• Nenhum resultado encontrado

Οι οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Οι οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα"

Copied!
167
0
0

Texto

(1)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Θέμα εργασίας:

«ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ

ΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ: ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ:

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΩΜΑΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΚΟΤΤΑΡΙΔΗ ΚΩΝ/ΝΑ

ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ: ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2013

(2)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το θέμα της μεταπτυχιακής εργασίας είναι οι οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα. Αποτιμάται το κόστος των μεταβολών αυτών για την ελληνική οικονομία και εκτιμάται το κόστος των μέτρων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.

Σε αυτό το τόσο σημαντικό και σοβαρό θέμα για τη χώρα μας, μεγάλο επίτευγμα παραμένει η συνεργασία ειδικών από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, οι οποίοι για πρώτη φορά συνέπραξαν για τη μελέτη του προβλήματος. Από αυτούς αντλήσαμε το υλικό μας, το οποίο μας βοήθησε να συντάξουμε τη συγκεκριμένη μεταπτυχιακή εργασία, διότι χωρίς την εξειδικευμένη γνώση τους δεν θα μπορούσαμε να φθάσουμε σε κάποιο αποτέλεσμα.

Έτσι θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε την Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής, που υπό την αιγίδα της Τράπεζας της Ελλάδος εκπόνησαν τις σχετικές μελέτες.

Ιδιαίτερα θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον Λέκτορα του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κ. Αγγελίδη Τιμόθεο, που ήταν και ο επιβλέπων της μεταπτυχιακής εργασίας, καθώς και τα μέλη της Επιτροπής, Καθηγητή κ. Θωμάκο Δημήτριο και τη Λέκτορα κα Κοτταρίδη Κωνσταντίνα, διότι με τη συμβολή τους και την αμέριστη συμπαράστασή τους καθ' όλη τη διάρκεια της υλοποίησης της μεταπτυχιακής εργασίας βοήθησαν τα μέγιστα για την εκπόνησή της.

(3)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΚΕΦ. 1: Το κλίμα της Ανατολικής Μεσογείου και της Ελλάδος

1.1. Εισαγωγή 1

1.2. Το παρόν κλίμα της Ελλάδος 4

1.2.1. Κλιματικοί τύποι 4

1.2.2. Κλιματικά χαρακτηριστικά των εποχών του έτους 6 1.2.3. Κλιματικά χαρακτηριστικά των θαλάσσιων περιοχών της

Ελλάδος 9

1.2.4. Πηγές και εκπομπές των αερίων ρύπων στον Ελλαδικό

χώρο την περίοδο 1990-2008 11

1.2.5. Η εξελισσόμενη κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα 17 1.2.6. Εκτίμηση των κλιματικών μεταβολών στον 11ο αιώνα σε

15 κλιματικές περιοχές στις οποίες διαιρέθηκε η Ελλάδα 23 1.2.6.1. Επιλογή των κλιματικών περιοχών 23 1.2.6.2. Εκτίμηση των κλιματικών περιοχών για τις 13

κλιματικές περιοχές της Ελλάδος με βάση τέσσερα σενάρια εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου 23 1.3. Εκτίμηση ακραίων καιρικών φαινομένων και των επιπτώσεών

τους στον ελληνικό χώρο 50

1.4. Μεταβολή της μέσης στάθμης της θάλασσας και οι επιπτώσεις

της στην παράκτια ζώνη της Ελλάδος 69

1.4.1. Μεταβολή της στάθμης της θάλασσας παγκόσμια στο

γεωλογικό παρελθόν 69

1.4.2. Η μέση στάθμη της θάλασσας σήμερα και στο μέλλον 73 1.4.3. Σύγκριση της αναμενόμενης μεταβολής της στάθμης

της θάλασσας με παλαιοκλιματικά δεδομένα 74 1.4.4. Διάκριση των ακτών σε γεωμορφολογικές - γεωδυναμικές

κατηγορίες και αποτύπωση σε χάρτες 75

(4)

1.4.5. Εκτιμήσεις υποχώρησης της ακτογραμμής λόγω της ανόδου

της μέσης στάθμης της θάλασσας 78

ΚΕΦ. 2: Οι επιπτώσεις και οι κίνδυνοι της κλιματικής αλλαγής κατά τομέα

2.1. Κλιματικές αλλαγές και επιπτώσεις στα ελλαδικά

υδατικά συστήματα 81

2.1.1. Οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής

στα υδατικά αποθέματα 85

2.1.2. Οι κίνδυνοι και οι επιπτώσεις της κλιματικής μεταβολής

από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας 88 2.2. Οι κίνδυνοι και οι επιπτώσεις της κλιματικής μεταβολής

στην αλιεία και τις υδατοκαλλιέργειες 93 2.3. Επίδραση της κλιματικής αλλαγής στη γεωργία 98

2.3.1. Οικονομικές επιπτώσεις 100

2.4. Επιπτώσεις κλιματικής μεταβολής στα δασικά οικοσυστήματα

κατά τον 21ο αιώνα 106

2.4.1. Εκτιμήσεις οικονομικών επιπτώσεων της κλιματικής

μεταβολής 107

2.5. Οικονομικές και φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής

στον τουρισμό 114

2.6. Κλιματική αλλαγή και υγεία 117

2.6.1. Οικονομικές επιπτώσεις 121

ΚΕΦ. 3: Τα οικονομικά της κλιματικής μεταβολής στην Ελλάδα

3.1. Ιδιαιτερότητες των οικονομικών της κλιματικής αλλαγής 123 3.2. Η αβεβαιότητα και τα οικονομικά μιας ακραίας κλιματικής

αλλαγής 126

3.3. Πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή 132

(5)

ΚΕΦ. 4: Προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών 4.1. Στόχοι για τη μείωση των εκπομπών σε παγκόσμιο,

ευρωπαϊκό και ελλαδικό επίπεδο 140

4.2. Η μελλοντική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας 141 4.3. Αποτίμηση τρέχουσας κατάστασης στην Ελλάδα 145

Συμπεράσματα 147

Βιβλιογραφία 149

(6)

Περίληψη

Από το τέλος του 19ου αιώνα αρχίζει η άνοδος της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας, που έχει επικρατήσει να λέγεται "ανθρωπογενής συνιστώσα της κλιματικής αλλαγής". Η ανοδική τάση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας θα συνεχιστεί και κατά τον 21ο αιώνα. Αυτό θα έχει ως συνέπεια την αύξηση της μέσης στάθμης της θάλασσας. Επίσης θα αυξηθεί και ο κίνδυνος εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών.

Η κλιματική αλλαγή θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα υδατικά αποθέματα, στην αλιεία, στις υδατοκαλλιέργειες, στη γεωργία, στον τουρισμό, στην υγεία. Στη συνέχεια αναφερόμαστε στα οικονομικά της κλιματικής μεταβολής στην Ελλάδα, στις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου θέματος και την αβεβαιότητα για την κατανόηση της κλιματικής αλλαγής και των οικονομικών της.

