• Nenhum resultado encontrado

Ενεργειακή διαγνωστική στις πόλεις: η περίπτωση της Μυτιλήνης

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Ενεργειακή διαγνωστική στις πόλεις: η περίπτωση της Μυτιλήνης"

Copied!
101
0
0

Texto

(1)

Ενεργειακή διαγνωστική στις πόλεις:

Η περίπτωση της Μυτιλήνης

Πτυχιακή εργασία

Πανεπιστήμιο Αιγαίου Τμήμα Περιβάλλοντος

Γκορίτσας Βασίλης

Σεπτέμβριος 2005

(2)

(3)

Ενεργειακή διαγνωστική στις πόλεις:

Η περίπτωση της Μυτιλήνης

Πτυχιακή εργασία

Πανεπιστήμιο Αιγαίου Τμήμα Περιβάλλοντος

Γκορίτσας Βασίλης

Σεπτέμβριος 2005

(4)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή της πτυχιακής κ. Δία Χαραλαμπόπουλο για την ευκαιρία που μου έδωσε να πραγματοποιήσω την πτυχιακή αυτή.

Τον Ηρακλή Πολατίδη για την πολύτιμη βοήθεια που μου έδωσε καθ’ όλη τη διάρκεια της πτυχιακής εργασίας και το χρόνο που αφιέρωσε από τον λιγοστό δικό του για να μου παρέχει κάθε δυνατή γνώση κι άποψη του.

Τον κ. Δημήτρη Μάντζαρη, αντιπρόεδρο της Αιολικής, ο οποίος ήταν πρόθυμος να μου παρέχει κάθε δυνατό στοιχείο που αφορούσε τη δράση της εταιρίας του δήμου στο χώρο των ΑΠΕ στη Μυτιλήνη.

(5)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

2.1. Πόλεις, ενέργεια και περιβαλλοντικά προβλήματα 2.2. Οικολογικό αποτύπωμα

2.3. ‘Διαγνωστικός έλεγχος’ ενεργειακής χρήσης στις πόλεις 2.3.1. Τι είναι ο ‘διαγνωστικός έλεγχος’

2.3.2. Γιατί να ελεγχθεί η ενεργειακή χρήση σε επίπεδο πόλεως 2.3.3. Ποιοι φορείς εμπλέκονται στον ‘διαγνωστικό έλεγχο’ της πόλης 2.3.4. Πως μπορεί να ελεγχθεί η κατανάλωση της ενέργειας της πόλης 2.4. ‘Διαγνωστικός ελεγχος’, ενέργεια και οικοπόλεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΡΟΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ 3.1. Εισαγωγή

3.2. Ενέργεια και Ανάγκες 3.2.1. Εισαγωγή 3.2.2. Στέγαση 3.2.3. Μεταφορές

3.2.4. Αγαθά και Υπηρεσίες 3.3. Τομείς και Ενέργεια

3.3.1. Εισαγωγή 3.3.2. Αστικός τομέας

3.3.3. Βιομηχανικός και Εμπορικός τομέας 3.3.4. Δημόσιος τομέας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. ΜΥΤΙΛΗΝΗ: ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 4.1. Μεθοδολογία

4.2. Ορισμένα στοιχεία για το δήμο Μυτιλήνης 4.3. Εισροές ενέργειας

4.3.1. Συμβατικές πηγές ενέργειας 4.3.2. Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

(6)

4.4. Η πόλη της Μυτιλήνης 4.4.1. Οικιακός τομέας 4.4.2. Μεταφορές 4.4.3. Βιομηχανία

4.4.4. Τριτογενής τομέας 4.5. Εκροές Ενέργειας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

(7)

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ

Πίνακας 1: Βασικές θεωρήσεις σε χαμηλής ενέργειας κτίρια 36 Πίνακας 2: Κατανομή ενέργειας στον οικιακό τομέα στην Ελλάδα το 1990 41

Πίνακας 3: Κατανομή πληθυσμού της Μυτιλήνης ανάλογα με τις

πολεοδομικές ενότητες 56 Πίνακας 4: Χρονοαποστάσεις και χιλιομετρικές αποστάσεις από την

έδρα του δήμου 58 Πίνακας 5: Σύνθεση του Αυτόνομου Σταθμού Παραγωγής (ΑΣΠ)

ηλεκτρικής ενέργειας Λέσβου 59 Πίνακας 6: Κατανάλωση ενέργειας στη Λέσβο κατά κλάδο

οικονομίας το 1994 64

Πίνακας 7: Κατανάλωση ενέργειας στη Λέσβο κατά μορφή ενέργειας

το 1994 65

Πίνακας 8: Κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κατά τελική χρήση στον

οικιακό τομέα της Μυτιλήνης το 1997 67

Πίνακας 9: Κατανάλωση ενέργειας κατά τελική χρήση στον οικιακό

τομέα της Μυτιλήνης 67 Πίνακας 10: Κατανομή κατανάλωσης ενέργειας στον οικιακό τομέα στη

Μυτιλήνη το 1997, ανά μορφή ενέργειας 68 Πίνακας 11: Υπολογισμός ενεργειακής κατανάλωσης στο μέσο

νοικοκυριό της Μυτιλήνης 69 Πίνακας 12: Ποσοστό που εμφανίζονται τα συστήματα θέρμανσης στα

νοικοκυριά της Μυτιλήνης το 1997 75

Πίνακας 13: Ενδεικτική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ενός

ηλεκτρικού θερμοσίφωνα 77 Πίνακας 14: Ενδεικτική κατανάλωση ενέργειας μερικών συσκευών

μαγειρέματος 77 Πίνακας 15: Ποσοστό εμφάνισης λαμπτήρων στα νοικοκυριά της

Μυτιλήνης το 1997 79

Πίνακας 16: Ενδεικτική κατανάλωση οικονομικών λαμπτήρων σε

σχέση με τους κοινούς 79 Πίνακας 17: Υπολογισμός κατανάλωσης ενέργειας για το φωτισμό

στη Μυτιλήνη 80

(8)

Πίνακας 18: Ενδεικτικές τιμές κατανάλωσης καυσίμου και εκπομπής

ρύπων σε αυτοκίνητα 1.400 κ.εκ και 1.600 κ.εκ. 84 Πίνακας 19: Υπολογισμός κατανάλωσης καυσίμων για τις ανάγκες

μεταφοράς στη πόλη της Μυτιλήνης 85 Πίνακας 20: Εκτίμηση των ρύπων που εκπέμπει ο ΑΣΠ Μυτιλήνης

σε σχέση με τους διάφορους τομείς κατανάλωσης Πίνακας 21: Εκτίμηση των καυσαερίων από τα οχήματα στη Μυτιλήνη το 2005

(9)

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ

Σχήμα 1: Εξέλιξη της σχέσης μεταξύ της πόλης και των

επιπτώσεων της στο περιβάλλον 14

Σχήμα 2: Παγκόσμια κατανομή του οικολογικού αποτυπώματος 19 Σχήμα 3: Μέσο οικολογικό αποτύπωμα των νοικοκυριών στο Όσλο

και τη Φάρδη σε εκτάρια ανά έτος 21

Σχήμα 4: Ανάλυση του πλαισίου μιας πόλης για τον σκοπό του

διαγνωστικού ελέγχου 28

Σχήμα 5: Εξέλιξη της ενεργειακής ζήτησης στη Λέσβο (1985 έως 2002) 60 Σχήμα 6: Εξέλιξη της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας για τη Λέσβο 61 Σχήμα 7: Συνολική κατανάλωση ενέργειας στη Λέσβο ανά τομέα 65 Σχήμα 8: Κατανομή ενεργειακής κατανάλωσης ανά μορφή

