• Nenhum resultado encontrado

“SCHOOL COUNSELING AND GUIDANCE”

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "“SCHOOL COUNSELING AND GUIDANCE” "

Copied!
64
0
0

Texto

(1)

ΚΟΙΝΟ ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

«ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ»

“SCHOOL COUNSELING AND GUIDANCE”

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΟΥΣΟΥΝΗ ΣΤΕΛΛΑ

Α.Μ. 217034

ΘΕΜΑ: Η σχέση της μετανάστευσης με την ψυχική ανθεκτικότητα – προσαρμοστικότητα των εφήβων μεταναστών: ο ρόλος των

πολιτισμικών αξιών και του γονικού στιλ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥ

ΜΟ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΜΗΜΑ/ΠΑΝΕΠΙΣΤΗ ΜΙΟ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ/ΜΕΛ ΟΣ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΚΑΘΗΓΗΤΗ Σ

ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

– ΠΑΝ. ΚΥΠΡΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΘΩΜΑΣ

ΜΠΑΜΠΑΛΗΣ

ΚΑΘΗΓΗΤΗ

Σ ΠΤΔΕ-ΕΚΠΑ ΜΕΛΟΣ

ΤΣΩΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙ

Α ΠΤΔΕ-ΕΚΠΑ ΜΕΛΟΣ

ΑΘΗΝΑ, 2020

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Πανεπιστήμιο Κύπρου Τμήμα Ψυχολογίας

(2)

2

Η σχέση της μετανάστευσης με την ψυχική ανθεκτικότητα – προσαρμοστικότητα των εφήβων μεταναστών: ο ρόλος των πολιτισμικών αξιών και του γονικού στιλ

Στέλλα Σουσούνη

ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥ

ΜΟ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΜΗΜΑ/ΠΑΝΕΠΙΣΤΗ ΜΙΟ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ/ΜΕΛ ΟΣ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΚΑΘΗΓΗΤΗ Σ

ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

– ΠΑΝ. ΚΥΠΡΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΘΩΜΑΣ

ΜΠΑΜΠΑΛΗΣ

ΚΑΘΗΓΗΤΗ

Σ ΠΤΔΕ-ΕΚΠΑ ΜΕΛΟΣ

ΤΣΩΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙ

Α ΠΤΔΕ-ΕΚΠΑ ΜΕΛΟΣ

ΑΘΗΝΑ, 2020

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Πανεπιστήμιο Κύπρου Τμήμα Ψυχολογίας

(3)

3

«Γιατί είναι εύκολο να αναγνωρίσεις τη διαφορετικότητά σου, αλλά πολύ δύσκολο να σέβεσαι τη διαφορετικότητα του άλλου. Και σ’ εμάς τους νέους αρέσουν τα δύσκολα...»

(4)

4 Περίληψη

Η συγκεκριμένη μελέτη έχει σκοπό να αναδείξει τις διαστάσεις της μετανάστευσης που σχετίζονται με την ψυχοκοινωνική προσαρμογή των εφήβων μεταναστών, συνυπολογίζοντας τον ρόλο των γονικών πρακτικών (γονικό στιλ) που απορρέει από τις ιδιαίτερες πολιτισμικές αξίες κάθε λαού. Επιπρόσθετο στόχο αποτελεί η ανάδειξη των χαρακτηριστικών που επηρεάζουν την ψυχική ανθεκτικότητά τους αρνητικά, λειτουργώντας ως παράγοντες επικινδυνότητας ή θετικά, λειτουργώντας ως προστατευτικοί παράγοντες. Οι παραπάνω μεταβλητές αναμένεται να ερευνηθούν με συνδυασμό ερευνητικών μεθόδων, ποσοτικά και ποιοτικά. Η ποσοτική έρευνα προτείνεται να γίνει με ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς σε δείγμα 40, περίπου, εφήβων που φοιτούν σε δευτεροβάθμια σχολεία της Αθήνας με τη χρήση των Cultural Value Scale (CVS) – Κλίμακα Κοινωνικών Αξιών, Parental Authority Questionnaire (PAQ) – Κλίμακα Γονικών Στυλ και το Brief Resilience Scale (BRS) – Σύντομη Κλίμακα Ψυχικής Ανθεκτικότητας. Η ποιοτική έρευνα συνίσταται να διεξαχθεί με τη μέθοδο των ημιδομημένων συνεντεύξεων και συγκεκριμένα με ερωτήσεις που αφορούν προσωπικά χαρακτηριστικά, καταστάσεις και εμπειρίες των εφήβων και των οικογενειών τους, επιστρατεύοντας οπτικοακουστικά μέσα (εικόνες, τραγούδια). Τα ευρήματα πρόκειται να αναδείξουν τη σύνδεση του γονικού στιλ με τις πολιτισμικές αξίες, καθώς και την επίδραση αυτών των μεταβλητών στην ψυχική ανθεκτικότητα των εφήβων. Συγκεκριμένα, θα φανεί πως το διαλεκτικό στιλ των γονέων ανατρέφει ψυχικά ανθεκτικούς έφηβους, σε αντίθεση με το αυταρχικό.

Παράλληλα, οικογένειες από χώρες με κάθετες κοινωνικές αξίες παρουσιάζονται ως οι πιο δύσκολες στην κοινωνικο-συναισθηματική τους προσαρμογή, εν αντιθέσει με αυτές των οριζόντιων κοινωνικών αξιών. Τέλος, η αυτοπεποίθηση, η αίσθηση του ανήκειν και η καλή σχέση με τους γονείς, είναι μερικοί από τους παράγοντες που ενδέχεται να αναδειχθούν ως προστατευτικοί και να συνδέονται με την ομαλή προσαρμογή. Από την άλλη, η ίδια η μετανάστευση, το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκονται και η αντίληψη των διακρίσεων πρόκειται να φανούν ως επικίνδυνοι παράγοντες για την προσαρμογή τους.

Λέξεις – κλειδιά: μετανάστευση, εφηβεία, ψυχική ανθεκτικότητα, προσαρμογή, πολιτισμικές αξίες, γονικό στιλ

(5)

5 Abstract

This study aimed to bring out the dimensions of immigration to the psychosocial adaptation of adolescent immigrants, taking into account the role of parental practices (parental style) that derives from the particular cultural values of each nation. Another goal is to highlight traits that affect their resilience negatively, acting as risk factors or positively, acting as protective factors. The above variables are expected to be investigated by a combination of quantitative and qualitative research methods.

Quantitative research is suggested by self-report questionnaires on a sample of approximately 40 adolescents studying at secondary schools in Athens using the Cultural Value Scale (CVS), Parental Authority Questionnaire (PAQ) and the Brief Resilience Scale (BRS). Qualitative research is recommended through semi- structured interviews, and in particular questions about the personal characteristics, situations and experiences of adolescents and their families, utilizing audiovisual media (images, songs). The findings are going to appoint the association of parental style with cultural values, as well as the impact of these variables on adolescents' resilience. Specifically, it would seem that the dialectical style of parents raise resilient teenagers, in contrast with the authoritarian one. At the same time, families from countries with vertical social values are presented as the most difficult in their socio-emotional adaptation but the horizontal values, by contrast, are presented as the easiest. Finally, self-confidence, a sense of belonging and a good relationship with parents, are some of the factors that may be protective and associated with a smooth adaptation. Whereas, immigration itself, theirs developmental stage and the perception of discrimination are going to appear as risk factors for their adaptation.

