• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] “La fedeltà del cane”

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "“La fedeltà del cane” "

Copied!
88
0
0

Texto

(1)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

«ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ»

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: «ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ»

“La fedeltà del cane”

Μεταφραστική και ερμηνευτική προσέγγιση του διηγήματος του Λουίτζι Πιραντέλο

Διπλωματική Εργασία της μεταπτυχιακής φοιτήτριας Παρασκευής-Μαρίας Κροκίδου

ΑΕΜ: 168

Επιβλέπουσα: Ζώζη Ζωγραφίδου,

Καθηγήτρια Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας

(2)

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017

Στον Αχιλλέα, τον προσωπικό μου μυθικό ήρωα, γιατί χωρίς αυτόν τίποτα δεν θα ήταν εφικτό.

Και στη Λούνα, που είναι πολύ καλύτερος άνθρωπος από εμένα, παρότι είναι σκύλος.

(3)

Περιεχόμενα Περιεχόμενα

Περίληψη ... 4

Εισαγωγή ... 5

Α’ ΜΕΡΟΣ ... 7

1.ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΈΡΕΥΝΑΣ ... 8

2.ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΟ ΚΑΙ ΧΙΟΥΜΟΡ ... 10

2.1 Η ζωή και το έργο του Λουίτζι Πιραντέλο ... 10

2.2 Το Πιραντελικό χιούμορ ... 13

Β’ ΜΕΡΟΣ ... 16

3.ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ... 17

3.1 Περίληψη του διηγήματος ... 17

3.2 Μετάφραση του διηγήματος ... 18

3.3 Σχολιασμός μεταφραστικών δυσκολιών ... 31

3.4. Λογοτεχνική Προσέγγιση του διηγήματος ... 65

3.4.1 Ανάλυση κειμένου ... 65

3.4.2 Ανάλυση χαρακτήρων ... 66

4.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ... 71

4.1 Στατιστική ανάλυση ... 71

4.1.1. Μεταφραστικές στρατηγικές ως τρόπος αντιμετώπισης των μεταφραστικών δυσκολιών ... 71

4.1.2 Κατηγοριοποίηση των παραγόντων που επηρεάζουν τις μεταφραστικές επιλογές και τον τρόπο αντιμετώπισης των μεταφραστικών δυσκολιών ... 74

4.1.3 Συμπεράσματα ... 78

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ... 81

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ... 84

ΓΛΩΣΣΑΡΙ ... 88

(4)

Περίληψη

Η παρούσα μελέτη έχει ως στόχο την πραγματοποίηση μιας σχολιασμένης μετάφρασης του διηγήματος “La fedeltà del cane” , που περιλαμβάνεται στη συλλογή Novelle per un anno του Λουίτζι Πιραντέλο. Με τα στοιχεία και τα δεδομένα που προκύπτουν από τον σχολιασμό των μεταφραστικών δυσκολιών διεξάγεται μία στατιστική έρευνα σχετικά με την συχνότητα εμφάνισής τους και υλοποιείται η κατηγοριοποίηση των παραγόντων που επηρεάζουν τις επιλογές του μεταφραστή. Η μετάφραση γίνεται σύμφωνα με τα τρία μεθοδολογικά στάδια, όπως αυτά ορίζονται από την Gerzymisch- Arbogast (Βηδενμάιερ, 2009: 2-4) και χρησιμοποιούμε το μοντέλο του Κ. Κάιντλ (Ζωγραφίδου κ.α., 2000: 317-318) για τον σχολιασμό των μεταφραστικών δυσκολιών.

Λέξεις κλειδιά: Λουίτζι Πιραντέλο, Διηγήματα για έναν χρόνο, Η πίστη του σκύλου χιούμορ, μεταφραστικές δυσκολίες

Abstract

This study aims to make an annotated translation of the novel "La fedeltà del cane", included in Luigi Pirandello’s collection the Novelle per un anno. Using the data resulting from the commentary on the translation difficulties, a statistical research is conducted on their frequency and a categorization of the factors affecting the translator's choices is implemented.The translation is done according to the three methodological stages, as defined by Gerzymisch-Arbogast (Βηδενμάιερ, 2009: 2-4) and we used K.

Κaindl’s model (Ζωγραφίδου et al., 2000: 317-318) for the commenting on the translation difficulties.

Key words: Luigi Pirandello, Novelle per un anno, The fidelity of the dog, humor, translation difficulties

Riassunto

Il presente studio ha l’ obiettivo della traduzione annotata della novella "La Fedeltà del cane", parte della collezione Novelle per un anno di Luigi Pirandello. Dai dati risultanti dal commentario delle difficoltà traduttive si conduce una ricerca statistica sulla loro frequenza ed è attuata una categorizazione dei fatttori che influenzano le scelte del traduttore. La traduzione è condotta in base alle tre fasi metodologiche, come esse definite da Gerzymisch-Arbogast (Βηδενμάιερ 2009: 2-4) e usiamo il modello di K.

Kaintl (Ζωγραφίδου et al, 2000: 317-318) per l’ annotazione delle difficoltà traduttive.

Parole chiavi:

Luigi Pirandello, Novelle per un anno, La fedeltà del cane, umore,

difficoltà traduttive

(5)

Εισαγωγή

Τι μπορεί να σημαίνει χιούμορ για έναν άνθρωπο; Τι σήμαινε το χιούμορ για τον Πιραντέλο; Ποιες είναι οι μεταφραστικές δυσκολίες με τις οποίες ερχόμαστε αντιμέτωποι στην μετάφραση ενός χιουμοριστικού κειμένου; Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τις μεταφραστικές μας επιλογές; Θα μπορούσε ένας μεταφραστής να απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις; Στην παρούσα εργασία, η οποία αφορά την σχολιασμένη μετάφραση του διηγήματος La fedeltà del cane της συλλογής Novelle per un anno του Λουίτζι Πιραντέλο, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε όλα αυτά τα ερωτήματα.

Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα μετάφρασης του διηγήματος στα ελληνικά, με σχολιασμό των μεταφραστικών επιλογών και πρωτόκολλο μετάφρασης στο οποίο θα καταγραφούν τόσο οι μεταφραστικές δυσκολίες που συναντήσαμε, όσο και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν.

Πιο αναλυτικά, στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το ερευνητικό πλαίσιο και αναλύουμε τις μεταφραστικές τεχνικές και μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση της μετάφρασης, τα ερευνητικά ερωτήματα καθώς και το αναμενόμενο αποτέλεσμα της έρευνας.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά στην ζωή και το έργο του Λουίτζι Πιραντέλο. Στη συνέχεια θα έρθουμε σε μια πρώτη επαφή τόσο με τον γενικό ορισμό του χιούμορ, όσο και με τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται και το ορίζει ο συγγραφέας.

Ακολουθεί το κεφάλαιο της μετάφρασης του διηγήματος. Παρατίθεται πρωτόκολλο μετάφρασης και μεταφραστικών δυσκολιών, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισής τους.

Ακολουθεί η λογοτεχνική προσέγγιση του διηγήματος, με ανάλυση του κειμένου και των χαρακτήρων.

Στο τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζουμε την ποσοτική ανάλυση σχετικά με τις στρατηγικές αντιμετώπισης των μεταφραστικών δυσκολιών, καθώς και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτήν.

Στόχος μας είναι να κάνουμε μια λογοτεχνική προσέγγιση του διηγήματος, αναλύοντας

το κείμενο και τους χαρακτήρες του και επιπλέον, χρησιμοποιώντας εργαλεία της

περιγραφικής στατιστικής, να γίνει μια ποσοτική ανάλυση των μεταφραστικών

(6)

στρατηγικών που ακολουθήθηκαν, των τρόπων επίλυσης των μεταφραστικών δυσκολιών και την κατηγοριοποίηση των παραγόντων που επηρεάζουν τις επιλογές του μεταφραστή.

