• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] (4)3 «Η ιστορία φτιάχνεται πάντα και από ανεκπλήρωτες συναντήσεις, από χαμένες ευκαιρίες, που αφήνουν να πλανιέται πίσω τους το πικρό άρωμα της μελαγχολίας» Enzo Traverso Στον Βασίλη Λαμπρόπουλο για το ευτυχές συναπάντημα (5)4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή ………..6 Μελαγχολία: Μια απόπειρα ορισμού

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "(4)3 «Η ιστορία φτιάχνεται πάντα και από ανεκπλήρωτες συναντήσεις, από χαμένες ευκαιρίες, που αφήνουν να πλανιέται πίσω τους το πικρό άρωμα της μελαγχολίας» Enzo Traverso Στον Βασίλη Λαμπρόπουλο για το ευτυχές συναπάντημα (5)4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή ………..6 Μελαγχολία: Μια απόπειρα ορισμού"

Copied!
121
0
0

Texto

(1)

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ:

«Ιστορία σε κρίση: Η αριστερή μελαγχολία στην ελληνική ποίηση του 21

ου

αιώνα»

ΡΩΣΣΟΓΛΟΥ ΑΘΗΝΑ Α.Μ. 506740

Επιβλέπουσα Επιτροπή

Μαγδαληνή Φυτιλή Eυάγγελος Καραμανωλάκης

Θεοχάρης Αθανασιάδης

Αθήνα, Ιανουάριος 2022

(2)

1

(3)

2 Η παρούσα εργασία αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του φοιτητή («συγγραφέας/δημιουργός») που την εκπόνησε. Στο πλαίσιο της πολιτικής ανοικτής πρόσβασης ο συγγραφέας/δημιουργός εκχωρεί στο ΕΑΠ, μη αποκλειστική άδεια χρήσης του δικαιώματος αναπαραγωγής, προσαρμογής, δημόσιου δανεισμού, παρουσίασης στο κοινό και ψηφιακής διάχυσής τους διεθνώς, σε ηλεκτρονική μορφή και σε οποιοδήποτε μέσο, για διδακτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, άνευ ανταλλάγματος και για όλο το χρόνο διάρκειας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η ανοικτή πρόσβαση στο πλήρες κείμενο για μελέτη και ανάγνωση δεν σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας του συγγραφέα/δημιουργού ούτε επιτρέπει την αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, εμπορική χρήση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση,

«μεταφόρτωση» (downloading), «ανάρτηση» (uploading), μετάφραση, τροποποίηση με οιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά της εργασίας, χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του συγγραφέα/δημιουργού. Ο συγγραφέας/δημιουργός διατηρεί το σύνολο των ηθικών και περιουσιακών του δικαιωμάτων.

(4)

3

«Η ιστορία φτιάχνεται πάντα και από ανεκπλήρωτες συναντήσεις, από χαμένες ευκαιρίες, που αφήνουν να πλανιέται πίσω τους το πικρό άρωμα της μελαγχολίας»

Enzo Traverso

Στον Βασίλη Λαμπρόπουλο για το ευτυχές συναπάντημα

(5)

4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή ………..6

Μελαγχολία: Μια απόπειρα ορισμού ……….. 8

ι. Αρχαιότητα ……….8

ιι. Μεσαίωνας ……….9

ιιι. Αναγέννηση .……….10

ιv. Μπαρόκ ……… 11

v. Διαφωτισμός ………13

vi. Ρομαντισμός ……….14

vii. H έννοια της μελαγχολίας στον Σίγκμουντ Φρόυντ ……… 14

H αριστερή μελαγχολία στη σκέψη του Βάλτερ Μπένγιαμιν ……… 17

H αριστερή μελαγχολία στα τέλη του 20ού αιώνα: Μια έννοια περισσότερο επίκαιρη από ποτέ ………22

ι. Η αριστερή μελαγχολία ως ίδιον χαρακτηριστικό της Αριστεράς ...…..22

ιι. Η ιστορική καμπή του 1989 και το τέλος των ουτοπιών ………..23

ιιι. «Το τέλος της ιστορίας» και η αριστερή μελαγχολία ………25

Ξεπερνώντας την αριστερή μελαγχολία ……….. 29

H αριστερή μελαγχολία στην ελληνική ποίηση του 21ου αιώνα ………31

ι. Συνομιλία με την ιστορία .………...34

ιι. Μια γενιά μετέωρη στο μεταίχμιο της ιστορίας ………44

ιιι. Αμφισβήτηση των προηγούμενων γενεών ……….56

iv. Η αίσθηση της ματαίωσης/μελαγχολίας/ήττας/ απόγνωσης ……….61

v. H έμφυλη διάσταση της αριστερής μελαγχολίας ……….72

vi. Aμείλικτη σαρκαστική αυτογνωσία ………...78

vii. Ποίηση της στρεβλής σύνταξης, του στρεβλού χρόνου, της στρεβλής πολιτικής ……….81

viii. Συνομιλία και ανανέωση της ποιητικής παράδοσης………88

ix. H μελαγχολία ως πρόταγμα μετασχηματισμού του κόσμου…………93

Συμπεράσματα………..108

Βιβλιογραφία ………..111

(6)

5 Από τις αρχές του 21ου αιώνα, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πολυεπίπεδη κρίση, η οποία επιδρά καθοριστικά όχι μόνο στην πολιτική, κοινωνικο-οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώρας, αλλά και αποτελεί ριζική τομή στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τις ιστορικές διαδρομές της και διαμορφώνει την αυτοεικόνα της. Πρόκειται, ταυτόχρονα, για μία περίοδο που η ποίηση γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση, επιχειρώντας να καταγράψει τον παλμό μιας κρίσιμης ιστορικής περιόδου και να αποτελέσει την φωνή μιας γενιάς, καταγράφοντας τις αγωνίες, τις απογοητεύσεις, αλλά και τους αγώνες και τα οράματά της. Προεξέχον χαρακτηριστικό της νέας αυτής ποίησης του 21ου αιώνα αποτελεί η αριστερή μελαγχολία, υπό την διττή της έννοια: αφενός ως απογοήτευση για την διάψευση του αριστερού επαναστατικού οράματος και αφετέρου ως πρόταγμα μετασχηματισμού του κόσμου.

Since the beginning of the 21st century, Greece has been faced with a multifaceted crisis, which has not only had a decisive impact on the country’s political, socio-economic and cultural life, but has also deeply influenced the way it perceives its historical paths and shapes its self-image. It is at the same time a period during which poetry is flourishing, attempting to record the pulse of a critical historical period and be the voice of a generation, poetically expressing its fears, frustrations, but also its struggles and visions. A prominent feature of this new poetry of the 21 century is left melancholy in its two-fold sense: the frustration with the defeat of the left revolutionary vision and at the same time its potential as a project for the transformation of the world.