Keywords: immigration, adolescence, resilience, adaptation, cultural values, parenting styles

(6)

6 Πίνακας περιεχομένων

Εισαγωγή... 8

Κεφάλαιο 1: Βιβλιογραφική Ανασκόπηση ... 10

1.1. Μετανάστευση: Περιγραφή φαινομένου ... 10

1.2. Θεωρίες για τη μετανάστευση ... 11

1.2.1. Μοντέλο της μάθησης του πολιτισμού ... 11

1.2.2 Επιπολιτισμός ... 12

1.2.3 Τακτικές επιπολιτισμού και επιπολιτισμικό στρες ... 13

1.2.4 Διαπολιτισμικό Μοντέλο ... 16

1.3. Μετανάστευση και εφηβεία ... 16

1.3.1 Γενικά χαρακτηριστικά ... 17

1.3.2 Μετανάστευση: Παράγοντας επικινδυνότητας στην εφηβεία ... 18

1.3.3. Προστατευτικοί παράγοντες ... 19

1.4. Μετανάστευση και ψυχοκοινωνική προσαρμογή ... 21

1.4.1.Ψυχική ανθεκτικότητα ... 22

1.5. Ο ρόλος των πολιτισμικών αξιών και του γονικού στιλ ... 23

1.5.1. Πολιτισμικές αξίες ... 23

1.5.2. Γονικό στιλ ... 24

1.5.3. Επίδραση πολιτισμικών αξιών στο γονικό στιλ ... 25

1.6. Η παρούσα μελέτη ... 26

1.6.1.Προηγούμενες έρευνες για τη μετανάστευση και τη σχέση της με την ψυχική ανθεκτικότητα και την προσαρμογή των μεταναστών ... 26

1.6.2 Αναγκαιότητα της έρευνας ... 28

1.6.3 Σκοπός και Στόχοι της έρευνας ... 30

1.6.4 Ερευνητικές υποθέσεις ... 31

1.6.5 Οριοθέτηση εννοιών ... 33

Κεφάλαιο 2: Μεθοδολογία ... 35

2.1. Συμμετέχοντες ... 35

2.2. Ψυχομετρικά εργαλεία ... 36

2.3. Διαδικασία ... 37

Κεφάλαιο 3: Συζήτηση ... 39

3.1. Σύνοψη ευρημάτων και σύνδεση με τη βιβλιογραφία ... 39

3.2. Προγράμματα για την προσαρμογή των μεταναστών ... 42

(7)

7

3.3. Περιορισμοί και Μελλοντικές κατευθύνσεις... 45

3.4. Συμπεράσματα ... 48

Κεφάλαιο 4: Βιβλιογραφία ... 49

Κεφάλαιο 5: Παράρτημα ... 57

(8)

8 Εισαγωγή

Το βασικό κίνητρο που ωθεί τα άτομα στη μετανάστευση είναι η επιθυμία για καλύτερες κοινωνικές συνθήκες και ποιότητα ζωής. Παρά το υψηλό κίνητρο που φαίνεται να διαθέτουν οι μετανάστες, η πραγματικότητα δείχνει, ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, στη νέα χώρα εργάζονται σε τομείς διαφορετικούς από την εκπαίδευσή τους και μικρότερου κύρους, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα ψυχολογικά τους προβλήματα (Boneva & Frieze, 2001). Ωστόσο, οι μετανάστες τείνουν να αξιολογούν θετικά τις διαφορές ανάμεσα στη χώρα υποδοχής και τη χώρα προέλευσης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες ζωής τους είναι καλύτερες μετά τη μετανάστευση (Aycan & Berry, 1996). Όπως και κάθε μετάβαση, η διαδικασία της μετανάστευσης είναι σύνθετη και τις περισσότερες φορές εξαιρετικά στρεσογόνος. Οι μετανάστες δεν αποτελούν μία ομοιογενή ομάδα, ακόμη κι αν προέρχονται από την ίδια χώρα (Ward, Bochner, & Furnham, 2001) πόσο μάλλον αν αυτοί διανύουν το αναπτυξιακό στάδιο της εφηβείας. Η προτεινόμενη μελέτη επομένως, έχει σκοπό να εξετάσει την επίδραση της μετανάστευσης στα επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας και προσαρμοστικότητας των εφήβων μεταναστών τόσο από την πλευρά αυτής ως κοινωνικό φαινόμενο, όσο κι από την πλευρά των πολιτισμικών αξιών και του γονικού στιλ.

Οι έφηβοι μετανάστες ανήκουν σε μια ηλικιακή ομάδα η οποία συμπληρωματικά προς τη διαμόρφωση ταυτότητας του Εγώ, ως αναπτυξιακό της στόχο έχει και τη δημιουργία πολιτισμικής ταυτότητας. Αυτό συμβαίνει μέσα από μια διαδικασία

«πλοήγησης» μεταξύ δύο πολιτισμών, αυτόν που προέρχεται από το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον και αυτόν της χώρας προσαρμογής (Παυλόπουλος και συν., 2012). Συνεπώς, το έργο αυτό φαντάζει δυσκολότερο. Ακόμη, σε αυτήν την περίπτωση αρμόζει να διερευνηθεί εάν η ίδια η μετανάστευση αποτελεί παράγοντα επικινδυνότητας καθώς, οι μετανάστες έχουν να αντιμετωπίσουν τόσο τις δυσκολίες που προέρχονται από τη μετακίνησή τους, όσο και άλλους σημαντικούς στρεσογόνους παράγοντες, όπως είναι οι κοινωνικές διακρίσεις, ο ρατσισμός, η οικονομική εκμετάλλευση και, γενικά, η οικονομική ανέχεια.

Πέρα από τις κοινωνικές της προεκτάσεις, η μετανάστευση θέτει προκλήσεις και στην ψυχολογική προσαρμογή των ατόμων που απαρτίζουν τους διαφορετικούς

(9)

9 πολιτισμούς που έρχονται σε επαφή. Ο επιπολιτισμός αναφέρεται στη διεργασία της επαφής ανάμεσα σε δύο πολιτισμικές ομάδες, κατά την οποία καμία από τις δύο ομάδες δεν μένει ανεπηρέαστη (Berry, 1997). Όσων αφορά τη θέση των πολιτισμικών αξιών σε αυτή τη διαδικασία, στην εν λόγω μελέτη προτείνεται να ερευνηθεί το αν προβλέπουν τα επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας των μεταναστών. Συγκεκριμένα, εάν οι οριζόντιες κοινωνικές αξίες θα προβλέπουν ψηλά επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας, ενώ εάν οι κάθετες κοινωνικές αξίες θα προβλέπουν χαμηλά επίπεδα. Επιπρόσθετα, κρίνεται αναγκαίο να ερευνηθεί εάν το γονικό στυλ, με το οποίο μεγαλώνουν οι έφηβοι μετανάστες, αναμένεται να προβλέπει τα επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητάς τους. Εάν δηλαδή, οι έφηβοι μετανάστες που έχουν γονείς που χρησιμοποιούν διαλεκτικό γονικό στυλ θα έχουν υψηλότερα επίπεδα ψυχοκοινωνικής προσαρμογής σε σχέση με τους έφηβους μετανάστες με γονείς που χρησιμοποιούν αυταρχικό γονικό στυλ.

