• Nenhum resultado encontrado

Ο γερμανός οικονομολόγος Wagner προεξοφλούσε, από το 19ο αιώνα, ότι στην πολιτική ιστορία των εθνών ξεκινούσε μια εποχή κατά την οποία ο αγώνας μεταξύ των κομμάτων δε θα γίνεται στη βάση πολιτειολογικών, 4 Σε περιόδους κρίσεων παρατηρείται, ιστορικά, μια μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας προς το κράτος: αυξάνεται ο δημόσιος δανεισμός και η φορολογία, επιβάλλονται δασμοί, επιδεινώνεται το επιχειρηματικό κλίμα, η κοινωνία συσπειρώνεται στις παρυφές του · Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Eichengreen, η συμβιωτική σχέση μεταξύ οικονομικής ιστορίας και οικονομικής θεωρίας γίνεται πιο εύληπτη στη βιβλιογραφία με τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Ο γερμανός οικονομολόγος Wagner προεξοφλούσε, από το 19ο αιώνα, ότι στην πολιτική ιστορία των εθνών ξεκινούσε μια εποχή κατά την οποία ο αγώνας μεταξύ των κομμάτων δε θα γίνεται στη βάση πολιτειολογικών, 4 Σε περιόδους κρίσεων παρατηρείται, ιστορικά, μια μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας προς το κράτος: αυξάνεται ο δημόσιος δανεισμός και η φορολογία, επιβάλλονται δασμοί, επιδεινώνεται το επιχειρηματικό κλίμα, η κοινωνία συσπειρώνεται στις παρυφές του · Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Eichengreen, η συμβιωτική σχέση μεταξύ οικονομικής ιστορίας και οικονομικής θεωρίας γίνεται πιο εύληπτη στη βιβλιογραφία με τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929"

Copied!
408
0
0

Texto

(1)
(2)

3

(3)

4

(4)

5

(5)

6

(6)

7 Κεφάλαιο 1

«Εισαγωγή»

1.1 Σκοπός

Η παρούσα εργασία μελετά τις οικονομικές αντιλήψεις περί της οικονομίας και της οικονομικής πολιτικής αλλά και τις οικονομικές πρακτικές των σημαντικότερων ελλήνων πολιτικών, και κάποιων επιφανών προσωπικοτήτων με πολιτικό εκτόπισμα, της περιόδου 1880-1910, πρωτίστως μέσα από τον τύπο της εποχής και δευτερευόντως από τα πρακτικά του Κοινοβουλίου. Πηγή έμπνευσης για την ανά χείρας έρευνα αποτέλεσε η κρίση δημοσίου χρέους, στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, και ο αμήχανος απόηχος που ακολούθησε τις απορίες για το τι συνέβη σε αντίστοιχες περιόδους, για το πώς αντέδρασε η κοινωνία, πώς επιμέρισε τις ευθύνες από την κορυφή ως και τη βάση, για το αν υπήρχε σχέδιο. Μολονότι, αποφεύγουμε να θεωρήσουμε τις ιδέες ως μηχανιστικά συστήματα που δύνανται να εφαρμοστούν και να δώσουν γενικευμένες απαντήσεις, ακόμα και εκτός του χωροχρονικού τους πλαισίου, επιβεβαιώνοντας ή διαψεύδοντας αυτό που οι οικονομολόγοι του καιρού μας αντιλαμβάνονται ως οικονομική θεωρία, η ενασχόλησή μας με τη συγκεκριμένη έρευνα αρκεί από μόνη της ώστε να μας υποχρεώσει να παραδεχτούμε ότι ασπαζόμαστε, ως έναν βαθμό, τη θέση του Hobsbawn ότι, «η Ιστορία φαίνεται να είναι απαραίτητο στοιχείο κάθε διάγνωσης του τι πήγε στραβά, και ίσως να μην είναι άσχετη με τη θεραπεία».1

Στην επιλογή του αντικειμένου της έρευνας εμπλέκεται η πρόσφατη, εγχώρια οικονομική συγκυρία και με έναν ακόμη τρόπο: άφησε να διαφανεί η κυρίαρχη βαρύτητα του ρόλου των πολιτικών, έναντι των επιστημόνων της οικονομίας, οι οποίοι αν και πλάθουν με οικονομικές αρχές την μακέτα του κόσμου που εκείνοι οραματίζονται και εμείς ζούμε, μετέχουν στην ιστορία ως διεκπαιρεωτικοί δευτεραγωνιστές.2 Αν αυτό συμβαίνει σήμερα, δε μένει παρά να φανταστούμε τη δυνατότητα ανίχνευσης του πρωτογενούς ιδεολογικού αποτυπώματος των αμέτοχων πολιτικά οικονομολόγων στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας του τότε, δεδομένης της πολύ πιο περιορισμένης διάχυσης των οικονομικών ιδεών3 αλλά και εξαιτίας των ελάχιστων περιθωρίων που υπήρξαν, ελέω του καταλυτικού ρόλου του Κράτους στην

1 Hobsbawm,1998, σελ. 124.

2 Στο ίδιο συμπέρασμα, αναφορικά με τον αδιόρατο ρόλο των οικονομολόγων, καταλήγει και ο Heilbroner στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου του «Οι Φιλόσοφοι του Οικονομικού Κόσμου», 2000, σελ. 17-23.

3 Μολονότι όπως θα δούμε στη συνέχεια η ειδησεογραφική και κοινοβουλευτική γεγονοτολογία μονοπωλείται, αποκλειστικά, σχεδόν, από οικονομικές αντιπαραθέσεις, δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε τη διάχυση των οικονομικών ιδεών περιορισμένη, συγκριτικά με το σήμερα, για πλήθος λόγων που θα εξεταστούν.

(7)

8 οικονομία, τόσο κατά την περίοδο που προηγείται της Χρεωκοπίας όσο και του ΔΟΕ που την ακολουθεί.4

Κατά τον συγγραφέα, λοιπόν, η δημοσιονομική κρίση της περιόδου 1880-1910, με δραματικό αποκορύφωμα τη δεύτερη δεκαετία, δε θα μπορούσε να κατανοηθεί χωρίς την κατ’αντιπαράσταση εξέταση των οικονομικών ιδεών και ενεργειών των εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος και δευτερευόντως των οικονομολόγων.