ενέργειας στη Λέσβο 65

Σχήμα 9: Κατανομή ηλεκτρισμού κατά τελική χρήση στα

σπίτια της Μυτιλήνης το 1997 67

Σχήμα 10: Κατανομή όλων των μορφών ενέργειας κατά τελική χρήση

στα σπίτια της Μυτιλήνης το 1997 68 Σχήμα 11: Κατανομή κατανάλωσης ενέργειας στον οικιακό τομέα

στη Μυτιλήνη 68

Σχήμα 12: Ποσοστό κατοικιών ανάλογα με το είδος ενέργειας που κυρίως

χρησιμοποιούν για τις ανάγκες θέρμανσης των κατοικιών 70 Σχήμα 13: Ρυθμός θερμικών απωλειών σε ένα τυπικό κτίριο στο

Erzurum από τα διάφορα σημεία του 73

Σχήμα 14: Επίδραση του πάχους της μόνωσης στην κατανάλωση καυσίμου

στον κτιριακό τομέα στο Erzurum 73

Σχήμα 15: Επίδραση του πάχους της μόνωσης στις εκπομπές CO2 στον

κτιριακό τομέα στο Erzurum 74

Σχήμα 16: Ποσοστό κατοικιών στη Μυτιλήνη που έχουν νυχτερινό

τιμολόγιο το 1997 82

(10)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(11)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι πόλεις των ανθρώπων αποτέλεσαν πόλο έλξης λόγω των ευκαιριών που προσέφεραν σε διάφορους τομείς όπως η εργασία, η ψυχαγωγία, η πρόνοια κτλ. Η ανάπτυξη των πόλεων, τόσο σε χωρικό, όσο και πολιτισμικό επίπεδο, επέφερε στις σύγχρονες κοινωνίες την οικονομική ανάπτυξη και την ‘αύξηση’ της ποιότητας ζωής.

Η οικονομική ανάπτυξη και η ποιότητα ζωής είναι δυο όροι στενά συνδεδεμένοι τόσο με την ενέργεια, όσο και με το περιβάλλον.

Μετά την βιομηχανική επανάσταση, η δυνατότητα να δημιουργηθούν κτίρια και οικοδομήματα μεγάλα σε μέγεθος και ικανά να προστατεύσουν τους ανθρώπους από τις συνθήκες περιβάλλοντος έδωσε νέα ώθηση στην ανάπτυξη των πόλεων, οι οποίες άρχισαν να διακατέχονται από ένα πρότυπο απρογραμμάτιστης και άνευ όρων ανάπτυξης, γεγονός που οδήγησε στην υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Σαν αποτέλεσμα, το περιβαλλοντικό κόστος αυτού του τύπου ανάπτυξης, υπήρξε ιδιαίτερα οδυνηρό για την ίδια την ποιότητα ζωής και άρχισε να γίνεται άμεσα αντιληπτό στους κατοίκους του πλανήτη γενικότερα, αλλά και στους κατοίκους των πόλεων ειδικότερα.

Η κατανάλωση ενέργειας είναι στενά συνυφασμένη με την εκπομπή ρύπων και συνεπώς με το περιβάλλον. Η οικονομική ανάπτυξη των κατοίκων των πόλεων, τους έδωσε την ευκαιρία να αυξήσουν την ποιότητα ζωή τους ενώ παράλληλα δημιούργησε νέες ανάγκες. Αυτό το γεγονός οδήγησε στη σημερινή κατάσταση, όπου ο μέσος κάτοικος των ανεπτυγμένων χωρών καταναλώνει καθημερινά τεράστια ποσά ενέργειας. Η συνειδητοποίηση της κατάστασης αυτής και η αναγνώριση της σημασίας μιας ισόρροπης και συνεπούς ενεργειακής στρατηγικής που θα εξασφαλίζει τις συνθήκες αδιάλειπτης οικονομικής ανάπτυξης, οδήγησε στην ανάγκη για ενεργειακό σχεδιασμό μέσα στις πόλεις. Η εξάντληση των αποθεμάτων των ορυκτών καυσίμων κάνει εμφανή την ανάγκη για εξοικονόμηση της ενέργειας σε οποιοδήποτε τομέα αυτό είναι δυνατό, χωρίς όμως να υπονομεύεται η ευημερία και η ποιότητα ζωής των κατοίκων.

Στόχος της παρούσης πτυχιακής είναι η ανάλυση του πλαισίου μιας πόλης για το σκοπό της ενεργειακής διαγνωστικής (energy auditing), έτσι ώστε να γίνουν εμφανή διάφορα σημεία στα οποία μπορούν να γίνουν βελτιώσεις, με απώτερο στόχο τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας μέσα στην πόλη και την εφαρμογή μιας

(12)

‘ενεργειακής αειφορίας’. Μια εφαρμογή στην πόλη της Μυτιλήνης χρησιμοποιείται για την επίδειξη μιας τέτοιου είδους ανάλυσης. Πιο αναλυτικά:

Το κεφάλαιο 2 (βιβλιογραφική έρευνα) αναφέρεται σε κάποια στοιχεία θεωρίας που είναι συναφή με την ‘ενεργειακή αειφορία’ των πόλεων και περιλαμβάνει έννοιες όπως της ενεργειακής διαγνωστικής (ή διαγνωστικού ελέγχου), του οικολογικού αποτυπώματος και των οικοπόλεων.

Το κεφάλαιο 3 (μελέτη των ενεργειακών ροών της πόλης) περιλαμβάνει δυο διαδικασίες. Αρχικά γίνεται μια ανάλυση των αναγκών που έχουν οι κάτοικοι μιας πόλης, οι οποίες ανάγκες σχετίζονται άμεσα με την ενέργεια. Στο δεύτερο μέρος γίνεται μια ανάλυση της πόλης με βάση τους διάφορους τομείς που τη χαρακτηρίζουν: οικιακός τομέας, δημόσιος τομέας, εμπόριο και βιομηχανία, μεταφορές, με σκοπό τη δημιουργία ενός πλαισίου στο οποίο γίνεται ανάλυση.

Το κεφάλαιο 4 (Μυτιλήνη: Πλαίσιο Ανάλυσης) περιλαμβάνει μια ανάλυση της πόλης της Μυτιλήνης στους διάφορους τομείς όπου γίνεται κατανάλωση ενέργειας.

Γνωρίζοντας το πώς κατανέμεται η ενέργεια μέσα στην πόλη γίνονται εμφανή τα σημεία εκείνα που επιδέχονται βελτιώσεις με απώτερο στόχο την δημιουργία πρακτικών λύσεων και εφαρμογών έτσι ώστε και να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας μέσα στην πόλη, αλλά και να μειωθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της πόλης προς το περιβάλλον.