(7)

6 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

H αριστερή μελαγχολία, ίδιον χαρακτηριστικό της Αριστεράς, καθίσταται ιδιαίτερα επίκαιρη στα τέλη του 20ού αιώνα, μετά την κατάρρευση των επαναστατικών ουτοπιών και την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία του νεοφιλελευθερισμού, εκφράζοντας αφενός την έλλειψη ενός επαναστατικού οράματος που θα μπορούσε να κινητοποιήσει εκ νέου τους αγώνες της Αριστεράς και αφετέρου τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί η μελαγχολία αυτή σε πρόταγμα χειραφέτησης και αυτονομίας. Η αριστερή αυτή μελαγχολία αποτελεί πρωτεύον χαρακτηριστικό της ελληνικής ποίησης της νέας χιλιετίας.

Σε μια οριακή ιστορική στιγμή, η ποίηση αυτή έρχεται να εκφράσει τις ματαιώσεις και τους φόβους, αλλά και τις ελπίδες και τα οράματα μιας ολόκληρης γενιάς, η οποία μετεωρίζεται σε ένα δυστοπικό παρόν, αντιμέτωπη με ένα αβέβαιο, ελάχιστα υποσχόμενο μέλλον.

Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας θα γίνει αρχικά μια συνοπτική αναφορά στους διάφορους λόγους περί μελαγχολίας που αναπτύχθηκαν από την αρχαιότητα μέχρι και τον 20ο αιώνα προκειμένου να καταδειχθεί η πολυσημία και πολυπρισματικότητα του όρου. Στη συνέχεια, θα αναπτυχθεί η έννοια της αριστερής μελαγχολίας όπως νοηματοδοτήθηκε από τον Μπένγιαμιν, ως κατεξοχήν ιστορικό ζήτημα άμεσα συνδεμένο με την νεωτερικότητα, μια μελαγχολία μοιρολατρική, κενή πολιτικού περιεχομένου και τροχοπέδη για επαναστατική δράση, την οποία ο Μπένγιαμιν θα στηλιτεύσει, αντιπροτείνοντας μια πολιτικοποιημένη μελαγχολία ως μέσο διερεύνησης των δυνατοτήτων ιστορικής αλλαγής.

Η αριστερή μελαγχολία, ίδιον χαρακτηριστικό της Αριστεράς, θα καταστεί περισσότερο επίκαιρη από ποτέ στα τέλη του 20ού αιώνα, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την συνακόλουθη διάψευση κάθε επαναστατικού οράματος. Η αριστερή αυτή μελαγχολία θα μελετηθεί στην επόμενη ενότητα προκειμένου να καταδειχθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, άμεσα συναρτημένα με την εποχή του τέλους της ιστορίας. Παράλληλα, θα διερευνηθεί κατά πόσο η αριστερή αυτή μελαγχολία θεωρείται ικανή να αποτελέσει δύναμη χειραφέτησης και επαναστατικής αλλαγής του κόσμου.

(8)

7 Κεντρικός πυρήνας της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη του τρόπου με τον οποίο η ιστορία συναντά την ποίηση σε μια χώρα σε κρίση. Διακρίνοντας ως πρωταρχικό στοιχείο της ελληνικής ποίησης της νέας χιλιετίας την αριστερή μελαγχολία, θα μελετηθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μέσα από τα έργα των ποιητών της αριστερής μελαγχολίας, τον τρόπο που συνομιλούν με την ιστορία και την παράδοση, βιώνουν τη διάψευση των οραμάτων σε ένα δυστοπικό παρόν και οραματίζονται ένα διαφορετικό μέλλον, εμφορούμενοι από εξεγερσιακά και χειραφετικά προτάγματα. Στόχος είναι να καταδειχθεί ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο η ποίηση της νέας χιλιετίας επιτελεί δημόσια ιστορία, καταγράφοντας τις αγωνίες και τις απογοητεύσεις, τις διαψεύσεις αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς της κρίσης.

(9)

8 ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ: ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΟΡΙΣΜΟΥ

Λίγες είναι οι έννοιες στον δυτικό Λόγο που έχουν εκφράσει τόσο διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες ιδέες και ενσωματώσει τέτοια πληθώρα φυσικών και πνευματικών φαινομένων, όσο αυτή της μελαγχολίας, η οποία θεωρείται μία από τις πιο αμφιλεγόμενες έννοιες στη δυτική σκέψη και τέχνη από την αρχαιότητα έως σήμερα1. Έχουν επιχειρηθεί διάφορες απόπειρες ορισμού της μελαγχολίας – ως μία συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία, ένα προσωρινό συναίσθημα, μια σωματική αντίδραση, μία ψυχολογική διάθεση ή μία ψυχική διαταραχή – ενώ η φαινομενολογία της εκτείνεται από τη θλίψη, τον φόβο, την αναποφασιστικότητα, την ενοχή, τη δειλία έως την παραίτηση, την απελπισία, την έκσταση ή την τρέλα2.

ι. Αρχαιότητα

«Διὰ τί πάντες ὅσοι περιττοὶ γεγόνασιν ἄνδρες ἢ κατὰ φιλοσοφίαν ἢ πολιτικὴν ἢ ποίησιν ἢ τέχνας φαίνονται μελαγχολικοὶ ὄντες»

(Aριστοτέλης, Πρόβλημα ΧΧΧ, 1)

Αφετηρία στην ευρωπαϊκή ιστορία του λόγου περί μελαγχολίας αποτελεί η αρχαιότητα, οπότε και διατυπώνεται το θεωρητικό σχήμα των τεσσάρων χυμών. Στο σύστημα αυτό, όπως περιγράφεται στο ιπποκρατικό κείμενο Περί φύσιος ανθρώπου (4ος αιώνας π.Χ.), η μελαγχολία συσχετίζεται με έναν από τους χυμούς, τη μέλαινα χολή, η οποία μαζί με το αίμα, το φλέγμα και την κίτρινη χολή, καθορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Η μέλαινα χολή αναφέρεται στη γη, αυξάνεται το φθινόπωρο και κυριαρχεί στην ωριμότητα, στη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στη νιότη και τα γηρατειά.

Σύμφωνα με τον Ιπποκράτη, η ισορροπία ανάμεσα στους χυμούς (ευκρασία) αποτελούσε προϋπόθεση υγείας, ενώ οποιαδήποτε διαταραχή της ισορροπίας αυτής (δυσκρασία) οδηγούσε σε αντίστοιχες ασθένειες. Στο πλαίσιο

1 Dominic E. Delarue, and John Raimo, “Melancholy and its sisters: transformations of a concept from Homer to Lars von Trier,” History of European Ideas (2020): 1 και 5, https://doi.org/10.1080/01916599.2020.1857025.

2 Jonas Holst, “When the bile turns black: on the origins of melancholy,” History of European Ideas (2020):1, https://doi.org/10.1080/01916599.2020.1857026.

(10)

9 αυτό, η μελαγχολία – ως πλεόνασμα μέλαινας χολής – θεωρείτο σωματική και ψυχική ασθένεια, με συμπτώματα όπως πονοκέφαλοι, διαταραχές στο στομάχι και το ήπαρ, ατονία, ανορεξία, αϋπνία, αλλά και φόβο, δυσθυμία, κατάθλιψη, μέχρι και παραφροσύνη ή μανία3.

