• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] «THE PROBABILITY OF DETECTION AND THE PENALTY RATE

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "«THE PROBABILITY OF DETECTION AND THE PENALTY RATE "

Copied!
269
0
0

Texto

(1)

Τμήμα Οικονομικών Επιστημών

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

«THE PROBABILITY OF DETECTION AND THE PENALTY RATE

AS DETERRENTS TO TAX EVASION»

(ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΦΟΡΟΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ)

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΠΙΣΣΑΣ

ΥΠΟΤΡΟΦΟΣ Ι.Κ.Υ

ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΑΘΗΝΑ

ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΔΑΛΑΜΑΓΚΑΣ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΩΤΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΕΒΕΝΤΙΔΗΣ

(2)

[i]

(3)

[ii]

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Πριν από την παρουσίαση της παρούσας διατριβής, επιθυμώ να ευχαριστήσω το κάθε μέλος της τριμελούς επιτροπής παρακολούθησης της διδακτορικής μου διατριβής. Τον επιβλέποντα καθηγητή κ. Βασίλη Δαλαμάγκα, Καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, για την άριστη συνεργασία, το ειλικρινές ενδιαφέρον και την άμεση ανταπόκρισή του σε κάθε πρόβλημα και δυσκολία που προέκυπτε. Τον κ. Στέλιο Κώτσιο, Καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, για την συνεχή επιστημονική καθοδήγηση και την συμπαράστασή του καθόλη την διάρκεια της μελέτης. Τον κ. Ιωάννη Λεβαντίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, για τις εύστοχες υποδείξεις του και την πολίτιμη βοήθειά του.

Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Πρόγραμμα Διδακτορικών Σπουδών του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (UADPHILECON) για την εμπιστοσύνη που έδειξε στις επιστημονικές μου δυνατότητες και την ευκαιρία που μου έδωσε να συνεχίσω τις σπουδές μου στην Ελλάδα, χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα.

Θέλω ακόμα να ευχαριστήσω το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ) για την χορήγηση υποτροφίας για την εκπόνηση της παρούσας διδακτορικής διατριβής.

Τέλος, θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον πατέρα μου Γιώργο, την μητέρα μου Μαρία και τον αδερφό μου Πέτρο που όλα αυτά τα χρόνια μου συμπαραστάθηκαν ηθικά και οικονομικά, διαμορφώνοντας γύρω μου ένα άνετο περιβάλλον, μέσα στο οποίο μπορούσα να εργαστώ και να επεκτείνω τις γνώσεις μου.

Δημήτρης Πίσσας

(4)

[iii]

ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: Καθηγητής ΕΚΠΑ, Δαλαμάγκας Βασίλειος

ΜΕΛΗ: Κώτσιος Στέλιος, Καθηγητής ΕΚΠΑ

Λεβεντίδης Ιωάννης, Αναπληρωτης Καθηγητής ΕΚΠΑ

ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ:

Κώτσιος Στέλιος, Καθηγητής ΕΚΠΑ, αντικατάσταση του καθηγητή Δαλαμάγκα Βασίλειου.

ΜΕΛΗ:

Λεβεντίδης Ιωάννης, Αναπληρωτης Καθηγητής ΕΚΠΑ Παπανδρέου Ανδρέας, Καθηγητής ΕΚΠΑ

Θεοχαράκης Νικόλαος, Αναπληρωτής ΚαθηγητήςΕΚΠΑ Μπασιάκος Ιωάννης, Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΚΠΑ Κωστελέτου Νικολίνα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΕΚΠΑ Αργείτης Γεώργιος, Καθηγητής ΕΚΠΑ

Η Δημόσια υποστήριξη της διδακτορικής διατριβής του κ. Πίσσα Δημητρίου, ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής, πραγματοποιήθηκε στης 12 Μαρτίου 2018, ημέρα Δευτέρα, και ώρα 10:00, στο Γρυπάρειο Μέγαρο, επί της οδού Σοφοκλέους 1, στην αίθουσα 416 (4ος Όροφος).

(5)

[iv]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η διδακτορική διατριβή με τίτλο «Φοροδιαφυγή: Φοροελεγκτικοί Κανόνες για τον περιορισμό της», έχει ως αντικείμενο την αξιολόγηση εναλλακτικών μεθόδων διεξαγωγής των φορολογικών ελέγχων στην Ελληνική Οικονομία. Η ανάλυση επικεντρώνεται σε δύο διαφορετικούς κανόνες επιλογής, τον Κανόνα Τυχαίας Επιλογής (Random Audit Rule) και τον Κανόνα Διαχωρισμού (Cutoff Audit Rule), και θέτει τρεις βασικούς στόχους. Ο πρώτος είναι ο προσδιορισμός της σχέσης της αποτελεσματικότητας του Κανόνα Τυχαίας Επιλογής με την στάση των φορολογουμένων στον κίνδυνο. Ο δεύτερος είναι ο προσδιορισμός της σχέσης της αποτελεσματικότητας του Κανόνα Διαχωρισμού με τον βαθμό ανισοδιανομής του συνολικού εισοδήματος. Τέλος ο τρίτος στόχος είναι η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των κανόνων επιλογής στην περίπτωση εφαρμογής τους στην Ελληνική Οικονομία.

Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων χρησιμοποιούνται οικονομετρικά προγράμματα (Distribution Fitting Programs), μοντέλα αριθμητικής προσομοίωσης (Numerical Analysis) και η Ανάλυση Συσχέτισης Grey (Grey Relational Analysis). Με την παρούσα διδακτορική διατριβή αναμένεται να καλυφθούν τα κένα που έχει δημιουργήσει η Θεωρία της Φοροδιαφυγής αναφορικά με το ζήτημα της αξιολόγησης των κανόνων επιλογής, να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ της θεωρητικής και εμπειρικής ανάλυσης και να δημιουργηθεί ένας οδηγός για την άσκηση της ελεγκτικής πολιτικής σε πρακτικό επίπεδο.

(6)

[v]

(7)

[vi]

Tax Evasion: Effectiveness of Audit Rules

In the Theory of Tax Evasion, audit rules constitute the basic policy instrument for the reduction of tax evasion. An audit rule describes the way by which the government selects the taxpayers for tax audits. There are many different ways of choosing the taxpayers for tax audits. Among the class of the audit rules, the random audit rule and the cutoff audit rule, take the most prominent position.

According to the random audit rule, the taxpayers are selected for a tax audit randomly, without taking into account tax reports. [Allingham and Sandmo (1972), Kolm (1973), Singh (1973), Yitzhaki (1974), Christiansen (1980), Sandmo (1981)].

According to the cutoff audit rule, for a tax audit are selected only the taxpayers, who report a low income, that is an income below a threshold or cutoff level. [Reinganum

& Wilde (1985), Scotchmer (1987), Cremer, Marchand & Pestieau (1990), Alm, Cronshaw and McKee (1993), Chander & Wilde (1998)]. In the random audit rule, the probability of audit is independent of taxpayers’ reported income. In the cutoff audit rule, there is a sufficient high probability of detection for the households, who declare income below the cutoff point, and a very low probability of detection for the remaining households.

