• Nenhum resultado encontrado

Η καλλιέργεια των σιτηρών στην Ελλάδα

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Η καλλιέργεια των σιτηρών στην Ελλάδα"

Copied!
58
0
0

Texto

(1)

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ (ΑΤΕΙ) ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Πτυχιακή Μελέτη

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΣΙΤΗΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

του σπουδαστή

Ζαφειριάδη Ιωάννη

Επιβλέπων καθηγητής: Αλεξόπουλος Αλέξιος

Καλαμάτα 2011

(2)

Περίληψη...1

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...3

2. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΙΤΗΡΩΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ... 5

3. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΙΤΗΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ... 6

4. ΑΓΡΩΣΤΩΔΗ - ΒΟΤΑΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ... 8

5. ΡΥΖΙ...13

5.1 ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ... 13

5.2 ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ... 14

5.3 ΤΥΠΟΙ - ΟΜΑΔΕΣ ΡΥΖΙΟΥ... 15

5.3.1 ΤΥΠΟΙ ΡΥΖΙΟΥ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ... 16

5.4 ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΡΥΖΙΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ... 17

5.5 ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΡΥΖΙΟΥ... 17

5.5.1 ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΟΡΥΖΩΝΑ... 17

5.5.2 ΕΠΟΧΗ ΣΠΟΡΑΣ... 18

5.5.3 ΘΡΕΨΗ ΚΑΙ ΛΙΠΑΝΣΗ... 18

5.5.4 ΑΡΔΕΥΣΗ... 20

5.5.5 ΧΡΟΝΟΣ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗΣ... 22

5.6 ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΡΥΖΙΟΥ... 22

6. ΑΡΑΒΟΣΙΤΟΣ... 25

6.1 ΒΟΤΑΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ... 25

6.2 ΤΥΠΟΙ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ... 29

6.3 ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ... 30

6.3.1 ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΥ ΥΒΡΙΔΙΟΥ... 30

6.3.2 ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΕΔΑΦΟΥΣ - ΣΠΟΡΑ... 31

6.4 ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ... 32

7. ΣΙΤΑΡΙ...35

7.1 ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ... 35

7.2 ΒΟΤΑΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ... 35

7.3 ΕΙΔΗ ΣΙΤΑΡΙΟΥ... 36

7.4 ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΕΣ ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ... 38

7.4.1 ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΕΔΑΦΟΥΣ - ΣΠΟΡΑ... 38

7.4.2 ΛΙΠΑΝΣΗ... 39

7.4.3 ΕΙΔΙΚΟΙ ΧΕΙΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΑ ΣΤΑΔΙΑ... 40

7.5 ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΙΤΑΡΙΟΥ... 41

8. ΚΡΙΘΑΡΙ...44

8.1 ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΡΙΘΑΡΙΟΥ... 44

8.2 ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΡΙΘΑΡΙΟΥ... 45

9. ΒΡΩΜΗ...47

9.1 ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ - ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΒΡΩΜΗΣ... 47

10. ΣΙΚΑΛΗ...50

10.1 ΒΟΤΑΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ... 50

10.2 ΣΗΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΡΘΩΠΟ... 51

10.3 ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΙΚΑΛΗΣ... 51

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...56 Περιεχόμενα

(3)

Η παρούσα πτυχιακή μελέτη πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του προπτυχιακού προγράμματος σπουδών του Τμήματος Φυτικής Παραγωγής της Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας του ΑΤΕΙ Καλαμάτας. Σκοπός της εργασίας ήταν η συλλογή πληροφοριών σχετικά με την καλλιέργεια των σιτηρών στην Ελλάδα. Στόχος ήταν να παρουσίαση πληροφοριών που αφορούν στα ιδιαίτερα βοτανικά χαρακτηριστικά κάθε είδους, στους τρόπους καλλιέργειας τους, στο μέγεθος της παραγωγής κάθε είδους στη χώρα καθώς και στις προοπτικές που υπάρχουν στον κλάδο της καλλιέργειας σιτηρών. Συγκεκριμένα στην παρούσα πτυχιακή μελέτη παρουσιάζονται δεδομένα για το ρύζι, το σιτάρι, το καλαμπόκι, το κριθάρι, την βρώμη και την σίκαλη.

Η καλλιέργεια του ρυζιού παρουσιάζει μια σημαντική ιδιαιτερότητα γιατί απαιτεί αρκετή ποσότητα νερού και γίνεται σε λεκάνες με νερό. Οι καλύτερες περιβαλλοντικές συνθήκες για την σπορά του ρυζιού στην χώρα απαντώνται στην Β.

Ελλάδα. Η περίοδος σπορά για του ρυζιού είναι το Μάιο. Η λίπανση στις καλλιέργειες ρυζιού χρίζει ιδιαίτερης σημασίας. Δεδομένου ότι η καλλιέργεια βρίσκεται σε συνεχή σχεδόν κατάκλυση με νερό με συνέπεια να δημιουργούνται συνθήκες που διευκολύνουν την έκπλυση και απορροή των λιπαντικών στοιχείων.

Για αυτό τον λόγο στην εφαρμογή της επιφανειακής λίπανσης χρησιμοποιούνται αρκετές φορές κοκκώδη λιπάσματα, τα οποία συνήθως διαλύονται με πιο αργό ρυθμό στο νερό και είναι διαθέσιμα στα φυτά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα..

Στον αραβόσιτο το όργωμα γίνεται το Φθινόπωρο ακολουθούμενο την Άνοιξη από ελαφρά κατεργασία του εδάφους με καλλιεργητή, ανάλογα με το έδαφος και την υγρασία αυτού, δημιουργεί καλές συνθήκες για το φύτρωμα των σπόρων. Η σπορά του γίνεται σε θερμοκρασίες εδάφους μεγαλύτερες από 10°Ο ενώ πολύ σημαντική για την απόδοση της καλλιέργειας θεωρείται η πυκνότητα της σποράς.

Η πρώτη άροση του σιταριού πραγματοποιείται μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, οπότε και καταστρέφεται ένα μέρος από τα αγριόχορτα που έχουν φυτρώσει.

Η εποχή της σποράς διαφέρει ανάλογα με το γονότυπο και τις απαιτήσεις του σε ψύχος.

Για το σιτάρι είναι πολύ σημαντικό καθ’ όλη την καλλιεργητική περίοδο να υπάρχει ισορροπία των θρεπτικών στοιχείων και ιδιαίτερα του αζώτου. Η πιο κατάλληλη εποχή συγκομιδής είναι το στάδιο του κηρού, με την υγρασία του καρπού Περίληψη

(4)

να κυμαίνεται στο 25-35%, όταν η συγκομιδή γίνεται με θεριστικές μηχανές και για θεριζοαλωναστικές 6-10 μέρες αργότερα όταν η υγρασία έχει κατέβει στο 14%

Οι σπόροι του κριθαριού είναι προτιμότερο να σπέρνονται το Νοέμβριο - Δεκέμβριο, ώστε να προλάβει να αναπτυχθεί το ριζικό τους σύστημα πριν από την ταχεία ανάπτυξη του φυτού. Όμως σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από βαρύ χειμώνα (Δυτικής Μακεδονίας - Θράκης) η φθινοπωρινή σπορά με ανοιξιάτικου τύπου κριθάρια θα πρέπει να αποφεύγεται

Η βρώμη είναι το σιτηρό με τις μεγαλύτερες απαιτήσεις σε υγρασία για αυτό τον λόγο στην Ελλάδα χαρακτηριστική είναι η κατανομή της στο δυτικό κυρίως τμήμα της χώρας που δέχεται και τις υψηλότερες βροχοπτώσεις Προσαρμόζεται σε ποικίλα εδάφη γιατί είναι λιγότερο απαιτητική από τα άλλα σιτηρά αρκεί να αποστραγγίζονται και να έχουν έστω και μικρή περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία.