Αναφορικά με τον έκκεντρο ρόλο της οικονομικής πολιτικής στο ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα, ο Ευταξίας5 στη λήξη της περιόδου κάνει μνεία για το ζήλο που επέδειξαν οι έλληνες πολιτικοί της παρελθούσας τριακονταετίας, «ώστε έκτοτε η δημοσιονομική πολιτική υπήρξε το κυριώτατον διακριτικόν γνώρισμα, το διαχωρίσαν τα εν’Ελλάδι κόμματα εις δυο μεγάλας πολιτικάς μερίδας[…] Έκτοτε οι πολιτικοί αγώνες και εν τη Βουλή και εκτός αυτής εστράφησαν κυρίως και κατ’εξοχήν περί τω οικονομικόν ζήτημα και ανήχθησαν αυτοί εις περιωπήν τέως αγνώστον παρ’ημίν».6

Η διαφορά, λοιπόν, της παρούσας μελέτης έγκειται στο ότι προτάσσει το ρόλο των πολιτικών -και δη των κρατικών ηγετών- οι οποίοι αποτελούν τον καταλύτη που μετατρέπει τη θεωρία σε πράξη.7

Αν, λοιπόν, οι οικονομολόγοι ήταν σε δεύτερο πλάνο στις πρόσφατες κρίσεις,8 τι συνέβαινε κατά το παρελθόν; Μήπως η συγκεκριμένη παρατήρηση δεν αποτελεί ιστορική ή ελληνική ιδιαιτερότητα; Πράγματι, μελετώντας την ανθρωπογεωγραφία του βρετανικού κοινοβουλίου, με αφετηρία την περίοδο των νόμων περί σιτηρών (1846) και ως το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1918) -περίοδο που υπερκαλύπτει το πεδίο της έρευνάς μας και μπορεί να θεωρηθεί ως η κορύφωση της βιομηχανικής επανάστασης- ο Backhouse παρατηρεί ότι παρά τις προόδους της οικονομικής επιστήμης και τον εκδημοκρατισμό του Κοινοβουλίου ο αριθμός των οικονομολόγων, παραδόξως, μειώνεται σε σχέση με την εποχή που είχε προηγηθεί!9 Η οικονομία λοιπόν, από πολύ νωρίς, λειτουργεί ως ένα πεδίο στο οποίο οι πολιτικοί μιλούν και ενεργούν ωσάν να είναι ειδικοί. Ο γερμανός οικονομολόγος Wagner προεξοφλούσε, από το 19ο αιώνα, ότι στην πολιτική ιστορία των εθνών ξεκινούσε μια εποχή κατά την οποία ο αγώνας μεταξύ των κομμάτων δε θα γίνεται στη βάση πολιτειολογικών,

4 Σε περιόδους κρίσεων παρατηρείται, ιστορικά, μια μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας προς το κράτος: αυξάνεται ο δημόσιος δανεισμός και η φορολογία, επιβάλλονται δασμοί, επιδεινώνεται το επιχειρηματικό κλίμα, η κοινωνία συσπειρώνεται στις παρυφές του · Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Eichengreen, η συμβιωτική σχέση μεταξύ οικονομικής ιστορίας και οικονομικής θεωρίας γίνεται πιο εύληπτη στη βιβλιογραφία με τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929. Eichengreen, 1985, σελ. 40. Αυτή η άποψη δεν μπορεί παρά να ενισχύει την υπόθεση ότι και η κρίση του 1893, τηρουμένων των αναλογιών, υπήρξε αντίστοιχα ενδιαφέρουσα, ως προς τις εγχώριες, τουλάχιστον, οικονομικές αντιλήψεις.

5 Ο Ευταξίας διατελεί υπουργός των Οικονομικών το 1909 στην κυβέρνηση Μαυρομιχάλη. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα καθώς και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στη Γερμανία. Κουντούρης, 1998, σελ. 268.

6 Εφημερίδα «Εμπρός», στις 4 Δεκεμβρίου 1909, «Η χθεσινή Βουλή», σελ. 4-6.

7 Barber, 1989, σελ. 119-126.

8 Δεν είναι μόνο, όμως, τα περιβάλλοντα κρίσης που ενισχύουν το ρόλο των πολιτικών. Η οικονομία, από τη νεωτερικότητα και εντεύθεν, αποτελεί πρόσφορο πεδίο άσκησης πολιτικής.

9 Backhouse, στο Guidi & Augello, 2005, κεφ. 5.

(8)

9 αλλά οικονομικών αρχών. Δεν αργούσε η εποχή -θεωρούσε ότι στην Αμερική είχε ήδη φτάσει- που οι υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου και του προστατευτισμού, των άμεσων φόρων ή των μονοπωλίων θα αντικαθιστούσαν τα υφιστάμενα πολιτικά μπλοκ, αλλά και το περιεχόμενο της μεταξύ τους διαμάχης.10

Θέλοντας να υπογραμμίσει τη βαρύτητα της πολιτικής οικονομίας στα δημόσια οικονομικά ο Σάντης, το 1936, γράφει: «Η μεταξύ των πολιτών κατανομή των δημοσίων βαρών τόσον του Κράτους όσο και άλλων αυτοδιοικούμενων οργανισμών ενεργείται επί τη βάσει πολιτικών, κατ’

εξοχήν κριτηρίων. Αλλά και το υποκείμενον της δημοσιονομικής πολιτικής, η διαδικασία προς επιβολήν αυτής και οι επιδιωκόμενοι από αυτήν σκοποί έχουν αμιγή πολιτικόν χαρακτήρα.

Μόνον τα χρησιμοποιούμενα από αυτήν μέσα είναι οικονομικά, αλλ’ αι αρχαί, εφ’ων στηρίζεται η κατανομή και η διάθεσις αυτών, είναι μάλλον πολιτικαί».11 Ο Πρόντζας υποστηρίζει επί του συγκεκριμένου: «Στην περίπτωση της ελληνικής δημοσιονομικής πρακτικής η κατανομή των πόρων σε όλη τη διάρκεια τους είναι άμεσα συνυφασμένη με κυβερνητικές αποφάσεις».12 Αν οι δυο τοποθετήσεις ισχύουν τότε η διαχρονική ευθύνη των κυβερνήσεων αναφορικά με την οικονομική πορεία της χώρας, δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί δευτερεύουσα.

Έναυσμα για να ερευνήσουμε τις οικονομικές ιδέες των πολιτικών, εκείνης της περιόδου, υπήρξε άρθρο με θέμα την οικονομική σκέψη του 19ου αιώνα στον επίλογο του οποίου ο συγγραφέας θέτει τον εξής προβληματισμό:«(…)οι φορείς της οικονομικής σκέψης εκφράστηκαν στα βιβλία, στις μελέτες, τις παρεμβάσεις τους στον Τύπο και αλλού. Οι ιδέες και οι αντιλήψεις τους είναι εύκολο να ανασυγκροτηθούν και οι ίδιοι να καταταγούν στα γνωστά ρεύματα και σχολές οικονομικής σκέψης. Οι πολιτικοί όμως;(…)Όντως οι πολιτικοί- οικονομολόγοι του Κοινοβουλίου είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταταγούν σε αντίστοιχες σχολές σκέψης με αυτές των οικονομολόγων της θεωρίας».13 Ποιες ήταν λοιπόν, οι οικονομικές ιδέες των πολιτικών εκείνων που κυριάρχησαν στην Ελλάδα την περίοδο που πλαισιώνει την Πτώχευση και γιατί τους καθιστούν αταξινόμητους;

Μιλώντας στη Βουλή του 1860 ένας αγορητής απευθυνόμενος στον τότε υπουργό των Οικονομικών, Κουμουνδούρο, έλεγε ότι αν μετά διακόσια χρόνια εμφανιζόταν στην Ελλάδα ένας ιστορικός που θα μελετούσε τη σκέψη των ελλήνων πολιτικών, «αμφιβάλλω αν θα εγνώριζε που να κατατάξει…τον επί των Οικονομικών υπουργόν, μεταξύ των φίλων των ελευθερίων αρχών ή την εμπνεομένης υπό ταμιευτικού πνεύματος».14 Ο ιστορικός εμφανίστηκε και προσπαθώντας να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, βρέθηκε αντιμέτωπος με κάποια ακόμη.