The cutoff audit rule is considered to be more effective than the random audit rule, [Reinganum & Wilde, (1985)]. The cutoff audit rule generates at least as mush revenue as the random audit rule, when the taxpayers are risk neutral. Moreover, the cutoff audit rule is able to increase the level of compliance to a greater extentment than any other audit rule, since it provides incentives for taxpayers to report their incomes truthfully, [Alm, Cronshaw and McKee, (1993)]. From this point of view, the audit policy should be based on the cutoff audit rule, which means that the government must audit only low income taxpayers, while leaving unaudited the high incomes taxpayers.

The Theory of Audit Policy, in which the comparison of the audit rules is

conducted, does not take into account two major factors. The first factor is the

taxpayers’ degree of risk aversion. The analysis has been restricted only to risk neutral

taxpayers, who do not take into account the element of risk in their reporting

decisions, [Reinganum and Wilde (1985), Scotchmer (1987), Sanchez & Sobel (1993),

Cremer, Marchand & Pestieau (1990), Chander & Wilde (1998)]. The second factor is

(8)

[vii]

the inequality of income. The analysis has not examined how the distribution of total income, to income groups, affects the effectiveness of audit policy.

The taxpayers’ degree of risk aversion affects the effectiveness of the audit policy, when the audit rule gives rise to uncertainty on the taxpayers’ decision process.

The random audit rule introduces that uncertaity on taxpayers’ reporting decisions.

Particularly, in the presence of a random audit process, a taxpayer, who declares less than his actual income, faces two different states of nature: the states of detection and no detection. Under the state of detection, the taxpayer is choosen for a tax audit, his fraud is detected and he pays a penalty, additional to tax. Under the state of no detection, the taxpayer is not choosen for audit, his misreporting is not detected and he pays only a tax. Since taxpayers’ disposable income differs among states, the taxpayer’s attitude toward risk will affect his tax reports, the audit decisions of the government and the effectiveness of random audit rule. Those effects have been widely ignored by the Theory of Tax Evasion, because the majority of the studies were restricted in the area of risk neutral taxpayers.

The inequality of income affects the effectiveness of the audit policy, when the audit rule aims at specific income groups. The cutoff audit rule introduces the above effects, since taxpayers are audited according to their reported income. Specifically, the cutoff audit rule separates the taxpayers into two income groups. The taxpayers, who belong to the first group,earning income which is less or equal to the cutoff income. The taxpayers, who belong to the second group, earning income above the cutoff income. For tax audits are selected only the taxpayers of the first group, while the others remain unaudited. On the basis of the above separation, the distribution of total income to income groups will affect the audit decision of the government and the effectiveness of the cutoff audit rule.

The present study incorporates the taxpayer’s degree of risk aversion and the

inequality of income into the design of the optimal audit policy. The effectiveness of

the audit policy is measured by the net tax revenues, that government expects to

collect, in the equilibrium state. The taxpayer’s degree of risk aversion is measured by

the Arrow-Pratt coefficient of relative risk aversion. The economy’s degree of income

inequality is captured by the value of the Gini Coefficient. The main objectives of the

present study are the following two: First, is to clarify the relation between the

effectiveness of the random audit rule and the coefficient of risk aversion. Second is

(9)

[viii]

to verify the relation between the effectiveness of the cutoff audit rule and the Gini coefficient.

A numerical simulation model based on the Newton-Raphson method is developed in order to generate numerical data about the state of equilibrium and the effectiveness of audit policy in the Greek case. Numerical data were subjected to Grey Relational Analysis. Grey Relational Analysis quantifies the influence that an input variable exerts on the output variable and prioritizing the key factors of a system. Grey Relational Analysis is described as an alternative method of variable independence analysis [Tsai, Chang and Chen, (2003)].

Numerical results, based on the Greek economy for the year 2009, indicate a significant positive influence of the taxpayer’s risk aversion on the effectiveness of the random audit rule. Therefore, a government, that randomly selects the taxpayers for a tax audit, can expect to collect more tax revenue, when the taxpayers’ aversion toward risk increases. Moreover, numerical results reveal a significant positive influence of the inequality of income on the effectiveness of the cutoff audit rule.

Therefore, a government, that conducting tax audits according to the cutoff audit rule, should expect to collect more revenues, when the distribution of total income became more unequal.

The results of the present study identify the taxpayer’s degree of risk aversion and the inequality of income as key factors on the design of optimal audit policy.

Government should take into account the taxpayers attitude toward risk and the

distribution of total income, in order to select the more effective audit rule for the

collection of increased revenue. The main point of the analysis can be stated as

follows. When the taxpayers have high risk aversion, the audit policy should be based

on a random audit rule. On the other hand, in the economies, with high inequalities in

the distribution of income, the audit policy should be based upon the cutoff audit rule.

(10)

[ix]

(11)

[x]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ……….xviii

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ 1.1. Βασικό Μοντέλο της Φοροδιαφυγής………..……….1

1.2. Ελεγκτική Πολιτική και Βασικό Μοντέλο Φοροδιαφυγής……….12

1.3. Δημοσιοοικονομική Ανάλυση της Φοροδιαφυγής………..……….14

1.4. Θεωρία Ελεγκτικής Πολιτικής ………..18

1.4.1. Προσέγγιση Εντολέα-Εντολοδόχου……….………….21

1.4.2. Παίγνιο-Θεωρητική Προσέγγιση……….24

1.5. Θεωρία Σύγκρισης Εναλλακτικών Μηχανισμών Ελέγχου………..26

1.5.1. Αξιολόγηση βάσει του κριτηρίου της Ισότητας ………..…….27

1.5.2. Αξιολόγηση βάσει του κριτηρίου της φορολογικής συμμόρφωσης……….……….29

1.5.3. Αξιολόγηση βάσει του κριτηρίου της αποτελεσματικότητας ……….31

1.6. Συμπεράσματα 1ου Κεφαλαίου……….……….34

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ………36

Π.1.1: Συνάρτηση άριστου δηλούμενου εισοδήματος σε πεπλεγμένη μορφή (implicit form)………..36

Π.1.2: Προσδιορισμός πεπλεγμένων παραγώγων συνάρτησης άριστου δηλούμενου εισοδήματος………..38

Π.1.3: Αριστοποιητική Διαδικασία Φορολογουμένων στην περίπτωση του Κανόνα Διαχωρισμού………..…41

Π.1.4: Αριστοποιητική Διαδικασία Κυβέρνησης στο Παιγνιο – Θεωρητικό πλαίσιο ανάλυσης………..…….42

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΤΟΧΟΙ & ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ 2.1. Θεωρία Φοροδιαφυγής και ζητήματα για περαιτέρω έρευνα……….…….45