Το κεφάλαιο 5 (Συμπεράσματα) αναφέρει τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση της πόλης καθώς και προτάσεις που θα οδηγούν προς μια πορεία

‘ενεργειακής αειφορίας’ της πόλης της Μυτιλήνης

(13)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

(14)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

2.1. Πόλεις, ενέργεια και περιβαλλοντικά προβλήματα

Οι πόλεις των ανθρώπων αποτέλεσαν πόλο έλξης από την αρχαιότητα έως σήμερα, λόγω του πλήθους των δυνατοτήτων που προσέφεραν σε διάφορους τομείς όπως εργασία, παιδεία, υγεία και βοήθησαν στην ανάπτυξη του πολιτισμού και την πρόοδο του. Σαν αποτέλεσμα οι πόλεις διευρύνουν ταχύτατα τα σύνορα καθώς και του πληθυσμούς τους, και όπως έχει σχολιαστεί ‘η ανθρώπινη ιστορία έχει καθοριστεί ως η ιστορία της αστικοποίησης [Santamouris et al, 2001]’. Η αυξημένη βιομηχανοποίηση και αστικοποίηση τα τελευταία χρόνια έχουν επηρεάσει δραματικά τον αριθμό των αστικών κτιρίων με μεγάλες επιπτώσεις στην ενεργειακή κατανάλωση στο τομέα των νοικοκυριών. Υπολογίζεται ότι περίπου 700 εκατομμύρια άνθρωποι μετακινήθηκαν προς τις αστικές περιοχές τη τελευταία δεκαετία του αιώνα που μας πέρασε. Ο αριθμός των κατοίκων που ζούσαν στις πόλεις αυξήθηκε από τα 600 εκατομμύρια που ήταν το 1920 στα 2 δισεκατομμύρια το 1986 και εάν αυτή η αυξητική τάση της αστικοποίησης συνεχιστεί, περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζει σε πόλεις στις αρχές του αιώνα μας. Εκατό χρόνια πριν, μόνο το 14% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε στις πόλεις και το 1950, λιγότερο από 30% του πληθυσμού του πλανήτη ήταν αστικός. Σήμερα, πάνω από 170 πόλεις υποστηρίζουν περισσότερο από 1 εκατομμύριο κατοίκους η καθεμία. Όπως εκτιμάται, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, 90% του πληθυσμού αναμένεται να κατοικεί σε αστικές περιοχές, ή γύρω από αυτές το 2000. Εκτιμήσεις δείχνουν ότι αστικοί πληθυσμοί θα απασχολούν το 80% του συνολικού πληθυσμού της γης το 2100 [Santamouris et al, 2001].

Τέτοια στοιχεία και εκτιμήσεις δίνουν μια πρώτη πιθανή εξέλιξη της ενεργειακής κατανάλωσης μέσα στα πλαίσια μιας πόλης. Γι’ αυτό το λόγο η ενέργεια (η διαθεσιμότητα, η χρήση, το κόστος και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτής) έχει γίνει βασικό θέμα κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων. Στη Μεγάλη Βρετανία, η πολιτική ατζέντα έχει ζητήσει περικοπή στο ρυθμό κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων. Για παράδειγμα, η καμπάνια του 1970 ‘Save It’, όταν η ενεργειακή ‘διατήρηση’(ακόμα και αν αυτό σήμαινε αλλαγές στο τρόπο ζωής) ήταν η πολιτική γραμμή της κυβέρνησης. Η καμπάνια του 1980 ‘Use It Wisely’ παρότρυνε την ενεργειακή ‘επάρκεια’ (όπου τα μέτρα ενεργειακής επάρκειας έπρεπε να είναι οικονομικώς αποτελεσματικά). Το 1992 η καμπάνια ‘Helping The Earth Begins at

(15)

Home’ έδωσε έμφαση στο να μειωθεί η πιθανότητα της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας, ενώ η καμπάνια του 1999/2000 ‘Are you doing your bit’ που συμπεριλαμβάνει το στοιχείο της ενεργειακής εξοικονόμησης μαζί με το περιβαλλοντικό μήνυμα. Αυτές οι προσεγγίσεις παρείχαν στο ευρύ κοινό, τη βιομηχανία και το εμπόριο κίνητρα, ιδέες, και πληροφορίες σχεδιασμένες να φέρουν μειώσεις στους ρυθμούς της ενεργειακής κατανάλωσης. Εν τούτοις, τέτοια σχέδια φαίνεται να είχαν πλήθος βαθμών επιτυχίας. Ενώ πολλές τοπικές εξοικονομήσεις επιτεύχθηκαν από το 1970, οι άνθρωποι τώρα ζουν για περισσότερο διάστημα και σε μικρότερες μονάδες. και αξιοσημείωτα περισσότερες ευκαιρίες υπάρχουν για αυξημένη κατανάλωση [Bennett, Newborough, 2001]. Σαν αποτέλεσμα παρ’ όλες τις προσπάθειες ενεργειακής εξοικονόμησης, η ετήσια ενεργειακή κατανάλωση για κάθε άνθρωπο στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παραμένει σε ένα επίπεδο, παρόμοιο με αυτό του 1970 στους 3 τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (περίπου 37 MWh), [British Petroleum 1998].

Η εξοικονόμηση ενέργειας ‘έχασε ένα μέρος’ από τη σημασία που κρατούσε στη δεκαετία του 1970 και στις αρχές του 80. Τα αποθέματα για το σημερινό ρυθμό παραγωγής αργού πετρελαίου, παραμένουν παρόμοια με τα επίπεδα της προ πετρελαϊκής κρίσης (40 στα τέλη του 1997, συγκρινόμενη με περίπου 35 το 1970 [British Petroleum 1998]), ενώ το μέσο ποσοστό χρημάτων που δαπανά ένα νοικοκυριό της Μεγάλης Βρετανίας από το εισόδημα του έπεσε από το 6,3% που ήταν το 1970, στο 4,3% το 1997 και οι τιμές της μονάδας ενέργειας στο βιομηχανικό τομέα είναι τώρα στο 60% από αυτές που ήταν το 1973. Με σταθερή παραγωγή στη ποσότητα των καυσίμων, ασφάλεια στη διανομή τους και χαμηλές τιμές διάθεσης στην αγορά, η ανάγκη να παρακολουθούνται τα θέματα ενέργειας ελαττώθηκαν στα μάτια των κυβερνήσεων και των εμπλεκόμενων. Εν τούτοις, έως τα τέλη του 1980 όταν η προσοχή άρχισε να μετακινείται προς τις περικοπές στους ρυθμούς εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου συνδεόμενη με τη καύση ορυκτών καυσίμων και προβλέποντας τις παγκόσμιες κλιματικές αλλαγές, οι κυβερνήσεις των κρατών με αργούς ρυθμούς άρχισαν να βάζουν σε λειτουργία μηχανισμούς που στόχευαν να συγκρατήσουν τις εκπομπές. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η τοπική ατζέντα 21

‘κινητοποιήθηκε’ από τις διεθνείς συζητήσεις που έγιναν στη παγκόσμια διάσκεψη για το περιβάλλον το 1992 στο Ρίο, όπου προσοχή συγκεντρώθηκε στην αειφορία του να διατηρηθούν τα παγκόσμια αποθέματα.. Το 1997, εθνικοί αντιπρόσωποι, υπεύθυνοι για τα θέματα ενέργειας από κάθε χώρα, συγκεντρώθηκαν στο Κιότο για

(16)

να συζητήσουν εκτενέστερα αυτά τα θέματα, και η τελική συμφωνία, την οποία υποστήριξαν 160 έθνη, δημιουργεί μια δέσμευση στο να επιτευχθεί μια μείωση της τάξεως του 6% (με βάση το έτος 1990) στις εκπομπές του αερίου του θερμοκηπίου μέχρι το 2008. Παρόλο που ο απαιτούμενος ρυθμός των περικοπών παραμένει αβέβαιος, είναι σίγουρο ότι μελλοντικές μειώσεις στη χρήση ενέργειας και εκπομπών ποσοτικοποιούνται καλύτερα, και ότι οποιοιδήποτε συσχετιζόμενοι στόχοι μπορούν να μετρηθούν [Bennett, Newborough, 2001].

