• Nenhum resultado encontrado

Περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη λειτουργία εγκαταστάσεων εξόρυξης και επεξεργασίες χρυσού και κοινωνικές αντιδράσεις στη Β. Χαλκιδική

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη λειτουργία εγκαταστάσεων εξόρυξης και επεξεργασίες χρυσού και κοινωνικές αντιδράσεις στη Β. Χαλκιδική"

Copied!
59
0
0

Texto

(1)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη λειτουργία εγκαταστάσεων εξόρυξης και επεξεργασίας χρυσού και κοινωνικές αντιδράσεις στη Β. Χαλκιδική.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΗ ΧΙΩΤΗ Α.Μ.: 191/06092 Πτυχιακή εργασία

Επιβλέπων καθηγητής: Γιώργος Δ. Κόκκορης

ΜΥΤΙΛΗΝΗ, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012

(2)

Ευχαριστίες:

Για την ολοκλήρωση αυτής της πτυχιακής εργασίας, θα ήθελα να ευχαριστήσω μία σειρά ανθρώπων οι οποίοι με πίστεψαν, με εμπιστεύθηκαν και με στήριξαν. Πρώτα, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ.

Γ. Κόκκορη, επιβλέποντα καθηγητή μου για την αμέριστη στήριξη και ενθάρρυνση, την κ. Μ. Καραντανέλλη για όλες τις διορθώσεις που έγιναν και την κ. Αν. Νικολάου για τη συμμετοχή της στην τριμελή εξεταστική επιτροπή. Τους γονείς μου, Τζανή και Ελένη και τον αδερφό μου, Χάρη, που χωρίς τη δική τους στήριξη και εμπιστοσύνη όλα αυτά τα χρόνια, αυτή τη στιγμή δεν θα ήμουν εδώ. Δεύτερον, θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλη την κοινωνία του Δήμου Αριστοτέλη, το Συντονιστικό Σταγείρων-Ακάνθου, τον κ.Τόλη και ιδιαίτερα σε ένα φίλο που κέρδισα μέσα από όλη την έρευνα που έχω κάνει, τον Θανάση για την ιδιαίτερα σημαντική και απόλυτα καθοριστική βοήθειά του. Τέλος, ένα εξίσου σημαντικό και μεγάλο ευχαριστώ στις πολύ καλές μου φίλες Μαρινίκη και Μαρία, για την πολύ μεγάλη βοήθειά τους.

(3)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

Σκοπός της πτυχιακής εργασίας ... 1

Εισαγωγή ... 2

Ιστορικό των μεταλλείων της περιοχής ... 5

Κεφάλαιο 1: Μεθοδολογία επεξεργασίας μεταλλευμάτων χρυσού. ... 9

1.1 Μέθοδοι ανάκτησης χρυσού ... 9

1.2 Η μέθοδος της κυάνωσης ... 10

1.3 Αλλαγές στην τεχνολογία ... 12

1.4 Η περίπτωση των Σκουριών Χαλκιδικής ... 13

Κεφάλαιο 2: Οι αναμενόμενες επιπτώσεις ... 16

2.1 Μελέτες επιστημονικών φορέων. ... 16

2.2 Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ... 24

Κεφάλαιο 3: Κοινωνικές αντιδράσεις ... 35

3.1 Το κίνημα Occupy ... 35

3.1.1 Γενικά για το κίνημα Occupy ... 35

3.1.2 Το κίνημα Occupy και η διαμαρτυρία κατά του εργοστασίου χρυσού στη Β. Χαλκιδική ... 35

3.2 Το Ανοιχτό Συντονιστικό Θεσσαλονίκης ... 41

3.2.1 Τι είναι το Ανοιχτό Συντονιστικό Θεσσαλονίκης... 41

3.2.2 Αγώνες ενάντια στα μεταλλεία χρυσού ... 41

3.2.3 Δραστηριότητα του Ανοιχτού Συντονιστικού Θεσσαλονίκης ενάντια στα μεταλλεία χρυσού ... 42

3.3 Κίνηση Ενεργών Πολιτών Σταγείρων- Ακάνθου ... 43

3.3.1 Τι είναι η Κίνηση Ενεργών Πολιτών Σταγείρων- Ακάνθου ... 43

3.3.2 Σκοπός δημιουργίας ... 44

3.3.3 Δράσεις της Κίνησης Ενεργών Πολιτών Σταγείρων- Ακάνθου ... 44

3.4 Οι Πολίτες Αριστοτέλη ... 47

Κεφάλαιο 4: Συζήτηση – Συμπεράσματα ... 50

Βιβλιογραφία ... 54

(4)

ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Σκοπός της παρούσας πτυχιακής εργασίας είναι η καταγραφή των τεχνικών που χρησιμοποιούνται ευρέως για την εξόρυξη και επεξεργασία των μεταλλευμάτων χρυσού και η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως αυτές καταγράφονται και τονίζονται τόσο από την επιστημονική κοινότητα, όσο και από την Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) της εταιρείας, η οποία δραστηριοποιείται στην περιοχή της Χαλκιδικής (περιοχή Σκουριές). Ο Νομός Χαλκιδική δεν αναγνωρίζεται για την μεταλλευτική του δραστηριότητα, εντούτοις σημειώνεται έντονη μεταλλευτική δραστηριότητα στα Βόρεια του Νομού.

Επομένως, στόχος της πτυχιακής εργασίας είναι να γίνει μία πρώτη εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στο Νομό Χαλκιδικής όσον αφορά στην υφιστάμενη μεταλλευτική δραστηριότητα και συγκεκριμένα τη δημιουργία και λειτουργία εγκαταστάσεων εξόρυξης και επεξεργασίας χρυσού, στην περιοχή Σκουριές. Σημαντικό εξίσου μέρος της εργασίας αποτελεί και η αναφορά στις κοινωνικές αντιδράσεις τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και σε τοπικό.

(5)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η χερσόνησος της Χαλκιδικής γεωγραφικά βρίσκεται μεταξύ των Κόλπων του Θερμαϊκού και του Στρυμονικού, ΝΑ του Νομού Θεσσαλονίκης και στα νότια της πόλης της Θεσσαλονίκης. Αποτελείται από τρείς μικρότερες χερσονήσους της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και του Άθω.

Εικόνα 1: Δορυφορική εικόνα της Χαλκιδικής.

Ο Νομός Χαλκιδικής έχει έκταση 2.918km² ,όπου από αυτά τα 729km² είναι πεδινά (25%), τα 1.464 ημιορεινά (50%) και τα 725km² ορεινά (25%). Η βλάστηση καλύπτει 1.450km², ποσοστό 50% της συνολικής έκτασής της.

Και οι τρεις χερσόνησοι που την απαρτίζουν παρουσιάζουν κύρια ορεινή μορφολογία με πυκνό δίκτυο βαθιών στενών κοιλάδων. Οι ακτές στη δυτική Χαλκιδική και χερσόνησο Κασσάνδρας ορθώνονται απόκρημνα με εμφανή την έντονη παράκτια θαλάσσια διάβρωση.

(6)

Ενδιάμεσα απλώνονται χαμηλές αμμώδεις παραλίες. Οι ακτές της Σιθωνίας και ΒΑ Χαλκιδικής είναι απότομες αποτελούμενες από κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα και γρανίτες.

(Βεράνης, 1994)

Κύριοι κλάδοι του υδρογραφικού δικτύου είναι ο Ανθεμούντας, ο Ολύνθιος, ο Χαβρίας και ο Ασπρόλακκας-Κοκκινόλακκας.

