• Nenhum resultado encontrado

25 Η νομισματοκοπία του Quintus Hortensius Hortalus και των δυάνδρων C

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "25 Η νομισματοκοπία του Quintus Hortensius Hortalus και των δυάνδρων C"

Copied!
172
0
0

Texto

(1)

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Φιλοσοφική Σχολή

Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Τομέας Αρχαιολογίας

Η νομισματική μαρτυρία

για τη ρωμαϊκή αποικία του Δίου από τον Αύγουστο έως τον Αδριανό

Γεωργία Γαλάνη

Επιβλέπων: Παναγιώτης Τσέλεκας

Θεσσαλονίκη 2016

(2)

[2]

(3)

[3]

Περιεχόμενα

Εισαγωγή ... 5

1. Ιστορικό πλαίσιο ... 9

Α. Η ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας ... 9

Β. Η ρωμαϊκή αποικία του Δίου ... 13

2. Η νομισματοκοπία του Δίου από την ίδρυση της αποικίας ως τα χρόνια του Αδριανού ... 16

Α. Έκδοση νομίσματος στις επαρχίες της Ρώμης: η ελληνική Ανατολή και η περίπτωση της επαρχίας της Μακεδονίας ... 16

Β. Οι νομισματικοί εικονογραφικοί τύποι ... 21

Οι εικονιζόμενοι αυτοκράτορες και οι παράλληλες εκδόσεις χωρίς αυτοκρατορικό πορτρέτο ... 21

Οι «απόντες» αυτοκράτορες ... 25

Η νομισματοκοπία του Quintus Hortensius Hortalus και των δυάνδρων C. και P. Baebius, L. Rusticelius Basterna και L. Rusticelius Cordus ... 28

Γ. Τα νομίσματα του Δίου ως δείκτης «εκρωμαϊσμού» της πόλης ... 31

Εικονογραφία... 32

Επιγραφές ... 38

Μετρολογία ... 40

Δ. Το μέγεθος της παραγωγής ... 42

Ε. Η νομισματοκοπία του Δίου και η νομισματική παραγωγή μέσα στην επαρχία της Μακεδονίας ... 46

ΣΤ. Συγκλίσεις με τις αποικίες της επαρχίας της Αχαΐας ... 51

3. Τα ανασκαφικά νομίσματα του 1ουκαι πρώιμου 2ουαιώνα από το Δίον ... 54

Α. Οι ανασκαφικοί τομείς ... 54

Το οικοδομικό τετράγωνο της αγοράς και οι παρακείμενοι δρόμοι ... 54

Το macellum ... 57

(4)

[4]

Το ιερό της Δήμητρας... 57

Β. Το νομισματικό υλικό ... 58

Β1. Οι αυτοκρατορικές εκδόσεις ... 58

Γενικά χαρακτηριστικά της αυτοκρατορικής νομισματοκοπίας ... 58

Τα αυτοκρατορικά νομίσματα στο Δίον ... 66

Β2. Οι επαρχιακές εκδόσεις ... 69

Γ. Η νομισματική κυκλοφορία ... 80

Ανασκαφικά νομίσματα και νομισματική κυκλοφορία ... 81

Η νομισματική κυκλοφορία στο Δίον ... 84

Η νομισματική κυκλοφορία στο Δίον: «καθρέφτης» για τη νομισματική κυκλοφορία στη Μακεδονία; ... 90

Συμπεράσματα ... 95

Κατάλογος νομισμάτων ... 97

Αυτοκρατορικές εκδόσεις ... 98

Επαρχιακές εκδόσεις ... 103

Επίμετρο ... 137

Κατάλογος συντομογραφιών ... 141

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ... 142

Πίνακες Εικόνων ... 156

(5)

[5]

Εισαγωγή

Τα νομίσματα αποτελούν προϊόν των εκάστοτε κυβερνώντων αρχών και προορίζο- νται για μαζική χρήση από τον πληθυσμό κάθε κοινωνικής τάξης. Είναι το οικονομι- κό μέσο των καθημερινών συναλλαγών, προσφέροντας πληροφορίες για την ισχύου- σες οικονομικές συνθήκες στις αρχαίες κοινωνίες, αλλά ταυτόχρονα φέρουν εικόνες και επιγραφές που προβάλλουν διαφόρων ειδών μηνύματα. Πρόκειται είτε για μηνύ- ματα της κεντρικής εξουσίας προς το ευρύ κοινό, είτε για μέσα αυτοπροβολής μιας μικρότερης ομάδας πληθυσμού μέσα σε ένα ευρύτερο πολιτικό γίγνεσθαι. Ειδικότερα τα νομίσματα των αυτοκρατορικών χρόνων αποτελούν το μέσο γνωστοποίησης του προσώπου και των αρετών του Ρωμαίου αυτοκράτορα ακόμα και στην πιο μακρινή γωνιά της αυτοκρατορίας, καθώς και αντικείμενα προβολής της εκάστοτε τοπικής παράδοσης μέσα στο ρωμαϊκό Imperium.1

Η παρούσα εργασία έχει ως άμεσο στόχο την καταγραφή και παρουσίαση του νομι- σματικού υλικού που ήρθε στο φως από τις ανασκαφές του Δίου και χρονολογείται από την ανακήρυξη του Οκταβιανού ως Αυγούστου το 27 π.Χ. έως τα χρόνια του αυ- τοκράτορα Αδριανού (117-131 μ.Χ.).

Η έναρξη της μελέτης στα χρόνια του Οκταβιανού σχετίζεται με την ίδρυση της αποικίας καθώς και με την έναρξη της νομισματοκοπίας της πόλης την εποχή αυτή. Η χρονολογική τομή στα χρόνια του Αδριανού έχει την εξήγησή της μέσα στην ίδια την επαρχιακή νομισματοκοπία. Η νομισματοκοπία στις επαρχίες επί Αδριανού λειτουρ- γεί ως συνέχεια των νομισματοκοπιών του Δομιτιανού, του Νέρβα και του Τραϊανού, ιδίως όσον αφορά τις επιγραφές και την εικονογραφία των νομισμάτων. Η αναζήτηση πιο παραδοσιακών θεμάτων αντλημένων από την τοπική ιστορική και μυθολογική παράδοση είναι ένα χαρακτηριστικό που δείγματά του υπάρχουν βέβαια στην εποχή του Αδριανού, βρίσκει όμως την πλήρη έκφρασή του αργότερα, από τα χρόνια του Αντωνίνου Ευσεβή και έπειτα.2

Το νομισματικό υλικό προέρχεται από το οικοδομικό τετράγωνο του forum του Δί- ου, το οποίο περιλαμβάνει την πλατεία της αγοράς με το Σεβαστείο, την curia και μία βασιλική, δύο συγκροτήματα θερμών, ένα ωδείο, πολυτελείς οικίες, καταστήματα και ένα συγκρότημα βεσπασιανών, καθώς και από τους παρακείμενους στο οικοδομικό

1 Burnett 1991.

2 RPC III, 862, 873.

(6)

[6]

αυτό τετράγωνο δρόμους. Πρόκειται για το διοικητικό κέντρο της αποικίας, αποδε- δειγμένα από τις αρχές του 3ουαιώνα μ.Χ., οπότε χρονολογείται αυτό το εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα στην πρώτη από νότο οικοδομική νησίδα της πόλης. Το πρω- ιμότερο forum της αποικίας είναι πολύ πιθανό να υπόκειται του forum της εποχής των Σεβήρων, δεν έχει όμως μέχρι στιγμής διαπιστωθεί με βεβαιότητα ανασκαφικά. Εξε- τάστηκαν, επίσης, τα υπό δημοσίευση νομίσματα του πολυγωνικού κτιρίου του οικο- δομικού τετραγώνου βορείως του forum, το οποίο ταυτίστηκε με macellum –με ε- μπορική δηλαδή αγορά τροφίμων– καθώς και τα ήδη δημοσιευμένα νομίσματα από το ιερό της Δήμητρας εκτός των τειχών της πόλης.