10 Εφημερίδα «Εφημερίς», στις 18 Φεβρουαρίου 1891, «Οικονομικαί Συζητήσεις», σελ. 1.

11 Σάντης, 1936, σελ. χχ.

12 Πρόντζας, 2009, σελ. 29-34.

13 Ψαλιδόπουλος, στο Κωστής και Πετμεζάς, 2006, σελ. 363-4.

14 Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής, περ.ΣΤ΄, συν.Α΄, της 28ης Απριλίου 1860, σελ. 1520.

(9)

10 Μελέτες που τέμνονται με το εγχείρημά μας έχει εκπονήσει ο Ψαλιδόπουλος με τίτλο «Η Κρίση του 1929 και οι Έλληνες Οικονομολόγοι»,15 στην οποία μελετά τις οικονομικές ιδέες της κρίσης του Μεσοπολέμου, όχι όμως των πολιτικών αλλά των οικονομολόγων. Ο Κουντούρης στο «Η Εξέλιξη της Οικονομικής Σκέψης στην Ελλάδα:1837-1942»,16 εξετάζει τη δημιουργία οικονομικής θεωρίας, τη ζωή και τα έργα των επιφανέστερων οικονομολόγων, και αυτός, για την περίοδο 1820-1940. Ο Στασινόπουλος στο «Νομισματική Θεωρία και Πολιτική στη Ελλάδα τον 19ο Αιώνα», αναλύει τις ιδέες των ελλήνων οικονομολόγων περί τα νομισματικά.17 Ο Γκιούρας ερευνά τη δημοσιονομική σκέψη στο «Φορολογία και Πολιτική».18 Ο Συρμαλόγλου με το «Παράδοση και Εκσυγχρονισμός στη Σύγχρονη Ελλάδα: H οικονομική πολιτική στο κοινοβούλιο, 1862-1910»,19 εντρυφά στις φορολογικές, κυρίως, συζητήσεις εντός του Κοινοβουλίου. Ο Κοκκινάκης στο «Νόμισμα και Πολιτική στην Ελλάδα του 1830-1910»,20 εξετάζει τα νομισματικά ζητήματα από την ανεξαρτησία και ως το 1910. Η Δελέγκου στο «Η ιστορία του δημόσιου οικονομικού χώρου του ελληνικού κράτους (1821-1940)»,21 αναλύει, κυρίως, τις συζητήσεις επί των προϋπολογισμών.

Συναφής, με τη παρούσα διατριβή είναι η μελέτη «Economists in the Greek Parliament, 1862- 1910», όπου παρουσιάζονται συμπεράσματα αναφορικά με τις οικονομικές ιδέες των πολιτικών της περιόδου, μέσα από την έρευνα 137 συνεδριάσεων της Βουλής.22 Διερεύνηση των τομών, μεταξύ ακαδημαϊκών οικονομικών και πολιτικής, ενός πολύ πιο σύγχρονου έλληνα πολιτικού-οικονομολόγου, αποτελεί το «On the Interaction between academic economics and politics. The case of A. Papandreou».23 Οι οικονομικές ιδέες παραμετροποιημένες σε αναπτυξιακά μοντέλα τα οποία επιδίωξαν να εφαρμόσουν έλληνες πολιτικοί και οικονομολόγοι του 20ου, κυρίως, αιώνα, παρουσιάστηκαν στο συλλογικό έργο

«Αναπτυξιακά Μοντέλα στην Ελλάδα. Παρελθόν Παρόν και Μέλλον».24

Αν η εξέταση της οικονομικής σκέψης των θεωρητικών οικονομολόγων έχει ως βάση τη βιβλιογραφία τους, ποια θα ήταν η βάση επί της οποίας θα μελετούσαμε τις ιδέες των πολιτικών; Η ανά χείρας διατριβή εστιάζει στον ημερήσιο πολιτικό τύπο και τις αγορεύσεις εντός του Κοινοβουλίου και αναδεικνύει, πέραν των πρωταγωνιστών της εποχής, Χαρίλαου Τρικούπη, Θόδωρου Δηλιγιάννη και Γεώργιου Θεοτόκη, σημαντικές πτυχές από τον οικονομικό λόγο των: Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, Ανάργυρου Σιμόπουλου, Δημήτριου Γούναρη, Στέφανου Δραγούμη, Παύλου Καλλιγά, Σωτήριου Σωτηρόπουλου, Κωνσταντίνου

15 Ψαλιδόπουλος, 1989.

16 Κουντούρης, 1998.

17 Στασινόπουλος, 1998.

18 Γκιούρας, 2000.

19 Συρμαλόγου, 2006.

20 Κοκκινάκης, 1999.

21 Δελέγκου, 2009.

22 Η συγκεκριμένη μελέτη εντάσσεται σε μια διεθνή συγκριτική έρευνα της παρουσίας των οικονομολόγων-πολιτικών στα κοινοβούλια του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, βλ. Guidi & Augello, 2005.

23 Ψαλιδόπουλος, 2010, σελ. 341-356.

24 Ψαλιδόπουλος, 2016.

(10)

11 Κωνσταντόπουλου, Αλέξανδρου Ζαΐμη, Κωνσταντίνου Καραπάνου, Φωκίωνα Νέγρη, Γεωργίου Ράλλη και άλλων. Τα δημοσιεύματα και οι απόψεις των δευτερευόντων πολιτικών, και των εξωκοινοβουλευτικών προσωπικοτήτων, δεν εξετάζονται διεξοδικά και με ενδελέχεια αλλά επικουρικά, όποτε κρίνεται ότι αυτό εμπλουτίζει την κατανόηση της πραγματικότητας.25 Με δεδομένο, όμως, ότι η σκέψη26 δεν μπορεί να ανιχνευθεί, αν δε γίνει λόγος (ανακοινώσιμη σκέψη: γραπτή και προφορική) ή έργο (υλοποιήσιμη), αυτό που εξετάζουμε είναι ο

«οικονομικός τους λόγος»27 και το κυβερνητικό τους έργο. Στην παρούσα έρευνα, όπως και στην εποχή που εξετάζουμε, συνυπάρχουν πολλές υπερπραγματικότητες διαβαθμισμένης σημασίας: οι οικονομικές ιδέες, ο οικονομικός λόγος, οι εφαρμοσμένες οικονομικές πολιτικές στο πλάσιο της οικονομικής συγκυρίας, οι αντιπολιτευτικές κριτικές επί αυτών, η ερμηνεία από τον Τύπο, την Κοινή Γνώμη.

Πέραν των υπαρκτών μεταξύ τους αντιθέσεων σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, θεωρητικής και εφαρμοσμένης, η παρούσα έρευνα δίνει χώρο και στις προσωπικές αντιφάσεις,28 στις οποίες υποπίπτουν όταν καλούνται να αναμετρηθούν με την πραγματικότητα και να εφαρμόσουν ιδέες που ήταν για εκείνους αλληλοαποκλειόμενες.29 Ενώ οι έλληνες πολιτικοί επιδιώκουν να αποφεύγουν τις αντιφάσεις, προκειμένου να φανούν συνεπείς με τον αριστοτελικό κανόνα της τυπικής λογικής, μεσομακροπρόθεσμα διαψεύδονται.

