• Nenhum resultado encontrado

Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνονταν οι ερωτήσεις από την ελληνική μετάφραση-προσαρμογή των κλιμάκων Abbreviated Math Anxiety Scale (AMAS; Hopko et al., 2003) και Mathematics Self-Efficacy Scale (MSES; Nielsen & Moore, 2003), εκ των οποίων η πρώτη αξιολογεί το άγχος για τα μαθηματικά και η δεύτερη την αυτο-αποτελεσματικότητα όσον αφορά τα μαθηματικά

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνονταν οι ερωτήσεις από την ελληνική μετάφραση-προσαρμογή των κλιμάκων Abbreviated Math Anxiety Scale (AMAS; Hopko et al., 2003) και Mathematics Self-Efficacy Scale (MSES; Nielsen & Moore, 2003), εκ των οποίων η πρώτη αξιολογεί το άγχος για τα μαθηματικά και η δεύτερη την αυτο-αποτελεσματικότητα όσον αφορά τα μαθηματικά"

Copied!
72
0
0

Texto

(1)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών

Επιστήμες της Αγωγής

Διπλωματική Εργασία

«Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό- αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

Συκιώτη Ελεάνα

Επιβλέπων καθηγητής: Αμανάκη Ειρήνη

Πάτρα, Σεπτέμβριος 2021

(2)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

© Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2017

Η παρούσα Εργασία καθώς και τα αποτελέσματα αυτής, αποτελούν συνιδιοκτησία του ΕΑΠ και του φοιτητή, ο καθένας από τους οποίους έχει το δικαίωμα ανεξάρτητης χρήσης, αναπαραγωγής και αναδιανομής τους (στο σύνολο ή τμηματικά) για διδακτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, σε κάθε περίπτωση αναφέροντας τον τίτλο και το συγγραφέα της

Εργασίας καθώς και το όνομα του ΕΑΠ όπου εκπονήθηκε.

(3)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

«Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό- αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

Συκιώτη Ελεάνα

Επιτροπή Επίβλεψης Πτυχιακής / Διπλωματικής Εργασίας Επιβλέπων Καθηγητής:

Ειρήνα Αμανάκη

Συν-Επιβλέπων Καθηγητής:

Παναγιώτης Λιανός

(4)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

«Στον σύζυγό μου Γιάννη για την υποστήριξη και την υπομονή του και στο γιό μας Γιώργο που αποτελεί την κινητήριο δύναμη για ότι κάνω στη ζωή μου»

(5)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

Περίληψη

Ένα φαινόμενο που παρατηρείται στους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και όχι μόνο, είναι το άγχος που βιώνουν κατά τη διάρκεια των μαθημάτων τόσο στο επίπεδο της σχολικής επίδοσης όσο και στον ψυχολογικό τομέα. Σκοπός της διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη της σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτο- αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά. Στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν συνολικά 159 μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου και των δύο φύλων. Η ποσοτική έρευνα ήταν η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε και συγκεκριμένα έγινε χρήση ερωτηματολογίου, το οποίο χορηγήθηκε ηλεκτρονικά και απαντήθηκε ατομικά από τους μαθητές. Συνολικά, το ερωτηματολόγιο διακρινόταν σε δύο μέρη και περιείχε 31 ερωτήσεις. Το πρώτο μέρος περιελάμβανε ερωτήσεις για τα δημογραφικά στοιχεία των συμμετεχόντων. Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνονταν οι ερωτήσεις από την ελληνική μετάφραση-προσαρμογή των κλιμάκων Abbreviated Math Anxiety Scale (AMAS; Hopko et al., 2003) και Mathematics Self-Efficacy Scale (MSES;

Nielsen & Moore, 2003), εκ των οποίων η πρώτη αξιολογεί το άγχος για τα μαθηματικά και η δεύτερη την αυτο-αποτελεσματικότητα όσον αφορά τα μαθηματικά. Η αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας των μαθητών στα μαθηματικά βρέθηκε να σχετίζεται θετικά με την επίδοσή τους στα μαθηματικά. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι το άγχος επηρεάζει κυρίως την επίδοση των μαθητών Λυκείου και λιγότερο αυτή των μαθητών του Γυμνασίου. Ακόμη, δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη στατιστικά σημαντικών διαφορών ανάλογα με το φύλο. Τα συμπεράσματα της έρευνας είναι δυνατό να χρησιμεύσουν στους εκπαιδευτικούς ως εργαλείο για την κατανόηση τους άγχους που νιώθουν οι μαθητές για τα Μαθηματικά και να προσαρμόσουν τις μαθησιακές στρατηγικές τους με στόχο την προαγωγή της αίσθησης αυτο-αποτελεσματικότητας των μαθητών.

Λέξεις κλειδιά

: μαθηματικά, άγχος, αυτο-αποτελεσματικότητα, επίδοση στα μαθηματικά.
(6)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

Abstract

A phenomenon that is observed in secondary school students, and not only, is the stress they experience during the lessons both at the level of school performance and in the psychological field. The purpose of the dissertation is to study the relationship between the performance of high school students in mathematics, their sense of self- efficacy and stress about mathematics. A total of 159 high school and high school students of both sexes participated in the present study. Quantitative research was the method used and specifically a questionnaire was used, which was administered electronically and answered individually by students. In total, the questionnaire was divided into two parts and contained 31 questions. The first part included questions about the demographics of the participants. The second part included the questions from the Greek translation-adaptation of the Abbreviated Math Anxiety Scale (AMAS; Hopko et al., 2003) and Mathematics Self-Efficacy Scale (MSES; Nielsen &

Moore, 2003), the first of which evaluates stress for math and secondly self-efficacy for math. Students' sense of self-efficacy in mathematics was found to be positively related to their performance in mathematics. In addition, it was found that stress mainly affects the performance of high school students and less that of high school students. Still, there were no statistically significant differences by gender. The findings of the research can serve as a tool for teachers to understand the stress that

(7)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

students feel about Mathematics and to adapt their learning strategies in order to promote students' sense of self-efficacy.