Κατά τη διάρκεια των δύο ετών του μεταπτυχιακού προγράμματος (2014-2015) α- παιτήθηκαν εξορμήσεις, διαμονή και εντατική εργασία στο Δίον, όπου εντοπίστηκαν, ψηφιοποιήθηκαν και μελετήθηκαν τα υπό εξέταση ανασκαφικά νομίσματα. Συνολικά, εξετάστηκαν περί τα 7.500 νομίσματα, εκ των οποίων μόνο 226 εντάσσονται στη χρονική περίοδο που μας ενδιαφέρει. Η πλειονότητα των νομισμάτων ήταν από κρά- ματα χαλκού, ενώ υπήρχαν και μερικές αργυρές εκδόσεις. Η κατάσταση διατήρησης των χάλκινων νομισμάτων ήταν από μέτρια έως κακή, ενώ οι ευδιάκριτες κοπές προέκυπταν σποραδικά ως ευχάριστη έκπληξη.3Στην κακή διατήρηση των νομισμά- των συνέβαλλε σαφώς η μεγάλη υγρασία του χώματος στο Δίον, που διαβρώνει ιδιαί- τερα τα μέταλλα. Τα νομίσματα ήταν ασυντήρητα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.

Η εργασία αποβλέπει να προσεγγίσει μια πληθώρα θεμάτων και ερωτημάτων για τα οποία προτείνονται ορισμένες πιθανές απαντήσεις. Το πρώτο βήμα, όμως, ήταν να εντοπιστούν και να τεθούν τα ερωτήματα αυτά, ώστε να δώσουν μια νέα ώθηση στις σχετικές με τη νομισματοκοπία στις ρωμαϊκές επαρχίες έρευνες.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι ανασκαφές στην αρχαία πόλη του Δίου προσφέ- ρουν πολύ σημαντικές πληροφορίες για τη ρωμαϊκή φάση της πόλης, καθώς οι γρα- πτές πηγές είναι φειδωλές σχετικά με τη ζωή, τους κατοίκους και τους θεσμούς της αποικίας. Οι ανασκαφές στο Δίον διενεργούνται από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιο- λογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης εντατικά από τη δεκαετία του ‘70 έως σήμερα.

Καρπό της ανασκαφικής δραστηριότητας και καίρια πηγή πληροφοριών αποτελούν και τα νομίσματα. Πρόκειται αφενός για τις νομισματικές εκδόσεις της ίδιας της α- ποικίας και αφετέρου για τα νομίσματα άλλων εκδιδουσών αρχών, τα οποία βρέθη-

3Για τη χρησιμότητα των φθαρμένων νομισμάτων στους αρχαιολόγους, βλ. Walker, 1976.

(7)

[7]

καν κατά τις ανασκαφές μεγάλου τμήματος της πόλης καθώς και της περιοχής των ιερών εκτός των τειχών.

Μετά από ένα πρώτο κεφάλαιο που αποτελεί το ιστορικό πλαίσιο για την αυτοκρα- τορική Μακεδονία και την αποικία του Δίου, στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας, αποτελούμενο από έξι υποκεφάλαια, σχολιάζεται το νομισματοκοπείο του Δίου και η παραγωγή του, πώς αυτό εντάσσεται στην ευρύτερη νομισματική παραγωγή της ε- παρχίας της Μακεδονίας, καθώς και οι σχέσεις του με την προς νότο επαρχία της Α- χαΐας.

Οι νομισματικές εκδόσεις του Δίου μαρτυρούν το μέγεθος της νομισματικής παρα- γωγής της αποικίας και καταδεικνύουν τη σημασία του νομισματοκοπείου σε σύγκρι- ση με τις νομισματοκοπίες άλλων πόλεων της ρωμαϊκής Μακεδονίας κατά τους αυ- τοκρατορικούς χρόνους. Επιπλέον, εφόσον τα νομίσματα αποτελούν προϊόν των αρ- χών της πόλης και μέσο προβολής μιας επίσημης ιδεολογίας, οι παραστάσεις και οι επιγραφές που φέρουν παρέχουν στοιχεία για τη δημόσια και πολιτιστική ταυτότητα των κατοίκων. Χαρακτηριστικές για το Δίον, όπως και για κάθε ρωμαϊκή αποικία, είναι οι λατινικές επιγραφές, ενώ οι θεότητες και τα σύμβολα που απεικονίζονται προσφέρουν στοιχεία για τις λατρείες και τους αγώνες που διεξάγονταν στο ρωμαϊκό Δίον, καθώς και για τον βαθμό στον οποίο η ρωμαϊκή ταυτότητα των αποίκων κυρι- αρχεί στον ντόπιο πληθυσμό ή αντίθετα απορροφάται από το τοπικό στοιχείο. Στο πλαίσιο αυτό αξιοποιήθηκαν και οι επιγραφές από το Δίον και την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, ώστε να φωτιστεί το προφίλ της αποικίας και η ίδια να ενταχθεί μέ- σα στο δίκτυο των πόλεων της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας.

Στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας, αποτελούμενο από τρία υποκεφάλαια, εξετάζο- νται οι αυτοκρατορικές και επαρχιακές εκδόσεις που αποτελούν το ανασκαφικό υλικό της εργασίας, καθώς και η νομισματική κυκλοφορία στην πόλη. Τα νομίσματα από τις ανασκαφές στο διοικητικό και οικονομικό κέντρο του Δίου αποτελούν μαρτυρία του εύρους των οικονομικών συναλλαγών και της παράλληλης χρήσης των αυτοκρα- τορικών και των επαρχιακών εκδόσεων στην πόλη. Μέσα από το παράδειγμα της ρω- μαϊκής αποικίας του Δίου δόθηκε, λοιπόν, η δυνατότητα ανίχνευσης της λειτουργίας της επίσημης αυτοκρατορικής νομισματοκοπίας στην επαρχία της Μακεδονίας, και έγινε προσπάθεια κατανόησης της ευρύτερης νομισματικής κυκλοφορίας στη Μακε- δονία της αυτοκρατορικής περιόδου.

Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε με τη βοήθεια και την καθοδήγηση ορισμένων αν- θρώπων, στους οποίους οφείλω θερμές ευχαριστίες.Στον επιβλέποντα της μεταπτυχι-

(8)

[8]

ακής μου εργασίας λέκτορα κ. Παναγιώτη Τσέλεκα για την υπομονετική και δημι- ουργική συμπόρευσή του στην έρευνα που συνεπαγόταν η εργασία αυτή, καθώς και για τις χρησιμότατες υποδείξεις και συμβουλές του. Στην καθηγήτρια κ. Σεμέλη Πιν- γιάτογλου που μου εμπιστεύτηκε και μου παραχώρησε το νομισματικό υλικό από το Δίον και με βοήθησε μέσα από παραγωγικές συζητήσεις κατά τη διάρκεια της συγ- γραφής. Στον καθηγητή κ. Παντελή Νίγδελη για τη βοήθεία του σε θέματα Επιγραφι- κής. Στην επίκουρη καθηγήτρια κ. Ελένη Παπαγιάννη για τις διαφωτιστικές μας συ- ζητήσεις σχετικά με τις ρωμαϊκές αποικίες. Τέλος, στην αρχαιολόγο κ. Μαρία Ιατρού που μου επέτρεψε να συμβουλευτώ και να αξιοποιήσω το υπό δημοσίευση άρθρο της για τα νομίσματα του macellum.