Αν και, κατά το πρόσφατο παρελθόν, έχει τελεστεί αξιοσημείωτη πρόοδος στην επιστημονική αποστολή της εξιχνίασης της σχέσης μεταξύ οικονομικής σκέψης και πολιτικής, η έρευνα συνέβαλε ουσιαστικά, αλλά δεν επίλυσε, με τρόπο αμετάκλητο το ζήτημα.30 Οι απόψεις αναφορικά με την εν λόγω διαλεκτική σχέση καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα πυκνότητας, το οποίο κυμαίνεται από τη ταύτιση και την αλληλοεπικάλυψη31 και φτάνει βαθμιαία ως την αυτονομία.32 Το επίμαχο ζήτημα της ιδιότυπης σχέσης τους έχει επισημανθεί από τον Stigler,33 αλλά και τον Eagly.34 Αμφότεροι έχουν εγείρει πλήθος θεωρητικών

25 Τα πρόσωπα που ερευνούνται είναι όσα πρωταγωνίστησαν στις οικονομικές συζητήσεις στο πεδίο του κοινοβουλίου και του εγχώριου τύπου, ακόμα και αν δεν είχαν οικονομικές περγαμηνές αλλά επηρέαζαν με το λόγο και τις ενέργειές τους την οικονομική πραγματικότητα.

Fetter, 1980, σελ. 6.

26 Για τις διαφορές μεταξύ των συγχεόμενων -και εξομοιούμενων στη χρήση- οικονομικών όρων: ιδέα, σκέψη, θεωρία, βλ. Κουντούρης, 1998, σελ. 9.

27 Πέραν των ρητών ιδεών, στον οικονομικό τους λόγο, εντάσσουμε και άρρητες ενέργειες με τις οποίες μεθοδεύουν και ενορχηστρώνουν την εξουδετέρωση των αντιπάλων τους στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής: σιωπηρές συγκλίσεις, αντιπαραθέσεις, συμβιβασμοί, στρατηγικές, κ.α. Macdonell,1986, σελ. 8-101.

28 Η απαίτηση για σταθερότητα της ιδεολογίας ενός ατόμου, στην πορεία του χρόνου, αμφισβητήθηκε, βλ. Himmelweit, 1981, σελ. 130-156.

29 Για τη διάσταση μεταξύ ιδεολογίας και εφαρμοσμένης πολιτικής, βλ. Heclo and Heidenheimer, 1976. Για τις πενιχρές -αναλογικά με τις προσδοκίες που καλλιεργούν- αλλαγές που τελικά εφαρμόζουν τα αντιπολιτευόμενα κόμματα και οι ηγέτες τους όταν αναλαμβάνουν την εξουσία, βλ. Von Beyme, 1983 · Ο Downs μελέτησε τη συμπεριφορά και τη λήψη των αποφάσεων των κομμάτων υιοθετώντας το μοντέλο της αγοράς της κλασικής οικονομικής σχολής, βλ. Downs, 1997 · Ο Almond υποστήριξε ότι για να αποφευχθούν εμπειρικές και κανονιστικές συγχύσεις θα έπρεπε η θεωρία του Downs να συνδυαστεί με ιστορικές και κοινωνιολογικές επιστήμες, διαπολιτισμικού και διεθνικού χαρακτήρα. Almond, στο Monroe, 1991, σελ. 32-52.

30 Βλ. Sent, 1998, Yonay, 1998, Romani, 2002.

31 Keynes,1973 [1936], σελ. 383.

32 Ο Henderson θεωρεί τον κόσμο των ιδεών και της ασκούμενης πολιτικής δυο διακριτά και αυτοτελή πεδία, βλ. Henderson, 1985.

33 Stigler, 1965.

(11)

12 προβληματισμών, με κοινή συνισταμένη την αναγνώριση περιθωρίων ενδελεχέστερης έρευνας. Σημαντική συμβολή στο υπό μελέτη γνωστικό πεδίο είχε ο Goodwin, προτείνοντας την «ανάλυση των διαδικασιών» ως καταλληλότερη μέθοδο επιστημονικής μελέτης. Η κεντρική ιδέα του συγγραφέα αφορά τη μετουσίωση των ιδεών σε πράξη, την ανάγνωση της υλοποιούμενης πολιτικής μέσω των παραγόντων διαμόρφωσης της συλλογικής συνείδησης:

του λόγου που αρθρώνεται στο κοινοβούλιο, στα έντυπα επηρεασμού της κοινής γνώμης από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες, μεταξύ άλλων.35

Το εύρος των ερμηνειών για τη σχέση ιδέας και πραγματικότητας είναι αγεφύρωτη, κατά τους γερμανούς ιδεαλιστές (Kant), ενώ για τον ιστορικό υλισμό, για παράδειγμα, οι ιδέες προσδιορίζονται από τις οικονομικές σχέσεις.36 Η απόσταση μεταξύ οικονομικής θεωρίας και κοινωνικής πραγματικότητας θα αποδειχθεί υπαρκτή, για τα υποκείμενα που ερευνήθηκαν, αν και οι οικονομικές ιδέες ενσωματώνουν το απόσταγμα των αντιφάσεων, της αδράνειας, των νοοτροπιών, των σκοπιμοτήτων μιας ολόκληρης εποχής. Επί του θέματος ο Σούτσος γράφει:

«Η θεωρία προκύπτει από την παρατήρηση των γινομένων αλλά δεν εφαρμόζεται πάντα στα πράγματα. Η εφαρμογή της εξαρτάται από την ιδιαιτερότητα των εθνών, τον χρόνο, την απόσταση, τις προλήψεις αλλά και τα συμφέροντα».37 Για τη σχέση του πολιτικού που καλείται να εφαρμόσει τις οικονομικές του θεωρίες και της οικονομικής επιστήμης ο Παπαναστασίου, το 1908, στον επίλογο άρθρου με θέμα τα μεθοδολογικά προβλήματα της Οικονομικής, γράφει: «Η οικονομική δια της επιστημονικής εξηγήσεως των οικονομικών φαινομένων δημιουργεί το έδαφος, επί του οποίου δύνανται να κινηθή ασφαλώς ο πολιτικός, όσον αφορά την ρύθμισιν υπ’αυτού των οικονομικών σχέσεων. Άλλ’ εις την ενέργειάν του αυτήν ο πολιτικός επηρεάζεται και από πολιτικούς σκοπούς, ηθικάς παραστάσεις, ιδανικά, τα οποία δεν είναι δυνατόν να εύρη εις θετικήν επιστήμην, ως η οικονομική. Αυτή του υποδεικνύει μόνον το μέτρον, κατά το οποίον είναι από οικονομικής απόψεως πραγματοποιήσιμοι οι πολιτικοί ή ηθικοί ούτοι σκοποί και τα μέσα της πραγματοποιήσεώς των. Εάν ο πολιτικός δεν θεωρήση αρκετόν να λάβη τα ιδανικά του, όπως συνήθως συμβαίνει, από τους δρόμους, αλλά θελήσει να αντλήση αυτά από επιστημονικήν πηγήν, πρέπει τότε να στραφή εις την επιστήμην, η οποία εξετάζει την ιδέαν του ηθικού, την φιλοσοφίαν. Το ίδιον κατά μείζονα λόγον οφείλει να πράττη και ο οικονομολόγος, οσάκις θέλη να εκφέρη κρίσεις ηθικής εκτιμήσεως των οικονομικών φαινομένων».38

Η ιστορία της οικονομικής σκέψης δεν ερευνά απλώς θεωρίες που αποτελούν παρελθόν, αλλά αναλύει σκέψεις και ιδέες που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν, ως ένα βαθμό, κάθε στιγμή του γίγνεσθαι. Η ανάγκη, όμως, για ξεκάθαρες κρίσεις και σαφή πορίσματα αποστειρώνει την Ιστορία από την ανεξάντλητη πραγματικότητα και απεντάσσει τα πρόσωπα από την ουσία

34 Eagly, 1968.

35 Goodwin, 1972, σελ. 409-415.

36 Βλ. Marx και Engels, 1846.