(7)

Α’ ΜΕΡΟΣ

(8)

1. Μ

ΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Έ

ΡΕΥΝΑΣ

Για την μετάφραση του διηγήματος ακολουθήσαμε τα τρία στάδια της μεταφραστικής διαδικασίας όπως αυτά ορίζονται μεθοδολογικά από την Gerzymisch-

Arbogast (Βηδενμάιερ, 2009: 2-4):

Το στάδιο της κατανόησης-πρόσληψης του κειμένου πηγής, στο οποίο πρέπει να καλυφθούν τα πιθανά λεξιλογικά κενά στο μικροεπίπεδο του κειμένου και τα κενά γνώσεων στο μακροεπίπεδο του κειμένου.

Το στάδιο της μεταφοράς, στο οποίο αντιμετωπίζονται οι δυσκολίες απόδοσης του κειμένου. Οι δυσκολίες που αφορούν το μικροεπίπεδο απαιτούν αντιπαραθετικές γνώσεις σχετικά με τις διαφορές ενός όρου στις δύο γλώσσες, όσον αφορά το περιεχόμενο ή τον πολιτισμό. Στο μακροεπίπεδο απαιτούνται αντιπαραθετικές γνώσεις σχετικά με τις συστημικές διαφορές των δύο γλωσσών.

Το στάδιο της αποκατάστασης του κειμένου-στόχου, στο οποίο ο μεταφραστής καλείται να επαληθεύσει την ορθότητα των μεταφραστικών του επιλογών, τόσο σχετικά με την ισορροπία του ύφους ή του λεξιλογίου αλλά ακόμη και της μεταφοράς των πολιτισμικών στοιχείων από την μία γλώσσα στην άλλη. Οι αποφάσεις που καλείται να πάρει ο μεταφραστής, στο μικροεπίπεδο του κειμένου, εξαρτώνται από την μεταφραστική εντολή, ενώ στο μακροεπίπεδο από τις συμβάσεις του κειμενικού είδους στην γλώσσαστόχο.

Στο πρώτο στάδιο, επιχειρήσαμε να καλύψουμε τα πιθανά λεξιλογικά κενά που

παρουσιάζονται στο κείμενο, είτε αυτά είχαν να κάνουν με την σημασία κάποιας λέξης

της γλώσσας-πηγής, είτε με την σημασία των λέξεων, ως αυτές παρουσιάζονται μέσα

στο κείμενο, είτε με τις διαφορετικές ερμηνείες μιας λέξης. Επίσης προσπαθήσαμε να

καλύψουμε τα κενά γνώσεων, τα οποία είχαν να κάνουν με το κειμενικό είδος

(διήγημα), και κατά πόσο η μεταφράστρια ήταν εξοικειωμένη με αυτό. Βασικότερος

στόχος, δε, ήταν να καταταχθούν σωστά οι όροι και να επιτευχθεί, ει δυνατόν, η

μονοσημία τους, χωρίς αυτό να επηρεάσει την συνοχή του κειμένου.

(9)

Στο δεύτερο στάδιο, αυτό της μεταφοράς, αφού έχουμε κατανοήσει πλήρως το κείμενο, προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες απόδοσής του. Αυτές συχνά έχουν να κάνουν με την μετάφραση λέξεων/φράσεων που πιθανώς γνωρίζουμε, όμως δεν μπορούμε να θυμηθούμε πως μεταφέρονται στην γλώσσα-στόχο, ή που πιθανώς αντιλαμβανόμαστε την σημασία τους γενικότερα με βάση την γλώσσα, όμως δεν μπορούμε να τις εντάξουμε στο συγκεκριμένο κείμενο.

Στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αυτό της αποκατάστασης, γίνεται μια προσπάθεια βελτίωσης του κειμένου-στόχου, όσον αφορά το ύφος, λεπτομέρειες που αφορούν την γραμματική, το λεξιλόγιο και την ορθογραφία. Σε αυτό το σημείο επιχειρούμε μια πολιτισμική αλλά και νοηματική εξισορρόπηση του κειμένου, έτσι ώστε να δοθεί ένα ομαλό αποτέλεσμα.

Τα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν είναι λεξικά, γλωσσάρια, πληροφοριακά κείμενα και πληροφοριοδότες, εγκυκλοπαίδειες και παράλληλα κείμενα.

Κατά την διαδικασία της αποκατάστασης του κειμένου γίνεται εφαρμογή του μεταφραστικού μοντέλου του Κ. Κάιντλ (Ζωγραφίδου κ.α., 2000 : 317-318).

Σύμφωνα με αυτό ορίζονται οι παρακάτω μεταφραστικές τεχνικές:

Repetitio: πιστή απόδοση των στοιχείων

Deletio: αφαίρεση στοιχείων

Adiectio: προσθήκη στοιχείων

Detractio: Λογοκρισία στοιχείων

Transmutatio: Αλλαγές στην σειρά εμφάνισης των στοιχείων

Substitutio: Μεταφορά στοιχείων με μεγαλύτερη ή μικρότερη ισοδυναμία.

Όσον αφορά το ερευνητικό κομμάτι της μελέτης, χρησιμοποιούνται εργαλεία της

περιγραφικής στατιστικής, πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται πίνακας συχνοτήτων,

μέσω του οποίου θα ερευνήσουμε, την συχνότητα εφαρμογής της εκάστοτε

μεταφραστικής στρατηγικής ως λύση στην αντίστοιχη μεταφραστική δυσκολία και τους

παράγοντες που επηρεάζουν αυτήν την επιλογή της κάθε στρατηγικής.

(10)

2. Λ

ΟΥΙΤΖΙ

Π

ΙΡΑΝΤΕΛΟ ΚΑΙ ΧΙΟΥΜΟΡ

2.1 Η ζωή και το έργο του Λουίτζι Πιραντέλο

«Την Ελλάδα τη φέρω μέσα μου. Αυτής το πνεύμα φωτίζει τη σκέψη μου και παρηγορεί την ψυχή μου. (…). Εξ’ άλλου, είμαι ο ίδιος εγώ ελληνικής καταγωγής. Ναι, μην εκπλήττεσθε, το οικογενειακό μου όνομα είναι Πυράγγελος.

Το Πιραντέλο δεν είναι παρά η φωνητική παραφθορά του:

Πιραντζέλο, Πιραντέλο…» (Ουράνης, 1934: 1092)

https://it.wikipedia.org/wiki/File:Luigi_Pirandello

_1932.jpg ημερομηνία προσπέλασης 10/09/2017

Ο Λουίτζι Πιραντέλο γεννήθηκε στο Πόρτο Εμπέντοκλε, προάστιο του Τζιρτζέντι (τώρα πια Αγκριτζέντο) της Σικελίας, στις 28 Ιουνίου 1867 και πέθανε στην Ρώμη στις 10 Δεκεμβρίου 1936 (Camilleri, 2000: 18). Ήταν ιταλός δραματουργός, συγγραφέας και ποιητής και τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, μόλις δύο χρόνια πριν τον θάνατό του το 1934. Λόγω της θεματολογίας του και της καινοτομίας που έφερε στον θεατρικό χώρο θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους δραματουργούς του 20ου αιώνα. Ανάμεσα στα έργα του μπορεί κανείς να βρει τόσο θεατρικά έργα, όσο και νουβέλες και μικρά διηγήματα, τόσο γραμμένα στην ιταλική γλώσσα όσο και στην σικελική διάλεκτο.

Το 1867 λοιπόν γεννιέται ο Λουίτζι Πιραντέλο, από μια ευκατάστατη οικογένεια, ο πατέρας του Στέφανο Πιραντέλο ήταν υποστηρικτής του Γκαριμπάλντι και ιδιοκτήτης ορυχείων θείου, η μητέρα του Κατερίνα Ρίτσι-Γκραμίτο κόρη ενός δικηγόρου στο δικαστήριο του Αγκριτζέντο.