Όσον αφορά στις δασικές εκτάσεις, η φυσική βλάστηση διακρίνεται στις εξής τρεις κατηγορίες: στην υψηλή δενδρώδη βλάστηση αείφυλλων και πλατύφυλλων ειδών, με έντονη την παρουσία πυκνών δασών κυρίως από δρυ, οξιά και μαύρη πεύκη, όπως επίσης και καστανιά στην Κοινότητα Ταξιάρχη. Στη χαμηλή θαμνώδη δασική βλάστηση από αείφυλλα και πλατύφυλλα φυτά, όπου κυριαρχούν το πουρνάρι, όπως και άλλα είδη (κουμαριά, όρια και ερείκη). Τέλος, στα μονοετή ή πολυετή αγρωστώδη φυτά και τα ψυχανθή.

Στον παρακάτω Πίνακα φαίνονται τα επίσημα δημοσιευμένα στοιχεία για τη χρήση γης του Νομού Χαλκιδικής, όπως αυτά δημοσιεύτηκαν από την ΕΣΥΕ σε απογραφή του 1981:

Χρήσεις γης Έκταση (km²) % κατανομή

Γεωργική γη 930,3 31,9

Βοσκότοποι 469,1 16,1

Δάση 1.371,5 47,0

Λοιπές εκτάσεις 146,9 5,0

Σύνολο 2917,9 100,0

Πίνακας 1:Χρήση εδαφικών πόρων στον Νομό Χαλκιδικής.

Τέλος, σχετικά με τις οικολογικά ευαίσθητες- προστατευόμενες περιοχές του Νόμου Χαλκιδικής, αυτές είναι:

Ενταχθείσες στο Πρόγραμμα Natura 2000:

 Η περιοχή «Όρος Στρατωνικό – Κορυφή Σκαμνί», ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (SCI) από τον Σεπτέμβριο του 2006 (GR 1270005).

(7)

 Η προστατευόμενη περιοχή «Λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά και Στενά Ρεντίνας»

(GR 1220009).

 Η περιοχή «Όρος Χολομώντας» ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (GR 1270001) .

 Η περιοχή «Ταξιάρχης-Πολύγυρος » ως Ειδική Ζώνη Προστασίας(SPA) τον Φεβρουάριο του 1997 (GR 1270012).

 Ο Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (SCI) «Χερσόνησος Άθως» εμπεριέχεται εντός των ορίων του βιότοπου Corine «Όρος Άθως» από τον Σεπτέμβριο του 2009 (GR1270003) .

 Το Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς «Όρος Άθως» βρίσκεται παρομοίως εντός των πλαισίων του βιότοπου Corine«Όρος Άθως».

Εικόνα 2: Δορυφορική εικόνα του Νομού Χαλκιδικής από το Natura 2000 Viewer.

Στην Εικόνα 2, οι περιοχές με μπλε σήμανση, είναι οι φυσικοί οικότοποι, όπως αυτοί αποτυπώνονται από την Ευρωπαϊκή Ένωσης (ΕΕ) στην προσπάθειά της για διασφάλιση της βιοποικιλότητας μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας

(8)

είναι περιοχές προστασίας, διαχείρισης και ρύθμισης όλων των ειδών των πτηνών που ενδιαιτούν τελώντας σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αυγών αυτών των πουλιών και των ενδιαιτημάτων τους.

Προστατευόμενες περιοχές από τη συνθήκη Ramsar:

 Ο Υγροβιότοπος του Αγίου Μάμα.

Διατηρητέα μνημεία:

 Το πεύκο της Νικήτης, ο πλάτανος του Γεροπλάτανου και ο πλάτανος της Βάβδου.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

Τα Μεταλλεία Κασσάνδρας αποτελούνται από μία έκταση 317.000 στρεμμάτων μεταξύ Ολυμπιάδας – Βαρβάρας – Στανού – Αρναίας – Παλαιοχωρίου - Μ.Παναγίας - Ιερισσού. Από τα αρχαία μεταλλευτικά έργα (φρέατα και στοές) που υπάρχουν διάσπαρτα στην περιοχή, από τα υπολείμματα των εκκαμινεύσεων (σκωρίες) και από τις ιστορικές πηγές, προσδιορίζεται η έναρξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας στις αρχές της κλασσικής αρχαιότητας. Τα μεταλλεία της Χαλκιδικής ήταν ενεργά στην εποχή του Φιλίππου Β’ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η εκμετάλλευσή τους σταμάτησε μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, λόγω του ανταγωνισμού από τα μεταλλεία της Ισπανίας. Τον 9ο αιώνα απαντάται για πρώτη φορά το τοπωνύμιο Σιδηροκαύσια (η περιοχή βόρεια του Ισβόρου/Στρατονίκης) που ήταν την εποχή εκείνη το μεταλλευτικό κέντρο της περιοχής.

Από την Τουρκική κατάκτηση, στις αρχές του 15ου αιώνα και μέχρι το 18ο αιώνα, τα μεταλλεία της ΒΑ Χαλκιδικής γνωρίζουν διαδοχικές περιόδους κρίσης και άνθησης. Οι Σουλτάνοι Μουράτ Β’ και Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής εκδίδουν ειδικούς κανονισμούς λειτουργίας των μεταλλείων, τα οποία την εποχή εκείνη εκμεταλλεύονταν τον άργυρο και το μόλυβδο. Για την εκκαμίνευση του μεταλλεύματος λειτουργούσαν στην περιοχή 500-600 καμίνια, ενώ στην περιοχή λειτουργούσε κρατικό νομισματοκοπείο. Από φιρμάνι του 1775 γνωρίζουμε ότι τα Μαντεμοχώρια (τα 12 κεφαλοχώρια της περιοχής με τους πολυάριθμους δορυφορικούς οικισμούς) είχαν το προνόμιο της αυτοδιαχείρισης, με υποχρέωση να παραδίδουν ως φόρο στο Σουλτάνο 550 λίβρες αργύρου το χρόνο. Εξαιρετικό ενδιαφέρον

(9)

παρουσιάζει η περιγραφή των άθλιων συνθηκών εργασίας των κατοίκων των Μαδεμοχωρίων στα μεταλλεία. Σύμφωνα με την περιγραφή του Γάλλου Cousinery, Γενικού Πρόξενου της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη: «η Λιαρίγκοβη (Αρναία) είναι εν των χωρίων που υποφέρει περισσότερον των άλλων από την υποχρεωτική εργασίαν εις τα μεταλλεία. Εκατό άνθρωποι αγγαρεύονται κατ’ έτος… Τα δώδεκα χωρία που υπόκεινται εις αυτήν την υποχρεωτικήν εργασίαν, συχνάκις δεινοπαθούσιν εκ μέρους του Αγά ο οποίος διευθύνει τα μεταλλεία (Μαντέμ Αγάς) και ακόμα κρατείται συγγενής τους ως όμηρος δια την επιτυχίαν της στρατολογίας των μεταλλωρύχων εργατών».