37 Κουντούρης, 1998, σελ. 60-61.

38 Λευκοπαρίδη, 1988[1957], σελ. 21.

(12)

13 τους. Οι εκ των υστέρων περιγραφές της εποχής, των ανθρώπων και των γεγονότων δίνουν, συνήθως, την εντύπωση μιας εντελώς διαφορετικής κοινωνικής πραγματικότητας, ενός κόσμου πολύ παλιού, στατικού και μονοσήμαντου. Η αφηγηματική απονεύρωση αναπλάθει, χάριν της επιστημονικής μακαριότητας, ένα περιβάλλον μουσειακής αντίληψης. Σε ένα παρελθόν που, από την απόσταση ενός αιώνα και εξαιτίας του περιορισμένου υλικού που έχει διασωθεί ή έχει μελετηθεί, απαιτείται μια πύκνωση για να γίνει αντιληπτό, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η πραγματικότητα του τότε δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως την ταξινομούμε και τη συνοψίζουμε, για λόγους αφηγηματικούς και σημασιολογικούς. Ο κάθε όρος, η κάθε έννοια, το κάθε γεγονός μεταφράζεται και συγκεφαλαιώνει συγκεκριμένα στοιχεία. Η ελληνική κοινωνία δεν αποτελούσε ένα ομοιογενές και εναρμονισμένο σύνολο που αντιλαμβανόταν με μοναδικό τρόπο όσα συνέβαιναν. Το πλαίσιο της πτώχευσης άλλωστε αποτελεί, εκ των πραγμάτων, μια περίοδο κατά την οποία μεγιστοποιείται η οικονομική και κοινωνική εντροπία.

Η τριακονταετία, πόσο μάλλον η Πτώχευση, δε βιώθηκε και δεν έγινε αντιληπτή με τον ίδιο τρόπο από όλους. Οι ελίτ, τις ιδέες των οποίων μελετάμε -πρωτίστως πολιτικές και δευτερευόντως οικονομικές39 και δημοσιογραφικές40- βίωσαν διαφορετικά την ιστορία,41 σε σχέση με τα πλατιά λαϊκά στρώματα, η φωνή, των οποίων, φτάνει σε εμάς πολλαπλώς διαθλασμένη, μέσω του Τύπου.42 Οι έλληνες πολιτικοί-οικονομολόγοι ήταν μια, «διοικούσα τάξη»43, κατά τον Οικονόμο, ο Παπαναστασίου έκανε λόγο για, «κομματική ολιγαρχία»,44 και ο Σαρίπολος για, «ολιγαρχική τυρρανίς».45

Και όμως τα κόμματα, τα οποία διευθύνονται από τα πρόσωπα που εξετάζονται στις επόμενες ενότητες, εκφράζουν και ασκούν την εθνική οικονομική πολιτική, αποτελώντας δομές ιδεολογικής έκφρασης -τόσο κατά τις φιλελεύθερες όσο και για τις μαρξιστικές κοινωνικές θεωρήσεις- καθοριστικά, ακόμα και στην παρακμή τους.46 Η εξέταση της οικονομικής σκέψης μιας εποχής αλλά και μιας σύνθετης δημοκρατικής κοινωνίας, λοιπόν, δεν μπορεί να κατανοηθεί αν δεν αναλυθούν οι ιδέες των ανθρώπων που κατεύθυναν τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα και διαμέσου αυτών και τον Τύπο.

39 Στα κεφάλαια 2.4-2.8 αναλύουμε διεξοδικά τα πρόσωπα· Για μια συστηματική ιστορικό-πολιτική διερεύνηση της πολιτικής ελίτ, βλ. Μανώλοβ, 2013.

40 Μελετώντας τις σημαντικότερες εφημερίδες της εποχής ερχόμαστε σε επαφή με τις ιδέες ενός κύκλου εγγράμματων ανθρώπων, με προσβάσεις στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και ενταγμένων σε μεγάλο βαθμό, όπως θα δούμε και στη συνέχεια (κεφ. 1.4 «Ο Τύπος»), σε ένα σύστημα προσοδικής διαπλοκής με την πολιτική ελίτ (Δερτιλής, 2014, σελ. 630-643), ιδιαίτερα έντονης, κατά την πρώτη περίοδο εκείνη της «τρικουπικής μόχλευσης».

41 Δεκαετίες αργότερα, στα πρόθυρα της κρίσης του 1932, ο πνευματικός κόσμος της χώρας παραχωρεί συνεντεύξεις στην εφημερίδα

«Πρωΐα» αναφορικά με την οικονομική κρίση που πλησιάζει. Ο Ψαλιδόπουλος μελετώντας το περιεχόμενο των συνεντεύξεων της εντοπίζει ως κύρια χαρακτηριστικά: τον βερμπαλισμό, την άγνοια σχετικά με τις διεθνείς εξελίξεις, τον αθεράπευτο ρομαντισμό, την επιστροφή σε ένα εξωραϊσμένο -μη υλιστικό- παρελθόν. Ψαλιδόπουλος, 2010, σελ. 219-239.

42 Τις ιδέες και την κοινωνική πραγματικότητα των αθηναίων μικροαστών και εμπόρων, για την περίοδο που μας ενδιαφέρει, παρουσιάζει ο Ποταμιάνος (2016) στο, «Οι Νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και Βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925».

43 Οικονόμος, 1950, σελ. 177.

44 Παπαναστασίου, 1972, σελ. 743.

45 Σαρίπολος, 1889, σελ. 310 · Από το 1880 έως το 1910 θα αποδομηθούν όλα τα κόμματα που θα πρωταγωνιστήσουν («κουμουνδουρικό» «τρικουπικό», «δηλιγιαννικό», «θεοτοκικό»).

46 Lipset, 1960, σελ. 5.

(13)

14 Τα δυο κυρίαρχα μέσα ιδεολογικής ζύμωσης, τα οποία μονοπωλούν οι ελίτ, εκπροσωπώντας την κοινωνία, είναι ο Τύπος47 και το Κοινοβούλιο.48 Μέσω του Τύπου οι πολιτικοί σπάνε τα τείχη του Κοινοβουλίου49 και προσπαθούν να μεταβολίσουν τις ιδέες τους όχι τόσο στην κοινωνία όσο στην κοινή γνώμη, ώστε να εδραιώσουν τη θέση τους στα βουλευτικά έδρανα.