Το 1886 τελειώνει το κλασσικό σχολείο και γράφεται στο πανεπιστήμιο

παρακολουθώντας ταυτόχρονα μαθήματα νομικής και φιλολογίας στο πανεπιστήμιο

του Παλέρμο. Στοχεύοντας στην φιλολογική κατεύθυνση μεταφέρεται στην Ρώμη όπου

παρακολουθεί μαθήματα με τον καθηγητή Ερνέστο Μονάτσι. Μετά από μια διαφωνία

(11)

με τον καθηγητή των λατινικών εγκαταλείπει την πρωτεύουσα και μεταφέρεται στη Βόννη της Γερμανίας όπου και ολοκληρώνει τις σπουδές του (1891) με μια πτυχιακή εργασία σχετικά με την διάλεκτο του Αγκριτζέντο. Μέσα στα επόμενα χρόνια ασχολείται με την συγγραφή ποιητικών συλλογών όμως με την επιστροφή του στην Ρώμη συνάπτει φιλίες με τον Λουίτζι Καπουάνα που τον ενθαρρύνει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στην πεζογραφία· έτσι από το 1892 και μετά γράφει τις πρώτες του νουβέλες και το 1893 το μυθιστόρημα «Η αποδιωγμένη» (Branca, 1986: 456-460).

Έναν χρόνο μετά παντρεύεται την Μαρία Αντονιέτα

Πορτουλάνο, μαζί με την οποία θα αποκτήσει τρία παιδιά (Στέφανο, Λιέτα και Φάουστο).

Το 1903 έρχεται η μεγάλη οικονομική του καταστροφή, όταν το ορυχείο θείου, στο οποίο ο πατέρας του είχε επενδύσει όλη του την περιουσία, υπέστη μια μεγάλη πλημμύρα. Έτσι ξαφνικά βρέθηκε αναγκασμένος να συντηρείται μόνο με τον μισθό του καθηγητή. Εκείνη την περίοδο επίσης εκδηλώνονται τα πρώτα σημάδια της νοητικής ανισορροπίας της γυναίκας του, η οποία λόγω μιας υποχρεωτικής εξάμηνης ακινησίας που προκλήθηκε από μερική παράλυση θα παραμείνει για πάντα άρρωστη από μιας βαριάς μορφής παράνοια.

Το 1904 βγαίνει σε κυκλοφορίας με μορφή τόμων στην «Nuova Antologia» το μυθιστόρημα «Ο Μακαρίτης Ματία Πασκάλ», αμέσως μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες.

Μερικά χρόνια αργότερα (1908) δημοσιεύει τα Αισθητική του χιούμορ και Τέχνη και επιστήμη.

Το 1910 έχει την πρώτη του θεατρική εμφάνιση με τα έργα «Κίτρα από την Σικελία»

και «H μέγγενη», νουβέλες τις οποίες μετέτρεψε σε μονόπρακτα με την βοήθεια του φίλου του και κωμικογράφου Νίνο Μαρτόλιο.

Κατά την επόμενη δεκαετία συμβαίνουν πολλά σημαντικά πράγματα στην ζωή του

Λουίτζι Πιραντέλο: κυκλοφορούν πολλά έργα του, όπως το μυθιστόρημα «Ο άντρας

της» (1911), η ποιητική του συλλογή «Fuori di chiave» Όμως πολλές είναι και οι πίκρες

που έρχονται στην ζωή του κατά την περίοδο 1915-1918, ο γιος του Στέφανο ο οποίος

είχε καταταχθεί στον στρατό, αιχμαλωτίζεται, και αυτό έχει αρνητική επίδραση στην

(12)

ψυχική του υγεία. Βέβαια το σημαντικότερο από τα προβλήματά του ίσως ήταν η επιδείνωση της ασθένειας της γυναίκας του, η οποία παρουσίαζε όλο και περισσότερες υστερικές κρίσεις, οι οποίες οφείλονταν κυρίως στην παρανοϊκή ζήλια που την κυρίευε όταν κάποια γυναίκα μιλούσε ή προσπαθούσε να έχει οποιουδήποτε είδους σχέση με τον σύζυγό της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαταραχθεί ψυχικά ακόμα και η κόρη τους Λιέττα, η οποία υπέστη και αυτή την ζήλια της μητέρας της, και να επιχειρήσει ν’

αυτοκτονήσει και τέλος να φύγει από το σπίτι (Camilleri, 2000: 206).

Μόνο το 1919 θα καταφέρει ο Λ. Πιραντέλο να αποδεχτεί την ασθένεια της γυναίκας του και να την κλείσει στην ψυχιατρική κλινική, Βίλλα Τζουζεπίνα. (Aguirre D’ Amico, 1992: 167) Η Μαρία Αντονιέτα Πορτουλάνο θα πεθάνει σε ψυχιατρική

κλινική της Ρώμης, το 1959, σε ηλικία 88 ετών.

Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι όλη η κατάσταση που επικρατεί τόσο στην κοινωνία στην οποία ζει, όσο και στην οικογενειακή του ζωή προκαλεί μεγάλη ανία και πλήξη στον συγγραφέα, πράγμα το οποίο βρίσκει τρόπο έκφρασης στο έργο του· οι ήρωές του τείνουν να διαφεύγουν από την ζωή τους, όπως ακριβώς κάνει και ο ίδιος (Νταρακλίτσα, 2005: 21).

Το 1920 ανεβαίνουν οι παραστάσεις των έργων του Όπως πρώτα καλύτερα από πρώτα, Η κυρία Μόρλι, μία και δύο.

Ο Λ. Πιραντέλο έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1922 για να γνωρίσει την πραγματική επιτυχία, όταν αφιερώθηκε εξ’ ολοκλήρου στο θέατρο.

Το 1925 ιδρύει το Θέατρο Τέχνης, το οποίο όπως παραδέχεται δεν αποτελεί εξ’

ολοκλήρου δική του ιδέα αλλά κατόπιν μιας συζήτησης με νέους διανοούμενους και τον πρωτότοκο γιο του Στέφανο το 1923. Έτσι δύο χρόνια αργότερα ο Πιραντέλο γίνεται διευθυντής του Θεάτρου Τέχνης, το οποίο κάνει τα εγκαίνιά του την 2

α

Απριλίου 1925 με το έργο Το πανηγύρι της πίστης. (Νταρακλίτσα, 2005: 21). Το

Θέατρο Τέχνης έμεινε ανοιχτό για τρία χρόνια και έλαβε τέλος το 1928 (Borsellino,

1991: 97-99).

(13)

Στις 10 Δεκεμβρίου 1934 βραβεύεται με το Νόμπελ λογοτεχνίας «για την τολμηρή και έξυπνη αναβίωση της δραματικής και γραφικής τέχνης»

1

.

Τα Διηγήματα για έναν χρόνο

Σχεδόν κατά την διάρκεια όλης της συγγραφικής του καριέρας (1884 μέχρι τον θάνατό του) ασχολείται με τα Διηγήματα. Πρόκειται για μία συλλογή 225 διηγημάτων χωρισμένη σε 15 τόμους. Αρχικά όπως μπορούμε να φανταστούμε, έπρεπε να είναι 365, ένα για κάθε μέρα του χρόνου.

Μέσα από αυτά τα διηγήματα με την γρήγορη και συμπυκνωμένη εξέλιξη, διαφαίνεται το ενδιαφέρον του Πιραντέλο για κάθε τι περίεργο, παράδοξο. Μέσα από τους χαρακτήρες που εμφανίζονται σ’ αυτή την συλλογή, που είναι άνθρωποι της μεσαίας ή της αστικής τάξης, άνθρωποι με πάθη, εγκλωβισμένοι στον καθωσπρεπισμό της εποχής τους ή αντιμέτωποι με απρόσμενες καταστάσεις βασισμένες στις επιλογές της συνείδησής τους (Santagata, 2009: 127-128).