Key words

: maths, anxiety, self-efficacy, performance, high school.
(8)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

Περιεχόμενα

Ευρετήριο Πινάκων……… σελ.6 Εισαγωγή……… σελ.7 Θεωρητικό πλαίσιο-Βιβλιογραφική ανασκόπηση………. σελ.7 Bandura για αυτο-αποτελεσματικότητα………. σελ.7 Η πολυπλοκότητα της προσωπικότητας………. σελ.9 Ορισμός αυτο-αποτελσματικότητας και οι κύριες διαστάσεις της…………. σελ.10 Αυτο-αποτελεσματικότητα και Μαθηματικά………. σελ.12 Αγώνας κατάκτησης γνώσης και αυτοπεποίθησης………. σελ.14 Αυτο-αποτελεσματικότητα και επίδοση των μαθητών……… σελ.17 Επιδράσεις του εκπαιδευτικού συστήματος στην αυτο-αποτελεσματικότητα των μαθητών………. σελ.23 Αυτο-αποτελεσματικότητα και άγχους: ακαδημαϊκή επίδοση και κίνητρο…. σελ.24 Εκπαιδευτικοί στόχοι ………. σελ.27 Διαφορές φύλου και κίνητρα μαθητών……… σελ.28 Αυτό-αποτελεσματικότητα και συναισθηματική αυτορρύθμιση………. σελ.30 Σκοπός της έρευνα και ερευνητικά ερωτήματα……….. σελ.31 Μέθοδος……… σελ.31 Επιλεγείσα προσέγγιση……….…. σελ31.

Διαδικασία διεξαγωγής της έρευνας……… σελ.35 Λειτουργικοί ορισμοί……….……. σελ.35

(9)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

Μέσα συλλογής δεδομένων……….…… σελ.36 Συμμετέχοντες……….… σελ.38 Τεχνική επεξεργασίας δεδομένων………..… σελ.39 Ηθικές εκτιμήσεις………...… σελ.39 Αποτελέσματα……… σελ.40 Περιγραφικά στοιχεία του ερευνητικού εργαλείου……….………… σελ.40 Ερευνητικά ερωτήματα για την αυτο-ποτελεσματικότητα των μαθητών στα Μαθηματικά……… σελ.43 Περιγραφική ανάλυση για το άγχος των μαθητών στα Μαθηματικά…..…… σελ.44 Ερευνητικά ερωτήματα για το άγχος των μαθητών στα Μαθηματικά……… σελ.45 Ερευνητικά ερωτήματα για τη σχέση ανάμεσα στην αυτο-αποτελεσματικότητα, το άγχος και τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά……… σελ.46 Συμπεράσματα………. σελ.48 Περιορισμοί της έρευνας – Προτάσεις για έρευνες……….… σελ.51 Βιβλιογραφία……… σελ.53 Ξενόγλωσση……….… σελ.53 Ελληνόγλωσση……… σελ.57 Παράρτημα………. σελ.58 Δήλωση γνησιότητας της εργασίας……… σελ.59

(10)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

Ευρετήριο Πινάκων

Πίνακας 1: Έλεγχος αξιοπιστίας Cronbach………....σελ.38 Πίνακας 2: Κατανομές συχνότητας των απαντήσεων στην αυτο-αποτελεσματικότητα των μαθητών στα Μαθηματικα.……….. σελ.41 Πίνακας 3: Έλεγχος t-test για ανεξάρτητα δείγματα ανάμεσα στην αυτο- αποτελεσματικότητα και το φύλο και το σχολείο(Γυμνάσιο ή Λύκειο) που φοιτούν οι μαθητές………σελ.43 Πίνακας 4: : Έλεγχος anova ανάμεσα στην αυτο--αποτελεσματικότητα και την τάξη και τον βαθμό των μαθητών……….……… .σελ.44 Πίνακας 5: Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων ανάμεσα στην αυτό- αποτελεσματικότητα και την τάξη και τον βαθμό των μαθητών……….σελ.44 Πίνακας 6: Κατανομές συχνότητας των απαντήσεων στο άγχος των μαθητών για τα Μαθηματικά………...……….. σελ.44 Πίνακας 7: Έλεγχος t για ανεξάρτητα δείγματα ανάμεσα στο άγχος των μαθηματικών και το φύλο………... σελ.45 Πίνακας 8: Έλεγχος anova ανάμεσα στο άγχος των μαθηματικών και την τάξη και τον βαθμό των μαθητών………... σελ.45 Πίνακας 9: Συντελεστές συσχέτισης Pearson r ανάμεσα στην αυτο- αποτελεσματικότητα, το άγχος και τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά

……… σελ.47

(11)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

Εισαγωγή

Οι επιδόσεις των μαθητών έχουν αποτελέσει ένα πεδίο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος καθώς μέσα από την έρευνα η οποία έχει συντελεστεί και εξακολουθεί να συντελείται συνεχώς ανακύπτουν νέα στοιχεία τα οποία διαφωτίζουν την πολυπλοκότητα των επιδράσεων που υφίστανται κατά τη διαμόρφωσή τους. Μέσα από τις πολλές μελέτες, με πολλές κατευθύνσεις, που έχουν λάβει χώρα εδώ και δεκαετίες, έχει διαπιστωθεί πως η επίδοση δεν επηρεάζεται μόνο από το γνωστικό επίπεδο των μαθητών, αλλά και από στοιχεία ιδιοσυγκρασίας και προσωπικότητας. Ένα τέτοιο στοιχείο είναι και η αυτό-αποτελεσματικότητα που βιώνει ένας μαθητής. Ειδικά στην προ-εφηβεία και την εφηβεία, η αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητας είναι δυνατόν να επηρεάζει πολλές πτυχές της μάθησης.

Ένα διδακτικό αντικείμενο, με το οποίο έχει συνδεθεί ιδιαίτερα η αυτό- αποτελεσματικότητα, είναι τα μαθηματικά. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των μαθηματικών, αλλά και η άμεση σχέση τους με τις ικανότητες χρήσης της λογικής έχει βρεθεί πως μπορεί να επηρεαστεί από στοιχεία εαυτού και αυτό-εικόνας. Για το λόγο αυτό, η αυτό-αποτελεσματικότητα έχει συνδεθεί ιδιαίτερα μαζί τους.

Στην εργασία αυτή ακολουθεί το κεφάλαιο του θεωρητικού πλαισίου, της μεθόδου, των αποτελεσμάτων και στο τέλος το κεφάλαιο των συμπερασμάτων και των προτάσεων για νέα έρευνα. Αναλυτικά, ακολουθεί μια ενδελεχή βιβλιογραφική ανασκόπηση στην προσπάθεια να αναλυθεί όλο το θεωρητικό πλαίσιο σχετικά με το θέμα της εργασίας. Αναλύονται, οι απόψεις του Bandura για την αυτο- αποτελεσματικότητα και έχει αποδοθεί ο ορισμός της και οι κύριες διαστάσεις της.