Παράλληλα με την μετεξέλιξη του δέκτη του πολιτικού μηνύματος αλλαγές παρατηρούνται και στα αντικείμενα της έρευνας με το κέντρο λήψης των αποφάσεων να διολισθαίνει από το Κοινοβούλιο, στην βουλευτική πλειοψηφία, στον Τύπο, στις εσωκομματικές συγκρούσεις συμφερόντων, στις ανεξέλεγκτες πρωτοβουλίες του ενός ή ακόμα και στην επιτροπή του Ελέγχου, στις αγορές. Τούτων δοθέντων η εξέταση των οικονομικών ιδεών εντός αυτού του διευρυμένου πλαισίου δεν είναι ζήτημα δεοντολογικό αλλά ουσιώδες. Η λήψη των οικονομικών αποφάσεων καταλήγει να είναι το προϊόν ενός μεγάλου αριθμού συνδιαμορφώσεων που αποδίδεται απλουστευτικά συνήθως σε ένα πρόσωπο. Το ίδιο ισχύει και για τις ιδέες: oι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι απευθύνονται και εκπροσωπούν δυο τουλάχιστον διαφορετικά ακροατήρια, ένα ευρύ (επίσημο) το οποίο τους νομιμοποιεί και ένα στενότερο (ανεπίσημο) το οποίο τους «υποστηρίζει». Συνεπώς, τόσο οι ιδέες τους όσο και το υποβόσκον νόημά τους είναι πάντοτε διττό, αμφίσημο, αμετάφραστο ακόμα και αν δείχνει απολύτως διαυγές. Αποτελεί ευθύνη του ερευνητή να ερμηνεύει το κενό μεταξύ κινήτρου και διατυπωμένης ιδέας ή εφαρμοσμένης πολιτικής.

Ενδεχομένως οι ιδέες των πολιτικών να απείχαν από το να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές της κοινωνίας, ήταν ωστόσο εκείνες που εκτίθονταν στο Κοινοβούλιο και στον ημερήσιο τύπο, εκείνες που ψηφίστηκαν, εφαρμόστηκαν, καταγράφηκαν.

Η ορθότητα μιας ιδέας, εν προκειμένω οικονομικής, δε συνεπάγεται την αποτελεσματική της εφαρμογή, τα πρόσωπα που θα κληθούν να την εισηγηθούν και να την υλοποιήσουν είναι καθοριστικά, το ίδιο και ο τρόπος με τον οποίο την αφομοιώνει και την εμπλουτίζει η κοινωνία. Προϊούσας της αφήγησης θα έρθουμε σε επαφή με φιλόδοξες ιδέες που ψηφίστηκαν αλλά, για πλήθος λόγων, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα.

Αν και αυτό που ενδιαφέρει τους πολιτικούς δεν είναι η επιστημονική πληρότητα των οικονομικών τους ιδεών,50 αλλά πρωτίστως η επικράτησή τους στο πεδίο της κομματικής αντιπαράθεσης, οι αντιμαχόμενες ιδέες, οι οποίες πολλές φορές, ομολογουμένως, οδήγησαν σε σφοδρές συγκρούσεις, δε θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως a priori αρνητικές εκδηλώσεις

47 Κατά τους Marx και Engels οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι αυτές που επιβάλλονται και εδραιώνονται διαμέσου των μέσων πνευματικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Marx και Engels, 1846, 170:64.

48 Για τη σχέση αστικής τάξης και κυβερνητικής ηγεσίας βλ. Miliband, 1985, σελ. 146-178, Therborn, σελ. 193-5.

49 Οι εφημερίδες, ως τα μέσα του 20ου αιώνα (ελλείψει άλλου μέσου) αποτελούν, εξαιτίας των ευκολιών στη διάδοση της πληροφορίας, το βασικό διαμορφωτή ιδεών (Giddens, 2002, σελ. 501), αλλάζοντας τόσο τη δημόσια σφαίρα όσο και το περιεχόμενο των συζητήσεων μεταξύ των ανθρώπων, δίνοντας δημοκρατικότερη διάσταση στη ζύμωση των οικονομικών ιδεών που μέχρι τότε συνέβαινε (αφανώς) εντός του Κοινοβουλίου. Για τη δομική μεταμόρφωση της δημόσιας σφαίρας, βλ. Habermas, 1989.

50 Μολονότι, βέβαια, οι πολιτικοί διατείνονται ότι πρεσβεύουν μια συγκεκριμένη οικονομική ιδέα, αποτελεί ζήτημα ο τρόπος με τον οποίο την αντιλαμβάνονται και την εφαρμόζουν, εφόσον δεν έχουν, πάντοτε, επαρκή θεωρητική κατάρτιση για να γνωρίζουν το πλαίσιο αναφοράς, την καταγωγή, τις προεκτάσεις της.

(14)

15 μιας πολιτικά ανώριμης κοινωνίας, η οποία όφειλε να συμφωνεί για να επικυρώνει την ομοψυχία της.

Μολονότι, λοιπόν, ερευνούμε το ιστορικό μιας, ακόμα, χρεοκοπίας δεν επιδιδόμαστε σε μια συλλήβδην εσχατολογική περιγραφή της πραγματικότητας και σε μια καταδικαστική κριτική των πολιτικών πρωταγωνιστών, του Ελέγχου ή του ευρύτερου περιβάλλοντος. Δε θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι ο «ασυνεπής» και «ασύνετος» χαρακτήρας, που είθισται να αποδίδουμε, διαχρονικά και απλουστευτικά, στην ελληνική κοινωνία και τους ταγούς της ήταν ο ίδιος που της επέτρεψε, πριν το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, «να σταθεί στα πόδια της».51 Την τριακονταετία που ερευνήθηκε ο κοινοβουλευτισμός, παρά τα όποια προβλήματα, εδραιώνεται52 -αν και τα κόμματα δεν είναι νομικά αναγνωρισμένα53- και δεν υστερεί έναντι των πλέον αναπτυγμένων κρατών, οι υποδομές βελτιώνονται, οι περισσότεροι οικονομικοί δείκτες ανθούν, η χώρα μεγεθύνεται, ο Τύπος προοδεύει ραγδαία. Οφείλουμε, λοιπόν, να αξιολογήσουμε και το θετικό αποτύπωμα όλων των πρωταγωνιστών, στην πρόοδο που συντελείται.

