• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] Η χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα: προϋποθέσεις και συνέπειες

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Η χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα: προϋποθέσεις και συνέπειες"

Copied!
69
0
0

Texto

(1)

I

ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ |Τ ΜΗΜΑ

Τ.Ε.Ι ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΣΧΟΛΗ: ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΟΝΑΔΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

ΘΕΜΑ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:

«Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΑΛΑΛΑ: ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ»

Εισηγητής

Μαυρέας Κωνσταντίνος

Σπουδάστριες Ρήγα Μαρία

Χαλιδιά Παναγιώτα

ΚΑΛΑΜΑΤΑ 2002

(2)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ σελ. — 4

Κεφάλαιο 1°: ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

1.1 ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ σελ. - 9

I. Διανεμητικό ή Σύστημα κατανομής σελ. -10

II. Κεφαλαιοποιητικό σύστημα σελ. - 11

III. Ενδιάμεσα συστήματα σελ. - 12

1.2 ΠΗΓΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ σελ. - 12

I. Κοινωνικοί πόροι - Κρατική Επιχορήγηση σελ. - 13

II. Πρόσοδοι περιουσίας σελ. - 14

III. Εισφορές σελ. - 15

1.3 ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΚΑΙ

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ σελ. - 19

1.4 ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ

ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (Ι.Κ.Α.) σελ. - 22

1.5 ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ σελ. - 25

I. Ομοιόμορφες εισφορές σελ. - 25

II. Εισφορές συνδεδεμένες με το ύψος του μισθού σελ. - 25

(3)

1.6 ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ - ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗ σελ. - 26

Κεφάλαιο 2°: ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

2.1 ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΑΠΟΔΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ

ΑΣΦΑΛΙΣΗ σελ. - 28

2.2 ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ

ΣΥΝΤΑΞΗΣ σελ.-31

Κεφάλαιο 3°: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

3.1 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ

ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ σελ. - 34

I. Διόγκωση κοινωνικών δαπανών σελ. - 34

II. Μείωση του πραγματικού εισοδήματος σελ. - 34 III. Εξασθένιση του κινήτρου για εργασία σελ. - 35

IV. Διόγκωση ελλειμμάτων σελ. - 35

V. Αρνητική επίδραση της κοινωνικής αποταμίευσης σελ. - 35

3.2 ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΕΝΔΥΣΗ σελ. - 36

I. Η επίδραση της Κοινωνικής ασφάλισης στην ιδιωτική αποταμίευση και

την επένδυση σελ. - 38

(4)

II. Η θεμελίωση της επιρροής της Κοινωνικής ασφάλισης στην αποταμιευτική συμπεριφορά των ατόμων σελ. - 38 III. Συνέπειες από την αρνητική επίδραση στις αποταμιεύσεις σελ. - 41

3.3 ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ σελ. - 42

3.4 ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ σελ. - 43

3.5 ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ σελ. - 44

3.6 ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ σελ. - 45

I. Κατάργηση του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών σελ. - 45 II. Εφαρμογή διαφορικού ασφαλίστρου σελ. - 46 III. Διεύρυνση της βάσης υπολογισμού των εισφορών: Η προστιθέμενη

αξία σελ. - 47

IV. Προσφυγή στην φορολογία σελ. - 47

Κεφάλαιο 4°: ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

4.1 Οι κοινωνικές διαστάσεις στην επιλογή της μεθόδου

χρηματοδότησης σελ. - 49

4.2 Κοινωνικές συνέπειες και ανάληψη του κόστους της κοινωνικής

ασφάλισης σελ. - 51

4.3 Επιπτώσεις της κοινωνικής ασφάλισης στους χαμηλόμισθους σελ. - 53

ΕΠΙΛΟΓΟΣ σελ - 55

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΠΟΜΠΩΝ σελ. - 60

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ σελ.- 66

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ.- 67

(5)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η κοινωνική Ασφάλιση ενδιαφέρει όλους τους κατοίκους της χώρας, επειδή το σύνολο σχεδόν του μόνιμου πληθυσμού καλύπτεται ασφαλιστικά. Δεν πρέπει συνεπώς να αποτελεί αντικείμενο εντυπωσιασμού ή «δημιουργίας ειδήσεων» στον έγγραφο ή ηλεκτρονικό τύπο. Για τα αίτια που προκαλούν τα προβλήματά της και τους τρόπους αντιμετώπισής τους οι απόψεις των μελετητών και των ομάδων των ασφαλισμένων είναι τελείως φυσικό να διαφέρουν. Κάθε άτομο επηρεάζεται διαφορετικά από το πολιτικό, συνδικαλιστικό και επαγγελματικό του περιβάλλον, διαθέτει διαφορετικό βαθμό πληροφόρησης και αξιολογεί διαφορετικά την πληροφόρηση που διαθέτει.

Ο χαρακτήρας του ασφαλιστικού συστήματος μιας χώρας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με όλη την κοινωνική και εισοδηματική πολιτική της, πράγμα που καθορίζει ως ένα βαθμό και τις πηγές χρηματοδότησής του.

Εάν εξαιρέσει κανείς τις παροχές σε είδος, όλες οι άλλες κατηγορίες χρηματικών παροχών συμπεριλαμβάνονται στη γενικότερη κατηγορία των προγραμμάτων προστασίας του εισοδήματος. Τα προγράμματα αυτά, ανάλογα με τη φιλοσοφία από την οποία χαρακτηρίζονται διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

α) Τα συστήματα στα οποία οι παροχές συνδέονται με την απασχόληση (Employment related systems)

β) Τα γενικά ή καθολικής κάλυψης συστήματα (Universal systems) γ) Τα συστήματα που αποσκοπούν στην εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης (means tested systems)

Ασφαλιστικές παροχές ονομάζονται όλα τα μέτρα, που παίρνει ένας ασφαλιστικός φορέας, για την πρόληψη, επανόρθωση ή απλή μείωση

(6)

των οικονομικών και βιολογικών επιπτώσεων από προκαθορισμένους κινδύνους.

Ένα σύστημα καλείται ανταποδοτικό, όταν οι παροχές αναλογούν στις καταβαλλόμενες εισφορές, διανεμητικό όταν δεν ακολουθείται αυτή η αναλογία μεταξύ εισφορών και παροχών, αλλά υπάρχει μια εσωτερική αλληλεγγύη, αναδιανομή μεταξύ των ασφαλισμένων, αναπληρωματικό του εισοδήματος όταν αναπληρώνει σε μεγάλο βαθμό το ήδη χαμένο εισόδημα του ασφαλισμένου, συ ιιπλη ρω ματικό του εισοδήματος, όταν δεν αναπληρώνει αλλά συμπληρώνει απλώς το εισόδημα.

Τα καθολικής κάλυψης συστήματα, που εφαρμόζονται για όλους τους κατοίκους μιας χώρας και τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας, χρηματοδοτούνται από τη φορολογία.