Η κλιματική αλλαγή όμως απαιτεί πολιτικές για την αντιμετώπισή της και πολιτικές προσαρμογής. Ο στόχος πρέπει να είναι η ανάπτυξη οικονομιών χαμηλών εκπομπών ρύπων. Επιβάλλονται αλλαγές τόσο στην κατανάλωση όσο και την παραγωγή ενέργειας, εφόσον ο ενεργειακός τομέας ευθύνεται για το 80% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Τέλος απαιτείται στρατηγικός σχεδιασμός τόσο μέτρων προσαρμογής όσο και μέτρων μείωσης των εκπομπών αερίων στο πλαίσιο της παγκόσμιας προσπάθειας μετριασμού με αγαστή συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

(7)

Summary

At the end of the 19th century started the rise of the temperature of the atmosphere due to human activity, a phenomenon commonly known as

“anthropogenic component of climate change”. This upward trend of the atmospheric temperature will continue during the 21st century, as well. That will result in a rise in the mean sea level. There will also be an increased risk of forest fires.

Climate change will have adverse effects on water reserves, fishing, aquaculture, agriculture, tourism and public health. Next, mention is being made of the finances of climate change in Greece, the particularities of the issue and the uncertainty as to the understanding of climate change and its finances.

Climate change, however, requires policies in order for it to be successfully dealt with and, also, adjustment policies. The target has to be the development of economies of low pollutant emissions. Changes have to take place both in the consumption and in the production of energy, given that the energy sector is responsible for 80% of the greenhouse gas emissions.

Finally, strategic planning is of the utmost importance, as far as both adjustment measures and emission reduction measures are concerned, within the global effort at reduction, with smooth cooperation between the public and private sector.

(8)

Εισαγωγή

Τα τελευταία χρόνια γίναμε μάρτυρες της εξελισσόμενης κλιματικής αλλαγής και των σημαντικών επιπτώσεών της σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και μιας οικονομικής κρίσης που τείνει να αποπροσανατολίσει από το μακροπρόθεσμο όφελος των επενδύσεων σε ενέργειες προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.

Ο προβληματισμός αυτός ήταν η αιτία που οδηγήθηκα στην επιλογή του συγκεκριμένου θέματος και η ενασχόλησή μου για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, των επιπτώσεών της και των τρόπων αντιμετώπισής της.

Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει εμπεριστατωμένα τις προβλεπόμενες κλιματικές και περιβαλλοντικές μεταβολές, αποτιμά το κόστος των μεταβολών αυτών για την ελληνική οικονομία και εκτιμά το κόστος των μέτρων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.

Τα αποτελέσματα της μελέτης καταδεικνύουν όχι μόνο την ανάγκη δράσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αλλά και την ανάγκη για συνέχιση της εμπεριστατωμένης έρευνας, που θα βοηθήσει και θα προσφέρει την κατάλληλη κατεύθυνση τις επόμενες δεκαετίες στο έργο της προσαρμογής.

Από τα στοιχεία που συλλέξαμε, αναδείχθηκε ο πλούτος των φυσικών πόρων που διαθέτει η χώρα μας, αλλά και οι κίνδυνοι που απειλούν το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον της. Το περιβάλλον της Ελλάδος, εκτός από το εντελώς ιδιαίτερο στοιχείο της πολύ εκτεταμένης ακτογραμμής, διαθέτει μεγάλη βιοποικιλότητα και διαφορετικά κλιματικά χαρακτηριστικά, που οφείλονται στην αλληλεπίδραση μεταξύ αφενός των καιρικών συστημάτων και αφετέρου της πολύπλοκης τοπογραφίας και της εκατοστιαίας κατανομής ξηράς και θάλασσας από τη δύση προς την

(9)

χιλιομέτρων, τα κλιματικά χαρακτηριστικά μπορούν να μεταβληθούν από παράκτιου μεσογειακού τύπου σε χαρακτηριστικά ακόμη και αλπικού τύπου στις κεντρικές και βόρειες περιοχές της χώρας.

Με αυτά τα δεδομένα, στο πρώτο κεφάλαιο αναφερόμαστε στο κλίμα της ανατολικής Μεσογείου και ειδικότερα της Ελλάδος, εξετάζοντας τις μεταβολές του και τις επιπτώσεις του.

Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζουμε τις επιπτώσεις και τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής στα υδατικά συστήματα, στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας, στην αλιεία και τις υδατοκαλλιέργειες, στη γεωργία, στα δασικά οικοσυστήματα, στον τουρισμό και στην υγεία.

Τα οικονομικά της κλιματικής μεταβολής στην Ελλάδα μάς απασχόλησαν στο τρίτο κεφάλαιο, όπως επίσης και οι ιδιαιτερότητες, η αβεβαιότητα, τα οικονομικά και οι πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.

Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στους στόχους για τη μείωση των εκπομπών σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και ελλαδικό επίπεδο, στη μελλοντική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και στην αποτίμηση της τρέχουσας κατάστασης στην Ελλάδα.

Τέλος, παραθέτουμε τα συμπεράσματα που εξάγονται από αυτή την εργασία.

(10)

Κεφάλαιο 1

Το κλίμα της Ανατολικής Μεσογείου και της Ελλάδος

1.1. Εισαγωγή

Στα τεσσεράμισι δισεκατομμύρια χρόνια της ιστορίας του πλανήτη μας, οι παράμετροι που χαρακτηρίζουν το κλίμα της γης έχουν υποστεί σημαντικές διακυμάνσεις. Όταν η σύσταση της ατμόσφαιρας του πλανήτη άρχισε να πλησιάζει προς τα σημερινά χαρακτηριστικά της, πράγμα που συνέβη πριν από περίπου τρία δισεκατομμύρια χρόνια, άρχισαν να εμφανίζονται οι θερμές και οι ψυχρές παγετώδεις και μεσοπαγετώδεις κλιματικές περίοδοι της γης. Η τελευταία γεωλογική περίοδος, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ονομάζεται “εποχή του Ολοκαίνου” και άρχισε πριν από 11.500 χρόνια, δηλ. μετά το τέλος της τελευταίας έξαρσης των παγετώνων (18.000 έτη πριν από σήμερα). Κατά τη μεσοπαγετώδη περίοδο που διανύουμε, ο αέρας άρχισε να θερμαίνεται, φθάνοντας σε θερμοκρασίες σχεδόν ίσες με τις σημερινές κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα (Luterbacher et al., 2011). Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της τελευταίας περιόδου είναι και η ονομαζόμενη “Μικρή Παγετώδης Εποχή”, η οποία διήρκεσε από το 15ο έως το 19ο αιώνα και κατά την οποία επικρατούσαν σημαντικά χαμηλότερες θερμοκρασίες από τις σημερινές, τόσο στα μέσα γεωγραφικά πλάτη όσο και στην Ελλάδα, στην οποία μάλιστα έχει εκτιμηθεί ότι οι θερμοκρασίες ήταν χαμηλότερες κατά 1,5°C από τις σημερινές (Repapis et al., 1989, Zerefos et al., 2010, Ζερεφός, 2007, Ζερεφός, 2009, Luterbacher et al., 2006, 2010, 2011).

