• Nenhum resultado encontrado

Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν: Βασικές αρχές συγγραφής της ιστορίας κατά τον Λουκιανό

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν: Βασικές αρχές συγγραφής της ιστορίας κατά τον Λουκιανό"

Copied!
91
0
0

Texto

(1)

Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών Τμήμα Φιλολογίας

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών

«Αρχαία και Νέα Ελληνική Φιλολογία»

(Ειδίκευση «Αρχαία Ελληνική Φιλολογία»)

ΠΩΣ ΔΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΝ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΛΟΥΚΙΑΝΟ

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία της

Ιουλίας Μοντελόνγκο-Σαράντη

Πτυχιούχου Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (2004)

Επιβλέπων Καθηγητής:

Ορέστης Καραβάς, Επίκουρος Καθηγητής, Παν/μιο Πελοποννήσου Συνεπιβλέποντες:

Ανδρέας Μαρκαντωνάτος, Καθηγητής, Παν/μιο Πελοποννήσου

Μαργαρίτα Σωτηρίου, Επίκουρος Καθηγήτρια, Παν/μιο Πελοποννήσου

Καλαμάτα, Αύγουστος 2019

(2)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή... 3

Η ιστοριογραφία κατά τα ελληνιστικά και αυτοκρατορικά χρόνια... 10

Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν, ανάλυση του έργου... 19

Βιβλιογραφία... 90

(3)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Θέμα και βασικές αρχές της πραγματείας του Λουκιανού

Το πιο σημαντικό κριτικό έργο του Λουκιανού (περ. 125-180 μ.Χ.) είναι το Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν (πώς πρέπει να γράφεται η ιστορία). Πρόκειται ουσιαστικά για τη μοναδική διατριβή που έχει σωθεί από την αρχαιότητα για τη θεωρία της ιστοριογραφίας και είναι γραμμένη σε μορφή επιστολής προς κάποιον Φίλωνα.1 Αφορμή για τη σύνθεσή της έδωσε η επικαιρότητα, καθώς αμέσως μετά τον Παρθικό πόλεμο (162-166 μ.Χ.) εμφανίστηκε ένα πλήθος από κακογραμμένα και αναξιόπιστα ιστορικά έργα που φιλοδοξούσαν να τον εξιστορήσουν. Κριτής αυτών των έργων παρουσιάζεται ο Λουκιανός.

Το έργο πρέπει να γράφτηκε στα μέσα του 166 και, ενώ συζητά τις γενικές αρχές της ιστοριογραφίας, αναφέρεται σε ένα ιδιαίτερο γεγονός, τον Παρθικό πόλεμο του Μάρκου Αυρηλίου και του Λεύκιου Ουήρου.2 Ως προς τη δομή του, αποτελείται από τρία μέρη. Τα πρώτα έξι εισαγωγικά κεφάλαια με τα δύο ανέκδοτα δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα που χρειάζεται για να ελκύσει το έργο την προσοχή του κοινού.

Το δεύτερο μέρος που περιλαμβάνει τα κεφάλαια 7-32 ασχολείται με τα λάθη που πρέπει να αποφεύγει κανείς, όταν γράφει Ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, στα κεφάλαια 7-13 μιλά γενικά για τα λάθη, ενώ στα κεφάλαια 14-32 ο συγγραφέας παρουσιάζει με χλευαστική διάθεση παραδείγματα με τις αστοχίες και τα λάθη των ιστορικών που καταπιάστηκαν με τον Παρθικό πόλεμο. Τέλος, στο τρίτο μέρος που περικλείει τα κεφάλαια 33-63 ο

1

Αν και ο Λουκιανός δεν ήταν ιστορικός, στο έργο αυτό έδειχνε έμπειρος στο θέμα της διαχείρισης των γεγονότων σε αντίθεση με «ιστορικούς» της εποχής του που έδειχναν απειρία και άγνοια στα ζητήματα της Ιστορίας.

2

Ο Λουκιανός δεν στοχεύει στην αποκατάσταση της αλήθειας των γεγονότων του συγκεκριμένου πολέμου, αλλά, με αφορμή τα σφάλματα που διαπράχθηκαν από κάποιους ιστορικούς, βρίσκει την ευκαιρία να διατυπώσει τις γενικές αρχές του για την Ιστορία.

(4)

Λουκιανός δίνει έναν «κανόνα» στους κατοπινούς ιστοριογράφους για το τι πρέπει να χαρακτηρίζει ένα άξιο ιστορικό έργο.

Όμως το Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν δεν είναι γενικά έργο πρωτότυπο. Πολλές από τις ιδέες που διατυπώνει εδώ ο Λουκιανός τις συναντάμε σε έργα προγενέστερων συγγραφέων και ιδίως σε παλαιότερους ιστορικούς. Επιπλέον υπάρχουν συγκεντρωμένοι κοινοί τόποι, όπως τους ήξερε ο Λουκιανός από τη διδασκαλία των ρητορικών σχολών.

Έτσι αυτό το έργο ‒όπως και άλλα‒ υποτιμήθηκε από εκείνους που δε θεωρούν τον Λουκιανό παρατηρητή της εποχής του και κρίθηκε με διαφορετικούς τρόπους: άλλοι το χαρακτήρισαν ως μια έκθεση των αρχών του Θουκυδίδη ή του Πολύβιου, άλλοι ως μια διατύπωση αρχών της σχολής του Ισοκράτη, άλλοι ως επηρεασμένο απ' το χαμένο έργο του Θεόφραστου Περὶ Ἱστορίας ή, τέλος, ως μια συρραφή από κοινούς τόπους.

Παρόλα αυτά το έργο του Λουκιανού είναι σοβαρά και άρτια συγκροτημένο, υποδειγματικά γραμμένο και αποτελεί για μας την πιο συστηματική πραγμάτευση που έγινε για το θέμα από την εποχή του Πολυβίου (περ. 208-126 π.Χ.), ο οποίος τρεις αιώνες νωρίτερα διατύπωνε τις αρχές του για την Ιστοριογραφία σε μακρές παρεκβάσεις μέσα στην Ιστορία του. Οι απόψεις του μοιάζουν πολύ με αυτές που διατυπώνει ο Λουκιανός, αν και στο έργο του δεν αναφέρει πουθενά το όνομα του Πολύβιου ούτε φαίνεται να γνωρίζει τον ιστορικό και τα έργα που εξιστορεί.3 Χαρακτηριστικό πάντως είναι το γεγονός πως όλο το 12ο βιβλίο του Πολύβιου αποτελεί παρέκβαση, όπου ο ιστορικός εκθέτει τις αρχές και κρίνει τους προκατόχους του ιστορικούς, κυρίως τον Τίμαιο από το Ταυρομένιο (περ. 350-260 π.Χ.) που το μεγάλο έργο του Ἱστορίαι έφτανε ως το 289 π.Χ. και είχε επίκεντρο τη Σικελία και τους Έλληνες της Δύσης, αλλά αναφερόταν και σε άλλες χώρες της Μεσογείου.4

33

Ίσως όμως, ο Λουκιανός να γνώριζε το έργο και τις απόψεις του Πολύβιου, αλλά να επηρεάστηκε σε μικρό βαθμό από αυτές ή να τις αφομοίωσε δημιουργικά στο έργο του.