Η εκπόνηση της εργασίας ήταν εφικτή χάρη στην υποτροφία που μου παραχώρησε το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμ- ματος σπουδών στην Κλασική Αρχαιολογία του τομέα Αρχαιολογίας του Αριστοτε- λείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

(9)

[9]

1. Ιστορικό πλαίσιο

Α. Η ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας

Η Μακεδονία οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία το 148 π.Χ.4 Η παρουσία των Ρω- μαίων στην περιοχή ήταν, όμως, τουλάχιστον κατά είκοσι χρόνια παλαιότερη, καθώς μετά τη νίκη του στρατηγού Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου επί του Μακεδόνα βασιλιά Περσέα το 168 π.Χ. στην Πύδνα, η Μακεδονία πέρασε στη σφαίρα επιρροής της Ρώ- μης. Στο διάστημα αυτό (168-148 π.Χ.) διατήρησε με την ανοχή των Ρωμαίων τη σχετική της αυτονομία και τον διοικητικό διαχωρισμό σε τέσσερις μερίδες. Μέσα σε αυτήν την εικοσαετία, τα ρωμαϊκά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί από την περιοχή, ενώ το 158 π.Χ. λειτούργησαν ξανά τα ορυχεία χρυσού και αργύρου στη Μακεδονία κατόπιν σχετικής απόφασης της Συγκλήτου.5 Η εξέγερση, όμως, και οι πρώτες στρα- τιωτικές επιτυχίες του Φιλίππου Ανδρίσκου, είχαν ως αποτέλεσμα τη διεξαγωγή μιας ακόμα μάχης στην Πύδνα το 148 π.Χ. και τη νίκη του πραίτορα Κόιντου Καικίλιου Μέτελλου, ο οποίος εγκατέστησε μόνιμα ρωμαϊκές δυνάμεις στη Μακεδονία.6

Στο επόμενο διάστημα έως τους ρωμαϊκούς εμφυλίους του 1ουαι. π.Χ., η Μακεδο- νία υπήρξε ενίοτε θύμα των λαών του βορρά και της ανατολής, όπως των Σκορδί- σκων και των Θρακών. Οι Μακεδόνες πρόσφεραν διάφορα εφόδια στα ρωμαϊκά στρατεύματα που δρούσαν στην περιοχή, ενώ ενίοτε στελέχωναν και τα βοηθητικά στρατεύματα των Ρωμαίων με ανθρώπινο δυναμικό. Επιπλέον, δεν υποστήριξαν ποτέ στρατιωτικά κάποια απόπειρα ανατροπής των Ρωμαίων, όπως την προαναφερθείσα εξέγερση του Ανδρίσκου ή τους πολέμους που διεξήγαγε ο ηγεμόνας του Πόντου Μι- θριδάτης και προκάλεσαν μεγάλες αναταραχές και απώλειες στους Ρωμαίους στην Ασία και το Αιγαίο.7

Την περίοδο 130-120 π.Χ. κατασκευάστηκε η Εγνατία οδός, η οποία πήρε το όνομά της από τον ανθύπατο Γναίο Εγνάτιο και διέσχιζε ολόκληρη τη Μακεδονία και τη

4Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας δημιουργήθηκε το 146 π.Χ. και όχι το 148, συνδέοντας το γεγονός με την καταστροφή της Κορίνθου το ίδιο έτος. Βλ. σχετικά Vanderspoel 2010, 252 με σχετική βιβλιογραφία στην υποσημ. 5.

5 Eckstein 2010, 246.

6 Vanderspoel 2010, 251-252. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις σχέσεις Μακεδονίας και Ρώμης στο διάστημα 168-146 π.Χ., βλ. Eckstein 2010, 237-250, όπου και η δράση του Ανδρίσκου, αυτοαποκαλούμενου γιου του βασιλιά Περσέα.

7 Vanderspoel 2010, 260-264.

(10)

[10]

Θράκη, από την Απολλωνία και το Δυρράχιο της Ιλλυρίας έως το Βυζάντιο. Η Εγνα- τία είχε πρωτίστως στρατιωτική σημασία για τη μετακίνηση των ρωμαϊκών στρατευ- μάτων από και προς την Ανατολή, αλλά ταυτόχρονα διευκόλυνε την εμπορική κίνηση ανθρώπων και αγαθών, με αποτέλεσμα την οικονομική ενδυνάμωση της Μακεδονί- ας.8

Στα χρόνια των ρωμαϊκών εμφυλίων, η επαρχία της Μακεδονίας διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο, όντας συχνά στο επίκεντρο των πολεμικών εξελίξεων. Ο Πομπήιος συγκέντρωσε στην περιοχή της Θεσσαλονίκης τα στρατεύματά του πριν τα μετακινή- σει στο Δυρράχιο, τις παραμονές της μάχης με τον Ιούλιο Καίσαρα στη Φάρσαλο της Θεσσαλίας το 48 π.Χ. Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα το 44 π.Χ., η Μακεδονία υ- πήρξε το μήλον της έριδος μεταξύ του Βρούτου και του Γναίου Αντωνίου, του αδερ- φού του Μάρκου Αντωνίου. Τελικά, ο ανθύπατος Quintus Hortensius Hortalus την παρέδωσε στον Βρούτο, ο οποίος δρούσε στην επαρχία έως τη μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ., όπου οι δημοκρατικοί «τυραννοκτόνοι» ηττήθηκαν από τους συνασπισμέ- νους Μάρκο Αντώνιο και Οκταβιανό. Τα επόμενα δώδεκα χρόνια, η επαρχία της Μα- κεδονίας βρισκόταν υπό τον έλεγχο των λεγεώνων του Μάρκου Αντωνίου.9

Μετά τη νίκη του στο Άκτιο το 31 π.Χ., έναντι των δυνάμεων της Κλεοπάτρας και του Μάρκου Αντωνίου, και την ενσωμάτωση της Αιγύπτου στη σφαίρα επιρροής των Ρωμαίων το 30 π.Χ., ο Οκταβιανός Αύγουστος σταθεροποίησε τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας στη μέγιστη έκτασή τους,10 με το Ιλλυρικό να παραμένει ήδη από το τέλος της ελληνιστικής εποχής μια ξεχωριστή επαρχία. Έπειτα, το 27 π.Χ. ίδρυσε την επαρχία της Αχαΐας που περιελάμβανε, εκτός από την Αχαΐα, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ως τα νότια όρια της Μακεδονίας. Η επαρχία της Μακεδονίας χαρακτηρί- στηκε inermis, δηλαδή άοπλη, και παραδόθηκε στον έλεγχο της Συγκλήτου. Έως το 10 π.Χ. οι Ρωμαίοι προωθήθηκαν ανατολικά προς τη Μοισία, ενώ μέσα στα επόμενα πενήντα περίπου χρόνια δημιουργήθηκαν νέες επαρχίες ανάμεσα στα βόρεια όρια της Μακεδονίας και τον Δούναβη. Το 44 μ.Χ., επί Κλαυδίου, ιδρύθηκε και η επαρχία της Θράκης από την περιοχή του Νέστου ως τον Έβρο ποταμό. Τέλος, μεταξύ της δημι- ουργίας της επαρχίας της Αχαΐας το 27 π.Χ. και της εποχής του γεωγράφου Πτολε- μαίου τον 2ο αι. μ.Χ., η Θεσσαλία αποσπάστηκε από την Αχαΐα και προσαρτήθηκε

8 Vanderspoel 2010, 264-267· Rizakis 1995, 379. Για την κατασκευή και τη χρήση της Εγνατίας οδού, βλ. το έργο του O’Sullivan 1972.