Από το τέλος του 19ου αιώνα αρχίζει η άνοδος της θερμοκρασίας της

(11)

μέσος ρυθμός θέρμανσης της ατμόσφαιρας του πλανήτη κατά τον 20ό αιώνα ήταν 0,7°C ανά 100 χρόνια (IPCC, 2007). Ένα σημαντικό μέρος αυτής της θέρμανσης, όπως είναι γνωστό, έχει αποδοθεί στην αλλαγή της σύστασης της ατμόσφαιρας λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας και έχει επικρατήσει να λέγεται “ανθρωπογενής συνιστώσα της κλιματικής αλλαγής” ή απλά “ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη”. Η τελευταία αυτή περίοδος εύστοχα χαρακτηρίστηκε από τον καθηγητή Paul Cratzen ως “ανθρωπόκαινος περίοδος”. Οι Jones and Moberg (2003) υπολόγισαν την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας των ηπειρωτικών περιοχών του πλανήτη κατά τον 20ό αιώνα στους 0,78°C ανά 100 χρόνια. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η αύξηση αυτή δεν ήταν σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, αλλά εμφανίστηκε κυρίως στις περιόδους 1920-1945 και από το 1975 μέχρι σήμερα, ενώ από το 1945 μέχρι το 1975 πολλές εργασίες προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την παρατηρηθείσα τότε ψύξη εξαιτίας της σκίασης του ηλίου από τα ανθρωπογενή ατμοσφαιρικά αιωρήματα. Πάντως, η τελευταία ανοδική τάση της θερμοκρασίας είναι στατιστικά σημαντική στο επίπεδο εμπιστοσύνης 95% σχεδόν σε όλες τις κατοικημένες περιοχές του πλανήτη και, κατά τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό, η δεκαετία 1995- 2005 ήταν η θερμότερη των τελευταίων 500 ετών (WMO, 2006).

Οι προβλέψεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC, 2007) δείχνουν ότι η ανοδική τάση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας θα συνεχιστεί στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη και κατά τον 21ο αιώνα. Ειδικότερα, βάσει του μέσου όρου ενός συνόλου κλιματικών προσομοιώσεων, η μέση θερμοκρασία της ατμόσφαιρας αναμένεται να αυξηθεί, ανάλογα με την εξέλιξη των συγκεντρώσεων των αερίων του θερμοκηπίου, κατά 1,8-4°C κατά τον τρέχοντα αιώνα. Η άνοδος της θερμοκρασίας εκτιμάται ότι θα είναι σημαντικότερη στα μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη και εντονότερη στις ηπειρωτικές περιοχές σε σύγκριση με τους ωκεανούς (IPCC, 2007). Η θέρμανση του πλανήτη θα έχει ως

(12)

συνέπεια τη μείωση των θαλάσσιων και των χερσαίων εκτάσεων που καλύπτονται από πάγο, καθώς και την αύξηση της μέσης στάθμης της θάλασσας. Μάλιστα, η παρατηρούμενη και αναμενόμενη αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας συνοδεύεται σε πολλές περιοχές και από μια τάση αύξησης της συχνότητας εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως προκύπτει και από την υπό δημοσίευση αναφορά της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) που είναι αφιερωμένη στα ακραία καιρικά φαινόμενα (IPCC, 2013). Οι εκτιμήσεις σχετικά με το ύψος του υετού είναι περισσότερο περίπλοκες λόγω και των τοπικών παραγόντων αλλά και του γεωλογικού αναγλύφου, το οποίο επηρεάζει το ύψος της βροχής. Στον 20ό αιώνα το ύψος της βροχής στις ηπειρωτικές περιοχές εμφάνισε κατά μέσον όρο αυξητικές τάσεις σε ένα μεγάλο τμήμα των μέσων και μεγαλύτερων γεωγραφικών πλατών, ενώ, αντίθετα, στις τροπικές περιοχές επικράτησαν πτωτικές τάσεις. Παρόμοια εικόνα αναμένεται ότι θα παρουσιάσει το ύψος της βροχής και κατά τον 21ο αιώνα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των κλιματικών προσομοιώσεων. Εν γένει αναμένεται αύξηση του υετού στα μέσα και τα ανώτερα γεωγραφικά πλάτη, καθώς και στη ζώνη της Ισημερινής Σύγκλισης, και μείωσή του στους τροπικούς (IPCC, 2007).

Η Νότια Ευρώπη, καθώς και η ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, έχουν αναγνωριστεί ως ευάλωτες περιοχές σε ό,τι αφορά στις επιπτώσεις της ανθρωπογενούς συνιστώσας της κλιματικής αλλαγής (Hulme et al., 1999, Giorgi, 2006, IPCC, 2007). Τούτο συμβαίνει επειδή οι περιοχές αυτές βρίσκονται στα όρια της ζώνης στην οποία επικρατούν ημιερημικές συνθήκες, με αποτέλεσμα μια πιθανή μετατόπιση προς βορρά της βαροκλινικής ζώνης αστάθειας, λόγω της κλιματικής μεταβολής, να επιφέρει δραστικότατες μεταβολές, ιδίως στο ισοζύγιο του ύδατος στη Μεσόγειο. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα μιας σειράς κλιματικών προσομοιώσεων που διεξήχθησαν υπό διάφορα σενάρια

(13)

του 21ου αιώνα η θερμοκρασία θα σημειώσει σημαντική άνοδο, ενώ παράλληλα το ύψος του υετού που αναμένεται στην περιοχή θα μειωθεί (Gibelin and Deque, 2003, Pal et al., 2004, Giorgi and Bi, 2005, Giorgi and Lionello, 2008, Zanis et al. 2009, Καψωμενάκης, 2009, Δουβής, 2009).

Πρόσφατες μελέτες των Gao et al. (2006) Hertig and Jacobeit (2007), Zerefos et al. (2010), χρησιμοποιώντας μεθόδους στατιστικής υποκλιμάκωσης, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το ύψος του υετού θα μειωθεί σημαντικά στα ανατολικά και στα νότια τμήματα της Μεσογείου, κυρίως από τον Οκτώβριο μέχρι και το Μάιο. Άλλες εργασίες, που επικεντρώνονται στη μεταβολή των ακραίων τιμών της θερμοκρασίας και της βροχόπτωσης, έδειξαν ότι στο μέλλον, στην περιοχή της Μεσογείου, θα αυξηθούν δραστικά η ένταση των θερμών εισβολών (Diffenbough et al., 2007, Kuglitsch et al., 2010) και η διάρκεια των περιόδων ξηρασίας (Goubanova and Li, 2007), με συνέπεια, μεταξύ άλλων, τη σημαντική αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών (Giannakopoulos, 2009a). Οι μεταβολές αυτές εκτιμάται ότι θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα της περιοχής, αλλά και σε μια σειρά από τομείς και αποτελέσματα της ανθρώπινης δραστηριότητας (υγεία, γεωργία, τουρισμός, ζήτηση ενέργειας, φυσικές καταστροφές, περιορισμός της βιοποικιλότητας κ.ά.).

1.2. Το παρόν κλίμα της Ελλάδος 1.2.1. Κλιματικοί τύποι

Οι περιοχές που περιβάλλουν τη Μεσόγειο παρουσιάζουν ιδιαίτερο τύπο κλίματος, το λεγόμενο “μεσογειακό τύπο”, ο οποίος σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζεται από συνήθως ήπιους και βροχερούς χειμώνες και θερμά έως πολύ θερμά και ξηρά καλοκαίρια.