Όταν μειώθηκε, λόγω της ποιότητας του μεταλλεύματος η παραγωγή των μεταλλείων, οι Μαδεμοχωρίτες προτιμούσαν να συμπληρώνουν με δική τους δαπάνη τον παραπάνω φόρο, αγοράζοντας και λιώνοντας ασημένια ισπανικά τάλιρα, προκειμένου να διατηρήσουν την αυτονομία τους. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Παπαρρηγόπουλου στην "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" (τόμος Ε’ μέρος Β, σελ. 118): «Το ιδίως περίεργον είναι ότι ενώ προϊόντος του χρόνου ηλαττώθη η εκ των μεταλλείων πρόσοδος, οι Μαδεμοχωρίται δεν εδήλωσαν την αλλοίωσιν ταύτην των πραγμάτων εις την κυρίαρχην δύναμιν ίνα αποφύγωσι πάσαν αφορμήν επεμβάσεως. Προετίμουν δε να συμπληρώσι τα 220 οκάδας αργύρου αγοράζοντες Ισπανικά τάλιρα και χύνοντες αυτά και στέλλοντες εις Κωνσταντινούπολιν τους ούτως σχηματιζομένους όγκους του αργύρου, ως αν παρήγοντο εκ των μεταλλείων. Ουδ’εζημιούντο ίσως πραγματικώς, διότι σώζοντες την ελευθέραν ενάσκησιν των κοινοτικών αυτών θεσμών, έσωζον συνάμα την ελευθερίαν της γεωργίας και της εμπορίας, δι’

ης συνέλλεγον επί της επιφανείας της γονίμου εκείνης χώρας θησαυρούς μείζονας των πρότερον αναζητουμένων εν τοις σπλάχνοις της γης».

Υπάρχει ακόμα πλήθος ιστορικών στοιχείων για τα Μαντεμοχώρια, γραμμένα από τον Γάλλο περιηγητή Pierre Belon (1555), τον Άγγλο περιηγητή Urkuart (1850) και άλλους που επιβεβαιώνουν τις σχετικές αναφορές του Παπαρρηγόπουλου. Οι κάτοικοι των Μαδεμοχωρίων μόνον καταναγκαστικά δούλευαν ως μεταλλωρύχοι. Είχαν διαπιστώσει ότι οι θησαυροί της γόνιμης χώρας τους ήταν στην επιφάνεια του εδάφους και όχι στα σπλάχνα της γης. Τα Μαντεμοχώρια έχασαν την αυτονομία τους και υποχρεώθηκαν να πληρώνουν βαρείς φόρους, μετά την αποτυχημένη επανάσταση της Χαλκιδικής το 1822,. Ο Μεταλλευτικός Συνεταιρισμός διαλύθηκε και σύντομα τα μεταλλεία διέκοψαν τη λειτουργία τους.

Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, με Φιρμάνια του Οθωμανικού Κράτους, η εκμετάλλευση των μεταλλείων της περιοχής παραχωρήθηκε σε ιδιώτες, από τους οποίους οι σημαντικότεροι ήταν ο Ερρίκος Μισραχή και ο Νικόλαος Ψυχάρης.

Οι τελευταίοι, το 1893 μεταβίβασαν τα δικαιώματά τους στην "ΓΑΛΛΟ- ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ Α.Ε. ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ", με έδρα το Παρίσι. Η εταιρεία

(10)

δραστηριοποιήθηκε στην παραγωγή μαγγανιούχου μεταλλεύματος, μέχρι το 1908 που διέκοψε τη λειτουργία της.

Το 1927 τα μεταλλεία μεταβιβάσθηκαν στην Α.Ε.Ε.Χ.Π.&Λ. (ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΗΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ) και έτσι δημιουργήθηκε το Τμήμα Μεταλλείων της εταιρείας με την επωνυμία "ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ". Από τότε και μέχρι το 1976, η Α.Ε.Ε.Χ.Π.&Λ. με τη συνεχή επέκταση των μεταλλευτικών δικαιωμάτων της στην περιοχή απέκτησε την κυριότητα σημαντικού τμήματος του ορυκτού πλούτου της ΒΑ Χαλκιδικής.

Αρχικά η δραστηριότητα της εταιρείας επικεντρώθηκε στην εκμετάλλευση του σιδηροπυρίτη του Μαντέμ Λάκκου (θέση CHEVALIER), που αποτελούσε την πρώτη ύλη για την παραγωγή με φρύξη θειϊκού οξέως. Το μετάλλευμα που εξορυσσόταν υφίστατο εμπλουτισμό σε μονάδα εγκατεστημένη στον όρμο του Στρατωνίου και τα παραγόμενα απόβλητα απορρίπτονταν στην παρακείμενη θαλάσσια περιοχή.

Το 1953 η Α.Ε.Ε.Χ.Π.&Λ. ξεκίνησε τη λειτουργία του μεταλλείου του Μαντέμ Λάκκου και το 1957 του μεταλλείου των Μαύρων Πετρών, με παραγωγή μικτών θειούχων μεταλλευμάτων (BPG: Blend Pyrite Galena). Παράλληλα κατασκεύασε στη θέση του παλαιού πλυντηρίου στο Στρατώνι εργοστάσιο εμπλουτισμού διαφορικής επίπλευσης για την παραγωγή θειούχων συμπυκνωμάτων μολύβδου, ψευδαργύρου και σιδηροπυρίτη. Στη θέση της παλαιάς μονάδας εμπλουτισμού κατασκευάσθηκαν δύο νέα εργοστάσια εμπλουτισμού.

Tο 1974 η Α.Ε.Ε.Χ.Π.&Λ. εγκατέλειψε την εκμετάλλευση του κοιτάσματος σιδηροπυρίτη του μεταλλείου του Μαντέμ Λάκκου και περιορίσθηκε στην εκμετάλλευση των μικτών θειούχων κοιτασμάτων της περιοχής.

Το 1972 ξεκίνησε παράλληλα η εκμετάλλευση της μικτής θειούχας χρυσοφόρου μεταλλοφορίας της Ολυμπιάδας. Το 1976 κατασκευάστηκε το εργοστάσιο εμπλουτισμού της Ολυμπιάδας για την παραγωγή συμπυκνωμάτων μολύβδου, ψευδαργύρου και χρυσοφόρου αρσενοπυρίτη (πυρίτης με περιεκτικότητα 12% σε αρσενικό).

Από το 1985 το χρυσοφόρο συμπύκνωμα άρχισε να αποθηκεύεται σε υπαίθριους χώρους, με τη μορφή σωρών, για να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για τη μονάδα χρυσού που είχε αρχίσει να υλοποιείται ως πρόγραμμα από τη ΜΕΤΒΑ.

Οι επιδόσεις της Α.Ε.Ε.Χ.Π.&Λ. στον τομέα προστασίας του περιβάλλοντος κάθε άλλο παρά ζηλευτές ήταν. Το εργοστάσιο εμπλουτισμού του Στρατωνίου διέκοψε την απόρριψη στον όρμο του Στρατωνίου, αρχικά του αδρομερούς κλάσματος του τέλματος εμπλουτισμού (1978), και στη συνέχεια του λεπτομερούς (1983). Τα τέλματα άρχισαν να μεταφέρονται στη θέση Chevalier και Καρακόλι του Μαντέμ Λάκκου. Υπολογίζεται ότι μέχρι τότε περίπου 12.000.000 τόνοι τελμάτων εμπλουτισμού είχαν διατεθεί στη θαλάσσια

(11)

περιοχή του Στρατωνίου, με επιβαρυντικές συνέπειες για την υγεία των κατοίκων και τα οικοσυστήματα της περιοχής. Η ρύπανση της παραλιακής ζώνης του Στρατωνίου αξιολογείται ως ιδιαίτερα υψηλή και μη αναστρέψιμη. (TVX HELLAS, ΜΠΕ Μεταλλευτικών Εγκαταστάσεων Στρατωνίου, 1997). Η υπαίθρια απόθεση των θειούχων πυριτών στην Ολυμπιάδα ήταν ακόμη μία περιβαλλοντική καταστροφή.

