• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] Συστηματικά νοσήματα και εγκυμοσύνη:Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Συστηματικά νοσήματα και εγκυμοσύνη:Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος"

Copied!
71
0
0

Texto

(1)

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ- ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΚΟΥΡΟΥΜΑΝΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ 2018

(2)

ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗΣ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ ΚΟΥΡΟΥΜΑΝΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ

ΘΕΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΥΘΗΜΑΤΩΔΗΣ ΛΥΚΟΣ

ΕΠΟΠΤΕΥΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ Δρ. K. Ηλίας Κατσίκης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2018

(3)

Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον επιβλέποντα καθηγητή μου κ. Κατσίκη Ηλία και εν συνεχεία να αποδώσω ευχαριστώ στους καθηγητές της σχολής μου που συνέβαλλαν στην απόκτηση των απαραίτητων γνώσεων για την επιτυχή μου φοίτηση και εκπόνηση της πτυχιακής μου εργασίας.

Οφείλω να ευχαριστήσω την οικογένεια μου διότι χωρίς εκείνους η απόκτηση ενός πτυχίου θα ήταν αδύνατη. Τους ευχαριστώ που στάθηκαν δίπλα μου όλα τα χρόνια των σπουδών μου, και για την υπομονή που υπέδειξαν μέχρι και σήμερα.

(4)

1 ΜΕΡΟΣ

1.0 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

...3

1.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΣΕΛ...4

1.2 ΙΣΤΟΡΙΚΗ

ΑΝΑΔΡΟΜΗ...4

1.3 ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ...

5

2

Ο

ΜΕΡΟΣ

2.1 ΤΟ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ

ΣΥΣΤΗΜΑ...6

2.2 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ...6

2.3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ

ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ...6 2.4

ΑΝΟΣΟΡΥΘΜΙΣΗ...7

(5)

2.6 Η ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑΚΗ ΑΠΟΚΡΙΣΗ...7

2.7 ΑΝΟΣΙΑΚΗ

ΜΝΗΜΗ...7

2.8 ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ : ΦΑΓΟΚΚΥΤΑΡΑ, ΠΟΛΥΜΟΡΦΟΠΥΡΗΝΑ - ΟΥΔΕΤΕΡΟΦΙΛΑ , ΜΟΝΟΠΥΡΗΝΑ

ΜΑΚΡΟΦΑΓΑ,ΔΕΝΔΡΙΤΙΚΑ ΚΥΤΤΑΡΑ,ΦΥΣΙΚΑ ΚΥΤΤΑΡΟΚΤΟΝΑ ΚΥΤΤΑΡΑ ( ΝΚ ), ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΕΣ...8 2.9 ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ – ΚΥΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΑΑ ...13 2.10 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΕΑ...15

2.12 ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

...15

2.14 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΥΤΟΑΝΟΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΝΟΣΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ...17

2.15 ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΥΤΟΑΝΟΣΙΑΣ

...17

2.16 ΠΟΛΥΚΛΩΝΙΚΗ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ

...18

2.17 ΕΜΦΥΤΗ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ

...18

2.18 ΑΥΤΟΑΝΟΣΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ – ΚΛΙΝΙΚΟ ΦΑΣΜΑ

...20

(6)

...21

2.20 ΚΥΡΙΑ ΑΥΤΟΑΝΟΣΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

...23

2.21 ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ...24

3

Ο

ΜΕΡΟΣ

3.1 ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΣΕΛ

...27

3.2 ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΣΕΛ

...29

3.3 ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΣΕΛ

...29

3.4 ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕΛ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ...32 3.5 ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΣΕΛ ...32

3.6 ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ

ΣΕΛ...32

3.7 ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

...33

3.8 ΑΝΟΣΙΑΚΕΣ ΑΠΟΒΟΛΕΣ

...34

(7)

3.10 Ο ΠΛΑΚΟΥΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΣΕΛ ...38

3.11 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ

ΣΕΛ...40

3.12 ΠΡΟΓΝΩΣΗ – ΥΠΟΣΧΟΜΕΝΑ ΠΕΔΙΑ ΕΡΕΥΝΩΝ

...42

3.13 ΣΕΛ ΚΑΙ ΚΥΗΣΗ

...42

3.14 ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΣΕΛ ...43

3.15 ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΥΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΠΛΕΚΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΣΕΛ...44

3.16 ΑΝΤΙΦΩΣΦΟΛΙΠΙΔΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ – ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ

ΑΝΤΙΜΕΤΩΣΠΙΣΗ ...4 6

3.17 ΝΕΟΓΝΙΚΟΣ ΛΥΚΟΣ

...48

3.18 ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ

...50

3.19 ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ ...52

3.20 ΕΙΔΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΑΡΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕΛ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ

...52

(8)

3.22 ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΣΕΛ ...54

3.23 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΕΛ – ΤΗΝ ΚΥΗΣΗ – ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ ...

...58

3.24 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

...58 3.25

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ...59

3.26 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...60

(9)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι ένα πολύπλοκο δίκτυο απο κύτταρα και χυμικές ουσίες. Ο φυσιολογικός ρόλος του είναι να προστατέυει τον οργανισμό και να αντιμετωπίζει λοιμώξεις, ιούς και μικροοργανισμούς που εισβάλλουν στο σώμα. Όταν κάποιος πάσχει απο αυτοάνοσο νόσημα, το ανοσοποιητικό του σύστημα λανθασμένα επιτίθεται, χτυπά τον εαυτό του, επιτίθεται στο ίδιο το σώμα με στόχο ιστούς, όργανα και κύτταρα. Το ανοσοποιητικό σύστημα παρουσίαζει υπερδραστηριότητα και αντιδρά σε οτιδήποτε, χάνει την ικανότητα να διακρίνει και να ξεχωρίσει τι είναι δικό του και τι είναι ξένο. Τα άτομα που πάσχουν απο αυτοάνοσα νοσήματα χάνουν την κύρια ιδιότητα του αμυντικού τους συστήματος την ανοσολογική ανοχή. Ο ΣΕΛ είναι μια αυτοάνοση ρευματοειδής νόσος. Κύριο χαρακτηριστικό της νόσου είναι η δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και η παραγωγή αυτοαντισωμάτων, που οδηγεί σε χρόνια φλεγμονή πολλαπλών οργάνων. Κατά την διάρκεια της κύησης η νόσος παρουσιάζει εξάρσεις, η φυσιολογία αλλάζει. Η αλληλεπίδραση του ΣΕΛ και της εγκυμοσύνης είναι πάρα πολύ πολύπλοκη, ωστόσο οι πρόοδοι στους τομείς της

(10)

παθοφυσιολογίας και στην διάγνωση και ένας μεγάλος αριθμός θεραπευτικών επολογών για την θεραπεία του ΣΕΛ έχουν βελτιώσει κατά πολύ το περιγεννητικό αποτέλεσμα. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερέυνηση του Συστηματικού Ερυθυματώδη Λύκου (ΣΕΛ) στην εγκυμοσύνη, μεσω βιβλιογραφικής ανασκόπησης στα νεότερα δεδομένα με στόχο την καλύτερη φροντίδα των ασθενών. Υλικό και μέθοδος . Πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση της Ελληνικής βιβλιογραφίας, και χρησιμοποήθηκαν άρθρα απο επιστημονικά περιοδικά, καθώς και απο επιστημονικά άρθρα αναρτημένα στο διαδίκτυο.

