• Nenhum resultado encontrado

Το Bergen Social Media Addiction Scale (BSMAS) αποτελεί ένα σύντομο και αποτελεσματικό ερωτηματολόγιο έξι ερωτημάτων που αξιολογεί την εξάρτηση από τα ΜΚΔ

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Το Bergen Social Media Addiction Scale (BSMAS) αποτελεί ένα σύντομο και αποτελεσματικό ερωτηματολόγιο έξι ερωτημάτων που αξιολογεί την εξάρτηση από τα ΜΚΔ"

Copied!
34
0
0

Texto

(1)

Εξάρτηση από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης: Σχέση με Ψυχιατρικά Συμπτώματα

Δαδιώτης Αναστάσιος (Α.Μ.: 20170348)

ΜΠΣ: Επιστήμη του Στρες και Προαγωγή της Υγείας, Ιατρική σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Σημείωμα Συγγραφέα

Οι συγγραφέας βεβαιώνει ότι το περιεχόμενο του παρόντος έργου είναι αποτέλεσμα προσωπικής εργασίας και ότι έχει γίνει η κατάλληλη αναφορά στην εργασία τρίτων, όπου κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο, σύμφωνα με τους κανόνες της ακαδημαϊκής δεοντολογίας.

(2)

Περίληψη

Ως μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) ορίζονται οι διαδικτυακές κοινότητες όπου οι συμμετέχοντες μπορούν να δημιουργήσουν έναν δημόσιο λογαριασμό, να αλληλοεπιδράσουν με φίλους από την πραγματική ζωή καθώς και να έρθουν σε επαφή με άτομα με κοινά ενδιαφέροντα για να διατηρήσουν διαδικτυακές και μη διαδικτυακές σχέσεις. Τα ΜΚΔ αριθμούν πλέον τουλάχιστον 3,81 δις χρήστες παγκοσμίως, ενώ στην Ελλάδα το 74,9% των χρηστών του διαδικτύου χρησιμοποιεί και ΜΚΔ. Εντούτοις, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, δεν υπάρχει κάποιο εργαλείο προσαρμοσμένο στα ελληνικά που να αξιολογεί την εξάρτηση από τα ΜΚΔ. Το Bergen Social Media Addiction Scale (BSMAS) αποτελεί ένα σύντομο και αποτελεσματικό ερωτηματολόγιο έξι ερωτημάτων που αξιολογεί την εξάρτηση από τα ΜΚΔ.

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να αξιολογήσει τις ψυχομετρικές ιδιότητες της ελληνικής έκδοσης του BSMAS. Επιπλέον, ερευνήθηκαν οι σχέσεις που εμφανίζει η εξάρτηση από ΜΚΔ με μεταβλητές ψυχικής υγείας (στρες, κατάθλιψη, άγχος), μεταβλητές προσωπικότητας (αυτοεκτίμηση), κοινωνικές μεταβλητές (φύλο), βιολογικές μεταβλητές (ηλικία) και συμπεριφορικές μεταβλητές (χρόνος χρήσης ΜΚΔ και αριθμός ΜΚΔ). Παράλληλα, η παρούσα μελέτη εξέτασε εάν το στρες διαμεσολαβεί τη σχέση μεταξύ κατάθλιψης και εξάρτησης από τα ΜΚΔ. Το δείγμα αποτελούνταν από 325 φοιτητές. Εκτελέστηκε επιβεβαιωτική ανάλυση παραγόντων η οποία υποστήριξε το υπόδειγμα του ενός παράγοντα.

Η αξιοπιστία του εργαλείου ελέγχθηκε με διάφορους δείκτες και βρέθηκε ικανοποιητική.

Επιπλέον, βρέθηκαν θετικές συσχετίσεις ανάμεσα σε εξάρτηση από τα ΜΚΔ και στρες, κατάθλιψη, άγχος και μοναξιά, ενώ αρνητικές συσχετίσεις παρατηρήθηκαν ανάμεσα σε εξάρτηση από τα ΜΚΔ, την αυτοεκτίμηση και την ηλικία. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης παλινδρόμησης ανέδειξαν ως σημαντικούς προβλεπτικούς παράγοντες της εξάρτησης από τα ΜΚΔ το φύλο, τον χρόνο χρήσης των ΜΚΔ, τον αριθμό των ΜΚΔ στα οποία διατηρεί

(3)

λογαριασμό ένα άτομο και το στρες. Παράλληλα, βρέθηκε πως το στρες διαμεσολαβεί πλήρως τη σχέση μεταξύ κατάθλιψης και εξάρτησης από τα ΜΚΔ. Από τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας προκύπτει ότι η ελληνική έκδοση του Bergen Social Media Addiction Scale αποτελεί ένα έγκυρο και αξιόπιστο εργαλείο για την αξιολόγηση της εξάρτησης από τα ΜΚΔ. Επιπροσθέτως, επιβεβαιώθηκε η σχέση της εξάρτησης από τα ΜΚΔ με το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο.

Λέξεις κλειδιά: Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, Bergen Social Media Addiction Scale, BSMAS , στρες, κατάθλιψη, άγχος, εξάρτηση

(4)

Εισαγωγή

Ως Μέσα Κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) ορίζονται «οι διαδικτυακές υπηρεσίες όπου δίνουν την δυνατότητα στο κοινό να κατασκευάσει ένα δημόσιο ή ημί-δημόσιο προφίλ, να φτιάξει μια λίστα με επαφές με τις οποίες θα συνδέεται καθώς και να μπορεί να βλέπει με ποιους συνδέονται οι επαφές του» (1). Κάνοντας χρήση των ΜΚΔ τα άτομα μπορούν να αλληλοεπιδράσουν με άλλους χρήστες τους οποίους γνωρίζουν στην πραγματική ζωή, ενώ μπορούν να γνωρίσουν και νέους ανθρώπους, με την έμφαση ωστόσο να δίνεται στα ήδη υπάρχοντα δίκτυα (2). Από το 1997, όταν και έκανε την εμφάνισή του το SixDegrees.com που ήταν και το πρώτο ΜΚΔ (1) πολλά έχουν αλλάξει. Πλέον, το διαδίκτυο μετράει αισίως 4,57 δις ενεργούς χρήστες, το 59% δηλαδή του παγκόσμιου πληθυσμού, από τους οποίους τα 3,81 δις διατηρούν λογαριασμό σε κάποιο ΜΚΔ. Παράλληλα, 6 πλατφόρμες Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης αριθμούν πάνω από 1 δις χρήστες, ενώ παγκοσμίως οι χρήστες του διαδικτύου ξοδεύουν 144 λεπτά κατά μέσο όρο στα ΜΚΔ (3). Σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα προκύπτει ότι το 78,5 % των πολιτών έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο από την οικεία του, ενώ από αυτούς που έκαναν χρήση των υπηρεσιών του διαδικτύου το πρώτο τρίμηνο του 2019 το 83,4% συνδέθηκε από φορητή συσκευή. Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία φαίνεται πως το 74,9% των Ελλήνων συνδέεται στο διαδίκτυο για να κάνει χρήση των ΜΚΔ (4). Μπορούμε να πούμε πως τα ΜΚΔ σε συνδυασμό με την χρήση των «έξυπνων» τηλεφώνων είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας, μια διαρκώς συνδεδεμένη πραγματικότητα (5) ή όπως τόσο εύστοχα αναφέρει η Boyd (6) «Δεν έχει να κάνει με το ενεργός ή ανενεργός . Έχει να κάνει με το να ζεις σε ένα κόσμο όπου το να είσαι συνδεδεμένος σε ένα δίκτυο με ανθρώπους και πληροφορίες όπου και όποτε το χρειαστείς είναι απλά δεδομένο» .