9 Vanderspoel 2010, 267-268.

10Για τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας, βλ. Papazoglou 1988.

(11)

[11]

στην επαρχία της Μακεδονίας, η οποία εκτεινόταν πλέον στα νότια έως τον Μαλιακό κόλπο.11

Στη Μακεδονία οι Ρωμαίοι ίδρυσαν τέσσερις αποικίες: τους Φιλίππους, την Πέλλα, την Κασσάνδρεια και το Δίον. Οι άποικοι εγκαταστάθηκαν σε προϋπάρχουσες πόλεις ή σε περιοχές που γειτνίαζαν άμεσα με αυτές. Το ιδεολογικό φορτίο και η πρακτική σημασία των πόλεων αυτών που περιβάλλονταν από εύφορες εκτάσεις γης είναι σα- φές· η Πέλλα ήταν η πρωτεύουσα του παλιού μακεδονικού βασιλείου, το Δίον η θρη- σκευτική του πρωτεύουσα και σημαντικός κόμβος στην πρόσβαση προς τον νότο, η Κασσάνδρεια μια πόλη ιδρυμένη από τον Μακεδόνα βασιλιά Κάσσανδρο και λιμάνι, και οι Φίλιπποι, ιδρυμένοι από τον Φίλιππο Β΄, βρίσκονταν πάνω στην πορεία της Εγνατίας οδού.12Το θέμα της συνύπαρξης των αποίκων με τους ντόπιους και η ύπαρ- ξη ή όχι των παλιών ελληνικών θεσμών παράλληλα με τους νέους ρωμαϊκούς δεν έχει διαλευκανθεί πλήρως. Η έρευνα, πάντως, τείνει στην άποψη ότι τα πολιτικά δικαιώ- ματα ανήκαν μόνο στους Ρωμαίους αποίκους και σε κάποια μέλη της παλιάς ελληνι- κής αριστοκρατίας, ενώ οι incolae ή πάροικοι στερούνταν των δικαιωμάτων αυτών.

Τέλος, κάποιοι πολιτιστικοί θεσμοί επιβίωσαν, όπως το γυμνάσιο.13

Κατά τον 1οκαι 2οαι. μ.Χ. η επαρχία της Μακεδονίας απολάμβανε την pax romana.

Δεν αποτελούσε πλέον ένα επισφαλές βόρειο σύνορο14ή ένα πεδίο μαχών και λεηλα- σιών, όπως κατά τη διάρκεια του τρίτου ρωμαϊκού εμφυλίου. Επιπλέον, τα στρατεύ- ματα ή οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι που διέσχιζαν την Εγνατία οδό από και προς την Ανατολή προσέφεραν ευκαιρίες για μια ανθούσα οικονομία. Μέσα από τη δημι- ουργία αποικιών και την οικοδομική δραστηριότητα σε διάφορες γενικά πόλεις της επαρχίας, η Μακεδονία αξιοποιούσε τη σταθερότητά της και αναπτυσσόταν δημιουρ- γικά.15 Κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. ακολούθησε, όπως ήταν φυσικό, τη μοίρα του υπό- λοιπου ρωμαϊκού κόσμου και γνώρισε νέες συνθήκες αποσταθεροποίησης και περιο- δικής παρακμής, ώσπου στα χρόνια του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου Α΄ να πάρει μια εντελώς νέα μορφή με καινούρια γεωγραφική και πολιτική οργάνωση, διαι-

11 Vanderspoel 2010, 269-270.

12 Kremydi-Sicilianou 2005, 99-100.

13Για τη συνύπαρξη της κοινότητας των Ρωμαίων αποίκων με την εντόπια κοινότητα, βλ. Edson 1975, και Rizakis 1998.

14 Stevenson 1949², 97.

15 Vanderspoel 2010, 270-273.

(12)

[12]

ρεμένη πλέον σε τρία τμήματα: Epirus Nova, Macedonia Prima και Macedonia Salu- taris.16

Οι σωζόμενες μαρτυρίες για τη Μακεδονία ως επαρχία των Ρωμαίων είναι προβλη- ματικές και εν πολλοίς ελλιπείς. Οι διαθέσιμες σχετικές φιλολογικές πηγές είναι απο- σπασματικές. Ως εκ τούτου, αντλούμε τις περισσότερες πληροφορίες για τη Μακεδο- νία ως ρωμαϊκή επαρχία από τις επιγραφές και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Και εκεί όμως υπάρχουν προβλήματα. Τα ρωμαϊκά λείψανα είναι συχνά ορατά στις μεγάλες πόλεις, αλλά ο χαρακτήρας τους είναι σχεδόν αποκλειστικά δημόσιος και αφορά τη μεγάλη δημόσια αρχιτεκτονική (fora, θέατρα, θέρμες κτλ.). Έως σήμερα η έρευνα δεν έχει εστιάσει στη διερεύνηση της ιδιωτικής ζωής και της δραστηριότητας στις κώμες και την ύπαιθρο. Συχνότατη είναι, τέλος, η οικοδόμηση νεώτερων κτιρίων πάνω ή κοντά στα ρωμαϊκά, μια διαδικασία ενεργή ήδη από την αρχαιότητα, με αποτέλεσμα την περιπλοκή των ανασκαφικών στοιχείων.17

Οι επιγραφές επικεντρώνονται επίσης στη δημόσια ζωή και σε συγκεκριμένα πρό- σωπα κύρους, ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα ψηφίσματα, οι δικαστικές αποφάσεις και οι επιγραφές που σχετίζονται με πολιτικά γεγονότα και αποφάσεις, ή με τις σχέ- σεις κάποιας πόλης με τη Ρώμη.18

Ορισμένα στοιχεία για τον δημόσιο και ιδιωτικό στην επαρχία μπορούν, επιπλέον, να μας προσφέρουν τα νομισματικά δεδομένα. Η ποικιλία των νομισματικών εικονο- γραφικών τύπων όσον αφορά το ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι πολύ μεγάλη, αντανακλάται δε σε αυτούς η ταυτότητα της τοπικής κοινότητας σε συνδυασμό με την επίκληση στη Ρώμη και τον αυτοκράτορα. Η διαπίστωση αυτή ι- σχύει γενικά και για τις μακεδονικές πόλεις.19

16 Vanderspoel 2010, 270-274.

17 Vanderspoel 2010, 253.

18 Vanderspoel 2010, 254.

19 Howgego 2005, 17. Ειδικότερα για τη Μακεδονία, βλ. Kremydi-Sicilianou 2005.

(13)

[13]

Β. Η ρωμαϊκή αποικία του Δίου

Παρά την ανυπαρξία συγκεκριμένων στοιχείων στις γραπτές πηγές, έχει πλέον γίνει κοινά αποδεκτό στην έρευνα ότι το Δίον είναι μία από τις αποικίες που ίδρυσε ο Ο- κταβιανός περί το 30 π.Χ., μετά τη νικηφόρα ναυμαχία του Ακτίου και την κατάλυση του αιγυπτιακού βασιλείου. Το επίσημο λατινικό όνομα της αποικίας παραδίδεται από τα επιγραφικά τεκμήρια και τα νομίσματα ως Colonia Iulia Augusta Diensis, ενώ την ίδια εποχή ιδρύονται (ή επανιδρύονται) στη Μακεδονία και οι αποικίες των Φι- λίππων, της Πέλλας και της Κασσάνδρειας. Τα γεωγραφικά όρια της αποικίας εκτεί- νονταν από τις δυτικές παρυφές του Ολύμπου ως τη θάλασσα στα ανατολικά, ενώ στον άξονα βορρά-νότου από την πεδιάδα της Πύδνας ως την κοιλάδα των Τεμπών στα νότια.20