ABSTRACT

The immune system is a complex network of cells and substances. Its physiological role is to protect the body and treat infections, viruses and microorganisms that invade the body. When someone is suffering from an autoimmune disease, his immune system erroneously attacks, strikes himself, attacks the body itself with target tissues, organs and cells. The immune system is overactive and reacts to anything, losing the ability to distinguish between what is its own and what is foreign. People with autoimmune diseases lose their immune tolerance as their primary immune system. SLE is an autoimmune rheumatoid disease. The main feature of the disease is the immune system dysfunction and the production of autoantibodies, leading to chronic inflammation of multiple organs. During pregnancy, the disease is exacerbated, physiology changes. The interaction of SLE and pregnancy is too complicated, but advances in the pathophysiology and diagnosis and a large number of therapeutic trials for SLE therapy have greatly improved the perinatal outcome. The purpose of this study is to diagnose Systemic Erythema warts (LAP) in pregnancy through a bibliographic review of the latest data with a view to better patient care. Material and method. A review of Greek literature was carried out, and articles from scientific journals and scientific articles posted on the internet were used.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

(11)

Η παρούσα Πτυχιακή εργασία με τίτλο ΄΄Συστηματικά νοσήματα και εγκυμοσύνη – Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος ΄΄εκπονήθηκε στα πλαίσια της ολοκλήρωσης των σπουδών μου για την λήψη του πτυχίου μου απο το Α.Τ.Ε.Ι Θεσσαλονίκης – Σ.Ε.Υ.Π – Μαιευτικής , με υπέυθυνο καθηγητή τον κ. Κατσίκη Ηλία. Η ολοκλήρωση της πραγματοποιήθηκε τον Οκτώμβριο του 2018. Σκοπός μου κατά την διάρκεια της συγγραφής της ήταν όσο το δυνατόν η πληρέστερη ανάλυση του θέματος, ώστε το περιεχόμενο να μπορέσει να γίνει κατανοητό και σαφές, και να καλύψει το εξεταζόμενο θέμα με επάρκεια και επιστημονικότητα.

Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται εκτενής αναφορά στην ανοσολογία και στους μηχανισμους της ανοσίας, ώστε να καταλάβει ο αναγνώστης τι είναι τα αυτοάνοσα νοσήματα και τι εκλύει την εμφανισή τους.

Στο δέυτερο κεφάλαιο πραγματοποιείται ανάλυση του ΣΕΛ, αναφέρεται η επιδημιολογία, η κλινική εικόνα, η θεραπεία.

Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η αλληλεπίδραση του ΣΕΛ – εγκυμοσύνης, η δραστικότητα του ΣΕΛ στην κύηση, οι αρχές για τον ΣΕΛ στην κύηση και την γονιμότητα.

Καθώς και τα συμπεράσματα που προκύπτουν και οι στρατηγικές αντιμετώπισης της κύησης που επιπλέκεται απο ΣΕΛ.

Στο τέταρτο κεφαλαιο αναφέρεται η βιβλιογραφία, η πηγές και τα άρθρα που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση της παρούσας πτυχιακής εργασίας

(12)

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ορισμός ΣΕΛ (Systemic Lupus Erythematosus-SLE) : Είναι ένα πρότυπο αυτοάνοσο νόσημα με ποικίλο πολυσυστηματικό φάσμα κλινικών εκδηλώσεων. Πρόκειται για χρόνιο νόσημα.Κύριο χαρακτηριστικό είναι η παραγωγή αντισωμάτων έναντι συστατικών του κυτταρικού πυρήνα. Εκδηλώνεται με ποικιλομορφία, είτε με γενικά συμπτώματα είτε με μεμονωμένα τα οποία μπορεί να συνυπάρχουν αλλά μπορεί και να μην συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Η νόσος χαρακτηρίζεται απο εξάρσεις και υφέσεις. Προσβάλλει κυρίως γυναίκες στην αναπαραγωγική ηλικία.Ανήκει στην κατηγορία των ρευματικών παθήσεων. Η κοινή εργαστηριακή διαταραχή είναι η παρουσία κυκλοφορούντων αντιπυρινικών αντισωμάτων (ΑΝΑ).

1.1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Το 963 στην βιογραφία του Αγίου Μαρτίνου γίνεται αναφορά στον όρο Lupus (λατινικά lupus). Επίσης ο Ιπποκράτης περιέγραψε τις δερματικές βλάβες της νόσου με το χαρακτηρισμό ΄΄έρπης εσθιόμενος΄΄ (Σύνοψις Ιατρικής, Λεοντός του Σοφού, 886-912). Στον Μεσαίωνα η ιδιαίτερη εμφάνιση των ασθενών με την συνοδό φωτοευαισθησία τους οδήγησαν στο να αναπτυχθούν αντιλήψεις για ιδιαίτερες ΄΄δυνάμεις΄΄ που επέτρεπαν την μεταμόρφωση σε ζώο και συγκεκριμένα σε λύκο. Η λέξη ερύθημα συναντάται το 1838 (erythema centrifuge) ως φυγόκεντρο ερύθημα απο τους Laurent-Theodore Biett και Jean Luis Alibert. Μετονομάστηκε σε ερυθηματώδη λύκο απο τον Casenave το 1850. Πρώτη περίπτωση ασθενούς κάνει την εμφανισή της το 1851- δισκοειδής λύκος. Ο όρος Σ.Ε.Λ χρησιμοποείται πρώτη φορά το 1895 απο τον William Osler, και κάνει αναφορές στις καρδιακές, αναπνευστικές και νεφρικές επιπλοκές της νόσου. Τα διαγνωστικά κριτήρια της νόσου έκαναν την εμφανισή τους το 1971. Το 1982 τα πρώτα διαγνωστικά κριτήρια της

(13)

νόσου που διαμορφώθηκαν αναθεωρήθηκαν απο Αμερικανικό Κολλέγιο Ρευματολογίας (Mallavarapu & Grimsley, 2007). Και η πιο πρόσφατη τροποποίηση έγινε απο τον Hochberg το 1997. Όσον αφορά την στη θεραπεία της νόσου, πρώτος ο Payne ανέφερε την χρήση της κινίνης (1894). Σημαντικό θεραπευτικό όφελος και ο πρώτος σταθμός στη θεραπεία της νόσου ήταν η ανακάλυψη της κορτιζόνης το 1952 απο τον Hench για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο Nobel. Η κινακρίνη ήταν το πρώτο ανθελονοσιακό που χρησιμοποιήθηκε θεραπευτικά το 1951, ενώ η εποχή της ανοσοκατασταλτικής θεραπείας άρχισε το 1952, με την εφαρμογή της αζαθειοπρίνης απο τον Roy Calne και αργότερα της κυκλοφωσφαμίδης και του μυκοφαινολικού mofetil. Σήμερα η χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτων όπως το rituximab (έναντι του CD20 μορίου επιφανείας των Β λεμφοκυττάρων) και το belimumab (έναντι του ενεργοποιητή των Β λεμφοκυττάρων, Β lymphocyte stimulator, Blys) διαμορφώνουν νέες προοπτικές στην αντιμετώπιση των ασθενών με ΣΕΛ (Τσέλιος, 2017).