Η Ελλάδα, ευρισκόμενη στο άκρο της Χερσονήσου του Αίμου,

(14)

χαρακτηρίζεται από πολύπλοκη τοπογραφία, η οποία, σε συνδυασμό με τα επικρατούντα καιρικά συστήματα, δημιουργεί έντονες κλιματικές αντιθέσεις, έτσι ώστε σε μικρές αποστάσεις μερικών δεκάδων χιλιομέτρων το κλίμα να μεταβάλλεται από μεσογειακό μέχρι και αλπικό. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της χώρας αποτελεί η μεγάλη της ακτογραμμή, η οποία μαζί με την τοπογραφία διαμορφώνει μια ποικιλία τοπικών κλιματικών χαρακτηριστικών, που μπορούν να διαφοροποιηθούν από το συνήθη μεσογειακό τύπο. Σημειώνεται ότι το μέσο υψόμετρο της ηπειρωτικής ενδοχώρας είναι περίπου 600 μ., οι τυπικές βαθμίδες του αναγλύφου είναι 100-200 μ. ανά χλμ. και η συνολική ακτογραμμή της χώρας είναι περίπου 16.300 χλμ., δηλαδή όσο περίπου είναι το 1/3 του μήκους της περιφέρειας της γης στον Ισημερινό! Σε γενικές γραμμές στον ελληνικό χώρο διαμορφώνονται τέσσερεις κλιματικοί τύποι (Μαριολόπουλος, 1938, 1982):

α) ο Θαλάσσιος Μεσογειακός Τύπος, με ευχάριστα χαρακτηριστικά εύκρατου κλίματος, στα δυτικά παράλια της Ελλάδος και στα Ιόνια Νησιά,

β) ο Χερσαίος Μεσογειακός Τύπος, που περιλαμβάνει τη ΝΑ Ελλάδα, μέρος της Στερεάς, τμήματα της Ανατ. Πελοποννήσου, τα νησιά και τα παράλια του Κεντρικού Αιγαίου και της Κρήτης, με ξηρότερα καλοκαίρια και ψυχρότερους χειμώνες από τα αντίστοιχα γεωγραφικά πλάτη του Ιονίου, γ) ο Ηπειρωτικός Τύπος, στο μεγαλύτερο τμήμα της Θράκης, της Μακεδονίας και της Ηπείρου και σε μέρος της Θεσσαλίας, ο οποίος παρουσιάζει χαρακτηριστικά ηπειρωτικού κλίματος των βορειότερων βαλκανικών περιοχών, και

δ) ο Ορεινός Τύπος, που περιλαμβάνει τους ορεινούς όγκους που διασχίζουν την Ελλάδα. Στους ορεινούς αυτούς όγκους υπάρχουν δασώδεις περιοχές με κλίμα δάσους, καθώς και μικρές περιοχές μεγάλου υψομέτρου με αλπικό κλίμα κατά τη διάρκεια του χειμώνα.

Τα νησιά του Β. Αιγαίου παρουσιάζουν μεταβατικό τύπο ηπειρωτικού κλίματος προς χερσαίο και τα Δωδεκάνησα εύκρατο θαλάσσιο τύπο.

(15)

1.2.2. Κλιματικά χαρακτηριστικά των εποχών του έτους

Τα κέντρα δράσης που επηρεάζουν τον καιρό της Νότιας Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου αποτελούνται από αντικυκλώνες και υφέσεις που καθορίζουν τις κινήσεις των αερίων μαζών. Τέτοια κέντρα δράσης, που είναι είτε μόνιμα είτε παροδικά - εποχικά, διαμορφώνονται από τοπικούς παράγοντες και αποκτούν έτσι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, της οποίας και διαμορφώνουν τα κλιματικά χαρακτηριστικά.

Τα επικρατούντα στην ευρύτερη περιοχή συστήματα κυκλοφορίας / κέντρα δράσης που άμεσα επηρεάζουν τον καιρό κατά τη διάρκεια του χειμώνα είναι ο αντικυκλώνας των Αζορών, ο σιβηρικός αντικυκλώνας και οι πρωτογενείς και δευτερογενείς υφέσεις της Μεσογείου. Η μετατόπιση του ατλαντικού αντικυκλώνα προς νότο επιτρέπει τη διέλευση των υφέσεων του Ατλαντικού πάνω από τη Μεσόγειο, ενώ υφέσεις δημιουργούνται και στην περιοχή της Μεσογείου ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του αυλώνα χαμηλών πιέσεων (trough) στην ανώτερη ατμόσφαιρα και της τοπογραφίας. Οι υφέσεις οδηγούνται από τους ανέμους της ανώτερης ατμόσφαιρας και τον πολικό αεροχείμαρρο, σε τροχιές που αντιστοιχούν γενικά στο πολικό μέτωπο. Με τη μετατόπιση του πολικού μετώπου προς τα νοτιοανατολικά το χειμώνα, οι τροχιές των υφέσεων μετατοπίζονται επίσης προς τα νοτιοανατολικά και η Ανατολική Μεσόγειος γίνεται κέντρο υφεσιακής δραστηριότητας. Η εν λόγω δραστηριότητα έχει ως αποτέλεσμα να διέρχονται πάνω από την Ελλάδα υποτροπικές αέριες μάζες, με συνέπεια την επικράτηση ήπιων θερμοκρασιών και την εμφάνιση βροχοπτώσεων.

Η επίδραση την οποία ασκούν στον καιρό και στο κλίμα οι υφέσεις που διέρχονται από την Ελλάδα εξαρτάται και από την τροχιά τους και από την τοπογραφία. Οι υφέσεις που εισέρχονται στην περιοχή από τα δυτικά λόγω των ορεινών όγκων της Δυτικής Ελλάδος, αποδίδουν μεγάλα ποσά βροχόπτωσης στις προσήνεμες περιοχές της ομβροπλευράς και κινούνται εξασθενημένες πάνω από την περιοχή του Αιγαίου, όπου, σε συνδυασμό με

(16)

τη θερμή θάλασσα και τον εμπλουτισμό τους σε υδρατμούς, ενισχύονται και πάλι, με αποτέλεσμα την επανεμφάνιση βροχοπτώσεων στο ανατολικό νησιωτικό σύμπλεγμα και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Η επίδραση του σιβηρικού αντικυκλώνα έχει ως αποτέλεσμα τις πολύ χαμηλές θερμο- κρασίες και το δριμύ ψύχος εξαιτίας της μεταφοράς πολικών ηπειρωτικών αερίων μαζών πάνω από την περιοχή. Η μετακίνηση των αντικυκλώνων με πηγές σχηματισμού τις περιοχές του Βόρειου Ατλαντικού και της Βόρειας Ευρώπης προς τα νότια και η παραμονή τους, η οποία ενδέχεται να είναι και μεγάλης διάρκειας, προκαλούν πολύ ψυχρές αλλά ενίοτε και ηλιόλουστες ημέρες.