Οι επιγραφικές και νομισματικές μαρτυρίες συνηγορούν υπέρ της ίδρυσης της α- ποικίας επί Αυγούστου. Μια αναθηματική επιγραφή που ανευρέθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Δίου ονομάζει τον Αύγουστο parens, έναν τιμητικό τίτλο που οι αποικίες έδιναν ως συνήθως στον ιδρυτή τους.21Τα δε πρώτα νομίσματα της αποικίας φέρουν το πορτρέτο και το όνομα του Αυγούστου μαζί με το όνομα της αποικίας, το οποίο εφόσον συμπεριλαμβάνει το επίθετο Augusta οδηγεί τη χρονολόγηση της ίδρυσης της αποικίας και την έκδοση των πρώτων νομισμάτων της μετά το 27 π.Χ., χρονολογία στην οποία αποδόθηκε στον Οκταβιανό ο τίτλος του Αυγούστου.22 Η ομοιότητα, μά- λιστα, του πορτρέτου του Αυγούστου με πορτρέτα της Ρώμης του 23-22 π.Χ. συνη- γορεί στη χρονολόγηση των πρώτων νομισμάτων του Δίου στο τελευταίο τέταρτο του 1ουαι. π.Χ. Η ίδια η διαδικασία της ίδρυσης μιας αποικίας, εξάλλου, προϋποθέτει το διάστημα κάποιων ετών, έτσι ώστε ακόμα κι αν η απόφαση για τον αποικισμό ελήφθη το 30 π.Χ., η ίδρυση και η πλήρης εγκατάσταση των αποίκων πραγματοποιήθηκε αρ- κετά χρόνια αργότερα.23

Με βάση τα νομισματικά δεδομένα υπάρχει, επιπλέον, η εκδοχή ύπαρξης στο Δίον μιας προγενέστερης ρωμαϊκής αποικίας, και επομένως της επανίδρυσης της υπάρχου- σας αποικίας επί Οκταβιανού. Πρόκειται για τη θεωρία της ίδρυσης μίας ή και περισ- σότερων αποικιών στη Μακεδονία από τον ανθύπατο Quintus Hortensius Hortalus

20Κρεμύδη-Σισιλιάνου 1996, 12, 17· Παντερμαλής 1999, 10-11.

21Οικονόμος 1915, 33, αρ. 54. Έχουν εντοπιστεί και άλλες επιγραφές που αναφέρουν τον Αύγουστο ως parens, βλ. CIL III, 2907 και CIL XI, 720.

22Κρεμύδη-Σισιλιάνου 1996, 13.

23Κρεμύδη-Σισιλιάνου 1996, 12-13.

(14)

[14]

(44-42 π.Χ.), αποικίες που μαρτυρούνται μόνο από τους νομισματικούς εικονογραφι- κούς τύπους τριών σειρών νομισμάτων που φέρουν σε επιγραφή το όνομα του συγκε- κριμένου ανθυπάτου και το γεγονός της ανάθεσης αποικίας από τον ίδιο. Υποψήφιες είναι οι πόλεις του Δίου και της Κασσάνδρειας, δίχως όμως το θέμα να έχει διαλευ- κανθεί ακόμα στην έρευνα.24

Ο Hortalus ήταν αρχικά οπαδός και μέλος του στενού κύκλου του Ιουλίου Καίσα- ρα. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε τη διοίκηση της Μακεδονίας ως ανθύπατος το 44 π.Χ., λίγους μόνο μήνες πριν από τη δολοφονία του ευεργέτη του. Κατά τη διάρκεια του τρίτου ρωμαϊκού εμφυλίου μεταξύ της δεύτερης τριανδρίας και των «τυραννοκτό- νων» με ηγέτες τον Βρούτο και τον Κάσσιο, ο Hortalus τάχτηκε στο πλευρό του Βρούτου με τον οποίο συνδεόταν συγγενικά και του παραχώρησε τα στρατεύματά του. Ο Βρούτος έλαβε από τη Σύγκλητο το δικαίωμα διοίκησης της επαρχίας της Μακεδονίας, τη διοίκηση της οποίας άφησε στη δικαιοδοσία του Hortalus. Μετά τη νικηφόρα για τον Μάρκο Αντώνιο και τον Οκταβιανό μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ., ο ανθύπατος εκτελέστηκε με εντολή των νικητών.25

Η πρωιμότερη ίδρυση της αποικίας μένει ανοιχτή προς επιβεβαίωση από τη μελλο- ντική έρευνα. Σε ό,τι αφορά όμως την κοινωνική ταυτότητα των αποίκων του Αυγού- στου, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν και αυτές κυρίως μέσω των νομισματικών τεκμηρίων και συγκεκριμένα με βάση την εικονογραφία τους. Η απουσία από τα νο- μίσματα του Δίου οποιωνδήποτε στρατιωτικών συμβόλων, όπως αυτά απαντώνται στις αποικίες των Φιλίππων και της Κασσάνδρειας, αποκλείει ίσως την εγκατάσταση στην αποικία βετεράνων πολέμου. Αντίθετα, η εικονογραφία των νομισμάτων του Δίου επικεντρώνεται στις τοπικές λατρείες της πόλης, προβάλλοντας ένα μάλλον πιο πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα.26

Η αποικία του Δίου, όπως και όλες οι ρωμαϊκές αποικίες, όσον αφορά τη διοίκησή της ακολουθούσε τα πρότυπα της Ρώμης με τα γνωστά θεσπισμένα αξιώματα. Στην

24Για τους λόγους που το Δίον και η Κασσάνδρεια θεωρούνται οι πιθανές αποικίες που ιδρύθηκαν από τον Hortalus, βλ. Κρεμύδη-Σισιλιάνου 1996, 152-154.

25Για την παράθεση και τον πλήρη σχολιασμό των πληροφοριών που διαθέτουμε σχετικά με τον αν- θύπατο Quintus Hortensius Hortalus και τη δράση του στη Μακεδονία, βλ. Κρεμύδη-Σισιλιάνου 1996, 145-154, καθώς επίσης και Kremydi-Sicilianou 1998/9, αλλά και Broughton 1952. Για υποστήριξη της άποψης περί πρώτης ίδρυσης της αποικίας του Δίου από τον Hortalus, βλ. Γιούνη 2000, 24. Για την αντίθετη άποψη, ίδρυσης της αποικίας της Κασσάνδρειας από τον Hortalus, βλ. Κανατσούλης 1965, 2, επηρεασμένος από τον Gaebler 1935, καθώς και Σαμσάρης 1986, 43-44.

26Κρεμύδη-Σισιλιάνου 1996, 13-14. Επίσης, Κρεμύδη-Σισιλιάνου 2002, 55.