2.2. Αντικείμενο και Στόχοι Διδακτορικής Διατριβής………..48

2.3. Μεθοδολογία Ανάλυσης………...50

2.4. Υποθέσεις Ανάλυσης………...52

2.4.1. Κατανομή συνολικού εισοδήματος στην οικονομία………....52

2.4.2. Χαρακτηριστικά φορολογουμένων………54

2.4.3. Φοροεισπρακτική και φοροελεγκτική πολιτική………...56

2.5. Σημεία Ισορροπίας και Δείκτες Αποτελεσματικότητας………..….…58

2.5.1. Αντικειμενικές συναρτήσεις στον Κανόνα Τυχαίας Επιλογής ………...….61

2.5.2. Αντεικειμενικες συναρτήσεις στο Κανόνα Διαχωρισμού……….…….…….62

2.4. Συμπεράσματα 2ου Κεφαλαίου……….……….…64

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Π.2.1: Συνάρτηση καθαρών φορολογικών εσόδων στην περίπτωση του Κανόνα Διαχωρισμού………..65

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 3.1 Μέσος Φορολογικός Συντελεστής και Μέσο Οικογενειακό Εισόδημα………..67

3.2 Συνάρτηση Πυκνότητας Πιθανότητας Οικογενειακού Εισοδήματος………..……….71

3.3. Καμπύλη Lorenz και Συντελεστής Gini………..………..76

3.4. Φόρο – Εισπρακτικό και Φόρο – Ελεγκτικό Κόστος ………..81

3.5. Συντελεστής Προστίμου………..…84

3.5.1. Τεκμήρια Δαπανών Διαβίωσης………..85

3.5.2. Προσαυξήσεις, πρόστιμα και χρηματικές ποινές στους άμεσους φόρους………..……..87

3.6. Συμπεράσματα 3ου Κεφαλαίου………89

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Π.3.1: Στατιστικό Δελτίο Φορολογικών Δεδομένων Οικονομικού Έτους 2009……….……..90

Π.3.2: Αριθμός ατόμων ανά φορολογική δήλωση έτους 2009………...94

Π.3.3: Έλεγχος Καλής Προσαρμογής Κατανομής Εισοδήματος έτος 2009……….…….95

(12)

[xi]

Π.3.4: Διαδικασία προσδιορισμού Συνάρτησης Lorenz………...96

Π.3.5: Διαδικασία προσδιορισμού συναρτησιακής μορφής Συντελεστή Gini……….97

Π.3.6: Απολογιστικό Δελτίο Πληρωμών Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών………..….………..98

Π.3.7. Υπολογισμός Τεκμαρτού Φόρου………..…………...99

Π.3.8. Υπολογισμός Χρηματικών Προστίμων Φυσικών Προσώπων………..….………...99

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΥΧΑΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ & ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ 4.1. Η έννοια του κινδύνου της φοροδιαφυγής………101

4.2. Η έννοια της Αποστροφής στον κίνδυνο για την φοροδιαφυγή ………106

4.3. Αλληλεπίδραση κυβέρνησης και φορολογουμένων και Ισορροπία……….108

4.3.1. Προσδιορισμός Άριστης Πιθανότητας Εντοπισμού (στάδιο α΄)………..109

4.3.2. Προσδιορισμός Άριστου Δηλούμενου Εισοδήματος (στάδιο β΄)………114

4.3.3 Επαναλαμβανόμενες Αναπροσαρμογές των p* και x* (στάδιο γ’)……….…116

4.4. Αποτελεσματικότητα Κανόνα Τυχαίας Επιλογής ………...…..118

4.5. Ειδική περίπτωση της Γραμμικής Συνάρτησης Χρησιμότητας………..…..….121

4.6. Συμπεράσματα 4ου Κεφαλαίου………..…….……….122

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ & ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ 5.1 Εισαγωγή………..125

5.2. Συντελεστής Gini στην Weibull Κατανομή………127

5.3. Συντελεστής Μεταβλητότητας στην Weibull Κατανομή……….…131

5.4. Κατάσταση Ισορροπίας Κανόνα Διαχωρισμού στην Weibull κατανομή……….……138

5.4.1 Άριστο εισόδημα διαχωρισμού στην Weibull οικονομία……….……..138

5.4.2. Άριστο δηλούμενο εισόδημα στην Weibull οικονομία………141

5.3.3 Αποτελεσματικότητα Κανόνα Διαχωρισμού στην Weibull οικονομία………..……….143

5.5. Ειδικά Θέματα 5ου Κεφαλαίου……….………147

5.6 Συμπεράσματα 5ου Κεφαλαίου……….……….…..155

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ 6.1. Κανόνας Τυχαίας Επιλογής (random audit rule)……….….……157

6.1.1. Συντελεστής Αποστροφής Κινδύνου g και Σημείο Ισορροπίας {p*(g) ; x*(g)}……….….……..160

6.1.2. Συντελεστής Αποστροφής Κινδύνου g και Δείκτης Αποτελεσματικότητας r*(g)………...164

6.2. Κανόνας Διαχωρισμού (cutoff audit rule)……….……..168

6.2.1. Συντελεστής Gini G και Σημείο Ισορροπίας {co*(G) ; x*(G)}……….………….171

6.2.2. Συντελεστής Gini G και Δείκτης Αποτελεσματικότητας r*(G)………..……….177

6.3. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ………....182

6.3.1. Αξιολόγηση Κανόνων Επιλογής μέσω Διαγράμματος «Edgeworth» ……….183

6.3.2. Αξιολόγηση μέσω Διαγράμματος «Ίσο αποτελεσματικότητας» ………187

6.4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ………..……….191

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ……….……192

Π.6.1: ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΝΟΝΑ ΤΥΧΑΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ………..………….192

Π.6.2: ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΝΟΝΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ………..195

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ 7.1. Εισαγωγή………..………..197

7.2. Ανάλυση Συσχέτισης Grey……….…..……198

7.3. Ανάλυσης Συσχέτισης Grey και Κανόνας Τυχαίας Επιλογής……….…….……….203

7.4. Ανάλυσης Συσχέτισης Grey και Κανόνας Διαχωρισμού……….……….211

7.5. Συμπεράσματα 7ου Κεφαλαίου……….…………..217

(13)

[xii]

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Π.7.1: ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΕΙΣΟΔΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ (random audit rule)………..……….……218

Π.7.2: ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΩΝ ΕΙΣΟΔΟΥ & ΕΞΟΔΟΥ (random audit rule)……….………..218

Π.7.3: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ (coefficients) ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY (random audit rule)……….……….220

Π.7.4: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΒΑΘΜΩΝ (grade) ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY (random audit rule)……….…….222

Π.7.5: ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΕΙΣΟΔΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ (cutoff audit rule)……….……223

Π.7.6: ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΩΝ ΕΙΣΟΔΟΥ & ΕΞΟΔΟΥ (cutoff audit rule)……….224

Π.7.7: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ (coefficients) ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY (cutoff audit rule)………225

Π.7.8: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΒΑΘΜΩΝ (grade) ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY (cutoff audit rule)………..……….227

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ & ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΡΕΥΝΑ………229

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………...………..…235

(14)

[xiii]

(15)

[xiv]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.1: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΕΤΟΥΣ 2009………68

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.2: ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ………..72