1.2 ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ

Επιδημιολογία : Ο Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος στο γενικό πλήθυσμο προσβάλλει κατά προσέγγιση 1 στα 2.000 άτομα. Ο ΣΕΛ είναι νόσος κυρίως νεαρών γυναικών, συχνά στην ηλικία της τεκνοποίησης. Προσβάλλει γυναίκες σε δεκαπλάσια συχνότητα σε σχέση με τους άνδρες. Η επίπτωση του είναι αυξημένη στις ηλικίες 15-44 ετών, και ο επιπολασμός είναι υψηλός σε ηλικίες 45-46 ετών. Στην Ελλάδα ο επιπολασμός του ΣΕΛ κυμαίνεται απο 39,5 εως 50 σε 10.000 πληθυσμού (Ανδριανάκος, et all 2003). Η πιο συχνή ηλικία εμφάνισης είναι τα 15 και 40 έτη με αναλογία 9: 1 γυναικών-ανδρών. Η ηλικία έναρξης της νόσου ποικίλει, εμφανίζεται τόσο στην βρεφική αλλά και στην ενήλικη ζωή αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε οποιαδήποτε ηλικία.Συχνότερα νοσούν άτομα της μάυρης και ασιατικής φυλής.Το Lupus Foundation of America έχει υπολογίσει τον επιπολασμό της νόσου να είναι 1,5 εκκατομύρια περιπτώσεις. Η συχνότητα του ΣΕΛ άρα ποικίλει ανάλογα με την φυλή και την εθνικότητα. Στην Ελλάδα ειδικότερα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης ο επιπολασμός του ΣΕΛ υπολογίζεται σε 60 ασθενείς / 10.000 πλυθησμού. (Στεφανίδου, et all 2011). Ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για εμφάνιση ΣΕΛ είναι το φύλο. Για την ανάπτυξη του ΣΕΛ σημαντικό ρόλο παίζουν γενετικοί παράγοντες αλλά κατά βάση είναι πολυπαραγοντικοί οι λόγοι στην παθογένεση του ΣΕΛ. Η φυσική πορεία της νόσου χαρακτηρίζεται απο υφέσεις και εξάρσεις ενώ τα μεσοδιαστήματα μεταξύ αυτών ποικίλουν σημαντικά. Η συσωρευμένη βλάβη ωστόσο επιβαρύνει την πρόγνωση των ασθενών. Η

(14)

θνησιμότητα αναφέρεται ότι ακολουθεί δύο ξεχωριστά πρότυπα. Στα πρώτα χρόνια απο την έναρξη της νόσου οι βασικές αιτίες θανάτου είναι οι σοβαρές λοιμώξεις και η υψηλή ενεργότητα της νόσου ενώ σε μακρόχρονη νόσο οι κύριες αιτίες θανάτου είναι τα οξέα καρδιαγγειακά συμβάματα και οι οργανικές ανεπάρκειες (Τσέλιος, 2017).

ΤΟ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

2.3 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Το ανοσοποιητικό σύστημα αποτελείται απο εξιδεικευμένα κύτταρα, μόρια, ιστούς, όργανα και χημικές ουσίες. Είναι ένα περίπλοκο και πολυσύνθετο δίκτυο. Ο βασικός του ρόλος είναι η προστασία του οργανισμού ενάντια των λοιμώξεων. Αυτό επιτυγχάνεται χάρη στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος τα οποία ανιχνέυουν και καταστρέφουν κύτταρα που έχουν υποστεί βλάβη καθώς και ξένους ιστούς ,και ταυτόχρονα αναγνωρίζουν και αποφέυγουν να προσβάλλουν τα κύτταρα του ίδιου του ξενιστή.

Οι λειτουργίες που επιτελεί το ανοσοποιητικό σύστημα είναι α) Άμυνα και προστασία του οργανισμού απο λοιμώξεις προκαλούμενες απο ιούς , βακτήρια , μύκητες , παράσιτα β) καταστροφή και απομάκρυνση κυττάρων που έχουν υποστεί βλάβη ή έχουν νεκρωθεί γ) αναγνώριση και καταστροφή κακοήθη κυττάρων, αποτροπή εξέλιξης τους σε όγκους.

Τα συστηματικά νοσήματα και μικρές βλάβες ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα. Η αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος διακρίνεται σε ειδική αντίδραση και μη ειδική αντίδραση. Η μη ειδική παρεμποδίζει ή περιορίζει την είσοδο εισβολέων στον οργανισμό μειώνοντας την έκταση της ιστικής βλάβης και ελλατώνοντας την ανάγκη για ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Η φλεγμονή είναι μία μη ειδική αντίδραση και ενεργοποιείται απο μικρές η μεγάλες βλάβες. Αν η διαδικασία της φλεγμονής δεν καταφέρει να καταστρέψει τους οργανισμούς που θέλουν να εισβάλουν ή τις τοξίνες, τότε ενεργοποιείται μια πιο ειδική αντίδραση, η ανοσολογική αντίδραση (Μπούρα, 2015).

2.4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ

Ανοσορύθμιση : ονομάζεται η κινητοποίηση των ανοσιακών μηχανισμών με σκοπό την εξουδετέρωση των παθογόνων και την επίτευξη της ομοιόστασης. Μέσω της ανοσορύθμισης

(15)

προλαμβάνονται κυτταρικές μεταβολές και παρεμποδίζεται η εξέλιξη της ανοσιακής απόκρισης προς αυτοανοσία (Μπούρα, 2015). Η κινητοποίηση και η αρμονική συνεργασία των στοιχείων του ανοσιακού συστήματος με σκοπ’ο την αναχαίτηση του ξένου που εισβάλει στον ανθρώπινο μικρόκοσμο, χαρακτηρίζεται γενικά ως υγιής ανοσιακή απόκριση. Υπό ορισμένες συνθήκες υπερμετρης απόκρισης ή διαταραγμένης ρύθμισης είναι δυνατόν να προκληθεί βλάβη στους ιστούς του οργανισμού που έχει ως σκοπό να προστατέυει το ανοσιακό συστημα (Μπούρα, 2015).

Η ανοσιακή απόκριση αποτελείται απο δύο μέρη την μη ειδική ή φυσική ανοσία (innate immunity) και την ειδική μη επίκτητη ανοσία (adoptive immunity). Ο παραπάνω διαχωρισμός είναι κυρίως περιγραφικός ουσιαστικά η ανοσιακή απόκριση είναι ενιαία δεδομένου ότι για την επιτυχή έκβαση της ανοσορύθμισης απαιτείται επαρκής ενεργοποίηση, αρμονική συνεργασία και συνεχής αλληλεπίδραση και των δύο λειτουργικών σκελών της άμυνας, της φυσικής και της επίκτητης (Μπούρα, 2015). Σύμφωνα με το μοντέλο της διάκρισης του μη λοιμώδους –ιδίου απο το λοιμώδες μη –ίδιο στο επίκεντρο της ανοσιακής απόκρισης βρισκεται η φυσική ανοσία. Συγκεκριμένα η ενεργοποίηση των κυτάρων της φυσικής ανοσίας βασίζεται στην αναγνώριση απο τα μακροφάγα και τα δενδριτικά κύτταρα μιας ομάδας οντογενετικά διατηρημένων αντιγονικών δομών που σχετίζονται με την επιβίωση και την λοιμογόνο δράση των παθογόνων. Οι δομές αυτές αποτελούν συστατικά μόνο των μικροοργανισμών και όχι του ξενιστή, συνεπώς η αναγνώριση τους απο τα αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα σηματοδοτεί την παρουσία εισβολέα. Η αναγνώριση των PAMPs επιτυγχάνεται απο υποδοχείς αναγνώρισης προτύπων δομών. Οι PRRs ανήκουν σε διάφορες πρωτεινικές ομάδες, κωδικοποιούνται απο εμβρυικά γονιδιακά στοιχεία και δεν εμφανίζουν κλωνική κατανομή, σε αντίθεση με την ειδική ανοσία που χρησιμοποίει υποδοχείς με κλωνική κατανομή στα Τ και Β λεμφοκύτταρα (Μπούρα, 2015).

Η φυσική ανοσιακή απόκριση είναι αρχαιότερη κάνει την εμφάνιση της στους πολυκκύταρους οργανισμούς αναγνωρίζει μια ποικιλία κοινών μοριακών, δυνητικά παθογόνων δομών και αποκρίνεται είτε κατά μέτωπο επίθεση, άμεσα ή μέσω κυτταροκινών, χημειοκινών, κ.α. Μεσολαβητών της φλεγμονής που επηρεάζουν το μικροπεριβάλλον στο χώρο της δράσης της και οργανώνουν συνθήκες φλεγμονώδους απόκρισης (Μπούρα, 2015).