Στην τελευταία έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχιατρικών Διαταραχών (DSM-V) συμπεριλήφθηκαν και οι συμπεριφορικές εξαρτήσεις στην κατηγορία

«Σχετιζόμενες με ουσίες και εξαρτητικές διαταραχές» (7), η οποία αντικατέστησε την κατηγορία «Σχετιζόμενες με ουσίες διαταραχές» που μπορούσε να συναντήσει κανείς στο DSM-IV (8). Πιο συγκεκριμένα, με στήριξη ερευνητικών δεδομένων όπου αναδεικνύουν κλινικές, φαινομενολογικές, γενετικές, νευροβιολογικές και άλλες ομοιότητες μεταξύ τζόγου και χρήσης ουσιών, αποφασίστηκε να κατηγοριοποιηθεί «Η διαταραχή σχετιζόμενη με τυχερά παιχνίδια» μαζί με τις «διαταραχές σχετιζόμενες με ουσίες» (9). Παράλληλα, «Η διαταραχή διαδικτυακού παιχνιδιού» έχει συμπεριληφθεί στο DSM-V ως μια συνθήκη η οποία απαιτεί παραπάνω μελέτη (10), ενώ έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι ενδεχομένως η συγκεκριμένη διαταραχή να αποτελεί μόνο μια από τις πλευρές προβληματικής χρήσης του διαδικτύου (11).

(5)

Διάφοροι είναι οι ερευνητές οι οποίοι έχουν προτείνει ότι η υπερβολική χρήση των ΜΚΔ πρέπει να χαρακτηριστεί ως εξαρτητική συμπεριφορά, η οποία και να εμπίπτει στο φάσμα της ευρύτερης κατηγορίας της εξάρτησης από το διαδίκτυο (2,11,12). Υιοθετώντας το βίο-ψυχό-κοινωνικό μοντέλο και όπως προτείνει ο Griffiths (13), η εξάρτηση από τα ΜΚΔ εμφανίζει τα κλασικά συμπτώματα όπου συναντάμε στις σχετιζόμενες με ουσίες εξαρτήσεις.

Συνοπτικά τα συμπτώματα αυτά αφορούν την προσκόλληση στα ΜΚΔ (συμπεριφορική, γνωστική και συναισθηματική εμμονή με την χρήση των Μέσων Κοινωνικής δικτύωσης), την αλλαγή διάθεσης ( η χρήση των ΜΚΔ οδηγεί σε ευνοϊκή αλλαγή στο συναίσθημα), την ανοχή (η ανάγκη για όλο και περισσότερη χρήση των ΜΚΔ), τα αισθήματα στέρησης (δυσάρεστα συμπτώματα σε επίπεδο φυσιολογίας και συναισθήματος όταν η χρήση των ΜΚΔ περιορίζεται ή διακόπτεται), την σύγκρουση (ενδοπροσωπικά και διαπροσωπικά προβλήματα λόγω της χρήσης ΜΚΔ) και την υποτροπή (επιστροφή στην υπερβολική χρήση των ΜΚΔ μετά από περίοδο αποχής). Μια πολλή πρόσφατη έρευνα ανέδειξε τη σημασία του βίο-ψυχό-κοινωνικού μοντέλου στον τρόπο κατανόησης της εξάρτησης από τα ΜΚΔ, καθώς ανέδειξε βιολογικές, κοινωνικές και ψυχολογικές μεταβλητές ως προβλεπτικούς παράγοντες στην εξάρτηση από τα ΜΚΔ (14).

Παράλληλα, κάποιοι ερευνητές έχουν ασχοληθεί με την κατασκευή ψυχομετρικά ανθεκτικών εργαλείων που ως στόχο έχουν να αξιολογούν την εξάρτηση από τα ΜΚΔ.

Παραδείγματα τέτοιων εργαλείων είναι το Bergen Facebook Addiction Scale (BFAS) (15) και το Facebook Intrusion Questionnaire (16). Από την άλλη, τα εργαλεία αυτά έχουν δεχθεί κριτική καθώς ασχολούνται μόνο με το Facebook, το οποίο αποτελεί ένα μόνο από τα πολλά ΜΚΔ, και δεν λαμβάνουν υπόψιν τους σφαιρικά την δραστηριότητα της συμμετοχής στα ΜΚΔ (17). Για παράδειγμα, σε μια μελέτη βρέθηκε ότι το 71% των εφήβων χρησιμοποιεί παραπάνω από ένα ΜΚΔ (18). Παράλληλα, δεδομένων των διαφόρων δραστηριοτήτων που προσφέρει το Facebook, όπως το να μπορεί κανείς να ποντάρει σε παιχνίδια πόκερ, να παίζει παιχνίδια όπως είναι το Farmville, να ανανεώνει συνεχώς τον λογαριασμό του ή να στέλνει μηνύματα σε φίλους, δεν μπορεί να θεωρηθεί η εξάρτηση από το Facebook ως συνώνυμη με την εξάρτηση από τα ΜΚΔ. Συνεπώς διαφαίνεται η ανάγκη για κατασκευή εργαλείων που θα εστιάζουν στην κοινωνική δικτύωση και θα είναι πιο έγκυρα και αξιόπιστα ώστε κάποια από τα κενά στην βιβλιογραφία να καλυφθούν (19).

Με σκοπό να ξεπεραστούν οι παραπάνω δυσκολίες αναπτύχθηκε τo Bergen Social Media Addiction Scale (BSMAS), το οποίο αποτελεί μια προσαρμογή του προαναφερθέντος BFAS και αξιολογεί την εξάρτηση από τα ΜΚΔ πιο γενικά και όχι μόνο αναφορικά με μια συγκεκριμένη πλατφόρμα (20). Σύμφωνα με την βιβλιογραφία δεν είναι πολλές οι μελέτες που

(6)

έχουν εξετάσει τις ψυχομετρικές ιδιότητες του BSMAS. Πιο συγκεκριμένα, οι ψυχομετρικές ιδιότητες του BSMAS έχουν εξεταστεί σε ένα δείγμα στην Ιταλία (21), σε ένα δείγμα στο Ιράν (22) σε ένα εθνικά αντιπροσωπευτικό δείγμα εφήβων στην Ουγγαρία (23) ενώ έχει ελεγχθεί και στην κινεζική γλώσσα σε ένα πληθυσμό από το Χονγκ Κονγκ (24) και σε ένα δείγμα που αποτελούνταν από φοιτητές τόσο από το Χονγκ Κονγκ όσο και από την Ταϊβάν (25). Συνεπώς διαφαίνεται η ανάγκη για περαιτέρω αξιολόγηση των ψυχομετρικών ιδιοτήτων του BSMAS.

Από το άλλο μέρος, έχει διατυπωθεί η ανησυχία ότι ενδεχομένως να υπερπαθολογικοποιείται η καθημερινή ζωή με την συμπερίληψη της υπερβολικής χρήσης των ΜΚΔ ως εξαρτητικής διαταραχής (26).

Πέρα όμως από την ζήτημα του αν θα πρέπει ή δεν θα πρέπει να θεωρείται η υπερβολική χρήση των ΜΚΔ ως εξαρτητική διαταραχή, διάφορες είναι οι έρευνες που έχουν αναδείξει την σχέση της με ψυχολογικά προβλήματα. Όπως φαίνεται από την βιβλιογραφία, η εξάρτηση από τα ΜΚΔ έχει συσχετιστεί με την κατάθλιψη (27), το στρες (28), το άγχος (29), τα αισθήματα μοναξιάς (30), ενώ φαίνεται να έχει αρνητική συσχέτιση με την αυτοεκτίμηση (31). Παράλληλα, διάφοροι δημογραφικοί παράγοντες όπως το φύλο και η ηλικία φαίνεται να συσχετίζονται με την υπερβολική χρήση των ΜΚΔ (20). Για παράδειγμα, μια πολύ πρόσφατη μελέτη, όπου έκανε χρήση τριών μεγάλων βάσεων δεδομένων (συνολικό Ν=221.096), βρήκε ότι τα έφηβα κορίτσια περνάνε περισσότερο χρόνο στα ΜΚΔ σε σχέση με έφηβα αγόρια (32).