Η άνοιξη στην Ελλάδα είναι συνήθως μικρής διάρκειας, όπου ο χειμώνας διατηρείται έως και το Μάρτιο με συχνές ψυχρές εισβολές, μικρής όμως διάρκειας. Τις χειμερινές ημέρες διαδέχονται ημέρες με χαρακτηριστικά του θέρους, ενώ οι βροχοπτώσεις μειώνονται με την ταυτόχρονη αύξηση της ατμοσφαιρικής ευστάθειας, ιδίως προς τα τέλη Μαρτίου. Από τον Απρίλιο, η μέση θερμοκρασία του αέρα αυξάνεται αισθητά σε ολόκληρη τη χώρα και έτσι προετοιμάζεται η είσοδος σε ένα γενικά θερμότερο Μάιο, που αποτελεί και το προοίμιο του θέρους.

Το καλοκαιρινό κλίμα αρχίζει γενικά τον Ιούνιο και ο καιρός είναι κατά κανόνα σταθερός, αίθριος, με μεγάλη ηλιοφάνεια και ανομβρία, η οποία διατηρείται με διαλείμματα βροχοπτώσεων από θερμικές καταιγίδες.

Βεβαίως, οι υφέσεις δεν απουσιάζουν κατά τη διάρκεια του θέρους, είναι όμως γενικά ασθενείς. Τόσο η Βαλκανική Χερσόνησος όσο και η Ανατολία αποτελούν περιοχές δημιουργίας θερμικών χαμηλών. Γενικά, η θάλασσα που περιβάλλει την ξηρά είναι ψυχρότερη από τον αέρα αυτή την εποχή και έτσι δεν ευνοούνται ανοδικές κινήσεις του αέρα λόγω υπερθέρμανσης, που θα συνέτειναν σε θερινή βροχόπτωση. Η ζέστη το καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα έντονη, με εμφάνιση περιόδων καύσωνα, των γνωστών από τους αρχαίους “κυνικών καυμάτων”, σε ολόκληρη τη χώρα, κυρίως με την

(17)

Σε πολλές περιοχές της Ελλάδος η ζέστη μετριάζεται από την ξηρότητα του αέρα και την επίδραση της θαλάσσιας και απόγειας αύρας. Ιδιαίτερα στην Ανατολική Ελλάδα και στην περιοχή του Αιγαίου, οι εποχικοί άνεμοι (Ετησίες) μετριάζουν τη ζέστη της ημέρας όταν πνέουν. Στη Δυτική Ελλάδα, όπου η υγρασία είναι υψηλότερη και στα πεδινά του εσωτερικού της περιοχής δεν φθάνουν οι θαλάσσιες αύρες, ενώ και οι Ετησίες είναι σπάνιοι, η ζέστη μπορεί να γίνει αφόρητη. Η θερμοκρασία του αέρα στις ορεινές περιοχές της Ελλάδος είναι πολύ ικανοποιητική. Οι καλοκαιρινές νύκτες είναι ευχάριστες, ιδίως στην Ανατολική Ελλάδα, λόγω της προαναφερθείσας ξηρότητας της ατμόσφαιρας, της ελαφράς απόγειας αύρας και του περιορισμού των ισχυρών Ετησίων. Η διάρκεια του θέρους πολλές φορές παρατείνεται μέχρι και το Σεπτέμβριο, με υψηλές θερμοκρασίες, ιδιαίτερα στις νότιες περιοχές και στα νησιά.

Το φθινόπωρο είναι ίσως η πλέον ευχάριστη εποχή του έτους στην Ελλάδα και στις νότιες περιοχές της χώρας, ενώ στα νησιά πολλές φορές η διάρκειά του παρατείνεται μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου. Η μέση θερμοκρασία του φθινοπώρου είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη της άνοιξης. Οι πρώτες φθινοπωρινές βροχές παρατηρούνται από τα μέσα Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου, οπότε και η προς τα ανατολικά επέκταση του υποτροπικού αντικυκλώνα των Αζορών διαλύεται σχετικά απότομα και η μετακίνηση της ζώνης υψηλών πιέσεων προς τα νότια σχετίζεται με τις πρώτες εισβολές ψυχρότερων αερίων μαζών. Συχνά στην Ανατολική Ευρώπη η δημιουργία αντικυκλώνα αρχίζει από τα μέσα του φθινοπώρου και προκαλεί στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ελλάδα ημέρες με αίθριο καιρό και νηνεμία, τις παρατηρούμενες στην περιοχή μας ωραίες και σχετικά θερμές ημέρες, το αποκαλούμενο “καλοκαιράκι του Αγίου Δημητρίου” (π.χ. Μαριολόπουλος, 1982, Κοτίνη-Ζαμπάκα, 1983).

(18)

1.2.3. Κλιματικά χαρακτηριστικά των θαλάσσιων περιοχών της Ελλάδος

Το θερμό θαλάσσιο ρεύμα που παραπλέει τα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου εισέρχεται στο Αιγαίο από τα ανατολικά παράλια, ενώ από τον Εύξεινο Πόντο εισέρχεται ψυχρότερο ρεύμα, το οποίο παραπλέει τα δυτικά παράλια του Αιγαίου διαμορφώνοντας θερμοκρασίες επιφάνειας της θάλασσας κατά τι χαμηλότερες στις δυτικές από ό,τι στις ανατολικές ακτές του Αιγαίου (Metaxas, 1973). Σε γενικές γραμμές η θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας παρουσιάζει μέγιστο τον Αύγουστο και ελάχιστο το Φεβρουάριο, εμφανίζοντας ως γνωστόν μια υστέρηση ως προς τη θερμοκρασία του αέρα λόγω της μεγάλης θερμοχωρητικότητας της θάλασσας, και η μέση ετήσια θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη του υπερκείμενου αέρα. Από το Σεπτέμβριο μέχρι το Μάρτιο η μέση μηνιαία θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας είναι υψηλότερη από ό,τι του υπερκείμενου αέρα και φθάνει τον Ιανουάριο - Φεβρουάριο στο Βόρειο και Κεντρικό Αιγαίο μέχρι σχεδόν 3°C υψηλότερα από τον αέρα, ενώ από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο η θάλασσα εμφανίζεται ψυχρότερη από το υπερκείμενο αέριο στρώμα και η θερμοκρασία της φθάνει τον Ιούλιο στο Κεντρικό Αιγαίο σχεδόν τους 2°C χαμηλότερα. Στο Βόρειο Αιγαίο η θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας έχει μέγιστο τον Αύγουστο με περίπου 24°C και ελάχιστο το Φεβρουάριο με 12,5°C, ενώ οι αντίστοιχες τιμές του υπερκείμενου στρώματος αέρα είναι περίπου 24,5°C και 9,5°C αντίστοιχα. Στο Κεντρικό Αιγαίο οι αντίστοιχες τιμές της θάλασσας είναι τον Αύγουστο 25,0°C και το Φεβρουάριο 14,5°C, ενώ του αέρα είναι 26,0°C τον Ιούλιο και 12,0°C τον Ιανουάριο. Στο Νότιο Αιγαίο η μέγιστη μέση μηνιαία θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας είναι 25,0°C τον Αύγουστο και η ελάχιστη 15,5°C το Φεβρουάριο, ενώ οι αντίστοιχες τιμές του υπερκείμενου της θάλασσας