4

Τσακατίκας, 1997, σσ. 13-14.

(5)

Κατά τον Λουκιανό, λοιπόν, ο καλός ιστορικός πρέπει να έχει δύο κύρια προσόντα: α) πολιτικό νου (σύνεσις πολιτική) και β) συγγραφική ικανότητα

(δύναμις ερμηνευτική). Το πρώτο είναι φυσικό δώρο, το δεύτερο αποτέλεσμα εξάσκησης, σκληρής δουλειάς και μιμήσεως των αρχαίων, ενώ απαραίτητη κρίνεται και η εμπειρία στα στρατιωτικά ζητήματα.

Γενικά η μεγάλη αξία του Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν έγκειται στο ότι διαχωρίζει καθαρά την Ιστορία από τη σύγχρονή του Ρητορική, που από παλαιότερα είχε εισβάλει και στην Ιστοριογραφία, την οποία ο Λουκιανός έρχεται να αποκαταστήσει ως ένα ξεχωριστό είδος με δικούς του νόμους και απαιτήσεις. Δεν αναγνωρίζει την Ιστορία που έχει σκοπούς άλλους από την αλήθεια συμφωνώντας χαρακτηριστικά με τον Πολύβιο σε όσα σχετίζονται με το περιεχόμενο του ιστορικού έργου. Ο Λουκιανός συζητεί επίσης και τη μορφή που ταιριάζει στην Ιστορία, έτσι που στο σύγγραμμα αυτό έχουμε το μόνο σωζόμενο αρχαίο έργο γι' αυτή.5

O σκληρός πόλεμος των Ρωμαίων με τους Πάρθους στην αρχή της βασιλείας του Μ. Αυρηλίου είχε δώσει την ευκαιρία σε πολλούς να κάνουν τον ιστοριογράφο με αποτέλεσμα να γράψουν κάτι αξιοθρήνητα κείμενα, που τα παρουσίαζαν για αυθεντική εξιστόρηση του πολέμου. Όμως κάθε άλλο παρά Ιστορία ήταν και στη μορφή και στο περιεχόμενο. Οι «ιστορικοί» αυτοί κακομεταχειρίζονταν την ιστορική αλήθεια και αγνοούσαν τη μεθοδολογική δεοντολογία της Ιστοριογραφίας. Στα έργα τους διαστρεβλωνόταν η πραγματικότητα με ανάρμοστα εγκώμια και σκόπιμες κολακείες, με άχρηστες περιγραφές, με αφόρητη κενολογία και γελοίο στόμφο και γινόταν μια κακόζηλη μίμηση του Ηροδότου, του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Αυτές είναι οι διαπιστώσεις που κάνει ο Λουκιανός στη συγκεκριμένη πραγματεία του χωρίς να περιορίζεται σε γενικότητες, αλλά σατιρίζει και επικρίνει είτε με το όνομά τους είτε ανώνυμα (συνηθέστερα) κάμποσους ανιστόρητους και αγεωγράφητους συγγραφείς παραθέτοντας και τίτλους των έργων τους μαζί με χαρακτηριστικές φράσεις από αυτά.

Παράλληλα και συστηματικότερα στο δεύτερο μέρος κάνει «μικρὰν παραίνεσιν» και

5

Τσακατίκας, 1997, σσ. 14-17.

(6)

δίνει «ὀλίγας ὑποθήκας» για το ήθος και τις ικανότητες που πρέπει να έχει ο ιστοριογράφος και για τους βασικούς κανόνες που πρέπει να εφαρμόζει η Ιστοριογραφία.

Πρόσφατη και σημαντική έρευνα ανίχνευσε τις άμεσες και έμμεσες πηγές για το έργο αυτό και έδειξε τους κοινούς τόπους που μηρυκάζει και εδώ ο Λουκιανός.

Διατυπώνεται, λοιπόν, η αντίληψη πως στο πρώτο μέρος του έργου υπάρχει λίγο-πολύ αυθεντική απεικόνιση της σοφιστικής Ιστοριογραφίας. Εντούτοις υπάρχουν στο έργο αυτό πρωτότυπες ιδέες. Μάλιστα διαπιστώνουμε ότι η πραγματεία αυτή είναι ένα απ' τα σημαντικότερα κριτικά έργα του Λουκιανού και μια αξιολογότατη συμβολή στη δεοντολογία της Ιστοριογραφίας.6

Η μίμηση στο έργο του

Ο Λουκιανός έχει, όπως και οι άλλοι λόγιοι, τους έλληνες συγγραφείς της προτίμησής του, ποιητές και πεζογράφους, κάτι δηλαδή πολύ φυσικό, αυτονόητο και θεμιτό για το λογοτέχνη οποιασδήποτε εποχής και πολύ περισσότερο του 2ου αι. Με αυτό άλλωστε συμφωνούν και οι διαπιστώσεις του γάλλου μελετητή Bompaire. Γιατί, αν και μιλά για «λουκιάνειο κανόνα» στα στενά και δεσμευτικά πλαίσια του δόγματος της μίμησης, ωστόσο παραδέχεται ότι ο «κανών» αυτός διαφέρει από τον καθιερωμένο των αττικιστών και ότι η ευρύτητά του και η ανεξαρτησία του τον κάνουν να ξεχωρίζει. Από τα ονόματα που αναφέρονται στα έργα του Λουκιανού και από ορισμένα παραθέματα θα μπορούσε να γίνει ένας κατάλογος με τους συγγραφείς που πρότεινε ως υποδείγματα για μίμηση. Από τους ρήτορες είναι ο Ισοκράτης, ο Δημοσθένης, ο Αισχίνης και από τους ιστορικούς ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών. Από τους φιλοσόφους προτείνονται ο Πλάτων, ο Αισχίνης ο σωκρατικός, ο Αντισθένης, ο Διογένης, ο Κράτης, ο Επίκουρος, ο Μένιππος και απ' τους ποιητές ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Αρχίλοχος, ο Ιππώναξ, ο

6

Παπαϊωάννου, 1976, σσ. 106-107.

(7)

Σιμωνίδης ο Αμοργίνος, ο Σιμωνίδης ο Κείος, η Σαπφώ, ο Πίνδαρος και ίσως η Κόριννα.

Από τους δραματικούς ποιητές θαυμασμό έτρεφε για τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη, τον Εύπολη, το Μένανδρο. Από την άλλη, αποδιοπομπαίοι είναι οι ιστορικοί Κτησίας, Θεόπομπος και γενικά όσοι έγραψαν για το Μ. Αλέξανδρο, οι πρώτοι σοφιστές, ο φιλόσοφος Χρύσιππος, οι αλεξανδρινοί ποιητές Καλλίμαχος, Λυκόφρων, Δωσιάδας, Ευφορίων, Παρθένιος, αλλά και διάφορες συλλογές χρησμών, ο μυθιστοριογράφος Ιάμβουλος και οι αλεξανδρινοί κριτικοί.7

Γλώσσα και ιδιαίτερα λογοτεχνικά γνωρίσματα στο έργο του Λουκιανού

Ο Λουκιανός όχι μονάχα ξεκίνησε, αλλά και ευδοκίμησε ως σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος και η δραστηριότητά του ήταν σύγχρονη με την ακμή της Δεύτερης Σοφιστικής, η οποία έβαλε και τη δική της σφραγίδα στον πολύμορφο 2ο αι. Επομένως μπορεί να διαπιστωθεί ότι η θητεία του Λουκιανού σε αυτή φαίνεται καθαρότερα στη γλώσσα του.