Με βάση τα παραπάνω παρατηρείται το μέγεθος των διαστάσεων που πήραν τα περιβαλλοντικά προβλήματα κυρίως στο δεύτερο μισό του αιώνα μας, λόγω της βιομηχανικής επανάστασης και της έντονης αστικοποίησης. Ωστόσο, οι αρχικές επιδράσεις της αστικοποίησης άρχισαν να γίνονται εμφανείς σε τοπικό επίπεδο (κυρίως στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα). Αργότερα όμως περιβαλλοντικά προβλήματα που άρχισαν να εμφανίζονται και στη περιφέρεια (υποβάθμιση των οικοσυστημάτων με οξίνιση των εδαφών, ρύπανση των υδροφόρων κ.λ.π.) φανέρωσαν την επίδραση της αστικοποίησης και έξω από τα όρια της πόλης. Τελικά, φαινόμενα που παρουσιάσθηκαν σε πλανητικό επίπεδο - όπως η υπερθέρμανση και η μείωση του στρατοσφαιρικού όζοντος - έθιξαν το ζήτημα της παγκόσμιας επίπτωσης της αστικοποίησης και του υπερκαταναλωτικού τρόπου ζωής που υιοθετούν οι σύγχρονες πόλεις. Το Σχήμα 1 παρουσιάζει την εξέλιξη της σχέσης μεταξύ της πόλης και των επιπτώσεων της στο περιβάλλον.

(17)

Σχήμα 1: Εξέλιξη της σχέσης μεταξύ της πόλης και των επιπτώσεών της στο περιβάλλον

2.2. Οικολογικό αποτύπωμα

Το θέμα της αειφόρου ανάπτυξης εμφανίστηκε στο προσκήνιο στη διεθνή ατζέντα περίπου 20 χρόνια πριν. Η αναφορά των Ηνωμένων Εθνών με τίτλο ‘Το Κοινό μας Μέλλον’ συμπέρανε ότι η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει τόσο σημαντικά προβλήματα, με πρωτεύοντα αυτά της διατήρησης των φυσικών αποθεμάτων, της αυξημένης ρύπανσης του περιβάλλοντος και της πείνας, για τα οποία κάτι πρέπει να γίνει. Ενέργειες που θα βελτιώσουν αυτές τις συνθήκες πρέπει άμεσα να λάβουν δράση διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να καταστρέψουμε τον πλανήτη που ζούμε.

Επίσης ένα άλλο συμπέρασμα της αναφοράς είναι ότι χρειαζόταν μια γενικότερη αλλαγή στο τρόπο σκέψης και δράσης [Φύτου, 2005].

Αν και τα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, μετά την έντονη αστικοποίηση συγκεντρώθηκαν στις πόλεις, ή εκφράζοντας το καλύτερα, οι πηγές των περισσοτέρων περιβαλλοντικών προβλημάτων συγκεντρώθηκαν στις

(18)

πόλεις. Ορισμένες από τις επιπτώσεις της ανάπτυξης των πόλεων στο περιβάλλον είναι:

Γη

• Απώλεια δασικής γης

• Κατάτμηση των τύπων γης, εδαφική διάβρωση και συμπίεση

• Απώλεια μεγάλων θηλαστικών και βιοποικιλότητας, εισαγωγή εισβολέων

• Απώλεια γεωργικής γης Νερό

• Πλήρωση (μπάζωμα) και υποβάθμιση των ρεμάτων και των υγροτόπων/ απώλεια ενδιαιτήματος των ψαριών

• Ευτροφισμός, απόφραξη και εισαγωγή αποβλήτων στις τροχιές των ρεμάτων

• Απορροή τοξικών και κακή χρήση των υπονόμων που απομακρύνουν το νερό της βροχής

• Ανεπαρκής διήθηση

• Υπερβολική ζήτηση για νερό

• Ρύπανση κόλπων και ποταμών

• Επιχωμάτωση των ποταμών Αέρας

• Καταστροφή της βλάστησης που παράγει οξυγόνο και απορροφά διοξείδιο του άνθρακα

• Βιομηχανικό και κυκλοφοριακό νέφος

• Συσχέτιση της ρύπανσης του αέρα με την προαστιακή εξάπλωση

• Ύπαρξη θειικών και νιτρικών που οδηγούν σε όξινη βροχή και ύπαρξη όζοντος κοντά στην επιφάνεια της γης

Ενέργεια και ακατέργαστες ύλες

• Μετάβαση από ηλιακή ενέργεια σε ορυκτά καύσιμα και υδροηλεκτρική ενέργεια

• Μαζική κατανάλωση πρώτων υλών

• Φαινόμενο της θερμικής νησίδας

• Προβλήματα διάθεσης των στερεών αποβλήτων (Alexander, 2005)

Ένας από τους λόγους στους οποίους οφείλονται τα προβλήματα αυτά είναι ότι πολλές από τις τροφές και τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή και κατανάλωσή των πόλεων προέρχονται από άλλες περιοχές. Η έντονη αύξηση της πυκνότητας του πληθυσμού στις πόλεις, οι οποίες υποστήριζαν κυρίως τη κατοικία

(19)

και τη παροχή υπηρεσιών, αντικατέστησε τις χρήσεις γης με αποτέλεσμα η πόλη να εισάγει προϊόντα από τη περιφέρεια καθώς και να εξάγει τα παραπροϊόντα (ρύπους) σε αυτή. Ως αποτέλεσμα συχνά η περιβαλλοντική υποβάθμιση που ακολουθεί την καλλιέργεια της τροφής και την εξαγωγή των πρώτων υλών παραμένει στην περιοχή όπου παράγονται τα προϊόντα αυτά. Επιπλέον οι πόλεις συνήθως εξάγουν τη ρύπανση και τα απόβλητά τους σε άλλες περιοχές, υποβαθμίζοντας οικοσυστήματα και αναγκάζοντας άλλους ανθρώπους να ζήσουν με τις συνέπειες των δραστηριοτήτων των κατοίκων των πόλεων.

Στην προσπάθειά τους να εκφράσουν την έκταση της βιοπαραγωγικής γης που σφετερίζονται οι πόλεις για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους (ξυλεία, πρώτες ύλες νερό και γη που χρειάζεται για να αφομοιώσει τα απόβλητα και τους ρύπους) οι Wackernagel και Rees εισήγαγαν το 1995 την έννοια του οικολογικού αποτυπώματος (ecological footprint) που χρησιμοποιήθηκε ευρέως για την έκφραση της μη αειφορικότητας των πόλεων και του υπερκαταναλωτικού τρόπου ζωής. Το οικολογικό αποτύπωμα αντιστοιχεί σε κάθε πόλη, χώρα ή μεμονωμένο άτομο μια τυποποιημένη περιοχή δάσους, αγροτικής γης ή υδάτινου περιβάλλοντος που χρειάζεται για να καλύψει τις ανάγκες της σε ξυλεία, πρώτες ύλες, νερό. Ουσιαστικά το οικολογικό αποτύπωμα αποτελεί ένα εργαλείο το οποίο μας βοηθάει πρακτικά να συγκρίνουμε τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου με τη φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντος. Έτσι μπορούμε να δούμε σε ποιο σημείο είμαστε, προς τα πού οδεύουμε, και αν έχουμε ξεπεράσει τα όρια, ποιες ενέργειες πρέπει να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση.

Ως οικολογικό αποτύπωμα ορίζεται η υποθετική περιοχή που απαιτείται για να παρέχει τις οικολογικές υπηρεσίες που χρησιμοποιεί ένας άνθρωπος ή μια πόλη.