Δραστηριοποιείται στην πρώτη γραμμή άμυνας έναντια σε κάθε εισβολέα, κινητοποιεί φαγοκυτταρικούς μηχανισμούς και ενεργοποιεί το συμπλήρωμα, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη έκθεση στον εισβολέα. Επιπρόσθετα παρέχει την βιολογική πληροφορία

(16)

δηλαδή το σήμα κινδύνου (danger signal) ώστε η επίκτητη ανοσία να αναπτύξει απόκριση προσαρμοσμένη πλέον ειδικά στο αντιγόνο. Τα κύτταρα της φυσικής ανοσίας πυροδοτούν ενδοκυττάριες οδούς σηματοδότησης που οδηγούν στην ενεργοποίηση μεταγραφικών παραγόντων ( NFkB, API) με αποτέλεσμα τηνν παραγωγή των μεσολαβητών της φλεγμονής την έκφραση των συνδιεγερτικών μορίων και την κινητοποίηση της ειδικής ανοσιακής απόκρισης (Μπούρα, 2015).

Η ειδική ανοσιακή απόκριση : διεκπεραιώνεται απο τα λεμφοκύτταρα και περιλαμβάνει λειτουργικά τρείς διαδοχικές φάσεις, την φάση της αναγνώρισης του αντιγόνου, και την φάση της ενεργοποίησης κατα την οποία τα παρθένα (naïve) λεμφοκύτταρα παρουσία αντιγόνου αρχικά πολλαπλασιάζονται και στη συνέχεια διαφοροποιούνται και προσανατολίζονται στην αντιγονική πρόκληση, ώστε τέλος στη δραστική – εκτελεστική φάση, τα δραστικά – εκτελεστικά λεμφοκύτταρα έχουν ως αποστολή την εξουδετέρωση του αντιγόνου. Όταν το αντιγόνο εξουδετερωθεί τα δραστικά λεμφοκύτταρα αποθνήσκουν με προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο (απόπτωση) (Μπούρα, 2015).

Ανοσιακή μνήμη : Η διάκριση της φύσης του αντιγόνου επιτελείται πρώιμα και μη αντιγονοειδικά απο τους υποδοχείς της φυσικής ανοσίας, καθώς η αναγνώριση του απο την φυσική ανοσία χαρακτηρίζεται απο ποικιλομορφία, εξειδίκευση και ανάπτυξη ανοσιακής μνήμης. Με τον όρο μνήμη ενοούμε την ικανότητα του ανοσιακού συστήματος να απαντάει ταχέως στην επόμενη συνάντηση με ένα συγκεκριμένο αντιγόνο στο οποίο έχει εκτεθεί στο παρελθόν. Η λειτουργία αυτή αποτελεί μέρος της ειδικής ανοσίας και χαρακτηρίζεται ως δευτερογενής ανοσιακή απόκριση σε αντιδιαστολή προς την απάντηση στο αρχικό ερέθισμα, η οποία ονομάζεται πρωτογενής ανοσιακή απόκριση (Μπούρα, 2015).

Βασικά συστατικά φυσικής ανοσίας : Τα βασικά συστατικά της φυσικής ανοσίας είναι οι φυσικοί και χημικοί φραγμοί (επιθήλιο δέρματος – βλεννογόνων, φυσιολογική μικροβιακή χλωρίδα και αντιμικροβιακές ουσίες που εκκρίνουν τα επιθήλια όπως είναι οι οικογένειες των αντιβακτηριδιακών πεπτιδίων, οι ντεφινσίνες και καθελυδισίνες), οι διάφοροι μεσολαβητές φλεγμονής (πρωτείνες οξείας φάσεως, συμπλήρωμα, αντιμικροβιακά πεπτίδια, πρωτείνες θερμικής καταπληξίας, HSP, χημειοκίνες, κυτταροκίνες, νευροπεπτίδια), τα φαγοκκύταρα

(17)

(πολυμορφοπυρηνα, μονοπύρηνα-μακροφάγα, δεδριτικά) και τα κύτταρα φυσικοί φονείς (Μπούρα, 2015).

Φαγοκύτταρα: τα κύρια φαγοκύτταρα του οργανισμού είναι τα πολυμορφοπύρηνα και τα πονοπύρηνα –μακροφάγα. Τα παραπάνω κύτταρα προσλαμβάνουν μια ευρεία ποικιλία αντιγονικού υλικού και είναι γνωστά ως επαγγελματικά φαγοκκύτταρα (Μπούρα, 2015).

Ανεξάρτητα απο το είδος του κυττάρου που συμμετέχει η πρόσληψη του αντιγονικού υλικού πραγματοποιείται με τρείς βασικούς μηχανισμούς : την πινοκύττωση, ενδοκύττωση μέσω υποδοχέα και φαγοκύτταρωση (Μπούρα, 2015).

Κατά την πινοκύττωση η κυτταρική μεβράνη του φαγοκυττάρου εκκολπώνει το αντιγόνο σχηματίζοντας κυστίδια εντός των οποίων το περικλείει μαζι με εξωκκυτάριο υγρό. Στην ενδοκύττωση μέσω υποδοχέα τα αντιγονικά μόρια εισέρχονται στο εσωτερικό του κυττάρου αφού συνδεθούν με υποδοχείς της κυτταρικής μεβράνης. Για την ολοκλήρωση της απαιτείται πολυμερισμός της κλαρθρίνης του κυτταροπλάσματος κάτω απο το σημείο της μεβράνης που εκφράζεται ο υποδοχέας. Και οι δύο παραπάνω διαδικασίες έχουν ως αποτέλεσμα το σχηματισμό ενδοκυτταρικών κυστιδίων που περικλείουν το αντιγονικό και συντήκονται μεταξύ τους προκειμένου να σχηματισθούν τα ενδοσώμια. Κατά την φαγοκύτταρωση η κυτταροπλασματική μεβράνη εκβάλλει ψευδοπόδια με τα οποία περικλείει το σωματιδιακό υλικό και τελικά σχηματίζονται τα φαγοσώμια. Η πινοκύττωση και η ενδοκύττωση αφορούν συνήθως μακρομόρια ή προιόντα μικροβίων, ενώ η φαγοκκυτάρωση χρησιμοποίειται για την πρόσληψη μεγάλων πολυάσθενων ουσιών ή ολόκληρων μικροοργανισμών (Μπούρα, 2015).

Πολυμορφοπύρηνα – ουδετερόφιλα : Τα πολυμορφοπύρηνα είναι τα πρώτα κύτταρα της φυσικής ανοσίας που κινητοποιούνται απο το αίμα διαμέσου του ενδοθηλίου των αγγείων, στη θέση εισόδου του παθογόνου. Ο ρόλος τους είναι σημαντικός κυρίως για την αντιμετώπιση λοιμώξεων απο εξωκυττάρια βακτήρια και μύκητες. Προσελκύονται στηνν περιοχή της φλεγμονής απο μια πληθώρα χημειοκακτικών παραγόντων που περιλαμβάνουν κυρίως τις χημειοκίνες οι οποίες απελευθερώνονται απο τα μακροφάγα, το ενδοθήλιο και άλλα ιστικά κύτταρα, τα φορμυλομεθυλιωμένα πεπτίδια του τοιχώματος ορισμένων βακτηρίων, λευκοτριένια και διάφορα παράγωγα της οδού ενεργοποίησης του συμπληρώματος όπως C5a (Μπούρα, 2015).