(15)

[15]

αποικία θα ίσχυε και το Ius Italicum,27 με βάση το οποίο παραχωρούνταν στην πόλη το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης καθώς και απαλλαγή από τους έγγειους φόρους (tributum soli). Τα εδάφη της θεωρούνταν ιταλικά και όχι solum provinciale, και συ- νεπώς αυτά καθορίζονταν σύμφωνα με το καθεστώς ιδιοκτησίας της γης που ίσχυε στην ιταλική χερσόνησο.28

Το Δίον διανύει στα πρώτα αυτοκρατορικά χρόνια μια νέα άνθηση, γεγονός που μαρτυρούν μερικώς τα ίδια τα μνημεία της που αποκαλύπτονται μέσω των ανασκα- φών. Η ανάπτυξη αυτή συνεχίστηκε και μάλιστα εντάθηκε και μέσα στον 2ο αιώνα μ.Χ., με αποκορύφωμα τις αρχές του 3ου. Το 132/3 μ.Χ. οι κάτοικοι της πόλης, οι ο- νομαζόμενοι στις επιγραφές «Διεσταί», ακολουθώντας τη συνήθεια άλλων ελληνικών πόλεων ανά τη Μεσόγειο, έστειλαν και αφιέρωσαν στο ιερό του Διός Ολυμπίου στην Αθήνα έναν ανδριάντα του αυτοκράτορα Αδριανού, από τον οποίο όμως σώζεται μό- νο η βάση με την επιγραφή.29 Από τα μέσα και κυρίως προς τα τέλη του 3ουαι. μ.Χ., η αποικία του Δίου γνώρισε παρακμή, όπως και πληθώρα άλλων πόλεων της αυτο- κρατορίας, εξαιτίας των γνωστών φαινομένων των ξένων επιδρομών και της οικονο- μικής κατάρρευσης.30

27Για το Ius Italicum που θεσπίστηκε για πρώτη φορά επί της δυναστείας των Φλαβίων και έθεσε ξε- κάθαρο όριο μεταξύ του ιταλικού εδάφους και αυτό των επαρχιών, βλ. Stevenson 1949², 139-141.

28Κρεμύδη-Σισιλιάνου 1996, 15-17. Για τη διοίκηση και τους πολιτικούς θεσμούς των αποικιών στις επαρχίες, βλ. Ando 2006, 177-192· βλ. επίσης, Arnold 1914, 250-265· Abbot – Johnson 1926, 56-86·

Stevenson 1949², 166-170· και Burton 1987, 423-439. Ειδικά για τους διοικητικούς θεσμούς στις α- ποικίες της Μακεδονίας, βλ. Κανατσούλης 1965, 29-61.

29Για το πλήρες κείμενο της επιγραφής των «Διεστών» στη βάση του αναθηματικού ανδριάντα στο Ολυμπιείο της Αθήνας, βλ. CIL III, Suppl. I, 7281· CIL iii, 548.

30Παντερμαλής 1999, 11.

(16)

[16]

2. Η νομισματοκοπία του Δίου από την ίδρυση της αποικίας ως τα χρόνια του Αδριανού

Α. Έκδοση νομίσματος στις επαρχίες της Ρώμης: η ελληνική Ανατολή και η περίπτωση της επαρχίας της Μακεδονίας

Οι Ρωμαίοι κυριάρχησαν με τις διαδοχικές κατακτήσεις τους, μέσα στους δύο τε- λευταίους προχριστιανικούς αιώνες, στη λεκάνη της Μεσογείου και τις αγορές της.

Το ρωμαϊκό δηνάριο αντικατέστησε σταδιακά όλες τις υπόλοιπες αργυρές νομισμα- τοκοπίες σε Δύση και Ανατολή, με μικρές μόνο εξαιρέσεις. Το χρυσό νόμισμα πέρα- σε βαθμιαία, ως αποκλειστικό προνόμιο, στο νομισματοκοπείο της Ρώμης, αν και πριν από την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα εκδιδόταν μόνο σποραδικά.31

Η κατάσταση έγινε πιο ξεκάθαρη μετά τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. και την κατάληψη της Αιγύπτου, του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου, την αμέσως επόμε- νη χρονιά από τον Οκταβιανό. Χρυσά και αργυρά νομίσματα αποτελούν πλέον απο- κλειστικότητα των κεντρικών αυτοκρατορικών νομισματοκοπείων.32

Η Δύση ακολούθησε στενά τα ρωμαϊκά νομισματικά πρότυπα και η όποια ιδιομορ- φία της χάθηκε όταν έπαυσε η δραστηριότητα των νομισματοκοπείων της σταδιακά από την διακυβέρνηση του Καλιγούλα (37-42 μ.Χ.) και έπειτα. Η αιτία της παύσης αυτής της λειτουργίας των δυτικών νομισματοκοπείων της αυτοκρατορίας αποτελεί ένα ανοιχτό πρόβλημα στη σύγχρονη έρευνα, όμως γεγονός παραμένει ότι οι δυτικές επαρχίες υιοθέτησαν έκτοτε πλήρως τις ρωμαϊκές αυτοκρατορικές υποδιαιρέσεις.33 Στην Ανατολή η κατάσταση ήταν διαφορετική. Η νομισματική παράδοση του ελλη- νικού κόσμου ήταν μακρά και τα ενεργά νομισματοκοπεία των πόλεων πολυπληθή. Η αποικιακή πολιτική του Αυγούστου στην ελληνική Ανατολή έθεσε σταθερότερες βά- σεις στην εισροή αμιγώς λατινικών στοιχείων στα νομίσματα των ελληνικών πόλεων.

Έτσι, η πληθώρα των ελληνικών Κοινών και των πόλεων, αποικιών ή μη, εισήγαγε στα νομίσματά της το πορτρέτο του αυτοκράτορα ή μελών του οίκου του, διατηρώ- ντας ταυτόχρονα θέματα και απεικονίσεις της τοπικής ιστορικής παράδοσης.34 Πα- ράλληλα, υπάρχουν σαφώς και εξαιρέσεις, όπως η Αθήνα, η οποία ως civitas libera

31 RPC I, 6-7.

32 Carson 1990, 5-8.

33 RPC I, 18-19.

34Κρεμύδη-Σισιλιάνου 1996, 87· Kremydi-Sicilianou 2005, 96-106.

(17)

[17]

συνέχισε συντηρητικά την έκδοση νομισμάτων με θέματα προσκολλημένα στο πα- ρελθόν της.35

Η νομισματική παραγωγή των ελληνικών πόλεων μπορεί, συνεπώς, να επιμεριστεί σε τρεις γενικές κατηγορίες με βάση την εικονογραφία: α) στα νομίσματα με απο- κλειστικά ρωμαϊκούς τύπους· β) στα νομίσματα που φέρουν το πορτρέτο του αυτο- κράτορα στην εμπρόσθια όψη, αλλά κάποιο θέμα τοπικής σημασίας στην οπίσθια· γ) και σε αυτά που και στον εμπροσθότυπο και στον οπισθότυπο προβάλλουν μια ελλη- νική θεματολογία. Η πρώτη περίπτωση είναι φαινόμενο των πρώιμων αυτοκρατορι- κών χρόνων και επανεμφανίζεται τον 3ο αι. μ.Χ. Η δεύτερη είναι αυτή που κατεξοχήν κυριαρχεί, ενώ η τρίτη περίπτωση εντοπίζεται διάσπαρτα ανά τους αιώνες αλλά με μικρή σχεδόν πάντα παραγωγή.36

Αν ως την εποχή του Αυγούστου υπάρχουν μεμονωμένες μόνο περιπτώσεις στις οποίες διαφαίνεται η επέμβαση των Ρωμαίων στα νομισματικά δεδομένα της Ανατο- λής, με την άνοδο του Αυγούστου στον αυτοκρατορικό θρόνο εμφανίζεται ένα ευρύ- τερο σχέδιο που περιλαμβάνει έναν αριθμό νομισματοκοπείων και προορίζεται να καλύψει τις νομισματικές ανάγκες σε επίπεδο πλέον αυτοκρατορίας.37 Και αν τα αυ- τοκρατορικά νομίσματα παρουσιάζουν μια τυποποιημένη ποιότητα και εικονογραφία για να εξυπηρετήσουν την αυτοκρατορική προβολή, αυτό σίγουρα δεν ισχύει για τις τοπικές κοπές των πόλεων του ελληνικού κόσμου με τις εξαιρετικές διαβαθμίσεις τους στην ποιότητα και τη θεματική ποικιλία.38 Η θεματική αυτή ποικιλία στα επαρ- χιακά νομίσματα αντιτίθεται έντονα στην περιορισμένη νομισματική εικονογραφία των ελληνιστικών χρόνων, ενώ σαφώς αντλεί από το παράδειγμα της ρεπουμπλικανι- κής παράδοσης στην πλούσια ρωμαϊκή νομισματοκοπία των tres viri monetales. Τα ίδια τα θέματα, όμως, παρέμειναν κυρίως τοπικής έμπνευσης και σημασίας.39

Η εισαγωγή, πάντως, του πορτρέτου του Αυγούστου στα νομίσματα των ελληνικών πόλεων είναι σταδιακή, και αυτή η καθυστέρηση στην υιοθέτησή του υποδηλώνει ότι

35Για τη νομισματοκοπία της Αθήνας στην αυτοκρατορική περίοδο ως μέσο προβολής της ελληνικής πατροπαράδοτης ταυτότητας της πόλης, βλ. Τσέλεκας 2008. Για τη νομισματική κυκλοφορία στην Αθήνα, βλ. Kremydi - Iakovidou 2015.