Αποδίδει σε βαριά εδάφη καθώς και σε αμμώδη αρκεί να υπάρχει η απαιτούμενη υγρασία. Έχει το καλύτερο ριζικό σύστημα από τα υπόλοιπα σιτηρά και αντιδρά καλύτερα στην λίπανση.

Τέλος η σίκαλη ευδοκιμεί περισσότερο σε ψυχρά κλίματα. Ποικιλίες που φυτεύονται τους φθινοπωρινούς μήνες μπορούν να αντέξουν και σε θερμοκρασίες 30°Ο υπό το μηδέν. Έτσι συνήθως η σίκαλη φυτεύεται σε βόρειες ψυχρές περιοχές, όπου άλλα σιτηρά δεν θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν.

(5)

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα χειμερινά και ανοιξιάτικα σιτηρά ανήκουν στα φυτά που θεωρούνται μεγάλης καλλιέργειας και είναι πολύ σημαντικά για τη διατροφή των ανθρώπων και σε αυτά περιλαμβάνεται κύρια το σιτάρι, το ρύζι, τη βρίζα, το κριθάρι, τη βρώμη, τον αραβόσιτο και το κεχρί. Τα σιτηρά αλλιώς λέγονται δημητριακά (Σκιαδάς, 2007).

Τα σιτηρά ανήκουν στην οικογένεια Ρθ3οε3ε. Οι περισσότερες από τις ποικιλίες των σιτηρών που καλλιεργούνται στην Ελλάδα ανήκουν στις υποτάξεις ΡεείυεοΐάεΗε και Ραηίεοίάεαε. Τα σιτηρά σήμερα καλλιεργούνται σε κάθε περιοχή της χώρας όπου οι κλιματικές και εδαφικές συνθήκες είναι ευνοϊκές σε συνδυασμό με άλλες καλλιέργειες που στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό το οικογενειακό εισόδημα των χωρών παγκοσμίως (http://www.unibas.it/). Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Σιτηρών αποτελούν το 35% της καλλιεργούμενης έκτασης της χώρας ακολουθούν οι κανονικοί δενδρώνες τη δεύτερη ποσοστό 28,9% τα βιομηχανικά φυτά με ποσοστό 14,8% με κύρια την καλλιέργεια βάμβακος η αντιστοιχεί στο 11,2% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων.

Τα σιτηρά αποτελούσαν και αποτελούν μια πολύ σημαντική τροφή για τον άνθρωπο και η σημαντικότητα τους στην ανθρώπινη διατροφή έγκειται στο ότι αποτελούν πλούσια πηγή βιταμινών, υδατανθράκων, μεταλλικών στοιχείων και πρωτεϊνών. Η καλλιέργεια των σιτηρών πιστευτέ ότι άρχισε στη νοτιοανατολική Ασία περίπου το 10.000-15.000 π.Χ. Στην Ελλάδα ο σίτος αρχικά αναφέρεται από τον Όμηρο, ενώ ο Θεόφραστος περιέγραψε το φυτό λεπτομερώς, οι Έλληνες θεώρησαν ότι ο σίτος τους προσφέρθηκε από τη θεά Δήμητρα (http://www.unibas.it/).

Το σιτάρι είναι γνωστό από το 4.500 π.Χ. αλλά πότε ακριβώς καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά και ποια είναι η άγρια του μορφή δεν είναι απόλυτα γνωστό. Οι Κινέζοι θεωρούσαν ότι το σιτάρι ήταν δώρο του Ουρανού και οι Αιγύπτιοι απέδιδαν την καλλιέργειά του στη θεά Ίσιδα, ενώ οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι η θεά Δήμητρα δίδαξε την καλλιέργεια του σιταριού στον Ελευσίνιο Τριπτόλεμο. Το κριθάρι είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και αναφερόταν από τον Όμηρο με τον όρο «κρι». Η σίκαλη, όπως αναφέρεται από το Γαληνό, καλλιεργείτο στη Θράκη και στη Μακεδονία. Η καλλιέργεια της διαδόθηκε σχεδόν σ’ όλη τη γη, ιδιαίτερα όμως ακμάζει σε περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και στη Σκανδιναβία. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού, οινοπνευματωδών ποτών καθώς επίσης και για τη διατροφή των ζώων. Η καλλιέργεια της βρώμης αρχίζει από

(6)

τους προϊστορικούς χρόνους και φαίνεται μάλιστα ότι το φυτό αυτό κατάγεται από την Ταταρία. Το ρύζι χρησιμοποιείται στη διατροφή του ανθρώπου για περισσότερα από 5.000 χρόνια. Ταξίδεψε από την Κίνα στην Αρχαία Ελλάδα και από την Περσία στο Δέλτα του Νείλου. Οι αρχαίοι Κινέζοι και οι Ινδοί το θεωρούσαν «δώρο των θεών». «Δεν είναι τα μαργαριτάρια πολύτιμα στη ζωή αλλά οι πέντε σπόροι της γης, από τους οποίους το ρύζι είναι ο πολυτιμότερος» αφηγείται ένα κινέζικο γνωμικό. Το ρύζι ακολούθησε τα βήματα των στρατιωτών που επέστρεψαν από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ινδία, έφτασε στην Ελλάδα και την Ευρώπη και αιώνες αργότερα και στην Αμερική. (Σκιαδάς, 2007).

Η μεγάλη σημασία των σιτηρών παγκόσμια οφείλεται στο ότι σε εκτατικές συνθήκες καλλιέργειας παράγουν περισσότερο από όλες τις άλλες κατηγορίες φυτών, παρουσιάζουν μεγάλη προσαρμοστικότητα σε διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αποτελούν την κυριότερη πηγή τροφίμων, αποθηκεύονται εύκολα γιατί περιέχουν μικρό ποσοστό υγρασίας, δεν απαιτούν μεγάλο χώρο αποθήκευσης γιατί είναι υψηλής συμπύκνωσης, η διαχείρισή τους γίνεται εύκολα με μηχανές και η καλλιέργειά τους δεν επιβαρύνει το περιβάλλον (Παπακώστα, 1997).

(7)

Στην εικόνα 2.1 παρουσιάζεται η παγκόσμια παραγωγή και εκμετάλλευση σιτηρών από το 1990 μέχρι το 2005. Όπως προκύπτει από στο σχεδιάγραμμα η αύξηση στην παραγωγή παγκοσμίως ήταν ραγδαία.

2. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΙΤΗΡΩΝ Π ΑΓΚΟΣΜΙ ΩΣ

Million tonnes

2050 ---

90/91 92/93 94/95 96/97 98/99 00/01 02/03 04/05"

ΕΙΚΟΝΑ 2.1 Παγκόσμια παραγωγή και εκμετάλλευση σιτηρών (από http://www.fao.org).

Στην εικόνα 2.2 παρουσιάζονται οι χώρες με την μεγαλύτερη εξαγωγή και εισαγωγή σιτηρών σε παγκόσμια κλίμακα. Η Αμερική, η Ρωσία και ο Καναδάς είναι οι χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό εξαγωγής σιτηρών, ενώ η Μέση Ανατολή και η Ευρώπη οι χώρες με την μεγαλύτερη εισαγωγή.