Τελειώνοντας με τις υπό έρευνα μεταβλητές, επιβάλλεται να αναφερθούν οι παράγοντες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προστατευτικά σε αυτή τη διαδικασία ή τυχόν παρεμβατικά προγράμματα που έχουν αξιοποιηθεί για τον σκοπό της ομαλής ψυχοκοινωνικής προσαρμογής των εφήβων μεταναστών. Συνδυαστικά με αυτό προτείνονται δράσεις και προγράμματα καθώς και προεκτάσεις της μελέτης, ώστε να βελτιωθεί το πλαίσιο στο οποίο μεγαλώνουν αυτά τα παιδιά, φροντίζοντας να αντεπεξέρχονται πιο αποτελεσματικά στις αντιξοότητες και να προοδεύουν μαθησιακά και κοινωνικά.

(10)

10 Κεφάλαιο 1: Βιβλιογραφική Ανασκόπηση

1.1. Μετανάστευση: Περιγραφή φαινομένου

Η μετανάστευση αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο που ακολουθεί ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια. Ο 20ος αιώνας έχει χαρακτηρισθεί ως «ο αιώνας της μετανάστευσης» διότι σημειώθηκαν οι σημαντικότερες πληθυσμιακές μετακινήσεις και αλλαγές στη σύνθεση του πληθυσμού (Λαζαρίδη, & Αμίτσης, 2001).

Οι λόγοι της μετανάστευσης ποικίλλουν (κοινωνικοί, οικονομικοί, εκπαιδευτικοί, γεωγραφικοί κτλ) ωστόσο, σε γενικές γραμμές ως μετανάστευση, ορίζεται η μόνιμη ή προσωρινή μεταβολή του τόπου εγκατάστασης ενός ατόμου, μιας ομάδας ή ενός κοινωνικού συνόλου1. Η πολυπλοκότητά της οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελεί ένα φαινόμενο συνυφασμένο με την ανθρώπινη εξέλιξη για αυτό και η επίδρασή της εντοπίζεται σε πολλούς τομείς.

Ο βασικός λόγος που ωθεί τα άτομα στη μετανάστευση είναι οι καλύτερες ευκαιρίες ποιοτικής διαβίωσης και ανάπτυξης (επαγγελματικής και προσωπικής) που στερούνται στη χώρα προέλευσης. Παρά το υψηλό κίνητρο που φαίνεται να διαθέτουν, στην χώρα που εγκαθίστανται έρχονται αντιμέτωποι με ποικίλες δυσκολίες καθώς καλούνται να εργαστούν σε χώρους διαφορετικούς από την εκπαίδευσή τους ενώ παράλληλα, γίνονται αντικείμενο στερεοτυπικών και ρατσιστικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να τους ασκείται ψυχολογική πίεση. Επιπλέον, η ίδια η διαδικασία της μετανάστευσης αποτελεί κάτι ιδιαίτερα στρεσογόνο τόσο για τους ενήλικες αλλά κυρίως για τα παιδιά και τους εφήβους, οι οποίοι αποχωρίζονται το οικείο περιβάλλον και καλούνται να εναρμονιστούν με ένα νέο που μάλιστα τους διακρίνει από το υπόλοιπο σύνολο (Παπαθανασίου, 2013). Οι διακρίσεις αποτελούν έναν από τους παράγοντες που δυσχεραίνουν την κοινωνική προσαρμογή των μεταναστών στην νέα χώρα κι έχει επιπτώσεις στη διαθεσιμότητα των ευκαιριών και των πόρων, όσο και στην πρόσβαση σε αυτά. Η ελλιπής πρόσβαση στα αγαθά της καινούριας χώρας με τη σειρά της, δημιουργεί επιπτώσεις στην κοινωνική θέση και στην υγεία, σωματική και ψυχολογική των μειονοτικών ομάδων. Επιπλέον, η έμφυτη τάση του ατόμου να συμμορφώνεται με ό,τι θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό δίχως να συνειδητοποιεί τα

1 http://www.opengov.gr/immigration/?p=799

(11)

11 κοινωνικά στερεότυπα, οδηγεί στην επιβεβαίωση των αντιλήψεων που οδηγούν στις διακρίσεις. Επομένως, η ύπαρξη αυτών με τις «ετικέτες», τον αποκλεισμό και το χαμηλό κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο οδηγούν στο στιγματισμό μιας κοινωνικής ομάδας και των μελών της (Παπαθανασίου, 2013).

1.2. Θεωρίες για τη μετανάστευση

Η μελέτη της ψυχικής υγείας των μεταναστών άγγιξε το ερευνητικό ενδιαφέρον από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν παρουσιάστηκαν δυσανάλογα ποσοστά αυτών υπό ψυχιατρική φροντίδα σε σχέση με αυτά του γενικού πληθυσμού.

Δεδομένου ότι η μετανάστευση σχετιζόταν με την εμφάνιση ψυχοπαθολογίας, οι ερμηνείες που δόθηκαν σε αυτό το φαινόμενο ήταν πως στρέφονταν στη μετανάστευση άτομα ήδη δυσλειτουργικά ή πως η εμφάνιση της ψυχοπαθολογίας ήταν απόρροια της μεταναστευτικής εμπειρίας. Η αντίληψη αυτή διατηρήθηκε μέχρι την δεκαετία του 1980, όταν ο τρόπος έρευνας μετατοπίστηκε από τα ψυχιατρικά ιδρύματα στην κοινότητα. Το ερώτημα πλέον ήταν σε ποιες συνθήκες οφείλεται η αυξημένη ψυχοπαθολογία στον μεταναστευτικό πληθυσμό. Επομένως, το ερευνητικό ενδιαφέρον στράφηκε σταδιακά στις αξίες, τα θέματα ταυτότητας και τον τρόπο με τον οποίο οι μετανάστες προσαρμόζονται στο νέο πολιτισμό (Ward, Bochner, &

Furnham, 2001).

1.2.1. Μοντέλο της μάθησης του πολιτισμού

Η επαφή μεταξύ δυο πολιτισμών επηρεάζεται από μία σειρά μεταβλητών οι οποίες πολύ συχνά καθορίζουν την έκβασή της. Στην περίπτωση της μετανάστευσης σε μία χώρα, αναφερόμαστε σε μακροπρόθεσμη επαφή, με σκοπό την εγκατάσταση, τη δημιουργία μιας καινούριας ζωής, και τη συμμετοχή στις κοινωνικές δομές. Με βάση τη διομαδική πολιτισμική επαφή, ο Bochner κατέγραψε τις ψυχολογικές αντιδράσεις του ατόμου στην επαφή του με ένα νέο πολιτισμό. Αυτές είναι: η απόρριψη του πολιτισμού είτε της χώρας προέλευσης είτε της χώρας προορισμού, την ταλάντευση ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς ή την σύνθεση των δύο πολιτισμών. Αν και πρόκειται για ατομικές αντιδράσεις, ο Bochner τις συνδέει με τα αποτελέσματά τους στην κοινωνία.