Θα μπορούσε κανείς να δώσει τον εξής ορισμό των κοινωνικών ασφαλίσεων: Πρόκειται για συστήματα κανόνων, που ρυθμίζουν ποια οικονομικά μέσα (ασφαλιστικές παροχές) πρέπει να χορηγήσει ένας δημόσιος, συνήθως οργανισμός (ασφαλιστικός φορέας) στα πρόσωπα που υπάγονται σ’ αυτόν (ασφαλισμένους), εφόσον συμπληρώνουν τις αναγκαίες χρονικές και οικονομικές προϋποθέσεις (χρόνο ασφάλισης) και κινδυνεύουν από μείωση εισοδημάτων ή αύξηση των δαπανών τους (ασφαλιστικούς κινδύνους)

Ο κύριος στόχος της εργασίας, είναι να διερευνηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις της χρηματοδότησης των ασφαλιστικών οργανισμών και κυρίως, οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που συνοδεύουν τους χρηματοδότες, δηλαδή τους εργοδότες και τους εργαζόμενους (όπως π.χ.

ποιες είναι οι κοινωνικές συνέπειες για εκείνους που έχουν χαμηλά εισοδήματα). Αναφερόμαστε γενικότερα στην κοινωνική ασφάλιση και παραθέτουμε το παράδειγμα του Ι.Κ.Α..

(7)

Η εργασία θα στηριχθεί στην εξής υπόθεση:

Μήπως η κοινωνική ασφάλιση από μηχανισμό αλληλεγγύης μετατρέπεται (έστω και άθελά της) σε μηχανισμό καταπίεσης και συρρίκνωσης του πραγματικού εισοδήματος των εργοδοτών και κυρίως των εργαζομένων.

Ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης έχει στις μέρες μας εξελιχθεί σε τεράστιας οικονομικής και κοινωνικής σημασίας όχημα στα πλαίσια του κράτους ευημερίας. Παρόλα αυτά η σύγχρονη οργάνωση και λειτουργία της, όπως καταγράφεται, έχει σαν αποτέλεσμα και κάποιες αρνητικές συνέπειες, όσον αφορά την εξέλιξη του εισοδήματος.

Η εργασία αποτελείται απ’ τα εξής κεφάλαια:

♦ Χρηματοδότηση κοινωνικής ασφάλισης

♦ Προϋποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης

♦ Οικονομικές συνέπειες κοινωνικής ασφάλισης

♦ Κοινωνικές συνέπειες κοινωνικής ασφάλισης Συνοπτικά τα παραπάνω κεφάλαια περιλαμβάνουν:

Κεφ. 1° Χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης

Στο κεφάλαιο αυτό αναλύονται λεπτομερειακά οι τρόποι χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, οι τεχνικές που ακολουθούνται οι οποίες περιλαμβάνουν το διανεμητικό ή σύστημα κατανομής, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα όπως και ενδιάμεσα συστήματα. Ακολουθούν οι πηγές χρηματοδότησης, οι οποίες είναι οι κοινωνικοί πόροι, οι πρόσοδοι περιουσίας και οι εισφορές. Στην συνέχεια αναφέρουμε κάποιες κατηγορίες ασφαλιστικών φορέων και χρηματοδότησης.

Παραθέτουμε το παράδειγμα του Ι.Κ.Α., το οποίο είναι χαρακτηριστικό για την λειτουργία της κοινωνικής ασφάλισης. Επιπλέον αναλύουμε κάποιες μεθόδους καθορισμού των εισφορών, οι οποίες

(8)

καταβάλλονται από τους ασφαλισμένους και τους εργοδότες, και είτε είναι σταθερές για όλους, είτε εξαρτώνται από το ύψος του μισθού.

Τέλος τίθεται το ερώτημα κατά πόσο πρέπει το κόστος χρηματοδότησης να το φέρει το κράτος ή ο χρήστης των κοινωνικών υπηρεσιών.

Κεφ. 2° Προϋποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης

Στο κεφάλαιο αυτό, αναφέρουμε τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την αποδοτική λειτουργία της κοινωνικής ασφάλισης.

Επιπλέον παραθέτουμε ποιες είναι οι κατηγορίες και οι προϋποθέσεις για παροχή σύνταξης.

Κεφ. 3° Οικονομικές συνέπειες κοινωνικής ασφάλισης

Αναφέρονται οι οικονομικές συνέπειες οι οποίες είναι οι εξής:

Διόγκωση κοινωνικών δαπανών, μείωση του πραγματικού εισοδήματος, εξασθένιση του κινήτρου για εργασία, διόγκωση ελλειμμάτων και η αρνητική επίδραση της κοινωνικής αποταμίευσης. Ακόμα επίδραση στην διανομή του εισοδήματος, στον πληθωρισμό και στο εξωτερικό εμπόριο.

Κλείνοντας αναλύονται κάποιες εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης - οικονομικές επιπτώσεις όπως:

Κατάργηση του ανωτάτου ορίου ασφαλιστικών αποδοχών Η εφαρμογή του διαφορικού ασφαλίστρου

Η εισαγωγή της προστιθέμενης αξίας στον υπολογισμό των εισφορών

Προσφυγή στη φορολογία

Κεφ. 4° Κοινωνικές συνέπειες κοινωνικής ασφάλισης

Αναφέρονται οι κοινωνικές συνέπειες που επιδρούν στην φορολογία και στις εισφορές, καθώς και η ανάληψη του κόστους της κοινωνικής

(9)

ασφάλισης. Τέλος ακολουθούν οι επιπτώσεις της κοινωνικής ασφάλισης στους χαμηλόμισθους.

Τελικά καταλήγουμε στην διεξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων σχετικά με τους προβληματισμούς του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης.

Κατά τη διάρκεια της συγγραφής της εργασίας προέκυψαν πολλά ζητήματα που θα μπορούσαμε να αναλύσουμε εκτενέστερα όπως: το ζήτημα των συντάξεων, της απορίας και εκτενέστερη ανάλυση των ασφαλιστικών ταμείων.

Τα ζητήματα αυτά δεν είναι δυνατόν να τα ερευνήσουμε διότι χρειάζεται να μελετηθούν από άλλη μελέτη καθώς, άλλοτε το αντικείμενό τους είναι μεγάλο και άλλοτε δεν είναι ο στόχος αυτής της εργασίας το να μελετηθούν.

Η βιβλιογραφία περιλαμβάνει πλούσιο υλικό σχετικά με την χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες αυτής, βέβαια η μη πρόσφατη έκδοση στοιχείων που αφορούν την χρηματοδότηση (π.χ. ποσοστά εισφορών) δημιουργεί ένα πρόβλημα το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τη μη εγκυρότητα πλέον αυτών των στοιχείων. Όσον αφορά τη βιβλιογραφία σχετικά με τις επιδράσεις που έχει η χρηματοδότηση της Κ.Α. στους χαμηλόμισθους, δεν είναι ακόμα τόσο πλούσια, καθώς το θέμα είναι εξειδικευμένο.

