• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] University of Crete Library

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "University of Crete Library"

Copied!
112
0
0

Texto

(1)

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ:

ΓΝΩΣΗ, ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η Κριτική του Σίλλερ επί της Ηθικής του Καντ.

ΟΝΟΜΑ:ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΠΙΘΕΤΟ: ΜΠΑΛΑΤΣΟΣ

ΑΦΜ:5378

ΕΠΟΠΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:

Κ. ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ:

Κ. ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, Κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΡΓΕΝΤΗΣ, Κ. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ

0

(2)

Περιεχόμενα

Εισαγωγή… σελ. 3

Μέρος πρώτο – Καντιανή ηθική

Καλή θέληση… σελ. 5

Πρακτικοί κανόνες και γνώμονες… σελ. 10

Προαίρεση, θέληση και πρακτικός Λόγος… σελ. 16

Κατηγορική προσταγή… σελ. 18

Ελευθερία… σελ. 31

Καντιανή τελολογία… σελ. 46

Μέρος δεύτερο – Σίλλερ και καντιανή ηθική

Η πρώιμη φιλοσοφική σκέψη του Σίλλερ… σελ. 57 Η πρώτη γνωριμία με την καντιανή φιλοσοφία… σελ. 66 Όψεις της καντιανής ηθικής στον στοχασμό του Σίλλερ… σελ. 67 Η ρήξη ανάμεσα στον Σίλλερ και τον Καντ… σελ. 87

Συμπεράσματα … σελ. 105

Βιβλιογραφία… σελ. 108

1

(3)

Εισαγωγή

Ο Φρήντριχ Σίλλερ γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1759 και αποτελεί μαζί με τον Γκαίτε τον κατεξοχήν κλασικό και σύγχρονο στοχαστή όλων των εποχών. Η συμβολή του στην φιλοσοφία είναι ιδιαίτερα σημαντική, αν και από πολλούς έχει αναγνωρισθεί με διστακτικότητα λόγω της έντονης λογοτεχνικής παρουσίασης των θεμάτων που ανέλυε, κάτι το οποίο επίσης έχει αποδοθεί ως μομφή και στον Φρήντριχ Νίτσε. Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε με την αλληλεπίδραση που υπήρξε ανάμεσα στην σκέψη του Καντ και του Σίλλερ, ιδίως στον τομέα της ηθικής.

Ενώ είναι αναμφίβολο το γεγονός ότι η ηθική σκέψη του Σίλλερ επηρεάστηκε σημαντικά και καθοριστικά από την καντιανή σκέψη, ο Σίλλερ άσκησε κριτική αλλά παράλλαξε και την καντιανή ηθική, προσπαθώντας να την παρουσιάσει από αισθητική σκοπιά. Αυτή η κριτική -και συνάμα μεταμόρφωση- της καντιανής ηθικής από τον Σίλλερ είναι που θα μας απασχολήσει κυρίως, συνάγοντας συμπεράσματα που θα μας οδηγήσουν στην ολοκληρωμένη κατανόηση της σκέψεώς του. Πριν περάσουμε στην αναλυτική παρουσίαση του κυρίου θέματος της εργασίας, θα ήταν εύλογο να αναφερθούν οι άξονες του στοχασμού αυτού του μεγάλου πνεύματος του

18ου αιώνος.

Αρχικά, κατά την περίοδο 1787-1794, ο Σίλλερ ασχολήθηκε συστηματικά με την ποίηση, την ιστορία, το δράμα καθώς και με την κλασική Ελλάδα την οποία θαύμαζε και εξύμνησε. Πιο συγκεκριμένα, κατά το έτος 1788 μελέτησε ενδελεχώς τα Ομηρικά Έπη και την Ευριπίδεια τραγωδία, καθώς η απόφασή του να ασχοληθεί με την κλασική εποχή ήταν απαράλλαχτη. Σε ένα γράμμα του στον Körner τον Αύγουστο του ίδιου έτους γράφει: «Οι αρχαίοι μου δίνουν τώρα τεράστια απόλαυση»1. Μείζονος σημασίας είναι και η συμβολή του στην κριτική λογοτεχνικών έργων, όπως επί παραδείγματι στην Ιφιγένεια του Γκαίτε, η οποία δημοσιεύτηκε το 1788. Ο άνθρωπος όμως που στάθηκε ως φάρος στη ζωή του και καθόρισε κατά πολύ την σκέψη του, ήταν ο Καντ. Το στίγμα που άφησε ο Καντ στη σκέψη του Σίλλερ αρχίζει να φαίνεται ήδη από τα γράμματα του Σίλλερ νωρίς στις αρχές της δεκαετίας του

1 Helmut Koopman, Friedrich Schiller 1759-1794 I, εκδ. Sammlung Metzler, Στουτγάρδη, 1977, σελ 95.

2

(4)

17902, τα οποία αποδεικνύουν την προσπάθεια του να δημιουργήσει μια αισθητική καθώς και ηθική φιλοσοφία, μέσω της τρίτης Κριτικής του Καντ, της Κριτικής της

κριτικής δύναμης.