(12)

12 Το μοντέλο της πολιτισμικής μάθησης (Bochner, 1986. Furnham & Bochner, 1982) δίνει έμφαση σε συγκεκριμένες μεταβλητές που σχετίζονται με τον πολιτισμό, όπως η γενική γνώση του πολιτισμού, ο χρόνος διαμονής, η γλωσσική ικανότητα, η ποσότητα και η ποιότητα της επαφής με άτομα της χώρας υποδοχής, οι προηγούμενες εμπειρίες από άλλα πολιτισμικά πλαίσια, η πολιτισμική απόσταση, η πολιτισμική ταυτότητα, οι τακτικές επιπολιτισμού και η διαπολιτισμική εκπαίδευση (Ward, Bochner, &

Furnham, 2001).

1.2.2 Επιπολιτισμός

Η έννοια του επιπολιτισμού αναφέρεται στα φαινόμενα που προκύπτουν από την επαφή ομάδων από δύο πολιτισμούς και τις αλλαγές που επιφέρει αυτή η επαφή.

Σύμφωνα με το έργο της Sarah Simons, το οποίο τοποθετείται χρονικά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ο επιπολιτισμός περιλαμβάνει διαδικασίες «αμοιβαίου συμβιβασμού» μεταξύ διαφορετικών εθνοτικών ομάδων. Οι διαδικασίες αυτές δημιουργούν μια τάση για «πολιτισμική συγχώνευση». Η ίδια επιχειρώντας να ορίσει την έννοια του επιπολιτισμού αναφέρει χαρακτηριστικά πως πρόκειται για μια διαδικασία προσαρμογής ή συμβιβασμού που συμβαίνει μεταξύ των μελών δυο διαφορετικών φυλών, εάν η επαφή τους είναι παρατεταμένη και αν υπάρχουν οι απαιτούμενες ψυχικές συνθήκες. Από αυτό δημιουργείται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ομοιογένεια ανάμεσα στα μέλη της ομάδας. Σε μεταφορικό λόγο, αυτό αφορά τη διαδικασία κατά την οποία ένα σύνολο ατόμων μεταβάλλεται από ένα ακατέργαστο μείγμα σε χημική ένωση (Simons, 1901, σελ. 791-792).

Η προσαρμογή των μεταναστών, παρά τις όποιες ατομικές διαφορές, είναι διαδικασία περισσότερο διομαδική, παρά ενδοατομική, δηλαδή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν περιορίσει κανείς την ανάλυση σε ατομικά χαρακτηριστικά (π.χ. διαστάσεις προσωπικότητας) αποκλείοντας μεταβλητές ομαδικού επιπέδου (π.χ. συλλογική ταυτότητα, αξίες, αντιλαμβανόμενη προκατάληψη). Επιπλέον, η έννοια του επιπολιτισμού εσωκλείει αυτήν της προσαρμογής των μεταναστών αλλά και της προσαρμογής της κοινωνίας υποδοχής, έστω κι αν αυτές οι μεταβολές είναι λιγότερο εμφανείς. Ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο μοντέλο του επιπολιτισμού έχει προταθεί από τον Καναδό Ψυχολόγο John Berry. Ο ίδιος ενσωματώνει μεταβλητές ατομικού και ομαδικού επιπέδου, παράγοντες που προϋπάρχουν της μετανάστευσης και άλλους που επισυμβαίνουν κατά τη διάρκειά της, καθώς και ενδιάμεσες-παρεμβαλλόμενες μεταβλητές (π.χ. ψυχολογία, στρες, συμπεριφορά). Αναφέρεται ακόμη, σε

(13)

13 παράγοντες «ώθησης» από τη χώρα προέλευσης και «έλξης» προς τη χώρα υποδοχής, οι οποίοι συνδέονται με την απόφαση του ατόμου (ακούσια ή εκούσια) για μετακίνηση. Τέλος, προτείνει ένα μοντέλο δύο διαστάσεων, το ένα αφορά την επιθυμία διατήρησης της επαφής με μέλη της εσω-ομάδας (των συμπατριωτών) και το δεύτερο, την επιθυμία σύναψης σχέσεων με μέλη της εξω-ομάδας (της χώρας υποδοχής) (Μπεζεβέγκης & Παυλόπουλος, 2008). Πλέον είναι σαφές ότι η διεργασία αυτή είναι πολυδιάστατη και συνεπάγεται αλλαγές και στις δύο ομάδες, αν και, όπως, παρατηρεί ο Berry (1997), στην πράξη μία από τις δύο ομάδες υφίσταται τις μεγαλύτερες αλλαγές.

1.2.3 Τακτικές επιπολιτισμού και επιπολιτισμικό στρες

Το μοντέλο επιπολιτισμού του Berry (1997) έχει τις ρίζες του στη θεωρία του στρες υποστηρίζοντας πως η διαδικασία της μετακίνησης σε μία νέα χώρα αλλάζει το περιβάλλον του ατόμου σε δύο επίπεδα, χωροταξικά και πολιτισμικά. Με την μετάβαση σε μία νέα χώρα, το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με ένα νέο πολιτισμικό πλαίσιο, συχνά διαφορετικό από αυτό στο οποίο είχε μεγαλώσει. Η διεργασία αυτή θεωρείται ότι προκαλεί σημαντικές και στρεσογόνες αλλαγές στη ζωή του ατόμου που χρήζουν ορθής αντιμετώπισης προκειμένου να προσαρμοστεί αποτελεσματικά.

Σύμφωνα με αναφορές στο έργο των Μπεζεβέκη και Παυλόπουλο (2008), ο Berry περιγράφει τέσσερις στρατηγικές επιπολιτισμού, οι οποίες προκύπτουν από το μοντέλο σύναψης σχέσεων της έσω-ομάδας με την έξω-ομάδα.

Α) «Η εναρμόνιση (integration) συνδυάζει τη διατήρηση της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας της χώρας προέλευσης με παράλληλο άνοιγμα των μεταναστών προς την ευρύτερη κοινωνία» (Μπεζεβέγκης & Παυλόπουλος, 2008). Στην περίπτωση αυτή, συντελείται ταυτόχρονη ένταξη του ατόμου σε δύο πολιτισμικές ομάδες με πλεονεκτήματα για την ψυχική υγεία και την προσαρμογή των μεταναστών. Οι κοινωνίες που ευνοούν με θεσμικά μέτρα και με αντίστοιχες κοινωνικές στάσεις αυτήν την προσπάθεια, αναγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητές τους και επιτρέπουν την ισότιμη συμμετοχή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή, χαρακτηρίζονται ως πολυπολιτισμικές.

Β) Η αφομοίωση (assimilation) προτείνει την εγκατάλειψη της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας της χώρας προέλευσης με αποτέλεσμα την απορρόφηση της μειονότητας από την κυρίαρχη ομάδα της χώρας υποδοχής. Η απάρνηση βέβαια,

(14)

14 της κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου, οδηγεί στη διατάραξη της αίσθησης συνέχειας του εαυτού, σύμφωνα με ψυχολόγους. Παρόλα αυτά, η αφομοίωση αποτελεί συχνά την προτιμότερη στρατηγική από τη σκοπιά της χώρας εγκατάστασης, η οποία με αυτό τον τρόπο δεν χρειάζεται να μεταβάλει τις δομές της για να υποδεχτεί τους μετανάστες.