Η μεγαλύτερη δυσκολία της έρευνας είναι η έλλειψη συντονισμού και ενιαίας οργάνωσης των οικονομικών στοιχείων των ασφαλιστικών οργανισμών, ώστε να παρέχεται με μεγαλύτερη ευκολία κάθε πληροφορία.

Σχετικά με την μεθοδολογία που ακολουθήσαμε, στηριχτήκαμε στη μελέτη της βιβλιογραφίας, όπως επίσης και στην προσωπική έρευνα πάνω σε άρθρα και επίσημα αρχεία ασφαλιστικών φορέων. Ακολούθησε η ταξινόμηση και αρχειοθέτηση των στοιχείων που επιλέξαμε και συγγραφή της εργασίας.

(10)

ΚΕΦ. 1 ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

1.1 Συστήματα Χρηματοδότησης

Η εφαρμοζόμενη τεχνική - διανεμητικό, καφαλαιοποιητικό ή ενδιάμεσο σύστημα - εξαρτάται, από τον χρηματοδοτούμενο κίνδυνο. Η αδυναμία να καλυφθεί το ταχύρυθμα αυξανόμενο κόστος της κοινωνικής προστασίας, έχει ως αποτέλεσμα την ανάγκη εξεύρεσης νέων εσόδων.

Οποιαδήποτε συζήτηση ή απόφαση γύρω από την πιθανή συμπλήρωση των εσόδων ή ακόμα και τη ριζική αναδιάρθρωση των πηγών χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, προϋποθέτει υποχρεωτική σύγκριση των υποψηφίων κατηγοριών με τις υπάρχουσες. Πιθανόν οι τελικές αναγκαίες αποφάσεις να απαιτούν συνδυασμένη αύξηση άντλησης κεφαλαίων από διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης ώστε το κοινωνικά αναγκαίο να συμβαδίζει με το οικονομικά εφικτό.

Οι τεχνικές χρηματοδότησης ενός συγκεκριμένου κοινωνικοασφαλιστικού προγράμματος λειτουργούν, βασικά, για την εξεύρεση και εξασφάλιση των αναγκαίων μέσων για την κάλυψη των εξόδων του φορέα: παροχές και διοικητικά έξοδα. Παράλληλα, συμβάλλουν και σε αναδιανομή των εισοδημάτων μέσα στην ασφαλιστική κοινότητα, εφόσον εισφέρουν όλα τα μέλη της ανάλογα με τις δυνάμεις τους και ωφελώνται μόνο όσα βρίσκονται σε κίνδυνο.

Από την ποικιλία των τεχνικών χρηματοδότησης, που διέπουν την Κοινωνική Ασφάλιση, θα εξετάσουμε δύο ακραίες μορφές, το κεφαλαιοποιητικό και το διανεμητικό σύστημα, πριν γίνει λόγος για τα ενδιάμεσα συστήματα, που εφαρμόζονται στην πράξη.

(11)

I. διανεμητικό ιί σύστημα κατανομήα (Ραν - as - νοιι - εο, Κβρατίίήοη)

«Η τεχνική αυτή συνίσταται στο να εισπραχθούν για ένα χρονικό διάστημα, συνήθως ένα χρόνο και βάσει προηγούμενων εκτιμήσεων, τα αναγκαία ποσά, που θα καλύψουν τις δαπάνες του ίδιου χρονικού διαστήματος».1 Συνήθως η είσπραξη πρέπει να είναι κάπως μεγαλύτερη από τα υπολογιζόμενα έξοδα, ώστε να σχηματιστεί και ένα μικρό απόθεμα, για να αντιμετωπιστούν πιθανά απρόβλεπτα έξοδα ή πιθανές απώλειες εσόδων, σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Είναι δύσκολο να οριστεί εκ των προτέρων αυτό το απόθεμα. Είναι γνωστό ότι το δικαίωμα των παροχών δίδεται έπειτα από ένα χρονικό διάστημα ασφάλειας για πολλούς από τους κινδύνους. Ίσως αυτό το διάστημα να είναι ικανό για τη δημιουργία του αποθέματος. Με το διανεμητικό σύστημα η χρηματοδότηση γίνεται από εισφορές της επόμενης γενιάς εργαζομένων.

Με τον τρόπο αυτό, γίνεται μεταφορά εισοδήματος από τους εργαζόμενους προς τους συνταξιούχους και επιτυγχάνεται αναδιανομή του εισοδήματος μεταξύ των γενεών. «Το στοιχείο εκείνο που διαφοροποιεί ουσιαστικά την κοινωνική ασφάλιση, εξασφαλίζει αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και υψηλότερο ποσοστό απόδοσης στους ασφαλισμένους, εφόσον το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αύξησης του πληθυσμού και της παραγωγικότητας είναι ανώτερο από το ύψος του πραγματικού επιτοκίου».2

Συνοπτικά, μπορούμε να ορίσουμε ως πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του διανεμητικού συστήματος τα παρακάτω:

Πλεονεκτήματα: α) εξασφαλίζεται η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής νέων προγραμμάτων κοινωνικής ασφάλισης, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, γιατί απαιτείται αρκετός χρόνος για να συγκεντρωθούν αξιόλογα αποθεματικά. β) Εξουδετερώνεται η νομισματική υποτίμηση, γιατί οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του

(12)

επιπέδου των μισθών, οι οποίοι αναπροσαρμόζονται συνεχώς, γ) προάγεται το ιδεώδες της κοινωνικής αλληλεγγύης, γιατί οι υγιείς, νέοι και εργαζόμενοι φροντίζουν για την άμεση προστασία των ασθενών, ανέργων και γερόντων.

Μειονεκτήματα: α) για να ικανοποιηθούν τα νέα ασφαλιστικά προγράμματα, όπως απαιτεί η εξέλιξη των κοινωνικών ασφαλίσεων, είναι απαραίτητη η συνεχής αύξηση των συνταξιούχων ή ανέργων μιας

«κλειστής» ασφαλιστικής κοινότητας επιβάλλει στα μέλη της δυσβάσταχτες εισφορές, γ) Η ανατροπή των οικονομικών ισοζυγίων, όταν ασκείται, όπως στη χώρα μας προνομιακή πολιτική από ασφαλιστικούς φορείς.

II. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα (Funded, capitalization)

«Με το σύστημα αυτό οι ασφαλιστικές εισφορές συγκεντρώνονται με ανατοκισμό σε μεγάλα αποθεματικά, ικανά να καλύψουν τους ασφαλιστικούς κινδύνους ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας».

Το σύστημα αυτό εφαρμοζόταν αποκλειστικά μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργότερα άρχισε να εξαφανίζεται. Αναφέρονται παρακάτω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του συστήματος.