[Luck et al, 2001] ή κατά τον Wackernagel [Wackernagel, 2001] «Η μεθοδολογία του οικολογικού αποτυπώματος, μας παρέχει έναν υπολογισμό του φυσικού κεφαλαίου, που μπορεί να προσδιορίσει για κάθε κλίμακα, από τη παγκόσμια μέχρι εκείνη του νοικοκυριού, τι ποσοστό από τις υπηρεσίες της φύσης οικειοποιείται για να υποστηρίζονται αυτές οι οντότητες. [Wackernagel, 2001]»

Κατά τον Palmer [Palmer,1999] «Η προϋπόθεση του οικολογικού αποτυπώματος είναι ότι ο καθένας από εμάς έχει πραγματικές περιοχές της επιφάνειας της γης αφιερωμένες στην κατανάλωση τροφής και προϊόντων ξυλείας (αποτυπώματα του ίδιου ονόματος), στη χρήση της γης για κτίρια, δρόμους, χωματερές κ.λ.π. (αποτύπωμα της υποβαθμισμένης γης), και στα απαραίτητα δάση

(20)

για την απορρόφηση της περίσσειας CO2 που παράγεται από την καύση των ορυκτών καυσίμων (αποτύπωμα ενέργειας). Το άθροισμα των αποτυπωμάτων αυτών μπορεί να υπολογισθεί και συναποτελεί το οικολογικό μας αποτύπωμα». Κατά τον Rees «Το οικολογικό αποτύπωμα ενός καθορισμένου πληθυσμού είναι η χερσαία ή υδάτινη περιοχή που απαιτείται για να παραχθούν οι φυσικοί πόροι που καταναλώνονται και να αφομοιωθούν τα απόβλητα που παράγονται από αυτόν τον πληθυσμό σε συνεχή βάση, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται η περιοχή αυτή» (Rees,1999). Επειδή η γη έχει μια πεπερασμένη περιοχή, το άθροισμα όλων των οικολογικών αποτυπωμάτων πρέπει να είναι μικρότερο από τη συνολική επιφάνεια του πλανήτη για να είναι αειφορικές οι απαιτήσεις του τρέχοντος πληθυσμού σε οικοσυστημικές υπηρεσίες [Luck et al, 1999].

Για τον υπολογισμό του οικολογικού αποτυπώματος έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες μέθοδοι, ανάλογα με τους συγγραφείς. Για παράδειγμα οι Luck et al, 1999, αναφέρουν: «Τα οικολογικά αποτυπώματα συνήθως υπολογίζονται με τον προσδιορισμό της κατά κεφαλήν χρήσης των υπηρεσιών που προσφέρουν τα οικοσυστήματα - για παράδειγμα την κατανάλωση νερού και τροφής και την αφομοίωση του εκλυόμενου διοξειδίου του άνθρακα - και στη συνέχεια πολλαπλασιάζοντας το νούμερο αυτό με τον πληθυσμό που μας ενδιαφέρει και διαιρώντας το με την τοπική μέση παραγωγική δυνατότητα των οικοσυστημάτων. Το αποτέλεσμα μετατρέπεται σε μονάδες επιφάνειας.»

Η Holden [Holden, 2004] αναφέρει ότι το οικολογικό αποτύπωμα συνήθως υπολογίζεται συνυπολογίζοντας 6 τύπους οικολογικού αποτυπώματος που χωρίζονται ανάλογα με την κατηγορία της χρήσης της γης: οικολογικό αποτύπωμα καλλιεργήσιμης γης, βοσκότοπους, δάση, αλιευτικές περιοχές, αποτύπωμα ενέργειας και δομημένη γη. Η καλλιεργήσιμη γη περιλαμβάνει την περιοχή που χρειάζεται για να παραχθεί όλη η εδώδιμη σοδειά (δημητριακά, φρούτα, λαχανικά κλπ) και η μη εδώδιμη σοδειά (δημητριακά για τα ζώα, βαμβάκι κλπ). Η παγκόσμια έκταση που χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη κατανάλωση κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων και μαλλιού που προέρχεται από ζώα που δεν τρέφονται από τη σοδειά. Το δασικό αποτύπωμα αναφέρεται στην έκταση που απαιτείται για την παραγωγή προϊόντων ξυλείας, τα οποία καταναλώνονται παγκοσμίως, ενώ το αποτύπωμα του αλιευτικού εδάφους αντιπροσωπεύει την περιοχή που απαιτείται για να παράγει τα ψάρια και τα θαλασσινά που καταναλώνουμε. Το αποτύπωμα της δομημένης γης περιλαμβάνει την υποδομή για τη στέγαση, τη

(21)

μεταφορά και τη βιομηχανική παραγωγή καθώς και τις εγκαταστάσεις υδροηλεκτρικής ενέργειας. Τέλος το αποτύπωμα της ενέργειας αναφέρεται στην περιοχή που απαιτείται για να διατηρηθεί η κατανάλωση ενέργειας. Αυτό συμπεριλαμβάνει τέσσερις τύπους ενέργειας (ορυκτά καύσιμα, βιομάζα, πυρηνική ενέργεια και υδροηλεκτρική ενέργεια), καθένας από τους οποίους έχει τη δική του μεθοδολογία για να υπολογίζει την έκταση γης.

Έγινε κατανοητό ότι το οικολογικό αποτύπωμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους. Ένας από αυτούς είναι να υπολογιστεί το οικολογικό αποτύπωμα ενός κράτους (ή ολόκληρου του πλανήτη) και να το συγκρίνουμε με τη φέρουσα ικανότητα της χώρας αυτής (ή ολόκληρου του πλανήτη). Με άλλα λόγια: συγκρίνεται το οικολογικό αποτύπωμα που προκαλείται από την κατανάλωση των φυσικών πόρων, με τη βιολογική ικανότητα της γης να τους αναγεννήσει. Αυτό μας φέρνει άμεσα στη καρδιά της αειφόρου ανάπτυξης. Γίνεται ξεκάθαρο ότι η περιοχή της γης δεν είναι ισότιμα κατανεμημένη ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ένα μέσο άτομο στις χώρες με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα έχει ένα ετήσιο οικολογικό αποτύπωμα 6,5 εκταρίων (ή 65 στρεμμάτων). Από την άλλη πλευρά της κλίμακας συναντάμε τους ανθρώπους που ζουν σε χώρες με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα να έχουν ένα μέσο οικολογικό αποτύπωμα 0.8 εκταρίων/ χρόνο [WWF, 2004], (Σχήμα 2). Συχνά αναφέρεται ότι αν όλοι οι άνθρωποι κατανάλωναν φυσικούς πόρους και παρήγαγαν την ίδια ποσότητα αποβλήτων με τις χώρες του ανεπτυγμένου

(22)

Σχήμα 2: Παγκόσμια κατανομή του Οικολογικού Αποτυπώματος

(23)

κόσμου θα χρειάζονταν 3,5 ισοδύναμοι πλανήτες σαν τη γη για να υποστηρίξουν τις ανάγκες όλων αυτών των ανθρώπων (οι εκτιμήσεις κυμαίνονται ανάλογα με τον τρόπο υπολογισμού του οικολογικού αποτυπώματος- κατ’ άλλους η αντίστοιχη εκτίμηση είναι δύο ισοδύναμοι πλανήτες ή ακόμα και παραπάνω από 3,5).