Σημείο καμπής στη θεώρηση της μελαγχολίας συντελείται από τον Αριστοτέλη, ο οποίος θα την ορίσει ως γνώρισμα ξεχωριστών ατόμων – μυθικών ηρώων, αλλά και πολιτικών ηγετών, φιλοσόφων και ποιητών.

Κάνοντας διάκριση μεταξύ ενός παροδικού πλεονάσματος μέλαινας χολής και της μόνιμης υπεροχής της έναντι των άλλων χυμών, κάνει λόγο για τη μελαγχολική ιδιοσυγκρασία, προικίζει δε τον μελαγχολικό με ξεχωριστά προσόντα4. Εκκινώντας από τον Αριστοτέλη, θα υπάρξει άρρηκτη σύνδεση μελαγχολίας και ευφυίας, άποψη που θα εδραιωθεί κατά την Αναγέννηση.

ii.Mεσαίωνας

«Εζήσαμεν εν λύπαις εις τον αέρα τον γλυκύν ον ήλιος φαιδρύνει, διότι την καρδίαν μας ατμοί βαρείς επλήρουν.

Τώρα δ’ εντός του μέλανος θλιβόμεθα βορβόρου»

(Δάντης, Θεία Κωμωδία, Κόλαση, Άσμα VII)

Το παραπάνω απόσπασμα από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη (14ος αιώνας) αποτυπώνει την θεολογική εκδοχή της μελαγχολίας, την ακηδία. Πράγματι, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η μελαγχολία παύει να θεωρείται σωματική αναπηρία και γίνεται αντιληπτή ως πνευματική διάθεση. Ακηδία σήμαινε θλίψη, απόγνωση, δυστυχία και απελπισία, ενώ στις πιο ακραίες περιπτώσεις, μορφές της ταυτίζονταν με την αδράνεια, την οκνηρία ή ακόμη και την αποστροφή απέναντι στη ζωή5. Η ακηδία θεωρείτο ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα,

3 László F. Földényi, Melancholy, trans. by Tim Wilkinson, (New Haven and London: Yale University Press, 2016), 10.

4 Ηolst, ό.π., 5.

5 Enzo Traverso, Aριστερή Μελαγχολία, Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης (από τον 19ο στον 21ο αιώνα). μτφρ. Νίκος Κούρκουλος (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2017), 77-78.

(11)

10 και μάλιστα το πιο επικίνδυνο, με τον ακηδή να περιγράφεται ως αιρετικός, συνεργός του διαβόλου6.

Όπως εξηγεί ο Βιργίλιος στην Θεία Κωμωδία, το αμάρτημα των ακηδών συνίστατο στην αδυναμία τους να αναγνωρίσουν την τελειότητα της θείας δημιουργίας, στην αναίτια θλίψη τους, που πήγαζε από την ανικανότητά τους να κατανοήσουν το μεγαλείο της πλάσης. Στο πλαίσιο αυτό, η στάση του ακηδούς χαρακτηρίζεται ως ανατρεπτική, καθώς αρνείται να συμμορφωθεί με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και να αναγνωρίσει την προκαθορισμένη θέση του ανθρώπου σε αυτήν. Συνεπώς, ο θεολογικός λόγος καταδικάζει με σφοδρότητα την ακηδία ως αμφισβήτηση των χριστιανικών αξιών που υπονομεύει συθέμελα το μεσαιωνικό οικοδόμημα7.

ιιι. Αναγέννηση

«These pleasures, Melancholy, give, And I with thee will choose to live»

(John Milton, Il penseroso, lines 175-176)

Σημείο καμπής ως προς την θεώρηση της μελαγχολίας αποτελεί η Αναγέννηση.

Ο αναγεννησιακός λόγος αφενός τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο του σύμπαντος, προικίζοντάς τον με την ευθύνη της ελεύθερης επιλογής, αφετέρου η αποδυνάμωση του μεσαιωνικού θεοκρατικού συστήματος συνεπάγεται απώλεια της πίστης σε μια προκαθορισμένη τάξη πραγμάτων και κατ’ επέκταση τον γεμίζει με αμφιβολίες και αγωνία8.

Με αφετηρία το έργο De vita (1489) του Μαρσίλιο Φιτσίνο (1433-1499), διαμορφώνεται ο καθοριστικός για τους μετέπειτα αιώνες συσχετισμός μελαγχολίας και επιστημοσύνης, δηλαδή η έννοια της μελαγχολικής ιδιοφυίας που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του homo literatus9. Ο Φιτσίνο εκφράζει την πεποίθηση ότι ο μελαγχολικός είναι σε θέση να δαμάσει την αρνητική πλευρά

6 Földényi, ό.π., 74-75.

7 Aλεξάνδρα Ρασιδάκη, Περί μελαγχολίας, (Αθήνα: Εκδόσεις Κίχλη, 2012), 46-51.

8 Στο ίδιο, 56-57.

9 Delarue and Raimo, ό.π., 9.

(12)

11 της μελαγχολίας, ώστε να απολαύσει την πνευματική και διανοητική διάνοια με την οποία δύναται να τον προικίσει10.

Η αναγεννησιακή αντίληψη περί μελαγχολίας θα αποτυπωθεί με χαρακτηριστικό τρόπο στην τέχνη στο έργο Melencolia I του Γερμανού ζωγράφου και χαράκτη Άλμπρεχτ Nτύρερ (1513-1514), έργο που επηρέασε καθοριστικά τις μεταγενέστερες αντιλήψεις περί μελαγχολίας, εμπνέοντας καλλιτέχνες και ποιητές μέχρι σήμερα11. Στην ποίηση, η μελαγχολία μετατρέπεται σε melencolia generosa, την μούσα του ποιητή, ο οποίος την επικαλείται ως πηγή έμπνευσης και δημιουργικότητας12. H αναγεννησιακή συσχέτιση της μελαγχολίας με την ιδιοφυία, αλλά και την πνευματική/καλλιτεχνική δημιουργικότητα, θα εγκαινιάσει το τρίπτυχο πνευματικότητα-μελαγχολία-ιδιοφυία, περιβάλλοντας τον homo literatus με ιδιαίτερη αναγνώριση και αίγλη13.

iv. Mπαρόκ

«Κάθε άλλη μου χαρά ανοησία/

κι ο μόνος ουρανός είναι η μελαγχολία […]

Κάθε άλλη λύπη μου χαρά/

κι η μόνη κόλαση είναι η μελαγχολία»

(Ρόμπερτ Μπάρτον, Η ανατομία της μελαγχολίας, 1, lxxi)

Στις αρχές του 17ου αιώνα, η αισιοδοξία του ανθρώπου της Αναγέννησης αρχίζει να διαρρηγνύεται, και η εικόνα ενός κόσμου «εν τάξει και αρμονία» να κλονίζεται14. Στο πλαίσιο της απομάγευσης του κόσμου, η μελαγχολία, ως οπτική από την οποία γίνεται εμφανής η ματαιότητα των πάντων, εμφανίζεται ως κινητήρια δύναμη που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε έναν ενάρετο

10 Földényi, ό.π., 100-101.

11 Traverso, ό.π., 83.

12 Ρασιδάκη, ό.π., 77.