(18)

Συγκεκριμένα, αρχικά τα ενεργοποιημένα ουδετερόφιλα προσκολλώνται χαλαρά στο ενεργοποιημένο ενδοθήλιο της φλεγμαίνουσας περιοχής, εν συνεχεία εκφράζουν μόρια ιντεγκρινών με υψηλή ικανότητα σύνδεσης στο ενδοθήλιο. Αυτή η σταθερή σύνδεση των ουδετερόφιλων με το ενδοθήλιο μέσω των ιντεγκρινών έχει ως αποτέλεσμα την λήξη του κυλίσματος τους επάνω στο ενδοθήλιο εν συνεχεία την τη διαπίδυση τους μέσω των χαλαρών διακυτταρικών ενδοθηλιακών συνάψεων στον τόπο της μικροβιακής φλεγμονής. Τα ουδετερόφιλα σε αντίθεση με τα μακροφάγα και τα δενδριτικά δεν ασκούν αντιγονοπαρουσίαση. Περιορίζουν την διασπορά των μικροοργανισμών και των προιόντων τους μέσω της φαγοκυττάρωσης και της δράσης των μικροβιοκτόνων ουσίων που εκκρίνουν τα κοκκία του φαγοσωμιακού συστηματός τους (Μπούρα, 2015).

Παράλληλα ενεργοποιούν οξυγονοεξαρτώμενους μηχανισμούς (αναπνευστική έκρηξη), οι οποίοι μέσω οξειδωτικών αντιδράσεων παράγουν τοξικά παράγωγα μεταβολισμού του οξυγόνου. Το υποχλωριώδες οξύ (HOCI) αποτελεί τον ισχυρότερο οξειδωτικό βακτηριοκτόνο παράγοντα των ουδετερόφιλων (Μπούρα, 2015).

Εκτός απο την φαγοκυτταρική τους δράση, τα ουδετερόφιλα παράγουν προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες και χημειοκίνες όπως είναι η IL-8 και έτσι στρατολογούν άλλα κύτταρα της μη ειδικής και ειδικής ανοσίας στον τόπο της φλεγμονής (Μπούρα, 2015).

Μονοπύρηνα – Μακροφάγα : Τα μονοπύρηνα μετά την εισοδό τους στην κυκλοφορία μεταναστέυουν σε όλους τους ιστούς όπου διαφοροποιούνται σε μακροφάγα και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη φυσική και στην επαγωγή της ειδικής ανοσίας ( Μπούρα, 2015).

Συμμετέχουν στις διαδικασίες επούλωσης και αναδιαμόρφωσης των ιστών (tissue remodeling), καθώς και στην κάθαρση των νεκρών και αποπτικών κυττάρων. Κατά την διαφοροποίηση των μονοπύρηνων σε μακροφάγα το μεγεθός τους αυξάνει και η φαγοκυτταρική τους δράση ενισχύεται. Στους ιστούς παραμένει σταθερός ένας αριθμός μακροφάγων ένω τα υπόλοιπα μετακινούνται ελέυθερα. Χαρακτηριστικά μακροφάγα των ιστών είναι τα ιστιοκύταρα του συνδετικού ιστού και του δέρματος, τα κυψελιδικά μακροφάγα του πνέυμονα, τα κύτταρα Kupffer του ήπατος, τα μεσογειακά κύτταρα του νεφρού και τα μικρογλοιακά κύτταρα του εγκεφάλου (Μπούρα, 2015).

Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος τους στις ενδοκυττάριες λοιμώξεις. Διαθέτουν μεγάλο αριθμό υποδοχέων μεβράνης μέσω των οποίων αναγνωρίζουν μικρόβια, μεταλλαγμένα κύτταρα και άλλα υλικά.

(19)

 Ανιχνέυουν την εισβολή των μικροβίων μέσω των υποδοχέων τους (μηοψωνικοί υποδοχείς). Οι κυριότεροι απο αυτούς είναι το σύμπλεγμα CD14/TLR4/MD2 (LPS υποδοχέας), οι υποδοχείς μαννόζης και φουκόζης και οι υποδοχείς ρακοσυλλέκτες.

 Περιορίζουν την μικροβιακή διασπορά με την φαγοκυττάρωση, την ενδοκυττάρια φόνευση (αντιβακτηριακά συστήματα) και το σχηματισμό του κοκκιώματος.

 Συμβάλλουν στην στρατολόγηση κυττάρων στην θέση της λοίμωξης με την απελευθέρωση χημειοκινών και άλλων μεσολαβητών της φλεγμονής.

 Ασκούν δράση αντιγονοπαρουσιαστικών κυττάρων για τηνν ενεργοποίηση των λεμφοκύτταρων της ειδικής ανοσίας.

 Λειτουργούν ως εκτελεστικά κύτταρα μέσω της φαγοκυταρικής και βακτηριοκτόνου δράσης τους (Μπούρα, 2015).

Δενδριτικά κύτταρα: Τα δενδριτικά κύτταρα προέρχονται είτε απο την μυελική σειρά (μυελοειδή δενδριτικά κύτταρα), είτε απο την λεμφική σειρά (πλασματοκυτταροειδή ή λεμφοειδή δενδριτικά κύτταρα). Στις λοιμώξεις τα πρώτα σχετίζονται με την επαγωγη της Thl ειδικής ανοσίας έναντι των παθογόνων ένω τα δέυτερα παράγουν κυρίως IFNa και συμμετέχουν στην φυσική ανοσία του οργανισμού. Τα δενδριτικά κύτταρα συναντώνται σε δύο διαφορετικά λειτουργικά στάδια, τα άωρα και τα ώριμα. Τα άωρα δενδριτικά κύτταρα βρίσκονται στους περισσότερους ιστούς και έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν, να προσλαμβάνουν και να επεξεργάζονται το αντιγόνο. Καθώς αναγνωρίζουν το αντιγόνο αρχίζει η διαδικασία ωριμανσής τους. Συγκεκριμένα υπόκεινται σε μία σειρά μη αναστρέψιμων μεταβολών που χαρακτηρίζεται απο την ελλάτωση της φαγοκυτταρικής ικανότητας και την έκφραση των διαφορετικών TLRs και χημειοκίνων υποδοχέων στην επιφάνεια τους, ανάλογα με το στάδιο ωριμανσής τους. Σταδιακά χάνουν την ικανότητα πρόσληψης και επεξεργασίας του αντιγόνου και μεταναστέυουν στα δευτερογενή λεμφικά όργανα. Μεταξύ των κυτταροκινών που παράγονται απο τα ωριμάζοντα δενδριτικά κύτταρα καθοριστική θέση έχει η IL-2, η οποία διεγείρει πρώιμα τα ΝΚ κύτταρα και συμβάλει στη επαγωγή της ειδικής ανοσιακής απόκρισης. Καθώς τα δενδριτικά κύτταρα προσεγγίζουν τους λεμφαδένες πάυει η μεταναστευτική ιδιότητα και εγκαθίστανται στις Τ κυτταρικές περιοχές των λεμφαδένων. Εκεί τα ώριμα πλέον δενδριτικά κύτταρα παρουσιάζουν σταθερή έκφραση MHC και συνδιεργετικών μορίων, λειτουργώντας πλέον ως επαγελματικά αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα και ευαισθητοποιώντας τα παρθένα Τ- λεμφοκύτταρα.

(20)

Τελικά αφού επιτελέσουν την επαγωγική τους δράση υφίστανται αποπτωτικό θάνατο (Μπούρα, 2015).

Φυσικά κυτταροκτόνα κύτταρα (ΝΚ κύτταρα) : Τα φυσικά κυτταροκτόνα αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία κυττάρων της φυσικής ανοσίας που δεν είναι ούτε Τ, ούτε Β λεμφοκύτταρα. Είναι μεγάλα κοκκίωδη λεμφοκύτταρα και ανευρίσκονται σε ποσοστό 10%

περίπου στο περιφερικό αίμα. Ο ρόλος τους είναι σημαντικός καθώς αναγνωρίζουν και και εξουδετερώνουν μολυσμένα κύταρα απο ενδοκυττάρια παθογόνα και μεταλλαγμένα κύτταρα.