Στη Δεύτερη Σοφιστική που έχει προέλευση μικρασιατική εξακολουθούσαν να συνυπάρχουν, αν όχι να συγκρούονται, ο ασιανισμός και ο αττικισμός, οι δύο βασικές, αλλά αντίθετες, μορφές ρητορικού ύφους. Ο ασιανισμός που εμφανίστηκε στην πρώιμη ελληνιστική εποχή διακρινόταν για την επιτήδευση και τον στόμφο στον τρόπο γραψίματος. Η λεκτική και φραστική εκζήτηση γινόταν για εντυπωσιασμό και έτσι ο ρητορικός λόγος έμοιαζε με πεζοτράγουδο. Στους κατοπινούς αιώνες ο ασιανισμός απλωνόταν και κέρδιζε έδαφος, όμως από ένα σημείο και μετά άρχιζε να κουράζει και δημιουργήθηκε αντίδραση. Πολλοί ήθελαν να ξαναδώσουν στους λόγους τους και στα κείμενά τους τη φυσικότητα και τη λιτότητα των κλασσικών αττικών προτύπων προσπαθώντας να δημιουργήσουν ένα στρωτό και ανεπιτήδευτο ύφος. Έτσι σχηματίστηκε το αρχαϊστικό ρεύμα του αττικισμού που απλώθηκε σε όλους τους

7

Παπαϊωάννου, 1976, σ. 163.

(8)

λογοτεχνικούς και συγγραφικούς τομείς και στη σοφιστική. Με τον αττικισμό η τεχνική της Μίμησης γινόταν πιο συνειδητή και πιο συγκεκριμένη. Τότε όμως άρχισε να εκτροχιάζεται ο αττικισμός, καθώς η μίμηση πήρε την αντιπνευματικότερη μορφή της και έγινε ένας ολέθριος φανατισμός για το ποιος θα ξεθάψει πιο πολλές και πιο σπάνιες αχρηστευμένες αττικές λέξεις. Στα χρόνια του Λουκιανού, τον λεγόμενο λοιπόν αττικισμό πολλοί τον είχαν κάνει στείρο λεξικοθηρικό αρχαϊσμό και ανυπόφορο γραμματικό υπεραττικισμό.

O Λουκιανός μορφώθηκε στα χρόνια της επικράτησης του γλωσσικού αττικισμού και πιο συγκεκριμένα στα χρόνια της άνθισης της Δεύτερης Σοφιστικής με τον αττικισμό της. Έτσι προσαρμόστηκε και ως σοφιστής και ως σατιρικός στα καθιερωμένα πια πλαίσια της αττικίζουσας γλώσσας των σύγχρονων συγγραφέων και έγραψε όλα του τα έργα στη γλώσσα αυτή, δηλαδή δεν έγραψε στην ομιλούμενη «κοινή» της εποχής του, στην οποία κανένας δεν έγραφε, αλλά στην καθιερωμένη τεχνητή φιλολογική γλώσσα του γραπτού λόγου.

Ο Λουκιανός τόλμησε να γελοιοποιήσει τους υπεραττικιστές, ενώ κατόρθωσε στα πλαίσια του αττικισμού να γράψει σε μια αττικίζουσα γλώσσα, υποδειγματική και συγκρατημένη, προικισμένη με όλες τις χάρες των δοκιμότερων αττικών συγγραφέων και ταυτόχρονα απαλλαγμένη από όλη την ασυναρτησία των συγχρόνων του υπεραττικιστών.8

Στη γλώσσα του Λουκιανού βρίσκουμε την αφέλεια, την αρμονία και τη χάρη, όχι όμως και όλη την ακρίβεια της παλαιάς αττικής. Ο Λουκιανός κατόρθωσε να διακρίνει ως πού μπορούσε να φτάσει η μίμηση της μακρινής αττικής διαλέκτου, καθώς και το εφικτό και το ανέφικτο στη μίμηση. Τη γλώσσα των έργων του τη θαυμάζουν και την επαινούν όλοι, οι δικοί μας και οι ξένοι. Αλλά και γενικότερα η συγγραφική ιδιαιτερότητα και το ύφος του προκαλούν πάντα και παντού τον έπαινο και το θαυμασμό.

Γνώριζε την πριν από αυτόν ελληνική λογοτεχνία και έμαθε όσο γινόταν τέλεια την

8 Γ

Στο Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν, ο Λουκιανός σατιρίζει και αυτή τη μορφή της γλώσσας που χρησιμοποιούσαν οι επίδοξοι ιστορικοί και γελοιοποιούσαν το έργο τους.

(9)

αττική διάλεκτο, την έγραψε όσο καλύτερα μπορούσε και δημιούργησε ένα αξιοθαύμαστο ύφος.

Η σατιρική πολυμορφία είναι το χαρακτηριστικότερο και σπουδαιότερο από τα ιδιαίτερα λογοτεχνικά γνωρίσματα στο έργο του. Η σάτιρά του είναι άφθονη και ποικιλόμορφη, με όλη την πληθωρικότητά της και σε όλη την κλίμακα της έντασής της και στο Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν: ευφυολόγημα, «πνεύμα», λογοπαίγνιο, αστεϊσμός, χιούμορ, μαύρο χιούμορ, ειρωνεία, σκώμμα, παρωδία, γελοιοποίηση, σαρκασμός, μυκτηρισμός, λίβελλος, χλεύη, διασυρμός. Στη λουκιάνεια δημιουργία μαζί με τη σάτιρα συνυπάρχει και συνυφαίνεται και το καθαρά κωμικό στοιχείο, ενώ διαφαίνεται η διαμόρφωση και η εξέλιξη της «εκφράσεως», δηλαδή της περιγραφής έργων τέχνης.

Ο Λουκιανός με ευστροφία και θάρρος κλιμακώνει τη σάτιρά του. Στο έργο του υπάρχει και ο λίβελλος, άλλοτε ως σαρκαστικό αφήγημα, άλλοτε ως ειρωνικό μάθημα.

Γενικά ο σατιρικός του οίστρος, πηγαίος και αυθόρμητος, με τις δηκτικές του παρατηρήσεις, τις έντεχνες απόψεις και την πυκνή επιχειρηματολογία είναι μοναδικό πρότυπο για τη νεότερη σάτιρα. Με την ποικιλία και την αντίθεση των χαρακτηριστικών του μας προκαλεί πολλά και συγχρόνως αντιφατικά συναισθήματα.9

Το σπουδαιότερο εν τέλει στοιχείο της συγγραφής του είναι η σχετική πρωτοτυπία στη μορφή και στο περιεχόμενο των περισσότερων έργων του (συμπεριλαμβανομένου και του έργου που θα εξετάσουμε), στοιχείο που οδήγησε τον Wilamovitz να παραδεχτεί ότι το ταλέντο του Λουκιανού είναι αξιοθαύμαστο, γιατί καταφέρνει να κάνει εντελώς δικά του όσα δανείζεται από τους άλλους.10

9 π

Παπαϊωάννου, 1976, σσ. 177-189.