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.3: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΕΤΟΥΣ 2009……….75

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.4: ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΕΤΟΥΣ 2009………..77

ΠΙΚΑΝΑΣ 3.5: ΔΑΝΑΠΕΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2009………..82

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.6: ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ………83

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.7: ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΔΑΠΑΝΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΕΚΜΑΡΤΟΣ ΦΟΡΟΣ ΚΑΤΑ ΔΙΑΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ…..86

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.8: ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΕΤΟΥΣ 2009………89

ΠΙΝΑΚΙΟ 4.1: ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΤΥΧΑΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ………..120

ΠΙΝΑΚAΣ 5.1: ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ WEIBULL ΚΑΤΑΝΟΜΩΝ………..134

ΠΙΝΑΚΙΟ 5.1: ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ……….….146

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.2: ΤΥΧΑΙΕΣ ΚΑΤΑΝΟΜΕΣ – ΣΤΑΘΕΡΟ ΔΗΛΟΥΜΕΝΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ………..149

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.3: ΤΥΧΑΙΕΣ ΚΑΤΑΝΟΜΕΣ – ΜΕΙΩΣΗ ΔΗΛΟΥΜΕΝΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ………..…....152

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.4: ΤΥΧΑΙΕΣ ΚΑΤΑΝΟΜΕΣ – ΑΥΞΗΣΗ ΔΗΛΟΥΜΕΝΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ………..……..153

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.1: ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ανά ΒΑΘΜΟ ΑΠΟΣΤΡΟΦΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ……….………….160

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.2: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΑΠΟΣΤΡΟΦΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ και ΤΥΠΙΚΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ (ΚΙΝΔΥΝΟΣ)……….………..162

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.3: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΝΟΝΑ ΤΥΧΑΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ και ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ………165

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.4: ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΟΣΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΣΟΔΩΝ ΣΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΤΥΧΑΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ……….….167

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.5: ΤΙΜΕΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ GINI G………..171

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.6: ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ανά ΤΙΜΗ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ GINI………172

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.7: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ και ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ……….173

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.8: ΔΗΛΟΥΜΕΝΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ………...174

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.9: ΒAΘΜΟΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΦΟΡΟΦΥΓΑΔΩΝ ΣΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ……….…177

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.10: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΝΟΝΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ και ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ GINI……….…178

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.11: ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΟΣΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΣΟΔΩΝ ΣΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ………..180

ΠΙΝΑΚΙΟ 6.1: ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΡΟΠΟ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ………..……...183

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.1: ΜΗ ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Random Audit Rule………..…204

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.2: ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ : Random Audit Rule………..…205

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.3. ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY: Διάνυσμα Βάσης r^ (Random Audits)……….…..….206

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.4: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY: Διάνυσμα Βάσης p^ (Random Audits)………206

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.5: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY: Διάνυσμα Βάσης x^ (Random Audits)………..…....207

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.6: ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY: ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΥΧΑΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ……….……..….207

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.7: ΜΗ ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Cutoff Audit Rule……….…..……212

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.8: ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Cutoff Audit Rule……….……..….213

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.9: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY: Διάνυσμα Βάσης r^ (Cutoff Audits)……….………….213

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.10: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY: Διάνυσμα Βάσης co^ (Cutoff Audits)………214

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.11: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY: Διάνυσμα Βάσης x^ (Cutoff Audits)……….………....214

ΠΙΝΑΚΑΣ 7.12: ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ GREY: ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ………..………..214

(16)

[xv]

(17)

[xvi]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3.1: ΙΣΤΟΓΡΑΜΜΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΤΟΥΣ 2009………..73

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3.2: ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΕΤΟΥΣ 2009……….75

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3.3 : ΚΑΜΠΥΛΗ LORENZ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΤΟΥΣ 2009………78

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3.4: ΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ GINI ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΤΟΥΣ 2009………..79

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4.1: ΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΚΑΘΑΡΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ……….113

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4.2: ΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ……….116

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5.1: ΚΑΜΠΥΛΗ LORENZ L(y) ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ a WEIBULL ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ……….130

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5.2: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑΣ και ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΜΟΡΦΗΣ………..132

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6.1: ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΑΠΟΣΤΡΟΦΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ………...161

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6.2: ΔΗΛΟΥΜΕΝΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΑΠΟΣΤΡΟΦΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ………..161

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6.3: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΝΟΝΑ ΤΥΧΑΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ……….166

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6.4: ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ GINI………..172

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6.5: ΔΗΛΟΥΜΕΝΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ GINI………173

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6.6 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΝΟΝΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ και ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ GINI………179

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6.7: ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΝΟΝΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ……….………..184

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6.8: ΚΑΜΠΥΛΗ «ΙΣΟΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ» ΚΑΝΟΝΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ………..188

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6.9: ΚΑΜΠΥΛΗ «ΙΣΟ – ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ» ΚΑΝΟΝΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ……….189

(18)

[xvii]

(19)

[xviii]

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η διδακτορική διατριβή ασχολείται με την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των φοροελεγκτικών κανόνων, ή φορολογικών κανόνων επιλογής. Οι κανόνες αυτοί αποτελούν το βασικό στοιχείο της ελεγκτικής πολιτικής, καθώς ρυθμίζουν τον τρόπο διεξαγωγής των φορολογικών ελέγχων στην οικονομία. Στην συνηθέστερη περίπτωση, η ελεγκτική πολιτική στηρίζεται στον Κανόνα Τυχαίας Επιλογής και στον Κανόνα Διαχωρισμού. Στην πρώτη περίπτωση, οι φορολογικοί έλεγχοι πραγματοποιούνται τυχαία και ανεξάρτητα από το εισόδημα που δηλώνουν οι φορολογούμενοι. Στην δεύτερη περίπτωση, οι έλεγχοι στοχεύουν στους φορολογούμενους, που δηλώνουν εισόδημα μικρότερο από κάποιο προκαθορισμένο επίπεδο (εισόδημα διαχωρισμού).

Αναφορικά με την αξιολόγηση των κανόνων επιλογής, η Θεωρία της Φοροδιαφυγής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, η κυβέρνηση πρέπει να επιλέγει για έλεγχο μόνο όσους δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα, ενώ όσοι δηλώνουν υψηλά εισοδήματα, δεν χρειάζεται να ελέγχονται.

Ωστόσο, το πλαίσιο, μέσω του οποίου η Θεωρία της Φοροδιαφυγής καταλήγει στο παραπάνω συμπέρασμα, δεν λαμβάνει υπόψη μία σειρά ζητημάτων. Το πρώτο ζήτημα αφορά την στάση των φορολογουμένων απέναντι στον κίνδυνο. Το δεύτερο ζήτημα αφορά τον βαθμό ανισοδιανομής του συνολικού εισοδήματος στην οικονομία. Τέλος, το τρίτο ζήτημα αφορά στην εμπειρική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των κανόνων επιλογής.