Επιπλέον, φαίνεται από την βιβλιογραφία πως η εξάρτηση από το ΜΚΔ συνδέεται με τον χρόνο χρήσης των ΜΚΔ (33). Από την άλλη πλευρά, οι ερευνητές που ασχολούνται με την προβληματική χρήση των ΜΚΔ ήδη από το 2012 υποστηρίζουν ότι πρέπει να δοθεί περισσότερη έμφαση στη μελέτη των διαδρομών που οδηγούν σε συμπεριφορές που εγείρουν προβληματισμό (34).

Σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ψυχιατρική εταιρεία η κατάθλιψη αφορά μια σημαντική ψυχική διαταραχή η οποία επηρεάζει αρνητικά τόσο το συναίσθημα όσο και την λειτουργικότητα του ατόμου (35). Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα η σχέση μεταξύ κατάθλιψης και εξάρτησης από τα ΜΚΔ είναι αρκετά καλά τεκμηριωμένη (36). Για παράδειγμα, μια πολύ πρόσφατη μετά-ανάλυση ανέδειξε πως τόσο ο αυξημένος χρόνος που ξοδεύεται στα ΜΚΔ όσο και η μεγαλύτερη συχνότητα που οι χρήστες ελέγχουν τους λογαριασμούς τους στα ΜΚΔ συνδέονται με αυξημένη κατάθλιψη (37). Από το άλλο μέρος, αντικρουόμενα είναι τα ευρήματα σχετικά με το αν η κατάθλιψη αποτελεί αίτιο ή αποτέλεσμα της εξάρτησης από τα ΜΚΔ. Πιο συγκεκριμένα διάφορες μελέτες έχουν υποστηρίξει πως η κατάθλιψη αποτελεί προβλεπτικό παράγοντα της εξάρτησης στα ΜΚΔ (38–41) ενώ ταυτόχρονα μπορεί κανείς να συναντήσει στην βιβλιογραφία μελέτες που υποστηρίζουν πως

(7)

η εξάρτηση στα ΜΚΔ αποτελεί προβλεπτικό παράγοντα της κατάθλιψης (42,43). Παρόλα αυτά, έχει αναφερθεί ότι ενδεχομένως τα άτομα που υποφέρουν από κατάθλιψη να προβαίνουν σε προβληματική χρήση του διαδικτύου στη βάση κάποιων συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του, καθώς και ότι πιθανές περιπτώσεις ατόμων που έχουν εξαρτηθεί από το διαδίκτυο θα πρέπει να αξιολογούνται και για καταθλιπτική συμπτωματολογία (44). Για παράδειγμα, σε μια μελέτη η οποία διεξαχθεί στις ΗΠΑ σε ένα μεγάλο εθνικά αντιπροσωπευτικό δείγμα νεαρών ενηλίκων (Ν=1749), και εξέταζε την προβληματική χρήση του διαδικτύου και της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, μια από τις προτεινόμενες εξηγήσεις των ερευνητών ήταν ότι καταθλιπτικά άτομα με συμπτώματα ανηδονίας ενδεχομένως να προτιμούν την χρήση των ΜΚΔ σε σχέση με την πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία καθώς τους δίνει την δυνατότητα για εύκολη πρόσβαση, αλλά και ευκαιρίες κοινωνικοποίησης σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον (27). Σε συμφωνία με το παραπάνω εύρημα έρχονται και τα αποτελέσματα μιας ελληνικής μελέτης, καθώς το 42,3% του δείγματος συμφωνούσε με το γεγονός ότι τα ΜΚΔ μπορούν να βοηθήσουν άτομα που δεν είναι τόσο κοινωνικά (45). Πράγματι, έχει υποστηριχθεί πως άτομα που βιώνουν καταθλιπτικά συμπτώματα ενδεχομένως να είναι επιρρεπή σε εξάρτηση από τα ΜΚΔ όπως συμβαίνει και με άλλες συμπεριφορικές εξαρτήσεις (20). Παράλληλα, δεδομένης και της συγχρονικής φύσης των περισσοτέρων μελετών δεν μπορεί να αποκλειστεί και μια εξήγηση που να περιλαμβάνει μια τρίτη μεταβλητή (37).

Το αντιλαμβανόμενο στρες μπορεί να γίνει κατανοητό ως μια συνθήκη την οποία το άτομο αξιολογεί ως απειλητική ή απαιτητική και για την οποία του λείπουν οι πόροι για να την αντιμετωπίσει (46). Η σχέση μεταξύ κατάθλιψης και στρες έχει μελετηθεί εκτενώς στην βιβλιογραφία (47–49), ενώ παράλληλα αρκετή προσοχή έχει λάβει και ο ρόλος του στρες νωρίς στη ζωή του ατόμου ως ένας από τους εκλυτικούς παράγοντες της κατάθλιψης αργότερα (50,51) όπως έχει υποστηριχθεί και από το μοντέλο της ευαλωτότητας του στρες (52). Από το άλλο μέρος, αν και διάφοροι ερευνητές είχαν από πολύ νωρίς υποθέσει ότι η κατάθλιψη, ενδεχομένως, να συνδέεται με αύξηση της πιθανότητας το άτομο να βιώσει στρες σε μεταγενέστερο χρόνο, η πρώιμη έρευνα συχνά αντιμετώπιζε τέτοια ευρήματα ως απόρροια μεθοδολογικής σύγχυσης (53). Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια μπορεί κανείς να συναντήσει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον σε ένα πιο δυναμικό και συναλλακτικό τρόπο κατανόησης της σχέσης μεταξύ κατάθλιψης και στρες, καθώς και στο ρόλο που έχει η κατάθλιψη στην εμφάνιση του στρες (54).

Η υπόθεση της δημιουργίας του στρες αποτελεί παράδειγμα μιας θεωρίας δράσης όπου το άτομο θεωρείται πως επενεργεί στο περιβάλλον του και δεν λογίζεται ως απλώς παθητικός δέκτης (55), ενώ παράλληλα έχει αποκτήσει μια αρκετά σημαντική εμπειρική τεκμηρίωση

(8)

(53). Σύμφωνα με την υπόθεση της δημιουργίας του στρες της Hammen (56) , τα άτομα που θεωρούνται επιρρεπή ως προς την κατάθλιψη πρέπει να γίνονται αντιληπτά ως ενεργοί δράστες στην δημιουργία γεγονότων στη ζωή που προκαλούν στρες, και όχι ως απλοί παθητικοί δέκτες στρεσογόνων γεγονότων. Με άλλα λόγια, άτομα που υποφέρουν από κατάθλιψη ή βρίσκονται σε κίνδυνο να εμφανίσουν κατάθλιψη επηρεάζονται από τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά, τις πεποιθήσεις τους και προσδοκίες τους έτσι ώστε να συμπεριφερθούν με τρόπους που θα οδηγήσουν στην εμφάνιση στρεσογόνων γεγονότων στην ζωή τους. Επομένως, είναι πιθανότερο για άτομα με κάποια ευαλωτότητα ως προς την κατάθλιψη να βιώσουν περισσότερα στρεσογόνα γεγονότα σε σχέση με άτομα που δεν εμφανίζουν ευαλωτότητα στην κατάθλιψη. Παράλληλα, στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει η διευκρίνηση πως τα στρεσογόνα γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε αφορούν κυρίως γεγονότα τα οποία εξαρτώνται άμεσα από τα άτομα και όχι γεγονότα τα οποία άπτονται έξω από τη σφαίρα της επιρροής των ατόμων.