10

Ράιος, 2012, σ. 186.

(10)

Η ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Το πιο χτυπητό ίσως χαρακτηριστικό της ελληνιστικής Ιστοριογραφίας είναι η πολυμορφία, καθώς τότε γράφονταν «ιστορίες για κάθε προτίμηση και κάθε κοινό».

Σύμφωνα με τη διάκριση του Πολύβιου, υπάρχει το γενεαλογικό ιστορικό είδος που αγαπούσαν οι εραστές των ψυχαγωγικών αναγνωσμάτων, η ιστορία που καταπιάνεται με μεταναστεύσεις, ίδρυση πόλεων και συγγενικές σχέσεις μεταξύ των λαών που προτιμούσαν όσοι λαχταρούσαν για μοναδικά γεγονότα, και ιστορίες που εκθέτουν τη δράση των εθνών, των πόλεων και των ηγετών τους που γοητεύει τα πολιτικά πνεύματα.

Εδώ θα πρέπει να προστεθεί και η Χρονογραφία.

Στα αυτοκρατορικά χρόνια αυτή η πολυμορφία και η άπειρη σχεδόν ποικιλία της ελληνιστικής Ιστοριογραφίας τείνει να εκλείψει, καθώς η απόλυτη επικράτηση της Ρώμης και η ένταξη των Ελλήνων, αλλά και όλων των άλλων υποταγμένων λαών στους κόλπους μιας ενιαίας αυτοκρατορίας δεν πρόσφεραν πλέον γόνιμο έδαφος για συγγραφή σύγχρονης χωριστής ιστορίας των Ελλήνων και των άλλων λαών. Υπήρχε ωστόσο έδαφος και ενδιαφέρον για το θρυλικό ελληνικό παρελθόν, την ελληνική μυθολογία, τα μνημεία-μάρτυρες των περασμένων μεγαλείων (Παυσανίας) και τους επιφανείς άνδρες που λάμπρυναν τον ελληνικό χώρο (Αρριανός). Εξαίρεση φαίνεται ν' αποτελεί μόνο η περίπτωση του Φλάβιου Ιώσηπου που με τα κείμενά του προσπάθησε να γνωρίσει στους Ρωμαίους την ιστορία και τον χαρακτήρα των υπόδουλων συμπατριωτών του. Αντίθετα η συγγραφή και η επανασυγγραφή της ιστορίας της Ρώμης ήταν το αγαπημένο θέμα των ιστορικών της εποχής (Διονύσιος Αλικαρνασσέας, Φλάβιος Ιώσηπος, Αππιανός, Κάσσιος Δίων, Ηρωδιανός).

Από την άλλη πλευρά, η όλο και περισσότερο διογκούμενη κυριαρχία της Ρητορικής είχε ως αποτέλεσμα να καταντήσουν συχνά δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα

(11)

στην Επιδεικτική Ρητορική, η οποία πραγματεύεται ιστορικά θέματα, και την Ιστορία που δίνει σημαντική θέση στο εγκώμιο.11

Το κίνημα της Δεύτερης Σοφιστικής

Ο όρος Δεύτερη Σοφιστική δημιουργήθηκε από τον Φιλόστρατο τον Β΄ (περ.

170-249 μ.Χ.) για να περιγράψει τις τάσεις που επικρατούν στην ιστορία της Ρητορικής απ' τον Αισχίνη και έπειτα διαχωρίζοντάς τες από τις παλαιότερες που είχαν θεμελιωθεί ως επί το πλείστον με τη ρητορική του Γοργία. Επειδή κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους η παραγωγή ρητορικού λόγου είναι το κυριότερο ίσως χαρακτηριστικό της ελληνικής γραμματείας και γενικότερα της παιδείας, ο όρος αυτός κρίθηκε από τους μελετητές κατάλληλος για τον προσδιορισμό της συνολικότερης γραμματείας αυτών των χρόνων.

Έτσι διατηρήθηκε από τη νεότερη έρευνα ο όρος του Φιλόστρατου, όχι όμως το χρονολογικό περιεχόμενό του, αφού εκείνος αναφερόταν στην περίοδο από τον Αισχίνη και έπειτα, ενώ οι νεώτεροι μελετητές ορίζουν ως Δεύτερη Σοφιστική τη συνολικότερη πνευματική παραγωγή των αυτοκρατορικών χρόνων, η οποία αναπτύχθηκε στην ελληνική γλώσσα. Αυτό συνέβη, γιατί η ελληνική γλώσσα ήταν το ενοποιητικό στοιχείο των περισσότερων λαών της αυτοκρατορίας χάρη στις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου που τη διέδωσε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, οπότε η ελληνόφωνη παιδεία και η πνευματική δημιουργία όχι απλώς δεν ενοχλούσαν αλλά, αντίθετα, υποβοηθούσαν έμμεσα την ενότητα του ρωμαϊκού κράτους και η ιδιότητά τους αυτή συνέβαλε στην περαιτέρω καλλιέργεια και ανάπτυξή τους κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το έργο του Λουκιανού.

11 1

Ράιος, 2012, σσ. 50-52.

(12)

Τάσεις και ρεύματα

Η κυρίαρχη τάση που διαπιστώνεται τόσο στην παιδεία όσο και στη λογοτεχνική δημιουργία των αυτοκρατορικών χρόνων είναι η επίμονη και διαρκής αναφορά στην πολιτιστική παραγωγή της κλασσικής εποχής. Τα έργα της διδάσκονται, μελετώνται, ερμηνεύονται, αμφισβητούνται, επανασηματοδοτούνται. Βέβαια, τις βάσεις για το ενδιαφέρον που δείχνει η αυτοκρατορική εποχή για τα έργα των αρχαϊκών και των κλασσικών χρόνων τις είχε ήδη θέσει η μελέτη των κειμένων αυτών από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους της ελληνιστικής εποχής.

Η σταθερή αυτή προσήλωση της αυτοκρατορικής περιόδου στα δημιουργήματα της κλασσικής εποχής χαρακτηρίστηκε «κλασσικισμός». Αυτός είχε θετικές συνέπειες για τα ίδια τα έργα, πολλά από τα οποία διασώθηκαν ως σήμερα, επειδή μελετήθηκαν και διδάχτηκαν τότε. Είχε όμως και αρνητικές, καθώς ο διάλογος με το παρελθόν περιόριζε την πρωτοτυπία, τη φαντασία και την αναφορά στο παρόν και αυτό αναντίρρητα ισχύει σε κάποιο ποσοστό για δημιουργήματα της αυτοκρατορικής περιόδου.

