσικό αέριο αποτελεί μια σύγχρονη και αποδοτική μορφή ενέργειας, φιλική προς το περιβάλλον, που χρησιμοποιείτε εύκολα και ακίνδυνα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ

3.2. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Ένα είδος ενεργειακής πηγής είναι το φυσικό αέριο, το οποίο μέχρι τελευταία θεωρείτο ότι είναι οργανικής προέλευσης. Σήμερα υποστηρίζονται κυρίως δύο διαδικασίες δημιουργίας του.

Ένα μέρος των αποθεμάτων φυσικού αερίου δημιουργήθηκε μαζί με το πετρέλαιο. Η πρώτη ύλη ήταν τα νεκρά υπολείμματα πλαγκτού και αλγών σε αβαθείς αρχέγονες θάλασσες, τα οποία υπέστησαν ζύμωση στους πυθμένες των θαλασσών. Στη συνέχεια καλύφθηκαν από ανόργανα ιζήματα (άμμος, άσβεστος, πηλός) και μετατράπηκαν μέσω καταλυτικών διεργασιών σε άσφαλτο. Με την αυξανόμενη βύθιση του πυθμένα της θάλασσας, της πίεσης και της θερμοκρασίας, σχηματίσθηκαν από την άσφαλτο υγροί και αέριοι υδρογονάνθρακες. Το φυσικό αέριο αυτής της προέλευσης εμφανίζεται στις πλούσιες σε υδρογονάνθρακες λεκάνες της γης.

Ένα άλλο μέρος των αποθεμάτων φυσικού αερίου δημιουργήθηκε μαζί με τους άνθρακες. Ανώτεροι φυτικοί οργανισμοί, από παλαιότερες γεωλογικές περιόδους μετά από απότομη βύθιση του εδάφους βρέθηκαν σε βαθύτερα στρώματα της γης, οι οποίοι μέσω της διεργασίας ενανθράκωσης μετατράπηκαν κατά σειρά σε τύφρη, λιγνίτη, λιθάνθρακα και ανθρακίτη. Κατά τη διάρκεια της ενανθράκωσης σχηματίσθηκαν σε μεγάλες ποσότητες αέρια προϊόντα διάσπασης, κυρίως μεθάνιο.

20

(25)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ

Μία νέα θεωρία υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των αποθεμάτων φυσικού αερίου προέρχεται από την πρωταρχική ύλη του ηλιακού συστήματος. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία στο εσωτερικό της γης είναι αποθηκευμένες τεράστιες ποσότητες φυσικού αερίου. Απόδειξη αυτής της θεωρίας είναι ότι κατά τις εκρήξεις των ηφαιστείων και τους σεισμούς παρατηρούνται επί το πλείστων έντονες εκλύσεις αερίων.

3.3. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Το φυσικό αέριο είναι ορυκτό καύσιμο, άρα η διαθεσιμότητά του εξαρτάται από την επάρκεια των κοιτασμάτων (οι σημερινές προβλέψεις είναι για 8 0 - 100 χρόνια). Δεν πρέπει να σχετίζεται με υγραέριο βουτάνιο ή προπάνιο που είναι συνήθως παράγωγο καύσιμο από τα διυλιστήρια, επομένως η διαθεσιμότητά του εξαρτάται από την παραγωγική ικανότητα των διυλιστηρίων.

Το φυσικό αέριο είναι ελαφρύτερο από τον αέρα (σχετική πυκνότητα περίπου 0.55). Σε περίπτωση, επομένως διαρροής διαφεύγει προς την ατμόσφαιρα. Το υγραέριο είναι βαρύτερο από τον αέρα (σχετική πυκνότητα περίπου 1.8).

Η Ανωτέρα Θερμογόνος Δύναμη του φυσικού αερίου κυμαίνεται από 9000 - 11000Kcal/Nm3. Η Ανωτέρα Θερμογόνος Δύναμη του υγραερίου είναι υψηλότερη 2 30 00 - 30000Kcal/Nm 3.

Αυτό σε συνδυασμό με την διαφορετική σχετική πυκνότητα των δύο καυσίμων, σημαίνει ότι το φυσικό αέριο και το υγραέριο δεν είναι μεταξύ τους εναλλάξιμα, δηλαδή δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί το ένα σε καυστήρες που είναι σχεδιασμένοι για την καύση του άλλου.

Τα όρια ανάφλ

Referências

Documentos relacionados