Πλεονεκτήματα: α) Οι εισφορές μπορούν να παραμείνουν αμετάβλητες για μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί η απόδοση από επενδύσεις των αποθεματικών μπορεί να αντισταθμίσει τις αυξήσεις των δαπανών της κοινωνικής προστασίας, β) Διατηρώντας αξιόλογα αποθεματικά έχουμε μια εγγύηση ότι θα εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις του φορέα σε περιόδους οικονομικής κρίσης.

Μειονεκτήματα: α) Η συνεχώς νομισματική υποτίμηση σε περιόδους πολέμων ή μεγάλων οικονομικών κρίσεων, εμποδίζει το σχηματισμό των

(13)

αναγκαίων αποθεματικών για τους ασφαλιστικούς φορείς, β) Με την επέκταση των ασφαλίσεων σε ολόκληρο σχεδόν τον πληθυσμό προέκυψε ανάγκη για σύσταση κεφαλαίου, που θα μπορούσε, χωρίς δεσμεύσεις, να χρησιμοποιηθεί για πιο πρόσφορους σκοπούς γ) Δημιουργείται μια σειρά από τεχνικοδιοικητικά προβλήματα. Απαιτούνται πολύπλοκοι υπολογισμοί για να καθοριστούν οι μελλοντικές ανάγκες, να σχηματιστούν τα αντίστοιχα κεφάλαια και να κρατηθούν ιδιαίτεροι ατομικοί ή ομαδικοί λογαριασμοί για την εξισορρόπηση των εσόδων με τα έξοδα.

III. Ενδιάμεσα συστήματα

Η αντιπαράθεση των πλεονεκτημάτων με τα μειονεκτήματα στα παραπάνω αναφερόμενα ακραία συστήματα - τεχνικές χρηματοδότησης των ασφαλιστικών μέτρων, μας φανερώνουν ότι είναι αδύνατο να εφαρμοστούν αυτούσια σε συγκεκριμένη περίπτωση. Ανάλογα πάντως, με τις πηγές χρηματοδότησης και τον καλυπτόμενο κίνδυνο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί περισσότερο το ένα ή το άλλο σύστημα.

Τα τελευταία χρόνια επικρατούν διάφορα ενδιάμεσα συστήματα, που προβλέπουν εκτός από την αντιστοιχία εσόδων - εξόδων μιας χρονικής περιόδου και το σχηματισμό ενός στοιχειώδους αποθεματικού κεφαλαίου.

1.2 Πηγές χρηματοδότησης

Τρεις είναι οι δυνατές πηγές χρηματοδότησης των Κοινωνικών Ασφαλίσεων:

Οι Κοινωνικοί πόροι, οι πρόσοδοι από αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των φορέων και οι εισφορές.

(14)

I. Οι κοινωνικοί πόροι - κρατική Επιγορήνηση

Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει πολλούς τρόπους συμμετοχής του Κοινωνικού συνόλου στη χρηματοδότηση των κοινωνικών ασφαλίσεων.

Η συμμετοχή του κράτους, μέσω της γενικής φορολογίας είτε με τη μορφή της καθιερωμένης χρηματοδότησης είτε ως κάλυψη ελλειμμάτων των διαφόρων φορέων, είναι ο πιο συνήθης, όπως επίσης και η αναπλήρωση των εσόδων που προκαλεί η απαλλαγή από τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων με πολύ χαμηλό εισόδημα.

Επίσης, συχνά η συμμετοχή της επιχορήγησης στο κόστος της ασφάλισης ποικίλλει ανάλογα με τον καλυπτόμενο κίνδυνο.

Πολλοί ασφαλιστικοί φορείς τυγχάνουν χρηματοδότησης από κοινωνικούς πόρους, που καταβάλλονται από το κοινωνικό σύνολο, μέσω μιας σειράς φόρων «υπέρ τρίτων». Σε πολλές χώρες έχουν θεσμοθετηθεί ειδικοί φόροι (π.χ. πάνω στο αλκοόλ, τα τσιγάρα, τα ασφάλιστρα αυτοκινήτων) που χρηματοδοτούν ειδικούς κινδύνους, όπως π.χ. ασθένειας.

Αν λάβουμε υπόψη μόνο τα καθαρά κοινωνικά κριτήρια, η χρηματοδότηση, μέσω των κοινωνικών πόρων και κυρίως η φορολογία, παρουσιάζει τα εξής πλεονεκτήματα:

I. Οι ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουν αποκλειστικά το εισόδημα από εργασία, ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη καθόλου το εισόδημα από κεφάλαιο. Αντίθετα, οι φόροι προέρχονται απ’ όλες τις μορφές εισοδημάτων.

II. Δεν προβλέπεται, κατά κανόνα, απαλλαγή από την υποχρέωση εισφορών των ασφαλισμένων εκείνων, των οποίων οι αποδοχές βρίσκονται κάτω από ένα επίπεδο διαβίωσης. Ενώ, αντίθετα, στη φορολογία λαμβάνεται υπόψη το επίπεδο διαβίωσης, τα οικογενειακά βάρη. Κ.λ.π.

(15)

III. Οι εισφορές υπολογίζονται, κατά κανόνα, ως πάγιο ποσοστό των αποδοχών και, πολλές φορές, υπάρχει για τις τελευταίες ένα Plafond πέρα από το οποίο δεν γίνεται καμία κράτηση. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά καθιστούν την κατανομή του βάρους από τις ασφαλιστικές εισφορές αντιστρόφως προοδευτική.

IV. Επιτυγχάνεται ευκαμψία και αποδοτικότερη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων του έθνους, γιατί η ποικιλία δεν δεσμεύεται ότι θα κατευθύνει τους πόρους σε συγκεκριμένες χρήσεις, με αποτέλεσμα, εκτιμώντας συνολικά τις κοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες, να μπορεί να χρηματοδοτεί τους τομείς εκείνους (π.χ. παιδεία, υγεία, περιβάλλον κ.λ.π.) που χρειάζονται μεγαλύτερη ενίσχυση.

II. Οι πρόσοδοι Περιουσίας

Η απόδοση της περιουσίας των φορέων και των αθροιζόμενων κεφαλαίων αποτελεί μιαν άλλη πηγή χρηματοδότησης.

«Στους φορείς, που χρηματοδοτούνται με την τεχνική της διανομής, τα κεφάλαια των αποθεματικών πρέπει να επενδυθούν σε βραχυπρόθεσμες αγορές, ενώ για τους φορείς, που χρηματοδοτούνται με την τεχνική της κεφαλαιοποίησης, τα κεφάλαια πρέπει να επενδύονται στις μακροπρόθεσμες κεφαλαιαγορές».4

Οι αρχές, που διέπουν την επένδυση των κεφαλαίων των κοινωνικών ασφαλίσεων, δεν διαφέρουν από τις εφαρμοζόμενες, συνήθως, από τους χρηματιστικούς οργανισμούς, δηλαδή ασφάλεια, απόδοση, ευχέρεια ρευστοποίησης. Σ'αυτές όμως θα πρέπει να προστεθεί και η κοινωνική και οικονομική χρησιμότητα.