Όμως δεν έχει τονισθεί επαρκώς ότι τα έργα της αυτοκρατορικής περιόδου συχνά δηλώνουν μια αμφισβήτηση της απόλυτης αξίας που είχε αποδοθεί σε ορισμένους συγγραφείς και σε ορισμένα έργα. Έτσι π.χ. ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας στην πραγματεία του Περὶ Θουκυδίδου καταθέτει αρκετές επικρίσεις για το ύφος και το περιεχόμενο της ιστορίας του Θουκυδίδη που δεν είχαν ως τότε διατυπωθεί. Ο Φιλόστρατος στα έργα του Ἡρωικός και Τὰ κατὰ τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον κατηγορεί τον Όμηρο για την αποσιώπηση της συμβολής του Παλαμήδη στην τρωική εκστρατεία και για ηθικό εξωραϊσμό του Οδυσσέα, ενώ ο Δίων από την Προύσα, σε λόγο του με τον τίτλο Τρωικός κατηγορεί και αυτός τον Όμηρο για σκόπιμη ψευδολογία και επισημαίνει τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Έλληνες, όταν κατέλαβαν την Τροία και εκφέρει την άποψη πως καλύτερα να μην την είχαν καταλάβει ποτέ, αφού εξέπεσαν στη διάπραξη αυτών των εγκλημάτων. Παρατηρεί επομένως κανείς ότι πλάι στην αγαστή πολιτιστική συνύπαρξη των δύο κόσμων, του ελληνικού και του ρωμαϊκού, μέσα από τα έργα της αυτοκρατορικής εποχής ανιχνεύεται συχνά και μια λανθάνουσα αντιπαλότητα, ιδίως αν

(13)

θυμηθούμε τη μυθογραφική αξίωση των Ρωμαίων να έλκουν την καταγωγή τους από τον Τρώα Αινεία.12

Οι σπουδαιότεροι ιστοριογράφοι των χρόνων αυτών ήταν:

Ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό (β΄ μισό 1ου αι. π.Χ.), υπέρμαχος του αττικισμού, πήγε στη Ρώμη το 30 π.Χ. διδάσκοντας ρητορική για 20 χρόνια. Το ιστορικό του έργο δημοσιεύτηκε το 7 π.Χ. και επιγράφεται Ῥωμαϊκὴ ἀρχαιολογία. Εκτεινόταν αρχικά σε κ΄ βιβλία, αλλά έφτασαν σε μας τα 10 πρώτα, το μεγαλύτερο μέρος απ' το 11ο και αποσπάσματα ή επιτομές από τα άλλα. Θέμα του είναι η ιστορία της Ρώμης από τα μυθικά χρόνια ως τον πρώτο καρχηδονιακό πόλεμο (264 π.Χ.), αποτελεί δηλαδή ένα είδος εισαγωγής και συμπληρώματος στην ιστορία του Πολυβίου. Καθώς όμως ο Διονύσιος θεωρούσε την Ιστορία εξάρτημα της Ρητορικής, υποτάσσει την πρώτη στη δεύτερη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ῥωμαϊκὴ ἀρχαιολογία του στερείται παντελώς ιστορικού ενδιαφέροντος.

Ακολουθώντας την άκριτη ρωμαϊκή χρονογραφική Ιστοριογραφία, η αφήγηση του Διονυσίου χαρακτηρίζεται από μεγάλο στόμφο και ηθικοπλαστικό τόνο. Τα στοιχεία και οι όροι της ζωής μεταγενέστερων εποχών προβάλλονται ανέμελα στο σκοτεινό παρελθόν. Η ιστορική συγγραφή του Διονυσίου είναι μια στρατευμένη προσπάθεια στην υπηρεσία συμβίωσης Ελλήνων και Ρωμαίων. Για να γίνει πιο πειστική, έπρεπε να γοητεύσει τους αναγνώστες, πράγμα που έγινε εφικτό χάρη στη ρητορική δεινότητά του με κυριότερα χαρακτηριστικά την πολυμορφία της γραφής και της θεωρητικής σκέψης έχοντας για πρότυπα τον Ηρόδοτο και τον Θεόπομπο. Το έργο του απευθύνεται στο ευρύ κοινό που ενδιαφέρεται και για ήσυχη ψυχαγωγία.

Ο Φλάβιος Ιώσηπος (37-105) καταγόταν από ιερατική οικογένεια και πήρε παραδοσιακή παιδεία. Χάρη στην εκτίμηση του Βεσπασιανού και του Τίτου κέρδισε το προνόμιο του Ρωμαίου πολίτη και έτσι εγκαταστάθηκε στη Ρώμη και αφοσιώθηκε στην Ιστοριογραφία. Έργα του: 1) Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία (σε κ΄ βιβλία), με θέμα την εβραϊκή ιστορία απ' τη δημιουργία του κόσμου ως τα χρόνια του Νέρωνα, 2) Περὶ τοῦ ἰουδαϊκοῦ

12

Χριστόπουλος-Βερτουδάκης-Μπάζου, 2015, σσ. 89-94.

(14)

πολέμου, με περιεχόμενο την εβραϊκή ιστορία από την άλωση της Ιερουσαλήμ από τον Αντίοχο τον Δ΄ τον Επιφανή (170 π.Χ.) ως την καταστροφή της από τον Τίτο (70 μ.Χ.), 3) Κατὰ Ἀπίωνος, με βασικό στόχο ν' αποδείξει την αρχαιότητα του εβραϊκού λαού και τη σπουδαιότητα του πολιτισμού του.

Η ιστορία του ιουδαϊκού πολέμου αναδεικνύει τον Φλάβιο Ιώσηπο σ' έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της πρωτογενούς Ιστορίας, καθώς καταγράφει για πρώτη φορά γεγονότα των οποίων ο ίδιος υπήρξε πρωταγωνιστής και μάρτυρας. Επίσης, ο Φλάβιος εγγράφεται στην ελληνική παράδοση της «διηνεκούς Ιστορίας» καθώς η αφήγησή του σε ζ΄ βιβλία αρχίζει από εκεί όπου είχαν σταματήσει οι έλληνες συγγραφείς και οι ιουδαίοι προφήτες. Με το έργο του επιχειρεί να «παρηγορήσει» τους υποταγμένους λαούς, ν' απενοχοποιήσει τους κατακτητές για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και να αποτρέψει μελλοντικές εξεγέρσεις. Αφήνει όμως διάχυτη τη θλίψη του για τις συμφορές της πατρίδας του. Σε αντίθεση με τις δημηγορίες του Θουκυδίδη, οι δημηγορίες που παρεμβάλλει στο έργο του δεν εκφράζουν τις απόψεις των αντιπάλων, αλλά συνήθως προσωπικές θέσεις του συγγραφέα και των μετριοπαθών ομοϊδεατών και Ρωμαίων.

Η Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία μιμείται τη Ῥωμαϊκὴ ἀρχαιολογία του Διονύσιου, ανήκει στο χώρο της «φιλοσοφικής Ιστορίας» και αποτελεί ένα επιλεκτικό συμπίλημα με στοιχεία από την Π.Δ. και τους έλληνες ιστορικούς (Στράβωνα και Νικ. Δαμασκηνό).

Θεματικά είναι προέκταση αντίστοιχων έργων της ελληνιστικής περιόδου. Κατά τ' άλλα, βασικός στόχος του Ιώσηπου ήταν να εξαλείψει κάθε λόγο που μπορούσε να προκαλέσει το μίσος των άλλων λαών κατά των συμπατριωτών του.

Ο Πλούταρχος (46-120) καταγόταν από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια της Χαιρώνειας, με σπουδές στην Αθήνα και ταξίδια στην Ασία, την Αλεξάνδρεια και διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Έργα του: Ἠθικά και Παράλληλοι Βίοι. Χωρίς να ανήκει στους αττικιστές, χρησιμοποιεί κατά βάση την αττική γλώσσα, όπου όμως διακρίνει κανείς εύκολα πολλά στοιχεία της Κοινής.