Η τεράστια αυτή συλλογή προσωπικοτήτων μας δίνει μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα του τρόπου ζωής εκείνης της εποχής, σκιαγραφημένη με έναν ηθικισμό ειρωνικό και βασανιστικό (Pazzaglia, 1992: 298-301).

2.2 Το Πιραντελικό χιούμορ

Σύμφωνα με τον Pirandello, η λέξη humor προέρχεται από τη λατινική λέξη umororis, η οποία έχει διπλή σημασία (Casella, 2002 : 115-121). Πιο αναλυτικά, η πρώτη έχει να κάνει με την ύλη, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με την πνευματική υπόσταση.

Τώρα όσον αφορά τα umori (διαθέσεις), σύμφωνα με τον Πιραντέλο οι άνθρωποι έχουν τέσσερις: το αίμα, την οργή, το φλέγμα και την μελαγχολία. Εξαιτίας αυτών

1 Πηγή: https://www.nobelprize.org/nobel_prizes/literature/laureates/1934/ (ημερομηνία προσπέλασης 19/9/2017)

(14)

προκαλούνται οι ψυχικές και σωματικές ασθένειες στον άνθρωπο. Έτσι λοιπόν καταλήγει στο συμπέρασμα πως το χιούμορ δεν αποτελεί ένα λογοτεχνικό είδος από μόνο του, όπως η κωμωδία ή η ποίηση κλπ αλλά αποτελεί μια μορφή συναισθηματισμού , υπό οποιοδήποτε πρίσμα, και αυτός ο συναισθηματισμός είναι ο ίδιος όπου το ένα πρόσωπο γελάει και το άλλο κλαίει (Νταρακλίτσα, 2005: 31)

Τον παραπάνω ορισμό έρχεται να ενισχύσει και ο ορισμός που δίνει ο Μπαμπινιώτης, σύμφωνα με τον οποίο η λέξη humor προέρχεται από τη θεωρία του Ιπποκράτη περί των χυμών του σώματος (Μπαμπινιώτης, 2005: 2147). Πιο αναλυτικά, η παραπάνω θεωρία τονίζει ότι, όταν οι χυμοί του ανθρώπινου σώματος βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, τότε ο άνθρωπος βρίσκεται σε ισορροπία έχοντας καλή διάθεση, ενώ όταν οι χυμοί βρίσκονται σε αταξία, τότε οι άνθρωποι εμφανίζουν ψυχικές και σωματικές ασθένειες.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η λατινική λέξη umor δε σήμαινε μόνο υγρό, αλλά διάθεση και χυμό. Επομένως, η διττή σημασία που δίνει ο Πιραντέλο στη λέξη umor είναι εμφανής, με τη διαφορά όμως, ότι η μετάφραση του umor ως χυμός είναι εννοιολογική και όχι ετυμολογική όπως συμβαίνει με τη σχέση της λέξης umor με το υγρό (Μπαμπινιώτης, 2005: 2147).

Ο Πιραντέλο κάνει ένα διαχωρισμό μεταξύ του χιούμορ και της κωμικότητας.

Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η κωμικότητα βασίζεται στη συνειδητοποίηση της

πραγματικότητας, της συμπεριφοράς και του τρόπου ζωής. Με άλλα λόγια, η

κωμικότητα είναι η πρόθεση του αντιθέτου (Santagata, 2009: 111) Χαρακτηριστικό

παράδειγμα αποτελεί αυτό μιας ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία είναι έντονα βαμμένη

με αδέξιο τρόπο και φοράει νεανικά ρούχα. Η όψη της γυναίκας, που θέλει να μοιάζει

νεότερη από το γήρας της, αρχικά προκαλεί συναισθήματα γέλιου. Στη συνέχεια, μια

πιο προσεκτική ματιά οδηγεί σε συναισθήματα οίκτου ή λύπης, διότι η συγκεκριμένη

γυναίκα προσπαθεί να καλύψει το γήρας της, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που

καταφέρνει είναι να μη συμβαδίζει με τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής. Έτσι, μετά

από την πρόθεση του αντιθέτου, δηλαδή το κωμικό στοιχείο, έρχεται το αίσθημα του

αντιθέτου, δηλαδή το χιούμορ. Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι αυτά τα χαμόγελα είναι

χαρακτηριστικά της φύσης του ανθρώπου και αυτή η στάση οδηγεί τους ανθρώπους να

ζήσουν μια πικρή ύπαρξη.

(15)

Όταν ο Πιραντέλο έχει να αντιμετωπίσει την περιγραφή του χιούμορ, γράφει ότι κάθε συναίσθημα που αναδύεται στον εαυτό του (Santagata, 2009: 110). Ο χιουμορίστας είναι ένας άνθρωπος, που δε μπορεί να νιώσει ένα συναίσθημα χωρίς να έχει στην ψυχή του το αντίθετο αυτού, που τον καλεί να κάνει το αντίθετο. Ακόμα και αν θέλει να καλύψει το αντίθετο συναίσθημα, επειδή δεν έχει το θάρρος να δει αυτό το κομμάτι του εαυτού του, φαίνεται να είναι γελοίος και όχι σοβαρός, διότι η συνεχής εναλλαγή των συναισθημάτων του αντικατοπτρίζεται στη συμπεριφορά, στις απόψεις, στη στάση της ζωής του ή όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πιραντέλο «δύναται να είναι ταυτόχρονα βιολί και κοντραμπάσο» (Νταρακλίτσα, 2005: 71)

(16)

Β’ ΜΕΡΟΣ

(17)

3. Π

ΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΑΙ

Μ

ΕΤΑΦΡΑΣΗ

3.1 Περίληψη του διηγήματος

Το διήγημα με το οποίο θ’ ασχοληθούμε λέγεται «La fedeltà del cane» του τόμου «La vita nuda» και πρόκειται για την πρώτη του ελληνική μετάφραση με τίτλο «Η πίστη του σκύλου».

Το διήγημα αυτό έχει ως πρωταγωνιστές, την Δόνα Τζιανέτα, τον Λουλού Σάκκι, τον Δον Τζούλιο Ντελ Κάρπινε (η αλλιώς Τζουτζού) και την Λίβια Ντελ Κάρπινε, που είναι δύο παντρεμένα ζευγάρια. Φυσικά το διήγημα έχει και έναν πέμπτο πρωταγωνιστή, το σκυλάκι της Λίβια Ντελ Κάρπινε εν ονόματι Λίρι.