Η τρίτη Κριτική λοιπόν, αποτέλεσε το εφαλτήριο της ενασχόλησης του Σίλλερ με ζητήματα αισθητικής φύσεως, όπως επί παραδείγματι με την φύση του Υψηλού και την θεωρία του Κάλλους, φυσικά υπό το πρίσμα των καντιανών κατηγοριών.

Αναφέρει ο Σίλλερ, σχετικά με την τρίτη Κριτική: «Στην κριτική της κριτικής δύναμης διατυπώνει ο Καντ μιαν ιδιαίτερα γόνιμη θέση η οποία, καθώς φρονώ, μπορεί να εξηγηθεί μονάχα με την θεωρία μου. Η φύση, λέει, είναι ωραία όταν φαίνεται σαν τέχνη και η τέχνη είναι ωραία όταν φαίνεται σαν φύση»3. Πέραν της καντιανής επιρροής, ο Σίλλερ είχε μελετήσει φυσικά και άλλους φιλοσόφους, όπως οι Mendelssohn, Sulzer, Homes, Shaftesbury, Wieland η επίδραση των οποίων είναι ιδιαίτερα αντιληπτή, όπως θα φάνει στη συνέχεια. Η δομή της εργασίας θα είναι η ακόλουθη. Αρχικά, θα ξεκινήσω από την παρουσίαση και συστηματική ανάλυση της καντιανής ηθικής, καθώς είναι η ηθική - ορόσημο της εποχής, που άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση -και γέννησε τις εντονότερες αντιπάθειες-, χωρίς αυτό να μας δίνει το δικαίωμα να της παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι όλοι οι μετέπειτα φιλόσοφοι προσπάθησαν είτε να την εξελίξουν είτε να την υπερβούν είτε να την αναιρέσουν.

Εφόσον λοιπόν ο Σίλλερ ανήκει στην ομάδα των φιλοσόφων που αρχικώς επηρεάστηκαν από την καντιανή σκέψη και εν συνεχεία προσπάθησαν να την εξελίξουν, θεωρώ εύλογο να παρουσιαστεί η πρόσληψη της καντιανής σκέψης από τον Σίλλερ στο δεύτερο μέρος της εργασίας, έπειτα, δηλαδή, από την παρουσίαση της καντιανής ηθικής, ώστε να γίνουν αντιληπτά τα μέρη εκείνα της καντιανής σκέψης, τα οποία παράλλαξε ο Σίλλερ, δημιουργώντας τοιουτοτρόπως την δική του ηθική.

Επίσης, ιδιαίτερης μνείας θα χαίρει η αλληλογραφία του Σίλλερ με εξέχοντα πνεύματα, όπως ο Korner και ο Γκαίτε η μελέτη της οποίας αποτελεί πλούτο γνώσεων και μια μέθοδο που ρίχνει φως στην υποτιμημένη φιλοσοφική σκέψη του Σίλλερ.

2 «[..]αλλά τα θεμέλιά της (της καντιανής φιλοσοφίας) δεν έχουν να φοβούνται τη μοίρα τούτη (της μεταβολής), επειδή από τότε που υφίσταται το γένος των ανθρώπων και όσο υπάρχει Λόγος τα έχουν αναγνωρίσει σιωπηρά και έχουν δράσει γενικώς σύμφωνα με αυτά.» Γράμμα στον Γκαίτε (28.10.1794). Φρήντριχ Σίλλερ, Επιλογή από το έργο του, εκδ. στιγμή, Αθήνα 2015, μετάφρ. Κώστας Ανδρουλιδάκης, σελ 130.

3 Ο.π, σελ 51.