ΕΙΚΟΝΑ 2.2 Ποσοστό εισαγωγής και εξαγωγής σιτηρών ανά γεωγραφική περιοχή σε παγκόσμια κλίμακα (http://news.bbc.co .uk/2/hi/programmes/newsni eht/7348807. stml.

(8)

3. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΙΤΗΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Όπως φαίνεται από τους πίνακες 3.1, 3.2 και 3.3 η Κεντρική Μακεδονία κατέχει την πρώτη θέση όσον αφορά τις εκτάσεις τον αριθμό των εκμεταλλεύσεων και την παραγωγή σιτηρών στην Ελλάδα, και ακολουθεί η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.1 Εκτάσεις καλλιεργούμενων σιτηρών (στρέμματα) ανά γεωγραφική περιοχή και ανά έτος στην Ελλάδα (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία)._______ _______

Έ τος 2002 2004 2005 2006

Γεωγραφική Θέση

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

& ΘΡΑΚΗ

1.838.562 1.933.780 1.935.499 1.827.072 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 3.165.868 3.392.080 3.355.778 3.279.489 ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1.515.170 1.603.424 1.467.780 1.472.149 ΘΕΣΣΑΛΙΑ 1.278.994 1.411.061 1.415.089 1.369.495 ΗΠΕΙΡΟΣ 189.658,60 187.167 191.218,50 191.322 IONIA ΝΗΣΙΑ 37.751,40 42.600,70 45.298,10 42.671,40 ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 728.530,70 741.362,30 769.324 763.161,70 ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ 936.775 951.365,20 1.007.982 956.223,10 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 276.505,60 289.921,50 301.292,50 296.595,40 ΑΤΤΙΚΗ 75.904,50 86.557,80 82.484,40 86.987,50 ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 138.294,20 143.332,50 148.724,40 142.138 ΝΟΤΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 140.826 161.441,80 149.775,90 164.705,70 ΚΡΗΤΗ 58.385,40 61.169,30 48.495,80 52.333,30 ΣΥΝΟΛΟ 10.381.225 11.005.263 10.918.742 10.644.343

Για το 2003 δεν υπήρχαν καταγραφές στην ιστοσελίδα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας.

(9)

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.2 Αριθμός εκμεταλλεύσεων καλλιεργούμενων σιτηρών ανά γεωγραφική περιοχή και ανά έτος στην Ελλάδα (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία). __________

Έτος 2002 2004 2005 2006

Γεωγραφική Θέση ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ

82.027 86.910 87.255 88.278

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

130.871 135.085 133.227 136.131 ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 47.985 52.834 48.860 50.608 ΘΕΣΣΑΛΙΑ 70.906 76.300 76.574 81.196

ΗΠΕΙΡΟΣ 24.177 25.309 26.413 28.215

IONIA ΝΗΣΙΑ 5.770 5.482 6.464 6.483

ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 56.153 60.024 55.394 62.534 ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ 61.304 59.836 59.838 66.618 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 25.716 30.514 28.840 36.066

ΑΤΤΙΚΗ 4.274 4.559 4.022 5.642

ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 7.017 8.355 7.642 8.318 ΝΟΤΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 9.345 11.528 10.450 12.635

ΚΡΗΤΗ 7.573 8.302 7.496 10.498

ΣΥΝΟΛΟ 533.118 565.038 552.475 593.222 Για το 2003 δεν υπήρχαν καταγραφές στην ιστοσελίδα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.3 Παραγωγή καλλιεργούμενων σιτηρών σε κιλά ανά γεωγραφική περιοχή και ανά έτος στην Ελλάδα (από : Εθνική Στατιστική Υπηρεσία). _____________ ________

Έτος 2002 2004 2005 2006

Γ εωγραφική Θέση ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ

829.431.366 891.200.402 958.486.544 763.125.917 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 962.168.161 1.158.715.383 1.098.177.617 1.097.241.402 ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 534.761.426 569.584.071 538.134.816 474.070.075 ΘΕΣΣΑΛΙΑ 528.344.397 569.549.186 594.124.924 497.944.118 ΗΠΕΙΡΟΣ 137.941.006 141.153.253 141.299.196 141.751.176 IONIA ΝΗΣΙΑ 6.291.259 5.219.711 9.200.814 5.638.635 ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 399.303.728 402.573.837 404.922.457 390.416.632 ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ 274.771.402 269.900.097 279.805.635 273.659.648 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 85.533.108 76.063.118 81.786.546 77.110.643 ΑΤΤΙΚΗ 20.295.646 19.351.812 20.821.411 18.322.796 ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 24.236.343 13.570.822 23.613.073 23.060.271 ΝΟΤΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 19.279.624 20.218.367 19.039.693 19.733.793 ΚΡΗΤΗ 11.692.473 16.790.065 11.106.080 11.300.999 ΣΥΝΟΛΟ 3.834.049.939 4.153.890.124 4.180.518.806 3.793.376.105

(10)

4. ΑΓΡΩΣΤΩΔΗ - ΒΟΤΑΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Τα σιτηρά ανήκουν στην οικογένεια Poaceae (ή Gramineae, Αγρωστώδη). Τα αγρωστώδη γενικά αποτελούν μια ευδιάκριτη ομάδα φυτών με τα εξής βασικά γνωρίσματα:

• Ο βλαστός είναι συνήθως λεπτός και κοίλος, φέρει δε κατά διαστήματα κόμβους που σχηματίζονται από συμπλέγματα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων (γόνατα).

Αυτή η κατασκευή του βλαστού ονομάζεται καλάμι και είναι χαρακτηριστική των περισσότερων φυτών της οικογένειας. Λόγω της εναπόθεσης του πυριτικού οξέως στη μεμβράνη των επιδερμικών κυττάρων καθώς και λόγω της ανάπτυξης άφθονων στερεωτικών στοιχείων, το καλάμι παρουσιάζει μεγάλη ευκαμψία και είναι πολύ ανθεκτικό στην εφαρμογή μηχανικής πίεσης, όπως για παράδειγμα αυτή που ασκείται από τον άνεμο. Παρόλα αυτά ορισμένα είδη παρουσιάζουν διαφοροποίηση σε ότι αφορά στην ανάπτυξη του βλαστού, όπως είναι για παράδειγμα το Zea mays (αραβόσιτος) και Saccharum officinarum (σακχαροκάλαμο), των οποίων ο βλαστός τους είναι συμπαγής και όχι κοίλος, καθώς και τα είδη του γένους Bambusa, στα οποία ο βλαστός είναι ξυλώδης (Μπαμπαλώνας & Κόκκινη, 2004).

• Τα φύλλα φύονται συνήθως σε δύο σειρές. Είναι άμισχα (με ελάχιστες εξαιρέσεις) και στη θέση του μίσχου, όπως συμβαίνει και με άλλα μονοκοτυλήδονα φυτά, υπάρχει ο κολεός που συνδέει το έλασμα με το βλαστό του φυτού. Το έλασμα του φύλλου είναι γραμμοειδές ως λογχοειδές και φέρει παράλληλες νευρώσεις. Έτσι, κάθε φύλλο διακρίνεται σε :

I. Στον κολεό, ο οποίος συνήθως είναι κατά μήκος σχισμένος, περιβάλλει το βλαστό (το μεσογονάτιο διάστημα) και καταλήγει στο γόνατο με το οποίο συμφύεται.

II. Στο έλασμα που είναι επίμηκες και ανάλογα με το είδος ποικίλου μεγέθους.

III. Στο γλωσσίδιο που βρίσκεται μεταξύ του κολεού και του ελάσματος και είναι ένα μικρό μεμβρανώδες έλασμα που σε ορισμένες περιπτώσεις αντικαθίσταται από τρίχες (Μπαμπαλώνας & Κόκκινη, 2004).