(19)

Πέλαγος οι αντίστοιχες τιμές για τη θάλασσα είναι 25,5°C και 15,0°C, ενώ για τον αέρα είναι 26,0°C και 13,5°C. Η θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας στο Ν. Αιγαίο κατά την ψυχρή περίοδο του έτους είναι λίγο υψηλότερη της αντίστοιχης του Ιονίου Πελάγους, ενώ κατά το θέρος συμβαίνει το αντίθετο. Κατά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, που επικρατούν οι Ετησίες, δημιουργείται στο Ανατολικό Αιγαίο ανοδικό θαλάσσιο ρεύμα, που ψύχει τα επιφανειακά ύδατα αυτής της περιοχής. Η μεγαλύτερη μέση ετήσια θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας παρουσιάζεται στην περιοχή της Ρόδου, περίπου 20°C, ενώ η μικρότερη στη ευρύτερη περιοχή της Αλεξανδρούπολης, περίπου 15,5°C. Η ψυχρότερη μέση μηνιαία θερμοκρασία της επιφάνειας των ελληνικών θαλασσών είναι η περιοχή του ΒΑ Αιγαίου, έξω από τον Ελλήσποντο, όπου το Φεβρουάριο είναι περίπου 11°C, ενώ στο Ν. Ιόνιο Πέλαγος τον Αύγουστο η μέση αντίστοιχη μηνιαία θερμοκρασία φθάνει περίπου τους 26°C.

Το μέσο ετήσιο ύψος του εξατμιζόμενου ύδατος από την επιφάνεια της θάλασσας στα ανατολικά παράλια του Αιγαίου Πελάγους υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε περίπου 2.000 χλστ., ενώ στο Νότιο Αιγαίο σε περίπου 1.800 χιλιοστά. Κατά μήκος των παραλίων του Ιονίου Πελάγους και νότια της Κρήτης η ετήσια εξάτμιση υπολογίζεται σε 1.600 χλστ. περίπου. Γενικά η εξάτμιση στις βόρειες περιοχές του Αιγαίου και του Ιονίου είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στις νότιες περιοχές λόγω των επικρατούντων βόρειων ανέμων. Οι ισοϋψείς της εξάτμισης ολόκληρο το έτος είναι σχεδόν παράλληλες του άξονα του Αιγαίου και οι μεγαλύτερες υπολογισμένες ημερήσιες τιμές, περίπου 7 χλστ./ημέρα, καταγράφονται στα ανατολικά παράλια, όπου τον Ιανουάριο επικρατούν βόρειοι άνεμοι και η διαφορά θερμοκρασίας θάλασσας - αέρα είναι μεγαλύτερη κατά μήκος των ακτών του Ανατολικού Κεντρικού Αιγαίου, καθώς και τον Ιούλιο - Αύγουστο, οπότε πνέουν έντονοι Ετησίες. Το Μάιο η εξάτμιση στα πελάγη λόγω των ασθενών ανέμων εμφανίζει ελάχιστο με ημερήσιες τιμές μικρότερες των 3 χλστ./ημέρα (Metaxas and Repapis, 1977).

(20)

1.2.4. Πηγές και εκπομπές των αερίων ρύπων στον ελλαδικό χώρο την περίοδο 1990-2008

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλλοίωση της ποιότητας του αέρα μέσα στην πόλη από τις δραστηριότητες του ανθρώπου. Η αλλοίωση της κανονικής, φυσικής σύστασης της ατμόσφαιρας με αύξηση των συγκεντρώσεων ορισμένων στοιχείων της ή με εμπλουτισμό με ξένα στοιχεία καλείται ρύπανση της ατμόσφαιρας. Σε σχεδόν όλες τις μεγαλουπόλεις παρατηρείται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ρύπανση της ατμόσφαιρας λόγω των δραστηριοτήτων που ασκεί ο πληθυσμός τους (βιομηχανίες, κυκλοφορία αυτοκινήτων, παραγωγή ενέργειας και θέρμανσης κ.λπ., Gurjar et al., 2007). Πρωτογενείς αέριοι ρύποι που εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα από τις διάφορες πηγές ρύπανσης είναι η αιθάλη, το διοξείδιο του θείου, το μονοξείδιο του άνθρακα, τα οξείδια του αζώτου, διάφοροι υδρογονάνθρακες και άλλα οργανικά αέρια, οξείδια του μολύβδου και διάφορα αιωρούμενα σωματίδια οργανικών και ανόργανων ενώσεων ανθρωπογενούς και φυσικής προέλευσης. Δευτερογενείς αέριοι ρύποι είναι οι ουσίες που παράγονται από τους πρωτογενείς ρύπους μετά από φυσικοχημικό μετασχηματισμό των πρωτογενών ρύπων, κυρίως σε τόπους και εποχές μεγάλης ηλιοφάνειας. Ένας τέτοιος ρύπος είναι το τροποσφαιρικό όζον. Παρακάτω γίνεται αναφορά στους σημαντικότερους πρωτογενείς αστικούς ρύπους (βλ. και Πίνακα 1).

Οξείδια του αζώτου - NOx

Τα οξείδια του αζώτου αποτελούν μια ομάδα ενώσεων, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη χημεία της ατμόσφαιρας, κυρίως στην παραγωγή και την καταστροφή του τροποσφαιρικού όζοντος. Οι δύο κυριότερες ενώσεις της ομάδας αυτής είναι το οξείδιο του αζώτου, ΝΟ, και

(21)

του αζώτου και την αντίδρασή του με το οξυγόνο κατά τη διαδικασία των καύσεων.

Πίνακας 1

Εκπομπές σε χιλιοτόνους (κτν.) για τους σημαντικότερους πρωτογενείς ρύπους πάνω από τον ελλαδικό χώρο και στατιστικά δεδομένα σε σχέση με το ποσοστό

% της συμμετοχής της Ελλάδος στο σύνολο των ευρωπαϊκών εκπομπών, καθώς και η κατά κεφαλή αναλογία των εκπομπών σε κιλά ανά έτος στην Ελλάδα

Συγκριμένες ενώσεις της ομάδας αυτής, όπως π.χ. το NO2, είναι ιδιαίτερα τοξικές. Βραχεία έκθεση σε συγκεντρώσεις μικρότερες των 3 ppm προκαλεί ερεθισμό των πνευμόνων, ενώ συγκεντρώσεις μεγαλύτερες των 3 ppm μπορεί να οδηγήσουν σε δυσλειτουργία των πνευμόνων. Αντίστοιχα μακρά έκθεση σε χαμηλές συγκεντρώσεις μπορεί να επιδράσει στον ιστό των πνευμόνων, προκαλώντας εμφύσημα. Επιμέρους ομάδες του πληθυσμού, όπως οι ασθματικοί και τα παιδιά, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στις επιδράσεις των οξειδίων του αζώτου. Τα οξείδια του αζώτου συνεισφέρουν επίσης στο σχηματισμό λεπτών αιωρούμενων σωματιδίων και την παραγωγή όζοντος, με κόστος αρκετών δισεκ. δολαρίων σε παγκόσμια κλίμακα λόγω ασθενειών και θανάτων.