Η περιφρούρηση της πραγματικής αξίας των κεφαλαίων είναι επιβεβλημένη σε καιρούς πληθωριστικών τάσεων, γιατί διευκολύνει την αναπροσαρμογή των συντάξεων, που πρέπει να γίνεται για να αποφευχθεί η πτώση της αγοραστικής τους δύναμης. Η απόδοση των

(16)

κεφαλαίων είναι ένας αξιόλογος παράγοντας για την εξασφάλιση των μακροπρόθεσμων παροχών. Σε όλους τους φορείς, που στηρίζονται στην κεφαλαιοποίηση, θα πρέπει τα επενδεδυμένα αποθεματικά να αποφέρουν αρκετά, ώστε τα ποσά, που εισπράττονται από εισφορές κάθε φορά, να παραμένουν μέσα σε ανεκτά όρια. Η ευχέρεια ρευστοποίησης έχει σημασία για την ταμειακή κάλυψη των αναγκών, κυρίως, για τους φορείς που χρηματοδοτούνται με το διανεμητικό σύστημα, ενώ παίζει μικρότερο ρόλο σε εκείνους που κάνουν χρήση της κεφαλαιοποίησης.

«Εκτός από την ασφάλεια, την απόδοση και τη ρευστοποίηση, η επένδυση των κεφαλαίων των ασφαλιστικών φορέων γίνεται και με ένα πνεύμα κοινωνικής χρησιμότητας σε τομείς, όπως οι υποδομές της υγείας ή της παιδείας και πάντα μέσα από ειδικευμένους για επενδύσεις φορείς, ώστε η διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων να παραμένει απρόσκοπτη στο έργο της, που είναι η καλή λειτουργία των κοινωνικών ασφαλίσεων»5

III. Οι εισφορές

«Με την καθιέρωση των κοινωνικών ασφαλίσεων από τον Bismarck είχαμε χρηματοδότηση, που επιβάρυνε, κατά συμμετρικό τρόπο, τους ασφαλισμένους και τους εργοδότες, συμπληρωμένη με μια επιδότηση από το κράτος»6

Οι εισφορές διακρίνονται σε εισφορές εργοδοτών και εισφορές ασφαλισμένων και ισοδυναμούν με φόρους, αφού η καταβολή τους είναι υποχρεωτική. Επιβάλλονται κατά κανόνα ως ποσοστό στο ακαθόριστο εισόδημα ή ως σταθερό ποσό και δεν αναγνωρίζεται καμιά απαλλαγή ή ελάφρυνση λόγω οικογενειακών ή άλλων προσωπικών συνθηκών.

Επίσης, επιβάλλονται συνήθως με τον ίδιο συντελεστή σε όλα τα επίπεδα

(17)

εισοδήματος, ενώ συχνά υπάρχει ένα ανώτερο όριο εισοδήματος πέρα από το οποίο δεν καταβάλλονται εισφορές.

Πιο συγκεκριμένα, οι εισφορές των ασφαλισμένων, είναι κύριες ή δευτερεύουσες, ανάλογα εάν συνδέονται με κανονική καταβολή αποδοχών ή άλλα περιστατικά.

Κύριες εισφορές είναι αυτές που καταβάλλονται τακτικά, ενώ δευτερεύουσες αυτές που καταβάλλονται για τις πρόσθετες ή έκτακτες αποζημιώσεις, σε νεοδιορισμούς, στις αυξήσεις αποδοχών και προαγωγών, τα δικαιώματα εγγραφής, οι καταβολές για την αναγνώριση του γάμου, η συμμετοχή στις παροχές, οι κρατήσεις σε βοηθήματα ή επιδόματα και οι διάφορες ειδικές καταβολές.

Οι εισφορές των ασφαλισμένων που υπολογίζονται σε ποσοστό επί του μισθού ή με άλλο τρόπο, είναι διάφορες ανάλογα με τον κίνδυνο για τον οποίο καταβάλλονται, αλλά και για αυτό τον κίνδυνο υπάρχουν διαφορές στις εισφορές μεταξύ των οργανισμών. «Έτσι το ποσοστό της εισφοράς των ασφαλισμένων μισθωτών επί των αποδοχών τους για κύρια σύνταξη κυμαίνεται κατά οργανισμό από 6, 67% έως 20% » . Η εισφορά των ελεύθερων ή ανεξάρτητων επαγγελματιών σε σταθερά ποσά κυμαίνεται ανάλογα με την κατηγορία ή την κλάση στην οποία έχει καταταγεί ο καθένας.

Το άλλο σκέλος της χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, επίσης σημαντικό, η συνεισφορά του εργοδότου, έχει κοινούς με την εισφορά των ασφαλισμένων τους παράγοντες οι οποίοι έχουν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό αυτής της διαμόρφωσης, την έκταση κ.λ.π.

«Η συνεισφορά των εργοδοτών υπάρχει στους φορείς που ασφαλίζουν μισθωτούς και υπολογίζεται βασικά σε ποσοστό στις αποδοχές των μισθωτών, κυμαίνεται για κύρια σύνταξη από 13,33% έως 29%» .

Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι προκύπτουν σημαντικά ερωτήματα όσον αφορά την επιλογή του τρόπου χρηματοδότησης της

(18)

κοινωνικής ασφάλισης, η απάντηση των οποίων εξαρτάται από τη γενική φιλοσοφία και τους στόχους του ασφαλιστικού συστήματος. Το πρώτο ερώτημα είναι αν πρέπει η χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης να γίνεται με κρατική επιχορήγηση ή με εισφορές.

«Τα τελευταία χρόνια οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών καλύπτουν το 75 - 80% των συνολικών εσόδων, ενώ η συμμετοχή της κοινωνικής εισφοράς περιορίζεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 15%»9. Το υπόλοιπο τμήμα καλύπτεται αθροιστικά από τις προσόδους περιουσίας, την κρατική επιχορήγηση και τα λοιπά έσοδα.

Τα μεγέθη αυτά αφορούν το σύνολο των φορέων, κρύβουν όμως σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιμέρους φορέων. Οι διαφοροποιήσεις άλλωστε αυτές αποτελούν ένα από τα συστατικά στοιχεία της πολυμορφίας του Ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος. Σε γενικές γραμμές ισχύουν τα ακόλουθα κατά κατηγορία φορέων:

Στους φορείς κύριους ασφάλισης του γενικού ασφαλιστικού συστήματος, η άντληση των πόρων γίνεται κυρίως από εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών, ενώ η σχετική σημασία των κοινωνικών πόρων και της κρατικής επιχορήγησης είναι συγκριτικά περιορισμένη.

Στα ειδικά ταμεία ασφάλισης των μισθωτών το σύνολο σχεδόν των εσόδων τους προέρχεται από εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών. Στους φορείς ασφάλισης των αυτοαπασχολούμενων και των ελεύθερων επαγγελματιών βασικές πηγές χρηματοδότησης αποτελούν οι εισφορές των ασφαλισμένων και οι κοινωνικοί πόροι.