Το διήγημα εστιάζει κυρίως στις διαπροσωπικές και ερωτικές σχέσεις των

πρωταγωνιστών οι οποίοι τελικά δεν είναι και τόσο… πιστοί όσο ο σκύλος! Η αφήγηση

ξεκινάει με το πρώτο παράνομο ζευγάρι της ιστορίας, τη Δόνα Τζιανέτα και τον Δον

Τζούλιο και έναν σχεδόν θεατρικό διάλογο που περιλαμβάνει μια τραγικά ειρωνική

αποκάλυψη της Δόνας Τζιανέτα στον Δον Τζούλιο: η γυναίκα του (Λίβια) τον απατά με

τον άντρα της (Λουλού Σάκκι). Αυτή η αναπάντεχη ανατροπή αφήνει εμβρόντητο και

αποπροσανατολισμένο τον Δον Τζούλιο, ο οποίος δεν μπορεί με τίποτα να δεχτεί πως

η γυναίκα του τον απατά, ενώ όμως κι αυτός κάνει το ίδιο. Επίσης η Δόνα Τζιανέτα τον

ενημερώνει και για το μέρος όπου λαμβάνουν χώρα οι κρυφές συναντήσεις του

δεύτερου παράνομου ζευγαριού· έτσι αυτός αποφασίζει να πάει προς το σπίτι, όπου

γίνονται οι κρυφές συναντήσεις, για να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια αυτό το

απίστευτο γεγονός. Την επόμενη κιόλας μέρα ξεκινάει για να βρει την γκαρσονιέρα του

Λουλού Σάκκι, η οποία βρίσκεται πάνω από το στούντιο γλυπτικής του. Καθώς όμως

έχει φτάσει πολύ νωρίς, κατόπιν μιας σύντομης αξιολόγησης της γειτονιάς και

ανεύρεσης της καλύτερης κρυψώνας για να παρακολουθήσει χωρίς να είναι ορατός

(στην εσοχή μιας εισόδου), κάνει μια βόλτα στην Βίλλα Μποργκέζε που βρίσκεται εκεί

κοντά. Μετά από λίγη ώρα, και αφού ξεχάστηκε με την βόλτα του, ο Δον Τζούλιο

επιστρέφει στην κρυψώνα του όπου με μεγάλη του έκπληξη συναντά τον Λουλού Σάκκι

να κρύβεται κι αυτός περιμένοντας κάτι ή μάλλον… κάποια. Στην εσοχή της εισόδου,

κρυψώνα πλέον και των δύο αντρών, κάνει την εμφάνισή του ο τετράποδος

(18)

πρωταγωνιστής μας, Λίρι, το σκυλάκι της Λίβια το οποίο έφτασε εκεί ακολουθώντας την αφεντικίνα του. Με την εμφάνιση του Λίρι λοιπόν, επιβεβαιώνονται οι υποψίες του Ντελ Κάρπινε για την γυναίκα του καθώς το σκυλάκι, όπως γίνεται εμφανές, γνωρίζει τόσο καλά τον ίδιο, όσο και τον Λουλού Σάκκι. Αυτό αποδεικνύεται και από μια τραγελαφική σκηνή όπου οι δύο άντρες σχεδόν χορεύουν κάνοντας «χαρούλες» με το σκυλί, το οποίο εκδηλώνει την οικειότητά του και με τους δύο. Όμως αυτός ο «χορός»

διακόπτεται απότομα όταν το σκυλί αντιλαμβάνεται την εμφάνιση του αφεντικού του στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Τότε συμβαίνουν σχεδόν αστραπιαία πολλά πράγματα ταυτόχρονα: βλέπουμε αρχικά την Λίβια να βγαίνει από το διαμέρισμα του Λουλού και μετά από αυτήν ο εραστής της, ένας πιτσιρικάς. Οι δύο άντρες κρυμμένοι στην εσοχή της πόρτας παθαίνουν ένα μικρό σοκ συνειδητοποιώντας αυτό που συμβαίνει και τέλος το σκυλάκι έχει βρεθεί ανάμεσα σε τέσσερα αφεντικά και δεν ξέρει ποιόν ν’ ακολουθήσει, καταλήγοντας όμως στον Δον Τζούλιο.

Στο τέλος ο Δον Τζούλιο συνειδητοποιεί ότι αυτό το σκυλί με τη κατεβασμένη ουρά μπροστά του είναι σκανδαλιστικά πιστό, πόσο μάλλον σε σχέση με την άπιστη αφεντικίνα του, γι’ αυτό το διώχνει νευριασμένος με μια κλωτσιά.

3.2 Μετάφραση του διηγήματος

LA FEDELTA’ DEL CANE

Mentre donna Giannetta, ancora in sottana, e con le spalle e le braccia scoperte e un po' anche il seno (più d'un po', veramente) si racconciava i bei capelli corvini seduta innanzi alla specchiera, il marchese don Giulio del Carpine finiva di fumarsi una sigaretta, sdrajato sulla poltrona a piè del letto disfatto, ma con tale cipiglio, che in quella sigaretta pareva vedesse e volesse distruggere chi sa che cosa, dal modo come la guardava nel togliersela dalle labbra, dalla rabbia con cui ne aspirava il fumo e poi lo sbuffava.

D'improvviso si rizzò sulla vita e disse scrollando il capo:

- Ma no, via, non è possibile! Donna Giannetta si voltò sorridente a guardarlo, con le belle braccia levate e le mani tra i capelli, come donna che non tema di mostrar troppo del proprio corpo.

- Ancora ci pensi?

- Perché non c'è logica! - scattò egli, alzandosi, stizzito. - Tra me e... coso, e Lulù, via, non tocca a dirlo a me...

Donna Giannetta chinò il capo da una parte e stette così a osservar don Giulio di sotto il braccio come per farne una perizia disinteressata prima di emettere un giudizio.

(19)

Poi, comicamente, quasiché la coscienza proprio non le permettesse di concedere senza qualche riserva, sospirò: - Eh, secondo...

- Ma che secondo, fa' il piacere!

- Secondo, secondo, caro mio, - ripeté allora senz'altro donna Giannetta.

Del Carpine scrollò le spalle e si mosse per la camera.

Quand'aveva la barba era veramente un Η ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ

Ενώ η Δόνα Τζιανέταi, ακόμη με το κομπινεζόνii, και ακάλυπτα τα μπράτσα και τους ώμους και λίγο ακάλυπτο το στήθος (ίσως και κάτι παραπάνω από λίγο, είναι η αλήθεια) έφτιαχνε τα όμορφα κορακίσιαiii μαλλιά της καθισμένη μπροστά στον καθρέφτηiv, ο μαρκήσιος Δον Τζούλιο Ντελ Κάρπινεv τέλειωνε το τσιγάρο τουvi, μισοξαπλωμένοςvii στην πολυθρόνα μπροστά στα πόδια του ξέστρωτου κρεβατιού, όμως με τέτοιο συνοφρύωμα, που σ’ αυτό το τσιγάρο φαινόταν σαν να βλέπει και να θέλει να καταστρέψει ποιος-ξέρει-τι· τόσο από τον τρόπο που το κοιτούσε την στιγμή που το έβγαζε από τα χείλη του, όσο και από τον θυμό με τον οποίο εισέπνεε τον καπνό και μετά τον φυσούσε. Ξαφνικά ανασηκώθηκεviii και είπε κουνώντας το κεφάλι σαν να προσπαθούσε να βγάλει κάτι από μέσα του:

-Όχι, άντε, δεν είναι δυνατόν!

Η Δόνα Τζιανέτα, γύρισε χαμογελώντας να τον κοιτάξει, με τα όμορφα μπράτσα της σηκωμένα και τα χέρια στα μαλλιά της, σαν γυναίκα που δεν φοβάται να δείξει κάτι παραπάνω από το σώμα της.

-Ακόμη το σκέφτεσαι;

-Ναι επειδή δεν υπάρχει λογική! – πετάχτηκε αυτός, καθώς σηκωνόταν οργιλώς –

Ανάμεσα σ’ εμένα και τον… τέτοιονix, και τον Λουλού, άσε, δεν είναι δική μου δουλειά να το πωx

Η Δόνα Τζιανέτα έγειρε το κεφάλι σε μια μεριά κι έμεινε έτσι να κοιτάει τον Δον Τζούλιο κάτω από το σηκωμένο μπράτσο της σαν να ήθελε να κάνει μια αδιάφορη εκτίμηση πρωτού βγάλει μια ετυμηγορίαxi. Μετά κωμικώς, σχεδόν σαν να μην της επέτρεπε η συνείδησή της να αποφανθείxii χωρίς καμία επιφύλαξη, αναστέναξε:

-Ε..Δεύτερος..

-Μα τι δεύτερος, κάνε μου τη χάρη!

-Δεύτερος, δεύτερος, αγαπητέ μου, – επανέλαβε λοιπόν το δίχως άλλο xiiiη Δόνα Τζιανέτα.