Στον ελλαδικό χώρο οι κυριότερες εκπομπές σχετίζονται με την παραγωγή ενέργειας (καύση ορυκτών πόρων) σε ποσοστό 59%, τις οδικές μετακινήσεις (29%) και τις διάφορες άλλες μορφές μετακίνησης (11%). Στο

(22)

Διάγραμμα 1 διακρίνονται οι μεγαλύτερες τιμές του ΝΟ2 πάνω από το λεκανοπέδιο της Αττικής και την Κεντρική / Δυτική Μακεδονία (Θεσσαλονίκη / Πτολεμαΐδα), περιοχές που χαρακτηρίζονται από έντονες ανθρωπογενείς δραστηριότητες.

Διάγραμμα 1

Τροποσφαιρικές κατακόρυφες κολώνες του διοξειδίου του αζώτου πάνω από την Ελλάδα για την περίοδο 2003-2009, βάσει δορυφορικών παρατηρήσεων από

το φασματοφωτόμετρο SCIAMACHY

Συνολικά, από το 1990 έως και το 2008, οι εκπομπές των NOx αυξήθηκαν σε ποσοστό 21%, κατατάσσοντας την Ελλάδα 7η στο σύνολο των 27 ευρωπαϊκών χωρών (ΕΕ-27) για τις οποίες υπάρχουν αναφορές.

Πρέπει να τονιστεί ότι η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες στις οποίες παρατηρείται αύξηση των εκπομπών των NOx, καθώς συνολικά στις χώρες της ΕΕ-27 παρατηρήθηκε μείωση ίση με 31%. Τέλος, για την περίοδο 2000- 2008 οι κατά κεφαλήν εκπομπές των NOx αυξήθηκαν κατά 0,9 χλγρ./κάτοικο, φθάνοντας στα 31,8 χλγρ./κάτοικο.

Διοξείδιο του θείου - SO2

Το διοξείδιο του θείου είναι μια χημική ένωση, η οποία ελευθερώνεται

(23)

και από φυσικές πηγές (κατά το 1/4), όπως π.χ. από ηφαιστειογενείς δραστηριότητες. Η σπουδαιότητα του SO2 στην ατμόσφαιρα σχετίζεται κυρίως με τη μεγάλη του διαλυτότητα στα νέφη και στα αιωρούμενα σωματίδια, όπου και μετατρέπεται σε θειικό οξύ (H2SO4). Το τελευταίο είναι από τις βασικότερες ενώσεις που προκαλούν την όξινη βροχή, η εναπόθεση της οποίας έχει αρνητικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα. To διοξείδιο του θείου είναι οξειδωτικό αέριο που προκαλεί πνευμονική δυσλειτουργία, κυρίως σε άτομα με άσθμα, ενώ η δράση του επιτείνεται σε συνδυασμό με αυξημένες συγκεντρώσεις σωματιδίων και άλλων αέριων ρύπων.

Στην Ελλάδα οι εκπομπές του SO2 οφείλονται σχεδόν αποκλειστικά στην παραγωγή ενέργειας, κυρίως μέσω της καύσης των ορυκτών πόρων (93%), ενώ το υπόλοιπο ποσοστό κατανέμεται σε εκπομπές που αφορούν τις μη οδικές μετακινήσεις και τις βιομηχανικές δραστηριότητες. Συνολικά από το 1990 έως και το 2008, παρατηρήθηκε στην Ελλάδα μείωση των εκπομπών SO2 κατά 9%, η οποία όμως ήταν πολύ μικρότερη σε σχέση με τη μέση μείωση (66%) που παρουσίασαν οι 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ετήσια εκπομπή των 448 κιλοτόνων το 2008 κατατάσσει την Ελλάδα 7η στη ζώνη της ΕΕ-27. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ελλάδα συγκεντρώνει περίπου το 8% των συνολικών εκπομπών στη ζώνη της ΕΕ- 27. Τέλος, οι κατά κεφαλήν εκπομπές SO2 για την περίοδο 2000-2008 προσδιορίστηκαν στα 39,9 χλγρ./κάτοικο.

Πτητικοί υδρογονάνθρακες πλην του μεθανίου, NMVOC

Οι πτητικές οργανικές ενώσεις μαζί με τα οξείδια του αζώτου αποτελούν τις πρόδρομες ενώσεις του τροποσφαιρικού όζοντος. Το τελευταίο, σε μεγάλες συγκεντρώσεις στην ατμόσφαιρα, δημιουργεί συνθήκες τοξικής φωτοχημικής ρύπανσης και έχει αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των φυτών και στην ανθρώπινη υγεία (Williams, 2004).

Επιπλέον, οι πτητικοί υδρογονάνθρακες επηρεάζουν σημαντικά την

(24)

οξειδωτική ικανότητα της ατμόσφαιρας (Vrekoussis et al., 2004, Monks, 2005), δηλαδή την προσπάθεια της ατμόσφαιρας να μετασχηματίζει τις διάφορες αέριες ενώσεις με απώτερο σκοπό τον αυτοκαθαρισμό της. Τέλος, οι ενώσεις VOC αποτελούν πρόδρομες ενώσεις σχηματισμού αιωρούμενων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα αλλά και πυρήνων συμπύκνωσης νεφών (Roberts et al., 2002).

Οι πτητικές οργανικές ενώσεις εκλύονται στην ατμόσφαιρα μέσω ανθρωπογενών και φυσικών διαδικασιών (Vrekoussis et al., 2009, 2010). Η εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων, οι βιομηχανικοί διαλύτες και η καύση βιομάζας αποτελούν τις κυριότερες ανθρωπογενείς πηγές, ενώ η πιο σημαντική πηγή βιογενών VOC είναι το ισοπρένιο, που απελευθερώνεται από τα φυτά. Στην Ελλάδα οι πηγές των NMVOC είναι καταμερισμένες σε τέσσερεις κατηγορίες: παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας (26%), οδικές μεταφορές (23%), βιομηχανικές δραστηριότητες (25%), ενώ το υπόλοιπο (25%) προέρχεται από ένα πλήθος άλλων εκπομπών, όπως π.χ. από τις καλλιέργειες, από τη χρήση διαλυτών και από τη διαχείριση αποβλήτων.

Στη ζώνη της ΕΕ-27 παρουσιάστηκε σημαντική μείωση των εκπομπών NMVOC από το 1990 έως το 2008, ίση με 41%. Στην Ελλάδα, η οποία συμβάλλει συνολικά με ποσοστό 2,6% στην εκπομπή των NMVOC στη ζώνη της ΕΕ-27, το ποσοστό της μείωσης ήταν μικρότερο (14%). Οι 218 κιλοτόνοι NMVOC που εκπέμπονται από την Ελλάδα αναλογούν σε κατά κεφαλήν παραγωγή ίση με 19,5 χλγρ./κάτοικο.

Μονοξείδιο του άνθρακα, CO

Το μονοξείδιο του άνθρακα είναι ένα τοξικό και δηλητηριώδες αέριο για τον άνθρωπο, καθώς δρα ανταγωνιστικά με την αιμοσφαιρίνη, δηλαδή την πρωτεΐνη που μεταφέρει το οξυγόνο από τους πνεύμονες στο αίμα.