1.2 Διάρθρωση και Οριοθέτηση της Μελέτης

Μετά το εισαγωγικό μέρος, στο οποίο παρατίθενται, λεπτομερώς, οι τεχνικές και θεωρητικές παράμετροι της έρευνας, ώστε να εναρμονίσουμε τα ευρήματα του ερευνητή με τις προσδοκίες του αναγνώστη στο άκουσμα ενός τίτλου πολύσημου και αμφιλεγόμενου, στον οποίο ο κάθε όρος, χωριστά αλλά και σε συνδυασμό με τους άλλους, συνιστά και διαμορφώνει ένα πεδίο εννοιολογικά και ερευνητικά απροσδιόριστο, ακολουθεί η περιγραφή του ιστορικού (οικονομικού και κοινωνικοπολιτικού) πλαισίου που μελετάται, αλλά και η

51 Στον επίλογο της δευτερολογίας του, στις 11 Μαρτίου 1908, λίγο πριν την εκπνοή της περιόδου που εξετάζουμε ο, τότε πρωθυπουργός, Θεοτόκης επιχειρεί ιστορική αναδρομή στα αναπτυξιακά επιτεύγματα του ελληνικού κράτους κατά το σύντομο βίο του. Η εκτίμησή του ήταν ότι η Ελλάδα ανταποκρίθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία στις απαιτήσεις της προόδου, συγκριτικά με τα άλλα κράτη, ως εκ τούτου δε θα πρέπει να υποτιμάται από κανέναν, ούτε ασφαλώς από το μελλοντικό ερευνητή και αναγνώστη της ιστορίας, θα προσθέταμε. Λέει χαρακτηριστικά: «Κανένα δικαίωμα δεν έχουμε κύριοι να υποτιμούμε την πατρίδα μας. Η πατρίδα μας προοδεύει σε πείσμα των απαισιόδοξων. Έχει το δικαίωμα να πει στην Ευρώπη ότι κατά τα ογδόντα έτη της ύπαρξής της επιτέλεσε πρόοδο και ανάπτυξη και ναυτική και υλική τέτοια που κανένα άλλο κράτος της Ευρώπης μπόρεσε να επιδείξει». Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής, περ. ΙΗ΄, συν. Β΄, της 11ης Μαρτίου 1908, σελ. 442-449.

52 Στην Αγγλία του 17ου και 18ου αιώνα συγκροτήθηκαν τα κόμματα των Torries (βασιλικό) και των Whings (κοινοβουλευτικό) τα οποία υπήρξαν οι πρόδρομοι των σύγχρονων κομμάτων. Από τον σχηματισμό τους κιόλας αντιμετωπίστηκαν με σκεπτικισμό διότι αμφισβητούσαν την έκταση της εξουσίας του Στέμματος, ήταν αντίθετα με την Χομπσιανή αντίληψη περί Λεβιάθαν αλλά και με τον πυρήνα του Κοινωνικού Συμβολαίου του Locke που ήθελε το πολιτικό υποκείμενο να εκφράζει τη δική του άποψη και μόνο. Αντίθετος με τη λογική των κομμάτων (ρωμαϊκού τύπου) ήταν και ο Machiavelli που υποστήριζε την καθιέρωση διαφορετικών ανταγωνιστικών σχηματισμών, βλ. Σπουρδαλάκης, 1990, σελ. 37-38.

53 Το ελληνικό σύνταγμα του 1975 με το άρθρο 29 αναγνωρίζει τα κόμματα. Είχε προηγηθεί το ιταλικό σύνταγμα το 1948, στη Γερμανία αυτό γίνεται τον επόμενο χρόνο με το άρθρο 21, στη Γαλλία με το άρθρο 4 της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Βλ. Spourdalakis, 1980, σελ.

8-9 (Διδακτορική διατριβή).

(15)

16 παρουσίαση των πορτραίτων των κεντρικών προσώπων, των μη αμιγών οικονομικών ενοτήτων: του ξένου τύπου, της διαχειριστικής αντίληψης, του σταφιδικού, της Μεγάλης Ιδέας,54 των παρελκύσεων και των σκοπιμοτήτων. Οι συγκεκριμένες ενότητες κρίθηκε προτιμότερο να αναπτυχθούν, πλήρως, ώστε να δημιουργηθεί το εννοιολογικό παρασκήνιο, η βάση αποκωδικοποίησης των ευρημάτων, πριν λάβει χώρα η μετάβαση στις οικονομικές, οι οποίες και παρατίθενται χρονολογικά κατατετμημένες.55

Αυτό είναι ακόμα ένα σημείο στο οποίο διαφοροποιείται και η παρούσα σπουδή η οποία μελετά το σύνολο του οικονομικού τους λόγου και δεν περιορίζεται στις περί νομίσματος, περί ανάπτυξης, περί δανείων ιδέες. Η διαφοροποίηση προκύπτει από την υπόθεση, που ανάγεται σε δεδομένο, ότι οι σχέσεις αιτίου-αιτιατού56 είναι δυναμικές και διηνεκώς αλλητροφοδοτούμενες και ότι ο διαχωρισμός οικονομίας, πολιτικής, ιστορίας είναι μια χίμαιρα.57 Ο δημόσιος δανεισμός, για παράδειγμα, εκλαμβάνεται άλλοτε ως γενεσιουργός παράγοντας της Πτώχευσης και άλλοτε ως επιφαινόμενο αυτής, ακόμα και από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές.58

Σε αυτό το σημείο και πριν προχωρήσουμε περαιτέρω θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ακόμα και αν τα ευρήματα χαρακτηρίζονται ως σημαντικά, ο τρόπος που θα επιλεγεί να γίνει η διάταξή τους θα νοηματοδοτήσει αλλιώς, τόσο τα ίδια όσο και τα τελικά συμπεράσματα.

Κατ’αναλογία και η διάρθρωση της διατριβής (το ποια ενότητα θα προηγηθεί ή θα ακολουθήσει) δημιουργεί διαφορετικές συσχετίσεις, μια άλλη αφηγηματική πραγματικότητα.

Η τριακονταετία από το 1880 έως το 1910 αποτελεί μια terra incognita, σε σχέση κυρίως με την οικονομική σκέψη των ελλήνων πολιτικών που πρωταγωνίστησαν. Είναι η εποχή που ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων μεταβάλλεται ραγδαία, κατά τη μετάβαση από τον 19ο στον 20ο αιώνα. Ο κόσμος αποκτά την εικόνα του «μοντέρνου», όπως την αντιλαμβανόμαστε μέχρι και σήμερα.

54 Οι αμετροεπείς χειρισμοί επί του Σταφιδικού και της Μεγάλης Ιδέας θα θεωρηθούν ως προεξέχουσες αιτίες της κατάρρευσης.

55 Να επισημανθεί ότι την περίοδο που εξετάζουμε η Ελλάδα χρησιμοποιεί το Ιουλιανό ημερολόγιο, σε αντίθεση με τις περισσότερες από τις χώρες που αναφέρονται στη μελέτη και έχουν υιοθετήσει το Γρηγοριανό. Η Ελλάδα θα προσχωρήσει στο Γρηγοριανό ημερολόγιο το 1923.

56 Για την οικονομική πολιτική του Τρικούπη, συγκεκριμένα, ο Κοκκινάκης υποστηρίζει ότι δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί ποια προτεραιότητα παρακινεί τις κυβερνήσεις του: οι σιδηρόδρομοι, το ισοζύγιο, το δημόσιο χρέος, οι οικονομικοί συνδυασμοί; Βλ.

Κοκκινάκης, 1999.

57 Η παραγωγή και διάδοση των οικονομικών ιδεών είναι μια κοινωνική διαδικασία η οποία σχετίζεται, πρωτίστως, με τη λογική ενδελέχεια κάθε θεωρίας και με την ικανότητά της να εξετάζει τα κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα και δευτερευόντως με τη σχέση της με τον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό περίγυρο. Απομονώνοντας τις οικονομικές ιδέες από το πλαίσιο στο οποίο εκκολάφτηκαν θα σήμαινε ότι παραδεχόμαστε πως εμπεριέχουν το αίτιό τους.