Η ενεργοποίηση τους καθορίζεται απο την ισορροπία των υποδοχέων διέγερσης και αναστολής που διαθέτουν (Μπούρα, 2015).

Ανήκουν στην ομάδα των κυτταροτοξικών κυτταρων, η δράση τους όμως ασκείται μη-ειδικά, χωρίς προηγούμενη ευαισθητοποίηση ή MHC περιορισμό. Ετσι τα ΝΚ κύτταρα συμβάλλουν στην εξολόθρευση των ενδοκυττάριων μικροβίων ασκώντας μη –ειδική κυτταροτοξική δράση σε μολυσμένα κύτταρα. Ενεργοποιούνται απο τα μακροφάγα μέσω της IL-12 και IL-15 και παράγουν και αυτά και κυτταροκίνες, ιδιαίτερα IFNγ, η οποία διευκολύνει τα μακροφάγα στην βακτηριοκτόνο δράση (Μπούρα, 2015).

Τα ΝΚ εμφανίζουν κυτταροτοξικότητα που εκδηλώνεται κύριως άμεσα με την απελευθέρωση κοκκίων περφορίνης / κοκκοενζύμων και την λύση του κυττάρου στόχου.

Συγκεκριμένα η περφορίνη εκκρινόμενη ανοίγει πόρους στην μεβράνη του κυττάρου -στόχου διαμέσου των οποίων τα κοκκοένζυμα εισερχόμενα στο κύτταρο προκαλούν τον θανατό του με απόπτωση (αποδόμηση κυτταρικού DNA). Επιπλέον τα ΝΚ κύτταρα φέρουν Fc υποδοχείς που συνδέουν τα IgG αντισώματα συνδεδεμένα προς μικρόβια η μολυσμένα κύτταρα, ή ακόμα προς νεοπλασματικά κύτταρα και εκδηλώνουν κυτταροτοξική δράση εξαρτώμενη απο το αντίσωμα (ADCC) (Μπούρα, 2015).

Κυτταροκίνες : Οι κυταροκίνες είναι πρωτείνες που εκκρίνονται απο τα κύταρα της φυσικής και ειδικής ανοσίας και διαμεσολαβούν πολλές απο τις λειτουργίες του ανοσιακού συστήματος αλλα΄και γενικότερα του οργανισμού (Μπούρα, 2015).

Οι κυτταροκίνες της φυσικής ανοσίας έχουν κύριο λόγο στην ενεργοποίηση των ανοσιακών αντιδράσεων που είναι κρίσιμες στα πρώτα στάδια της μολύνσης, όπως για παράδειγμα η στρατολόγηση και κινητοποίηση των πολυμορφοπύρηνων ή η εμφάνιση των συστηματικών φαινομένων όπως ο πυρετός. Οι κυριότερες απο τις πρωτείνες αυτές είναι οι ιντερφερόνες, ο

(21)

TFN-α, η IL-1. Παράγονται κύριως απο τα μακροφάγα, τα ουδετερόφιλα, τα ΝΚ- κύτταρα, και απο κύτταρα του ενδοθηλίου και των βλενογόννων. Οι αυτοκρινείς και παρακρινείς τους δράσεις είναι πλειοτροπικές, δηλαδή μπορούν να επηρεάζουν ποικίλα κύτταρα παράγοντας άλλοτε άλλα αποτελέσματα. Έτσι για παράδειγμα η IL-6 προκαλεί την παραγωγή της CRP στο ήπαρ, αλλά και την απελευθέρωση ουδετερόφιλων απο τον μυελό των οστών. Ο TFN-a συμβάλλει στην εμφάνιση του πυρετού μέσω της δράσης του στον υποθάλαμο, αλλά και στην ενίσχυση του μικροβιοκτόνου στον ικανότητας των μακροφάγων. Ο τελικός είναι η καταπολέμηση των εισβολέων σε αρχικό στάδιο αλλά και εν συνεχεία η κινητοποίηση των κυττάρων της ειδικής ανοσίας (Μπούρα, 2015).

Ειδική ανοσιακή απάντηση – Κύρια χαρακτηριστικα ΕΑΑ : Βασικότατη ικανότητα και προυπόθεση της ΕΑΑ, αποτελεί η διάκριση του ίδιου (εαυτό), και απο το μη ίδιο (self- non self discrimination). Η διάκριση αυτή με τα μόρια του Μείζονος Συμπλέγματος Ιστοσυμβατότητας (Major Histocompatibillity Coplex, MHC, Human Leycocyte Antigens, HLA) στην επιφάνεια όλων των εμπύρηνων κυττάρων. Η χαρακτηριστική αυτή ιδιότητα είναι παράλλήλα χρήσιμη και για την αποτροπή εκδήλωσης αυτοάνοσων φαινομένων. Η ειδικότητα (specificity), η ικανότητα δηλαδή του ανοσιακού συστήματος να διακρίνει μετάξυ των πολυάριθμων μορίων τα οποία του παρουσιάζονται και να απαντά μόνο σε ορισμένα, χωρίς να διαμορφώνει μία τυχαία, μη διαφοροποιημένη απάντηση. Η ανοσιακή μνήμη (immunological memory), η ιδιότητα δηλαδή να ανακαλεί και να αξιοποιεί πληροφορίες απο προηγούμενες επαφές με ξένα μόρια, αλλά και να αντιδρά με εξειδικευμένη, ταχύτερη και μαζικότερη ΑΑ. Μαζί με το ΚΝΣ, το ανοσιακό συστήμα αποτελει το μόνο σύστημα του οργανισμού με μνήμη. Η ετερογένεια ( heterogeneity), η συμμετοχή δηλαδή μεγάλης ποικιλίας κυττάρων, κυτταρικών προιόντων και μορίων διαφορετικής προέλευσης σε αντίθεση με την μη ειδική ανοσοαπάντηση. Η προσαρμοστικότητα (adaptiveness) η ικανότηα δηλαδή απάντησης σε μόρια άγνωστα ή μόλις νεοσχηματισθέντα (Δανιηλίδης, 2015).

Λειτουργικά στοιχεία της ΕΑΑ : Τα κύτταρα της Ειδικής Ανοσιακής Απάντησης. Τα σημαντικότερα κύτταρα για την δημιουργία και την ολοκλήρωση της ΕΑΑ θεωρούνται τα αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα, τα Τ και Β λεμφοκύτταρα και τα φυσικά κυταροκτόνα (ΝΚ) (Δανιηλίδης, 2015).

(22)

Αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα (ΑΠΚ), Antigen Presenting Cells (APC’s) : Τα κύταρα αυτά διακρίνονται σε δύο τύπους τα επαγγελματικά (professional APCs), και τα μη επαγελματικά (non professional APCs). Αν και οποιοδήποτε κύταρο του ανθρώπινου οργανισμού είναι δυνατόν να επιτελέσει παρουσίαση αντιγόνου στα Τ λεμφοκύτταρα, ο όρος Αντιγονοπαρουσιαστικό Κύτταρο χρησιμοποιείται κυρίως για τα επαγγελματικά ΑΠΚ, εκφράζοντας στην επιφάνεια τους προιόντα τάξης ΙΙ του μείζονος συμπλέγματος ιστοσυμβατότητας (MHC class II, HLA-DR, DQ-DP), έχουν την ικανότητα ενεργοποίησης βοηθητικών Τ- λεμφοκυττάρων τα οποία δεν στο παρελθόν το υπό παρουσίαση αντιγόνο.