Γ) Η στρατηγική του διαχωρισμού (separation) αναφέρεται στη διατήρηση της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας της χώρας προέλευσης και στην ταυτόχρονη αποστασιοποίηση από την χώρα υποδοχής. Η προσκόλληση των μεταναστών στην ομάδα τους και στις πολιτισμικές τους αξίες καθιστά αδύνατη την πρόσληψη νέων στοιχείων από τη χώρα εγκατάστασης, γεγονός που προωθεί τη δημιουργία γκέτο και αποσχιστικών τάσεων. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι, όπως και στις υπόλοιπες στρατηγικές επιπολιτισμού, ο διαχωρισμός δεν αποτελεί επιλογή αποκλειστικά της ομάδας των μεταναστών. Μια κοινωνία ενδέχεται να ωθήσει προς το διαχωρισμό τις μειονοτικές ομάδες και τους μετανάστες υιοθετώντας στάσεις και πολιτικές διακρίσεωνσε βάρος τους.

Δ) Η περιθωριοποίηση (marginalization) αφορά στην απώλεια της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας των μεταναστών, δίχως την αντικατάστασή της από τη λειτουργική ένταξη στην ευρύτερη κοινωνία. Δημιουργείται αίσθημα αποξένωσης αποτελώντας παράγοντα επικινδυνότητας για την ψυχική υγεία των ατόμων που επιλέγουν αυτή την τακτική, ενώ συχνά μάλιστα, ως συνέπεια αυτού, έρχεται ο αποκλεισμός από την εσω-ομάδα και την εξω-ομάδα.

Το επιπολιτισμικό στρες αποτελεί μια από τις προσεγγίσεις του πολιτισμικού κλονισμού η οποία επικεντρώνεται στις συναισθηματικές όψεις του φαινομένου και υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα των επιπτώσεων που έχουν οι ευρείας κλίμακας αλλαγές και τα κρίσιμα γεγονότα ζωής για το άτομο, ιδιαίτερα κατά την πρώτη, μεταβατική φάση της μετανάστευσης. Το επιπολιτισμικό στρες περιλαμβάνει

«ατομικές αντιδράσεις σε γεγονότα ζωής που απορρέουν από την εμπειρία της διαπολιτισμικής επαφής». Οι αντιδράσεις αυτές γίνονται αντιληπτές ως απειλητικές ή προβληματικές, αλλά συγχρόνως ελεγχόμενες και αντιμετωπίσιμες. Ενδέχεται να περιλαμβάνουν αυξημένο επίπεδο κατάθλιψης (που συνδέεται με το πένθος από την πολιτισμική απώλεια που βιώνει το άτομο) και άγχους (σχετίζεται με την αβεβαιότητα και την αμφιβολία για το μέλλον).

(15)

15 Σχήμα 1: Μοντέλο για το επιπολιτισμικό στρες (Berry, 1997)

Το παραπάνω μοντέλο (σχήμα 1) συνοψίζει τους παράγοντες που συνδέονται με το επιπολιτισμικό στρες και την προσαρμογή. Στο αριστερό άκρο παρατηρούνται οι μεταβλητές ομαδικού επιπέδου που οδηγούν στη διαπολιτισμική επαφή. Στον κεντρικό οριζόντιο άξονα τοποθετούνται τα διαδοχικά στάδια της επιπολιτισμικής διαδικασίας, ενώ άνω του κεντρικού άξονα παρατίθενται διάφοροι παρεμβαλλόμενοι παράγοντες που προϋπάρχουν του επιπολιτισμού, όπως κοινωνικόδημογραφικά χαρακτηριστικά και γνωρίσματα της προσωπικότητας. Κάτω από τον κεντρικό άξονα βρίσκουμε τους παράγοντες που παρεμβάλλονται κατά τη διάρκεια του επιπολιτισμού. Όσον αφορά στους δημογραφικούς παράγοντες, όπως το φύλο, έχει βρεθεί ότι οι γυναίκες είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσκολίες προσαρμογής από ό,τι οι άνδρες, ακόμη σχετικά με την ακαδημαϊκή εκπαίδευση, έχει βρεθεί ότι αποτελεί σημαντικό ατομικό εφόδιο για θετική προσαρμογή, συνδέεται όμως συνήθως με το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, το οποίο συχνά υποβαθμίζεται κατά τη μετάβαση σε ξένη χώρα υπό αρνητικές συνθήκες. Ένας άλλος διαμεσολαβητικός παράγοντας της προσαρμογής αφορά στα κίνητρα της μετανάστευσης. Διακρίνονται σε στοιχεία «ώθησης» από τη χώρα προέλευσης (π.χ.

φτώχεια, ανεργία, πόλεμος) και στοιχεία «έλξης» προς τη χώρα υποδοχής (π.χ.

ευκαιρίες εκπαίδευσης και εργασίας). Αναφορικά με τις προσδοκίες των μεταναστών, έχει βρεθεί ότι η διαμόρφωση υψηλών, μη ρεαλιστικών στόχων για τη ζωή στη χώρα υποδοχής οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα στρες και επιβαρύνει την προσαρμογή. Τέλος, σχετικά με το επίπεδο του άγχους, είναι αυξημένο κατά τον πρώτο καιρό μετά τη μετακίνηση στη χώρα υποδοχής εξαιτίας των αλλαγών που άπτονται του

(16)

16 πολιτισμικού κλονισμού. Σταδιακά όμως αναμένεται γραμμική μείωση του στρες καθώς οι μετανάστες προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα (Berry, 2006).

1.2.4 Διαπολιτισμικό Μοντέλο

Σύμφωνα με αναφορές η χρήση της πρόθεσης «δια» είναι συνυφασμένη με διαδικασίες όπως ανταλλαγή, αλληλεγγύη και υπέρβαση των ορίων. Η έννοια του πολιτισμού είναι ταυτόσημη με την αναγνώριση διαφορετικών τρόπων ζωής, αλλά και ισότιμης αλληλεπίδρασης των πολιτισμών με στόχο την υπέρβαση των ορίων τους και τη συγκρότηση μιας υπερπολιτισμικής ταυτότητας (Γκόβαρης, 2011).

Διαπολιτισμική εκπαίδευση, κατά τον Reich, δεν πρέπει να αποτελεί μια ιδιαίτερη εκπαίδευση, αλλά μια διάσταση της γενικής παιδείας που παρέχει το σχολείο.

Πρόκειται δηλαδή, για διεργασίες που διαδραματίζονται εντός του σχολικού πλαισίου με στόχο την αποδοχή, την παροχή ίσων ευκαιριών και ελευθερίας έκφρασης.

Η διαπολιτισμικότητα είναι περισσότερο ένας τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων. Αντικείμενα εκπαίδευσης αποτελούν (α) η εκμάθηση των πολιτισμών, (β) η ευαισθητοποίηση στα ανθρώπινα δικαιώματα και οι γλωσσικές ανταλλαγές.

Βασικά αξιώματα αυτού του μοντέλου είναι, η αρχή της ισοτιμίας των πολιτισμών, των ίσων ευκαιριών και τέλος, της αποδοχής και αξιοποίησης του διπολιτισμικού - διγλωσσικού κεφαλαίου των μαθητών.