3

(5)

Μέρος πρώτο

Καντιανή Ηθική Καλή θέληση

Μετά την πρώτη Κριτική (1781) ,η οποία «ασχολήθηκε με αντικείμενα μόνης της γνωστικής μας ικανότητας» (ΚΠΛ, 5:15, μετάφρ. 29), ο Καντ προκειμένου να πραγματοποιήσει αυτή την φορά μια κριτική που θα αφορά την πρακτική χρήση του Λόγου, ήτοι κατά πόσο ο Λόγος καθορίζει την βούληση, θεώρησε σκόπιμο, πως για μια τέτοια κριτική οφείλει πρώτα να αναπτύξει μια Θεμελίωση της Μεταφυσικής των Ηθών. Ο Καντ αναπτύσσει μια Θεμελίωση με σκοπό να παρουσιαστεί μια αρχή της καθαρής ηθικότητας. Επομένως, η θεμελίωση ασχολείται με την ανεύρεση μιας πρώτης αρχής, η οποία θα προκύψει μέσα από την εξερεύνηση της φύσεως του ανθρώπου. Όπως και στην φύση, καθ’ όμοιον τρόπο διακρίνεται και η φύση του άνθρωπου. Παρατηρούμε, ότι δίπλα στο εμπειρικό μέρος της φύσης στέκει και το καθαρό μέρος. Εμπειρικό είναι το μέρος εκείνο της φυσικής φιλοσοφίας που προσδιορίζει τους νόμους της φύσεως, ενώ η φιλοσοφία που «θέτει τις διδασκαλίες της μονάχα βάσει a priori αρχών, λέγεται καθαρή φιλοσοφία» (ΘΜΗ, 4:388, μετάφρ.

16). Η καθαρή φιλοσοφία με την σειρά της, αν περιορίζεται μονάχα σε ορισμένα αντικείμενα του νου, ονομάζεται μεταφυσική. Επομένως, από αυτόν τον διαχωρισμό που κάνει ο Καντ, προκύπτει μια μεταφυσική της φύσης και μια μεταφυσική των ηθών. Η μεταφυσική των ηθών πρέπει να προηγείται της πρακτικής ανθρωπολογίας (ΘΜΗ, 4:388, μετάφρ. 17), ώστε να μπορούμε να εξετάσουμε με τελείως καθαρό τρόπο την συνεισφορά του Λόγου. Οφείλουμε να κάνουμε αυτήν την αποκάθαρση από κάθε τι εμπειρικό, διότι σκοπός μας είναι να μπορέσουμε να βρούμε έναν ηθικό νόμο που θα έχει απόλυτη και καθολική ισχύ για όλα τα έλλογα όντα -άρα και των ανθρώπων-. Από την άλλη, η εμπειρία είναι δυνατόν να μας προσφέρει μια εντολή, η οποία όμως «μπορεί να αποκαλείται πρακτικός κανόνας, ουδέποτε όμως, ηθικός νόμος» (ΘΜΗ, 4:389, μετάφρ. 18). Η φύση λοιπόν του ανθρώπου, καθώς και η εμπειρία, δεν δύνανται να μας παρέχουν θεμέλια για να αποδείξουν την απόλυτη αναγκαιότητα ενός νόμου που θέλει να λέγεται ηθικός, αυτή η αναγκαιότητα μπορεί να θεμελιωθεί μονάχα a priori. Στο σημείο αυτό πρέπει να παραθέσουμε ένα 4

(6)

αξιοσημείωτο χωρίο, καθώς η μη διευκρίνησή του από πολλούς ερμηνευτές του Καντ επιτρέπει την διαστρέβλωση της φιλοσοφίας του. Αναντίρρητα ο Καντ περιορίζει κατά πολύ τον ρόλο της εμπειρίας και την συνεισφορά της στην φιλοσοφία, ειδικότερα στην ηθική φιλοσοφία, ποτέ όμως δεν την παραβλέπει και δεν συνάγει συμπεράσματα χωρίς πρώτα να υπολογίζει τον άνθρωπο ως ένα πεπερασμένο έλλογο ον. Αυτό μπορεί να εξακριβωθεί στο χωρίο εκείνο της Θεμελίωσης, οπού ο Καντ λέει ξεκάθαρα για τους νόμους που προέρχονται a priori ότι «απαιτούν βέβαια επιπλέον κριτική ικανότητα οξυμμένη από την εμπειρία, εν μέρει για να διακρίνει κανείς σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζονται οι νόμοι» (ΘΜΗ, 4:389, μετάφρ. 19). Συνεπώς, ο Καντ δεν παραγνωρίζει τον ρόλο της εμπειρίας αλλά τουναντίον, της αποδίδει έναν εξαιρετικό ρόλο που σχετίζεται με την κριτική ικανότητα του να μπορούμε να αντιληφθούμε σε ποιες περιστάσεις οφείλουμε να εφαρμόζουμε έναν ηθικό νόμο.