Με βάση τα παραπάνω, η διδακτορική διατριβή θέτει ως στόχο να ενσωματώσει στην ανάλυση την στάση των φορολογουμένων στον κίνδυνο και τον βαθμό ανισοδιανομής του συνολικού εισοδήματος, και να επαναξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των κανόνων επιλογής. Η αξιολόγηση των κανόνων επιλογής γίνεται στο πλαίσιο μιας οικονομίας, με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής. Τα στοιχεία, που χρησιμοποιούνται προέρχονται από μετρήσεις μοντέλων αριθμητικής προσομοίωσης των κανόνων επιλογής.

Η παρούσα διδακτορική διατριβή είναι δομημένη με τον ακόλουθο τρόπο.

Στο 1ο κεφάλαιο γίνεται μία επισκόπηση της Θεωρίας της Φοροδιαφυγής. Η επισκόπηση δεν καλύπτει το σύνολο της θεωρίας, αλλά επικεντρώνεται στο σχετικά με την παρούσα διατριβή πεδίο έρευνας. Συγκεκριμένα περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίον η Θεωρία της Φοροδιαφυγής αναλύει τις αποφάσεις των φορολογουμένων για το μέγεθος του εισοδήματος, που δηλώνουν στην εφορία. Επίσης, περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση σχεδιάζει την πολιτική αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Τέλος, περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίον αξιολογούνται τα αποτελέσματα της ελεγκτικής πολιτικής. Η ανάλυση του 1ου κεφαλαίου επιτρέπει στον αναγνώστη, όχι μόνο να εξοικειωθεί με την Θεωρία της

(20)

[xix]

Φοροδιαφυγής, αλλά και να συγκρίνει τα αποτελέσματα αυτής με τα αντίστοιχα της παρούσας διδακτορικής διατριβής.

Στο 2ο κεφάλαιο εξειδικεύονται οι στόχοι της παρούσας διδακτορικής διατριβής, περιγράφεται η μεθοδολογική προσέγγιση και οι υποθέσεις που χρησιμοποιούνται.

Στο 3ο κεφάλαιο υπολογίζονται ορισμένα βασικά οικονομικά στοιχεία της Ελληνικής Οικονομίας. Τα στοιχεία δεν αφορούν το σύνολο των οικονομικών μεγεθών, αλλά όσων σχετίζονται με την παρούσα διδακτορική διατριβή. Μεταξύ αυτών είναι ο μέσος φορολογικός συντελεστής, το μέσο οικογενειακό εισόδημα, ο συντελεστής προστίμου, το κόστος του φοροεισπρακτικού και φοροελεγκτικού μηχανισμού ανά φορολογούμενο, η συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας του εισοδήματος, η συνάρτηση Lorenz και ο συντελεστής Gini. Τα παραπάνω οικονομικά μεγέθη αφορούν το έτος 2009 και αποτελούν την βάση για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητα των κανόνων επιλογής στην περίπτωση εφαρμογή τους στην Ελληνική Οικονομία.

Στο 4ο κεφάλαιο αναλύεται ο κανόνα τυχαίας επιλογής και εξετάζεται η σύνδεση της αποτελεσματικότητάς του, με τον βαθμό αποστροφής των φορολογουμένων στον κίνδυνο.

Ο κανόνας τυχαίας επιλογής εισάγει το στοιχείο του κινδύνου, με αποτέλεσμα οι επιλογές των ατόμων να εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από τον βαθμό αποστροφής τους στον κίνδυνο.

Στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης, ο κίνδυνος μετράται από την τυπική απόκλιση του διαθεσίμου εισοδήματος σε κάθε κατάσταση πραγμάτων, ο βαθμός αποστροφής μετράται από τον συντελεστή σχετικής αποστροφής κινδύνου του Arrow-Pratt, η αποτελεσματικότητα του κανόνα τυχαίας επιλογής μετράται από τα καθαρά φορολογικά έσοδα, που η κυβέρνηση προσδοκά να συγκεντρώσει στην κατάσταση ισορροπίας της οικονομίας. Ο στόχος του 4ου κεφαλαίου είναι η εξέταση της σύνδεσης μεταξύ των καθαρών φορολογικών εσόδων και του συντελεστή αποστροφής κινδύνου.

Στο 5ο κεφάλαιο αναλύεται ο κανόνας διαχωρισμού και εξετάζεται η σύνδεση της αποτελεσματικότητας του με τον βαθμό ανισοκατανομής του συνολικού εισοδήματος. Ο κανόνας διαχωρισμού, διαχωρίζει τους φορολογούμενους σε εισοδηματικές ομάδες, με αποτέλεσμα η κατανομή του συνολικού εισοδήματος μεταξύ των ομάδων αυτών να επηρεάζει την αποτελεσματικότητά της ελεγκτικής πολιτικής. Η αποτελεσματικότητα του Κανόνα Διαχωρισμού μετράται από τα καθαρά φορολογικά έσοδα που η κυβέρνηση προσδοκά να συγκεντρώσει στο σημείο ισορροπίας της οικονομίας, ενώ ο βαθμός ανισοδιανομής του συνολικού εισοδήματος μετράται από τον συντελεστή Gini. Ο στόχος του 5ου κεφαλαίου είναι η εξέταση της σύνδεσης μεταξύ των καθαρών φορολογικών εσόδων και του συντελεστή Gini.

(21)

[xx]

Στο 6ο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο τρόπος αξιολόγησης των κανόνων επιλογής. Η αξιολόγηση αυτή γίνεται για μια οικονομία, με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής. Τα στοιχεία, που χρησιμοποιούνται στην διαδικασία αξιολόγησης, προέρχονται από τις μετρήσεις των μοντέλων αριθμητικής προσομοίωσης των κανόνων επιλογής. Οι αριθμητικές μετρήσεις λαμβάνουν υπόψη την επίδραση, που ασκεί ο βαθμός αποστροφής κινδύνου και ο βαθμός ανισοδιανομής, στην αποτελεσματικότητα των κανόνων επιλογής.

Στο 7ο κεφάλαιο εξετάζεται το ζήτημα της ευαισθησίας, της κατάστασης ισορροπίας και της αποτελεσματικότητας των κανόνων επιλογής, στις μεταβολές του συντελεστή Gini και του συντελεστή αποστροφής κινδύνου. Για την εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος χρησιμοποιείται η Ανάλυση Συσχέτισης Grey.

Στο 8ο κεφάλαιο συνοψίζονται τα κεντρικά συμπεράσματα της διδακτορική διατριβή και προτείνονται κατευθύνσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος.

(22)

[1]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ

Το κεφάλαιο 1 προσφέρει μία επιλεκτική παρουσίαση των ζητημάτων που απασχολούν την Θεωρία της Φοροδιαφυγής (Theory of Tax Evasion) (1). Ειδικότερα, στην ενότητα 1.1 και 1.2 παρουσιάζεται το Βασικό Μοντέλο της Φοροδιαφυγής (Standard Model of Tax Evasion). Στην ενότητα 1.3 περιγράφεται η Δημοσιοοικονομική Ανάλυση της Φοροδιαφυγής (Public Economic Approach). Στην ενότητα 1.4 εισάγεται η Θεωρία της Ελεγκτικής Πολιτικής (Theory of Audit Policy). Τέλος, στην ενότητα 1.5 παρουσιάζεται η Θεωρία Σύγκρισης των εναλλακτικών Μηχανισμών Ελέγχου (Theory of Alternative Audit Rules).