13 Στο ίδιο, 75-76.

14 Karel Vanhaesebrouck, “The King is Tired. A Few Notes About Politics, Theatre and Melancholy”, Crisis and Critique (2016): 83.

(13)

12 βίο και ως εκ τούτου στη σωτηρία του15. Χαρακτηριστική του τρόπου που μελαγχολία γίνεται αντιληπτή στο μπαρόκ είναι η επιγραφή σε χαρακτικό του Giovanni Benedetto Castiglione (1645-1646) Ubi inletabilitas ibi virtus (Όπου μελαγχολία, και αρετή)16.

H δημιουργική σύνδεση ματαιότητας και μελαγχολίας θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης τόσο στην τέχνη όσο και στη λογοτεχνία του Μπαρόκ. Το θέατρο θα αποτελέσει το κατεξοχήν μέσο όπου η μελαγχολική σύγχυση αντιμετωπίζεται μέσω της τοποθέτησής της στο κέντρο της θεατρικής σκηνής17. Η θεματική της ματαιότητας θα κυριαρχήσει και στη γερμανόφωνη ποίηση του μπαρόκ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Andreas Gryphius. «Όπου και να κοιτάξεις/ δεν βλέπεις παρά ματαιότητα στον κόσμο», γράφει, για να προσθέσει, «Τι είμαστε λοιπόν εμείς οι άνθρωποι; Πανδοχείο σκυθρωπών πόνων»18.

Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο σημείο αυτό στο εμβληματικό έργο Η Ανατομία της μελαγχολίας (1641) του Αγγλικανού κληρικού Ρόμπερτ Μπάρτον (1577-1640), όπου εισάγεται ένας λόγος περί μελαγχολίας καθοριστικός για τους επόμενους αιώνες: η μελαγχολία, η οποία πηγάζει από την αθλιότητα του κόσμου, παρουσιάζεται ως ασθένεια που επηρεάζει αρνητικά την πρόσληψη της πραγματικότητας, την ίδια στιγμή που ο μελαγχολικός, εξαιτίας ακριβώς της μελαγχολίας του, διαθέτει το ευκρινές βλέμμα και την διαυγή σκέψη ώστε να το αντιληφθεί και να ασκήσει δριμύτατη κοινωνική κριτική19. «Εκείνοι βρίσκουν τα στοιχεία στα βιβλία, εγώ μελαγχολώντας» (1, 54) γράφει ο Μπάρτον, δηλώνοντας την ενεργητική μορφή της μελαγχολίας ως πρακτικής που παράγει τη δική της μορφή γνώσης20.

15 Ρασιδάκη, ό.π., 86.

16 Földényi, ό.π., 150.

17 Vanhaesebrouck, ό.π., 89.

18 Ρασιδάκη, ό.π., 86 111-113 και 121-122.

19 Στο ίδιο, 152-153.

20 Jonathan Flatley, Affective Mapping, Melancholia and the Politics of Modernism, (Cambridge, Mass: Harvard University Press, 2008), 1-2.

(14)

13 v. Διαφωτισμός

«Mélancolie. C’ est le sentiment habituel de notre imperfection. Elle est oppose à la gaieté qui naît du contentement de nous-même: ell est le plus souvent l’ effet de la faiblesse de l’ âme et des organs…»

(Ντιντερό, «Melancholie religieuse», Εncyclopédie ou dictionnaire raisonné des sciences, des arts et des métiers, τ. 10, 308)

Σε αντίθεση με την Αναγέννηση, ο μελαγχολικός της νεότερης εποχής δεν είναι παρά ένα γήινο πλάσμα, του οποίου η μελαγχολία πηγάζει όχι από τη λαχτάρα του για τελειότητα, αλλά από την συνειδητοποίηση του ατελούς χαρακτήρα του κόσμου που τον περιβάλλει. Ο κόσμος του φαίνεται ανυπόφορος ακριβώς επειδή οι δυνατότητές του είναι πεπερασμένες21. Καθώς αισθάνεται ότι όλες του οι προσπάθειες να δημιουργήσει έναν καινούριο κόσμο είναι μάταιες, αποτραβιέται στον εαυτό του, ως μια σιωπηρή διαμαρτυρία στην υπάρχουσα πραγματικότητα που τον περιβάλλει22. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο Διαφωτισμός θα στιγματίσει τη μελαγχολία ως μια καταδικαστέα κοινωνική και πολιτισμική συμπεριφορά23.

Την περίοδο αυτή θα τεθούν οι βάσεις για την παράδοση της ποιητικής μελαγχολίας, κυρίως στην λυρική ποίηση, η οποία θα φτάσει στο απόγειό της αρχικά με την αγγλόφωνη ποίηση του Τζον Μίλτον (1608-1674) και του Τζόζεφ Γουόρτον (1722-1800) και στη συνέχεια θα εξαπλωθεί στη Γερμανία του 18ου αιώνα για να καθορίσει την πλούσια λυρική παραγωγή του Εmpfindsamkeit – λογοτεχνικού ρεύματος που εμφανίστηκε ως αντίδραση στις εξορθολογιστικές επιταγές του Διαφωτισμού, με έμφαση στο συναίσθημα και την ψυχική διάθεση του ποιητικού υποκειμένου και του ρομαντισμού.

21 Földényi, ό.π., 186-187.

22Στο ίδιο, 172-173 και 182.

23 Mary Cosgrove, “Introduction: Sadness and Melancholy in German-Language Literature from the Seventeenth Century to the Present: An Overview,” Edinburgh German Yearbook 6:

Sadness and Melancholy in German-Language Literature and Culture (2012) .

(15)

14 vi. Ρομαντισμός

Όταν βαρύς και χαμηλός, ο ουρανός πλακώνει το πνεύμα που απ’ την πλήξη του την τόση αγκομαχάει και γύρω τον ορίζοντα ολόκληρο τον ζώνει και φως μουχρό, πιο θλιβερό κι απ΄ της νυχτός, σκορπάει·

[…]

Και κάποια, δίχως μουσική, νεκρών πολλών κηδεία περνά από την ψυχή μου. Κλαίει για ελπίδα νικημένη Και στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει η Αγωνία δεσποτική τη μαύρη της σημαία λυσσασμένη.