Ο Ντελ Κάρπινε κατέβασε τους ώμους και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιοxiv.

Όταν είχε γένια ήταν πραγματικά ένας bell'uomo; alto di statura, ferrigno. Ma ora, tutto raso per obbedire alla moda, con quel mento troppo piccolo e quel naso troppo grosso, dire che fosse bello, via, non si poteva più dire, soprattutto perché pareva che lui lo pretendesse, anche così con la barba rasa, anzi appunto perché se l'era rasa.

- La gelosia, del resto, - sentenziò, - non dipende tanto dalla poca stima che l'uomo ha della donna, o viceversa, quanto dalla poca stima che abbiamo di noi stessi. E allora...

Ma guardandosi per caso le unghie, perdette il filo del discorso, e fissò donna Giannetta, come se avesse parlato lei e non lui. Donna Giannetta, che se ne stava ancora alla specchiera, con le spalle voltate, lo vide nello specchio, e con una mossetta degli occhi gli domandò:

- E allora... che cosa?

- Ma sì, è proprio questo! Nasce da questo! - riprese lui, con rabbia. - Da questa poca stima di noi, che ci fa credere, o meglio, temere di non bastare a riempiere il cuore o la mente, a soddisfare i gusti o i capricci di chi amiamo;

ecco!

- Oh, - fece allora lei, con un respiro di sollievo. - E tu non l'hai, di te?

- Che cosa?

- Cotesta poca stima che dici. - Non l'ho, non l'ho, non l'ho, se mi paragono con... coso, con Lulù; ecco! - Povero Lulù mio! - esclamò allora donna Giannetta, rompendo in una sua

(20)

abituale risatina, ch'era come una cascatella gorgogliante.

- Ma tua moglie? - domandò poi. - Bisognerebbe ora vedere che stima ha di te tua moglie.

- Oh senti! - s'affrettò a risponderle don Giulio, infiammato. - Non posso in nessun modo crederla capace di preferirmi...

- Coso!

- Non c'è logica! non c'è logica! Mia moglie sarà... sarà come tu vuoi; ma intelligente è. Di όμορφος άντρας· ψηλός στο ανάστημα, εύρωστος. Όμως τώρα, εντελώς ξυρισμένος για ν’ ακολουθήσει τις επιταγές της μόδαςxv, με αυτό το τόσο μικρό πηγούνι και αυτήν την τόσο χοντρή μύτη, να πει κανείς ότι ήταν όμορφος, άσ’ τοxvi, δεν γινόταν να το πει, κυρίως γιατί φαινόταν ότι προσποιούταν τον ωραίοxvii, ακόμα κι έτσι με τα γένια ξυρισμένα, βασικά ακριβώς γιατί τα είχε ξυρισμέναxviii.

-Η ζήλια, εν πάση περιπτώσει xix– αποφάσισε–

δεν εξαρτάται τόσο από την χαμηλή εκτίμηση του άντρα προς την γυναίκαxx, ή το αντίστροφο, όσο από την χαμηλή εκτίμηση

xxiπου έχουμε για τον ίδιο μας τον εαυτόxxii. Και λοιπόν…

Μα κοιτώντας τυχαία τα νύχια του, έχασε τον ειρμό της κουβέντας, και κάρφωσε με το βλέμμα του xxiiiτην Δόνα Τζιανέτα, σαν να είχε μιλήσει αυτή και όχι αυτός. Η Δόνα Τζιανέτα, που καθόταν ακόμη στην τουαλέτα τηςxxiv, με την πλάτη γυρισμένη, τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτηxxv, και με ένα πετάρισμα των βλεφάρων τον ρώτησε:

-Και λοιπόν… τι;

- Μα ναι, αυτό είναιxxvi! Από εκεί ξεκινούν όλαxxvii! –συνέχισε αυτός, με θυμό- Από αυτήν την μικρή εκτίμηση που τρέφουμε για τον εαυτό μαςxxviii, που μας κάνει να πιστεύουμε, ή καλύτερα, να φοβόμαστε ότι δεν αρκούμεxxix για να γεμίσουμε την καρδιά ή το μυαλό, για να ικανοποιήσουμε τα γούστα ή τα καπρίτσιαxxx αυτού που αγαπάμε· ορίστε!

-Ω,– έκανε τώρα αυτή, με μια ανάσα ανακούφισης.- Κι εσύ δεν έχεις για τον εαυτό σου;

-Τι πράγμα;

-Αυτή τη λίγη εκτίμηση που λεςxxxi. -Δεν έχω, δεν έχω, δεν έχω, αν συγκριθώ με τον…

τέτοιον, με τον Λουλού· ορίστε!

-Ο καημένος ο Λουλού μου! αναφώνησε τότε η Δόνα Τζιανέτα, ξεσπώντας σε ένα δικό της συνηθισμένο γελάκι, που ήταν σαν κελαρυστός μικρός καταρράκτηςxxxii. -Μα η γυναίκα σου; –ρώτησε μετά– Καλό θα ήταν

xxxiiiτώρα να δούμε τι εκτίμηση έχει για εσένα

η γυναίκα σου. -Ω, άκου! – βιάστηκε ν’

απαντήσει ο Δον Τζούλιο φουντωμένοςxxxiv. Δεν μπορώ με κανέναν τρόπο να την φανταστώ ικανή να με προτιμάει σαν… - Τέτοιον!

-Δεν υπάρχει λογική! Δεν υπάρχει λογική! Η γυναίκα μου να είναι… να είναι όπως λεςxxxv noi, ch'io sappia, non sospetta. Perché lo farebbe? E con Lulù, poi?

Donna Giannetta, finito d'acconciarsi i capelli, si levò dalla specchiera.

- Tu insomma, - disse, - difendi la logica. La tua, però. Prendimi il copribusto, di là. Ecco, sì, codesto, grazie. Non la logica di tua moglie, caro mio. Come ragionerà Livia?

Perché Lulù è affettuoso, Lulù è prudente, Lulù è servizievole... E mica tanto sciocco poi, sai? Guarda: io, per esempio, non ho il minimo dubbio che lui...

- Ma va'! - negò recisamente don Giulio, dando una spallata. - Del resto, che sai tu? chi te l'ha detto?

- Ih, - fece donna Giannetta, appressandoglisi, prendendolo per le braccia e guardandolo negli occhi. - Ti alteri? Ti turbi sul serio? Ma scusa, è semplicemente ridicolo... mentre noi, qua...

- Non per questo! - scattò Del Carpine, infocato in volto. - Non ci so credere, ecco!

Mi pare impossibile, mi pare assurdo che Livia...

- Ah sì? Aspetta, - lo interruppe donna Giannetta.

Gli tese prima il copribusto di nansouk, perch'egli l'ajutasse a infilarselo, poi andò a

(21)

prendere dalla mensola una borsetta, ne trasse un cartoncino filettato d'oro, strappato dal taccuino, e glielo porse.

Vi era scritto frettolosamente a matita un indirizzo: Via Sardegna, 96. - Se vuoi, per pura curiosità... Don Giulio del Carpine restò a guardarla, stordito, col pezzettino di carta in mano.

- Come... come l'hai scoperto?

- Eh, - fece donna Giannetta, stringendosi nelle spalle e socchiudendo maliziosamente gli occhi. - Lulù è prudente, ma io... Per la nostra sicurezza... Caro mio, tu badi troppo a te...

Non ti sei accorto, per esempio, com'io da qualche tempo venga qua e ne vada via più tranquilla?

εσύ· όμως έξυπνη είναι. Για εμάς, απ’ όσο ξέρω, δεν υποπτεύεται κάτιxxxvi. Γιατί να έκανε κάτι τέτοιο; Και μετά, με τον Λουλού; Η Δόνα Τζιανέτα, έχοντας τελειώσει με το φτιάξιμο των μαλλιών της, σηκώθηκε από την τουαλέταxxxvii.