Ο Αρριανός (95-175) από τη Νικομήδεια της Βιθυνίας, μαθήτευσε στον στωικό Επίκτητο, ο οποίος άφησε βαθιά τα σημάδια της διδασκαλίας του στην ψυχή του

(15)

Αρριανού. Ρωμαίος πολίτης και αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού πολέμησε κατά των Αλανών, ενώ επί Αδριανού πήρε και πολιτικά αξιώματα. Έργα του: Διατριβαί (αρχικά σε η΄ βιβλία, απ' τα οποία σώζονται σήμερα τα τέσσερα), Ἐγχειρίδιον, Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις, Κυνηγετικός, Ἰνδική, Περίπλους τοῦ Εὐξείνου Πόντου, Τέχνη τακτική, Ἀλανική (αποσπ.), Βιθυνικά (σε ιζ΄ βιβλία) και μια ιστορία των Διαδόχων Τὰ μετ' Ἀλέξανδρον (τα τρία τελευταία έργα έχουν χαθεί). Ο Αρριανός θεωρείται από τους καλύτερους αττικιστές, διακρίνεται για την απλότητα της γραφής και την αποφυγή κάθε υπερβολής, ενώ ως ιστορικός φιλοδόξησε να γίνει δεύτερος Ηρόδοτος και νέος Ξενοφών.

Το σημαντικότερο ιστορικό έργο του Αρριανού και συνάμα το καλύτερο έργο για τον Μ. Αλέξανδρο είναι η Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις (σε ζ΄ βιβλία) με πρότυπο τον Ξενοφώντα. Αυτή η ιστορία διακρίνεται για τις παλαιές και σοβαρές πηγές της. Η εντύπωση που προκαλεί, ακόμα και σήμερα, είναι πολύ δυνατή, καθώς μέσα από μια νηφάλια και «αντιρητορική» διήγηση ξεπροβάλλει ανάγλυφη η εικόνα του μεγαλοφάνταστου πολέμαρχου, του μεγαλόψυχου νικητή, του κοσμοκατακτητή, αλλά και του άντρα γεμάτο βίαια πάθη που «βουτούσε στην αμαρτία». Αυτό το πορτρέτο αναδύεται για τον μεγάλο Μακεδόνα στρατηλάτη από την αφήγηση του αρχαίου ιστορικού προκαλώντας μοναδικό θαυμασμό για τη δαιμονική σχεδόν φύση του.

Η Ανάβαση συμπληρώνεται με την Ἰνδική, μια μικρή πραγματεία γραμμένη σε ιωνική διάλεκτο κατά το πρότυπο του Ηροδότου, όπου ο Αρριανός αφηγείται με γραφικό τρόπο το ταξίδι του στόλου που έγινε κατά διαταγή του Μ. Αλεξάνδρου υπό τον Νέαρχο από τις εκβολές του Ινδού ως τον Περσικό Κόλπο. Και εδώ οι πηγές αποδεικνύονται άριστες. Από τα υπόλοιπα έργα του οι Διατριβαί και το Ἐγχειρίδιον ανήκουν στη φιλοσοφική συγγραφική δραστηριότητα του Αρριανού που και εδώ φαίνεται να έχει ως πρότυπο τον Ξενοφώντα. Ουσιαστικά διασώζουν τη διδασκαλία του Επίκτητου.

Ο Αππιανός (95-161) απ' την Αλεξάνδρεια, σύγχρονος του Αρριανού, μετακόμισε στη Ρώμη και αργότερα έγινε κρατικός υπάλληλος, πιθανόν στην Αίγυπτο. Ταυτίστηκε έτσι απόλυτα με μια εξουσία, της οποίας αναδείχτηκε αποτελεσματικός τροχός και μετατράπηκε σε ένθερμος εγκωμιαστής μιας αυτοκρατορίας που υπερίσχυσε όλων των άλλων τόσο με την έκταση όσο και με τη διάρκειά της. Ύμνησε ιδιαίτερα τους δύο

(16)

αιώνες του principatus κατά το οποίο η Ρώμη άκμασε σε μεγάλο βαθμό με μια μακρόχρονη και βέβαιη ειρήνη. Ο Αππιανός πίστευε πως οι επιτυχίες της Ρώμης οφείλονταν κυρίως στην πίστη στις ηθικές αρετές.

Το έργο του Ῥωμαϊκά (161-180) περιλαμβάνει την ιστορία από τα μυθικά χρόνια ως την εποχή του Βεσπασιανού, σε κδ΄ βιβλία, από τα οποία σώζονται ακέραια τα βιβλία ς΄-η΄και ια΄-ιζ΄, το β΄ μέρος του θ΄ και αποσπάσματα από τα άλλα. Προέβη, μάλιστα, σε καινοτομία επιλέγοντας τη μέθοδο της συγγραφής της ιστορίας των κατακτήσεων «κατά έθνος», προσαρμόζοντας έτσι στην ανάπτυξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το σχέδιο που είχε ακολουθήσει ο Ηρόδοτος για να παρουσιάσει την ανάπτυξη του περσικού κράτους.

Το σχέδιο αυτό του επέτρεπε να υπογραμμίζει εντονότερα τις ρωμαϊκές αρετές χάρη στη συστηματική σύγκριση των κατακτητών με τους λαούς που είχαν υποτάξει, στοιχείο που προσιδιάζει στην εγκωμιαστική ρητορική. Τα Ῥωμαϊκά θεωρούνται πολύτιμο ιστορικό έργο, γιατί περικλείουν και γεγονότα που δεν περιγράφονται από άλλους σωζόμενους ιστορικούς, έχει καλές πηγές, είναι γραμμένο με σαφήνεια, χωρίς στόμφο και επιτήδευση, με το βάρος να πέφτει σε κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες παρά την υποκειμενική του τοποθέτηση.

Ο Κάσσιος Δίων Κοκκηιανός (155-235) καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας και κατάφερε να καταλάβει σημαντικά πολιτικά αξιώματα. Το βασικό του έργο, η Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία, τον απασχόλησε για περισσότερο από 20 χρόνια. Από τα αρχικά 50 βιβλία του σώζονται σχεδόν πλήρη 25 (λς΄-ξ΄), με την αφήγηση των γεγονότων από το 68 π.Χ. ως το 47 μ.Χ.

Ο Ηρωδιανός (170-255) προερχόταν από τη Συρία και σταδιοδρόμησε στη Ρώμη ως αυτοκρατορικός υπάλληλος. Το έργο του Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας ἱστορίαι εκθέτει σε η΄ βιβλία τα γεγονότα από το θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου (180) ως την ανάρρηση του Γορδιανού του Γ΄ (238).