Παρατηρούμε ότι ο Καντ συνάγει συμπεράσματα έχοντας υπόψιν του πάντα ότι ο άνθρωπος είναι ένα πεπερασμένο έλλογο ον, το οποίο υπόκειται και αυτό στους νόμους της φύσεως, οι οποίοι στις περισσότερες των περιπτώσεων επηρεάζουν την βούλησή του. Αυτή η διαπίστωση αποτελεί το εφαλτήριο για την καθιέρωση της ιδέας της ελευθερίας, η οποία θα έπρεπε να υπάρχει -αν δεν υπάρχει- και η οποία μπορεί να θεμελιωθεί μονάχα από τον Λόγο, καθιστώντας μας κατ' αυτόν τον τρόπο αυτόνομους, καθώς μας προτρέπει να πράττουμε πάντα με αρχές που προέρχονται a priori, χωρίς την παρεμβολή των κλίσεων μας, το οποίο συνιστά ετερονομία.

Επιστρέφοντας στο κυρίως θέμα μας, που είναι η ανεύρεση ενός θεμελίου για την μεταφυσική των ηθών, πριν περάσουμε στην παρουσίασή του, να διευκρινίσουμε μια μεγάλη καινοτομία που προσέφερε ο Καντ μέσω της ηθικής του φιλοσοφίας. Αυτή δεν είναι άλλη από τον διαχωρισμό του να είναι μια πράξη σύμφωνη με τον ηθικό νόμο και από το να επιτελείται χάριν αυτού. Αν εφαλτήριο της βούλησης δεν είναι ένα ηθικό αίτιο τότε «η συμφωνία εκείνη δεν είναι παρά μονάχα πολύ τυχαία και επισφαλής, επειδή το μη ηθικό αίτιο θα παράγει μεν ενίοτε πράξεις σύμφωνες με τον νόμο, ως επί το πλείστον όμως ενάντιες στον νόμο» (ΘΜΗ, 4:390, μετάφρ. 19).

Οφείλει ο άνθρωπος να αναζητήσει έναν ηθικό νόμο με απόλυτη αναγκαιότητα, θα εκπηγάζει δηλαδή από τον Λόγο, χωρίς την παρεμβολή της εμπειρίας, της φύσης του ανθρώπου και τις περιστάσεις του κόσμου μας, οπού οι πράξεις θα επιτελούνται χάριν αυτού και όχι σύμφωνα με αυτόν. Η ηθική φιλοσοφία επομένως είναι αδύνατον να υπάρξει πριν από την αναζήτηση μιας καθαρής φιλοσοφίας, δηλαδή μιας μεταφυσικής, στην οποία μονάχα εδρεύει ο ηθικός νόμος. Από όλα αυτά συνάγεται το 5

(7)