Η υπόγεια μεταλλευτική δραστηριότητα στα όρια του οικισμού της Στρατονίκης, στη δεκαετία του '70, προκάλεσε εκτεταμένες καθιζήσεις και την κατάρρευση σπιτιών και μιας εκκλησίας. Από το 1987 στα Μεταλλεία Κασσάνδρας άρχισε να χρησιμοποιείται η λιθογόμωση των εξοφλημένων στοών με αδρομερές τέλμα εμπλουτισμού αναμεμιγμένο με τσιμέντο.

Μετά την πτώχευση της T.V.X. Hellas, η οποία λειτουργούσε τα μεταλλεία από το έτος 2000, ακολούθησε η δημοσίευση του νόμου 3220/2004 (ΦΕΚ Α΄15), με το άρθρο 52 του οποίου κυρώθηκε η από 12.12.2003 Σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εταιρείας, Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. και μεταβιβάσθηκε το ενεργητικό της εταιρίας «T.V.X.

Hellas ΑΕ», το οποίο είχε περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει της κυρωθείσας με το αρθρ. 51 του ιδίου ως άνω νόμου συμβάσεως εξωδίκου συμβιβασμού, στην εταιρία

«Ελληνικός Χρυσός Α.Ε.»

(12)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑΤΩΝ ΧΡΥΣΟΥ

1.1 Μέθοδοι ανάκτησης χρυσού.

Μια μέθοδος ανάκτησης, είναι η "Βαρυτομετρική", η οποία στοχεύει να δώσει ένα προσυμπύκνωμα ή να ανακτήσει το χονδρομερές κλάσμα του χρυσού, οδηγώντας το στην τήξη, ενώ το λεπτομερές, ανακτάται με κυάνωση. Η μέθοδος της αμαλγαματοποίησης, στηρίζεται στην ιδιότητα του υδραργύρου να διαλυτοποιεί το χρυσό δημιουργώντας αμάλγαμα. Η μέθοδος αυτή αν και έχει απαγορευτεί από πολλές χώρες του κόσμου για τις επικίνδυνες επιπτώσεις που έχει στο περιβάλλον, χρησιμοποιείται ακόμα σε κάποιες άλλες κατά τη χειροτεχνική, μικρής κλίμακας εξόρυξη του χρυσού. Υπολογίζεται ότι μ’ αυτόν τον τρόπο παράγονται ετησίως περίπου 225 τόνοι χρυσού και μόνο ποσοστό 20% της παραγωγής αυτής διοχετεύεται στην αγορά από επίσημα κανάλια. Με τη συγκεκριμένη μέθοδο, υπολογίζεται, επίσης, πως περίπου ένα κιλό υδραργύρου απελευθερώνεται στο περιβάλλον για κάθε κιλό παραγόμενου χρυσού με αυτήν την μέθοδο, με αποτέλεσμα την σημαντική ρύπανση των περιοχών που φιλοξενούν τέτοιες δραστηριότητες από ένα μεταλλικό στοιχείο γνωστό για την τοξικότητά του. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για τον περιορισμό της ρύπανσης.(F.Korte, Gold and Mercury)

Η διαλυτοποίηση αποτελεί μια ακόμη μέθοδο, που απαιτεί την οξείδωσή του και τη δημιουργία σταθερού συμπλόκου στο διάλυμα. Τα χημικά είδη που χρησιμοποιούνται είναι τα αλογόνα, κυανιούχο νάτριο παρουσία οξυγόνου, θειουρία παρουσία τρισθενούς σιδήρου, και εκχύλιση με θειικό άλας.

Οι χρησιμοποιούμενες τεχνικές εκχύλισης, είναι η «σε συστοιχία αναδευόμενων δοχείων» για πλούσια μεταλλεύματα και η «εκχύλιση σε σωρούς» για φτωχά. Στην πρώτη περίπτωση, το μετάλλευμα υφίσταται λειοτρίβηση μέχρι λήψης πολφού, αναδεύεται με κυανιούχες ενώσεις, οξυγονώνεται, ρυθμίζεται το pΗ του με υδροξείδιο του ασβεστίου και μετά την παρέλευση 30 ωρών, λαμβάνεται ως σύμπλοκο κυανίου σε υδατικό διάλυμα.

Σημειώνεται ότι και στην δεύτερη μέθοδο χρησιμοποιούνται κυανιούχες ενώσεις.

Η καταστροφή των κυανιούχων αποβλήτων γίνεται με αλκαλική χλωρίωση, με οξείδωση του διοξειδίου του θείου και αέρα παρουσία καταλύτη χαλκού ,με οξείδωση του υδρογόνου και με βιολογική αποδόμηση(Yannopoulos, 1991). Σε γενικές γραμμές, οι χημικές μέθοδοι εξουδετέρωσης των κυανιούχων παρουσιάζουν αδυναμίες, όσον αφορά στο σχηματισμό τοξικών υποπροϊόντων, την παραμονή υψηλών συγκεντρώσεων κυανίου άνω του 0,5 ppm και

(13)

την αδυναμία αποδόμησης πολυκυανιούχων ενώσεων, ενώ οι βιολογικές το υψηλό κόστος κεφαλαίου και την αδυναμία εφαρμογής τους σε συγκεντρώσεις κυανίου άνω των 200 ppm.

Ο δυσκατέργαστος χρυσός, ο οποίος βρίσκεται στο μετάλλευμα διάσπαρτος μέσα σε πλέγμα θειούχων ορυκτών, πρέπει να υποστεί οξειδωτική προκατεργασία και στην συνέχεια ανάκτηση με κυάνωση.

Μια μέθοδος οξείδωσης είναι αυτή της φρύξης, η οποία είναι έντονα εξώθερμη, οξειδώνει τα τελουρίδια και τα βασικά μέταλλα, ενώ απομακρύνει το θείο, το αρσενικό, το αντιμόνιο και τα πτητικά συστατικά. Τα προβλήματα που προκαλεί αυτή η μέθοδος, είναι η ρύπανση της ατμόσφαιρας με οξείδια του αρσενικού, αντιμονίου και υδραργύρου, μέσω των καπναερίων του φρύγματος, σε περιπτώσεις αύξησης της χρησιμοποιούμενης ποσότητας κυανίου και την έκλυση θερμότητας, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο διαταραχής του μικροκλίματος.

Μια ακόμη μέθοδος, είναι η οξείδωση υπό πίεση, η οποία παρέχει στερεά και υγρά απόβλητα με σημαντικότερο το αρσενικούχο υδροξείδιο του σιδήρου, που εγκυμονεί κινδύνους έκλυσης αρσενικού στην ατμόσφαιρα.(Robins, 1990 ; Harris and Crausse, 1993).

Η βιολογική

οξείδωση

αποτελεί μια ακόμη μέθοδο, που βρίσκεται υπό μελέτη και εκμεταλλεύεται την παρουσία μικροοργανισμών οξύφιλων του θείου και του σιδήρου.

Επηρεάζεται αρνητικά από την παρουσία ιόντων, την διακύμανση της θερμοκρασίας και τον χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης των βακτηριδίων, ενώ ως σημαντικό απόβλητο, παράγει βασικό αρσενικό σίδηρο.

Η εξόρυξη και παραγωγή χρυσού με κυάνωση είναι μια υδροβόρος διαδικασία στη μεταλλουργία όπου κατά την παραγωγική μέθοδο, ο χρυσός ανακτάται με τη χρήση του γνωστού κυανίου

1.2 Η μέθοδος της κυάνωσης.