Αυτοί οι υπολογισμοί επίσης σχηματίζουν τη βάση ενός άλλου επείγοντος θέματος. Σύμφωνα με το ‘The Living Planet Report 2002 (WWF 2002)’, το οικολογικό αποτύπωμα ολόκληρου του πλανήτη κάλυπτε 13,7 δισεκατομμύρια εκτάρια το 1999, ή 2,3 εκτάρια ανά άτομο. Αυτή η ‘απαίτηση της γης’ μπορεί να συγκριθεί με τη φέρουσα παραγωγικότητα της γης. Περίπου 11,4 δισεκατομμύρια εκτάρια, ελάχιστα λιγότερο από το ¼ της επιφάνειας της γης, είναι βιολογικά παραγωγικό, διαφυλάττοντας το μέγεθος της παγκόσμιας παραγωγής βιομάζας. Τα υπολείποντα ¾, συμπεριλαμβάνοντας έρημους, αρκτικές περιοχές και βαθύς ωκεανούς υποστηρίζουν, σχετικά με τις παραγωγικές περιοχές, χαμηλές συγκεντρώσεις βιοπαραγωγικότητας. Επίσης, σύμφωνα με το ‘The Living Planet Report’, το παραγωγικό τέταρτο της βιόσφαιρας αντιστοιχούσε παγκοσμίως σε 1,9 δισεκατομμύρια εκτάρια ανά άτομο το 1999. Σαν αποτέλεσμα η ανθρώπινη κατανάλωση των φυσικών αποθεμάτων εκείνο το χρόνο ξεπέρασε τη φέρουσα ικανότητα του πλανήτη μας περίπου κατά 20%.

Ένα παράδειγμα του οικολογικού αποτυπώματος των κατοίκων δυο διαφορετικών πόλεων, το Όσλο και τη Φάρδη στη Νορβηγία βρίσκεται στο Σχήμα 3.

Ενδιαφέρον παρουσιάζεται στην έκταση του οικολογικού αποτυπώματος σύμφωνα με τις ανάγκες που έχουν οι κάτοικοι των παραπάνω πόλεων [Holden, 2004].

Είναι φανερό ότι η ελάχιστη απαίτηση για την παγκόσμια αειφορία είναι να είναι το οικολογικό αποτύπωμα της ανθρωπότητας μικρότερο από τη βιολογική φέρουσα ικανότητα της βιόσφαιρας. Όταν όμως αναφερόμαστε σε μια συγκεκριμένη χώρα τα αποτελέσματα της σύγκρισης δεν είναι τόσο άμεσα. Για παράδειγμα ο Wackernagel [Wackernagel, 2001] θέτει το ερώτημα: «είναι η Σουηδία, με ένα μεγάλο αποτύπωμα /άτομο αλλά ακόμα μεγαλύτερη φέρουσα ικανότητα/ άτομο οικολογικά αειφόρος; Και τι συμβαίνει με την Αίγυπτο, που έχει ένα αποτύπωμα/

άτομο μικρότερο από την παγκόσμια/ άτομο βιολογική φέρουσα ικανότητα αλλά μικρότερο από την εσωτερική της φέρουσα ικανότητα; Είναι ξεκάθαρο ότι αν καθένας στον κόσμο είχε τον ίδιο τρόπο ζωής όπως και ο μέσος Σουηδός, η γη δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον ανθρώπινο πληθυσμό της για πολύ καιρό. Ούτε και θα ήταν διατηρήσιμη η ανθρωπότητα αν όλες οι χώρες είχαν το οικολογικό έλλειμμα της

(24)

Αιγύπτου» και καταλήγει: «Ενώ οι αναλύσεις των οικολογικών αποτυπωμάτων δεν απαντούν στην ερώτηση για το αν μια δεδομένη χώρα μπορεί να ζήσει μέσα στα πλαίσια της παγκόσμιας μέσης φέρουσας ικανότητας, ή μέσα στις δικές τους φέρουσες ικανότητες, προσφέρουν όμως ένα ποσοτικό μέτρο των οικολογικών προκλήσεων και συγκρούσεων που χρειάζεται να επιλύσει η ανθρωπότητα αν θέλει να επιτύχει παγκόσμια αειφορία.»

Σχήμα 3: Μέσο οικολογικό αποτύπωμα των νοικοκυριών στο Όσλο και τη Φάρδη, σε εκτάρια ανά έτος

(25)

2.3. ‘Διαγνωστικός έλεγχος της ενεργειακής χρήσης στις πόλεις’

2.3.1. Τι είναι ο ‘διαγνωστικός έλεγχος’

Μέσα από την ιστορία, ο άνθρωπος έχει προσπαθήσει να παραμείνει ένα βήμα μπροστά από τον ανταγωνισμό σε σχέση με τους συνανθρώπους του, και σε αυτό το γεγονός οφείλεται κυρίως η πρόοδος που έχει επιτύχει σε όλους τους τομείς μέχρι σήμερα. Το βιβλίο Doomsday που συντάχθηκε το 1085 από τον William τον 1ο, ήταν ένα πρόγονο παράδειγμα αυτού (του ελέγχου): ‘μια καταγραφή μιας εντατικής καταμέτρησης της Αγγλίας, φτιαγμένη από εντολή του William του κατακτητή… να βοηθήσει τη φορολόγηση μέσα από τη γνώση των οικονομικών αποθεμάτων. Κάλυψε την ιδιοκτησία της γης και της αξίας της, καθώς και τον πληθυσμό… και ήταν εκπληκτικό για την ταχύτητα με την οποία πραγματοποιήθηκε και την ακεραιότητα της. Αυτό επέτρεψε στον William να καταγράψει και να κατανοήσει ποιος είχε τι σε σχέση με τη γη, το ζωικό κεφάλαιο, τα αποθέματα, επιτρέποντας φόρους να εισαχθούν σ’ ένα μετρούμενο βαθμό σε όλη τη χώρα.

Η λέξη ‘διαγνωστικός έλεγχος’ (στην αγγλική βιβλιογραφία ο όρος εμφανίζεται ως audit) καθορίζεται σαν : ‘μια επίσημη επιθεώρηση στους λογαριασμούς ενός οργανισμού από ένα λογιστή’, και η λέξη ‘ελέγχω’ (auditing) σαν ‘εξετάζω επίσημα’.

Η πρώτη χρήση της λέξης καταγράφεται τον 15ο αιώνα, ως ‘audit ale’, ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια γιορτή που γίνονταν για να γιορταστεί η ‘μέρα ελέγχου’, όπου οι φοιτητές του πανεπιστημίου της Οξφόρδης πλήρωναν τα δίδακτρα τους [Chambers, 1998]. Οικονομικός ‘έλεγχος’ έχει εφαρμοστεί εδώ και πολλά χρόνια σε οικονομικούς και εμπορικούς οργανισμούς, στο να προσδιοριστεί η παρούσα αξία μιας δραστηριότητας, βασιζόμενη στην επίδοση και στις καταγραφές της προηγούμενης περιόδου. Αυτό επιτρέπει μελλοντικές επιδόσεις να εκτιμηθούν με βάση τη γνώση της δραστηριότητας του παρελθόντος και του παρόντος.

Πρόσφατα ο ‘διαγνωστικός έλεγχος’ χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τεχνικές παρακολούθησης τωρινών γεγονότων σε περιοχές διαφορετικές από επιχειρήσεις και οικονομικά, ιδιαίτερα στο τομέα της διαχείρισης ενέργειας. Την περίοδο που ακολούθησε μετά την πρώτη πετρελαϊκή χρήση, μια κατεπείγουσα ανάγκη παρουσιάστηκε να κατανοηθεί καλύτερα πότε, που και πόση ενέργεια χρησιμοποιούταν στους τομείς της κατοικίας, των επιχειρήσεων και των μεταφορών.