Το έργο του Ηρωδιανού ανήκει στις ιστορίες που περιγράφουν σύγχρονα γεγονότα που είδε και άκουσε ο συντάκτης τους στη διάρκεια της ζωής του, ακολουθώντας τα πρότυπα των μεγάλων ιστορικών του παρελθόντος (Ηροδότου, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα). Παρόμοιες ιστορίες κυκλοφορούσαν πολυάριθμες εκείνα τα

(17)

χρόνια και σχηματίζουμε μια πρώτη ιδέα γι' αυτές από την καυστική σάτιρα του Λουκιανού Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν. Στον πρόλογό του, που εμπνέεται από τον Θουκυδίδη, ο συγγραφέας τονίζει το πλήθος των αυτοκρατόρων που διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλον εκείνα τα χρόνια, τις μεταπτώσεις στην τύχη των εμφυλίων και των εξωτερικών πολέμων, τις ταλαιπωρίες του λαού. Στη συνέχεια κατηγορεί τους ομοτέχνους του, που θυσιάζουν την ουσία της Ιστορίας στο βωμό των εντυπώσεων και της κολακείας των ισχυρών και τελειώνει με την υπογράμμιση της μεθοδολογικής αυστηρότητας της ιστορίας του με την ακρίβεια της αφήγησης και την αμεσότητα. Όμως η ιστορία του είναι ουσιαστικά μια σειρά αυτοκρατορικών βιογραφιών, με σημαντικές παραλήψεις, επίδειξη φιλομάθειας, φανερή επίδραση της Ρητορικής στις σκηνές εντυπωσιασμού και στις δημηγορίες, ενώ συχνά η ιστορική ανάλυση αντικαθίσταται από μαθήματα ηθικής.

Ο Πολύαινος (μέσα 2ου αι.), ρήτορας, γράφει τα Στρατηγήματα (162) που αφιερώνει στους αυτοκράτορες Μάρκο Αυρήλιο και Λεύκιο Ουήρο. Το έργο του, γραμμένο σε αρχαΐζουσα γλώσσα, είναι μια συλλογή στρατιωτικών τεχνασμάτων που άντλησε από παλαιότερες πηγές. Γι' αυτό και επικεντρώνονται στο μεγαλύτερο μέρος τους στην κλασσική και ελληνιστική περίοδο και μόνο το τελευταίο (η΄) βιβλίο αναφέρεται στη ρωμαϊκή ιστορία.

Από το χώρο της ύστερης αρχαιότητας έχουμε τα εξής ονόματα:

Ευνάπιος από τις Σάρδεις (348-414) με σπουδές στην Αθήνα. Οι Βίοι φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν συνεχίζουν τους Βίους φιλοσόφων του Πορφυρίου και του Σωτίωνα, ενώ συμπληρώνουν τους Βίους σοφιστῶν του Φιλόστρατου. Όμως ανάμεσα στους Βίους του Φιλόστρατου και τους Βίους του Ευνάπιου υπήρχε μεγάλη απόσταση, καθώς ο πρώτος εξαίρει τη δύναμη της ελληνικής ρητορικής στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ενώ ο δεύτερος συνθέτει μάλλον μια «εθνική αγιογραφία», όπως ειπώθηκε. Το θαυμαστό στοιχείο κατέχει κυρίαρχη θέση. Ο ίδιος έγραψε και τα Ἱστορικὰ ὑπομνήματα που δε σώζονται και καλύπτουν σε ιδ΄ βιβλία την περίοδο από το 270 ως τη βασιλεία του Αρκάδιου (αρχές 5ου αι.).

(18)

Ζώσιμος: Θεωρείται ο τελευταίος εθνικός ιστορικός, χρημάτισε φισκοσυνήγορος στην Κων/πολη. Με την Νέα Ἱστορία του (μεταξύ 507 και 518) φιλοδόξησε να συνθέσει συμμετρικά και αντιθετικά προς την ιστορία του Πολυβίου μια νέα Ιστορία, καθώς είναι η πρώτη που πραγματεύεται ένα ιστοριογραφικό θέμα που έμελλε να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στη συνέχεια το τέλος του αρχαίου κόσμου. Ο Πολύβιος είχε εκθέσει πώς οι Ρωμαίοι οικοδόμησαν την αυτοκρατορία σε μικρό χρονικό διάστημα. Ο Ζώσιμος θ' αφηγηθεί πώς την κατέστρεψαν με την άφρονα έπαρσή τους. Όπως ο Πολύβιος διερεύνησε τα αίτια της ανάπτυξης της Ρώμης και τόνισε την ποιότητα των θεσμών της, έτσι και ο Ζώσιμος διερωτάται για τα αίτια της παρακμής, που την αποδίδει στο τέλος του συγκλητικού καθεστώτος και την υποταγή του στους αυτοκράτορες.

Όμως ο Ζώσιμος βρίσκεται πιο κοντά στον Ευσέβιο ή τον ιερό Αυγουστίνο παρά στον Πολύβιο, αφού βλέπει στην ιστορία το χέρι του θεού και συνδέει συχνά τη δυστυχία με την ασέβεια. Η παρακμή της Ρώμης οφείλεται επίσης, κατά τον Ζώσιμο, στην κατάργηση των θυσιαστηρίων τελετών από τον Θεοδόσιο και στην παραμέληση των προγονικών παραδόσεων. Γι' αυτό και οι θεϊκοί οιωνοί (κεραυνοί, σεισμοί, όνειρα και χρησμοί) καταγράφονται συχνά ως προμηνύματα επερχόμενων δεινών. Ωστόσο η ενοχοποίηση του χριστιανισμού απ' τον Ζώσιμο για την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν τον καθιστά πρόδρομο του Διαφωτισμού. Όπως και οι αντίπαλοί του, είναι και αυτός πιστός της παλαιάς θρησκείας και συγγράφει ουσιαστικά μια αντιχριστιανική θρησκεία.13

13

Χριστόδουλου-Βερτουδάκης-Μπάζου, 2015, σσ52-61.

(19)

ΠΩΣ ΔΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΝ, ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Το πρώτο μέρος του κειμένου που περιλαμβάνει τα κεφάλαια 1-6 φαίνεται να λειτουργεί σαν ένα είδος εισαγωγής στο κυρίως θέμα, αφού δεν γίνεται απευθείας, αλλά βαθμιαία. Προφανώς ο Λουκιανός είχε σκοπό να ελκύσει την προσοχή (όπως συνέβαινε και με τα ρητορικά κείμενα) και γι' αυτό ξεκινά με δύο ανέκδοτα.

Κεφάλαιο 1

Ο Λουκιανός απευθύνεται στον Φίλωνα του οποίου η ταυτότητα δεν έχει εξακριβωθεί. Μάλλον ήταν φίλος του Λουκιανού και του απευθύνει τη «διατριβή» αυτή σε μορφή επιστολής. Ίσως να επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο που διαλέγεται με τον Λυκίνο στο έργο Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι. Ίσως, όμως, να είναι και αυτός ένας άλλος επίδοξος ιστορικός του παρθικού πολέμου.14

''Ἀβδηρίταις φασί...ἐμονῴδουν'': Στο πρώτο ανέκδοτο, λοιπόν, με το οποίο ξεκινά το έργο του, ο Λουκιανός προβάλλει μια φανταστική ιστορία από το παρελθόν και συγκεκριμένα από την ελληνιστική εποχή και τα χρόνια του Λυσιμάχου, του στρατηγού του Μ. Αλεξάνδρου και έπειτα βασιλιά της Θράκης. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αβδηρίτες αρρώστησαν βαριά και παραμιλούσαν απαγγέλλοντας ιαμβικούς στίχους και τραγουδώντας δυνατά μονωδίες από την Ανδρομέδα του Ευριπίδη.