Συνεπώς, τα άτομα που εμφανίζουν αυξημένη ευαλωτότητα στην κατάθλιψη πέρα από τον αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν κατάθλιψη στον οποίο βρίσκονται όταν έρθουν αντιμέτωπα με στρεσογόνα γεγονότα, όπως υποστηρίζεται και από το μοντέλο της ευαλωτότητας του στρες για το οποίο κάναμε λόγο νωρίτερα, είναι και πιο πιθανό να δημιουργήσουν οι ίδιοι τα γεγονότα εκείνα τα οποία τους καθιστούν περισσότερο ευάλωτους στην κατάθλιψη (56). Το συμπέρασμα αυτό φαίνεται να υποστηρίζεται και από μια διαχρονική μελέτη που εξέτασε τον 5-HTTLPR γονότυπο. Πιο συγκεκριμένα, ο 5-HTTLPR γονότυπος, πέρα από το γεγονός ότι αλληλοεπέδρασε με στρεσογόνα γεγονότα για να προβλέψει την εκκίνηση της κατάθλιψης, αλληλοεπέδρασε και με την κατάθλιψη για να προβλέψει στρεσογόνα γεγονότα σε μεταγενέστερο χρόνο, με τους ερευνητές να αναφέρουν ότι ο 5-HTTLPR γονότυπος προβλέπει μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ στρες και κατάθλιψης, κάτι που υποδεικνύει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν μια πιο σύνθετη οπτική όσον αφορά την σχέση στρες και κατάθλιψης (57).

Παράλληλα, δεν είναι λίγοι και οι γνωστικοί παράγοντες αλλά και παράγοντες που αφορούν την προσωπικότητα του ατόμου οι οποίοι έχει βρεθεί να εμπλέκονται στη δημιουργία στεροσογόνων γεγονότων πάνω στα οποία το άτομο έχει έλεγχο (53). Για παράδειγμα, βρέθηκε σε μια μελέτη ότι η κατάθλιψη εν μέρει λειτουργεί μέσα από αποφευτικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης του στρες για να προβλέψει μεταγενέστερα στρεσογόνα γεγονότα (58).

Πράγματι, σε αντίθεση με τα υγιή άτομα, οι ασθενείς με κατάθλιψη είναι πιθανότερο να χρησιμοποιήσουν αποφευκτικές στρατηγικές αντιμετώπισης του στρες, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να διακρίνουν τις θετικές πλευρές στα στρεσογόνα γεγονότα (59). Συμπερασματικά, η κατάθλιψη και το στρες επηρεάζουν το ένα το άλλο με ένα αμφίδρομο τρόπο (60).

(9)

Η σχέση ανάμεσα στην προβληματική χρήση των ΜΚΔ και του στρες έχει τεκμηριωθεί από πολλές ερευνητικές μελέτες με την χρήση αυτό-αναφορών (61–63) ενώ παράλληλα έχει εμπειρική υποστήριξη και με την χρήση βίο-δεικτών όπως είναι η κορτιζόλη σάλιου (28), μια ορμόνη όπου εμπλέκεται στην προετοιμασία του οργανισμού για την αντίδραση σε ένα στρεσογόνο ερέθισμα (64). Επιπλέον, μια διαχρονική μελέτη που διεξαχθεί πρόσφατα βρήκε πως το στρες προέβλεψε την εξάρτηση από το Facebook μετά το πέρασμα ενός χρόνου (65).

Το να αντιμετωπίζει κανείς τους στρεσογόνους παράγοντες θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια διαδικασία, η οποία κάνει χρήση διαφόρων στρατηγικών η μεθόδων για να αντιμετωπιστεί το στρες (59). Έχει φανεί πως οι μη λειτουργικοί μηχανισμοί αντιμετώπισης του στρες έχουν συσχετιστεί με την εξάρτηση στο διαδίκτυο (66), (67). Για παράδειγμα, μια μελέτη βρήκε πως υψηλό σκορ σε αποφευτικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης του στρες αποτελούσε έναν από τους προβλεπτικούς παράγοντες για εξάρτηση από το διαδίκτυο.

Επιπροσθέτως, η ίδια μελέτη ανέδειξε τον διαμεσολαβητικό ρόλο που είχαν οι αποφευκτικοί μηχανισμοί αντιμετώπισης του στρες ανάμεσα στην ψυχολογικοί δυσφορία και την εξάρτηση από το διαδίκτυο (68). Η εικόνα αυτή φαίνεται να ισχύει και για τα ΜΚΔ. Δεν είναι σπάνιο για κάποια άτομα να στρέφονται στο Facebook ώστε να βρούνε ανακούφιση και να ξεφύγουν από την αρνητική διάθεση η οποία προκύπτει από το καθημερινό στρες (69). Για παράδειγμα, μια μελέτη που διεξήχθη στην Ελλάδα (Ν=1971) βρήκε ότι το κίνητρο για διαφυγή από το στρες προέβλεπε πιο συχνή χρήση των ΜΚΔ (70). Σύμφωνα με τους Brailovskaia et al. (65) οι φοιτητές αποτελούν μια ομάδα η οποία μπορεί να στραφεί στο Facebook ώστε να ξεφύγει από το στρες που βιώνει. Πιο συγκεκριμένα, οι φοιτητές βιώνουν υψηλά επίπεδα ακαδημαϊκού στρες και δεν είναι σπάνιο να στραφούν στην υπερβολική χρήση του Facebook ώστε να αλλάξουν την διάθεσή τους έπειτα από ένα στρεσογόνο γεγονός (65).

Σύμφωνα με τα παραπάνω ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι διττός. Αφενός, επιχειρεί να συμβάλλει στην παρούσα βιβλιογραφία εξετάζοντας περαιτέρω τις ψυχομετρικές ιδιότητες του BSMAS σε ένα δείγμα Ελλήνων φοιτητών. Αφετέρου, να ερευνηθεί η εξάρτηση από τα ΜΚΔ και οι σχέσεις της με μεταβλητές ψυχικής υγείας (στρες, κατάθλιψη, άγχος), μεταβλητές της προσωπικότητας (αυτοεκτίμηση), κοινωνικές μεταβλητές (φύλο), βιολογικές μεταβλητές (ηλικία) και συμπεριφορικές μεταβλητές (χρόνος χρήσης ΜΚΔ και αριθμός ΜΚΔ). Πιο συγκεκριμένα, αναμένεται συσχέτιση μεταξύ εξάρτησης από τα ΜΚΔ και στρες, άγχους, κατάθλιψης (Υπόθεση 1), αρνητική συσχέτιση της εξάρτησης από τα ΜΚΔ και της αυτοεκτίμησης (Υπόθεση 2), συσχέτιση εξάρτησης από τα ΜΚΔ με την μοναξιά (Υπόθεση 3).

Επίσης, αναμένεται οι γυναίκες και τα πιο νέα σε ηλικία άτομα να είναι πιο πιθανό να εξαρτηθούν από τα ΜΚΔ (Υπόθεση 4). Παράλληλα, αναμένεται συσχέτιση μεταξύ εξάρτησης

(10)

από τα ΜΚΔ και του χρόνου χρήσης τους καθώς και του αριθμού των πλατφορμών που οι χρήστες διατηρούν λογαριασμό (Υπόθεση 5) Επιπλέον, θα εξεταστεί εάν το στρες διαμεσολαβεί τη σχέση μεταξύ κατάθλιψης και εξάρτησης από τα ΜΚΔ (Υπόθεση 6).

Μέθοδος

Συμμετέχοντες και διαδικασία

(11)

Ο σχεδιασμός της συγκεκριμένης μελέτης είναι συγχρονικός. Η συλλογή των δεδομένων διεξήχθη μεταξύ Νοεμβρίου 2019 και Ιανουαρίου 2020. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το δείγμα της μελέτης αποτελείται από φοιτητές, προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς, στις σχολές ψυχολογίας και φαρμακευτικής. Αφού ενημερώθηκαν πλήρως για τους σκοπούς της έρευνας, και αφού έδωσαν την πλήρη συγκατάθεσή τους, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να συμπληρώσουν μια σειρά από ερωτηματολόγια, ανώνυμα. Ο χρόνος διαδικασίας της συμπλήρωσης ήταν περίπου 15 λεπτά.