(11)

• Τα άνθη των αγρωστωδών είναι μικρά και πολλές φορές δυσδιάκριτα.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι δεν αναπτύσσονται μεμονωμένα αλλά σχηματίζουν ομάδες τα ονομαζόμενα σταχύδια. Τα σταχύδια αναπτύσσονται πάνω σε κοινό κεντρικό άξονα, απλό η διακλαδιζόμενο και σχηματίζουν την χαρακτηριστική για τα φυτά ταξιανθία, που είναι στάχυς (όταν υπάρχει ένα κεντρικός άξονας) ή φόβη (όταν ο κεντρικός άξονας φέρει διακλαδώσεις). Κάθε σταχύδιο φέρει στο κάτω μέρος, συνήθως υπό μορφή βρακτείων φύλλων, 2 μεμβρανώδη μικρά ελάσματα, τα ονομαζόμενα λέπυρα (κάτω και άνω λέπυρο) και ένα έως πολλά άνθη.

Το κάθε άνθος συνίσταται από δύο λεπίδες (γόνιμα λέπυρα), που είναι συνήθως μεμβρανώδεις και φέρουν ή η μια ή και δύο, στην άκρη ή στην ράχη έναν αθέρα (άγανο).

Εσωτερικά των λεπίδων και πάνω σε ένα βραχύτατο άξονα, βρίσκονται τα κύρια μέρη του άνθους (στήμονες και καρπόφυλλα), που στη βάση τους φέρουν δυο μικρά υμενώδη λεπυρίδια τις γλωχίνες. Οι γλωχίνες συγκεντρώνουν το χυμό κατά την περίοδο της ανθοφορίας και διογκούμενες διευκολύνου στο διαχωρισμό (άνοιγμα) των γόνιμων λεπύρων, για να εξέλθουν οι στήμονες προκειμένου να γίνει ωρίμανση των γυρεόκοκκων και η γυρεοβολία. Μετά την γονιμοποίηση, οι γλωχίνες συρρικνώνονται.

Η κατασκευή των ανθέων των αγρωστωδών εξυπηρετεί την ανεμογαμία.

Έτσι, οι τρεις στήμονες είναι πολύ μακρείς και φέρουν ευκίνητους ανθήρες που παράγουν γυρεόκοκκους. Επίσης το μοναδικό καρπόφυλλο καταλήγει στον ύπερο με δισχιδές μακρύ και πτεροειδές στίγμα, ώστε να συγκρατούνται εύκολα οι γυρεόκοκκοι που μεταφέρονται με τον άνεμο.

Τέλος μετά την γονιμοποίηση ακολουθεί σύμφυση του φλοιού του σπέρματος με το περγαμηνοειδές περικάρπιο και προκύπτει ένας μονήρης αδιάρρηκτος και ξηρός καρπός, που ονομάζεται καρύοψη. Σε ορισμένα δε αγρωστώδη, ο καρπός συμφύεται στενά με τα γόνιμα λέπυρα, όπως για παράδειγμα στο τριτικάλε και στη σίκαλη.

Ο ανθικός τύπος των αγρωστωδών είναι Π0Α3+0Γ1 ή Π0+2Α3+0Γι . Η κατασκευή του άνθους των αγρωστωδών φυτών διαφέρει από αυτή άλλων μονοκότυλων φυτών. Θεωρείται όμως ότι προήλθε εξελικτικά από το τυπικό τριμερές και πεντασπόνδυλο άνθος των μονοκότυλων και συγκεκριμένα της οικογένειας ΕίΗαοεαε.

(12)

Η αντιστοιχία των μελών του άνθους είναι η παρακάτω :

• Κάτω γόνιμο λέπυρο Βράκτιο φύλλο

• Άνω γόνιμο λέπυρο

Δύο περιάνθια μέρη του εξωτερικού κύκλου που συνενώθηκαν, ενώ ο τρίτο αποβληθεί.

• Δύο γλωχίνες

Δύο περιάνθια μέρη του εσωτερικού κύκλου που συνενώθηκαν, ενώ ο τρίτο αποβληθεί.

• Τρεις στήμονες

Τρεις στήμονες του εξωτερικού κύκλου (οι άλλοι τρεις του εσωτερικού αποβληθήκαν).

Ο παραπάνω πιθανός τρόπος προέλευσης του άνθους των αγρωστωδών, ενισχύεται από την άποψη ότι υπάρχουν ορισμένα είδη της οικογένειας με ενδιάμεσα γνωρίσματα. Για παράδειγμα τα γένη Οτγζα και ΒαηιΒιιςα υπάρχουν δύο κύκλοι στημόνων (Α3+3), 3 γλωχίνες και 3 στίγματα στον ύπερο, που τα τελευταία δείχνουν, ότι προήλθαν από 3 καρπόφυλλα (Μπαμπαλώνας & Κόκκινη, 2004).

(13)

ΕΙΚΟΝΑ 4.1 I. Καλαμώδης βλαστός Αγρωστώδους με έλασμα (Ε) του φύλλου, τον κολεό (Κ) και το γλωσσίδιο (Γ). II. Σχηματική παρουσίαση ενός σταχυδίου με τα άγονα κάτω και άνω λέπυρα (Λ), τις λεπίδες (λ), τις γλωχίνες (Γ), στήμονες (Σ) και το δισχιδές στίγμα (σ). III.

Ένα σταχύδιο του αγρωστώδους είδους Bromus mollis (Λ : λέπυρα, λ : λέπις, Α: άγανο). IV.

Καρπός “Καρυόψη” (Ε : Έμβρυο) (από Μπαμπαλώνας & Κόκκινη, 2004).

Με βάση ορισμένες μορφολογικές και ιστολογικές διαφορές που παρουσιάζουν, τα φυτά της οικογένειας Poaceae διακρίνονται στις 11 εξής υποοικογένειες : Bambuseae, Oryzeae, Festuceae, Hordeae, Avenae, Agrostideae, Clorideae, Phalarideae, Paniceae, Adropogoneae και Maydeae. Από αυτές περιγράφονται στις συνέχεια αυτές που ανήκουν στα βασικά σιτηρά που καλλιεργούνται στην Ελλάδα (Μπαμπαλώνας & Κόκκινη, 2004).

• ΟΓνζεαε. Κύριος αντιπρόσωπος είναι το γένος είναι το γένος Οτγζ& (ρύζι), που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη 6 στημόνων στα άνθη και από την πολλή

(14)

χαλαρή «φοβοειδή» ταξιανθία. Άλλα γένη της υποοικογένειας είναι το Lygeum και Leersia (Μπαμπαλώνας & Κόκκινη, 2004).

• Hordeae. Φυτά με ένα ή περισσότερα σταχύδια σε κάθε εντομή του άξονα, σε δύο σειρές αντίθετες, που σχηματίζουν ταξιανθία στάχυ. Κάθε σταχύδιο μπορεί να φέρει ένα ή περισσότερα άνθη. Στην ομάδα αυτή υπάγονται τα ευρέως καλλιεργούμενα δημητριακά: σιτάρι (Tñticum aestivum), κριθάρι (Hordeum vulgare) και σίκαλη (Secale cereale). Μια εύκολη διάκριση των φυτών γίνεται με βάση την μορφή του γλωσσιδίου τους (Μπαμπαλώνας &

Κόκκινη, 2004).

Εκτός από τα παραπάνω είδη τα οποία είναι καλλιεργούμενα, υπάρχουν και πολλά αυτοφυή είδη καθώς και πολλές τεχνητές ποικιλίες (Μπαμπαλώνας &

Κόκκινη, 2004).