58 Ο Ηλιαδάκης(2003) μελετά διαχρονικά τον εξωτερικό δανεισμό ως ενιαίο και μεταβαλλόμενο πολιτικοοικονομικό μέγεθος. Οι παράμετροι που εξετάζει είναι: α) αν ήταν αναγκαίος ή ατάσθαλος, β) την επιλογή της δανειοδοτικής πηγής, γ) τον δανειοκεντρικό ή μη χαρακτήρα της κυβερνητικής εξουσίας, δ) την διαχείριση του φαινομένου, ε) τη σχέση δανειακής και εθνικής εξάρτησης, στ) τη συμβολή στην αναπτυξιακή πορεία του τόπου.

(16)

17 Η περιοδολόγηση που έχει επιλέγει (1880-1892, 1892-1897, 1897-1909), εξυπηρετεί, πρωτίστως, την καλύτερη λειτουργία του κειμένου.59

Πέραν του οικονομικού λόγου, η χρονολογική και θεματική εξιστόρηση επιτρέπει την αντιπαραβολή των υποκειμένων της έρευνας, όπως συνέβη άλλωστε και στην πραγματικότητα. Οι φορείς δεν είναι αυτονομημένοι από το δυναμικό πλαίσιο το οποίο τους εμπεριέχει, αλλά εμφανίζονται να αλληλεπιδρούν, καθοριστικά, τόσο με το κοινωνικοιστορικό περιβάλλον όσο και μεταξύ τους,60 για αυτό και δεν αναλύονται χωριστά.

Δεν εξετάζουμε το αποτέλεσμα της συσσώρευσης των ατομικών πράξεων των πρωταγωνιστών της εποχής, αλλά της μεταξύ τους διάδρασης.61 Διαιρώντας την ιστορία σε ενότητες, με κριτήριο ταξινόμησης τα χαρακτηριστικά των επιμέρους περιόδων, και όχι με βάση το έργο και τη ζωή των σημαντικότερων φυσιογνωμιών, αποδεχόμαστε σιωπηρά ότι οι ευρύτερες εξελίξεις (του ιστορικού, οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού πλαισίου) επιδρούν καθοριστικότερα του μεμονωμένου ανθρώπινου παράγοντα, όποιος και αν είναι αυτός.

Η παρούσα έρευνα δεν επιδεικνύει αυστηρά γραμμική χρονολογική ροή, αλλά νοηματική, και στοχεύει στη σταχυολόγηση όσων ευρημάτων θεωρήθηκαν ουσιώδη. Τα γεγονότα, οι ιδέες και τα πρόσωπα διαχέονται από τη μια ενότητα στην άλλη. Παρά τη θεματική παρουσίαση των εισαγωγικών στοιχείων στο «Κεφάλαιο 2», ή της αμιγούς οικονομικής αφήγησης που ακολουθεί από το «Κεφάλαιο 3» και κατόπιν, δεν ήταν δυνατό να αποφευχθούν προσμίξεις, μεταξύ των ενοτήτων, εξαιτίας της ίδιας της φύσης των ιδεών οι οποίες, τις περισσότερες φορές, είναι πολυδιάστατες αλλά και πολυδιασπασμένες. Υπάρχουν απόψεις που συνδέουν τα γεγονότα στο Γουδί, για παράδειγμα, με τις συνέπειες που προέκυψαν και εκκολάφθηκαν μετά τον πόλεμο του 1897,62 και αναστοχασμοί επί της Πτώχευσης που την ανάγουν στα πέριξ του 1880. Οι προσμίξεις δεν αφορούν, ασφαλώς, μόνο το χρονικό φάσμα που διερευνούμε αλλά διαχέονται και πέραν αυτού.63 Οι ιδέες, βέβαια, πέραν της χρονικής τους διάχυσης διαθλώνται και μεταξύ των προσώπων. Οι ιδέες που αφορούν την «τρικουπική»

59 Δεν αποτελεί επιδίωξη να αποδειχθεί το αν, και κατά πόσο, η υπό εξέταση περίοδος θα πρέπει να διακρίνεται σε επιμέρους αυτοτέλειες ή να θεωρείται αδιαίρετη ιστορική ενότητα. Τα δυο «αυθαίρετα» ακρότατα που περικλείουν την εποχή που μας αφορά, το 1880 και το 1910, δικαιολογούνται ιστορικά. Είναι πολλά τα βιβλία και οι μελέτες που απομονώνουν και ερευνούν τη συγκεκριμένη τριακονταετία · Οι Ψαλιδόπουλος και Συρμαλόγλου στο, «Economists in the Greek Parliament, 1862-1910» διαιρούν την πολιτική ζωή της περιόδου που εξετάζουν ως ακολούθως: 1862-4, 1864-79, 1879-93, 1893-1910. Psalidopoulos and Syrmaloglou, 2010, σελ. 96-98.

60 Ο Kirsch υποστηρίζει ότι: «ο άνθρωπος μέχρι ενός ορισμένου βαθμού είναι “προϊόν της κοινωνίας”». Kirsch, 1983, σελ. 15-16.

61 Για μια διαφοροποιημένη προσέγγιση, των κοινωνικών φαινομένων, από την παράδοση του μεθοδολογικού ατομισμού της κλασικής πολιτικής οικονομίας, βλ. Coleman, 1990.

62 Μαρκεζίνης, 1966, τομ. ΙΙ, σελ. 341 αλλά και Γεωργουσόπουλος, 1997, σελ. 228.

63 Στο πρόγραμμα που παρουσιάζει στη Βουλή ο Τρικούπης στις 23 Οκτωβρίου 1878 -κατά τη διάρκεια της δεύτερης, ολιγοήμερης, πρωθυπουργίας του- γίνεται αναφορά σε πολλές από τις οικονομικές ιδέες που θα καθορίσουν τις επερχόμενες δεκαετίες. Καθιστά, από τότε, σαφές το δίπολο των πολιτικών του προτεραιοτήτων, στρατός και οικονομία, που με τη σειρά τους διαπλέκονται μιας και οι σιδηρόδρομοι θα αξιοποιούνταν για την αποτελεσματικότερη υλοποίηση των μελλοντικών εθνικών διευθετήσεων. Τάσσεται, επίσης, εναντίον μιας πολυδάπανης επιστράτευσης και υπέρ της συγκρότησης τακτικού στρατού, η οποία ήταν κατά τον ίδιο ζήτημα πρωτίστως οικονομικό. Ενημερώνει πως προκειμένου να εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους ήταν διατεθειμένος να προσφύγει στο διεθνή δανεισμό, μέσω του οποίου θα επεδίωκε και την άρση της αναγκαστικής κυκλοφορίας. Ακόμα όμως και αυτής της προγενέστερης -και εκτός πεδίου έρευνας- καταγραφής, θα υπάρχουν και άλλες προηγούμενες στις οποίες θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει αμιγείς ή νοθευμένες ιδέες που θα εκδηλωθούν σε ύστερη φάση. ΕΣΖ, Ζ΄Δ΄, συν. 23, 23 Οκτωβρίου 1878, σελ. 230-242. Εφημερίδα «Εφημερίς», στις 24 Οκτωβρίου 1878.

Referências

Documentos relacionados