Γνωρίζοντας αυτές τις πληροφορίες, η μελλοντική κατανάλωση θα μπορούσε να προβλεφθεί, και στρατηγικές διατήρησης θα ενεργοποιούνταν για μειωθεί η

(26)

κατανάλωση. Έτσι ο όρος ‘Ενεργειακός Έλεγχος’ - ‘Ενεργειακή Διαγνωστική’

(Energy Audit) μπήκε στο προσκήνιο, και στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ποικίλα σχέδια, με στόχο βιομηχανικές καθώς και οικιακές δραστηριότητες, αναπτύχθηκαν. Αυτές οι δραστηριότητες χρησιμοποίησαν την τεχνική του διαγνωστικού ελέγχου για να παράγουν δεδομένα, συγκεκριμένα για μια δραστηριότητα, για μια διαδικασία ή για ένα κτίριο. Αυτές οι διαδικασίες συμπεριέλαβαν:

• ‘Don’t Waste Your Energy’, ένα κυβερνητικά υποκινούμενο σχέδιο, έλαβε χώρα από τον οργανισμό βρετανικού αερίου (British Gas), στο οποίο μηχανικοί, ειδικευμένοι στη θέρμανση, καταμέτρησαν τα συστήματα και τις συσκευές θέρμανσης μιας κατοικίας, και μετά έκαναν συστάσεις για το ποιες ευκαιρίες για εξοικονόμηση ενέργειας υπήρχαν.

• ‘For What It’s Worth’, η οποία έλαβε χώρα από το Open University και Channel Four το οποίο ήταν μια απλή DIY (Do It Yourself) λίστα ελέγχου (ερωτηματολόγιο) που θα μπορούσε να γυρίσει στο πανεπιστήμιο για να αναλυθεί για να εξάγει μια σειρά από μέτρα και συμβουλές.

• Η Energy Survey Scheme (ESS), δημιουργήθηκε από το Τμήμα Ενέργειας (Department of Energy) το 1983, ως μια από τις πληθώρες δράσεις με θέμα την διατήρηση της ενέργειας. Επιμέρους ‘διαγνωστικοί έλεγχοι’, ή καταμετρήσεις ενέργειας διεξάχθηκαν από ειδήμονες σε θέματα ενέργειας, οι οποίοι θα μπορούσαν να εξετάσουν τις δραστηριότητες ενεργειακής κατανάλωσης μιας εταιρίας και έπειτα να κάνουν συστάσεις για το πώς η κατανάλωση θα μπορούσε να μειωθεί.

Η επιτυχία αυτών των πρόωρων σχεδίων ποίκιλε αξιοσημείωτα. Κάποια από τα σχέδια στον οικιακό τομέα απότυχαν να κινήσουν το ενδιαφέρον στο ευρύ κοινό, ενώ αντιθέτως στον βιομηχανικό τομέα η ESS ήταν υπεύθυνη για 12,000 καταμετρήσεις [Jonnes, 1995]. Τώρα στο σημείο που βρισκόμαστε και αναγνωρίζουμε το πώς μπορούμε να επιτύχουμε εθνικούς στόχους για μείωση των εκπομπών, υπάρχει μια αυξημένη ανάγκη να κατανοήσουμε πότε, που και πόση ενέργεια καταναλώνεται, και επίσης να αναγνωρίσουμε περιοχές σημαντικής κατανάλωσης. Ο ενεργειακός ‘διαγνωστικός έλεγχος’ παρέχει τα εργαλεία για να επιτύχουμε αυτή την κατανόηση.

(27)

2.3.2. Γιατί να ελεγχθεί η ενεργειακή χρήση σε επίπεδο πόλεως

Αρκετοί μέθοδοι για τον έλεγχο της ενέργειας είναι διαθέσιμοι για τον προσδιορισμό διαδικασιών στους τομείς της βιομηχανίας και των κτιρίων, μα καμία από αυτές τις μεθόδους δε φαίνεται να υπάρχει για να ‘διευθύνει’ έναν απλό έλεγχο μιας αστικής περιοχής. Προηγούμενες σχετικές μελέτες είχαν επικεντρωθεί στα κτίρια αυτά καθαυτά, στις μεταφορές, σε συγκεκριμένα καύσιμα ή στην ανάπτυξη μοντέλων πρόβλεψης για πόλεις όπως αυτές της Μεγάλης Βρετανίας (Leicester, Milton, Keynes, Newcastle…). Ένας από τους λόγους για τον οποίο διαδικασίες διαγνωστικού ελέγχου ενεργειακής χρήσης δεν έχουν λάβει χώρα σε επίπεδο πόλεως, είναι η έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων, όπως επισημαίνεται από διάφορους ερευνητές.

Ένας ενεργειακός διαγνωστικός έλεγχος στη κλίμακα μιας πόλης, ερευνώντας όλα τα είδη και τις ποσότητες καυσίμων που εισέρχονται στο σύστημα, καθώς και με τον τρόπο που διαμοιράζεται και χρησιμοποιείται η ενέργεια που παράγεται από τα διάφορα καύσιμα στους τομείς του οικισμού, της βιομηχανίας και του εμπορίου, θα πρέπει να παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες για τη σχετική κατανάλωση των παραπάνω διαφορετικών τομέων, κάτι το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εγκατασταθούν τοπικά, σχετικοί στόχοι για δράσεις ενεργειακής επάρκειας, και να διευκολύνουν προβλέψεις μελλοντικών τάσεων της τοπικής κατανάλωσης και των τοπικών εκπομπών. Αυτές οι πληροφορίες μπορούν μετέπειτα να βοηθήσουν την πόλη να συμμορφωθεί με τους εθνικούς στόχους μείωσης των εκπομπών.

Ένας βασικός τομέας κατανάλωσης ενέργειας είναι αυτός των μεταφορών, ο οποίος είναι υπεύθυνος για το 25% των εκπομπών CO2 στις μεγάλες πόλεις [Bennett, Newborough, 2001]. Προς το παρόν, η χρήση της ενέργειας στο τομέα των μεταφορών (με εξαίρεση των ηλεκτροκίνητων τρένων και τραμ και ένα μικρό αριθμό ηλεκτροκίνητων οχημάτων) καθορίζεται από 2 παράγοντες: τις μηχανές εσωτερικής καύσης, και τα καύσιμα με βάση το πετρέλαιο. Για να επιτευχθεί μια σημαντική μείωση στη κατανάλωση ενέργειας και εκπομπών, στο τομέα των μεταφορών, απαιτείται δράση σε μάκρο-εθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα: φόροι στα καύσιμα, τεχνολογικές βελτιώσεις από τη πλευρά των κατασκευαστών οχημάτων, καθώς και κίνητρα για εκείνους που χρησιμοποιούν τη δημόσια συγκοινωνία και χαμηλών εκπομπών οχήματα. Ενώ η τοπική δράση είναι εφικτή, θα έχει ελάχιστη επιρροή λόγω της παροδικής φύσης της παραγωγής εκπομπών (για παράδειγμα, όχι όλα τα ταξίδια/διαδρομές προέρχονται μέσα από τη πόλη, ή γίνονται από ανθρώπους που ζουν και εργάζονται σε αυτή). Έτσι, ενώ η κατανάλωση ενέργειας στο τομέα των

(28)

μεταφορών μπορεί να θεωρηθεί ότι γίνεται μέσα στα πλαίσια του ενεργειακού

‘διαγνωστικού ελέγχου’ της πόλης, προτείνεται ότι ο τομέας των μεταφορών καλύτερα αντιμετωπίζεται σαν ξεχωριστό ζήτημα. (για την πόλη ή την περιοχή). Σαν αποτέλεσμα η συζήτηση επικεντρώνεται στη κατανάλωση ενέργειας και την παραγωγή ρύπων, λόγω της χρήσης των κτιρίων, των διαδικασιών και του εξοπλισμού μέσα σε μια πόλη.