1.1 Βασικό Μοντέλο της Φοροδιαφυγής

Το Βασικό Μοντέλο της Φοροδιαφυγής (Standard Model of Tax Evasion) προσεγγίζει το φαινόμενο της φοροδιαφυγής (Tax Evasion) από την οπτική γωνία του φορολογουμένου.

Το μοντέλο δημιουργήθηκε από τους Allingham & Sandmo (1972) και Yitzhaki (1974), και αναλύει την συμπεριφορά του ατόμου κατά την στιγμή συμπλήρωσης της φορολογικής του δήλωσης, δηλαδή κατά τον χρόνο που προσδιορίζεται το μέγεθος του εισοδήματος που δηλώνεται στην κυβέρνηση. Το χρονικό σημείο συμπλήρωσης της φορολογικής δήλωσης είναι καθοριστικό καθώς τότε διαμορφώνεται το μέγεθος της φοροδιαφυγής.

Σύμφωνα με τις υποθέσεις του Βασικού Μοντέλου της Φοροδιαφυγής, ο κάθε φορολογούμενος πραγματοποιεί εισόδημα w > 0, το οποίο είναι σταθερό κατά την στιγμή συμπλήρωσης της φορολογικής του δήλωσης(2). Το εισόδημα w δημιουργείται από τις οικονομικές δραστηριότητες του ατόμου και είναι γνωστό μόνο στον κάτοχό του. Με την φορολογική του δήλωση ο φορολογούμενος αποφασίζει πoιό μέρος του εισοδήματος w θα γνωστοποιήσει στην φορολογική αρχή και ποιο θα αποκρύψει.

Η φορολογική νομοθεσία υποχρεώνει τον φορολογούμενο να μεταβιβάσει στο Κράτος ένα μέρος του δηλούμενου εισοδήματός του με την μορφή φόρου εισοδήματος (income tax).

Το ποσό του φόρου καθορίζεται από το ισχύον φορολογικό σύστημα. Στο Βασικό Μοντέλο της Φοροδιαφυγής το φορολογικό σύστημα είναι αναλογικό ως προς το δηλούμενο

1 Μία γενικότερη επισκόπηση της Θεωρίας της Φοροδιαφυγής προσφέρεται από τον G. Myles (1995), τους Andreoni, Erand &

Feinstein (1998) και τον Sandmo (2005).

2 Η υπόθεση του σταθερού εισοδήματος έχει ως στόχο να αποκλειστούν από την ανάλυσης οι αποφάσεις που λαμβάνει το άτομο αναφορικά με την κατανομή του διαθέσιμου χρόνου μεταξύ ανάπαυσης και εργασίας, ή μεταξύ επίσημου και ανεπίσημου τομέα εργασίας, δηλαδή οι αποφάσεις που καθορίζουν το μέγεθος του εισοδήματος. Με την υπόθεση αυτή, η ανάλυση επικεντρώνεται αποκλειστικά στην συμπλήρωση της φορολογικής δήλωσης, δηλαδή στον προσδιορισμό του μεγέθους του δηλούμενου εισοδήματος.

(23)

[2]

εισόδημα (Proportional Tax System), και επομένως, ο φόρος εισοδήματος αποτελεί γραμμική συνάρτηση του δηλούμενου εισοδήματος(3)

𝚻(𝐱) = 𝐭 ∙ 𝐱 (1.1)

Όπου Τ είναι τα φορολογικά έσοδα, t ∈ [0 , 1] είναι ο φορολογικός συντελεστής και x ∈ [0 , w] είναι το δηλούμενο εισόδημα. Στο αναλογικό φορολογικό σύστημα ο φορολογικός συντελεστής t είναι σταθερός σε κάθε κλιμάκιο του δηλούμενου εισοδήματος.

Προκειμένου η κυβέρνηση να διαπιστώσει εάν τα άτομα στην οικονομία δηλώνουν τα πραγματικά τους εισοδήματα, πραγματοποιεί μία σειρά φορολογικών ελέγχων. Στο Βασικό Μοντέλο της Φοροδιαφυγής, οι φορολογούμενοι επιλέγονται τυχαία για έλεγχο, δηλαδή ανεξάρτητα από το μέγεθος του δηλούμενου εισοδήματός τους. Κατά συνέπεια, όλοι αντιμετωπίζουν μία ενιαία και σταθερή ως προς το δηλούμενο εισόδημα πιθανότητα εντοπισμού, που συμβολίζεται με p (4)

𝐩 = 𝛔𝛕𝛂𝛉𝛆𝛒ά (1.2)

όπου p ∈ [0 , 1]. Όταν οι φορολογικοί έλεγχοι πραγματοποιούνται τυχαία, η ελεγκτική πολιτική στηρίζεται στον Κανόνα Τυχαίας Επιλογής (Random Audit Rule).

Στην περίπτωση που ο φορολογούμενος επιλεγεί για φορολογικό έλεγχο, το μέγεθος του w γίνεται γνωστό στην κυβέρνηση, και διαπιστώνεται εάν έχει υπάρξει εσκεμμένη απόκρυψη εισοδήματος(5). Όταν εντοπιστεί παράβαση, ο φορολογούμενος καλείται να πληρώσει ένα επιπλέον του φόρου εισοδήματος χρηματικό πρόστιμο (penalty or fine). Το μέγεθος του προστίμου καθορίζεται από το σύστημα ποινών. Στο Βασικό Μοντέλο της Φοροδιαφυγής, το σύστημα ποινών είναι αναλογικό σε σχέση με τον διαφεύγοντα φόρο

3 Εναλλακτικά του αναλογικού φορολογικού συστήματος είναι το προοδευτικό (progressive tax system) και το αντίστροφα αναλογικό (regressive tax system). Στο πρώτο, ο φορολογικός συντελεστής αυξάνεται κάθε φορά που δηλώνεται υψηλότερο εισόδημα. Στο δεύτερο, ο φορολογικός συντελεστής μειώνεται όταν αυξάνεται το εισόδημα.

4 Ο Sandmo (2006) τονίζει ότι η πιθανότητα p που εμφανίζεται στο Βασικό Μοντέλο είναι η υποκειμενική πιθανότητα εντοπισμού (taxpayer’s subjective probability of detection) και εκφράζει την αντίληψη την οποία έχει ο φορολογούμενος αναφορικά με το ενδεχόμενο του εντοπισμού του. Ωστόσο, όπως ο ίδιος δηλώνει στην συνέχεια, η υποκειμενική πιθανότητα πρέπει να είναι ίδια με την αντικειμενική (actual frequency of audits) για να μην υπάρξουν αναλυτικά προβλήματα. Έτσι, θεωρείται πάντα ότι ο φορολογούμενος διαμορφώνει μια πιθανότητα εντοπισμού η οποία είναι πάντα ίδια με την πραγματική πιθανότητα που επιβάλλει η κυβέρνηση.