Διεθνώς η μέθοδος αυτή είναι επικρατέστερη, καθώς από τις 875 υπό εκμετάλλευση μονάδες χρυσού και αργύρου ανά την υφήλιο, οι 460 χρησιμοποιούν κυάνιο (Mudder and Botz, 2000) και επειδή είναι αυτή που εγείρει τις περισσότερες αντιδράσεις, θα εξετασθεί χωριστά και αναλυτικά.

Κατά την επεξεργασία του χρυσού ένα αραιό διάλυμα κυανιούχου νατρίου, είτε ψεκάζεται πάνω στο χρυσοφόρο μετάλλευμα, το οποίο προηγούμενα έχει αλεσθεί, τεμαχιστεί και έχει τοποθετηθεί σε σωρούς σε εξωτερικό χώρο, είτε αναμιγνύεται με το αλεσμένο μετάλλευμα μέσα σε κλειστές δεξαμενές(Use of Cyanide in the Gold Industry, International Council on Metals and the Environment Industry. Codes of Practice for Cyanide Management.) Και στις δύο παραλλαγές της μεθόδου, η βασική αρχή είναι πως το διάλυμα του κυανίου διερχόμενο μέσα από το μετάλλευμα, δεσμεύει ακόμα και τα μικροσκοπικά

(14)

τεμάχια χρυσού, σε ένα υδατοδιαλυτό σύμπλοκο κυανίου-χρυσού, από το οποίο μπορεί σε άλλο στάδιο της διαδικασίας ή και παράλληλα να απομονωθεί ο χρυσός. Για την τελική απομόνωση του χρυσού απαιτείται περαιτέρω επεξεργασία, που μπορεί να είναι με ενεργό άνθρακα, θερμική, με ηλεκτρόλυση κ.ά.( Moran, 2000)

Η μέθοδος επεξεργασίας του χρυσοφόρου μεταλλεύματος ακολουθεί τα εξής στάδια:

εξόρυξη, μεταφορά του μεταλλεύματος με φορτηγά στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας, κονιορτοποίηση του μεταλλεύματος σε μορφή λεπτής πούδρας, κοσκίνισμα, μετατροπή σε λάσπη σε νερόμυλο, ανάμειξη της λάσπης με κυάνιο σε ειδικές δεξαμενές όπου ο χρυσός διαλυτοποιείται και απορροφάται από τον άνθρακα που υπάρχει στο ιλυούχο ύδωρ, ηλεκτροεξόρυξη του χρυσού από τον άνθρακα και μετατροπή του σε χρυσόσκονη, τήξη της χρυσόσκονης και μορφοποίηση αυτής σε καλούπια, χημική αδρανοποίηση της προκύπτουσας ιλύος (η οποία περιέχει κυάνιο και βαρέα μέταλλα), απόθεση της ιλύος σε δεξαμένη αποβλήτων (χαβούζα) όπου υποτίθεται ότι επέρχεται σταδιακή μείωση με την πάροδο του χρόνου της περιεκτικότητάς της σε τοξικά.

Κατά τη διαδικασία αυτή χρησιμοποιούνται δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού, προκειμένου να γίνουν οι ειδικές πλύσεις του εμπλουτισμένου σε κυανιούχα χώματος. Αφού ληφθεί ο χρυσός παραμένουν εκατομμύρια κυβικά μέτρα ιλύος, που περιέχουν ενώσεις του κυανίου και βαρέα μέταλλα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα κυανιούχα κατάλοιπα στις ανοιχτές δεξαμενές υπολογίζεται ότι θα περιέχουν περί τα 12.500.000 κιλά κυανίου, τα οποία λόγω σταθερότητας θα διατηρούνται στην περιοχή όπου γίνεται η επεξεργασία, ενώ ο χρυσός ιδιοκτησία των εταιριών, θα οδεύει σε αγορές του εξωτερικού και τα κέρδη στα ταμεία τους.

Και φυσικά δεν τίθεται καν θέμα απόλυτης στεγανότητας στις λίμνες αποβλήτων, καθώς όπως διαβεβαιώνει και ο A. Baier του Πανεπιστημίου Erlangen της Γερμανίας "Δεν υπάρχει χώρος εναπόθεσης αποβλήτων, ο οποίος να είναι απόλυτα στεγανός. Το νερό και κάθε διάλυμα βρίσκει το δρόμο του". Επιπρόσθετα:

Δεν έχει μέχρι σήμερα επιτευχθεί η απόλυτη εξουδετέρωση του κυανίου, ούτε καν εργαστηριακά. Γίνεται λοιπόν, κατανοητό ότι η τοξικότητα του κυανίου σε συνδυασμό με τη μη δυνατότητα πλήρους στεγανοποίησης των δεξαμενών δημιουργεί έναν υψηλό κίνδυνο ρύπανσης της χλωρίδας και πανίδας. Υπολογίζεται από τους ειδικούς ότι από 4.500.000 κιλά κυανίου είναι δυνατό να εξατμίζονται 60 κιλά κυανίου ανά ημέρα με τη μορφή πρωσικού οξέος, όταν 50 mg είναι αρκετά για να σκοτώσουν έναν άνθρωπο. Μικρές ποσότητες κυανιούχων ενώσεων διεισδύοντας στον υδροφόρο ορίζοντα μπορούν να μετακινηθούν σε ακτίνα 180χλμ.

Οι συνέπειες από τις παραπάνω διαδικασίες: η εξαθλίωση της οικονομικής ζωής της ευρύτερης περιοχής, αφού σύντομα καταστρέφεται ολοσχερώς και ανεπίστρεπτα η κτηνοτροφία και η γεωργία (χρειάζονται 300 κιλά κυανίου για την παραγωγή ενός κιλού χρυσού). Το μέγεθος της καταστροφής θα αρχίσει να διαφαίνεται σε 10-15 χρόνια, τότε

(15)

δηλαδή που εκτός από την κατασπάληση του νερού για την εξόρυξη, ο ρυπασμένος υδροφόρος ορίζοντας θα δίνει νερό ακατάλληλο όχι μόνο για πόση αλλά και για οποιαδήποτε άλλη χρήση (άρδευση). (Πηγή: Athens Indymedia,)

Σε διεθνές επίπεδο η επικρατούσα μέθοδος απόληψης είναι η εκχύλιση του πετρώματος σε κυανιούχα υδατικά διαλύματα (κυάνωση). Πρόκειται για υδρομεταλλουργία.

Δευτερευόντως επιτυγχάνεται απόληψή του κατά την εξαγωγική μεταλλουργία μεταλλευμάτων του χαλκού ως παραπροϊόντος. Η περίπτωση αυτή όμως μπορεί να θεωρηθεί ως εξαίρεση του κανόνα (Τριανταφυλλίδης 2012)

1.3 Αλλαγές στην τεχνολογία.

Από αρχαιοτάτων χρόνων η παραγωγή χρυσού από τον άνθρωπο γινόταν με εκμετάλλευση με βαρυτομετρικές μεθόδους ελεύθερου χρυσού σε κοίτες ποταμών (προσχωματικός χρυσός). Το μέγεθος των κόκκων του χρυσού αυτού ήταν μεγαλύτερο των 50 μm και η βαρυτομετρική μέθοδος (το γνωστό «πιάτο» των χρυσοθήρων της Αμερικής) επέτρεπε τον εύκολο διαχωρισμό και τελικά την απόληψή του.