Παρουσιάζεται αναλυτικά, μέσα από βιβλιογραφικές ανασκοπίσεις πως το άγχος και η αυτο-αποτελεσματικότητα επηρεάζουν την επίδοση των μαθητών, αλλά και τις όποιες διαφορές υπάρχουν μεταξύ των φύλων και των ηλικιακών τάξεων. Ακολουθεί ο σκοπός της έρευνας και τα ερευνητικά ερωτήματα για να καταλήξουμε στη μεθοδολογία και τα συμπεράσματα. Όσον αφορά τη μεθοδολογία δίνεται αναλυτικά η διαδικασία διεξαγωγής της έρευνας, μέσα συλλογής δεδομένων και οι συμμετέχοντες.

Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στην τεχνική επεξεργασίας δεδομένων και τις ηθικές εκτιμήσεις. Τέλος, μέσα από την έρευνα και την ανάλυση των δεδομένων, παρουσιάζονται όλα τα ευρήματα τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

(12)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

Θεωρητικό πλαίσιο-Βιβλιογραφική ανασκόπηση

Bandura για αυτο-αποτελεσματικότητα

Για να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια της αυτό-αποτελεσματικότητας, πρέπει να λάβουμε υπόψη το θεωρητικό πλαίσιο της κοινωνικής γνωστικής θεωρίας. Ο Bandura (1986, 1997) θεωρεί την κοινωνική γνωστική θεωρία ως θεωρία της ανθρώπινης λειτουργίας. Με βάση αυτήν τη θεωρία, η ανθρώπινη λειτουργία μπορεί να εξηγηθεί μέσω της λειτουργίας τριών παραγόντων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ένας παράγοντας είναι αυτό που ο Chomski αναφέρει ως γνώση και ο Bandura στην κοινωνική γνωστική θεωρία αναφέρει ως προσωπικοί παράγοντες. Ένας άλλος παράγοντας είναι αυτό που ο Skinner αναφέρει ως περιβάλλον και ο τρίτος παράγοντας είναι αυτό που ο Bandura αναφέρει ως συμπεριφορά (Bandura, 2010).

Καθώς ο Bandura επέκρινε έντονατις έννοεις του περιβαλλοντικού και του ατομικού ντετερμινισμού, επειδή κατά τον ίδιο διατύπωναν μονοδιάστατες και δυσλειτουργικές αιτιάσεις για την ανθρώπινη συμπεριφορά (Κολιάδης, 1997), εισάγει το μοντέλο του αμφίδρομου ντετερμινισμού και την έννοια της «τριαδικής αμοιβαιότητας» (triadic reciprocal determinism) στην κοινωνική γνωστική θεωρία (Bandura, 1986).

Σύμφωνα με τη θεώρησή του, «η ανθρώπινη συμπεριφορά και η λειτουργία του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα που προκύπτει από τη συνεχή αλληλεπίδραση και των τριών παραγόντων της συμπεριφοράς, των ενδο- προσωπικών στοιχείων του ατόμου, και των γεγονότων του περιβάλλοντος»

(Κολιάδης, 1997, σελ.83).Ως εκ τούτου και βάσει των προαναφερθέντων, o Bandura θεωρεί την αλληλεπίδραση μεταξύ προσωπικών, συμπεριφορικών και περιβαλλοντικών παραγόντων ως καθοριστική για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του ατόμου, υποστηρίζοντας ότι ο κάθε άνθρωπος επιδεικνύει διαφορετική συμπεριφορά, η οποία σχετίζεται με τις συνθήκες μέσα στις οποίες καλείται να ενεργοποιηθεί ως κοινωνικό υποκείμενο. Συνεπώς, η δράση του κοινωνικού

(13)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

υποκειμένου δεν αποτελεί αποκλειστικό αποτέλεσμα του περιβάλλοντός του και των ενδογενών καταβολών του. Ωστόσο, η απαρέγκλιτη συμμετοχή των τριών αυτών παραγόντων αποτελούν όρο απαραίτητο, προκειμένου να παραμένει το «μοντέλο»

που προτείνει ο Bandura να λειτουργικό και να δρα δυναμικά (Μπασέτας, 2003).

Η οποιαδήποτε ιεραρχική τους κατάταξη ή αυτοτελής τους δράση απορρίπτεται στη θεώρηση του Bandura καθώς στο “μοντέλο” το οποίο έχει αναπτύξει αποτελούν συνισταμένες που αλληλεπιδρούν κατά τρόπο εφάμιλλο. Ο τρόπος με τον οποίο θα δράσει ο κάθε ένας από τους προαναφερθέντες παράγοντες εξισώνεται αμοιβαία με την τελική έκβαση της συμπεριφοράς του, στην οποία παρεμβαίνει η έκφραση της βούλησης και της υποκειμενικής στάσης του ατόμου. H λειτουργία του κάθε παράγοντα συναρτάται με την τελική συμπεριφορά στα πλαίσια της αμοιβαιότητας, που συνδιαμορφώνει τη βουλησιαρχική επιλογή του ατόμου, με τη παρέμβαση της υποκειμενικής του στάσης: «…Η ελευθερία ορίζεται με βάση τον αριθμό των επιλογών που έχει στη διάθεσή του το άτομο και το δικαίωμά του να τις ασκήσει» (Bigge, 1986, σελ. 239).

Η πολυπλοκότητα της προσωπικότητας

O Bandura αναφέρεται σε διάφορα παραδείγματα, τα οποία διαφωτίζουν την άποψή του και υπογραμμίζουν την πολυπλοκότητα και την παρεμβολή της συμπεριφοράς του δρώντος υποκειμένου. Για παράδειγμα, ένα άτομο δεν πρόκειται να επιδείξει την ίδια συμπεριφορά σε ένα ναυάγιο, όπου θα πρέπει να αντιδράσει και να προσαρμοστεί στις συνθήκες που επιβάλλονται από το δύσκολο περιβάλλον και διαφορετικά όταν βρεθεί σε συνθήκες, πιο ευνοϊκές, όπου ενδεχομένως διαθέτει δυνατότητα επιλογών. Στην τελευταία περίπτωση, το κοινωνικό υποκείμενο είναι αυτό που καλείται να επιλέξει και αυτό που προτάσσεται είναι η προσωπική του επιθυμία. Επιπροσθέτως, και στις δύο περιπτώσεις είναι η συμπεριφορά του δρώντος

(14)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

υποκειμένου η οποία θα υποδείξει την προσήλωση του ή μη στις επιλογές που πραγματοποίησε, ανεξάρτητα από τους παράγοντες ή τις συνθήκες που τις επέβαλαν.