• Aveneae. Τα διανθή έως πολύανθη σταχύδια των φυτών της ομάδας αυτής σχηματίζουν ταξιανθία φόβη. Εδώ υπάγεται και το καλλιεργούμενο είδος Avena sativa (βρώμη) που κατάγεται από την άγρια μορφή A. fatua.

• Στην ομάδα αυτή ανήκουν τα γένη ZeaMays, αραβόσιτος) και Coix. Είναι φυτά με καλάμι μεγάλου ύψους και με συμπαγή κορμό ενώ τα άνθη τους είναι μονογενή. Τα αρσενικά άνθη σχηματίζουν φόβη στην κορυφή των φυτών ενώ τα θηλυκά άνθη βρίσκονται στις μασχάλες των φύλλων (Μπαμπαλώνας &

Κόκκινη, 2004).

(15)

5. ΡΥΖΙ

5.1 ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Το ριζικό σύστημα αποτελείται από μία δευτερογενή εμβρυακή ρίζα, μόνιμες ρίζες που συνήθως παράγονται από τους τρεις κατώτατους κόμβους και εναέριες ρίζες. Σε ποικιλίες που αναπτύσσονται υπό κατάκλυση δεν ξεπερνά σε βάθος τα 25-30 ου.

Αντίθετα, σε ποικιλίες που αναπτύσσονται χωρίς κατάκλυση οι ρίζες εύκολα μπορούν να φθάσουν σε βάθος 100 αη. Στην περίπτωση αυτή, η κατατομή του ριζικού συστήματος δίνει πληροφορίες για την αντοχή μιας ποικιλίας στην ξηρασία. Σε φυτά που μεταφυτεύονται οι εμβρυακές ρίζες είναι κατά κανόνα τραυματίζονται ή καταστρέφονται και σχηματίζονται δευτερογενείς μόνιμες ρίζες, οι οποίες είναι πιο παχιές και πιο λευκές (Καραμάνος, 1999).

Ο βλαστός είναι κοίλος, αποτελείται από 10-20 μεσογονάτια και φθάνει τελικό ύψος 60-180 αη ανάλογα με την ποικιλία και τις συνθήκες ανάπτυξης. Το φυτό σχηματίζει συνήθως 4-5 αδέλφια σε συνθήκες αγρού.

Τα φύλλα έχουν έλασμα επίμηκες και στενό που συνήθως φέρει τρίχωμα. Οι κολεοί είναι ανοικτοί και η γλωσσίδα πολύ ανεπτυγμένη και πολλές φορές δισχιδής.

Επίσης υπάρχουν ωτία δρεπανοειδή που περιβάλλουν το στέλεχος και μπορεί να φέρουν τρίχες. Ένα φυτό μπορεί να έχει 10-20 φύλλα: πρώιμες ποικιλίες έχουν λιγότερα φύλλα και όψιμες περισσότερα. Υπάρχουν επίσης ποικιλίες με ορθότονη διάταξη των φύλλων που εκμεταλλεύονται καλύτερα την ηλιακή ακτινοβολία και προσιδιάζουν για πυκνές φυτείες (Καραμάνος 1999).

Από ανατομικής πλευράς, τόσο οι ρίζες όσο και τα φύλλα χαρακτηρίζονται από μεγάλους μεσοκυττάριους χώρους (αερέγχυμα) που συνήθως απαντιόνται σε υδροχαρή φυτά και βοηθούν στην εύκολη ενδοφυτική κυκλοφορία του οξυγόνου.

Η ταξιανθία είναι επάκρια αραιή φόβη που αποτελείται από τον κύριο άξονα και τις διακλαδώσεις που εκφύονται μεμονωμένες ή κατά ομάδες. Έχει συνήθως μήκος 10-25 αη και τις περισσότερες φορές κάμπτεται κατά το γέμισμα των καρπών.

Ο ποδίσκος της έχει ποικίλο μήκος. Φέρει συνήθως 75-150 σταχύδια.

Κάθε σταχύδιο περιλαμβάνει ένα άνθος που περικλείεται από τον χιτώνα και τη λεπίδα (λεπυρίδια). Και τα δυο λεπυρίδια είναι μεγάλα, σκληρά, τραχέα και λεμβοειδή. Ο χιτώνας φέρει πολύ ευδιάκριτη νεύρωση, ακανθοειδείς τρίχες και άγανο σε ορισμένες ποικιλίες. Η λεπίδα φέρει επίσης ευδιάκριτη νεύρωση και τρίχωμα, είναι μικρότερη από τον χιτώνα και περιβάλλεται από αυτόν στα άκρα. Στη βάση του

(16)

σταχυδίου υπάρχουν δύο μικρές αποφύσεις (Εικ. 5. 2) που άλλοι τα θεωρούν ως λέπυρα και άλλοι ως λεπυρίδια ενός δεύτερου, ανανάπτυκτου, άνθους (Καραμάνος,

1999).

Το άνθος του ρυζιού έχει έξι στήμονες, οε αντίθεση με τα άνθη άλλων (αγροστωδών, ακόμη και άλλων γενών της φυλής Oryzeae που φέρουν μόνο τρεις στήμονες. Κατά τα άλλα, δεν διαφέρει από το τυπικό άνθος των αγροστωδών.

Ο καρπός έχει περιβάλλεται από τα λεπυρίδια. Κάτω από τα λεπυρίδια υπάρχουν τα περιβλήματα του καρπού (περικάρπιο, testa και υπολείμματα του νουκέλλου) που έχουν έναν καστανό χρωματισμό. Λόγω αυτού του χρωματισμού, ο καρπός χωρίς τα λεπυρίδια ονομάζεται "brown rice". Εσωτερικά υπάρχει το στρώμα της αλευρώνης, το αμυλώδες ενδοσπέρμιο και το έμβρυο.

5.2 ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Το ρύζι (Oryza sativa), εμφανίστηκε περίπου πριν από 7 - 8 χιλιάδες χρόνια στις περιοχές της Άπω Ανατολής (Ινδονησία-Ιάβα). Ένα άλλο είδος του ίδιου γένους, το Oryza glaberrima, καλλιεργείται στη Δυτική Αφρική, ενώ άλλα είδη του γένους δεν είναι γνωστά ως καλλιεργούμενα (http://www.omega.com.gr).

Απολιθώματα που βρέθηκαν στην κοιλάδα Yang Tze επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ορυζώνων εκεί 3 ή 4 χιλιάδες χρόνια πριν. Αναφορές υπάρχουν επίσης ότι το ρύζι κυκλοφόρησε στο εμπόριο μέσω της "Πύλης Πιπεριών" της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου πριν από την αραβική επέκταση στη Μεσόγειο, περίπου το 640 μ.Χ.

(http://www.omega.com)

Στην Ευρώπη το ρύζι έγινε γνωστό από τους ιστορικούς που συνόδευαν τον Μέγα Αλέξανδρο στην Ινδία. Οι Έλληνας συγγραφείς ιατρικών κειμένων, που η επιρροή τους ήταν μεγάλη στην Αυτοκρατορική Ρώμη, καθώς και στον αραβικό κόσμο και τη Μεσαιωνική Δύση, συνιστούσαν το ρύζι ως φάρμακο με καταπραϋντικές και στυπτικές ιδιότητες για το γαστρεντερικό σύστημα (http://www.omega.com).

Στις ημέρες μας το ρύζι αποτελεί τον άξονα της καλλιέργειας πολλών χωρών.