Δεδομένα ενεργειακής κατανάλωσης μπορεί να είναι διαθέσιμα σε μακρο- κλίμακα (κράτους ή παγκόσμια), ή σε μικρο-κλίμακα (αυτόνομο σπίτι, νοικοκυριό, τεχνολογία ή διαδικασία). Για παράδειγμα, οι τιμές της παγκόσμιας κατανάλωσης καυσίμων, θα μπορούσαν να χωριστούν ανά κράτος και ανά τύπο καυσίμου, έτσι ώστε να είναι χρήσιμες σε αυτούς που λαμβάνουν αποφάσεις. Όμως η κλίμακα που χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε σε αυτές τις τιμές (εκατοντάδες εκατομμύρια τόνων πετρελαίου, δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίων), είναι πέρα από τη κατανόηση των περισσοτέρων ανθρώπων. Αυτή η δυσκολία στη κατανόηση ενεργειακών ποσοτήτων, μειώνει τη χρησιμότητα τους σαν ένα εργαλείο που θα διευκολύνει τις αλλαγές σε ένα τοπικό επίπεδο. Βέβαια μερικά χρήσιμα δεδομένα σε επίπεδο κατοίκου, νοικοκυριού και επιχείρησης υπάρχουν και μπορεί κανείς να τα βρει σε οργανισμούς όπως η στατιστική υπηρεσία, το υπουργείο περιβάλλοντος κτλ.

Παρόλα αυτά, ενώ οι άνθρωποι μπορούν να κατανοήσουν σαφώς πιο εύκολα αυτές τις τιμές της μικρο-κλίμακας, στα μάτια τους οι τιμές της κατανάλωσης σε επίπεδο ατόμου ή νοικοκυριού φαίνεται ασήμαντη όταν συγκρίνεται σε σχέση με αυτή ενός ολόκληρου έθνους. Αυτό κάνει συχνά τους σπιτονοικοκύρηδες ή τους διευθυντές επιχειρήσεων να πιστεύουν ότι δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα στη μείωση της κατανάλωσης στο επίπεδο του κράτους. Γενικότερα, θεωρείται ότι η ενεργειακή κατανάλωση ή δεδομένα εκπομπών τα οποία εφαρμόζονται σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, μπορούν εύκολα να αφήσουν τους καταναλωτές, τους διευθυντές επιχειρήσεων, ακόμα και τους πολιτικούς, με μια αίσθηση ανικανότητας στο να προσφέρουν κάτι, καθώς οι αριθμοί είναι είτε πολύ μεγάλοι για να κατανοηθούν, είτε πολύ μικροί για να κάνουν τη διαφορά [Bennett, Newborough, 2001].

Μια προτεινόμενη πορεία για να γίνει ένα βήμα παραπέρα είναι να επιχειρηθεί ένας ενεργειακός διαγνωστικός έλεγχος σε μια κλίμακα στην οποία μπορεί να προωθηθεί συλλογικά καθώς και ατομικά, έτσι ώστε να κατανοηθεί και να ληφθεί δράση. Μια πόλη, μια κωμόπολη, ένα προάστιο μπορεί να είναι η κλίμακα στην οποία γίνεται η χρυσή τομή και η ισορροπία επιτυγχάνεται, και τα τελικά δεδομένα

(29)

κατανάλωσης μπορούν εύκολα να προωθήσουν πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας και μείωσης εκπομπών σε τοπικό επίπεδο.

2.3.3. Ποιοι φορείς εμπλέκονται στον ‘διαγνωστικό έλεγχο’ της πόλης

Η επιτυχία του ‘διαγνωστικού ελέγχου’ στο να εγκαθιδρύσει ακριβείς τιμές ενεργειακής κατανάλωσης, εξαρτάται από την κατανόηση των διαστάσεων του όρου

‘διαγνωστικός έλεγχος’. Σαν αποτέλεσμα, είναι απαραίτητο και συνάμα σημαντικό να αναληφθεί ο ‘διαγνωστικός έλεγχος’ με την υποστήριξη και τη συνεργασία διαφόρων οργανισμών μέσα στη πόλη. Οι ουσιώδεις ομάδες είναι αυτές που είναι υπεύθυνες για την πλειοψηφία της ενεργειακής κατανάλωσης της πόλης [Bennett, Newborough, 2001] και παρουσιάζονται παρακάτω:.

Η τοπική αρχή εξουσίας (π.χ. δήμος, κοινότητα): Οι τοπικές αρχές, εκτός από το να είναι καταναλωτές ενέργειας αυτοί καθαυτοί, έχουν σημαντικές επιδράσεις σε θέματα που αφορούν την ενεργειακή κατανάλωση (όπως το να καθορίζουν τα χαρακτηριστικά του οικιακού τομέα - όπως μόνωση, ύψος κτιρίων, ποσοστό δόμησης - , καθώς και το να δίνουν άδειες για τις επιχειρήσεις. Τμήματα, όπως αυτό της πολεοδομίας διατηρούν δεδομένα των τοπικών οικισμών, τα οποία παρέχουν λεπτομέρειες όπως ο τύπος (μονοκατοικία, πολυκατοικία κτλ) και η ηλικία των κτιρίων. Η πολεοδομία επίσης είναι υπεύθυνη στο να καθορίζει τα συστήματα θέρμανσης και ψύξης του χώρου και του νερού, οπότε θα μπορούσε να παρέχει δεδομένα που θα βοηθούσαν στο να προβλεφθεί η ενεργειακή κατανάλωση.

Η τοπική βιομηχανία και το εμπόριο: Οι επιχειρήσεις μπορούν να καταγράψουν στοιχεία ενεργειακής κατανάλωσης για ένα μεγάλο μέρος της αστικής περιοχής.

Η παροχή χρήσιμων δεδομένων θα απαιτεί επαφή με κάθε εταιρία ξεχωριστά.

Τοπικές επιχειρήσεις και οργανισμοί, θα ήταν ικανοί να παρέχουν δεδομένα που αφορούν το μέγεθος των επιχειρήσεων που υπάρχουν σε μια πόλη καθώς και τον αριθμό των εργαζομένων που εργάζονται σε αυτές.

Ο τοπικός πληθυσμός: Οι κάτοικοι μιας πόλης αποτελούν το πιο πολυάριθμο κομμάτι των καταναλωτών ενέργειας, καθώς χρησιμοποιούν μια σειρά από οικιακές συσκευές και εφαρμογές. Ως αποτέλεσμα, δεδομένα απαιτούνται που αφορούν το είδος των συσκευών που υπάρχουν σε ένα νοικοκυριό, το πλήθος αυτών καθώς και το ‘ποσοστό’ χρήσης (πότε γίνεται χρήση μιας συγκεκριμένης συσκευής και για πόσο χρονικό διάστημα).

Referências

Documentos relacionados

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ιστορία Ελληνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου Νομική Σχολή Η επιγραφή της Γόρτυνας 1/2 • Στα τέλη του 19ου αιώνα, στο χώρο των ερειπίων της