Επαγγελματικά ΑΠΚ θεωρούνται τα δενδριτικά κύτταρα, τα μακροφάγα και τα Β- λεμφοκύτταρα, ενώ στα μη επαγγελματικά περιλαμβάνονται τα ενδοθηλιακά κύτταρα του θυμού αλλά και του θυρεοειδή, τα νευρογλοιακά κύτταρα, τα β-κύτταρα του παγκρέατος κ.α.

Τα επαγγελματικά ΑΠΚ έχουν στην επιφάνεια τους ειδικούς κυταρικούς υποδοχείς με τους οποίους δεσμέυουν και προωθούν τα εξωκυττάρια αντιγόνα για επεξεργασία στο εσωτερικού του κυττάρου. Οι υποδοχείς αυτοί είναι ο FcR και ο C3R, οι οποίοι δεσμέυουν το οψωνιμοποιημένο αντιγόνο με μορφή διαλυτών ανοσοσυμπλεγμάτων. Εντούτις, δέσμευση αντιγόνου είναι δυνατόν να συμβεί απο τα ΑΠΚ και χωρίς την μεσολάβηση των παραπάνω υποδοχέων (Δανιηλίδης, 2015).

Το αντιγόνο μετά απο επεξεργασία είναι ασταθώς συνδεδεμένο στα μόρια HLA (τάξης ΙΙ ή Ι, ή σε αμφότερα) και με τον τρόπο αυτό παρουσιάζεται στους ειδικούς υποδοχείς των Τ- λεμφοκυττάρων (Δανιηλίδης, 2015).

Αντιγόνα τα οποία προσλαμβάνονται απο τα ΑΠΚ, υποβάλλονται σε σειρά εξειδικευμένων αντιδράσεων κατεργασίας (antigen processing) μέσα στα πρωτοπλασματικά κυστίδια και τα πεπτίδια που δημιουργούνται, συνδέονται με μόρια HLA τάξης ΙΙ και μεταφέρονται στην επιφάνεια του ΑΠΚ, όπου και παρουσιάζονται στα Τ βοηθητικά λεμφοκύτταρα (Δανιηλίδης, 2015).

Τα δενδριτικά κύτταρα (ΔΚ) εμφανίζουν στην επιφάνεια τους υποδοχείς με τους οποίους αναγνωρίζουν και δεσμέυουν κυρίως ιούς και βακτήρια. Η πρόσληψη του αντιγόνου πραγματοποιείται κυρίως με φαγοκυττάρωση, πινοκύττωση είτε ενδοκύττωση. Στους περισσότερους ιστούς ανευρίσκονται κυρίως άωρα ΔΚ, τα οποία ωριμάζουν καθώς αναγνωρίζουν διάφορα αντιγόνα. Διαφοροποιούνται σε 4 στάδια, ενώ τα ώριμα, ανάλογα με την ανατομική τους εντόπιση διακρίνονται σε Langerhans στην επιδερμίδα, διάμεσα στο χόριο, στα διαπλεκούμενα στις Τ λεμφοκυτταρικές περιοχές των λεμφαδένων και των

(23)

βλαστικών κέντρων, στα λεμφοζιδιακά και τα θυμικά. Τα ΔΚ ανάλογα με τις απαντήσεις των Τ βοηθητικών (Th) που επάγουν διακρίνονται σε Dc1 (Th1) και Dc2 (Th2) (Δανιηλίδης, 2015).

Κάτω απο την επίδραση των χημειοκίνων και ντεφενσινών, ΔΚ μετακινούνται γρήγορα στις περιοχές φλεγμονής αποτελώντας πλέον πολύ δραστήρια ΑΠΚ. Τα ώριμα ΔΚ μετακινούνται στην συνέχεια στα δευτερογενή λεμφικά όργανα όπου ενεργοποιούνται και εκκρίνουν κυρίως : α)

χημειοκίνες (MCP- I, MIP- 1a, κ.α) προσελκύοντας ουδετερόφιλα, ΝΚ, μακροφάγα και άωρα ΔΚ στην θέση εντόπισης του εισβολέα καθώς επίσης και β) IL-2 και IL-12 εκφράζοντας παράλληλα συνδιεγερτικά μόρια (Β7.1, Β7.2) και μόρια προσκόλλησης (ICA-1, LFA-3) με τελικό αποτέλεσμα την μετανάστευση των Τ-λεμφοκυττάρων προς τις περιοχές των ΔΚ. Έτσι επιτυγχάνεται όχι μόνον η ολοκλήρωση της παρουσίασης των αντιγόνων αλλά και η ενεργοποίηση των Τ- λεμφοκυττάρων κατά κανόνα μάλιστα των Th τύπου Ι ανοσοαπαντήσεων αφού ολοκληρώσουν την επαγωγική τους δράση, ΔΚ υφίστανται θάνατο με απόπτωση. Οι ιδιότητες αυτές καθιστούν τα ΔΚ τα ικανότερα ΑΠΚ του ανθρώπινου ανοσιακού συστήματος (Δανιηλίδης, 2015). Τα μακροφάγα αν και δεν διαθέτουν αντιγονοειδικούς υποδοχείς όπως συμβαίνει με τα λεμφοκύτταρα, έχουν την ικανότητα να παραλαμβάνουν αντιγόνα, να τα επεξεργάζονται μετατρεποντάς σε ανοσογόνο μορφή και να τα παρουσιάζουν μέσω ειδικών υποδοχέων. Η επεξεργασία η οποία συμβαίνει στα αρχικά στάδια της ανοσιακής απάντησης, έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη αντιγονικών επιτόπων, οι οποίοι κάτω απο διαφορετικές συνθήκες δεν θα ήταν προσιτοί στα Τ- λεμφοκύταρα (Δανιηλίδης, 2015).

Τα μακροφάγα διαδραματίζουν αξιόλογο ρόλο σε όλες τις φάσεις της ΕΕΑ, καθότι δρούν ως ΑΠΚ τόσο για τα CD4+ όσο και για τα CD8+ λεμφοκύτταρα. Εκκρίνοντας κυτταροκίνες και αυξητικούς παράγοντες αλλά και με την βοήθεια μορίων και υποδοχέων που εκφράζουν στην επιφάνεια τους, επάγουν την ενεργοποίηση των Τ- λεμφοκυττάρων ενώ παράλληλα και τα ίδια αποτελούν δραστικά κύτταρα (effector cells), της κυτταρικού τύπου ανοσοαπάντησης (Δανιηλίδης, 2015).

2.5 ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Το ανοσοποιητικό σύστημα συνιστάται απο κύτταρα, μόρια και όργανα τα οποία συμμετέχουν και παράγουν την ανοσολογική αντίδραση. Αυτά τα συστατικά μπορούν να

(24)

συμμετέχουν στη μη ειδική φλεγμονώδη αντίδραση, στην ειδική ανοσολογική αντίδραση ή και στις δύο.

Λευκοκύτταρα και Λευκά αιμοσφαίρια είναι τα βασικά κύτταρα που συμμμετέχουνν στις ειδικές και στις μη ειδικές αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος. Είναι κινητές μονάδες που ανιχνέυουν προσβάλλουν και καταστρέφουν οτιδήποτε αναγνωρίζουν ως ξένο.

Λεμφοκκύτταρα δεν έχουν ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά, είναι μικρά και αποτελούν το 20-30% των κυκλοφορούντων λευκοκυττάρων. Είναι ρυθμιστικοί και οι κύριοι δραστικοί παράγοντες των ειδικών ανοσοποιητικών αντιδράσεων. Οι τρείς τύποι των λευκοκυττάρων είναι, τα Τ-λεμφοκύτταρα (Τ-κύτταρα), τα Β-λεμφοκύτταρα (Β-κύτταρα), και τα κύτταρα-φυσικοί φονείς (ΝΚ-κύτταρα).