Το σύστημα ασφάλισης των δημοσίων υπαλλήλων βαρύνει ολοκληρωτικά τον κρατικό προϋπολογισμό για την κύρια συνταξιοδότηση των υπαλλήλων, ενώ βαρύνει κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τον κρατικό προϋπολογισμό για την κάλυψη της υγειονομικής περίθαλψης.

(19)

Το σύστημα ασφάλισης των αγροτών χρηματοδοτείται σε πολύ μεγάλο βαθμό με κοινωνική εισφορά και κρατική επιχορήγηση.

Γενικά οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη, στην Ελλάδα, για την διαμόρφωση του ύψους της εισφοράς των ασφαλισμένων είναι οι παρακάτω:

- «Ο αριθμός των προσώπων που υπάγονται και που θα υπάγουν στην ασφάλιση.

- Ο αριθμός των ημερών εργασίας.

-Τ ο ύψος των μισθών και ημερομισθίων.

-Τ ο ποσοστό ή ποσό της εισφοράς, που ισχύει για τους ασφαλιζομένους σε κάθε οργανισμό.

- Η μεταβολή του Εθνικού Εισοδήματος.

- Τέλος οι πρόσοδοι περιουσίας (χρεόγραφα - ακίνητα - καταθέσεις - δάνεια) και λοιπά έσοδα (όπως πρόστιμα - κληροδοτήματα - πωλήσεις εντύπων κ.τ.λ.)» 10

ΠΙΝΑΚΑΣ ΐ

Η χρηματοδότηση της Κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα:

Ποσοστιαία διάρθρωση

Ασφαλισμένοι 1.623.798 34,287

Εργοδότες 1.532.435 32,357

Κράτος 224.986 4,750

Κοινών, πόροι 1.210.506 25,560

Πρόσοδοι περιουσίας 144.160 3,043

4.735.888 100%

Πηγή: Υπουργείο εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Γενική γραμματεία κοινωνικών Ασφαλίσεων, Δ/νση Οικονομικού: Κοινωνικός Προϋπολογισμός Έτους 2000, Αθήνα 2000.

(20)

1.3 Κατηγορίες ασφαλιστικών φορέων και χρηματοδότηση

Οι ασφαλιστικοί οργανισμοί αντλούν σε μεγάλο βαθμό έσοδα από τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών. Ένα μέρος των δαπανών καλύπτεται με κοινωνική εισφορά, κρατική επιχορήγηση, προσόδους περιουσίας και λοιπά έσοδα (δωρεές, κληροδοτήματα κ.λ.π.). Σύμφωνα με τον Κοινωνικό προϋπολογισμό 1992 η Κ.Α. στην Ελλάδα απορροφά το 25% περίπου του Ακαθόριστου εγχώριου Προϊόντος και το 28% του Καθαρού Εθνικού Εισοδήματος, χρηματοδοτείται από εισφορές των ασφαλισμένων (στην περίπτωση των μισθωτών και από εισφορές των εργοδοτών) και βασίζεται επίσης και σε κρατικές ενισχύσεις (περίπου 30% του συνόλου των δαπανών). Περίπου το 98% του πληθυσμού της χώρας καλύπτεται άμεσα ή έμμεσα (ως μέλη οικογενειών των ασφαλισμένων). Το μικρό ποσοστό που δεν καλύπτεται ασφαλιστικά αποτελείται κυρίως από αλλοδαπούς και αθίγγανους.

Σε γενικές γραμμές ισχύουν τα ακόλουθα κατά κατηγορία φορέων:

♦ Στους φορείς κύριας ασφάλισης του γενικού ασφαλιστικού συστήματος, η άντληση των πόρων γίνεται κυρίως από εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών, ενώ η σχετική σημασία των κοινωνικών πόρων και της κρατικής επιχορήγησης είναι συγκριτικά περιορισμένη.

♦ Στα ειδικά ταμεία ασφάλισης των μισθωτών το σύνολο σχεδόν των εσόδων προέρχεται από εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών.

♦ Στους φορείς ασφάλισης των αυτοαπασχολουμένων και των ελεύθερων επαγγελματιών βασικές πηγές χρηματοδότησης αποτελούν οι εισφορές των ασφαλισμένων και οι κοινωνικοί πόροι.

♦ Το σύστημα ασφάλισης των δημοσίων υπαλλήλων βαρύνει ολοκληρωτικά τον κρατικό προϋπολογισμό, για την κύρια συνταξιοδότηση των υπαλλήλων, ενώ βαρύνει κατά το μεγαλύτερο

(21)

ποσοστό τον κρατικό προϋπολογισμό για την κάλυψη της υγειονομικής περίθαλψης.

♦ Το σύστημα ασφάλισης των αγροτών χρηματοδοτείται σε πολύ μεγάλο βαθμό με κοινωνικές εισφορές και κρατική επιχορήγηση.

Βασικές πηγές χρηματοδότησης αποτελούν σε όλες τις χώρες οι εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών καθώς και του κράτους (tripartite system). Οι αναλογίες στις οποίες χρησιμοποιούνται αυτές οι μέθοδοι ποικίλουν από χώρα σε χώρα ανάλογα με τη γενική φιλοσοφία δόμησης του κοινωνικοασφαλιστικού της συστήματος και τον καλυπτόμενο κίνδυνο.

Η χρηματοδότηση των συντάξεων γήρατος, αναπηρίας και θανάτου γίνεται επίσης από τρεις πηγές: την εισφορά των ασφαλισμένων, την εργοδοτική εισφορά και την κρατική επιχορήγηση. Στα γενικά ή καθολικής κάλυψης συστήματα καθώς και στα συστήματα ασφάλισης προνοιακού χαρακτήρα, βασική πηγή χρηματοδότησης αποτελούν τα γενικά φορολογικά έσοδα του κράτους. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα έσοδα αυτά συμπληρώνονται με προσωπική εισφορά των ασφαλιζόμενων πολιτών, η οποία εκφράζεται συχνά ως ποσοστό του φορολογητέου εισοδήματος τους. Τα συστήματα στα οποία οι παροχές συνδέονται με την απασχόληση χρηματοδοτούνται από τις εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών, αλλά και από κρατική επιχορήγηση.

Η τελευταία κυμαίνεται όμως αισθητά από χώρα σε χώρα.