Κριτήρια εισαγωγής στη μελέτη ήταν οι συμμετέχοντες 1) να διαβάζουν και να γράφουν στα ελληνικά, 2) να είναι φοιτητές. Το BSMAS μεταφράστηκε από τα αγγλικά στα ελληνικά από το συγγραφέα της παρούσας μελέτης. Στη συνέχεια, η μεταφρασμένη εκδοχή μεταφράστηκε πίσω στα αγγλικά από δύο δίγλωσσα άτομα έτσι ώστε να επιτευχθεί δυνατότητα σύγκρισης και να επιλυθούν τυχόν αρρυθμίες. Το ένα άτομο είναι ψυχολόγος, ενώ το άλλο δεν σχετίζεται με το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο (71). Τέλος το ερωτηματολόγιό χορηγήθηκε σε ένα μικρό δείγμα 8 ατόμων τα οποία απάντησαν σε προφορικές ερωτήσεις του ερευνητή σχετικά με τυχόν ζητήματα τα οποία αντιμετώπισαν κατά τη διαδικασία συμπλήρωσης του ερωτηματολογίου.

Εργαλεία

Δημογραφικά δεδομένα. Το ερωτηματολόγιο περιλάμβανε ερωτήσεις σχετικά με την ηλικία και το φύλο.

Χρήση ΜΚΔ. Για να αξιολογηθεί η χρήση των ΜΚΔ στο ερωτηματολόγιο συμπεριλήφθηκαν τρεις ερωτήσεις σχετικά με τον χρόνο χρήσης, τον αριθμό των φίλων/ακόλουθων καθώς και σε ποιες από τις πλατφόρμες διατηρούν προφίλ οι συμμετέχοντες. Για παράδειγμα, για να ερευνηθεί ο χρόνος χρήσης των ΜΚΔ το ερωτηματολόγιο συμπεριελάμβανε την ερώτηση

«Πόσες ώρες ανά ημέρα αφιερώνετε στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (Facebook, Twitter, Instagram, Youtube, Snapchat);». Επιπλέον, λόγο της τεκμηριωμένης σχέσης χρόνου που ξοδεύετε στα ΜΚΔ και BSMAS η συγκεκριμένη ερώτηση είχε και τον ρόλο του κριτηρίου έτσι ώστε να εξεταστεί η συγχρονική εγκυρότητα σύμφωνα με το κριτήριο (Lin et al., 2017).

Η συγχρονική εγκυρότητα σύμφωνα με το κριτήριο υπολογίζεται με ένα συντελεστή συσχέτισης ανάμεσα στο νέο τεστ και κριτήριο. Έχει υποστηριχθεί πως συντελεστές συσχέτισης από 0,30 εως 0,40 θεωρούνται υψηλοί (72).

(12)

BSMAS. Για να αξιολογηθεί η προβληματική χρήση των ΜΚΔ, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 12 μηνών, χρησιμοποιήθηκε η ελληνική εκδοχή του BSMAS. Το BSMAS αποτελείται από έξι ερωτήσεις που αντικατοπτρίζουν τα έξι βασικά στοιχεία των εξαρτήσεων (προσκόλληση, λαχτάρα/ανοχή, αλλαγή στην διάθεση, υποτροπή/χάσιμο του ελέγχου, απόσυρση, σύγκρουση/ ελάττωση λειτουργικότητας) (13). Κάθε ερώτημα απαντάται με μια κλίμακα Likert πέντε βαθμών η οποία εκτείνεται από το 1 το οποίο συμβολίζει «πολύ σπάνια»

μέχρι το 5 το οποίο συμβολίζει «πολύ συχνά». Ενδεικτικά ερωτήματα είναι «Πόσο συχνά κατα τη διάρκεια του τελευταίου έτους έχετε χρησιμοποιήσει τα ΜΚΔ για να ξεχάσετε προσωπικά προβλήματα;» ή «Πόσο συχνά κατα τη διάρκεια του τελευταίου έτους έχετε προσπαθήσει να μειώσετε την χρήση των ΜΚΔ χωρίς επιτυχία;». Υψηλότερη βαθμολογία στο BSMAS αντιπροσωπεύει και μεγαλύτερη εξάρτηση στα ΜΚΔ. Παράλληλα, έχει προταθεί πως βαθμολογία πάνω από 19 καταδεικνύει πως το άτομο με αυτό το σκορ βρίσκεται σε κίνδυνο να αναπτύξει εξάρτηση από τα ΜΚΔ (23). Επιπροσθέτως, σχετικά με τη δομή του BSMAS έχει αναγνωριστεί επίλυση ενός παράγοντα (20,21).

Depression Anxiety Stress Scale – 21 items (DASS-21). Το DASS-21 είναι ένα σύνολο από τρείς αυτό-συμπληρωμένες κλίμακες όπου σκοπό έχουν να αξιολογήσουν την κατάθλιψη, το άγχος και το στρες. Κάθε μια από αυτές τις 3 κλίμακες αποτελείται από 7 ερωτήματα τα οποία αθροιστικά αποτελούν τα 21 ερωτήματα που απαρτίζουν το ερωτηματολόγιο. Κάθε ερώτημα αξιολογείται με μια κλίμακα Likert 4 βαθμών η οποία εκτείνεται από το 0 ,το οποίο συμβολίζει

«Δεν ίσχυσε για εμένα καθόλου», έως το 4, το οποίο συμβολίζει «Ίσχυε για μένα πάρα πολύ, ή τις περισσότερες φορές». Έχει βρεθεί πως η ελληνική εκδοχή του DASS-21 μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα αξιόπιστο και έγκυρο εργαλείο μέτρησης του άγχους του στρες και της κατάθλιψης σε ελληνικό μη κλινικό πληθυσμό (73). Η αξιοπιστία του DASS-21 ήταν ικανοποιητική (α=0,85 για το στρες, 0,78 για το άγχος και 0,87 για την κατάθλιψη).

Rosenberg’s Self Esteem Scale (RSES). H αυτοεκτίμηση αξιολογήθηκε κάνοντας χρήση της ελληνικής εκδοχής του RSES το οποίο αποτελείται από 10 ερωτήματα τα οποία βαθμολογούνται από μια κλίμακα Likert τεσσάρων βαθμών, από το 1 (συμφωνώ απόλυτα) μέχρι το 4 (διαφωνώ απόλυτα). Η βαθμολογία παίρνει τιμές από το 10 έως το 40, με τις υψηλότερες τιμές να δείχνουν και υψηλότερη αυτοεκτίμηση (74). Στην παρούσα μελέτη η αξιοπιστία του RSES ήταν ικανοποιητική (α=0,84).

(13)

UCLA Loneliness Scale (UCLA). Τα αντιλαμβανόμενα αισθήματα μοναξιάς και η κοινωνική απομόνωση μετρήθηκαν με το UCLA, το οποίο αποτελεί ένα ερωτηματολόγιο 20 ερωτημάτων που βαθμολογούνται με μια κλίμακα Likert η οποία παίρνει τιμές από το 1 («ποτέ») μέχρι το 4 («συχνά»). Οι τιμές που μπορεί να πάρει το συγκεκριμένο εργαλείο εκτείνονται από το 10 έως το 40, με τις υψηλότερες τιμές να σημαίνουν και μεγαλύτερη αίσθηση μοναξίας και κοινωνικής απομόνωσης (75). Στην παρούσα μελέτη η αξιοπιστία του UCLA ήταν ικανοποιητική (α= 0,89).

Στατιστική Ανάλυση

Πριν από οποιαδήποτε ανάλυση έγινε έλεγχος των δεδομένων σχετικά με την κανονικότητα των κατανομών των μεταβλητών και των ελλειπόντων τιμών. Σχετικά με τις ελλείπουσες τιμές, σε όσα ερωτηματολόγια έλλειπαν πολλές τιμές αφαιρέθηκαν από το δείγμα.