Το περιβάλλον και οι άλλες γνωστικές ικανότητες ελάχιστα θα το επηρεάσουν (Bandura, 1979).

Συμπερασματικά, λοιπόν, οι εκφάνσεις της συμπεριφοράς διαμορφώνονται και από τις νοητικές ικανότητες του ατόμου με το δρων υποκείμενο που βρίσκεται στο επίκεντρο μιας διελκυστίνδας παραγόντων να προσπαθεί εξισορροπιστικά να καταστήσει εαυτόν λειτουργικό στην καθημερινότητά.

Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι με βάση την κοινωνική γνωστική θεωρία, τα άτομα έχουν ένα σύστημα αυτοπεποίθησης ή ένα σύστημα του εαυτού που τους επιτρέπει να ελέγχουν τις πράξεις, τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τα κίνητρά τους.

Αυτό το σύστημα του εαυτού επιτρέπει στα άτομα να κάνουν επιλογές, να επιλέγουν τις δράσεις τους, να εξετάζουν την επάρκεια της συμπεριφοράς τους, να ερμηνεύουν τα αποτελέσματα, να αναπτύσσουν πεποιθήσεις για τις ικανότητές τους και να αποθηκεύουν αυτές τις πληροφορίες για να τις χρησιμοποιήσουν ως οδηγό για τη μελλοντική συμπεριφορά. Ο Bandura αναφέρεται, λοιπόν, σε όλες εκείνες τις αυτο- ρυθμιστικές και αυτο-αντανακλαστικές ενέργειες στις οποίες προβαίνει το δρων υποκείμενο προκειμένου να επιτύχει την αυτο-αποτελεσματικότητα (self-efficacy), τον έλεγχο του εαυτού και την αυτονόμηση του μέσα από τη λειτουργία του κριτικού λογισμού και αυτο-στοχασμού (Bandura, 2010)

Ο Bandura (1986) θεωρεί την αυτο-αποτελεσματικότητα ως το κύριο χαρακτηριστικό της κοινωνικής γνωστικής θεωρίας, με βάση την οποία η αυτο- αποτελεσματικότητα είναι ο πρωταρχικός καθοριστικός παράγοντας του κινήτρου ενός ατόμου για δράση. Για τον Bandura, η αυτο-αποτελεσματικότητα αναφέρεται στις εκτιμήσεις του ατόμου αναφορικά με την ικανότητά του να οργανώνει και να εκτελεί ένα σχέδιο δράσης για την επίτευξη προκαθορισμένων επιπέδων επίδοσης Πρόκειται, oυσιαστικά, για τις εκτιμήσεις στις οποίες ενδέχεται τα προχωράει το

(15)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

άτομο σχετικά με την αξία των ικανοτήτων του και κατά πόσο θεωρεί τον εαυτό του ικανό να προχωρήσει με επιτυχία στην ολοκλήρωση μιας συγκεκριμένης στοχοθεσίας που έχει επιλέξει. Είναι η αντίληψη της αυτο-αποτελεσματικότητας σε κάθε άνθρωπο που του προσφέρει μια εργαλειοθήκη επιλογών δράσης και δραστηριοποίησης προς την επίτευξη του σκοπού του, τη δυνατότητα να αναλογιστεί ποια είναι η συμπεριφορά που θα πρέπει κάθε φορά να υιοθετήσει, ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις επερχόμενες δυσχέρειες και να προσπελάσει τα προσκόμματα που θα συναντήσει (Bandura, 1986).

Ορισμός αυτο-αποτελσματικότητας και οι κύριες διαστάσεις της

. Εκτός από το Bandura, πολλοί ερευνητές παρείχαν διαφορετικούς ορισμούς της αυτο-αποτελεσματικότητας, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς βασίζονται στον ορισμό του Bandura. Οι Delcourt και Kinzie (1993, σελ. 36) δήλωσαν ότι «η αυτο- αποτελεσματικότητα αντανακλά την εμπιστοσύνη ενός ατόμου στην ικανότητά του να εκτελεί τη συμπεριφορά που απαιτείται για την παραγωγή συγκεκριμένων αποτελεσμάτων». Οι Huang και Shanmao (1996, όπ. αναφ. στο Locke & Bandura, 2003, σελ. 3) καθόρισαν τις προσδοκίες αυτο-αποτελεσματικότητας ως «τις πεποιθήσεις για την ικανότητα κάποιου να εκτελεί μια δεδομένη εργασία ή συμπεριφορά με επιτυχία». Ο Schunk (2001, σελ. 126, όπ. αναφ. στο Shortridge- Baggett, 2001,σελ37) θεωρεί την αυτο-αποτελεσματικότητα ως «πεποιθήσεις σχετικά με τις ικανότητες κάποιου να μάθει ή να εκτελεί συμπεριφορές σε καθορισμένα επίπεδα».

Τα στοιχεία που προκύπτουν από μετέπειτα έρευνες και αναλύσεις,, οι οποίες έχουν διεξαχθεί, έχουν δείξει κατά τρόπο συμπαγή και συνεπή ότι οι προσωπικές αντιλήψεις σχετικά με την αυτο-αποτελεσματικότητα συμβάλλουν αποφασιστικά στην ενεργοποίηση του δρώντος υποκειμένου σε επίπεδο κινήτρων και απόδοσης. Οι

(16)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

προσωπικές αντιλήψεις σχετικά με την αυτο-αποτελεσματικότητα δεν προβλέπουν μόνο τη συμπεριφορική λειτουργία μεταξύ διαφορετικών υποκειμένων που βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα αντίληψης της αυτο-αποτελεσματικότητάς αλλά επιπλέον και αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας ατόμων που βρίσκονται σε διάφορα επίπεδα αυτής. Με την πάροδο του χρόνου και υπό την επήρεια της αντίληψης για αυτο-αποτελεσματικότητα, αναφέρονται ακόμα περιπτώσεις πλήρους διαφοροποίησης στον τρόπο λειτουργίας ενός υποκειμένου κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Αποδεικτικά στοιχεία ότι αποκλίνουσες διαδικασίες παράγουν συγκλίνοντα αποτελέσματα προσθέτει στην επεξηγηματική και προγνωστική γενικότητα της αυτό-αποτελεσματικότητας την ιδιότητα του καθοριστικού παράγοντα (Locke & Bandura, 2003).