-Εσύ εν ολίγοις, είπε, υπερασπίζεσαι την λογική. Την δική σου λογική όμως. Πιάσε μου το κορσάζxxxviii από εκεί. Ναι, αυτόxxxix, ευχαριστώ. Όχι την λογική της γυναίκας σου, καλέ μου. Πως θα το συλλογιστεί η Λίβια;

Γιατί ο Λουλού είναι στοργικός, ο Λουλού είναι προσεκτικός, ο Λουλού είναι εξυπηρετικός… Και μετά, δεν είναι δα και τόσο χαζόςxl, το ξέρεις; Κοίτα, εγώ, για παράδειγμα, δεν έχω την παραμικρή

αμφιβολία ότι αυτός…

-Μα τι λεςxli; αρνήθηκε κοφτά ο Δον Τζούλιο, ανασηκώνοντας περιφρονητικά τους ώμουςxlii, στο κάτω κάτω τι ξέρεις εσύ; Ποιος σου το είπε;

-Ωχ,xliii έκανε η Δόνα Τζιανέτα, πλησιάζοντάς

τον, πιάνοντάς τον από τα μπράτσα και κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Εκνευρίζεσαι;

Ταράζεσαι στ’ αλήθεια; Μα συγγνώμη, είναι απλά γελοίο… ενώ εμείς, εδώ…

-Όχι γι’ αυτό! – Ξέσπασε ο Ντελ Κάρπινε, κατακόκκινοςxliv. – Δεν μπορώ να τοxlv πιστέψωxlvi, ορίστε το είπαxlvii! Μου φαίνεται αδύνατον, μου φαίνεται παράλογο ότι η Λίβια…

-Α ναι; Περίμενε- τον διέκοψε η Δόνα Τζιανέτα.

Του έδωσε πρώτα το νανσούκxlviii κορσάζ της, για να την βοηθήσει να το βάλει, μετά πήγε και πήρε από το ράφι ένα τσαντάκι, από το οποίο έβγαλε ένα επίχρυσο χαρτάκιxlix, σκισμένο από σημειωματάριο και του το έδωσε.

Εκεί ήταν γραμμένη, βιαστικά με μολύβι, μια διεύθυνση: Οδός Σαρντένιαl 96.

-Αν θες, καθαρά από περιέργειαli

Ο Δον Τζούλιο Ντελ Κάρπινε έμεινε να την κοιτάει, εμβρόντητος, με το κομματάκι χαρτί στο χέρι.

-Πώς… Πώς το ανακάλυψες;

-Ε.. έκανε η Δόνα Τζιανέτα, κουνώντας τους ώμους της και μισοκλείνοντας εντέχνως τα μάτια της. Ο Λουλού είναι προσεκτικός, όμως εγώ… Για δική μας ασφάλεια… Καλέ μου, εσύ φροντίζεις υπερβολικά τον εαυτό σου…

Δεν το αντιλήφθηκες, για παράδειγμα, πώς εδώ και λίγο καιρό, εγώ έρχομαι και φεύγω από εδώ πιο ήσυχη;

- Ah... - sospirò egli astratto, turbato. - E Livia, dunque...? Via Sardegna: sarebbe una traversa di Via Veneto?

- Sì: numero 96, una delle ultime case, in fondo. C'è sotto uno studio di scultura, preso anche a pigione da Lulù. Ah! ah! ah! Te lo figuri Lulù... scultore?

Rise forte, a lungo. Rise altre volte, a scatti, mentre finiva di vestirsi, per le comiche immagini che le suscitava il pensiero di Lulù, suo marito, scultore in una scuola di nudo, con Livia del Carpine per modella. E guardava obliquamente don Giulio, che s'era seduto di nuovo su la poltrona, col cartoncino arrotolato fra le dita.

Quando fu pronta, col cappellino in capo e la veletta abbassata, si guardò allo specchio, di faccia, di fianco, poi disse:

- Non bisogna presumer troppo di sé, caro! Io ci ho piacere per il povero Lulù, e anche per me... Anche tu, del resto, dovresti esserne contento.

Scoppiò di nuovo a ridere, vedendo la faccia che lui le faceva; e corse a sederglisi su le ginocchia e a carezzarlo:

(22)

- Vendicati su me, via, Giugiù! Come sei terribile... Ma chi la fa l'aspetta, caro:

proverbio! Poiché Lulù è contento, noi adesso...

- Io voglio prima accertarmene, capisci? - diss'egli duramente, con un moto di rabbia mal represso, quasi respingendola.

Donna Giannetta si levò subito in piedi, risentita, e disse fredda fredda: - Fa' pure.

Addio, eh? Ma s'affrettò a levarsi anche lui, pentito. L'espansione d'affetto a cui stava per abbandonarsi gli fu però interrotta dalla stizza persistente. Tuttavia disse:

- Scusami, Gianna... Mi... mi hai frastornato, ecco. Sì, hai ragione. Dobbiamo vendicarci bene. Più mia, più mia, più mia ....

E la prese, così dicendo, per la vita e la strinse forte a sé.

- No... Dio... mi guasti tutta di nuovo! - gridò - Αχ… αναστέναξε αυτός αφηρημένος, ταραγμένος. Και η Λίβια επομένως… Η οδός Σαρντένια πρέπει να είναι liiμία από τις κάθετες οδούς στην οδό Βένετοliii, σωστά; - Ναι: αριθμός 96, ένα από τα τελευταία σπίτια, στο βάθος. Έχει από κάτω ένα στούντιο γλυπτικής, που το έχει νοικιάσει και αυτό ο Λουλούliv. Χα! Χα! Χα! Το

φαντάζεσαι, ο Λουλού… γλύπτης;

Γέλασε δυνατά και πολύ. Γελούσε, σε μικρά ξεσπάσματαlv, όσο ντυνότανlvi, με τις κωμικές εικόνες που της δημιουργούσεlvii η σκέψη του Λουλού, του άντρα της, γλύπτη σε μια σχολή γυμνούlviii, με την Λίβια Ντελ Κάρπινε για μοντέλο. Και κοιτούσε λοξά τον Δον Τζούλιο, που είχε καθίσει ξανά στην πολυθρόνα, με το χαρτάκι τυλιγμένο σ’ ένα μικρό ρολόlix ανάμεσα στα δάχτυλά του. Όταν ήταν έτοιμη, με το καπελάκι στο κεφάλι της και το βέλο κατεβασμένο, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, μπροστά, στο πλάι, μετά είπε:

-Δεν χρειάζεται να έχουμε μεγάλη ιδεά για τον εαυτό μαςlx, καλέ μου! Εγώ χαίρομαι για τον καημένο τον Λουλού, και για εμένα επίσης...

Κι εσύ, εξάλλου, θα έπρεπε να είσαι ευχαριστημένος με την όλη κατάστασηlxi. Έσκασε και πάλι στα γέλιαlxii, βλέποντας την γκριμάτσα που της έκανε αυτός· και έτρεξε να κάτσει στα γόνατά τουlxiii και να τον χαϊδέψει:

-Εκδικήσου μαζί μου, άντε, Τζουτζού! Τι απαίσιος που είσαιlxiv… Μα ό,τι κάνεις το λούζεσαιlxv, καλέ μου: το λέει κι η παροιμίαlxvi,! Για να είναι ευχαριστημένος ο Λουλού, εμείς τώρα…

-Εγώ θέλω πρώτα να σιγουρευτώ για όλο αυτό, κατάλαβες; –είπε αυτός σκληρά, με μια κίνηση κακώς καταπιεσμένου θυμούlxvii σχεδόν σπρώχνοντάς την.