(«Spleen», Σάρλ Μπωντλαίρ, Tα άνθη του κακού, 100)

Η αναγεννησιακή σύνδεση μελαγχολίας και ιδιοφυΐας θα αναβιώσει κατά τον ρομαντισμό, όπου η μελαγχολία θα αναχθεί σε προϋπόθεση sine qua non της πραγματικής ποίησης. Από Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου του Γκαίτε μέχρι την Ωδή στη Μελαγχολία του Τζον Κητς, η μελαγχολία παρουσιάζεται ως μέσο αυτοσυνείδησης, όπου ο πόνος που συνοδεύει το ποιητικό εγώ αποτελεί ταυτόχρονα τη δύναμη που εξευγενίζει την ψυχή του24. Η εικόνα αυτή του μαστιζόμενου από τις εσωτερικές συγκρούσεις μελαγχολικού θα μετατραπεί προς τα τέλη του 19ου αιώνα σε απλή πόζα στη λογοτεχνία της decadence, όπου ο μελαγχολικός δανδής, ένα μείγμα άνοιας και δυσθυμίας, γίνεται σύμβολο της παρακμής, προκαλώντας την αστική αισθητική25.

vii. Η έννοια της μελαγχολίας στον Φρόυντ

Τα τέλη του 19ου αιώνα αποτελούν σημείο τομής ως προς την κατανόηση της έννοιας της μελαγχολίας, με την ψυχανάλυση να οικειοποιείται ολόκληρη τη σχετική συζήτηση και να ορίζει την μελαγχολία όχι πλέον με θρησκευτικούς ή καλλιτεχνικούς όρους, αλλά με κλινικούς και «επιστημονικούς», κατατάσσοντάς την μεταξύ των σοβαρών ψυχικών ασθενειών26. Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη του

24 Flatley, ό.π., 38.

25 Ρασιδάκη, ό.π., 80.

26 Ιlit Ferber, Philosophy and Melancholy: Benjamin’s Early Reflections on Theatre and Language, μτφρ. Νίκη Μυλωνά, (Stanford University Press, 2017), 24.

(16)

15 Σίγκμουντ Φρόυντ Πένθος και μελαγχολία (1915) είναι θεμελιώδους σημασίας για την κατανόηση της έννοιας στον 20ό αιώνα.

Η περιγραφή των συμπτωμάτων της μελαγχολίας από τον Φρόυντ δεν άλλαζε την κλασική και κληρονομημένη από τον Μεσαίωνα απεικόνισή της, τόνιζε όμως τα παθολογικά της χαρακτηριστικά27. «Τα ψυχικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τη μελαγχολία είναι μια βαθιά οδυνηρή δυσθυμία, η απόσυρση του ενδιαφέροντος για τον εξωτερικό κόσμο, η απώλεια της ικανότητας του ατόμου να αγαπήσει, η αναστολή κάθε δραστηριότητας και η μείωση της αυτοεκτίμησης σε τέτοιο βαθμό που να εκδηλώνεται με αυτοκατηγορίες και επιπλήξεις κατά του ίδιου του εαυτού και να καταλήγει σε παραληρηματική προσμονή μιας τιμωρίας», θα γράψει χαρακτηριστικά28.

Τα συμπτώματα του πένθους και της μελαγχολίας είναι παρόμοια, καθώς πηγάζουν από την απώλεια (ή την απουσία) ενός αγαπημένου αντικειμένου, προσώπου ή αφηρημένης κατηγορίας (ενός ιδανικού). Εντούτοις, όπως σημειώνει ο Φρόυντ, «η μελαγχολία σχετίζεται κατά κάποιο τρόπο με μία απώλεια αντικειμένου που αποσύρθηκε από τη συνείδηση, εν αντιθέσει με το πένθος, όπου δεν υπάρχει τίποτα ασυνείδητο σχετικά με την απώλεια»29. Με άλλα λόγια, στη μελαγχολία, το υποκείμενο ενδεχομένως να μην μπορεί να προσδιορίσει επακριβώς σε τι έγκειται η απώλεια και ακριβώς εκεί εντοπίζει ο Φρόυντ τον παθολογικό χαρακτήρα της30.

Παράλληλα, και η έκβασή τους είναι διαφορετική. Το πένθος είναι μία διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο ξεπερνά τον πόνο που προκαλεί η απώλεια και τελικά αποχωρίζεται οριστικά το χαμένο αντικείμενο, προσανατολίζοντας ενδεχομένως τις λιμπιντικές του ενέργειες σε καινούριο αποδέκτη. Αντίθετα, στη μελαγχολία, η λίμπιντο που αποδεσμεύεται από την απώλεια, δεν επενδύεται σε άλλο αντικείμενο, αλλά μέσω του μηχανισμού της ενδοβολής, προβάλλεται σε ένα μέρος του Εγώ, το οποίο ταυτίζεται με το

27 Τraverso, ό.π., 85.

28 Sigmund Freud, Πένθος και μελαγχολία, (Αθήνα: Νίκας 2013), 9.

29 Στο ίδιο, 12.

30 Ferber, ό.π., 30

(17)

16 απολεσθέν αντικείμενο31. Έτσι, «η απώλεια του αντικειμένου μετατρέπεται σε απώλεια του Εγώ»32.

Η συναισθηματική επένδυση δεν χάνεται, αλλά μετατίθεται, την ίδια στιγμή που το Εγώ καθίσταται αποδέκτης αμφίθυμων και συχνά ακραίων συναισθημάτων33. Σύμφωνα με την Γουέντι Μπράουν, η ειρωνεία της μελαγχολίας έγκειται στο ότι η πρόσδεση στο αντικείμενο της απώλειας εντέλει παραγκωνίζει κάθε επιθυμία να ανακάμψουμε από αυτή την απώλεια, ώστε να μην μας βαρύνει πλέον και να μπορέσουμε να ζήσουμε ελεύθεροι στο παρόν34. Έτσι, η μελαγχολία καθίσταται μια μόνιμη κατάσταση και όχι μια παροδική αντίδραση, ένα «παθολογικό πένθος», ανολοκλήρωτο και ανέφικτο, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Έντσο Τραβέρσο35.

31 Giorgio Agamben, Stanzas, Word and Phantasm in Western Culture, trans. By Ronald L.

Martinez, (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1992), 19.

32 Freud, ό.π., 22.

33 Judith Butler, The Psychic Life of Power: Theories in Subjection, (Stanford University Press, 1997),179.

34 Wendy Brown, “Resisting Left Melancholy.” Boundary 2, 26, no. 3 (1999), 20.

35 Τraverso, ό.π., σελ. 85.

(18)

17 Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ Στα τέλη του 19ου αιώνα, παρατηρείται μία μελαγχολική στροφή της ευρωπαϊκής σκέψης, καθώς κάθε σχεδόν όψη της μεσο-αστικής διανόησης είχε διαποτιστεί από ιδέες σχετικά με την εκ φύσεως «ατέλεια» της ζωής, την ασυμφιλίωτη αντίθεση μεταξύ των επιθυμιών και της εκπλήρωσής τους, σε έναν κόσμο «μιαρό», όπου η ίδια η ύπαρξη είναι σε αλύτρωτη και «έκπτωτη»

κατάσταση. Μια ολόκληρη γενιά φιλοσόφων και λογοτεχνών θα εστιάσει σε έννοιες όπως η τραγική θεώρηση ή συνείδηση, ανοίγοντας τον δρόμο προς την προσχώρηση σε μελαγχολικούς προσανατολισμούς36.