Συμπερασματικά, οι συγγραφείς καταλήγουν στο ότι η εφαρμογή της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης μπορεί να ωφελήσει τόσο τις ομάδες των παιδιών που αποτελούν μειονότητες, όσο και τον υπόλοιπο πληθυσμό του σχολείου. Το κοινωνικό σύνολο επομένως, μπορεί να αποκομίσει οφέλη μόνο αν απαλλαγεί από εθνικά στερεότυπα και προκαταλήψεις που οδηγούν στην απομόνωση (Γκόβαρης, 2011).

1.3. Μετανάστευση και εφηβεία

Οι αλλαγές που επιφέρει η μετανάστευση σε κοινωνικοπολιτικό και δημογραφικό επίπεδο είναι μακροπρόθεσμες και τα αποτελέσματά τους φαίνονται και σε επόμενες γενιές. Επομένως, στον ορισμό «παιδιά μεταναστών» ή «έφηβοι μετανάστες»

περιλαμβάνεται τόσο ο πληθυσμός των παιδιών που βίωσαν τα ίδια την μετανάστευση, όσο και αυτός των παιδιών που γεννήθηκαν από μετανάστες γονείς σε μια χώρα διαφορετική από αυτή της χώρας προέλευσης. Οι εμπειρίες αυτών των

(17)

17 ομάδων είναι διαφορετικές, ωστόσο το έδαφος των γονέων μεταναστών παραμένει κοινό για αυτό και δεν κρίνεται απαραίτητη η διαφοροποίησή τους.

1.3.1 Γενικά χαρακτηριστικά

H εφηβεία είναι μία μεταβατική περίοδος και χαρακτηρίζεται από πληθώρα ραγδαίων αλλαγών και συνάµα από έντονες ανακατατάξεις και έλλειψη συντονισµού ανάµεσα στο βιολογικό, τον ψυχολογικό και τον κοινωνικό τοµέα της ανάπτυξης. Μέχρι το τέλος αυτής της περιόδου, ο έφηβος καλείται να έρθει αντιμέτωπος με διάφορες προκλήσεις: (α) τη διαμόρφωση της προσωπικής του ταυτότητας (β) τον προσδιορισμό των σκοπών και στόχων του για το μέλλον, (γ) την συναισθηματική απομάκρυνση από τους γονείς του, (δ) την ανάπτυξη ισχυρών διαπροσωπικών σχέσεων και (ε) την διεκπεραίωση των αυξημένων υποχρεώσεων στο σχολικό περιβάλλον (Αναστασόπουλος, 2000; Μόττη-Στεφανίδη, 2005).

Η ποιότητα της ανάπτυξης, σύμφωνα με έρευνες, ποικίλλει ανάλογα με τον βαθμό αλληλεπίδρασης των χαρακτηριστικών του εφήβου και των περιβαλλοντικών απαιτήσεων (Bronfenbrenner, 1997. Werner, 1996). Το περιβάλλον αποτελεί τον μοχλό της ανάπτυξης καθώς μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά εφόσον εναρμονίζονται οι στόχοι και οι αξίες με αυτές του αναπτυσσόμενου ατόμου. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ τους, μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη και να λειτουργήσει ανασταλτικά. Στην πρώτη περίπτωση, διαµορφώνεται ένα υποστηρικτικό σύστημα ανάπτυξης, που είναι σε θέση να προωθήσει τις ικανότητες και την προσαρµογή του (Vygotsky, 1978). Στην δεύτερη όμως περίπτωση, προκύπτουν δυσκολίες στην ανάπτυξη που εκδηλώνονται µε τη µορφή χαµηλής επάρκειας, συγκρούσεων και, σε ακραίες περιπτώσεις, αναπτυξιακών δυσλειτουργιών (Lerner, 1986).

Σύμφωνα με τους Sam & Oppedal (2002) η ανάπτυξη και ο επιπολιτισµός αρμόζει να συνέχονται νοηµατικά, κάτι που τους οδήγησε στην εισαγωγή του όρου «εξελικτικός επιπολιτισµός». Πρόκειται για µια διαδικασία κατά την οποία ο αναπτυσσόμενος έφηβος καλείται να ανταποκριθεί στις βασικές απαιτήσεις του σταδίου που διανύει ενώ παράλληλα, να διαμορφώσει συμπεριφορικά πρότυπα που να συνάδουν με τις αξίες της χώρας υποδοχής και περιλαμβανομένων των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων της χώρας προέλευσης. Ο εξελικτικός επιπολιτισµός δηλαδή, είναι μια διαπολιτισμική διαδικασία που υιοθετεί συγκεκριμένους τρόπους συναλλαγής και

(18)

18 παραλλαγές της συμπεριφοράς, οι οποίες ενθαρρύνουν την οµαλή ανάπτυξη και προσαρμογή των παιδιών που ζουν σε δύο ή και περισσότερα πολιτισµικά πλαίσια.

Αποτελεί ένα από τα βασικά αναπτυξιακά επιτεύγματα που καθιστούν τα παιδιά αυτά επαρκή, ώστε να προσαρμοστούν οµαλά στο οικογενειακό περιβάλλον και στην κοινότητα, όπου συχνά βιώνουν προκατάληψη και διακρίσεις (Παυλόπουλος και συν., χ.χ.).

1.3.2 Μετανάστευση: Παράγοντας επικινδυνότητας στην εφηβεία

Η επικινδυνότητα αναφέρεται σε καταστάσεις ή χαρακτηριστικά που συνήθως προβλέπουν δυσκολίες στην εκπλήρωση των αναπτυξιακών επιτευγμάτων με επακόλουθα προβλήματα συμπεριφοράς, συναισθηματικής και ψυχικής υγείας.

(Masten & Motti-Stefanidi, 2009, σελ. 722). Ακόμη, χαρακτηριστικό των παραγόντων επικινδυνότητας είναι η συσσώρευσή τους, γεγονός που συνεπάγεται την πρόσθετη επιβάρυνση του ατόμου (Παπαθανασίου, 2013).

Η μετανάστευση ως γεγονός της ζωής και ως κοινωνικό φαινόμενο συνιστά αναμφίβολα πρόκληση για τα άτομα. Ειδικότερα για τους εφήβους, οι οποίοι καλούνται να περάσουν σε μια στιγμή της ζωής τους από δυο διαφορετικές και σύνθετες διαδικασίες, αυτή της προσωπικής ανάπτυξης κι αυτή του επιπολιτισμού, αποτελεί μια αρκετά στρεσογόνα εμπειρία (Παυλόπουλος και συν., 2012). Η έννοια της προσωπικής αλλά και της εθνικής ταυτότητας, η αίσθηση του ανήκειν, η διαμόρφωση και ο καθορισμός των ορίων της εσω-ομάδας και της εξω-ομάδας τίθενται σε αναδιαπραγμάτευση για τους ίδιους τους μετανάστες, αλλά και για τους γηγενείς.