Η κρατική επιχορήγηση προέρχεται κατά κανόνα από τα γενικά φορολογικά έσοδα του προϋπολογισμού και πιο συχνά από ειδικά επιβαλλόμενους φόρους (π.χ. επί του καπνού, των οινοπνευματωδών, της βενζίνης κ.λ.π.). Το ύψος της κρατικής ενίσχυσης συνδέεται με το σκοπό για τον οποίο καταβάλλεται. Αποβλέπει στην κάλυψη ενός μέρους ή και του συνόλου των διοικητικών δαπανών του προγράμματος. Επίσης στην κάλυψη του τυχόν ελλείμματος ή και στην αντιμετώπιση του συνόλου

(22)

των παροχών. Σε ορισμένες χώρες οι εργαζόμενοι με αποδοχές κάτω από ένα όριο απαλλάσσονται από την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς, απώλεια που αντισταθμίζεται με ισόποση κρατική επιδότηση.

Η χρηματοδότηση του κλάδου υγείας γίνεται με εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών καθώς και με κρατική επιχορήγηση, όταν οι παροχές συναρτώνται με την απασχόληση. Στις χώρες, αντίθετα, που λειτουργεί εθνικό σύστημα υγείας, το κράτος επωμίζεται το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών, με προσφυγή στα γενικά φορολογικά έσοδα.

« Η ραγδαία αύξηση που παρατηρήθηκε διεθνώς στις δαπάνες υγείας τα τελευταία χρόνια έχει οξύνει επικίνδυνα τα χρηματοδοτικά προβλήματα των αντίστοιχων κλάδων»". Αρκετές χώρες άρχισαν έτσι πρόσφατα να υιοθετούν μέτρα, με αντικειμενικό στόχο τη συγκράτηση της αλματώδους ανόδου των υγειονομικών δαπανών αλλά και την αντιμετώπιση των αυξημένων ταμιευτικών αναγκών.

Η πηγή χρηματοδότησης των οικογενειακών επιδομάτων εξαρτάται από το αν ακολουθείται ή όχι σύστημα καθολικής κάλυψης του πληθυσμού. Στην πρώτη περίπτωση το πλήρες κόστος των παροχών καλύπτεται με γενικά φορολογικά έσοδα. Στη δεύτερη περίπτωση το μεγαλύτερο μέρος ή και το σύνολο των παροχών χρηματοδοτείται με εργοδοτικές εισφορές. Στις χώρες στις οποίες οι εργοδοτικές εισφορές δεν καλύπτουν το πλήρες κόστος, συμμετέχει επίσης και το κράτος, ενώ σε μερικές χώρες συμμετοχή έχουν και οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι με παρακράτηση αντίστοιχης εισφοράς.

Πηγές χρηματοδότησης των επιδομάτων ανεργίας αποτελούν οι εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών καθώς και η κρατική επιχορήγηση από τα γενικά φορολογικά έσοδα. Κατά κανόνα το συνολικό ασφάλιστρο κατανέμεται ισόποσα ανάμεσα στους

(23)

ασφαλισμένους και τους εργοδότες, ενώ σε ορισμένες χώρες ασφάλιστρο καταβάλλεται μόνο από τους τελευταίους.

1.4 Το παράδειγμα του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.)

Ο χαρακτήρας του ασφαλιστικού συστήματος προδικάζει και την πηγή χρηματοδότησής του. «Αν σκοπός του συστήματος είναι να χορηγεί παροχές (συντάξεις) που αναπληρώνουν και δεν συμπληρώνουν απλώς την απώλεια του εισοδήματος λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου με χρηματοδότηση των παροχών από τις συνεισφορές των εργαζομένων,

19

τότε το σύστημα είναι προσανατολισμένο σε βάση ανταποδοτική».

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η συμβολή των ασφαλιζόμενων στη χρηματοδότηση του συστήματος θα πρέπει να είναι ανάλογη των αμοιβών τους.

Σε παρόμοια βάση έχουν στηριχθεί, σε κάποιο βαθμό, το ΙΚΑ και άλλοι ασφαλιστικοί φορείς, που συγκεντρώνουν πόρους, σχεδόν αποκλειστικά, από τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών. Το ΙΚΑ όμως έχει συχνά υποχρεωθεί από την πολιτεία δε επιβαρύνσεις που ανάγονται στη σφαίρα της κοινωνικής πολιτικής της. Τέτοιες ρυθμίσεις αφορούν, ενδεικτικά, τη συνταξιοδότηση προσώπων χωρίς τις τυπικά προβλεπόμενες προϋποθέσεις (π.χ. ομογενείς από Αίγυπτο, Τουρκία, Ρουμανία κ.λ.π.), την εξασφάλιση ενός ελάχιστου ύψους συντάξεων, την ένταξη προβληματικών ταμείων κα.. Όλες οι παραπάνω ρυθμίσεις οδηγούν σε χαλάρωση της σύνδεσης μεταξύ παροχών και συνεισφοράς των εργαζομένων. Και χωρίς τις ρυθμίσεις αυτές, άλλωστε, η διάρθρωση των παροχών του ιδρύματος είναι ουσιαστικά τέτοια, ώστε να ευνοούνται τα άτομα με χαμηλότερο εισόδημα. Η διάρθρωση αυτή προσδίδει στη λειτουργία του ΙΚΑ έναν περισσότερο αναδιανεμητικό χαρακτήρα, χωρίς να εγκαταλείπεται βέβαια και το στοιχείο της

(24)

ανταπόδοσης. «Το ανταποδοτικό στοιχείο υπεισέρχεται στο σύστημα με τη μορφή της προσαύξησης της σύνταξης κατ’ αναλογία προς τον αριθμό των ημερών εργασίας (ασφάλισης).»13

Στην έκταση που ασφαλιστικοί φορείς, όπως το ΙΚΑ, ασκούν κοινωνική πολιτική, η χρηματοδότηση είναι σκόπιμο να μην περιορίζεται στις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών. Πρόσθετοι πόροι θα μπορούσαν συγκεκριμένα να αντλούνται από γενικά ή ειδικά φορολογικά έσοδα του κράτους, γεγονός που θα υποδήλωνε τον τριμερή χαρακτήρα της χρηματοδότησης του συστήματος, δηλαδή από τους εργαζομένους, τους εργοδότες και την πολιτεία. Η μείωση της σχετικής συμμετοχής των εισφορών στην χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, θα μπορούσε άλλωστε να δικαιολογηθεί και από το γεγονός ότι ορισμένες μορφές φορολογίας κρίνονται, από καθαρά οικονομική άποψη, ως λιγότερο μειονεκτικές σε σύγκριση με τις εισφορές που και αυτές ισοδυναμούν με φορολογία.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Η χρηματοδότηση του ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) στην Ελλάδα:

Ποσοστιαία διάρθρωση

1994 Εισφορές εργοδοτών 24,96 Εισφορές ασφαλισμένων 12,90

Κοινωνική εισφορά 22,26

Έσοδα από περιουσία 8,20

Επιχορηγήσεις 24,75

Αλλα έσοδα 6,93

Πηγή: Στοιχεία από έρευνα του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - ΙΚΑ (έτος 1994)

(25)

Υπάρχουν ορισμένα όρια στα ποσοστά των εισφορών, τα οποία θα πρέπει να τηρηθούν, γιατί η υπέρβασή τους είναι δυνατόν να δημιουργήσει προβλήματα τόσο στους εργαζόμενους όσο και στις επιχειρήσεις. Η αυξημένη κατακράτηση εισφορών από τον εργαζόμενο μπορεί να έχει ως συνέπεια την πτώση της αγοραστικής του δύναμης, με δυσάρεστες συνέπειες γι’ αυτόν και την οικογένειά του. «Η 102 Διεθνής Σύμβαση θέτει ως ανώτατο όριο εισφορών από τους εργαζόμενους, το 50% της συνολικής χρηματοδότησης της Κοινωνικής ασφάλισης».14 Αντίθετα, η αυξημένη συμμετοχή των επιχειρήσεων και, κυρίως, η ασυμμετρία τους με τις άλλες χώρες του αυτού επιπέδου μπορεί να έχει συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους.