Εντούτοις, ήδη από τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αρκετοί νέοι διανοούμενοι εξέφραζαν την επιθυμία να ξεπεραστεί αυτό το αίσθημα παραίτησης και απελπισίας. Πολλοί από αυτούς, μάλιστα, στράφηκαν προς τον μαρξισμό ως «μέσο υπέρβασης των κατατονικών συνεπειών της μελαγχολικής παραίτησης», και την ένταξη στο προλεταριάτο ως μέσο αντιμετώπισης της

«περί τραγικής ατέλειας του βίου άποψη»37. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι την περίοδο εκείνη, σε αντίθεση με την αστική διανόηση, στην μαρξιστική κουλτούρα δεν υπήρχε θέση για απαισιοδοξία, καθώς το τέλος της ιστορίας προοιώνιζε τον αναπότρεπτο θρίαμβο της εργατικής τάξης38.

Παιδί της γενιάς αυτής των νέων διανοούμενων, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν θα είναι ο πρώτος που θα χρησιμοποιήσει τον όρο «αριστερή μελαγχολία», τοποθετώντας μαζί δύο λέξεις φαινομενικά εκ διαμέτρου αντίθετες, αφού η λέξη αριστερός ανέκαθεν παρέπεμπε σε κάτι προοδευτικό, ενώ η λέξη μελαγχολία συνδεόταν με την ρομαντική νοσταλγία και την αριστοκρατική ανία. Στόχος του ήταν να ασκήσει δριμεία κριτική σε ορισμένους αριστερούς ποιητές και λογοτέχνες, οι οποίοι εγκατέλειπαν το προλεταριάτο και αποσύρονταν από την αριστερή πολιτική δέσμευση και δράση, πέφτοντας πάλι σε μελαγχολία39.

36 David Gross, «Αριστερή Μελαγχολία», μτφρ. Νίκος Δεμερτζής. Λεβιάθαν, τεύχος 3 (1989), 147.

37 Στο ίδιο, 148.

38 Στο ίδιο

39 Στο ίδιο, 149.

(19)

18 Στην μελέτη του για το γερμανικό τραγικό δράμα (Trauerspiel), ο Μπένγιαμιν σημειώνει ότι «στην επίμονη ομφαλοσκόπησή της, [η μελαγχολία]

εναγκαλίζεται νεκρά αντικείμενα στον στοχασμό της», μένει πιστή «στον κόσμο των πραγμάτων», προδίδοντας έτσι «τον κόσμο για την αγάπη της γνώσης», γεγονός που συνεπάγεται μια θεωρησιακή αυτό-απορρόφηση, αδιαφορία για την «εγκόσμια ζωή» και αποστασιοποίηση από την άμεση εμπειρία40. Σε αντίθεση με τον Φρόυντ, o Μπένγιαμιν δεν θεωρούσε τη μελαγχολία προσωπικό ζήτημα που απαιτούσε θεραπεία ή κάθαρση, αλλά κατεξοχήν ιστορικό ζήτημα άμεσα συνδεδεμένο με την εμπειρία της νεωτερικότητας41.

Αυτές ακριβώς τις σημασίες είχε υπόψη του ο Μπένγιαμιν όταν κατηγόρησε μέρος της Αριστεράς για μελαγχολία, σημειώνοντας ότι μεταχειρίστηκε τον κόσμο ως ένα άδειο κέλυφος, υπαναχωρώντας από τη ριζοσπαστική της στάση και πισωγυρίζοντας σε κάτι το «αστικό»42. Κατηγορούσε τον ιστορικισμό καθώς ύψωνε μνημείο στους νικητές, υποστηρίζοντας μια απολογητική θεώρηση του παρελθόντος, ενώ απέρριπτε την σοσιαλδημοκρατία ως επικίνδυνη μορφή τυχοδιωκτισμού και εξτρεμισμού43. Απέναντι στο διττό αυτό «εχθρό» εξεγείρεται ο Μπένγιαμιν, αλληλέγγυος σε όσους έπεσαν θύματα των λαμπρών αρμάτων που ονομάζονται Πρόοδος και Νεωτερικότητα44.

Για τον Μπένγιαμιν αυτή η πολιτική και ιστοριογραφική «οκνηρία της καρδιάς» έβρισκε το αισθητικό ισοδύναμό της στη «νέα αντικειμενικότητα».

Απέναντι σε αυτό το αισθητικό και λογοτεχνικό ρεύμα θα εξαπολύσει σφοδρή επίθεση, στοχεύοντας σε έναν από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της, τον Erich Kästner. Στο δοκίμιό του με τίτλο «Αριστερή Μελαγχολία» (1931), αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο ποιητής αυτός είναι δυσαρεστημένος· έχει στ’

αλήθεια βαριά καρδιά. Αλλά αυτό το βάρος στην καρδιά προέρχεται απ’ τη ρουτίνα. Γιατί το να βρίσκεσαι σε κατάσταση ρουτίνας σημαίνει το να έχεις

40 Walter Benjamin, The Origin of German Tragic Drama, transl.by John Osborne, (London:

Verso, 1977), 138-158.

41 Flatley, ό.π., 2.

42 Gross, ό.π., 149-150.

43 Μichael Löwy, Walter Benjamin: Προμήνυμα Κινδύνου, Μια ανάγνωση των Θέσεων «Για τη φιλοσοφία της ιστορίας», (Αθήνα: Πλέθρον, 2004), 88.

44 Στο ίδιο, 92-93.

(20)

19 θυσιάσει τις ιδιοσυγκρασίες σου, το να έχεις απωλέσει το προνόμιο να μπορείς να αηδιάσεις…». Και συνεχίζει: «Η μεταμόρφωση της πολιτικής πάλης από αναγκαστική απόφαση σε αντικείμενο κατανάλωσης: αυτή είναι η τελευταία επιτυχία τούτης της λογοτεχνίας. […] Βασανισμένη ηλιθιότητα: αυτή είναι η πιο πρόσφατη μεταμόρφωση της μελαγχολίας μετά από δύο χιλιετίες» 45.

Ο Μπένγιαμιν χρησιμοποιεί ακριβώς τον όρο «αριστερή μελαγχολία» για να χαρακτηρίσει αυτόν τον επαναστάτη ψευτο-διανοούμενο, υποστηρικτή μιας πένθιμης, συντηρητικής, οπισθοδρομικής πρόσδεσης σε ένα συναίσθημα,

«από κάποια ακατονόμαστη απώλεια, ένα ιδανικό που συνετρίβη ανομολόγητα, τα οποία δηλώνονται στις μέρες μας από τους όρους Αριστερά, Σοσιαλισμός, Μαρξ, ή Κίνημα», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Μπράουν46. Η αγάπη για τα αριστερά μας πάθη, και τον αριστερό μας λόγο, τις πεποιθήσεις και τις αναλύσεις μας, αποτελούν στην περίπτωση αυτή τροχοπέδη για τον ριζικό μετασχηματισμό του παρόντος, μετατρέποντας τα επαναστατικά αντανακλαστικά μας σε στατικά αντικείμενα αντιπερισπασμού, αναφέρει χαρακτηριστικά η Elizabeth Anker47.