Η κοινωνική ένταξη των μεταναστών διεξάγεται παράλληλα με την πορεία της προσωπικής τους ανάπτυξης, η οποία προϋποθέτει, ούτως ή άλλως, την επίτευξη σημαντικών ατομικών στόχων, γεγονός που δημιουργεί στους εφήβους συναισθήματα άγχους, ανασφάλειας, ακόμη και περιθωριοποίηση ενώ συχνά γίνονται αντικείμενο διακρίσεων κυρίως στο σχολικό περιβάλλον. Το σχολείο, όντας ο κατεξοχήν φορέας επαφής με την κοινωνία υποδοχής, είναι πιθανό να αντιπροσωπεύει και τις διακρίσεις που υφίστανται τα παιδιά μεταναστών, αν όχι και να τις αναπαράγει. Εάν το άτομο πιστεύει πως αυτή η εκδήλωση διακρίσεων είναι άδικη, τότε προστατεύει την αυτο- εικόνα του. Αν το άτομο επιλέξει να προσπαθήσει πιο σκληρά και να ξεπεράσει τα εμπόδια, αυτό φαίνεται να έχει αντίκτυπο στη σωματική και ψυχολογική του υγεία

(19)

19 (James, Hartnett, & Kalsbeek, 1983). Επιπλέον, οι μετανάστες που φαίνονται να αντιλαμβάνονται περισσότερες διακρίσεις παρουσιάζονται με χαμηλότερη ακαδημαϊκή επίδοση σε σχέση με τους συμμαθητές τους, όπως δείχνουν έρευνες σε μετανάστες και έφηβους που ανήκουν σε φυλετικές ή εθνικές μειονότητες (Παπαθανασίου, 2013). Για τα παιδιά των μεταναστών η προσαρµογή στο σχολείο προκαλεί έντονο επιπολιτισµικό στρες, καθώς πρέπει να εξοικειωθούν με την καινούρια γλώσσα και αξίες της χώρας προσαρμογής με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να φοιτούν σε τάξεις κατώτερες από την ηλικία τους ενώ ακόμη να μην ολοκληρώνουν την σχολική τους εκπαίδευση (Suárez-Orozco & Suárez-Orozco, 2001). Σύμφωνα με έρευνες, η αποτυχία της επιπολιτισμικής διαδικασίας συνδέεται με την περιθωριοποίηση ως μια κατάσταση σύγχυσης που βρίσκεται το άτομο προσπαθώντας να αναζητήσει την οικειότητα του παρελθόντος και να ενσωματώσει τα καινούρια πολιτισμικά στοιχεία που δέχεται (Berry et al., 2006). Επομένως, η επίτευξη αυτού του σύνθετου αναπτυξιακού στόχου αποτελεί βασικό παράγοντα για την ψυχοκοινωνική προσαρμογή παιδιών και εφήβων μεταναστών αλλά και των γηγενών συνομηλίκων τους.

1.3.3. Προστατευτικοί παράγοντες

Η παρουσία και η καλή λειτουργία συγκεκριμένων παραγόντων, ατομικών ή περιβαλλοντικών, μπορεί να επηρεάσει θετικά την έκβαση της προσαρμογής, ενώ αντίθετα η απουσία της να θέσει σε κίνδυνο την ανάπτυξη του εφήβου. Αυτοί οι παράγοντες μπορούν να χαρακτηριστούν ως «προστατευτικοί». Ο Garmezy (1993), πρότεινε μια ταξινόμηση των προστατευτικών παραγόντων σε τρεις κατηγορίες: σε α) οικογενειακούς, β) κοινωνικούς και γ) ατομικούς παράγοντες. Οι πρώτοι σχετίζονται με την υποστήριξη που κάποιος λαμβάνει από τα άλλα μέλη της οικογένειάς του, οι δεύτεροι αναφέρονται στην υποστήριξη από άτομα του ευρύτερου περιβάλλοντος (δάσκαλοι, φίλοι, κτλ.) οι οποίοι ωθούν προς τη λειτουργική αντιμετώπιση προβλημάτων και τον περιορισμό αρνητικών συναισθημάτων. Οι τρίτοι αφορούν χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ατόμου όπως είναι η συναισθηματική σταθερότητα, η θετική αυτοπεποίθηση, το εσωτερικό κέντρο ελέγχου (internal locus of control), ικανότητα στην επίλυση προβλημάτων και κοινωνικές/επικοινωνιακές δεξιότητες.

Στην περίπτωση των μεταναστών ο προστατευτικός ρόλος της οικογενειακής συνοχής και υποστήριξης (μικροσύστημα) έχουν συσχετιστεί µε επαρκή ψυχολογική

(20)

20 προσαρμογή, σχολική επιτυχία, και χαµηλά επίπεδα συναισθηματικών δυσκολιών και προβλημάτων συμπεριφοράς. Επίσης η διαθεσιμότητα υποστήριξης από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο (μεσοσύστημα), όπως είναι το σχολείο ή οι φίλοι της γειτονιάς, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την ομαλή προσαρμογή του παιδιού και ψυχική του υγεία. Το σχολείο κατέχει καίριο ρόλο στην ακαδημαϊκή και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού δρώντας μάλιστα διορθωτικά όταν οι οικογενειακές συνθήκες (χαµηλό µορφωτικό επίπεδο γονέων, χαµηλό εισόδηµα) παρεμποδίζουν τη μαθησιακή διαδικασία και τη σχολική πορεία του παιδιού (Παυλόπουλος και συν.

χ.χ). Το αίσθημα ασφάλειας στο σχολείο και το αυξημένο αίσθημα του «ανήκειν», σχετίζονται αφενός με χαμηλότερο κίνδυνο για διαταραχή μετατραυματικού στρες, ενώ αφετέρου προστατεύουν από την κατάθλιψη και το άγχος (Αποστολίνας, 2016).

Ακόμη προστατευτικά μπορούν να λειτουργήσουν παράγοντες θεσμικού ή άτυπου χαρακτήρα (εξωσύστημα) που αναφέρονται στο πλαίσιο τοπικής κοινότητας καθώς και ομάδες ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που μπορεί να συμμετέχει το παιδί ώστε να αποκτήσει το αίσθημα του «ανήκειν». Σε συνάρτηση με τα παραπάνω εξετάζονται και οι πολιτισμικές αξίες (μακροσύστημα) οι οποίες διαφοροποιούν τις κοινωνίες σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στους στόχους της ανάπτυξης (Παυλόπουλος και συν., χχ). Τέλος, τα ατομικά χαρακτηριστικά των εφήβων μεταναστών καθορίζουν τη δυνατότητά τους να δημιουργούν τρόπους και συμπεριφορές αλληλεπίδρασης και αποδοχής των πολιτισμικών αξιών ανάλογα με τις ανάγκες τους. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να αυτενεργούν και να διαμορφώνουν το περιβάλλον τους ώστε να ταιριάζει σε αυτά, δημιουργώντας ομαλές συνθήκες προσαρμογής (Παυλόπουλος και συν., 2015).

Οι προαναφερθέντες προστατευτικοί παράγοντες παρουσιάζονται συνοπτικά στο ενοποιητικό μοντέλο των Motti-Stefanidi, Berry, Chryssochoou, Sam, & Phinney (2012) για την προσαρμογή μεταναστών εφήβων. Στο μοντέλο φαίνεται να συνδέονται τα διαφορετικά επίπεδα, δίχως να δίνεται πρωταρχικός στόχος σε κάποιο από αυτά αλλά όλα τα επίπεδα να συμβάλλουν στην προσαρμογή των νέων μεταναστών με αμφίδρομες επιδράσεις. Τα αποτελέσματα αυτών των επιδράσεων ανακλώνται στα ατομικά χαρακτηριστικά των παιδιών (πχ. αυτοπεποίθηση) που με τη σειρά τους καθορίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις με τους γονείς και συνομηλίκους έχοντας μακροπρόθεσμα, κοινωνικό αντίκτυπο.