Οι Baron και Byrne (2004, όπ. αναφ. στο Schunck & Pajares, 2009) εντόπισαν τρία είδη αυτό-αποτελεσματικότητας: κοινωνική, αυτο-ρυθμιστική και ακαδημαϊκή. Θεωρούσαν την κοινωνική αυτο-αποτελεσματικότητα ως την ικανότητα του ατόμου να διατηρεί σχέσεις, να συμμετέχει σε κοινωνικές δραστηριότητες και να είναι διεκδικητικό. Αναφέρθηκαν στην αυτο-ρυθμιστική αυτο-αποτελεσματικότητα ως την ικανότητα του ατόμου να έχει περιέργεια, να σκέφτεται προσεκτικά και να αποφεύγει δραστηριότητες υψηλού κινδύνου. Τέλος, θεώρησαν την ακαδημαϊκή αυτο-αποτελεσματικότητα ως ικανότητα του ατόμου να συμμετέχει σε μαθησιακές δραστηριότητες, να ρυθμίζει τις μαθησιακές δραστηριότητες και να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες.

Ο Bandura (1997) δήλωσε ότι οι άνθρωποι συνήθως τείνουν να εμπλέκονται και να εκτελούν δραστηριότητες που κρίνουν ότι είναι σε θέση να διαχειριστούν, ενώ, αντίθετα, τείνουν να αποφεύγουν εκείνες τις καταστάσεις που απειλούν και πιστεύουν ότι υπερβαίνουν τις δεξιότητες και τις ικανότητές τους. Σε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον, ένας εκπαιδευόμενος είναι πιο πιθανό να καταβάλλει προσπάθειες για να εμπλακεί σε μια μαθησιακή εργασία που του έχει ανατεθεί όταν

(17)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

θεωρεί τον εαυτό του ικανό να το επιτύχει (Schunk & Pajares, 2009). Όταν αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, εκείνοι που έχουν ισχυρότερη αίσθηση αυτο- αποτελεσματικότητας τείνουν να καταβάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις. Όμως, όσοι έχουν χαμηλότερη αίσθηση αποτελεσματικότητας είναι πιθανό να αποφύγουν να ασχοληθούν με μια δύσκολη εργασία ή ακόμη και να μην προσπαθήσουν αρκετά σκληρά για να ολοκληρώσουν την εργασία. Η αποφυγή δύσκολων εργασιών οδηγεί σε χαμηλότερη επιτυχία και αυτό από μόνο του οδηγεί σε ακόμη χαμηλότερη αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας (Bandura, 2006).

Με βάση τις έρευνες που έγιναν στον τομέα της αυτο-αποτελεσματικότητας, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ατόμων με υψηλή και χαμηλή αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας. Τα άτομα με υψηλή αυτο-καθοδήγηση (self-direction) ασκούν περισσότερη προσοχή, προσπάθεια και επιμονή στην περίπτωση δυσκολιών από ό,τι τα άτομα με χαμηλότερη αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας. Εκείνοι με υψηλή αίσθηση αποτελεσματικότητας εργάζονται σκληρότερα από τους συναδέλφους τους με χαμηλή αυτο-αποτελεσματικότητα. Όταν τα άτομα με χαμηλή αίσθηση αυτο- αποτελεσματικότητας αποτυγχάνουν, συχνά αποδίδουν την αποτυχία τους σε όλα, εκτός από το να την αποδίδουν σε δική τους αδυναμία. Οι άνθρωποι με υψηλή αυτό- αποτελεσματικότητα θέτουν πιο απαιτητικούς στόχους για τους ίδιους από ό,τι οι άνθρωποι που δεν έχουν ενεργοποιήσει σε επαρκή βαθμό τους μηχανισμούς αξιολόγησης των ικανοτήτων τους (Zimmerman & Schunk, 2003).

Άτομα με υψηλή αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας οικοδομούν πολύ πιο αποτελεσματικά και συγκροτημένα την προσπάθειά τους να οργανώσουν και να εκτελέσουν ένα σχέδιο δράσης που θα εξυπηρετήσει την επίτευξη των στόχων τους από τα άτομα με χαμηλή αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητας. Ο Pajares (2006) ανέφερε ότι οι μαθητές με υψηλή αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας, ανεξάρτητα από προηγούμενες επιτυχίες ή ικανότητες, εμμένουν στις δυσκολίες, δεν κάμπτονται

(18)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

σε μια ενδεχόμενη εμφάνισή τους αλλά αντίθετα εντείνουν συγκροτημένα τις προσπάθειές τους να επιτύχουν τον στόχο τους. Επιπλέον, αυτοί οι μαθητές είναι πιο αισιόδοξοι, έχουν χαμηλότερα επίπεδα στρες και επιτυγχάνουν περισσότερα (Benight

& Bandura, 2004).

Οι Pajares και Schunk (2001) δήλωσαν ότι όσο πιο ισχυρά είναι διαμορφωμένη η αντίληψη του δρώντος υποκειμένου για την αποτελεσματικότητά των ικανοτήτων του, τόσο περισσότερα κίνητρα αποκτά ώστε να κλιμακώνει τα επίπεδα δυσκολίας της στοχοθεσίας του και να εμπλέκεται σε εργασίες και καταστάσεις, των οποίων η φύση είναι πιο δύσκολη και απαιτητική. Πίστευαν ότι σε εκπαιδευτικό περιβάλλον, ένας μαθητής με υψηλή αυτο-αποτελεσματικότητα αναλαμβάνει ακαδημαϊκές προκλήσεις, θέτει στόχους για τον εαυτό του, συγκρίνει τον εαυτό του με άλλους συνομηλίκους, ενώ, παράλληλα, επιδεικνύει τον απαιτούμενο κριτικό λογισμό, ώστε να αξιολογεί συνεχώς όχι μόνο την αποδοτικότητα του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί εντός του ακαδημαϊκού πλαισίου αλλά και ποια από τα προσφερόμενα στοιχεία αυτού του πλαισίου μπορούν να συμβάλλουν στην ακαδημαϊκή και κοινωνική του πρόοδο (Schunk & Pajares, 2009).