Απέναντι σε αυτή την μοιρολατρική, παθητική και κυνική, κενή πολιτικού περιεχομένου και τροχοπέδη για επαναστατική δράση, μελαγχολία, ο Μπένγιαμιν πρότασσε, «μια πολιτικοποιημένη μελαγχολία, αψίθυμη, για την οποία η προσκόλληση στα αντικείμενα του παρελθόντος τρέφει το ενδιαφέρον και το πάθος του σημερινού κόσμου, γίνεται μάλιστα ο μηχανισμός του»48. Για τον Μπένγιαμιν, μια τέτοια μελαγχολία έβρισκε την ενσάρκωσή του στην ποίηση του Μπωντλαίρ, την οποία θεωρούσε ηρωική, υπό την έννοια ότι ο ποιητής χρησιμοποίησε την προσωπική του εμπειρία της απώλειας ως μέσο διερεύνησης των δυνατοτήτων ιστορικής αλλαγής49.

45 Walter Benjamin, “Left-Wing Melancholy (On Erich Kästner' new book of poems)”. Screen, 15 (2) (1974), 29-30.

46 Brown, ό.π., 21-22.

47 Elizabeth Anker, “Left Melodrama”. Contemporary Political Theory. 11 (2012), 133.

48 Flatley, ό.π., 65.

49 Στο ίδιο.

(21)

20 Ως μέσο για να ξεπεραστεί η αριστερή μελαγχολία, ο Μπένγιαμιν διακήρυσσε μια διαφορετική αντίληψη της ιστορίας, με διττό στόχο: να επανεργοποιήσει το παρελθόν και να αλλάξει το παρόν. Επρόκειτο για μία θεώρηση της ιστορίας ως ανοιχτής και ανολοκλήρωτης διαδικασίας, όπου η εικόνα του παρελθόντος αναδύεται μέσα από τις συγκρούσεις του παρόντος. Ο Μπένγιαμιν θα χρησιμοποιήσει τον όρο «επίκαιρος χρόνος» προκειμένου να περιγράψει τον «διαλεκτικό δεσμό ανάμεσα σε ανολοκλήρωτο παρελθόν και ουτοπικό μέλλον», κάτι που προοιώνιζε τις αναταραχές μιας επαναστατικής εποχής50. Το μέλλον μπορούσε να ανοίξει εκ νέου τους «κλειστούς φακέλους»

της ιστορίας, καθιστώντας επίκαιρες τις ηττημένες ελπίδες και φέρνοντας στο προσκήνιο τους λησμονημένους, ουτοπικούς, αγώνες δημιουργώντας μια επαναστατική πιθανότητα για το καταπιεσμένο παρόν, «ένα επαναστατικό βραχυκύκλωμα», όπως το ονόμαζε ο Μπένγιαμιν51.

Όπως σημειώνει στη θέση ΙΧ, «υπάρχει ένας πίνακας του Klee που ονομάζεται Angelus Novus. […] Έχει το πρόσωπό του στραμμένο στο παρελθόν. […] Ο άγγελος θα ήθελε βεβαίως να χρονοτριβήσει, να αφυπνίσει τους νεκρούς και να συνενώσει ότι είναι θρυμματισμένο. Όμως από την πλευρά του παραδείσου πνέει μια θύελλα […] Αυτή τον σπρώχνει ακαταμάχητα προς το μέλλον…»52. Η θύελλα αυτή για τον Μπένγιαμιν είναι η Πρόοδος, υπεύθυνη για μια «καταστροφή χωρίς ανάπαυλα», και στην ανατροπή ακριβώς αυτής της θύελλας στοχεύει η επανάσταση την οποία ενσαρκώνει η κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος, ως επιστροφή στην πρωτόγονο κομμουνισμό, στην πρώτη μορφή της αταξικής κοινωνίας, η οποία εμπεριέχει, ως διαλεκτική σύνθεση, όλο το παρελθόν της ανθρωπότητας53.

Σε αντίθεση με τον Μαρξ που θεωρούσε τις επαναστάσεις «ατμομηχανή της ιστορίας», ο Μπένγιαμιν τις χαρακτηρίζει «φρένο ανάγκης» που εμποδίζουν το τρένο της ιστορίας να οδηγηθεί στην καταστροφή54. Πρόκειται για ένα διαλεκτικό άλμα, έξω από το continuum, διακοπή της αιώνιας επιστροφής και

50 Traverso, ό.π., 259-260.

51 Löwy, ό.π., 170 και 204.

52 Στο ίδιο, 111.

53 Στο ίδιο, 120-122.

54 Traverso, ό.π., 266.

(22)

21 έλευση της πιο βαθιάς αλλαγής. Η επίγνωσή ακριβώς του κινδύνου της καταστροφής τον οδηγεί σε έναν επαναστατικό πεσιμισμό, ένα είδος

«επαναστατικής μελαγχολίας», που εκφράζει το φόβο «για μια ατέρμονη επιστροφή της ήττας». Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Πρίμο Λέβι, «η

“προλεταριακή” επιλογή του Μπένγιαμιν δεν προέρχεται διόλου από μια κάποια αισιοδοξία σχετικά με τη συμπεριφορά των μαζών ή από κάποια εμπιστοσύνη στο λαμπρό μέλλον του σοσιαλισμού», η λύτρωση είναι κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη, αποτελώντας μια ελάχιστη πιθανότητα που θα πρέπει να ξέρουμε να την αδράξουμε55.

55 Löwy, ό.π., 28 και 66.

(23)

22 Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ: ΜΙΑ ΕΝΝΟΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΑΠΟ ΠΟΤΕ

«Μπαίνουμε στον 21ο αιώνα έχοντας λιγότερες ελπίδες από όσες είχαν οι πρόγονοί μας στο κατώφλι του 20ού»

Daniel Bensaïd, Jeanne de la guerre lasse (1991)

ι. H αριστερή μελαγχολία ως ίδιον χαρακτηριστικό της Αριστεράς

Δεν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την αριστερή διανόηση της δεκαετίας του 1980 ως εξίσου μελαγχολική; Μήπως έχει γίνει σε υπερβολικό βαθμό στοχαστική; Μήπως η έμπνευσή της πηγάζει από τον χώρο της γνώσης και όχι της πρακτικής; Και μήπως τελικά, ακολουθώντας τον συλλογισμό του Μπένγιαμιν, έχει περιοριστεί σε μια επίμονη όσο και μετριοπαθή αχρηστία;

Πρόκειται για ερωτήματα που θέτει ο Ντέιβιντ Γκρος στο δοκίμιό του «Αριστερή Μελαγχολία» γραμμένο το 198556.

Η αριστερή μελαγχολία σίγουρα δεν είναι κάτι καινούριο, θα αντιπαραβάλλει ο Τραβέρσο, σημειώνοντας ότι καθώς η μνήμη της Αριστεράς είναι διαχρονικά φτιαγμένη από μεθυστικές, αλλά εφήμερες, νίκες, καθώς και διαρκείς, αιματηρές, ήττες, η μελαγχολία διαποτίζει την κουλτούρα της διαπερνώντας γενιές και εποχές57. O Τραβέρσο θα χαρακτηρίζει την αριστερή αυτή μελαγχολία ως την «κρυφή παράδοση» του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, η οποία συσκοτίστηκε ή απωθήθηκε από το επίσημο αφήγημά τους, το οποίο, σφυρηλατημένο από την, απατηλή τις περισσότερες φορές, εποποιία των μεγάλων κατακτήσεων και των θριάμβων, εστιαζόταν στην βεβαιότητα ενός απελευθερωμένου μέλλοντος58.