Στην συνέχεια, ελέγχθηκαν οι πολυμεταβλητές έκτοπες τιμές χρησιμοποιώντας το Mahalanobis distance και την κρίσιμη τιμή βασισμένη στην κατανομή χ2. Έπειτα έγινε χρήση της μεθόδου expectation maximization για να συμπληρωθούν οι τιμές που λείπανε τυχαία. Η μέθοδος αυτή φαίνεται να εμφανίζει πλεονέκτημα σε σχέση με την συμπλήρωση με τον μέσο όρο. Σχετικά με την κανονικότητα των κατανομών, ελέγχθηκε αν οι δείκτες κύρτωσης και ασυμμετρίας διαφέρουν στατιστικά σημαντικά από το μηδέν. Έχει δειχθεί πως αν οι δείκτες κύρτωσης και ασυμμετρίας δεν διαφέρουν στατιστικά σημαντικά από το μηδέν τότε η κατανομή είναι κανονική. Παράλληλα, ελέγχθηκε και το ιστόγραμμα καθώς κάτι τέτοιο συμβουλεύεται να γίνεται σε μεγάλα δείγματα (Ν>200). Στην συνέχεια αναλύθηκαν τα περιγραφικά στοιχεία του δείγματος.

Για να ελεγχθεί η εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής αξιολογήθηκε το υπόδειγμα του ενός παράγοντα του BSMAS μέσω Επιβεβαιωτική Ανάλυση Παραγόντων (CFA) με τη μέθοδο της μεγίστης πιθανοφάνειας. Για να αξιολογηθεί η καλή προσαρμογή του υποδείγματος χρησιμοποιήθηκε το χ2 και οι βαθμοί ελευθερίας του (df). Στην περίπτωση που το χ2 βρεθεί στατιστικώς μη σημαντικό τότε κάνουμε λόγο για καλή προσαρμογή, ωστόσο πρέπει να αναφερθεί πως το συγκεκριμένο κριτήριο εξαρτάται πολύ από το μέγεθος του δείγματος. Πέρα από το χ2, χρησιμοποιήθηκε και η ρίζα των μέσων όρων του σφάλματος της προσέγγισης (RMSEA), η σταθμισμένη ρίζα των μέσων όρων του υπόλοιπου (SRMSR) και ο συγκριτικός δείκτης καταλληλότητας (CFI). Για το RMSEA τιμές μικρότερες του 0,06

(14)

θεωρούνται ως δείκτες καλής προσαρμογής, ενώ για το SRMSR το ζητούμενο είναι τιμές μικρότερες ή ίσες του 0,08. Για το CFI θέλουμε τιμές που να ξεπερνάνε το 0,90 (76).

Στη συνέχεια αναλύθηκε η αξιοπιστία εσωτερικής συνέπειας του δείγματος.

Χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης Cronbach’s α, τιμές > 0,7 θεωρούνται ικανοποιητικές. Επίσης, υπολογιστήκαν οι ενδοσυσχετίσεις μεταξύ των ερωτημάτων ώστε να διαπιστωθεί ο βαθμός στον οποίο τα ερωτήματα της κλίμακας μετράνε το ίδιο περιεχόμενο. Ιδανικά, ο μέσος όρος των ενδοσυσχετίσεων πρέπει να είναι ανάμεσα στις τιμές 0,20 – 0,40 ώστε να υπάρχει ταυτόχρονα επαρκή ομοιογένεια αλλά και το κάθε ερώτημα να περιέχει επαρκή μοναδική διασπορά (77). Παράλληλα, υπολογίστηκε και το τυπικό σφάλμα της μέτρησης (SEM) ώστε να αξιολογηθεί ο βαθμός στον οποίο οι παρατηρούμενες τιμές μεταβάλλονται λόγω σφαλμάτων μέτρησης. Το κριτήριο για αποδεχτή ακρίβεια είναι SEM≤ T.A./2 .

Σχετικά με τις ενδοσυσχετίσεις ανάμεσα στις μεταβλητές υπολογίστηκαν οι συνάφειες μεταξύ των μεταβλητών. Στη συνέχεια, εκτελέστηκε ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης για να εξεταστεί η προβλεπτική σχέση ανάμεσα στις διάφορες μεταβλητές και την εξάρτηση από ΜΚΔ. Η τιμή p=0,5 ορίστηκε ως το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας.

Επιπλέον, έγινε μια προκαταρκτική ανάλυση των προβλεπτικών μεταβλητών, σχετικά με την παραβίαση των προϋποθέσεων της κανονικότητας των σφαλμάτων, της γραμμικότητας, της πολυσυγγραμικότητας (κριτήριο tollarance > 0,1 και VIF < 10 ) και του ομοσκεδασμού.

Τέλος, μια ανάλυση διαμεσολάβησης υπολόγισε την σχέση μεταξύ κατάθλιψης (ανεξάρτητης μεταβλητής), στρες (διαμεσολαβητική μεταβλητή) και εξάρτησης από τα ΜΚΔ (εξαρτημένη μεταβλητή). Η διαδρομή c αφορά την συνολική επίδραση της κατάθλιψης στην εξάρτηση από τα ΜΚΔ συμπεριλαμβανομένης και της μεταβλητής του στρες. Η διαδρομή a συμβολίζει την σχέση κατάθλιψης στρες, ενώ η διαδρομή b συμβολίζει την σχέση μεταξύ στρες και εξάρτησης από ΜΚΔ. Η συνδυασμένη επίδραση της διαδρομής a και b (a * b ) συμβολίζει την έμμεση επίδραση της κατάθλιψης στην εξάρτηση από τα ΜΚΔ μέσα από το στρες. Η άμεση επίδραση κατάθλιψης σε εξάρτηση από ΜΚΔ συμβολίζεται με την διαδρομή c’. Για την ανάλυση διαμεσολάβησης χρησιμοποιήθηκε η διαδικασία bootstrap (10.000 δείγματα) ώστε να υπολογιστεί το 95% των διαστημάτων εμπιστοσύνης (CI). Αν στο διάστημα εμπιστοσύνης δεν συμπεριλαμβάνεται το μηδέν η επίδραση θεωρείται στατιστικά σημαντική (78). Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν τα στατιστικά πακέτα SPSS 26 και JAMOVI.

Αποτελέσματα

(15)

Ανάλυση ελλειπουσών τιμών και περιγραφικά στοιχεία

Συνολικά συλλέχθηκαν 348 ερωτηματολόγια. Από αυτά 21 αποκλείστηκαν από την μελέτη καθώς έλειπαν πολλές τιμές. Επιπλέον, άλλοι 2 συμμετέχοντες αποκλείστηκαν από την μελέτη καθώς θεωρήθηκαν πολύμεταβλητές έκτοπες τιμές, όπως φάνηκε από το Mahalanobis distance. Στη συνέχεια επειδή οι υπόλοιπες ελλείπουσες τιμές έλειπαν στην τύχη όπως φάνηκε από το Little MCAR test χ2=1298,139, df= 1296, p= 0,478 , για 28 συμμετέχοντες χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος expectation maximization. Συνεπώς, στη μελέτη διατηρήθηκαν 325 άτομα. Από αυτούς, 266 (81,8 %) ήταν γυναίκες και 59 (18,2%) ήταν άντρες. Η ηλικία του δείγματος κυμαίνονταν από τα 17 μέχρι τα 66 έτη, με μέσο όρο τα 21,6 έτη (Τ.Α.= 5,26).

Αναφορικά με τις πλατφόρμες ΜΚΔ που τα άτομα του δείγματος διατηρούσαν λογαριασμό τα ποσοστά διαμορφώθηκαν ως εξής: 86,5% του δείγματος διατηρούσε λογαριασμό στο Facebook, 84,6% στο Instagram, 64,6% στο Youtube, 20,9% στο Snapchat και 13,8% στο Twitter. Σχετικά με τις ώρες που οι συμμετέχοντες ξόδευαν ημερησίως στα ΜΚΔ, φάνηκε ότι το 50% του δείγματος αφιέρωνε από 1 μέχρι 3 ώρες, περίπου το 30% αφιέρωνε 3 με 5 ώρες, ενώ περίπου 13% του δείγματος αφιέρωνε πάνω από 5 ώρες ημερησίως στα ΜΚΔ.