Τα κοιτάσματα του τύπου αυτού άρχισαν να εξαντλούνται διεθνώς από τον 19ο αιώνα. Ο χρυσός υπάρχει πλέον στα πετρώματα της επιφάνειας της γης αλλά σε μέγεθος κόκκων μικρότερο των 50 μm. Πρόκειται ουσιαστικά για εμποτίσματα χρυσού (και όλων των λοιπών συνοδών μετάλλων) στα μητρικά πετρώματα. Για να αποληφθεί ο χρυσός απαιτείται η μετακίνησή του από τη στερεά φάση του ορυκτού στην υδατική φάση ενός κατάλληλου διαλύτη. Aυτό αποτελεί την εκχύλιση του χρυσοφόρου πετρώματος.

Ιστορικά, η πρώτη μέθοδος εκχύλισης πετρωμάτων για παραγωγή χρυσού ήταν η εφαρμογή του βασιλικού νερού από τον Άραβα αλχημιστή Jabir Ibn Hayyan (6ος αιώνας μ.Χ.)

6 HCl + 2 HNO3 + 2 Au → 2 AuCl3 + 2 NO + 4 H2O

H χλωρίωση αναφέρθηκε για τον ίδιο σκοπό από τον C. W. Scheele το 1774 και εφαρμόσθηκε σε πετρώματα από τον K. F. Plattnerto 1851:

2 Au + 3 Cl2 → 2 AuCl3

(16)

Πλησιάζοντας τον 19ο αιώνα διαπιστώθηκε ο ρόλος των υδατικών διαλυμάτων του KCN στη διαλυτοποίηση του Au, που ήταν ήδη γνωστός και στους αλχημιστές της εποχής (19ος αιώνας). Οι Scheele (1783) και Begraton (1843) παρουσίασαν τη δυνατότητα που έχουν τα υδατικά διαλύματα του KCN να παραλαμβάνουν ποσοτικά Au από πετρώματα. Το 1846 ο.L.

Elsner ανέδειξε το ρόλο του οξυγόνου στη διαλυτοποίηση Au από υδατικά διαλύματα του KCN.

Ενώ η χλωρίωση και η αμαλγαμάτωση εφαρμοζόταν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, με πολλά τεχνολογικά και περιβαλλοντικά προβλήματα, το 1890 οι Σκωτσέζοι J. S. MacArthur και οι αδελφοί Forrest εισήγαγαν την κυάνωση με εφαρμογή του NaCΝ στην επεξεργασία των μεταλλευμάτων του Witwatersrand της Νοτίου Αφρικής. Μέχρι τότε και από το 1886 που ξεκίνησε η λειτουργία του μεταλλείου, εφαρμοζόταν η αμαλγάμωση ως μέθοδος απόληψης του χρυσού [1]. To μεταλλείο αυτό και σήμερα είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο με ετήσια παραγωγή 1.000 tn Au. Η μέθοδος έκτοτε επεκτάθηκε και κυριαρχεί μέχρι σήμερα σε διεθνές επίπεδο.

Η υδατική φάση της κυάνωσης με ειδική επεξεργασία κατακρημνίζει το Αu και τα περισσότερα από τα διαλελυμένα μέταλλα και παράγεται έτσι ο λεγόμενος χρυσός Dore.

Πρόκειται για πολυμεταλλοφόρο κράμα Au/Ag με πολυτιμότητα περίπου 85% σε Αu και Ag.

Ό,τι άλλο μέταλλο έχει συμπλοκοποιηθεί κατακρημνίζεται ως ίζημα με την εφαρμογή κάποιας μεθόδου αποτοξικοποίησης των κυανιόντων και απορρίπτεται στο χώρο τέλματος. Η απογύμνωση των μητρικών πετρωμάτων από τα μέταλλα με τον τρόπο αυτό είναι η θεμελιώδης αιτία υποβάθμισης της ποιότητας των φυσικών νερών, πέρα από τη διασπορά μίας ποικιλίας τοξικών χημικών ειδών.

Σε τεχνολογικό επίπεδο έχουν δοκιμασθεί εναλλακτικά διαλύτες για την εκχύλιση του χρυσού (alternative elixiviants, όπως το θειοθειϊκό αμμώνιο, η θειουρία, το βρώμιο). Είναι συγκρίσιμα με το κυάνιο τοξικές ενώσεις. Παρόλο ότι χρησιμοποιούνται ως διαλύτες του Au, ελάχιστα έχουν γίνει μέχρι σήμερα για τη χημική αδρανοποίηση των καταλοίπων από σχετικές δραστηριότητες. (Τριανταφυλλίδης 2012)

1.4 Η περίπτωση των Σκουριών Χαλκιδικής.

Το πέτρωμα στις Σκουριές περιέχει χαλκοπυρίτη σε ποσοστό περίπου 1,5% κ.β. και χρυσό σε επίπεδα μικρότερα του 1 ppm. Οπότε προτείνεται η εφαρμογή της μεθόδου φρύξης του χαλκοπυρίτη γνωστή ως μέθοδος flash smelting. Στις Σκουριές θα εφαρμοσθεί ο ένας από τους τρεις εναλλακτικούς τρόπους, αυτός της εταιρίας Outokumpu (σήμερα μετονομάσθηκε

(17)

σε Outotec) με την κάμινο flash-smelting. Δύο σημεία είναι σημαντικά για την ενημέρωση γύρω από την πρόταση αυτή:

1. Μιλάει το αξιόπιστο Αμερικάνικο βιβλίο για περιεκτικότητα σε χαλκό του πετρώματος 0,5 έως 2%. Για μικρότερες περιεκτικότητες η επίπλευση (το πρώτο αναφερόμενο στάδιο επεξεργασίας) προοδευτικά δεν θα είναι αποτελεσματική.

2. Σωρεία από μέταλλα (As, Bi, Ni, Pb, Sb, Se αλλά και τα πολύτιμα Ag, Au, Pt κλπ) λαμβάνονται ως υποπροϊόντα στο στάδιο του ηλεκτρολυτικού καθαρισμού.

Όταν η επίπλευση πάψει να είναι αποτελεσματική τότε θα εφαρμοσθεί κυάνωση με το χρυσό Dore ως κύριο προϊόν. Η κυάνωση είναι η πρώτη εναλλακτική μέθοδος για την περίπτωση σύμφωνα με τη ΜΠΕ.

Εικόνα 1.4:

Επεξεργασία χαλκοπυριτών για παραγωγή χαλκού (και χρυσού).

(18)

Και στις δύο περιπτώσεις γίνεται απογύμνωση του Κάκκαβου από τα περιεχόμενα εναλλάξιμα μέταλλα τα οποία σήμερα συναντώνται στα επίπεδα συγκέντρωσης των ppm. Το αποτέλεσμα αυτό είναι ανεξάρτητο της εφαρμοζόμενης μεθόδου (κυάνωσης ή flashsmelting).

Πέραν από την επεξεργασία του χαλκοπυρίτη προτείνεται για τις Σκουριές η προσθήκη στην κάμινο και του αρσενοπυρίτη Ολυμπιάδας. Αυτό θα έχει ως συνέπεια την κινητοποίηση γιγαντιαίων ποσοτήτων αρσενικού (χιλιάδες τόνοι) οι οποίες θα καταλήξουν στο τέλμα του

«Κοκκινόλακκα». Η μέθοδος είναι πλήρως ατεκμηρίωτη και εφαρμόζεται για πρώτη φορά διεθνώς. Πουθενά δεν αναφέρεται πως θα διαπιστώνεται ότι το πέτρωμα της τελικής καταβύθισης του αρσενικού (ο σκοροδίτης) θα είναι υδατοδιαλυτός ή όχι.