Υπάρχουν γιορτές που αφιερώνονται στο ρύζι και πολλοί αρχαίοι Ασιάτες αυτοκράτορες και βασιλιάδες θεωρούσαν τη συγκομιδή θεϊκή. Ακόμα και σήμερα, οι Ιάπωνες αναφέρονται στο ρύζι ως η «μητέρα» τους και θεωρούν τους καλλιεργητές ρυζιού ως φύλακες του πολιτισμού και του υπαίθρου τους (http://www.omega.com).

(17)

ΕΙΚΟΝΑ 5.1 Ρύζι (από http://www.omega.com).

5.3 ΤΥΠΟΙ - ΟΜΑΔΕΣ ΡΥΖΙΟΥ

Οι ποικιλίες του ρυζιού φθάνουν περίπου τις 120.000 παγκοσμίως κάτι το οποίο φαίνεται να σχετίζεται και να εξηγείται με την πολύ πρώιμη έναρξη της καλλιέργειάς του. Οι βασικές ποικιλίες-τύποι που καλύπτονται από την πρόσφατη χαρτογράφηση του γονιδιώματος του ρυζιού είναι οι japónica και indica. Πιο συγκεκριμένα οι κυριότερες ποικιλίες ρυζιού είναι:

Japónica: τύπος με ποικιλίες φυτών χαμηλού ύψους ο οποίος φύεται σε σχετικώς κρύες υποτροπικές περιοχές όπως η Ιαπωνία, η Ισπανία και οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (http://www.omega.com.gr/).

Indica: τύπος με ποικιλίες φυτών με μεγάλο ύψος ο οποίος φύεται εκτενώς σε όλη την τροπική και υποτροπική ζώνη (http://www.omega.com.gr/).

Javanica: τύπος με ποικιλίες φυτών που είναι ενδημικά της Ινδονησίας, των Φιλιππινών και της Μαδαγασκάρης (http://www.omega.com.gr/).

Basmati: τύπος με ποικιλίες φυτών που παράγουν αρωματικούς καρπούς, ο οποίος φύεται κυρίως στο Πακιστάν και στην Ινδία. Με το μαγείρεμα οι κόκκοι μακραίνουν αντί να αυξάνουν σε πάχος (http://www.omega.com.gr/).

Valencia: ισπανικός τύπος. Κατά το μαγείρεμα διατηρεί σχετικώς σκληρό το κέντρο του κόκκου (http://www.omega.com.gr/).

(18)

5.3.1 ΤΥΠΟΙ ΡΥΖΙΟΥ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

Το αναποφλοίωτο ρύζι δεν θα πρέπει να συγχέεται με το καστανό ρύζι, το οποίο προέρχεται από την πρώτη εξαγωγή του φλοιού. Το αναποφλοίωτο ρύζι δεν τρώγεται. Είναι η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούμε για να βγάλουμε ρύζι μέσω του

«ξυσίματος» και της αποφλοίωσης. Από 100 κιλά αναποφλοίωτου ρυζιού, λαμβάνουμε μετά την επεξεργασία περίπου 60 κιλά έτοιμου προς κατανάλωση ρυζιού. Τα υπόλοιπα είναι φλοιός, ξένες ύλες, σπασμένο ρύζι και πίτουρα. Το ρύζι διαχωρίζεται σύμφωνα με την επεξεργασία σε 3 βασικούς τύπους:

1) Καστανό ή ακατέργαστο. Χρόνος επεξεργασίας περίπου 2 ώρες. Το ρύζι αυτό προέρχεται από την πρώτη αποφλοίωση. Είναι το ρύζι το οποίο κατανάλωνε ο άνθρωπος μέχρι και τις αρχές του 20 αιώνα. Έχει σε δεκαπλάσιο ποσοστό, βιταμίνες και διατροφική αξία από τα άλλα δύο είδη ρυζιού, αλλά προς χάριν ευκολίας αντικαταστάθηκε η κατανάλωση του, ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες χώρες από το λευκό. Τα «αρνητικά» του καστανού ρυζιού, είναι ότι χρειάζεται 3πλάσιο χρόνο βρασίματος, λασπώνει και είναι εξαιρετικά ευαίσθητο στις αλλαγές θερμοκρασίας με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται οι μικροοργανισμοί που εσωκλείονται στο κόκκο και να αλλοιώνεται με ταχείς ρυθμούς (http://www.xrkotsalos.gr).

2) Λευκό. Χρόνος επεξεργασίας 6 ώρες. Προέρχεται από το ξύσιμο και «γυάλισμα»

του καστανού ρυζιού. Με αυτό όμως τον τρόπο χάνεται το μεγαλύτερο μέρος των βιταμινών. Στη σύγχρονή όμως εποχή, όπου ο χρόνος θεωρείται χρήμα, η ευκολία του βρασίματος εντός 10 λεπτών και η σπυρωτή του εμφάνιση, υπερτερεί της διατροφικής αξίας (http://www.xrkotsalos.gr).

3) Κίτρινο ή ρύζι υγροθερμικής επεξεργασίας. Χρόνος επεξεργασίας 72 ώρες. Το ρύζι που συμβιβάζει την ευκολία με την διατροφική αξία. Με το «βράσιμο» του αναποφλοίωτου ρυζιού, επιτυγχάνουμε την «αποτύπωση» μέρος των θρεπτικών συστατικών του φλοιού στον εσωτερικό κόκκο. Για αυτό και έχει αυτό το κίτρινο χρώμα. Στη συνέχεια «ξύνεται» όπως και το λευκό. Αν και έχει λιγότερες βιταμίνες από το καστανό, προσφέρει την ευκολία του γρήγορου βρασίματος και του σπυρωτού (http://www.xrkotsalos.gr).

(19)

5.4 ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΡΥΖΙΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Το ρύζι είναι από τα σημαντικότερα φυτά στη διατροφή του ανθρώπου. Έτσι, το 50% έως το 66% του πληθυσμού της γης εξαρτάται από το ρύζι για τη διατροφή του. Μόνο στην Ασία, περισσότερο από δυο δισεκατομμύρια άνθρωποι παίρνουν το 60% των θερμίδων τους από το ρύζι. Πρόκειται για μία από τις πιο ταχέως αναπτυσσόμενες πηγές τροφής στην Αφρική και αποτελεί σημαντική εναλλακτική λύση για την εξασφάλιση τροφής στον όλο και αυξανόμενο πληθυσμό της γης. Το ρύζι είναι το τρίτο στον κόσμο φυτό σε καλλιεργούμενη έκταση, μετά το καλαμπόκι και το σιτάρι (http://www.xrkotsalos.gr).

Το ρύζι είναι πλούσιο σε υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, βιταμίνες και άλλα ανόργανα στοιχεία. Είναι πλούσιο σε φυτικές ίνες, κάλιο, μαγνήσιο, φώσφορο, σίδηρο, βιταμίνες Β και βιταμίνη Ε (http://www.xrkotsalos.gr).

5.5 ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΡΥΖΙΟΥ 5.5.1 ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΟΡΥΖΩΝΑ

Η καλλιέργεια του ρυζιού παρουσιάζει μια σημαντική ιδιαιτερότητα γιατί γίνεται σε λεκάνες με νερό. Οι λεκάνες του ορυζώνα πρέπει να είναι διατεταγμένες με τη μεγάλη τους πλευρά κάθετα προς τη διεύθυνση του ανέμου που συνήθως πνέει στην περιοχή έτσι ώστε να αποφεύγεται η εμφάνιση κυματισμών στο νερό που βρίσκεται στη λεκάνη. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η μετακίνηση των νεαρών φυταρίων που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη ανομοιομορφία των φυτών στον αγρό και παράλληλα προστατεύονται τα αναχώματα. Τα αναχώματα της λεκάνης πρέπει να είναι καλά κατασκευασμένα γιατί η τυχόν καταστροφή τους κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου θα οδηγήσει σε απώλεια του περιεχομένου νερού.