Είναι προϊόν ατελούς καύσης και παράγεται αντί του διοξειδίου του άνθρακα (CO ). Στο περιβάλλον βρίσκεται σε πολύ χαμηλές

(25)

δισεκατομμύριο μόρια αέρα). Οι εκπομπές του από φυσικές πηγές, όπως π.χ. τα ηφαίστεια και οι πυρκαγιές, είναι χαμηλές σε σχέση με αυτές στα αστικά κέντρα. Στις πόλεις, οι τυπικές συγκεντρώσεις του CO είναι 10 ppmv, 100 φορές πιο υψηλές από τις αντίστοιχες σε μη αστικές περιοχές.

Στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο ποσοστό του εκπεμπόμενου CO προέρχεται από τις οδικές μετακινήσεις (64%), ακολουθούμενο από τις οικιακές και βιομηχανικές δραστηριότητες. Από το 1990 έως το 2008 παρατηρήθηκε στην Ελλάδα μια ραγδαία πτώση των εκπομπών CO από τους 1.281 κιλοτόνους στους 685 κιλοτόνους (46%), ενώ οι κατά κεφαλήν εκπομπές υπολογίζονται στα 61 χλγρ./κάτοικο. Περίπου το 3% των συνολικών εκπομπών του CO προέρχεται από την Ελλάδα.

Αμμωνία, ΝΗ3

Η αμμωνία είναι μια χημική ένωση η οποία τελευταία βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθώς συνδέεται με την ατμοσφαιρική εναπόθεση αζώτου στα οικοσυστήματα, με αποτέλεσμα τον ευτροφισμό και την αύξηση της οξύτητάς τους. Συνδέεται επίσης με το σχηματισμό δευτερογενών σωματιδίων τα οποία επιδρούν στην ανθρώπινη υγεία και στο κλίμα. Στην Ελλάδα, οι εκπομπές της προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τη γεωργία (96%), ενώ ένα επιπλέον μικρό ποσοστό (4%) συνδέεται με τις οδικές μεταφορές. Από το 1990 έως το 2008, παρατηρείται στην Ελλάδα μείωση των εκπομπών αμμωνίας κατά 20%, ενώ οι κατά κεφαλήν εκπομπές προσδιορίζονται στα 5,6 χλγρ./κάτοικο. Συνολικά η Ελλάδα συνεισφέρει το 1,7% των συνολικών εκπομπών NH3 στη ζώνη της ΕΕ-27.

Αιωρούμενα σωματίδια, ΑΣ

Πληθώρα σωματιδίων αιωρούνται στον ατμοσφαιρικό αέρα, όπως π.χ.

σκόνη, γύρη, αιθάλη, καπνός, σταγονίδια. Τα αιωρούμενα αυτά σωματίδια συνήθως χωρίζονται σε αδρά, δηλαδή αυτά των οποίων η διάμετρος είναι μεγαλύτερη από 2,5 μm (ΑΣ10), και σε λεπτά, με διάμετρο μικρότερη των

(26)

2,5 μm (ΑΣ2.5), συμπεριλαμβανομένων των πολύ λεπτών σωματιδίων (ΑΣ1), με διάμετρο μικρότερη του 1,0μm. Η μακράς διάρκειας έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις σωματιδίων, κυρίως λεπτών σωματιδίων, μπορεί να προκαλέσει σοβαρά αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.

Τα πρωτογενή αιωρούμενα σωματίδια προέρχονται από ανθρωπογενείς δραστηριότητες, όπως η γεωργία, η βιομηχανία, οι καύσεις ορυκτών πόρων, και από φυσικές διεργασίες, όπως η μεταφορά σκόνης, οι πυρκαγιές και τα ηφαίστεια. Τα δευτερογενή αιωρούμενα σωματίδια προέρχονται από την οξείδωση πρόδρομων αέριων ενώσεων, όπως π.χ. τα οξείδια του αζώτου, τα οξείδια του θείου, η αμμωνία και οι πτητικές οργανικές ενώσεις. Ειδικότερα για την περιοχή της ελληνικής επικράτειας, τα δευτερογενώς παραγόμενα σωματίδια, που προέρχονται κυρίως από τα ΝΟx και το SO2, αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα της αιωρούμενης σωματιδιακής ύλης. Οι κυριότερες πηγές τους για το έτος 2007 ήταν οι βιομηχανικές εκπομπές, οι οδικές μετακινήσεις και η βιομηχανία που συνδέεται με την παραγωγή ενέργειας.

Στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 2000 έως 2008, εμφανίζεται αύξηση τόσο των λεπτών σωματιδίων (ΑΣ2.5) όσο και των μεγαλυτέρων (ΑΣ10), ίση με 22% και 31% αντίστοιχα. Συγκριτικά στη ζώνη της ΕΕ-27 και για την ίδια περίοδο παρατηρήθηκε μείωση 10% και στις δύο κατηγορίες των σωματιδίων.

1.2.5. Η εξελισσόμενη κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα

Στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Ελλάδος, κατά τη χρονική περίοδο από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1970 οι χρονοσειρές της μέσης θερμοκρασίας του αέρα ακολουθούν την ανοδική θερμοκρασιακή τάση που καταγράφεται και για το Βόρειο Ημισφαίριο-Β.Η.

(Repapis and Philandras, 1988, βλ. και Διαγράμματα 2 και 3). Η ψύξη που παρατηρείται στο Β.Η. κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970

(27)

εμφανίζεται εντονότερη στην Αν. Μεσόγειο και, ενώ στο Β.Η. η θερμοκρασία γρήγορα ανακάμπτει και από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 υπερβαίνει τα επίπεδα στα οποία κυμαινόταν τα προηγούμενα 100 έτη, στην Αν. Μεσόγειο παρατηρείται υστέρηση, με αποτέλεσμα η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας να αρχίσει από τη δεκαετία του 1990 (Ρεπαπής κ.ά., 2002, Saaroni et al., 2003, Feidas et al., 2004 , Repapis et al., 2007).

Διάγραμμα 2

Χρονοσειρές των μέσων ετήσιων τιμών της θερμοκρασίας του αέρα (Λείανση των τιμών με κινούμενο μέσο όρο 10 ετών, 1880-2000)

Ως προς το ύψος του υετού, παρατηρείται σαφής τάση ανόδου του ετήσιου επιπέδου του στη Βόρεια Ευρώπη, με εξαίρεση τη Φινλανδία, και σαφής τάση υποχώρησης στη Νότια Ευρώπη και στη Μεσόγειο (ECSN, 1995, IPCC, 1996, 2001). Ειδικότερα, οι βροχοπτώσεις στην Αν. Μεσόγειο παρουσιάζουν μεγάλη βαθμίδα ελάττωσης από τα δυτικά προς τα ανατολικά

Referências

Documentos relacionados

Η έννοια Η έννοια της αποκωδικοποίησης και τα στάδια εφαρμογής • Η αποκωδικοποίηση αφορά στην κατανόηση, σύλληψη του αρχικού σχεδιασμού του μαθησιακού υλικού είτε αυτό είναι σε μορφή