(Τριανταφυλλίδης 2012)

(19)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΟΙ ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που αναμένεται να επιφέρει το εν λόγω επενδυτικό σχέδιο. Θα παρουσιαστούν οι απόψεις επιστημονικών φορέων, καθώς επίσης και οι αναμενόμενες επιπτώσεις όπως αυτές έχουν καταγραφεί στη ΜΠΕ που κατατέθηκε και υπεγράφη τον περασμένο Ιούλιο από τον τότε Υπουργό Υ.ΠΕ.Κ.Α. κ.Παπακωσταντίνου.

2.1: Μελέτες επιστημονικών φορέων.

Σύμφωνα με τη μελέτη του Παναγιωτόπουλου (2012) που πραγματοποιήθηκε και η οποία αφορούσε στις επιπτώσεις σε εδάφη, καλλιεργούμενα φυτά, γεωργία και κτηνοτροφία, προκύπτουν τα παρακάτω στοιχεία:

Επιπτώσεις στα εδάφη.

Η κάλυψη της επιφάνειας του εδάφους λόγω απόθεσης "φυτικής γης" θα οδηγήσει σε υποβάθμιση και καταστροφή της φυσικής βλάστησης και πέραν της αποψιλωμένης περιοχής.

Επιπλέον, η συνεχής άντληση νερού από προοδευτικά μεγαλύτερα βάθη, θα προκαλέσει υποβιβασμό της υπεδάφειας στάθμης νερού και ξήρανση του επιφανειακού εδάφους σε ακτίνα χιλιομέτρων από το επιφανειακό όρυγμα καθώς και υποβάθμιση και καταστροφή της φυσικής βλάστησης πολύ πέραν της περιοχής που αποψιλώθηκε. Κατά τη διάρκεια των βροχοπτώσεων, στην επιφάνεια του γυμνού πλέον εδάφους το νερό θα απορρέει επιφανειακά, συχνά θα εμφανίζονται πλημμυρικά επεισόδια και θα προκαλούνται έντονες διαβρώσεις.

Τελικό αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων φαινομένων θα είναι η απώλεια πολύτιμου εδάφους, η απώλεια νερού, λόγω αδυναμίας του να διεισδύσει στο εσωτερικό του εδάφους, η ρύπανση και καταστροφή του εδάφους και των καλλιεργειών σε χαμηλότερα σημεία της επιφάνειας.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της επιφανειακής εξόρυξης (11 έτη), θα παράγεται σκόνη μεταλλεύματος που κατά τη ΜΠΕ θα ανέρχεται σε 2.162 τόνους ανά ώρα στους χώρους του μεταλλείου και σε 954 τόνους ανά ώρα στους χώρους απόθεσης του μεταλλεύματος. Τα τεμαχίδια αυτής της σκόνης δεν είναι αδρανή αλλά αποτελούνται από θειούχες ενώσεις βαρέων μετάλλων όπως αντιμονίου, αρσενικού, βαρίου, καδμίου, χρωμίου, χαλκού, σιδήρου, μαγγανίου, νικελίου, μολύβδου, υδραργύρου, ψευδαργύρου, κ.ά. Ορισμένα από αυτά τα μέταλλα (χαλκός, σίδηρος, μαγγάνιο και ψευδάργυρος) είναι απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία για τα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο. Όμως σε αυξημένες συγκεντρώσεις εμφανίζουν τοξική

(20)

ζώα και τον άνθρωπο. Οι τεράστιες αυτές ποσότητες σκόνης (συνολικά 3.116 τόνοι ανά ώρα) θα μετακινούνται με τον άνεμο και θα αποθέτονται ως ξηρή απόθεση στην επιφάνεια του εδάφους, στα επιφανειακά νερά και στο υπέργειο τμήμα των φυτών (Habashi, 1992). Επίσης η σκόνη που θα κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα μπορεί να μετακινηθεί με το νερό της βροχής και να προκαλέσει ρύπανση του εδάφους (άμεσα με το νερό της βροχής ή έμμεσα κατά την άρδευσή του με ρυπασμένο νερό) και των φυτών (λόγω πρόσληψης ρυπασμένου εδαφικού νερού). Καθώς γίνεται λόγος για την ατμόσφαιρα, θα πρέπει τουλάχιστον να αναφερθεί ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της επιφανειακής εξόρυξης, θα εκπέμπονται σύμφωνα με τη ΜΠΕ και σε πολύ αυξημένες ποσότητες διάφορα αέρια και αιωρούμενα σωματίδια (μονοξείδιο του άνθρακα, οξείδια του αζώτου, πτητικές οργανικές ενώσεις, διοξείδιο του θείου και αιωρούμενα σωματίδια ΡΜ10 και ΡΜ2,5). Όλα αυτά τα οποία συνυπολογίζονται σε περισσότερο από 715 τόνους ετησίως, χωρίς να υπολογίζεται το διοξείδιο του άνθρακα, είναι πολύ επικίνδυνοι για την υγεία του ανθρώπου ρυπαντές (Ly-Verdu, et al., 2010) και συμβάλουν στην εντονότερη εμφάνιση του φαινομένου του θερμοκηπίου και στην κλιματική αλλαγή.

Τα απόβλητα εξόρυξης (στείρα) που θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή των φραγμάτων, οι σωροί κατατεμαχισμένου και λειοτριβημένου μεταλλεύματος που έχουν πολύ αυξημένη ειδική επιφάνεια, αλλά και τα απόβλητα εμπλουτισμού, κατά την επαφή τους με το νερό και την έκθεσή τους στον αέρα (ιδιαίτερα παρουσία κάποιων βακτηρίων) αποδίδουν μεταλλικά-, θειικά- & υδρογόνο-ιόντα. Όλα αυτά αποτελούν την όξινη απορροή (στραγγίσματα) η οποία οδηγεί σε μείωση του pH του εδάφους και επιβάρυνση του εδάφους και των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων με βαρέα μέταλλα (Garbarino, et al., 1995). Με τη δράση βακτηρίων και παρουσία οργανικών ουσιών, ορισμένα βαρέα μέταλλα μετατρέπονται σε μεθυλιωμένες μορφές οι οποίες είναι ιδιαίτερα τοξικές (Nagajyoti, et al., 2010). Η χρησιμοποίηση για άρδευση ρυπασμένου με βαρέα μέταλλα επιφανειακού ή υπόγειου νερού, επαυξάνει φαινόμενα ρύπανσης του εδάφους, ενώ η χρησιμοποίησή του ως πόσιμου από ζώα και ανθρώπους, οδηγεί σε συσσώρευση βαρέων μετάλλων στον οργανισμό τους.

Για όλους τους προηγούμενους λόγους θα παρατηρηθεί αυξημένη παρουσία βαρέων μετάλλων στο έδαφος τόσο σε διαλυτή μορφή (στο εδαφικό νερό) όσο και στην ανόργανη και οργανική στερεή φάση (ως προσροφημένα κατιόντα). Η ποσότητα βαρέων μετάλλων που μπορεί να συγκρατηθεί από ένα έδαφος εξαρτάται από τις ιδιότητές του και ιδιαίτερα από την κοκκομετρική του σύσταση, την ορυκτολογική σύσταση της αργίλου, την περιεκτικότητά του σε οργανική ουσία, την οξύτητα (pH) και το δυναμικό οξειδοαναγωγής (Ahsan and Del Valls, 2011).

(21)

Η μείωση του pH του εδάφους και η αυξημένη περιεκτικότητά του σε βαρέα μέταλλα θα καταστήσουν το έδαφος ακατάλληλο να χρησιμοποιηθεί ως ενδιαίτημα από οργανισμούς και μικροοργανισμούς καθώς επίσης και ως υπόστρωμα ανάπτυξης φυτών.

Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι το έδαφος, παρ’ όλη τη συνέχεια και την αφθονία του, θεωρείται μη ανανεώσιμος φυσικός πόρος καθώς είναι το τελικό αποτέλεσμα της συνδυασμένης και ιδιαίτερα μακροχρόνιας αλληλεπίδρασης των υπαρχόντων σε μια περιοχή πετρωμάτων, των κλιματικών συνθηκών της περιοχής, της υφιστάμενης βιόσφαιρας και του ανάγλυφου της περιοχής. Έτσι, υπολογίζεται ότι για το σχηματισμό εδάφους, πάχους περίπου ενός μέτρου απαιτείται διάστημα χιλιάδων χρόνων. Επομένως οι κίνδυνοι έντονης διάβρωσης και ρύπανσης ή υποβάθμισης του εδάφους θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη πριν από κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και ιδιαίτερα σε επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας όπου οι συνέπειες είναι μη αναστρέψιμες.

Σε όλες τις χώρες που λειτουργούν ή λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού έχει βρεθεί ότι, εδάφη που γειτνιάζουν με μεταλλεία ή βρίσκονται ακόμη και σε μεγάλη απόσταση από αυτά, παραμένουν ρυπασμένα με βαρέα μέταλλα για αρκετές 10-ετίες ή και 100-ετίες μετά τη παύση λειτουργίας των μεταλλείων (Prieto, 1998; Peplow, 1999; Navarro et al., 2008; Hye- SookLim, 2008; Oyarzun, et al., 2009; Nagajyoti, et al., 2010).

Ορισμένες από τις δυσμενείς επιπτώσεις της επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας στα εδάφη που αναφέρθηκαν προηγουμένως, περιγράφονται ως ‘δυνητικές επιπτώσεις’ και στο ‘Επενδυτικό Σχέδιο Ανάπτυξης των Μεταλλείων Κασσάνδρας από την Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. (2006, σελίδες 7-20) χωρίς όμως να αξιολογούνται περαιτέρω.

Επιπτώσεις στα καλλιεργούμενα φυτά.

Η σκόνη μεταλλεύματος που θα κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα θα επικαθήσει στο υπέργειο τμήμα των φυτών, σχηματίζοντας συχνά ένα παχύ στρώμα στην επιφάνεια των φύλλων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα παρεμποδίζονται ζωτικές λειτουργίες των φυτών όπως η διαπνοή και φωτοσύνθεση (Axaris et al., 1981). Επιπλέον, τα βαρέα μέταλλα που περιέχονται σε αυτή τη σκόνη απορροφώνται δια μέσου των στοματίων των φύλλων. Επίσης, τα φυτά που αναπτύσσονται σε περιβάλλον (έδαφος, νερό, ατμόσφαιρα) επιβαρυμένο με βαρέα μέταλλα, τα προσλαμβάνουν και με το ριζικό τους σύστημα σε αυξημένες αναλογίες και έτσι επέρχεται συσσώρευση βαρέων μετάλλων σε όλους τους φυτικούς ιστούς. Το γεγονός αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις σε φυσιολογικές και μεταβολικές λειτουργίες και διεργασίες των φυτών όπως, ενεργότητα ενζύμων, σχηματισμός πρωτεϊνών, μεταφορά σακχάρων και πρόσληψη και μεταφορά θρεπτικών στοιχείων και νερού (Nagajyoti, et al., 2010). Η ποσότητα των βαρέων

(22)

κλιματικές συνθήκες που επικρατούν, τις ιδιότητες του εδάφους (pH, αερισμός, δυναμικό οξειδοαναγωγής, γονιμότητα καθώς και συγκέντρωση και χημική μορφή με την οποία βρίσκονται τα βαρέα μέταλλα στο έδαφος) αλλά και από τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του υπέργειου και του ριζικού συστήματος των φυτών. Ο βαθμός στον οποίο εμφανίζονται τα συμπτώματα τοξικότητας βαρέων μετάλλων στα φυτά διαφέρει ανάλογα με το είδος του φυτού, το είδος, τη χημική μορφή και τη συγκέντρωση των βαρέων μετάλλων καθώς και από το είδος και το pH του εδάφους. Τέλος, τα βαρέα μέταλλα και οι ενώσεις τους, ως συντηρητικοί ρύποι, δε διασπώνται και δε βιοαποδομούνται.

Τα συμπτώματα που εμφανίζουν φυτά που αναπτύσσονται σε περιβάλλον με υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων είναι η μειωμένη ανάπτυξη ή αδυναμία ανάπτυξης του υπέργειου και του ριζικού συστήματος, η πρόωρη γήρανση και τέλος η μάρανση (DiSalvatore, et al., 2008). Σε περιπτώσεις που τα φυτά κατορθώσουν να επιβιώσουν, παρατηρείται συσσώρευση βαρέων μετάλλων σε καρπούς, σπόρους και στους υπόλοιπους φυτικούς ιστούς που συνήθως καταναλώνονται ως νωπά γεωργικά προϊόντα. Η κατανάλωση τέτοιων προϊόντων από ζώα ή / και τον άνθρωπο, δηλαδή η εισαγωγή τους στην τροφική αλυσίδα έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ζώων και των ανθρώπων. Από όσα είναι γνωστά μέχρι σήμερα όλα σχεδόν τα καλλιεργούμενα φυτά που έχουν κάποια οικονομική σημασία επηρεάζονται (αρνητικά) από υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων στο περιβάλλον ανάπτυξής τους.

Επιπτώσεις στη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Μεγάλος αριθμός επιστημονικών - ερευνητικών εργασιών απαντάται στη διεθνή βιβλιογραφία που αφορούν στις επιπτώσεις μεταλλευτικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα εκείνων που ασχολούνται με την απόληψη χρυσού, κατά τη διάρκεια αλλά και πολλές δεκαετίες μετά τη διακοπή της λειτουργίας των μεταλλείων (Nagajyoti, et al., 2010). Σε κάθε περίπτωση αναφέρεται πολύ αυξημένη ρύπανση με βαρέα μέταλλα των εδαφών, των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, της φυσικής βλάστησης και των καλλιεργούμενων φυτών και εισαγωγή των βαρέων μετάλλων στην τροφική αλυσίδα. Παρόμοια αποτελέσματα από μεταλλευτικές δραστηριότητες, της ίδιας ή διαφορετικής μορφής, υπάρχουν και σε περιοχές της χώρας μας όπως α) στο Λαύριο, όπου η Δημοτική Αρχή συστήνει στους κατοίκους να μην καλλιεργούν λαχανικά, ελιές και αμπέλια και να μη συλλέγουν άγρια χόρτα, τα δε παιδιά να μην ‘παίζουν με τα χώματα’, β) στην περιοχή Γερακινής Χαλκιδικής όπου τα εδάφη ‘ρυπάνθηκαν’ και οι καλλιέργειες σιτηρών και ελιάς είτε εγκαταλείφθηκαν είτε υπέστησαν μεγάλες ζημιές σε ακτίνα τουλάχιστον τεσσάρων χιλιομέτρων, από την τοξική ‘σκόνη’ καμίνου στην οποία γινόταν φρύξη λευκόλιθου, μετά από μικρής διάρκειας

Referências

Documentos relacionados

Στη λειτουργία της επιχείρησης θα συμβάλλουν με τις γνώσεις και τις υπηρεσίες τους οι παρακάτω συνεργάτες:  Λογιστής- Οικονομικός σύμβουλος ο οποίος θα αναλάβει την εμπορική και