Είναι αυτή η αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας που -επιστρέφοντας στον Bandura- όχι μόνο προσφέρει στα δρώντα υποκείμενα τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τη βούληση τους κατά την διενέργεια επιλογών, αλλά και τους εφοδιάζει με τη δυνατότητα της κριτικής αποτίμησης των επιπτώσεων τους. Ο Bigge (1986, σελ. 227) έχει πολύ εύστοχα παρατηρήσει: «Όσο μεγαλύτερη είναι η διορατικότητά τους, η εμπειρία τους και η δυνατότητά τους να επηρεάζουν τον ίδιο τον εαυτό τους, τόσο μεγαλύτερη είναι η πρόοδος προς την επίτευξη των στόχων τους». Ένα άτομο με υψηλή αυτο-αποτελεσματικότητα μπορεί να μην έχει τους υψηλότερους βαθμούς στην τάξη, αλλά πιστεύει στις δικές του ικανότητες να επιτελεί καθήκοντα, να βρίσκει τη σωστή απάντηση, να επιτυγχάνει στόχους και συχνά να ξεπερνά άλλους συναδέλφους. Ο Schunk (1983) δήλωσε ότι μια αυξημένη αίσθηση αποτελεσματικότητας διατηρεί την επιθυμία του δρώντος υποκειμένου να συμμετέχει

(19)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

στα καθήκοντα που προκύπτουν από την δέσμευσή του σε μα εργασία ή κατάσταση και οδηγεί σε μεγαλύτερη επίτευξη, ενώ οι χαμηλότερες αντιλήψεις για την αποτελεσματικότητα οδηγούν σε λιγότερη επιμονή και χαμηλότερο επίτευγμα (Hampton & Mason, 2003).

Σχετικά με τη διαφορά μεταξύ της υψηλής και της χαμηλής αίσθησης της αυτο-αποτελεσματικότητας, ο Bandura (1997) δήλωσε ότι οι πεποιθήσεις αυτο- αποτελεσματικότητας επηρεάζουν τις επιδιωκόμενες πορείες δράσης των ατόμων, την προσπάθεια που δαπανάται σε συγκεκριμένες προσπάθειες, την επιμονή στην αντιμετώπιση των εμποδίων και την ανθεκτικότητα στις αντιξοότητες. Τα άτομα με υψηλή αυτο-αποτελεσματικότητα, επομένως, θα προσεγγίσουν τις προκλήσεις με την πρόθεση και την αναμονή της κυριαρχίας, εντείνοντας τις προσπάθειες και την επιμονή τους αναλόγως. Αυτά τα άτομα ανακτούν γρήγορα τη μειωμένη αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητάς τους μετά από επαναλαμβανόμενες αποτυχίες ή δυσκολίες και αποδίδουν την αποτυχία σε ανεπαρκή προσπάθεια ή ανεπαρκή γνώση (Hampton & Mason, 2003). Τα άτομα με υψηλό επίπεδο αυτο-αποτελεσματικότητας αντιλαμβάνονται τις απαιτητικές εργασίες ως προκλήσεις. Έχουν, επίσης, υψηλότερα κίνητρα για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και περισσότερη αυτοπεποίθηση για την εκπλήρωση απαιτητικών εργασιών. Αντίθετα, τα άτομα με χαμηλή αίσθηση αυτο- αποτελεσματικότητας θεωρούν τα πράγματα πιο δύσκολα από ό,τι είναι πραγματικά.

Δεν αντιλαμβάνονται ότι οι προσπάθειές τους μπορούν να οδηγήσουν σε καλύτερα αποτελέσματα, επομένως έχουν λιγότερα κίνητρα να αφιερώσουν χρόνο σε απαιτητικές εργασίες. Δήλωσε, επίσης, ότι η αυτο-αποτελεσματικότητα είναι ένας παράγοντας που μπορεί να διαφοροποιήσει τους επιτυχημένους ανθρώπους από τους αποτυχημένους (Locke & Bandura, 2003).

Αγώνας κατάκτησης γνώσης και αυτοπεποίθησης

(20)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

Οι Eggen και Kauchak (2004) ανέφεραν ότι τα άτομα που έχουν υψηλή αυτο- αποτελεσματικότητα είναι πιο πρόθυμα να δεχτούν μια δύσκολη εργασία, να δουλέψουν σκληρότερα, να έχουν μια πιο ήρεμη διάθεση παρά το γεγονός ότι βιώνουν αποτυχία στην αρχή, να εφαρμόζουν αποτελεσματικές στρατηγικές και, γενικά, να επιτυγχάνουν καλύτερη απόδοση από ό,τι τα άτομα που έχουν χαμηλή αυτο-αποτελεσματικότητα, ακόμα κι αν έχουν τις ίδιες ικανότητες ή/και δεξιότητες (Bandura, 2006).

Ο Bandura (1997) περιγράφει τα αυτο-αποτελεσματικά άτομα ως εξής: οι αυτο-αποτελεσματικοί άνθρωποι αισθάνονται αυτοπεποίθηση για την επίλυση ενός προβλήματος, επειδή έχουν αναπτύξει μια προσέγγιση για την επίλυση προβλημάτων που έχει λειτουργήσει στο παρελθόν. Αποδίδουν την επιτυχία τους κυρίως στις δικές τους προσπάθειες και στρατηγικές, πιστεύουν ότι οι ικανότητές τους θα βελτιωθούν καθώς μαθαίνουν περισσότερα και αναγνωρίζουν ότι τα λάθη αποτελούν μέρος της μάθησης. Σύμφωνα με τους Benight και Bandura (2004), οι άνθρωποι με χαμηλή αυτο-αποτελεσματικότητα πιστεύουν ότι έχουν εγγενή χαμηλή ικανότητα, επιλέγουν λιγότερο απαιτητικές εργασίες και δεν προσπαθούν σκληρά επειδή πιστεύουν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια θα αποκαλύψει τη δική τους έλλειψη ικανότητας.