Παράλληλα, το 11,7% (Ν=38) του δείγματος θεωρήθηκε πως βρίσκεται σε κίνδυνο εξάρτησης από τα ΜΚΔ καθώς υπερέβαιναν το προτεινόμενο σκορ (19). Παρακάτω, στον πίνακα 1, παρουσιάζονται οι περιγραφικοί δείκτες των μεταβλητών της έρευνας. Σε σχέση με την κανονικότητα των κατανομών, με εξαίρεση την μεταβλητή των φίλων/ακόλουθων οι υπόλοιπες μεταβλητές παρουσίαζαν κανονικότητα στην κατανομή τους

Πίνακας 1

(16)

Περιγραφικά Στοιχεία

BSMAS ΧΡΟΝΟΣ ΜΚΔ ΦΙΛΟΙ ΣΤΡΕΣ ΑΓΧΟΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΑΥΤΟΕΚΤ. ΜΟΝΑΞΙΑ

Μ.Ο 14.4 3.38 2.70 553 7.59 4.06 5.33 29.3 37.9

Τ.Α 4.37 1.77 1.08 486 4.61 3.79 4.59 4.86 9.36

Σημείωση: Ο Χρόνος αναφέρεται στον χρόνο χρήσης των ΜΚΔ και έχει μετρηθεί σε ώρες. Το ΜΚΔ αναφέρεται στον αριθμό των ΜΚΔ στα οποία διατηρούν λογαριασμό οι χρήστες.

Επιβεβαιωτική Ανάλυση Παραγόντων

Το υπόδειγμα ενός παράγοντα υπολογίστηκε με την μέθοδο μεγίστης πιθανοφάνειας.

Οι δείκτες επάρκειας σύγκλισης για τη λύση του ενός παράγοντα ήταν αποδεκτοί ( χ2= 30, df=9, p < ,001, RMSEA=0,0848, 90% CI=0,0525-0,119, CFI=0,944, SRMR=0,0417. Επειδή η τιμή του RMSEA ήταν υψηλή έγινε μια επισκόπηση των modification indices (ΜΙ).

Σύμφωνα με τα modification indices προτάθηκε να προστεθεί μια συνάφεια μεταξύ των σφαλμάτων των ερωτημάτων 1 και 2 (ΜΙ=16,9). Στη συνέχεια εκτελέστηκε εκ νέου μια CFA η οποία περιλάμβανε την εν λόγω συνάφεια, και η οποία επέδειξε καλύτερους δείκτες επάρκειας της επίλυσης (χ2=14,6, df=8, p=0,067, RMSEA=0,0505, 90% CI= 0-0,0908, CFI=

0,982, SRMR 0,0291). Παράλληλα, όλες οι φορτίσεις ήταν στατιστικά σημαντικές και με εξαίρεση το ερώτημα 5 όλες ήταν μεγαλύτερες του 0,61. Η φόρτιση του ερωτήματος 5 είχε την τιμή 0,46.

Ανάλυση αξιοπιστίας

Η εσωτερική συνέπεια του BSMAS βρέθηκε ικανοποιητική (α= 0,75). Παράλληλα, η μέση τιμή των ενδοσυσχετίσεων των ερωτημάτων ήταν σχετικά υψηλή ( = 0,33). Τέλος, το SEM (2,18) ήταν ίσο με την Τ.Α./2 (2,18) κάτι το οποίο είναι αποδεκτό βάση του κριτηρίου SEM ≤ T.A./2.

Συνάφειες και ανάλυση παλινδρόμησης

(17)

Για να υπολογιστεί η συσχέτιση μεταξύ των μεταβλητών της έρευνας υπολογίστηκαν οι συνάφειες pearson r. Τα αποτελέσματα παρατίθενται στον πίνακα 2. Το BSMAS είχε στατιστικά σημαντική σχέση με όλες τις μεταβλητές της έρευνας. Επιπλέον, στρες και κατάθλιψη είχαν υψηλή θετική συσχέτιση μεταξύ τους (r=0,68, p<0,001).

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης παλινδρόμησης παρουσιάζονται στον πίνακα 3. Το μοντέλο [F(8, 316)=16,4 , P<0,001] προτείνει ότι μπορεί να εξηγηθεί το 24% (R2 =0,236) της διακύμανσης του BSMAS μέσα από τέσσερις στατιστικά σημαντικές προβλεπτικές μεταβλητές. Οι μεταβλητές αυτές είναι το φύλο (β=0,32, p=0,011), ο χρόνος που ξοδεύει κανείς στα ΜΚΔ ημερησίως (β=0,29, p<0,001), το στρες (β=0,19, p=0,013) και ο αριθμός των πλατφορμών στις οποίες διατηρεί λογαριασμό (β=0,16, p=0,002).

Πίνακας 2

Πίνακας συναφειών

BSMAS ΧΡΟΝΟΣ ΜΚΔ ΣΤΡΕΣ ΚΑΤΑΘ. ΑΓΧΟΣ ΑΥΤΟΕΚ. ΜΟΝΑΞΙΑ BSMAS -

ΧΡΟΝΟΣ 0,36*** -

ΜΚΔ 0,22*** 0,19*** -

ΣΤΡΕΣ 0,29*** 0,9 0,07 -

ΚΑΤΑΘ. 0,26*** 0,10 0,04 0,67*** -

ΑΓΧΟΣ 0,21*** 0,12* 0,06 0,69*** 0,60*** -

ΑΥΤΟΕΚ. -0,18** -0,05 -0,04 -0,38*** -0,50*** -0,36*** -

ΜΟΝΑΞΙΑ 0,12* -0,02 -0,01 0,40*** 0,62*** 0,32*** -0,47*** -

Σημείωση: * p < .05, ** p < .01, *** p < .001, ο χρόνος αναφέρεται στο καθημερινό χρόνο χρήσης των ΜΚΔ ανά ημέρα, τα ΜΚΔ αναφέρονται στον αριθμό πλατφορμών που κάνουν χρήση οι συμμετέχοντες.

(18)

Πίνακας 3

Ανάλυση παλινδρόμησης με εξαρτημένη μεταβλητή το BSMAS

Predictor Estimate SE t p Stand.

Estimate

Intercept ᵃ 7.3562 0.8297 8.866 < .001

Φύλο:

ΓΥΝΑΙΚΑ

ΑΝΤΡΑΣ 1.4494 0.5659 2.561 0.011 0.3315

Χρόνος ΜΚΔ 0.7045 0.1255 5.615 < .001 0.2851

Σύνολο ΜΚΔ 0.6328 0.2035 3.109 0.002 0.1559

Στρες 0.1796 0.0719 2.497 0.013 0.1894

Άγχος -0.0632 0.0815 -

0.775 0.439 -0.0547

Κατάθλιψη 0.1214 0.0652 1.863 0.063 0.1274

ᵃ Represents reference level

Ανάλυση Διαμεσολάβησης

Όπως φαίνεται και στο σχήμα 1, το στρες διαμεσολαβούσε πλήρως την σχέση ανάμεσα σε κατάθλιψη και εξάρτηση από τα ΜΚΔ (συνολική επίδραση, c: p<0,001, άμεση επίδραση c’: p=0,103). Η έμμεση επίδραση (a*b) ήταν στατιστικά σημαντική, b=0,127, p=0,007, 95%CI [0,0401- 0,222].

(19)

Σχήμα 1

Ανάλυση Διαμεσολάβησης: c= ολική επίδραση, c’=άμεση επίδραση, b=standardized regression coefficient, SE=τυπικό σφάλμα μέτρησης, CI=διάστημα εμπιστοσύνης.