Ενώ η εισφορά του εργαζομένου θεωρείται απ’ όλους ως ένα μέρος της αμοιβής για την εργατική δύναμη ή την εργασία του, που του κατακρατείται με την προσδοκία της εξασφάλισής του, σε περίπτωση κινδύνου, η εργοδοτική εισφορά αμφισβητείται ως τέτοια, γιατί τα εργατικά έξοδα και έξοδα προσωπικού είναι κοστολογήσιμα έξοδα και μεταφέρονται εξ’ ολοκλήρου στο κόστος παραγωγής κα διαμορφώνουν το τελικό κόστος, βάσει του οποίου υπολογίζεται, με την πρόσθεση του κέρδους, η τιμή πώλησης του προϊόντος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θεωρείται ότι ο εργοδότης, στην ουσία, δεν πληρώνει καθόλου εισφορά αλλά την πληρώνει το κοινωνικό σύνολο. Τα πράγματα, όμως, δεν φαίνονται τόσο απλά, ώστε να αποδεχθούμε ότι δεν υπάρχουν καθόλου εργοδοτικές εισφορές, γιατί η μεταβίβαση των εισφορών στο τελικό προϊόν δεν είναι σίγουρο ότι είναι πλήρης, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, και για τις ατελείς ανταγωνιστικές αγορές.

(26)

1.5 ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ

Οι εισφορές που κατατίθενται από τους ασφαλισμένους και τους εργοδότες, είτε είναι σταθερές για όλους, είτε εξαρτώνται από το ύψος του μισθού.

1. Ομοιόμορφες εισφορές

Οταν οι εισφορές είναι ομοιόμορφες το ίδιο συμβαίνει, συνήθως και με τις παροχές. «Αυτό το σύστημα είναι απλό στη διαχείρισή του, εμπερικλείει, ωστόσο, μια ανισότητα υπέρ των υψηλόμισθων ασφαλισμένων, γιατί εάν οι εισφορές εκφραστούν ως ποσοστό του μισθού, ελαττώνονται με την αύξηση του μισθού»15. Το μέτρο αυτό αρμόζει, κυρίως, στα συστήματα που εξασφαλίζουν ένα σταθερό minimum παροχών και όχι στα ανταποδοτικά συστήματα. Εάν εφαρμοστεί στα ανταποδοτικά συστήματα, αφορά κυρίως τους ελευθεροεπαγγελματίες ή άλλες κατηγορίες, οι οποίες καλύπτονται είτε υποχρεωτικά είτε με τη θέλησή τους και για τις οποίες, όμως, οι παροχές είναι ομοιόμορφες.

II. Εισφορές συνδεδεμένες με το ύψος του μισθού

«Όταν οι εισφορές συνδέονται με το ύψος του μισθού, τότε ορίζονται είτε ως ποσοστό του μισθού είτε κατά κλίμακες μισθών, για τις οποίες υπάρχει ένα σταθερό ποσοστό για κάθε κλίμακα. Πολλές φορές, υπάρχει ένα ανώτερο ποσό (plafond) πέρα του οποίου το ύψος του μισθού δεν λαμβάνεται υπόψη»16.

Ο ορισμός του plafond έχει τις εξής συνέπειες. Εάν είναι αρκετά χαμηλό δεν επιτυγχάνεται μεγάλη αναδιανομή και φυσικά η αλληλεγγύη μεταξύ των ασφαλισμένων είναι μικρή. Εάν το plafond είναι υψηλό δεν μένουν περιθώρια επέκτασης συμπληρωματικών καλύψεων, από ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, που τυχόν θα ενδιαφέρουν τους

(27)

υψηλόμισθους ασφαλισμένους. Μπορεί κανείς να δεχθεί ότι, ο καθορισμός των εισφορών ανάλογα με το μισθό είναι κοινωνικά πιο δίκαιος και κυρίως, όταν υπάρχει προοδευτική αύξηση των ποσοστών για τα υψηλόμισθα κλιμάκια. To plafond, όταν υπάρχει, αναπροσαρμόζεται ανάλογα με την εξέλιξη των γενικών οικονομικών δεικτών και ανάλογα με την χρηματική πολιτική των ασφαλιστικών φορέων και τις ανάγκες που έχουν.

1.6 Ασφαλισμένοι και εργοδότες - Τελική επιβάρυνση

Το ερώτημα αυτό αναφέρεται στο κατά πόσο πρέπει το κόστος χρηματοδότησης των αγαθών και υπηρεσιών που παρέχει το κράτος και οι ελεγχόμενοι από αυτό φορείς στα πλαίσια άσκησης κοινωνικής πολιτικής, να το φέρει ο χρήστης, δηλαδή αυτός που απολαμβάνει τα παρεχόμενα αγαθά και υπηρεσίες και «προκαλεί» ουσιαστικά το κόστος τους, ή το κοινωνικό σύνολο. Με άλλα λόγια, το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος και η συμμετοχή του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα στη χρηματοδότηση των κοινωνικών υπηρεσιών.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το κόστος των υπηρεσιών πρέπει να το φέρουν οι χρήστες. Οι υποστηρικτές της αρχής ότι το κόστος των αγαθών και υπηρεσιών που παρέχει το κράτος πρέπει να καλύπτεται από τους χρήστες, ισχυρίζονται ότι η παραδοσιακή άποψη πάνω στην οποία έχει βασιστεί η θεωρία των δημοσίων οικονομικών, δηλαδή ότι οι υπηρεσίες που παρέχει το κράτος είναι καθαρά δημόσια αγαθά ή αλλιώς αγαθά που χαρακτηρίζονται από αδιαιρετότητα στην κατανάλωση και αδυναμία εφαρμογής της αρχής του αποκλεισμού, δεν είναι σωστή. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι όπως στα αγαθά που παράγει ο ιδιωτικός τομέας υπάρχει κάποιο στοιχείο κοινωνικού οφέλους ή κοινωνικού κόστους, έτσι και τα αγαθά που παρέχει το κράτος αποφέρουν κάποιο ιδιωτικό όφελος σε αυτούς που τα

Referências

Documentos relacionados