Οι πεποιθήσεις αυτο-αποτελεσματικότητας του ατόμου δεν εξαρτώνται από τις ικανότητές του, αλλά από αυτό που πιστεύει ότι μπορεί να επιτευχθεί με τις προσωπικές δεξιότητές του. Επιπλέον, ο Bandura (1997) πίστευε ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ της κατοχής δεξιοτήτων και της ικανότητας χρήσης τους σε διαφορετικές καταστάσεις. Για αυτό, διαφορετικά άτομα με παρόμοιες δεξιότητες ή το ίδιο άτομο σε διαφορετικές περιπτώσεις μπορεί να έχουν διαφορετική απόδοση (Benight & Bandura, 2004). Ο Bandura (1997) ανέφερε ότι οι πεποιθήσεις αυτο- αποτελεσματικότητας του ατόμου διακρίνονται από τις δεξιότητες που διαθέτει, αν και μπορεί να επηρεαστούν από την απόκτηση δεξιοτήτων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπέθεσε ότι οι πεποιθήσεις αυτο-αποτελεσματικότητας είναι συχνά

(21)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

καλύτεροι παράγοντες πρόγνωσης της επιτυχίας από ό,τι τα προηγούμενα επιτεύγματα, οι δεξιότητες ή οι γνώσεις (Bandura, 2006).

Ο Bandura (1997) ανέφερε ότι οι αισιόδοξες πεποιθήσεις αποτελεσματικότητας διατηρούν και ενισχύουν τα κίνητρα και ενισχύουν την απόδοση. Οι αισιόδοξες πεποιθήσεις αυτο-αποτελεσματικότητας είναι καθοριστικές για την επιτυχή ολοκλήρωση των απαιτητικών εργασιών. Αυτές οι πεποιθήσεις μπορεί να αυξήσουν την προσπάθεια και την επιμονή και να προωθήσουν την ολοκλήρωση του έργου σε δύσκολες συνθήκες (Zimmerman & Schunk, 2003).

Σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, αυτές οι πεποιθήσεις φαίνεται να είναι απαραίτητες όχι μόνο για την διεκπεραίωση των ακαδημαϊκών εργασιών ή την εκμάθηση νέου υλικού, αλλά και για την αντιμετώπιση των εκάστοτε κενών της έρευνας που παρουσιάζονται στα ακαδημαϊκά γνωστικά αντικείμενα και που οδηγεί σε νέες ανακαλύψεις και προσανατολισμούς. Ως εκ τούτου, η ακαδημαϊκή έρευνα θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από δημιουργική σκέψη και παραγωγή καινοτόμων ιδεών (Sternberg 2004). Καθώς οι ακαδημαϊκές αυτές αξίες στην έρευνα προϋποθέτουν διαρκείς, επίμονες και χρονοβόρες προσπάθειες ώστε να αποφέρουν καρπούς η αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας που έχει προτείνει ο Bandura και που έχει περιγραφεί πιο πάνω αποτελεί μια μάλλον sine qua non συνθήκη στα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα. Το ίδιο αποτελεί και η έννοια της αυτορρύθμισης (Zimmerman, &

Kitsantas, 2014), η οποία έχει περιγραφεί ως ο βαθμός της κατάστασης εκείνης στην οποία τα δρώντα υποκείμενα μπορούν να κινητοποιούνται μετα-γνωστικά και συμπεριφορικά, ώστε να συμμετέχουν στην δική τους μαθησιακή διαδικασία και ακαδημαϊκή εξέλιξη (Zimmerman 2013).

Το ζήτημα της δημιουργικής σκέψης θέτει και ο Bandura αφού, υπό το πρίσμα της αυτό-αποτελεσματικότητας, οι όποιες ικανότητες μπορεί να διαθέτει το δρων υποκείμενο τίθενται σε επαναδιαπραγμάτευση. O ίδιος αναφέρει σχετικά: «Η αντίληψη της ανθρώπινης ικανότητας έχει υποστεί σημαντική αλλαγή τα τελευταία

(22)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

χρόνια. Η ικανότητα δεν είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό που βρίσκεται στις παγιωμένες εκφάνσεις της συμπεριφοράς (behavioral repertoire) μας. Αντίθετα, είναι μια ικανότητα δημιουργίας στην οποία οι γνωστικές, κοινωνικές, οι δεξιότητες κινητοποίησης και συμπεριφοράς πρέπει να είναι οργανωμένες και αποτελεσματικά ενορχηστρωμένες ώστε να την καθιστούν ικανή να εξυπηρετήσει πολλαπλούς σκοπούς. Ως εκ τούτου ,δύο άτομα τα οποία διαθέτουν τις ίδιες γνώσεις και τις ίδιες ικανότητες μπορούν να επιτελέσουν κακή, επαρκή ή εξαιρετική απόδοση ανάλογα με τις διακυμάνσεις της αυτό-αποτελεσματικότητας τους» (Bandura, 1993, σελ. 118- 119). Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι ο Bandura (1997) πίστευε ότι η αίσθηση της αυτο- αποτελεσματικότητας επηρεάζει τα κίνητρα των ατόμων, τον στόχο που θέτουν, την προσπάθεια που καταβάλλουν για να επιτύχουν τους στόχους τους και την προθυμία τους να επιμείνουν μπροστά σε δυσκολίες και αποτυχίες (Paglis, 2010).

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της αυτο-αποτελεσματικότητας είναι ότι αναφέρεται σε συγκεκριμένο έργο και τομέα. Με άλλα λόγια, αναφέρεται σε συγκεκριμένη κρίση μιας συγκεκριμένης κατάστασης και δεν αποτελεί μια αυταπόδεικτη λειτουργία, η οποία μπορεί εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια αποτελεσματικότητα σε κάθε πλαίσιο.. Η υψηλή αίσθηση αυτο- αποτελεσματικότητας σε έναν τομέα δεν σημαίνει απαραίτητα υψηλή αίσθηση αυτο- αποτελεσματικότητας σε έναν άλλο τομέα. Συνεκδοχικά, λοιπόν, η αντίληψη σχετικά με την αποτελεσματικότητα που διαθέτει το άτομο για τις ικανότητές του συναρτάται από τους τομείς δράσης στους οποίους καλείται κάθε φορά να ενεργήσει. (Paglis, 2010).

Σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, σύμφωνα με τον Bandura (1986), η αυτο- αποτελεσματικότητα αναφέρεται σε κρίση εμπιστοσύνης για την εκτέλεση ακαδημαϊκών καθηκόντων ή την επιτυχία σε ακαδημαϊκές δραστηριότητες. Οι πεποιθήσεις αυτο-αποτελεσματικότητας θεωρούνται, επίσης, ότι μεσολαβούν στην

(23)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

επιρροή άλλων καθοριστικών παραγόντων των ακαδημαϊκών αποτελεσμάτων, όπως δεξιότητες ή προηγούμενες επιδόσεις σε επακόλουθες ενέργειες. Οι πεποιθήσεις αποτελεσματικότητας ενεργούν, επίσης, σε συνεργασία με άλλους κοινούς μηχανισμούς, όπως οι πεποιθήσεις αυτοαντίληψης, το άγχος και οι πρακτικές αυτορρύθμισης στην επιρροή και την πρόβλεψη των ακαδημαϊκών αποτελεσμάτων (Dibenedetto & Schunk, 2016). Επίσης, ο Bandura (1997) ανέφερε ότι σε τέτοιες συνθήκες η αυτο-αποτελεσματικότητα επηρεάζει τις προσδοκίες των μαθητών, το επίπεδο ενδιαφέροντος τους για ακαδημαϊκή εργασία και επιτεύγματα και πόσο καλά προετοιμάζονται για μελλοντική σταδιοδρομία. Προσδιόρισε δύο τύπους αποτελεσματικότητας σε τέτοιες ρυθμίσεις: Ο πρώτος αναφέρεται στο επίτευγμα σε συγκεκριμένο θεματικό τομέα, όπως η γλώσσα ή η επιστήμη, και ο δεύτερος αναφέρεται στην αυτορρυθμιζόμενη μάθηση και τον βαθμό στον οποίο ένα άτομο αισθάνεται επιτυχημένο σε εργασίες που γενικεύονται σε ακαδημαϊκούς τομείς (Kaeademas & Kalantzi-Azizi, 2004). Το ακαδημαϊκό επίτευγμα ορίζεται ως αριστεία σε ακαδημαϊκούς κλάδους, στην τάξη. Οι Loe και Fieldman, (2007) ορίζουν την ακαδημαϊκή απόδοση ως την ικανότητα κάποιου να ολοκληρώνει την τάξη και την εργασία στο σπίτι και ορίζουν την ακαδημαϊκή ανεπάρκεια ως πρόβλημα στη μάθηση και την εφαρμογή γνώσεων, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης κακών βαθμών(Emmett et al .2013).

Αυτο-αποτελεσματικότητα και Μαθηματικά

Κάθε μαθητής είναι μοναδικός και αποδίδει διαφορετικά όταν τοποθετείται σε τάξη μαθηματικών. Ένα πρόβλημα που ανακύπτει συνεχώς στην εκπαίδευση είναι ότι οι μαθητές αποθαρρύνονται εύκολα και αρχίζουν να πιστεύουν ότι δεν είναι καλοί σε συγκεκριμένα θέματα, ειδικά στα μαθηματικά. Αυτές οι σκέψεις και πεποιθήσεις μπορούν να καθορίσουν πόσο επιτυχής θα είναι κάθε μαθητής στην τάξη. Μερικοί

(24)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν στο κίνητρο των μαθητών, την αυτό- αποτελεσματικότητα και την επίτευξη σε μια τάξη μαθηματικών περιλαμβάνουν τη στάση και την απόδοση του δασκάλου, τον καθορισμό στόχων και τις προηγούμενες εμπειρίες στην τάξη. Πιστεύεται ότι οι μαθητές που θέτουν στόχους σε μια τάξη και λογοδοτούν σε αυτούς τους στόχους θα είναι γενικά επιτυχημένοι και θα έχουν καλύτερη απόδοση από εκείνους τους μαθητές που δεν θέτουν στόχους (Dibenedetto

& Schunk, 2016).

Τα μαθηματικά είναι ένα μάθημα στο οποίο όλοι οι στόχοι βασίζονται ο ένας στον άλλο και απαιτεί από τους μαθητές να ανακαλέσουν προηγούμενες γνώσεις. Εάν οι μαθητές έχουν κακή εμπειρία σε ένα μάθημα μαθηματικών, μπορεί να είναι μια πρόκληση για αυτούς να ξαναχτίσουν την αυτο-αποτελεσματικότητά τους και να παρακινηθούν να μάθουν ξανά. Προκειμένου ένας μαθητής να είναι επιτυχής σε ένα μάθημα μαθημάτων γυμνασίου ή κολεγίου, πρέπει να επιδείξει κίνητρο για να μάθει τα βασικά στο δημοτικό ή στο γυμνάσιο. Αν οι μαθητές πιστεύουν ότι είναι ικανοί να αποδίδουν καλά σε μια εργασία, γενικά θα έχουν καλύτερη απόδοση από εκείνους που δεν πιστεύουν στον εαυτό τους (VanDinther, Dochy, & Segers, 2011).

Ο τρόπος με τον οποίο ένας μαθητής αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μπορεί να διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στην εκπαιδευτική του καριέρα, ειδικά σε μια τάξη μαθηματικών. Το κίνητρο λέγεται ότι καθοδηγείται από την αυτο- αποτελεσματικότητα ενός μαθητή, τις πεποιθήσεις απόδοσης και ελέγχου, και το ενδιαφέρον και τα εγγενή κίνητρα. Όταν οι μαθητές έχουν λόγο ή επιλογή σε ό,τι μαθαίνουν, βιώνουν ένα μεγαλύτερο αυτόνομο κίνητρο, το οποίο τους οδηγεί να συμμετέχουν στη βαθιά επεξεργασία και τη μάθηση (VanDinther, Dochy, & Segers, 2011).

Λέγεται, επίσης, ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ των κινήτρων ενός μαθητή στην τάξη και της παρεχόμενης υποστήριξης των εκπαιδευτικών. Αν ένας δάσκαλος ενθαρρύνει τους μαθητές του καθημερινά και τους ωθεί να τα πηγαίνουν

(25)

Ελεάνα Συκιώτη, «Η σχέση ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στην αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητάς τους και στο άγχος για τα μαθηματικά: Συγκριτική μελέτη σε μαθητές Γυμνασίου και Γενικού Λύκειο.»

καλύτερα στο σχολείο, ο μαθητής ενθαρρύνεται να μάθει. Είναι σημαντικό οι εκπαιδευτικοί να αφιερώσουν χρόνο για να γνωρίσουν τους μαθητές του.

Μαθαίνοντας για τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους και τι χρειάζονται οι μαθητές στην τάξη για να είναι επιτυχής, ο δάσκαλος δημιουργεί μια σχέση που μπορεί να ενθαρρύνει και να παρακινήσει τους μαθητές να είναι επιτυχείς. Υπάρχει, επίσης, μια σχέση μεταξύ των σχέσεων μαθητών και δασκάλων και της δέσμευσής τους στην

Referências

Documentos relacionados