36 Bellinger 1979, 140· Howgego 2005, 15-16.

37Θα πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι το ευρύτερο αυτό σχέδιο δεν προέβλεπε, όπως προκύπτει από τα ίδια τα νομισματικά δεδομένα, κάποιον αυστηρό κεντρικό έλεγχο των επαρχιακών νομισματοκοπιών, οι οποίες παρουσιάζουν, άλλωστε, τεράστια ποικιλομορφία· βλ. Burnett 2011, 8-11, ο οποίος δεν δια- βλέπει κάποιο «κεντρικό αυτοκρατορικό σύστημα», με ελάχιστα μόνο παραδείγματα άμεσης επέμβα- σης της κεντρικής εξουσίας στη νομισματοκοπία των επαρχιών.

38 Bellinger 1979, 140, 142-143.

39 Burnett 2011, 24-25.

(18)

[18]

πρόκειται για μία βαθμιαία προσαρμογή των ελληνικών πόλεων στο νέο κοσμικό γί- γνεσθαι και όχι για μια πράξη επιβολής άνωθεν. Αξίζει, επίσης, να τονιστεί ότι η ει- σαγωγή στη σφαίρα της εικονογραφίας και της λατρείας κοσμικών προσώπων που ενίοτε αντικαθιστούν τα θεϊκά έχει τις ρίζες της στην ελληνιστική περίοδο και τους ελληνιστικούς ηγεμόνες, και επομένως αποτελεί ουσιαστικά επιβίωση της παράδοσης αυτής στην Ανατολή μέσα στους αυτοκρατορικούς χρόνους.

Η ιδέα, συνεπώς, δεν είναι καινούρια. Αυτό, όμως, που είναι καινούριο είναι η τόσο μαζική υιοθέτηση του πορτρέτου του Αυγούστου από ένα μεγάλο σύνολο επαρχια- κών πόλεων στην τοπική τους νομισματοκοπία σε χαλκό. Γιατί οι ελληνιστικοί μο- νάρχες τοποθετούσαν μεν τα πορτρέτα τους στα βασιλικά χρυσά και αργυρά νομί- σματα, όμως το πρόσωπό τους απουσιάζει γενικά από τις τοπικές νομισματοκοπίες των ίδιων των πόλεων. Το ίδιο ισχύει και για τα θνητά πρόσωπα που απεικονίζονται στα νομίσματα των ελληνικών πόλεων υπό ρωμαϊκή κυριαρχία στην ύστερη ελληνι- στική περίοδο. Σε αυτό το πλαίσιο, το πορτρέτο του αυτοκράτορα στις επαρχιακές νομισματοκοπίες αποτελεί ένα καθαρά νέο φαινόμενο.40

Η ίδια η αντικατάσταση της απεικόνισης των πατροπαράδοτων θεών με το πορτρέ- το του αυτοκράτορα στην εμπρόσθια όψη των νομισμάτων δείχνει την αλλαγή της πολιτικής και της στάσης των πόλεων απέναντι στις νέες καταστάσεις και καθορίζει τη σχέση τους με τον αυτοκράτορα, τον οποίο πλέον προβάλλουν και τιμούν στη δη- μόσια ζωή τους. Παράλληλα αυτής της πρακτικής είναι φυσικά εμφανή και σε άλλες δραστηριότητες και τέχνες, όπως η αυτοκρατορική λατρεία, οι γιορτές και οι αγώνες, η δημόσια αρχιτεκτονική και πλαστική.41

Εκτός από τα επαρχιακά νομίσματα που έχουν ως εμπροσθότυπο το αυτοκρατορικό πορτρέτο, υπάρχουν και ορισμένες σειρές νομισμάτων που δεν εικονίζουν τον Ρω- μαίο αυτοκράτορα. Τα νομίσματα αυτά ονομάζονται περιστασιακά ακόμα, μάλλον λανθασμένα, «ψευδοαυτόνομα», και πάντοτε κυκλοφορούσαν παράλληλα με τις σει- ρές των αυτοκρατόρων, αποτελώντας συνήθως τις μικρές υποδιαιρέσεις τους. Αυτό το φαινόμενο έχει το παράλληλό του στο νομισματοκοπείο της Ρώμης, όπου οι μικρές

40 Burnett 2011, 2, 12,20-21.

41 Heuchert 2005, 44. Για την εισαγωγή του αυτοκρατορικού πορτρέτου στα νομίσματα των επαρχια- κών πόλεων κατόπιν πρωτοβουλίας των ίδιων των πόλεων ή του αυτοκράτορα, βλ. επίσης Burnett 1993, 150.

(19)

[19]

νομισματικές αξίες στα χάλκινα νομίσματα συχνά δεν φέρουν το πορτρέτο του αυτο- κράτορα.42

Οι ρωμαϊκές αποικίες στον ελλαδικό χώρο εντάσσονται γενικά στο προαναφερθέν μοτίβο, φέροντας όμως πάντοτε λατινικές επιγραφές. Στη Μακεδονία συγκεκριμένα οι αποικίες που είχαν ιδρυθεί έως την εποχή του Αδριανού ήταν τέσσερις: οι Φίλιπ- ποι, η Πέλλα, η Κασσάνδρεια και το Δίον, ενώ οι Στόβοι έγιναν municipium μάλλον επί Βεσπασιανού. Η Θεσσαλονίκη και η Αμφίπολη παρέμειναν ελεύθερες πόλεις. Α- ξίζει να τονιστεί σε αυτό το σημείο πως, σε αντίθεση με την επαρχία της Αχαΐας, στη Μακεδονία είναι οι ελέυθερες πόλεις και όχι οι αποικίες που ήταν μεγαλύτερες, πο- λυπληθέστερες και οικονομικά ισχυρότερες και συνεπώς πρωτοστατούσαν στη νομι- σματική παραγωγή.43

Η Θεσσαλονίκη είχε καθιερωθεί ως πρωτεύουσα της επαρχίας της Μακεδονίας και έδρα του Ρωμαίου επαρχιακού διοικητή. Η νομισματοκοπία της γνωρίζει μια άνθιση στα χρόνια του Αυγούστου, στη διάρκεια των οποίων εισάγονται οι εικονογραφικοί τύποι που σταθερά θα επικρατήσουν αργότερα στη νομισματική της παραγωγή. Τα νομίσματά της κυκλοφορούσαν ευρέως σε όλη τη μακεδονική επικράτεια, γεγονός που προδίδει τον μεγάλο αριθμό και τη διασημότητά τους.44