''αἰτίαν δέ μοι δοκεῖ...παρολισθαίνειν'': Κατά τον Λουκιανό αυτό συνέβη, γιατί ο φημισμένος τότε ηθοποιός Αρχέλαος παρουσίασε κατακαλόκαιρα την Ανδρομέδα στους Αβδηρίτες, εκείνοι «άρπαξαν τον πυρετό» και παρασύρθηκαν από την τραγωδία. Τελικά, ο χειμώνας και η παγωνιά έδωσαν τέλος στην αρρώστια τους.

Η αναφορά στα Άβδηρα της Θράκης δεν πρέπει να είναι τυχαία, καθώς υπήρξε πατρίδα σημαντικών προσώπων, όπως του φιλοσόφου Δημόκριτου, του σοφιστή

14

Jones, 1986, σ. 59.

(20)

Πρωταγόρα, του φιλόσοφου Λεύκιππου, του φιλοσόφου και γραμματικού Εκαταίου, του αστρονόμου και μαθηματικού Βίωνα, του φιλοσόφου Αναξάρχου, ενώ η πόλη διαδραμάτιζε γενικά σπουδαίο ρόλο σ' όλη την αρχαιότητα.

Το ύφος του Λουκιανού είναι χιουμοριστικό και σαρκαστικό, όπως συνηθίζει σε πολλά έργα του. Μάλιστα με τον τρόπο περιγραφής της ασθένειας μοιάζει να παρωδεί το λοιμό της Αθήνας που περιγράφει ο Θουκυδίδης, προφανώς όχι τυχαία και πάλι, μιας και στη συνέχεια του έργου του θ' αναφερθεί σ' επίδοξους ιστορικούς που μιμήθηκαν τον Θουκυδίδη. Σύμπτωση, επίσης, δεν γίνεται να είναι και η αναφορά στην Ανδρομέδα, αφού το ίδιο έργο είχε παρωδήσει και ο Αριστοφάνης στις Θεσμοφοριάζουσες (στ. 1012 και εξής). Προφανώς το ανέκδοτο εδώ είναι εύρημα του Λουκιανού, ο οποίος είχε μοναδική ικανότητα στη σύνθεση μύθων. Κατά την προσωπική μου άποψη, η επιλογή του συγκεκριμένου έργου παραπέμπει και στους Βατράχους του Ευριπίδη, αφού, όπως η ανάγνωση της Ανδρομέδας από τον Διόνυσο στάθηκε αφορμή για την κατάβασή του στον Άδη και για την οργάνωση του φιλολογικού αγώνα στον οποίο διατυπώνονται απόψεις για την ποίηση, έτσι και εδώ ο Λουκιανός ξεκινώντας το έργο του με ανέκδοτο για την Ανδρομέδα έχει την ευκαιρία να εκφράσει τις σκέψεις του για την Ιστορία.15

''ἐπὶ πολὺ ἐμφιλοχωρούσης...περιπετομένου'': Ο Λουκιανός τελειώνει το πρώτο ανέκδοτο αναφέροντας πως, όταν οι Αβδηρίτες ανάρρωσαν, παρασύρθηκαν από την τραγωδία. Το συγκεκριμένο χωρίο προφανώς έχει μεταβατικό ρόλο, αφού έτσι μας μεταφέρει ομαλά στο θέμα του που αφορά τους σύγχρονούς του ιστορικούς.

Κεφάλαιο 2

''Ὡς οὖν ἕν...ἡμῖν ἅπαντες'': Εδώ ο Λουκιανός καταλήγει στο συμπέρασμα της ιστορίας που παρέθεσε και, μάλιστα, με τρόπο συγκριτικό. Έτσι η αρρώστια των Αβδηριτών παραβάλλεται με την «ασθένεια» αρκετών λογίων, που αποφάσισαν ν'

15 1

Τσακατίκας, 1997, σ. 87.

(21)

ασχοληθούν με την Ιστορία πιστεύοντας ότι μπορούν να γράψουν έργο αντάξιο των σπουδαιότερων ιστορικών του παρελθόντος, δηλαδή του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα. Μάλιστα ως αιτία του παράξενου φαινομένου αναφέρει τον παρθικό πόλεμο που αρχικά είχε επιφέρει ήττες και αργότερα νίκες στους Ρωμαίους με αποτέλεσμα πολλοί να πάρουν θάρρος και να θελήσουν να εξιστορήσουν τα γεγονότα.

παρθικοί πόλεμοι: Οι μάχες των Ρωμαίων με τους Πάρθους έλαβαν χώρα σε διάφορες χρονικές φάσεις καθώς υπήρξαν περίοδοι ανακωχής και ειρήνευσης. Ο παρθικός πόλεμος που αναφέρεται στο συγκεκριμένο σύγγραμμα συντελέστηκε μεταξύ των ετών 162-166 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου. Λίγες πληροφορίες γι' αυτόν προέρχονται από τη βυζαντινή επιτομή του έργου του Δίωνα Κάσσιου (2, 71).

Μάλιστα ο Jones θεωρεί πως αυτό το έργο του Λουκιανού αποτελεί με τη σειρά του πηγή για τα γεγονότα του πολέμου αυτού.16 Εδώ ο Λουκιανός αναφέρεται στην ήττα του ρωμαϊκού στρατού από τον Πάρθο Οσρόη το 162, εξαιτίας της οποίας ο επικεφαλής των Ρωμαίων, ο Σεβηριανός, αυτοκτόνησε.

Εξετάζοντας, λοιπόν, τα γεγονότα της συγκεκριμένης φάσης του πολέμου που γέννησαν τόσα ιστορικά έργα, μπορούν να αναφερθούν κάποιες λεπτομέρειες. Ύστερα από μια μακρά περίοδο ειρήνης στ' ανατολικά σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η κατάσταση άλλαξε δραματικά το 161. Την άνοιξη, λίγο μετά την ενθρόνιση των συναυτοκρατόρων Μ. Αυρηλίου και Λεύκιου Ουήρου, ο Πάρθος βασιλιάς Βολογάσης Δ΄

εξαπέλυσε επίθεση που σχεδίαζε από καιρό, ξεκινώντας έναν ακόμα πόλεμο της Παρθίας με τους Ρωμαίους. Αν και γενικά οι πληροφορίες είναι λιγοστές και αποσπασματικές, σε συνδυασμό τους με κάποια αρχαιολογικά στοιχεία, μπορούμε ν' ανασυνθέσουμε τα γεγονότα σε γενικές γραμμές.

Οι δύο παρατάξεις ενδιαφέρονταν από καιρό για την κατοχή της Αρμενίας. Ο Βολογάσης εισέβαλε σ' αυτήν, ενώ ο κελτικής καταγωγής κυβερνήτης της Καππαδοκίας Μάρκος Σεδάτιος Σεβηριανός προχώρησε με μια λεγεώνα στην Αρμενία για να αντιμετωπίσει τον εισβολέα, αλλά παγιδεύτηκε στην Ελεγεία από τις δυνάμεις του

16 1

Jones, 1986, σ. 59.

Referências

Documentos relacionados