Η Δονα Τζιανέτα σηκώθηκε γρήγορα όρθια, αγανακτισμένη, και είπε εντελώς ψυχράlxviii: - Ελεύθερα, κάνε όπως νομίζειςlxix. Αντίο, ε;

Όμως βιάστηκε κι εκείνος να σηκωθεί, μετανιωμένος. Η εκτεταμένη εκδήλωση στοργήςlxx την οποία ήταν έτοιμοςlxxi να εγκαταλείψει, διακόπηκε από την επίμονη ενόχλησηlxxii. Παρόλα αυτά είπε:

-Συγχώρεσε με, Τζιάννα… Με.. με σάστισες, ορίστε το είπαlxxiii. Ναι, έχεις δίκιο. Πρέπει να εκδικηθούμε καλά. Πιο δική μου, πιο δική μου, πιο δική μου…

Και την άρπαξε, τρόπος του λέγειν, από την μέση και την έσφιξε πάνω του.

-Όχι… Θεέ μου… μου χαλάς ξανά όλη την lei, ma contenta, cercando d'opporsi con le braccia.

Poi lo baciò pian piano, teneramente da dietro la veletta, e scappò via. Giugiù del Carpine, aggrottato e con gli occhi fissi nel vuoto, rimase a raschiarsi le guance rase con le unghie della mano spalmata sulla bocca.

Si riscosse come punto da un improvviso ribrezzo per quella donna che aveva voluto morderlo velenosamente, così, per piacere.

Contenta ne era; ma non per la loro sicurezza.

No! contenta di non esser sola; e anche (ma sì, lo aveva detto chiaramente) per aver punito la presunzione di lui. Senza capire, imbecille, che se lei, avendo Lulù per marito, poteva in certo qual modo avere una scusa al tradimento, Livia no, perdio, Livia no!

S'era fisso ormai questo chiodo, e non si poteva dar pace.

Dell'onestà di sua moglie, come di quella di tutte le donne in genere, non aveva avuto mai un gran concetto. Ma uno grandissimo ne aveva di sé, della sua forza, della sua prestanza

(23)

maschile; e riteneva perciò, fermamente, che sua moglie...

Forse però poteva essersi messa con Lulù Sacchi per vendetta.

Vendetta?

Ma Dio mio, che vendetta per lei? Avrebbe fatto, se mai, quella di Lulù Sacchi, non già la sua, mettendosi con un uomo che valeva molto meno di suo marito.

Già! Ma non s'era egli messo scioccamente con una donna che valeva senza dubbio molto meno di sua moglie?

Ecco allora perché Lulù Sacchi mostrava di curarsi così poco del tradimento di donna Giannetta. Sfido! Erano suoi tutti i vantaggi di quello scambio. Anche quello d'aver acquistato, dalla relazione di lui con donna Giannetta, il diritto d'esser lasciato in pace. Il danno e le beffe, dunque. Ah, no, perdio! no, e poi no!

Uscì, pieno d'astio e furioso.

Tutto quel giorno si dibatté tra i più opposti εμφάνισηlxxiv! φώναξε αυτή, όμως ευχαριστημένη, προσπαθώντας να αντισταθεί με τα χέρια της.

Μετά τον φίλησε αργά αργά, τρυφερά πίσω από το βέλο της, και έφυγε γρήγορα.

Ο Τζουτζού Ντελ Κάρπινε, συνοφρυωμένος και με τα μάτια καρφωμένα στο κενό, έμεινε να ξύνει τα ξυρισμένα μάγουλά του, με τα νύχια του ακουμπισμένου πάνω στο στόμα χεριού τουlxxv.

Ταρακουνήθηκε σαν να τον χτύπησε μια ξαφνική αποστροφή για αυτήνlxxvi την γυναίκα που είχε θελήσει να τον δαγκώσει δηλητηριωδώςlxxvii, έτσι, για το κέφι τηςlxxviii. Ευχαριστημένη, ναι ήτανlxxix· αλλά όχι για την δική τους σιγουριά. Όχι! Ευχαριστημένη επειδή δεν ήταν μόνη· και επίσης (μα ναι, το είπε ξεκάθαρα), επειδή τιμώρησε την δική του έπαρση. Χωρίς να το καταλάβει, η ανόητη, ότι αν αυτή, έχοντας τον Λουλού για σύζυγο, μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να είναι δικαιολογημένη που τον απατούσεlxxx, η Λίβια όχι, για τον Θεό, η Λίβια όχι! Του καρφώθηκε λοιπόν αυτή η ιδέαlxxxi, και δεν μπορούσε να ηρεμήσει.

Για την τιμιότητα της γυναίκας του, όπως και για όλωνlxxxii των γυναικών γενικότερα, δεν είχε ποτέ την παραμικρή ιδέα. Μα για τον εαυτό του είχε πολύ μεγάλη ιδέαlxxxiii, για την δύναμή του, για την ανδρική του ικανότητα·

και γι’ αυτό θεωρούσεlxxxiv, ότι η γυναίκα του…

Ίσως, όμως, να έμπλεξε με τον Λουλού Σάκκι lxxxvγια εκδίκηση.

Εκδίκηση;

Θεέ μου, όμως τι εκδίκηση θα ήταν γι’

αυτήνlxxxvi; Εάν το είχε κάνει ποτέ αυτό, την εκδίκηση με τον Λουλού Σάκκι, θα ήταν δική του εκδίκηση όχι δική της, να μπλέξει με κάποιον άντρα πολύ κατώτερο του συζύγου τηςlxxxvii.

Κι όμως! Μα δεν έμπλεξε κι αυτός βλακωδώςlxxxviii με μια γυναίκα, χωρίς αμφιβολία, πολύ κατώτερη της συζύγου του;

Ορίστε λοιπόν γιατί ο Λουλού Σάκκι έδειχνε να νοιάζεται τόσο λίγο για την προδοσία της Δόνα Τζιανέτα. Μα φυσικά!lxxxix! Ήταν δικά του όλα τα πλεονεκτήματα αυτής της ανταλλαγής. Ακόμη και αυτό του να έχει αποκτήσει, από την σχέση της Δόνα Τζιανέτα μ’ εκείνον, το δικαίωμα να έχει την ησυχία του. Και κερατάς και δαρμένοςxc, λοιπόν. Α, όχι! Για τον Θεό, όχι και ξανά όχι! Βγήκε φουριόζος και γεμάτος μνησικακίαxci. Όλη εκείνη την μέρα, πάλευε με τις propositi, perché più ci pensava, più la cosa gli pareva inverosimile. In sei anni di matrimonio aveva sperimentato sua moglie, se non al tutto insensibile, certo non molto proclive all'amore.

Possibile che si fosse ingannato così?

Stette tutto quel giorno fuori; rincasò a tarda notte per non incontrarsi con sua moglie.

Temeva di tradirsi, quantunque dicesse ancora a se stesso che, prima di credere, voleva vedere.

Il giorno dopo si svegliò fermo finalmente in questo proposito di andare a vedere. Ma, appena sulle mosse, cominciò a provare un'acre irritazione; avvilimento e nausea.

Perché, dato il caso che il tradimento fosse vero, che poteva far lui? Nulla. Fingere soltanto di non sapere. E non c'era il rischio d'imbattersi nell'uno o nell'altra, per quella via? Forse sarebbe stato più prudente andar

(24)

prima, di mattina, a veder soltanto quella casa, far le prime indagini e deliberare quindi sul posto ciò che gli sarebbe convenuto di fare.

Si vestì in fretta; andò. Vide così la casa al numero 96, la quale aveva realmente al pianterreno lo studio di scultura, per cui donna Giannetta aveva tanto riso. La verità di questa indicazione gli rimescolò tutto il sangue, come se essa importasse di conseguenza la prova del tradimento. Dal portone d'una casa dirimpetto, un po' più giù si fermò a guardare le finest

Referências

Documentos relacionados