(21)

21 Σχήμα 2. Το μοντέλο των Motti-Stefanidi, Berry, Chryssochoou, Sam, & Phinney (2012) για την προσαρμογή μεταναστών εφήβων

1.4. Μετανάστευση και ψυχοκοινωνική προσαρμογή

Ο επιπολιτισμός για να λειτουργήσει αποτελεσματικά, σύμφωνα με τους Ward και Kennedy (1993) προϋποθέτει την ύπαρξη ενδοπροσωπικής και διαπροσωπικής ισορροπίας, κάτι που στη βιβλιογραφία αναφέρεται ως «ψυχοκοινωνική προσαρμογή». Η ψυχολογική προσαρμογή αναφέρεται στην ψυχική υγεία και ευημερία αλλά και στην προσωπική ικανοποίηση στη χώρα υποδοχής. Η κοινωνική αφορά την απόκτηση δεξιοτήτων και συμπεριφορών ώστε να καταφέρει το άτομο να συνάψει υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις και να ενταχθεί στο σύνολο (Παυλόπουλος και συν., 2009). Στην ομάδα των παιδιών και εφήβων μεταναστών, συγκεκριμένα, η ψυχοκοινωνική προσαρμογή καθορίζεται σημαντικά και από την σχολική, δηλαδή, το βαθμό εμπλοκής στη σχολική τάξη, την τήρηση κανόνων, την θετική συναναστροφή με συνομήλικους καθώς και το ενδιαφέρον για τα ακαδημαϊκά εφόδια (Motti- Stefanidi, Pavlopoulos, Obradovic, & Mastern, 2008).

(22)

22 Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου επομένως, είναι να παρουσιαστεί η έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας (resilience), η οποία αναφέρεται στην επιτυχημένη προσαρμογή κάτω από αντίξοες συνθήκες ανάπτυξης και κατά τους Riley & Masten (2005) αποτελεί μια δυναμική διαδικασία αλληλεπίδρασης βιολογικών και εξωτερικών παραγόντων.

1.4.1.Ψυχική ανθεκτικότητα

Ο όρος ψυχική ανθεκτικότητα περιγράφει την ψυχική ευελιξία (flexibility), την ικανότητα δηλαδή, για επιτυχημένη κοινωνική προσαρμογή και αντιμετώπιση των απειλών που θέτουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη (Cichetti & Cohen, 1995).

Σύμφωνα με τους Masten και Coatsworth (1998), προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα άτομο ως ψυχικά ανθεκτικό, πρέπει να πληρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: α) να είναι καλά προσαρμοσμένο δηλαδή, ψυχολογικά επαρκές και έχοντας επιτύχει αναπτυξιακούς στόχους του σταδίου που διανύει και β) να βιώνει ή να έχει αντιμετωπίσει στο παρελθόν αντίξοες συνθήκες που θέτουν σε κίνδυνο την ομαλή προσαρμογή του. Με τα νέα πορίσματα που προέκυπταν από τις έρευνες και με την επιρροή των θεωριών για την αλληλεπίδραση του ατόμου και του περιβάλλοντος, πολλοί μελετητές άρχισαν σταδιακά να αναγνωρίζουν πως η ψυχική ανθεκτικότητα μπορεί να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην αξιοποίηση περιβαλλοντικών παραγόντων. (Χριστοπούλου, 2008). Η Luthar (2006) θεωρεί μάλιστα πως το περιβάλλον ίσως παίζει πιο σημαντικό ρόλο από αυτόν των ατομικών χαρακτηριστικών για την ανάπτυξη της ψυχικής ανθεκτικότητας.

Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν στο ότι δεν αποτελεί ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας αλλά συνιστά μια πολυδιάστατη έννοια και δεν θα πρέπει κάποιο άτομο να χαρακτηρίζεται γενικά και συνολικά ως ψυχικά ανθεκτικό για όλες τις περιόδους της ανάπτυξής του και όλα τα πεδία των δραστηριοτήτων του, αλλά μόνο σε σχέση με την αντιμετώπιση κάποιων αντίξοων καταστάσεων.

Τα παιδιά και οι έφηβοι που αναγνωρίζονται ως ψυχικά ανθεκτικά, σύμφωνα με έρευνα του Anthony (2008) χαρακτηρίζονται για την αυτοαποτελεσματικότητά τους, την επιμονή, την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων και διαχείρισης του άγχους, έχουν υψηλή αυτοπεποίθηση, είναι υπεύθυνα και αντιστέκονται σε αντικοινωνικές συμπεριφορές. Ακόμη, στο σχολείο είναι ή επιδιώκουν να είναι καλοί μαθητές και

(23)

23 θέλουν να συμμετέχουν στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες ((Sameroff, Gutman, &

Peck, 2003).

Ωστόσο, επειδή είναι σχεδόν αδύνατο όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά να διατίθενται από έναν έφηβο, ακόμη και η ύπαρξη ενός μπορεί να ωφελήσει στην υπέρβαση των δυσκολιών. Σε αυτή την ηλικία μπορεί να γίνουν παρεμβάσεις για την προαγωγή των ικανοτήτων και τη μείωση της επίδραση των αντίξοων συνθηκών.

Δηλαδή, μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία μπορούν τα παιδιά να αναπτύσσουν δεξιότητες για την αυτοεκτίμησή τους και την ενδυνάμωση των σχέσεών τους (Gilligan, 2000).

1.5. Ο ρόλος των πολιτισμικών αξιών και του γονικού στιλ 1.5.1. Πολιτισμικές αξίες

Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές οι διαπολιτισμικές διαφορές, οι διαφορές στο συναίσθημα και η ευκολία ή δυσκολία στην προσαρμογή των εφήβων μεταναστών, οφείλεται σε προσωπικούς αλλά κατά βάση σε οικογενειακούς και κοινωνικούς παράγοντες (Καφέτσιος, & Λεοντοπούλου, 2006). Οι ανωτέρω διαφορές προκύπτουν από πολιτισμικές ιδιαιτερότητες κάθε ομάδας (πολιτισμικές αξίες) οι οποίες είναι γνωστές με τους όρους ατομικισμός και κολεκτιβισμός (Triandis, 1995). Η βιβλιογραφία αναφέρει πως, η συναισθηματική εμπειρία, η έκφραση, η αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, επηρεάζονται από κοινωνικά πλαίσια και νόρμες που καθορίζονται από τις εκάστοτε πολιτισμικές αξίες (Καφέτσιος, &

Λεοντοπούλου, 2006).

Οι όροι κολεκτιβισμός και ατομικισμός σχετίζονται με τον βαθμό που κάποιος σκέφτεται στο πλαίσιο του «εμείς» ή «εγώ». Ο Ολλανδός ερευνητής Hofstede (1980) ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη διευκρίνιση των διαστάσεων ατομικισμού- κο

Referências

Documentos relacionados