Επιπλέον, η ανακατασκευή των καταστραμμένων αναχωμάτων μετά τη σπορά είναι μια δαπανηρή εργασία που έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους καλλιέργειας. Επιπλέον, προκαλούνται καταστροφές σε τμήματα του καλλιεργούμενου χωραφιού. Οι καλλιεργητικές εργασίες που πραγματοποιούνται είναι κατά χρονική σειρά: όργωμα αμέσως μετά τη συγκομιδή του καρπού, δισκοσβάρνισμα πριν από τη σπορά την άνοιξη, ισοπέδωση, ενσωμάτωση της βασικής λίπανση με το φρεζάρισμα και τέλος ακολουθεί η σπουδαιότερη εργασία για

(20)

την καλλιέργεια του ρυζιού που είναι η ισοπέδωση του εδάφους και η οποία πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή (http://www.cerealinstitute.gr/ryzi_kallierg.html).

Επειδή η σωστή διαμόρφωση των λεκανών αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επιτυχία της καλλιέργειας θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην υψομετρική διαφορά μεταξύ του εδάφους, η οποία δεν πρέπει να ξεπερνά τα 5 εκατοστά του μέτρου για κάθε 100 μέτρα αγρού. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια για την ισοπέδωση του εδάφους στις λεκάνες χρησιμοποιούνται ειδικά μηχανήματα στα οποία η ακρίβεια επιτυγχάνεται με τη χρήση ακτινών Laser. Αν για οποιοδήποτε λόγο παρατηρηθούν προβλήματα στο φύτρωμα των σπόρων ή στην ανάπτυξη των νεαρών φυταρίων κατά τα πρώτα στάδια της ανάπτυξής τους τότε η επιλογή της επανάληψης της σποράς θα πρέπει να συνδέεται με την εφαρμογή σβαρνίσματος πριν τη σπορά (http://www.cerealinstitute.gr/ryzi_kallierg.html).

5.5.2 ΕΠΟΧΗ ΣΠΟΡΑΣ

Η εποχή σποράς επηρεάζει σημαντικά την επιτυχία της καλλιέργειας και την επίτευξη υψηλών αποδόσεων. Προτείνεται να γίνεται όταν η θερμοκρασία του αέρα ή του εδάφους είναι μεγαλύτερη από 15°C και η θερμοκρασία του νερού κατάκλυσης είναι μεγαλύτερη από 12°C. Ευνοϊκές συνθήκες περιβάλλοντος για τη σπορά του ρυζιού δημιουργούνται στη Β. Ελλάδα για μεν τις ποικιλίες τύπου Japónica 1-15 Μαΐου για δε εκείνες του τύπου Indica 5-15 Μαΐου.

(http://www.cerealinstitute.gr/ryzi_kallierg.html).

5.5.3 ΘΡΕΨΗ ΚΑΙ ΛΙΠΑΝΣΗ

Η λίπανση στις καλλιέργειες ρυζιού παρουσιάζει ιδιαιτερότητα γιατί το έδαφος βρίσκεται σε συνεχή σχεδόν κατάκλυση με νερό με συνέπεια να δημιουργούνται συνθήκες που διευκολύνουν την έκπλυση και απορροή των λιπαντικών στοιχείων. Η απώλεια των λιπαντικών στοιχείων είναι ακόμη πιο έντονη λόγω και της αναγκαιότητας που υπάρχει για την ανανέωση του νερού έτσι ώστε να απομακρύνονται τα άλατα του εδάφους, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης των φυτών όπου και η ευαισθησία τους είναι μεγαλύτερη. Παρόλα αυτά θα πρέπει να αναφερθεί ότι η καλλιέργεια του ρυζιού γίνεται αρκετές φορές σε εδάφη που έχουν υψηλές συγκεντρώσεις αλάτων. Κατά την εφαρμογή της επιφανειακής λίπανσης χρησιμοποιούνται αρκετές φορές κοκκώδη λιπάσματα, τα οποία συνήθως διαλύονται με πιο αργό ρυθμό στο νερό και είναι διαθέσιμα στα φυτά για μεγαλύτερο

(21)

χρονικό διάστημα. Για τη βελτίωση των αλατούχων εδαφών που καλλιεργούνται με ρύζι χρησιμοποιούνται συνήθως όξινα λιπάσματα και με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η μείωση του pH του εδάφους. Τα σημαντικότερα λιπαντικά στοιχεία για την καλλιέργεια του ρυζιού είναι κυρίως το άζωτο, ο φώσφορος, το κάλιο, το θείο και ο ψευδάργυρος (http://www.cerealinstitute.gr/).

Άζωτο: Η ποσότητα του αζώτου που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από την καλλιεργούμενη ποικιλία, από την επάρκεια νερού άρδευσης και από την αμειψισπορά. Για μια ικανοποιητική απόδοση που κυμαίνεται συνήθως στα 750-800 χγρ. καρπού ανά στρέμμα, προτείνεται να χρησιμοποιούνται περίπου 14-16 χγρ.

αζώτου ανά στρέμμα. Μικρότερες ποσότητες αζώτου μπορούν να εφαρμοστούν σε πρώιμες ποικιλίες καθώς και σε ποικιλίες που έχουν μεγάλη τάση για πλάγιασμα.

Βέβαια η ποσότητα του αζώτου εξαρτάται σημαντικά από την παρεχόμενη ποσότητα νερού και όταν παρατηρείται έλλειψη νερού οι ποσότητες αζώτου που αξιοποιούνται από τα φυτά είναι μικρότερες. Σε περιπτώσεις όπου η καλλιέργεια του ρυζιού συμμετέχει σε συστήματα αμειψισποράς με μηδική η οποία ως ψυχανθές επιτρέπει τον εμπλουτισμό του εδάφους με άζωτο, η ποσότητα του αζώτου που προστίθεται καλό είναι να μην ξεπερνά τα 12 χγρ. ανά στρέμμα. Επιπλέον, αυτών ο περιορισμός των ποσοτήτων αζωτούχων λιπασμάτων ευνοεί την προστασία του περιβάλλοντος καθώς και την ανάπτυξη ευπαθών σε ασθένειες φυτών. Η εφαρμογή της λίπανσης γίνεται ακολουθώντας συνήθως ένα πλάνο κατά το οποίο το 40% περίπου της συνολικής ποσότητας αζώτου εφαρμόζεται κατά τη βασική λίπανση και η υπόλοιπη ποσότητα επιφανειακά σε δύο δόσεις, από τις οποίες η πρώτη, 40 %, στο αδέλφωμα (25-35 ημέρες μετά τη σπορά) και η δεύτερη, 20 %, πριν από την έναρξη της φάσης της διόγκωσης (50-60 ημέρες μετά τη σπορά). Κατάλληλα λιπάσματα θεωρούνται τα αμμωνιακά, η απομάκρυνση των οποίων από το έδαφος γίνεται με πιο αργό ρυθμό (http ://www. cerealinstitute.gr/ryzi_kalli erg.html).