Κατάθλιψη

Στρες

BSMAS α: b=0,67, SE=0,04,

95%CI [0,60-0,75]

b: b=0,19, SE=0,07, 95%CI [0,06-0,33]

c: b=0,25, SE=0,06, 95%CI [0,06-0,24]

c’: b=0,12, SE=0,08, 95%CI [-0,03-0,27]

(20)

Συζήτηση

Η παρούσα μελέτη έλεγξε τις ψυχομετρικές ιδιότητες του BSMAS σε ένα δείγμα Ελλήνων φοιτητών. Πιο συγκεκριμένα, ελέγχθηκε η εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής καθώς και η αξιοπιστία εσωτερικής συνέπειας. Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν το υπόδειγμα του ενός παράγοντα καθώς όλοι οι δείκτες επάρκειας σύγκλισης του μοντέλου ήταν εξαιρετικοί. Επιπλέον, τα αποτελέσματα είναι σε συμφωνία και με προηγούμενες μελέτες οι οποίες έχουν εξετάσει τις ψυχομετρικές ιδιότητες του BSMAS (20,22–25). Όλα τα ερωτήματα φόρτιζαν τον παράγοντα στατιστικά σημαντικά. Από το άλλο μέρος, για να βελτιωθεί ο δείκτης RMSEA προστέθηκε στο μοντέλο μια συνάφεια μεταξύ των σφαλμάτων του ερωτήματος 1 και 2 όπως υπέδειξαν τα ΜΙ. Το εύρημα αυτό έρχεται σε συμφωνία με την εργασία των Monacis et al., και Yam et al., (21,24). Μάλιστα, οι Monacis et al., (21) προτείνουν ότι η συγκεκριμένη συνάφεια μεταξύ των σφαλμάτων μπορεί να δικαιολογηθεί και από τη θεωρία.

Πιο συγκεκριμένα, στο ερώτημα 1, το οποίο αντιπροσωπεύει το κριτήριο της προσκόλλησης, η ανησυχία που εμφανίζεται στη συμπεριφορά ενδεχομένως να μπορούσε να σχετίζεται με το αυξημένο χρόνο της δραστηριότητας που απαιτείται για να ικανοποιηθεί το άτομο, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται και στο κριτήριο της ανοχής όπως αυτή εκφράζεται στο ερώτημα 2 (21).

Από το άλλο μέρος, στις μελέτες των Bányai et al., (23) και Lin et al., (22) δεν προστέθηκε κάποια συνάφεια μεταξύ των σφαλμάτων των ερωτημάτων 1 και 2. Ενδεχομένως αυτό να σχετίζεται με το γεγονός ότι το δείγμα των Bányai et al, (23) και Lin et al., (22) απαρτίζεται μόνο από εφήβους, ενώ η εργασία των Yam et al., (24) αφορούσε φοιτητές και στη μελέτη των Monacis et al., (21) η πλειοψηφία ήταν νεαροί ενήλικές, φοιτητές ως επί τω πλείστων, όπως συμβαίνει και με την παρούσα εργασία. Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί πως στην μελέτη των Chen et al., (25), στην οποία το δείγμα ήταν φοιτητές, οι ερευνητές δεν προέβησαν στη συνάφεια μεταξύ των σφαλμάτων. Έχει προταθεί ότι επειδή υπάρχουν διαφορές στις νοητικές ικανότητες ανάμεσα σε έφηβους και νεαρούς ενήλικες ενδεχομένως να ερμηνεύουν τα ερωτήματα του BSMAS με διαφορετικό τρόπο, ενώ παράλληλα ρόλο μπορεί να έχουν και οι διαπολιτισμικές διαφορές (22). Μελλοντικές μελέτες θα μπορούσαν να εξετάσουν τις ψυχομετρικές ιδιότητες του BSMAS τόσο σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια όσο και σε διαφορετικές ηλικίες.

Σύμφωνα με τους Bányai et al., (23), το όριο στις τιμές του BSMAS για επικίνδυνη χρήση του διαδικτύου σχετικά με την εξάρτηση ορίστηκε η τιμή 19. Στην παρούσα μελέτη ο επιπολασμός της εξάρτησης από τα ΜΚΔ βρέθηκε περίπου στο 12%. To αποτέλεσμα αυτό

(21)

είναι πολύ κοντά στο αποτέλεσμα μιας μελέτης με πολύ μεγάλο δείγμα που διεξήχθη στη Νορβηγία (Ν=23.533) και έκανε χρήση του BSMAS (20). Παράλληλα, μια ακόμα μελέτη που συνέκρινε δύο διαφορετικούς πληθυσμούς, και έκανε χρήση τόσο του ίδιου εργαλείου όσο και του ίδιου ορίου σχετικά με το πότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για επικίνδυνη χρήση του διαδικτύου, βρήκε παρόμοιο αποτέλεσμα με την παρούσα εργασία. Πιο συγκεκριμένα, το 10,2% των φοιτητών από το Χονγκ Κονγκ βρισκόταν σε κίνδυνο. Από την άλλη, στην ίδια έρευνα οι φοιτητές από την Ταϊβάν ανέφεραν ένα ποσοστό επικινδυνότητας για εξάρτηση από το διαδίκτυο περίπου στο 20% (25). Επιπλέον, διάφορες μελέτες έχουν αναφέρει από πολύ μικρά (79) μέχρι πολύ μεγάλα ποσοστά (80) κάτι που φαίνεται να ισχύει και για την εξάρτηση από το διαδίκτυο (81). Οι διαφορές αυτές ενδεχομένως να αντικατοπτρίζουν τα μεθοδολογικά ζητήματα που υπάρχουν στο συγκεκριμένο πεδίο (82). Για παράδειγμα, μόνο η εργασία των Banai et al., (23) και Shensa et al., (27) αφορούσαν εθνικά αντιπροσωπευτικά δείγματα.

Επιπλέον, έχει φανεί πως οι διάφορες μελέτες χρησιμοποιούν διαφορετικά εργαλεία, κριτήρια αλλά και διαφορετικά σκορ-όρια κάτι που δυσχεραίνει την σύγκριση μεταξύ μελετών αλλά και της δυνατότητας να εξαχθούν γενικευτικά συμπεράσματα (83).

Αναφορικά με τις πλατφόρμες στις οποίες διατηρούσαν λογαριασμό οι συμμετέχοντες του δείγματος φάνηκε πως τα πιο δημοφιλή ΜΚΔ είναι το Facebook και το Instagram, με το Youtube να έχει και αυτό υψηλό ποσοστό. Τα δεδομένα αυτά είναι σε σχετική συμφωνία και με αυτό που ισχύει σε παγκόσμιο επίπεδο, με την διαφορά ότι σε παγκόσμιο επίπεδο περισσότερα άτομα φαίνεται να κάνουν χρήση του Youtube σε σχέση με το Instagram. Η διαφορά αυτή ενδεχομένως να οφείλεται στο γεγονός ότι στην παρούσα μελέτη ρωτήθηκε σε ποια ΜΚΔ οι χρήστες διατηρούν λογαριασμό. Το Youtube δίνει την δυνατότητα σε κάποιον να κάνει χρήση των υπηρεσιών του χωρίς να χρειαστεί να συνδεθεί σε κάποιο λογαριασμό κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του Instagram. Επιπλέον, μια ελληνική μελέτη που διεξήχθη το 2015 συμφωνεί με τα ευρήματα της παρούσας εργασίας καθώς αναφέρει ότι 82% του δείγματος έκανε χρήση του Facebook και 73,3% έκανε χρήση του Youtube (45). Από το άλλο μέρος, η συγκεκριμένη μελέτη δεν έκανε αναφορά στο Instagram, κάτι το οποίο μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι το 2015 το συγκεκριμένο ΜΚΔ δεν ήταν τόσο δημοφιλές όσο σήμερα (84).

Σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ BSMAS και των βιολογικών, κοινωνικών, ψυχολογικών μεταβλητών όλες οι σχέσεις βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές. Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση ανάμεσα στην εξάρτηση από τα ΜΚΔ και το στρες, την κατάθλιψη, το άγχος και την μοναξιά. Παράλληλα, εντοπίστηκε μια στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση ανάμεσα σε αυτοεκτίμηση και εξάρτηση στα ΜΚΔ, κάτι που υποδεικνύει

Referências

Documentos relacionados

Σε μελέτη του Mikolajczak και των συνεργατών του 33, στην οποία συμμετείχαν 740 άτομα με μέσο όρο ηλικίας τα 25,5έτη, η ΣΝ ως Γνώρισμα και οι επιμέρους παράγοντές της όπως αξιολογήθηκαν