Η Αμφίπολη ακολουθεί τη Θεσσαλονίκη όσον αφορά την ένταση της νομισματικής της δραστηριότητας,45 ενώ οι Φίλιπποι δείχνουν να είναι το τρίτο σε σημασία νομι- σματοκοπείο της Μακεδονίας των αυτοκρατορικών χρόνων.46

Η Πέλλα έχει, επίσης, σημαντικότατη νομισματική παραγωγή, παρόλο που μετά τις πρώτες εκδόσεις της επί Αυγούστου έχει ένα μεγάλο νομισματικό χάσμα, καθώς το νομισματοκοπείο της λειτουργεί ξανά μονάχα από την εποχή του Τραϊανού και ε- ξής.47

Η Κασσάνδρεια και το Δίον, τέλος, καθώς και η πόλη της Έδεσσας, παρουσιάζουν μικρούς αριθμούς νομισμάτων. Η Έδεσσα αρχίζει να εκδίδει νομίσματα στα χρόνια του Τιβερίου, έπειτα διακόπτει την παραγωγή της και ενεργοποιείται ξανά την εποχή του Αδριανού.48 Η Κασσάνδρεια χαρακτηρίζεται για τη στασιμότητα της εικονογρα-

42 RPC I, 41-42· RPC III, 857.

43 Daubner 2014, 110-111.

44Για το νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, βλ. τη μονογραφία του Touratsoglou 1988.

45 RPC I, 305-306.

46 RPC I, 307-308.

47 RPC I, 296-297.

48 RPC I, 292-293· για το νομισματοκοπείο της Έδεσσας, βλ. τη μονογραφία της Papaefthymiou 2002.

(20)

[20]

φίας της με τον τύπο του Άμμωνος Διός,49 ενώ το Δίον εμφανίζει, επίσης, μια μικρή και συντηρητική ως προς την εικονογραφία της νομισματική παραγωγή.50

Κοινό χαρακτηριστικό στη νομισματική δραστηριότητα των πόλεων της αυτοκρα- τορικής Μακεδονίας είναι η έκδοση χάλκινων μόνο νομισμάτων, τα οποία κυκλοφο- ρούν τοπικά και δεν ανευρίσκονται μακριά από την περιφέρεια κοπής τους. Εξαίρεση αποτελούν τα νομίσματα της Θεσσαλονίκης, της Αμφίπολης και εν μέρει της Πέλλας και των Φιλίππων, τα οποία φαίνεται να κυκλοφορούν ευρύτερα.

Μετρολογικά παρατηρείται μια σχετική ομοιομορφία, δίχως να ακολουθείται ένα αυστηρά ενιαίο σύστημα και με τους ερευνητές να μην ομοφωνούν ως προς την αντι- στοιχία των επαρχιακών ασσαρίων, που είναι η βασική χάλκινη μονάδα, με τους ρω- μαϊκούς asses. Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι, με μοναδική εξαίρεση τα νομί- σματα της Χίου,51 τα επαρχιακά νομίσματα του ελληνικού χώρου δεν φέρουν καμία ένδειξη της αξίας τους. Ταυτόχρονα, οι διάμετροι και τα βάρη τους παρουσιάζουν μία εξαιρετική ποικιλομορφία, με αυξομειώσεις στο διάβα του χρόνου και με μια τάση προς ελαφρύτερα ασσάρια καθώς ανεβαίνουμε χρονολογικά. Πάντως, αν μια αντι- στοιχία μεταξύ των αυτοκρατορικών asses και των επαρχιακών ασσαρίων υφίσταται, όπως φαίνεται να ισχύει, οι μακεδονικές εκδόσεις είναι βαρύτερες από τις αντίστοιχες επαρχιακές της Αχαΐας και συνεπώς προσεγγίζουν περισσότερο τα βάρη των νομι- σμάτων της Ρώμης, με την αποικία των Φιλίππων να έχει τα βαρύτερα νομίσματα στην επαρχία της Μακεδονίας.52 Επιπλέον, ο σταθμητικός κανόνας δεν επηρεάζεται από το νομικό καθεστώς των πόλεων αλλά μάλλον υπάρχουν κάποιες γεωγραφικές παράμετροι, με τους Φιλίππους, την Αμφίπολη και τους Στόβους να είναι οι πιο απο- μακρυσμένες πόλεις από το κέντρο της Μακεδονίας (περιοχή Θεσσαλονίκης, Πέλλας, Έδεσσας, Κασσάνδρειας) και να παρεκκλίνουν περισσότερο από τον γενικό κανό- να.53

49 RPC I, 291-292· RPC II, 314-317· RPC III, 80-81.

50Για το νομισματοκοπείο του Δίου, βλ. τη μονογραφία της Κρεμύδη-Σισιλιάνου 1996.

51Για την αυτοκρατορική νομισματοκοπία της Χίου, βλ. Λαγός 2010, 256-261.

52 Kremydi-Sicilianou 2005, 96-97· RPC I, 287-288· RPC II, 22-23· RPC III, 814, 816. Για την αξία του ελληνικού ασσαρίου, βλ. σχετικά άρθρα των Melville Jones 1971 και Mac Donald 1989.

53Κρεμύδη-Σισιλιάνου 1996, 118-199.

(21)

[21]

Β. Οι νομισματικοί εικονογραφικοί τύποι

Οι εικονιζόμενοι αυτοκράτορες και οι παράλληλες εκδόσεις χωρίς αυτοκρατορικό πορ- τρέτο

Οι νομισματικές εκδόσεις του νομισματοκοπείου του Δίου χωρίζονται σε δύο βασι- κές κατηγορίες με βάση την εικονογραφία τους: σε αυτές που έχουν ως εμπροσθότυ- πο το πορτρέτο του αυτοκράτορα, και σε αυτές που δεν το απεικονίζουν.

Ο Αύγουστος (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.), ιδρυτής του αυτοκρατορικού καθεστώτος στη Ρώμη, ήταν επίσης ο ιδρυτής της αποικίας του Δίου και της νομισματοκοπίας της. Το πορτρέτο του απεικονίστηκε σε δύο νομισματικές αξίες της ίδιας έκδοσης, μία μεγά- λη (ασσάρια) και μία μεσαία (ημιασσάρια), ενώ η τρίτη και μικρότερη (τέταρτο του ασσαρίου) δεν φέρει το πορτρέτο του. Τα νομίσματα των δύο μεγάλων νομισματικών αξιών φέρουν επίσης τα ονόματα των πεντετηρικών δυάνδρων της αποικίας, C. Ur- mius και M. Herennius, συνήθεια που σύντομα εγκαταλείπεται παράλληλα με την ανάλογη της τοποθέτησης στα νομίσματα της Ρώμης των ονομάτων των tres viri monetales. Τα αρχικά του ονόματος της αποικίας CIAD (Colonia Iulia Augusta Diensis) εμφανίζονται στον οπισθότυπο, χαρακτηριστικό που επίσης εγκαταλείπεται στις εκδόσεις του επόμενου αυτοκράτορα. Επί Αυγούστου εισάγεται ο βασικός εικο- νογραφικός τύπος της οπίσθιας όψης, αυτός της σπένδουσας κρανοφόρου Αθηνάς με μακρύ πέπλο, θέμα που θα παραμείνει ως οπισθότυπος των νομισμάτων του Δίου μέ- χρι το τέλος της λειτουργίας του νομισματοκοπείου του επί Γαλλιηνού.54

Η μικρότερη υποδιαίρεση, που δεν απεικονίζει τον Αύγουστο, φέρει στην εμπρό- σθια όψη μια υδρία ανάμεσα σε δύο στλεγγίδες με την επιγραφή COL – IVL – AVG

Referências

Documentos relacionados