Φώσφορος: συνήθως απαιτούνται 4-8 χγρ. φωσφόρου ανά στρέμμα. Η προσθήκη του φωσφόρου γίνεται κατά τη βασική λίπανση γιατί πρόκειται για ένα στοιχείο που έχει μικρή κινητικότητα στο έδαφος ενώ παράλληλα είναι απαραίτητο στα πρώτα στάδια ανάπτυξης των φυτών καθώς ευνοεί την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος (http://www.cerealinstitute.gr/ryzi_kallierg.html).

Κάλιο: Οι ανάγκες των φυτών σε κάλιο ακολουθούν περίπου το μοντέλο αναγκών των φυτών σε άζωτο. Έτσι, στα πρώτα στάδια ανάπτυξης των φυτών και κατά τη διάρκεια του αδελφώματος επηρεάζει σημαντικά τον αριθμό των αδελφιών

(22)

που θα σχηματιστούν. Στα επόμενα στάδια ανάπτυξης των φυτών ευνοεί τόσο την αντοχή στο πλάγιασμα όσο και τη σύνθεση και μεταφορά υδατανθράκων καθώς και το σχηματισμό των κόκκων και την αύξηση του βάρους τους. Τέλος φαίνεται να έχει ευνοϊκή επίδραση στην ανάπτυξη φυτών με αντοχή σε μη ευνοϊκές συνθήκες. Οι απαραίτητες ποσότητες καλίου κυμαίνονται στα 6-10 χγρ. ανά στρέμμα. Συνήθως η απαιτούμενη ποσότητα προστίθεται στο έδαφος κατά τη βασική λίπανση αλλά σε εδάφη με μικρή περιεκτικότητα σε κάλιο προτείνεται η μισή ποσότητα να ενσωματώνεται στο έδαφος με τη βασική λίπανση και η άλλη μισή να προστίθεται όταν τα φυτά βρίσκονται στο στάδιο του αδελφώματος (http://www.cerealinstitute.gr/ryzi_kallierg.html).

Θείο: Συμβάλλει τόσο στην αύξηση της παραγωγής όσο και στη βελτίωση της ποιότητας. Προσθήκη στο έδαφος φωσφορικής αμμωνίας, νιτροθειικής αμμωνίας και θειικού καλίου αυξάνει την κάλυψη των αναγκών των φυτών ρυζιού σε θείο (http://www.cerealinstitute.gr/ryzi_kallierg.html).

Ψευδάργυρος: Έλλειψη ψευδαργύρου έχει σημειωθεί σε εδάφη με υψηλό ρΗ γιατί μπορεί να δεσμευθεί σε οργανικά σύμπλοκα. Υψηλή συγκέντρωση φωσφόρου στο έδαφος μπορεί επίσης να ελαττώσει τη διαθεσιμότητα του. Σε περίπτωση έλλειψης του μπορεί να γίνει εφαρμογή του πριν τη σπορά (βασική λίπανση) ή 2-3 εβδομάδες μετά τη σπορά. Σε αλατούχα εδάφη η εφαρμογή γύψου μειώνει το ρΗ του εδάφους και επομένως συντελεί στη βελτίωσή της κατάστασης και σε ότι αφορά στη διαθεσιμότητα του ψευδαργύρου (http://www.cerealinstitute.gr/rvzi kallierg.html).

5.5.4 ΑΡΔΕΥΣΗ

Οι ανάγκες των φυτών σε νερό διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με το στάδιο της ανάπτυξής τους. Τα σημαντικότερα στάδια ανάπτυξης των φυτών κατά τα οποία δεν πρέπει να παρατηρηθεί έλλειψη νερού είναι το στάδιο του φυτρώματος και το στάδιο από τη διόγκωση μέχρι και το σχηματισμό του κόκκου. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται κατά το στάδιο του φυτρώματος όπου το ύψος του νερού δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 10 ωη στη λεκάνη γιατί τα φυτάρια αποκτούν λεπτά στελέχη και σχετικά μεγάλο ύψος. Οι απαιτήσεις σε νερό καθ’ όλη τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου κυμαίνονται στα 1100-1400 ιη3 ανά στρέμμα (http://www.cerealinstitute.gr/ryzi_kallierg.html).

(23)

Το νερό στη λεκάνη θα πρέπει να διατηρείται σε σταθερό περίπου ύψος για να αποφεύγεται η ανάπτυξη ζιζανίων καθώς και οι απώλεια σε σπόρο που κατατρώγεται από τρωκτικά και πτηνά. Έτσι, όταν τα φυτά που βρίσκονται στο στάδιο 3-5 φύλλων που έχουν αποκτήσει όρθια διάταξη, η σταδιακή αύξηση της στάθμης του νερού ευνοεί την αντιμετώπιση των ζιζανίων (http://www.cerealinstitute.gr/).

Μετά το τέλος του αδελφώματος επιβάλλεται η σταδιακή αύξηση του ύψους του νερού μέχρι 15 αη για να εξασφαλισθεί η ανάπτυξη της φόβης και ο σχηματισμός βιώσιμης γύρης, ιδιαίτερα όταν επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες ατμόσφαιρας. Από την άλλη μεριά η απομάκρυνση του νερού από τη λεκάνη, εκτός από την τελική που πραγματοποιείται 10-15 ημέρες πριν τη συγκομιδή, θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτή συνιστάται για την απομάκρυνση εντόμων (Οιΐτοηοιτμξ ερρ. κ.ά.) που προσβάλλουν τα φυτάρια, τη διαφυγή τοξικών αερίων και την εφαρμογή σκευασμάτων τα οποία ελέγχουν έντομα ή ζιζάνια. Όταν είναι απαραίτητη πρέπει να ακολουθείται από κατάκλυση το συντομότερο δυνατό και να ακολουθούνται οι αναγραφόμενες οδηγίες στα σκευάσματα τα οποία εφαρμόστηκαν στον αγρό ως προς τη διαχείριση του νερού. Καλοϊσοπεδωμένοι αγροί πρέπει να αποστραγγίζονται και να κατακλύζονται γρήγορα αλλά αν η κλίση είναι μεγάλη τότε παρατηρείται μεγάλη ανομοιομορφία στην παρουσία του νερού (http://www.cerealinstitute.gr/).

Για την κατάκλυση ενός αγρού θα πρέπει να παρέχεται νερό σε ποσότητα 35 λίτρων ανά λεπτό της ώρας ανά στρέμμα Ύστερα από την κατάκλυση προτείνεται φυλλοδιαγνωστική για τον ακριβή προσδιορισμό των απαιτούμενων ποσοτήτων αζώτου που θα πρέπει να προστεθούν στο έδαφος ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των φυτών (http://www.cerealinstitute.gr/ryzi_kallierg.html).

Η πρόωρη αποστράγγιση των αγρών θα πρέπει να αποφέυγεται γιατί οδηγεί σε οψίμιση της παραγωγής και σε μη κανονική ωρίμανση των σπόρων που έχουν υποβαθμισμένη ποιότητα. Ο προσδιορισμός του κατάλληλου χρόνου για την εφαρμογή της αποστράγγισης εξαρτάται από τον τύπο του εδάφους, την καλλιεργούμενη ποικιλία, τα μέσα αποστράγγισης και τις περιβαλλοντικές συνθήκες.

Για παράδειγμα σε ένα αργιλώδες έδαφος η αποστράγγιση του αγρού πρέπει να γίνεται όταν είναι τα φυτά είναι πλήρως ξεσταχυασμένα και όλες οι φόβες κλίνουν προς τα κάτω και αρχίζουν να ωριμάζουν. Ένα άλλο κριτήριο είναι όταν το 90% των φοβών έχουν τον ακραίο κόκκο στο στάδιο της σκληρής ζύμης (http://www.cerealinstitute.gr/).

Referências

Documentos relacionados