Πρόκειται για μια παράδοση ηττών, η οποία έχει σημαδέψει την ιστορία των επαναστάσεων, σε έναν αιώνα όπου η πλάστιγγα μεταξύ επανάστασης και βαρβαρότητας έγερνε άλλοτε προς τη μία και άλλοτε προς την άλλη πλευρά.

56 Gross, ό.π., 150.

57 Τraverso, ό.π., 11, 20 και 24.

58 Στο ίδιο, 24-25.

(24)

23 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τραβέρσο, «είναι η μελαγχολία του Μπλανκί και της Λουίζ Μισέλ μετά την αιματηρή καταστολή της Παρισινής Κομμούνας, η μελαγχολία της ίδιας της Ρόζας Λούξεμπουργκ που, στη φυλακή του Βρόνκε, συλλογιόταν το σφαγείο του Μεγάλου Πολέμου και τη συνθηκολόγηση του γερμανικού σοσιαλισμού, η μελαγχολία του Γκράμσι που, σε μια φασιστική φυλακή, ξανασκεφτόταν τη σχέση ανάμεσα σε “πόλεμο θέσεων” και “πόλεμο κινήσεων” μετά την αποτυχία των ευρωπαϊκών επαναστάσεων, η μελαγχολία του Τρότσκι στην έσχατη μεξικανική εξορία του, […] η μελαγχολία του Τσε Γκεβάρα στα βουνά της Βολιβίας, όταν είχε συνειδητοποιήσει ότι ο κουβανέζικος δρόμος είχε μπει σε αδιέξοδο»59.

Ακόμη όμως και όταν όλα έμοιαζαν χαμένα, αυτή η διαλεκτική της ήττας επιβαλλόταν να εκπληρώσει την παρηγορητική της λειτουργία. «Ο δρόμος του σοσιαλισμού – σε ότι αφορά τους επαναστατικούς αγώνες – είναι στρωμένος με ήττες. Κι όμως αυτή η ιστορία οδηγεί ακαταμάχητα, βήμα-βήμα, προς την τελική νίκη!», θα γράψει η Ρόζα Λούξεμπουργκ την παραμονή της δολοφονίας της, ενώ ο Μαρξ, αμέσως μετά την αιματηρή καταστολή της Παρισινής Κομμούνας θα δηλώσει, «Το εργατικό Παρίσι, με την Κομμούνα του, θα μείνει για πάντα ξακουστό σαν ένδοξος πρόδρομος μιας νέας κοινωνίας»60. Με άλλα λόγια, η πληθώρα από ήττες που χαρακτήρισαν την ιστορία του σοσιαλισμού όχι μόνο δεν αφάνισαν τις ιδέες και τις προσδοκίες του, αλλά αντίθετα τις νομιμοποίησαν και τις ενίσχυσαν. Η ακλόνητη πεποίθηση ότι το μέλλον ανήκε στον σοσιαλισμό μετέτρεψε τον θρήνο της ήττας σε σπίθα της εξέγερσης και κατέστησε την μελαγχολία συναίσθημα επαναστατικής δράσης61.

ιι. Η ιστορική καμπή του 1989 και το τέλος των ουτοπιών

Όλα αυτά θα αλλάξουν το 1989. Ενώ για μια σύντομη στιγμή η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού γέννησε ελπίδες για την επικράτηση ενός πράγματι δημοκρατικού σοσιαλισμού, σύντομα η διαλεκτική του 20ού αιώνα θα καταρρεύσει συθέμελα. «Έχοντας εισβάλλει στη σκηνή του αιώνα σαν υπόσχεση απελευθέρωσης, ο κομμουνισμός βγήκε από αυτήν σαν σύμβολο

59 Στο ίδιο, σελ. 25.

60 Στο ίδιο, 72 και 63.

61 Στο ίδιο, 282.

(25)

24 αλλοτρίωσης και καταπίεσης», προσφέροντας στους ηττημένους «τη μνήμη ενός στρεβλωμένου σοσιαλισμού, μια ολοκληρωτική καρικατούρα χειραφετημένης κοινωνίας»62. Σε αντίθεση με τις επαναστάσεις του 19ου και 20ού αιώνα, οι οποίες αναμφίβολα αποτελούσαν φάμπρικες ουτοπιών και νέων ιδεών, οι «βελούδινες επαναστάσεις» του 1989 επεδίωκαν την επιστροφή σε ένα εθνικό παρελθόν, το οποίο επέμεναν να επανοικειοποιηθούν μετά από δεκαετίες σοβιετικής κατάσχεσης, εμπιστευόμενες το μέλλον τους στις δυνάμεις της δυτικής αγοράς63.

Έχοντας οικοδομηθεί ως σχέδιο επαναστατικής αλλαγής του κόσμου, ο μαρξισμός θα χάσει την ουτοπική του διάσταση και άρα τη δυνατότητα να λειτουργεί ως φορέας μιας ταξικής μνήμης χειραφετητικών αγώνων. Την ίδια στιγμή, καθώς το Ολοκαύτωμα θα καταλάβει το επίκεντρο της συλλογικής μνήμης στην Ευρώπη, με τα θύματα της βίας και των γενοκτονιών να κυριαρχούν στην δημόσια μνήμη, το πένθος της ήττας θα λογοκριθεί και οι νικημένοι πρωταγωνιστές των επαναστατικών εμπειριών δεν θα γνωρίσουν καμία λύτρωση64. Η μνήμη των αγώνων παραχώρησε τη θέση της σε μαρτυρίες και επετειακές τελετές, και κατά συνέπεια, ο αντιφασισμός, ο αγώνας για έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο και η αντιαποικιακή πάλη – κατεξοχήν χώροι όπου εκτυλίχθηκε η παγκόσμια επανάσταση – υποκαταστάθηκαν από το πένθος για τα θύματα65.

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς ποια είναι η ειδοποιός διαφορά της ήττας του 1989 σε σχέση με τις προγενέστερες ήττες της Αριστεράς. Ο κόσμος που μέχρι τότε φαινόταν επιδεικτικός αλλαγών και πλήρης δυνατοτήτων, εμφανίζεται πλέον άτεγκτος, ανήμπορος και δύσπιστος στην ίδια του τη δυναμική66, καθώς η πτώση του κομμουνισμού μετέτρεψε την ουτοπία ως «όχι ακόμα» κατά τον Έρνστ Μπλοχ σε «ου-τοπία», σαν ένα μέρος που δεν υπάρχει πια, κατά τον Πάουλ Τσέλαν, με την κομμουνιστική εσχατολογία να δίνει τώρα

62 Στο ίδιο, 27 και 40.

63 Στο ίδιο, 28-29.

64 Στο ίδιο, 106.

65 Στο ίδιο, 40.

66 Gross, ό.π., 150.

Referências

Documentos relacionados