Τα Τ-κύτταρα ωριμάζουν στον θυμό αδένα, τα Β-κύτταρα στο μυελό των οστών.

Τα αντιγόνα είναι ουσίες εξωγενείς ή << μη ίδιες >>. Όταν εισέρχονται στον ανθρώπινο οργανισμό πυροδοτούν μια ειδική ανοσολογική αντίδραση. Αντιγόνα όπως βακτήρια, ελέυθεροι ιοί η τοξίνες διεγείρουν τα Β-κύτταρα για την παραγωγή αντισωμάτων, μόρια τα οποια συνδέονται με τα αντιγόνα και τα αδρανοποιούν.

(25)

Μακροφάγα και Ουδετερόφιλα κυκλοφορούν στο αίμα. Ο ρόλος τους είναι να επιβλέπουν για τυχόν εισβολή ξένων μικροοργανισμών στον οργανισμό. Τους φαγοκυτταρώνουν και τους καταστρέφουν εκκρίνοντας τοξικές ουσίες, ένζυμα η ελέυθερες ρίζες οξυγόνου. Αν η παραγωγή αυτών των τοξικών ουσιών συνεχιστεί ανεξέλεγκτα τότε εκτός των ξένων αντιγόνων, καταστρέφονται και παρακείμενοι ιστοί.

Κυτταροκίνες και χημειοκίνες οι Διαβιβαστές. Η επικοινωνία των κυττάρων του ανοσολογικού συστήματος μεταξύ τους γίνεται μέσω των μορίων που ονομάζονται κυτταροκίνες. Δρούν σε τρία επίπεδα :

1ο Σε ένα μακρινό κύτταρο -στόχο -ενδοκρινική δράση.

2ο Σε παρακείμενο κύτταρο -παρακρινική δράση.

3ο Στο ίδιο το κύτταρο που τις παράγει -αυτοκρινής δράση.

Διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με την λειτουργία τους.

α) Αναπτυξιακούς παράγοντες.

(26)

β) Ανοσορυθμιστικές κυτταροκίνες (ιντερλευκίνη-2, ιντερλευκίνη-4, ιντερφερόνη-γ).

γ) Προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες.

δ) Αντιφλεγμονώδεις κυτταροκίνες.

2.6 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΥΤΟΑΝΟΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΝΟΣΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ

Ορισμός Αυτοανοσίας : Είναι το αποτέλεσμα της μερικής ή ολικής ανεπάρκειας του μηχανισμού της ανοσοανοχής (Οικονομίδου, 2011).

Στο μυελό γίνεται εξαφάνιση η απενεργοποίηση αυτοαντιδρώντων κλώνων Β- λεμφοκυττάρων. Είναι ο τρόπος εγκατάστασης της αυτοανοχής. Δηλαδή η ικανότητα του οργανισμού να διακρίνει τα ίδια αντιγόνα και να αντιδρά έναντι αυτών, η διάσπαση της οποίας οδηγεί σε αυτοανοσία. Η αυτοανοσία είναι μια φυσιολογική δραστηριότητα του ανοσιακού συστήματος και η αυτοαναγνώριση έχει κεντρικό ρόλο στην φυσιολογική ανοσιακή απάντηση ή ομοιόσταση. Η αυτοανοσία είναι μια φυσιολογική δραστηριότητα του ανοσιακού συστήματος και η αυτοαναγνώριση έχει κεντρικό ρόλο στην φυσιολογική ανοσιακή απάντηση η ομοιόσταση. Η φυσιολογική αυτοανοσία δεν βλάπτει τον οργανισμό μπορεί να είναι και ευεργετική. Η υπερβολική όμως αυτοάνοση αντίδραση αποτελεί παθολογικό γεγονός,δηλαδή την αυτοάνοση νόσο. Όλοι οι μηχανισμοί διασπώνται έτσι και οι μηχανισμοί αυτοαναγνώρισης δεν εξαιρούνται και διάφορα νοσήματα που οφείλονται σε αυτοανοσία χαρακτηρίζονται απο παραγωγή αυτοαντισωμάτων και αυτοαντιδρώντων Τ- λεμφοκυττάρων.

2.7 ΠΟΛΥΚΛΩΝΙΚΗ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ

Διάφορες ουσίες δρούν σαν πολυκλωνικοί ενεργοποιητές διεγείροντας διάφορους κλώνους Τ- Β λεμφοκυττάρων. Η πολυκλωνική αυτή ενεργοποίηση συνήθως προκαλεί την εκδήλωση συστηματικών νοσημάτων. Μια τέτοια ουσία είναι ο λιποπολυσακχαρίτης (LPS).

Διαταραχή κυτταροκίνων. Όταν η παραγωγή κυτταροκινών διαταράσεται μπορεί να προκαλέσει διακοπή της ανοσιακής ανοχής. Και αυτό οφείλεται στην ενεργοποίηση πολλών λεμφοκυττάρικων κλώνων.

(27)

Ανοσολογικό σύστημα. Είναι ένα πολύπλοκο σύνολο οργάνων κυττάρων και μορίων όπου με την μεταξύ τους συνεργασία προστατέυουν τον οργανισμό απο επιβλαβής παράγοντες, όπως είναι τα μικρόβια οι ιοί, οι μύκητες και τα παράσιτα. Η λειτουργία αυτή ονομάζεται ανοσία.

Ο όρος για πρώτη φορά εμφανίζεται το 1910, και δηλώνει την προστασία του οργανισμού απο τα λοιμώδη νοσήματα.

Οι μηχανισμοί της ανοσίας αφορούν στους α) λοιμογόνους παράγοντες β) σε μη λοιμογόνους παράγοντες (νεοπλασίες), γ) οι μεταμοσχευόμενοι ιστοί δ) σε ιστούς του ίδιου του οργανισμού.

2.8 ΕΜΦΥΤΗ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ

Η έμφυτη φυσική ανοσία υπάρχει απο την γέννηση και δεν εξελλίσεται. Περιλαμβάνει τους φραγμούς του δέρματος και των βλεννογόνων, οι οποίοι αποτρέπουν την είσοδο λοιμογόνων παραγόντων στον οργανισμό. Επίσης περιλαμβάνει τους μηχανισμούς άμυνας που ενεργοποιούνται μετά την επίδραση βλαπτικού παράγοντα. Η ειδική ανοσία εμφανίζεται και εξελίσσεται μετά την επαφή με τον ξένο παράγοντα και αναπτύσσεται αργά. Και τα δυο είδη ανοσίας συνεργάζονται μεταξύ τους.

Ιδιότητες ειδικής ανοσίας :

Έχει ειδικότητα, στρέφεται κατά συγκεκριμένων αντιγόνων.

Έχει μνήμη,αντιδρά ταχύτερα και έντονα σε παράγοντες όπου ο οργανισμός έχει ξαναέρθει σε επαφή-μνημονικά λεμφοκύτταρα.

Δεν αντιδρά σε ότι ανήκει στον ίδιο οργανισμό – ανοσολογική ανοχή.

Ανοσολογική Ανοχή. Η ανοσολογική ανοχή δημιουργείται μετά απο ΄΄εκπαίδευση ΄΄ των Τ- λεμφοκυττάρων στο θυμό αδένα. Όταν καταργείται αυτή η βασική ιδιότητα του ανοσολογικού συστήματος οδηγούμαστε στην αυτοανοσία. Η αυτοανοσία χαρακτηρίζεται απο την παρουσία των αυτοαντισωμάτων, δηλαδή τα αντισώματα που αναγνωρίζουν στοιχεία του ίδιου του οργανισμού, χωρίς να προκαλούν βλάβες στους ιστούς.

Referências

Documentos relacionados