5 Το Βασικό Μοντέλο υποθέτει ότι ο φορολογικός έλεγχος είναι τέλειος ή αποτελεσματικός. Κάθε φορά που επιλέγεται ο φορολογούμενος για έλεγχο, το φοροδιαφεύγον εισόδημα θα αποκαλύπτεται και θα δηλώνεται στην φορολογική αρχή. Ωστόσο οι J. Alm (1988), S. Scotchmer & Slemrod J. (1989), A. Snow, Ronald S. & Warren Jr. (2005) τροποποίησαν την υπόθεση αυτή θεωρώντας ότι κατά την διάρκεια του φορολογικού ελέγχου μπορεί να γίνουν λάθη από την μεριά της ελεγκτικής αρχής και επομένως να μην αποκαλυφθεί το πραγματικό μέγεθος του φοροδιαφεύγοντος εισοδήματος.

(24)

[3]

(Proportional Penalty System), και επομένως το πρόστιμο της φοροδιαφυγής αποτελεί μία γραμμική συνάρτηση του διαφεύγοντος φόρου(6)

𝐬(𝐰, 𝐱) = 𝐟 ∙ 𝐭 ∙ (𝐰 − 𝐱) = (𝟏 + 𝐅) ∙ 𝐭 ∙ (𝐰 − 𝐱) (1.3)

όπου F < 1 είναι ο συντελεστής προστίμου, f > 1 είναι ο σύνθετος συντελεστής φόρου και προστίμου ανά μονάδα διαφεύγοντος φόρου και t ∙ (w − x) είναι ο διαφεύγων φόρος. Στο αναλογικό σύστημα ποινών, ο σύνθετος συντελεστής f είναι σταθερός σε όλα τα κλιμάκια της φοροδιαφυγής(7). Επίσης, ο συντελεστής αυτός είναι μεγαλύτερος της μονάδας, και άρα το πρόστιμο συν το φόρο που πληρώνει το άτομο στην κατάσταση εντοπισμού f ∙ t ∙ (w − x) είναι μεγαλύτερο του διαφεύγοντος φόρου t ∙ (w − x).

Η διεξαγωγή των φορολογικών ελέγχων βάσει του Κανόνα Τυχαίας Επιλογής, δημιουργεί στον κάθε φορολογούμενο δύο διαφορετικές καταστάσεις πραγμάτων: την κατάσταση εντοπισμού (state of detection) και την κατάσταση μη εντοπισμού (state of no detection).

Στην κατάσταση εντοπισμού, ο φορολογούμενος επιλέγεται για φορολογικό έλεγχο και το μέγεθος του εισοδήματος που πραγματοποιεί γίνεται γνωστό στην ελεγκτική αρχή. Εάν το δηλούμενο εισόδημα είναι μικρότερο από το πραγματικό x < w, ο φορολογούμενος πληρώνει όχι μόνο τον φόρο επί του δηλούμενου εισοδήματος Τ(x) = t ∙ x αλλά και το αναλογούντα φόρο συν το πρόστιμο επί του διαφεύγοντος εισοδήματος s(w, x) = f ∙ t ∙ (w − x). Συνεπώς, το διαθέσιμο εισόδημα του ατόμου στην κατάσταση εντοπισμού είναι

𝐲 = 𝐰 − 𝐭 ∙ 𝐱 − 𝐟 ∙ 𝐭 ∙ (𝐰 − 𝐱) (1.4)

Η πιθανότητα εμφάνισης της κατάστασης εντοπισμού είναι p και είναι ίση με την πιθανότητα εντοπισμού την οποία επιβάλλει η κυβέρνηση (probability of detection). Ο φορολογούμενος γνωρίζει κατά την στιγμή συμπλήρωσης της φορολογικής του δήλωσης τόσο το μέγεθος του εισοδήματος y όσο και το μέγεθος της πιθανότητας p.

Στην κατάσταση μη εντοπισμού ο φορολογούμενος δεν επιλέγεται για φορολογικό έλεγχο και το μέγεθος του εισοδήματος που πραγματοποιεί δεν περιέρχεται σε γνώση της φορολογικής αρχής. Στην περίπτωση αυτή το άτομο πληρώνει μόνο φόρο επί του

6 Στην εργασία των Allingham & Sandmo (1972), το πρόστιμο υπολογιζόταν βάσει του διαφεύγοντος εισοδήματος: s(w, x) = f ∙ (w − x). Ο Yitzhaki (1974), ωστόσο, έχοντας υπόψη το παράδειγμα των Ισραηλινών και των Αμερικάνικων νόμων, τροποποίησε τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου και υιοθέτησε την συνάρτηση προστίμου 1.3.

7Το Βασικό Μοντέλο υποθέτει ότι το σύστημα ποινών περιλαμβάνει μόνο χρηματική ποινή. Καμία άλλου είδους τιμωρία, όπως για παράδειγμα η φυλάκιση, δεν προβλέπεται.

(25)

[4]

δηλούμενου εισοδήματος Τ(x) = t ∙ x. Συνεπώς, το διαθέσιμο εισόδημα του ατόμου στην κατάσταση μη εντοπισμού είναι

𝐳 = 𝐰 − 𝐭 ∙ 𝐱 (1.5)

Η πιθανότητα εμφάνισης της κατάστασης μη εντοπισμού είναι 1 − p και ονομάζεται πιθανότητα μη εντοπισμού (probability of no detection)(8). Ο φορολογούμενος γνωρίζει κατά την στιγμή συμπλήρωσης της φορολογικής του δήλωσης τόσο το μέγεθος του εισοδήματος z όσο και το μέγεθος της πιθανότητας 1 − p.

Στο πλαίσιο αυτό, η διεξαγωγή των φορολογικών ελέγχων βάσει του Κανόνα Τυχαίας Επιλογής καθιστά την φοροδιαφυγή ως μία ενέργεια που περιέχει το στοιχείου του κινδύνου ή του ρίσκου (risk) για τον φορολογούμενο(9). Ο κίνδυνος υφίσταται λόγω της μεταβλητότητας των αποτελεσμάτων της φοροδιαφυγής, δηλαδή λόγω της διαφοράς των εισοδημάτων στην κατάσταση εντοπισμού y και μη εντοπισμού z. Δεδομένου ότι η διαφορά μεταξύ των z και y οφείλεται στο όρο s(w, x), ο κίνδυνος συνδέεται με το μέγεθος του προστίμου και του πρόσθετου φόρου επί του διαφεύγοντος ποσού φόρου. Για να απλοποιήσουμε την ανάλυση, ο όρος s(w, x) θα αναφέρεται εφεξής ως μέγεθος προστίμου.

Όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος του προστίμου, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος που συνοδεύει την ενέργεια της φοροδιαφυγής. Ο μόνος τρόπος για να αποφύγει ο φορολογούμενος τον κίνδυνο είναι η δήλωση του εισοδήματος που πραγματοποεί x = w και επομένως η πληρωμή του φόρου Τ(w) = t ∙ w (10)

Με δεδομένο το εισόδημα στην κατάσταση εντοπισμού και μη εντοπισμού, ο φορολογούμενος υπολογίζει τον βαθμό χρησιμότητας που του παρέχει το διαθέσιμο εισόδημα (Utility of Income). Το Βασικό Μοντέλο υποθέτει ότι ο φορολογούμενος έχει μία συνάρτηση χρησιμότητας u(w), η οποία είναι αύξουσα (increasing) και κοίλη (concave) ως προς το εισόδημα. Η συγκεκριμένη συνάρτηση χρησιμότητας έχει δύο βασικές ιδιότητες.

8 Το άθροισμα των πιθανοτήτων εμφάνισης των δύο καταστάσεων πραγμάτων είναι ίσο με την μονάδα: p + (1 − p) = 1.

9Η έννοια του κινδύνου (risk) δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια της αβεβαιότητας (uncertainty). Σύμφωνα με τον Frank Knight (1921), ο κίνδυνος ή το ρίσκο αναφέρονται σε καταστάσεις όπου το τελικό αποτέλεσμα μίας ενέργειας είναι αβέβαιο, αλλά είναι όμως γνωστές ή υπολογίσιμες οι πιθανότητες εμφάνισης του κάθε πιθανού αποτελέσματος. Αντίθετα, η αβεβαιότητα αναφέρεται σε καταστάσεις όπου τόσο το τελικό αποτέλεσμα μίας ενέργειας όσο και οι πιθανότητας εμφάνισης των πιθανών αποτελεσμάτων είναι άγνωστες και μη υπολογίσιμες. Με λίγα λόγια, ο “κίνδυνος” μπορεί να υπαχθεί σε ποσοτική μέτρηση, ενώ η “αβεβαιότητα” δεν μπορεί να μετρηθεί. Σύμφωνα με την Νεοκλασική Οικονομική Θεωρία, τα οικονομικά φαινόμενα είναι φαινόμενα που εμπεριέχουν κίνδυνο και όχι αβεβαιότητα. Η φοροδιαφυγή αποτελεί ένα παράδειγμα οικονομικού φαινομένου που περιέχει το στοιχείο του κινδύνου.

10 Όταν ο φορολογούμενος δηλώσει το πραγματικό του εισόδημα x = w και επιλεγεί για φορολογικό έλεγχο, το διαθέσιμο εισόδημά του θα είναι y = w − t ∙ w − f ∙ t ∙ (w − w) = w − t ∙ w. Αντίστοιχα, εάν δεν επιλεγεί για φορολογικό έλεγχο, το διαθέσιμο εισόδημά του θα είναι z = w − t ∙ w. Επομένως, όταν x = w τότε y = z.

(26)

[5]

Η πρώτη ονομάζεται ιδιότητα του μη κορεσμού (non satiation property) και εξασφαλίζει ότι η χρησιμότητα του ατόμου θα μεγαλώνει συνεχώς καθώς αυξάνεται το εισόδημα u(w) > 0 (11).

Η δεύτερη ιδιότητα ονομάζεται ιδιότητα της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας του εισοδήματος (decreasing marginal utility of income property) και εξασφαλίζει ότι η

“πρόσθετη χρησιμότητα” που αντλεί το άτομο από το επιπλέον εισόδημα, μειώνεται καθώς το εισόδημα αυξάνεται u′′(w) < 0 (12).

Όταν οι προτιμήσεις του φορολογουμένου περιγράφονται από μία αύξουσα και κοίλη ως προς το εισόδημα συνάρτηση χρησιμότητας, ο φορολογούμενος έχει αποστροφή στον κίνδυνο (risk averse taxpayer). Ο αποστρεφόμενος τον κίνδυνο φορολογούμενος λαμβάνει υπόψη την μεταβλητότητα των αποτελεσμάτων των ενεργειών του. Μάλιστα, προσπαθεί να αποφύγει τον κίνδυνο, δηλαδή προτιμάει τις επιλογές εκείνες οι οποίες διαφέρουν λιγότερο ως προς τα αποτελέσματά τους. Κατά συνέπεια, το μέγεθος του προστίμου s(w, x) που επιβάλλεται στην περίπτωση εντοπισμού, επηρεάζει την απόφαση του φορολογουμένου σχετικά με το μέγεθος του δηλούμενου εισοδήματός του(13).

Σε καταστάσεις κινδύνου, ο αποστρεφόμενος τον κίνδυνο φορολογούμενος αποφασίζει με βάση την προσδοκώμενη χρησιμότητα του εισοδήματος (Expected Utility of Income). Η προσδοκώμενη χρησιμότητα δίνεται από το σταθμισμένο άθροισμα της χρησιμότητας του εισοδήματος στην κατάσταση εντοπισμού u(y) και μη εντοπισμού u(z), όπου ως συντελεστές στάθμισης χρησιμοποιούνται οι πιθανότητες εμφάνισης της κάθε κατάστασης πραγμάτων p και 1 − p, αντίστοιχα. Ο φορολογούμενος επιλέγει να δηλώσει το εισόδημα που μεγιστοποιεί την προσδοκώμενη χρησιμότητά του (principle of expected utility maximization)(14).

Με δεδομένο το μέγεθος του φορολογικού συντελεστή t ∈ [0 , 1], του σύνθετου συντελεστή φόρου και προστίμου f > 1, ο οποίος εφεξής θα αναφέρεται απλώς ως συντελεστής προστίμου, της πιθανότητας εντοπισμού p ∈ [0 , 1], του πραγματικού εισοδήματος w > 0 και της συνάρτηση χρησιμότητας u(w), η συνάρτηση προσδοκώμενης χρησιμότητας του φορολογουμένου είναι

11Η συγκεκριμένη ιδιότητα σημαίνει ότι το άτομο ποτέ δεν έχει τόσο εισόδημα ώστε λίγο παραπάνω να μην είναι επιθυμητό.

12Για ένα άτομο που έχει ως αρχικό εισόδημα 1€, το να αποκτήσει ακόμα 1€ είναι πιο “ευχάριστο” από το να έχει ως αρχικό εισόδημα 1.000€ και να αποκτήσει πάλι ένα πρόσθετο ευρώ.

13Ένας γενικότερος ορισμός της αποστροφής στον κίνδυνο είναι ο εξής: ο φορολογούμενος αποφεύγει τον κίνδυνο όταν η χρησιμότητα του προσδοκώμενου εισοδήματος u[E(x)] = u[p ∙ y + (1 − p) ∙ z], όπου u(∙) είναι η χρησιμότητα και E(x) = p ∙ y + (1 − p) ∙ z είναι το προσδοκώμενο εισόδημα, είναι μεγαλύτερη από την προσδοκώμενη χρησιμότητα του εισοδήματος EU(x) = p ∙ u(y) + (1 − p) ∙ u(z), δηλαδή u[E(x)] > 𝐸𝑈(x

Referências

Documentos relacionados