συμπέρασμα, ότι η μεταφυσική των ηθών συνιστά μια έρευνα της καθαρής θελήσεως και όχι την εξέταση της ανθρώπινης βουλήσεως εν γένει, καθώς αυτή αναπόφευκτα περιλαμβάνει παραδείγματα τα οποία εκπορεύονται από την εμπειρία. H ηθικότητα κατά τον Καντ είναι αυτή που αποδεσμεύει τον άνθρωπο από την φυσική αναγκαιότητα που υπάρχει στον κόσμο και του δίνει έναν πιο άξιο σκοπό προς επίτευξη, ο οποίος μονάχα μέσω του Λόγου μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την παρεμβολή θεϊκών δυνάμεων. Εφόσον λοιπόν, η Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών ερευνά την ανώτατη αρχή της ηθικότητας, ο Καντ δηλώνει ευθύς εξαρχής το ανώτατο θεμέλιο της ηθικότητας, το οποίο ταυτίζει με την καλή θέληση. Να σημειωθεί σε αυτό το σημείο, πώς όσα θα ειπωθούν εν συνεχεία για την καλή θέληση σε συνδυασμό με τις πράξεις που επιτελούνται χάριν του καθήκοντος ή σύμφωνα με αυτό είναι αρκετά σημαντικά, καθώς στο σχετικό κεφάλαιο με τον Σίλλερ, θα μας χρησιμεύσει ως μια εξαιρετική πηγή για να δούμε πως η ηθική του Σίλλερ συναντάει την ηθική του Καντ. Συνεχίζοντας, λέει χαρακτηριστικά πως «είναι απολύτως αδύνατον να διανοηθούμε οτιδήποτε μέσα στον κόσμο γενικά, και μάλιστα ακόμη και έξω από αυτόν, που θα μπορούσε να θεωρηθεί χωρίς περιορισμούς καλό, παρά μονάχα την καλή θέληση» (ΘΜΗ, 4:393, μετάφρ. 25). Ο Καντ ορίζει την καλή θέληση ως την ανώτατη αρχή της ηθικότητας, καθώς χωρίς αυτήν πολλά ταλέντα τα οποία οι άνθρωποι θεωρούμε ως καλά και επιθυμητά, δημιουργούν αποτρόπαιες πράξεις. Επί παραδείγματι, τα ταλέντα του πνεύματος και της ιδιοσυγκρασίας, ενώ μπορούν να παράγουν αξιέπαινες πράξεις με την συνδρομή της καλής θελήσεως, αν αυτή εκλείπει, τότε μπορούν να αποβούν μοιραία. Πιο συγκεκριμένα, ο Καντ αναφέρει το παράδειγμα ενός ψυχρού δολοφόνου του οποίου η ψυχραιμία τον καθιστά περισσότερο επικίνδυνο αλλά και απεχθέστερο στα μάτια μας. Οι ιδιότητες αυτές ή τα ταλέντα «δεν έχουν κάποια εσωτερική απόλυτη αξία, αλλά προϋποθέτουν πάντοτε καλή θέληση η οποία περιορίζει τη μεγάλη εκτίμηση που τρέφει κανείς άλλωστε ευλόγως γι’ αυτές, και δεν επιτρέπει να τις θεωρεί απολύτως καλές» (ΘΜΗ, 4:394, μετάφρ. 26).Αυτές οι ιδιότητες ή τα ταλέντα δεν είναι αφ’ εαυτά καλά, καθώς η πρακτική χρήση τους κρίνεται πάντα με τα αποτελέσματα που αποφέρουν, τα οποία είναι καλά αν τα συνοδεύει η καλή θέληση, ενώ αν αυτή απουσιάζει τότε τα αποτελέσματα είναι επιζήμια. Άρα, η καλή θέληση είναι αφ'εαυτής καλή, διότι δεν λαμβάνει τον χαρακτηρισμό "καλή" από τους σκοπούς που πραγματοποιεί ή από τα αποτελέσματα που επιφέρει, τουναντίον είναι καλή λόγω της ίδιας της βούλησης η οποία συμφωνεί με τον εαυτό της. Μάλιστα, ακόμα και αν η καλή θέληση είναι 6

(8)

αδύναμη για να επιτελεί τις προθέσεις της ή να πραγματοποιεί τους σκοπούς της, ο

Καντ λέει πως

« ακόμη και τότε θα έλαμπε ασφαλώς αφ’ εαυτής σαν κόσμημα, ως κάτι που ενέχει ολόκληρη την αξία του εντός του» (ΘΜΗ, 4:394, μετάφρ. 27). Η έννοια της καλής θελήσεως μπορεί να ιδωθεί καλύτερα υπό την έννοια του καθήκοντος4 με τον εξής διαχωρισμό: τις πράξεις που γίνονται σύμφωνα με το καθήκον. Από αυτή τη διατύπωση προκύπτει η εξής μομφή που αποδίδεται κατά καιρούς στην καντιανή ηθική, λέγοντας πως αυτές οι πράξεις που είναι απλώς σύμφωνες με το καθήκον στερούνται ηθικής αξίας, γιατί ενδεχομένως έγιναν από την διαμεσολάβηση μιας κλίσης. Μια τέτοια μομφή εν μέρει αληθεύει αλλά παραγνωρίζει ένα σημαντικό σημείο. Ο Καντ θεωρεί ότι αυτές οι πράξεις είναι τιμητικές, αξίζουν έπαινο «αλλά όχι σέβας» (ΘΜΗ, 4:398, μετάφρ. 31). Η ηθική δεν μπορεί να αποδίδει ηθική αξία και περιεχόμενο σε πράξεις που απλώς είναι σύμφωνες με το καθήκον· αντιθέτως, πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας σε ένα πιο στενό πλαίσιο πράξεων, οι οποίες θα επιδέχονται πέραν της ενθάρρυνσης και της τιμής, σεβασμό: «όταν ο Καντ διακρίνει μεταξύ πράξεων που έχουν ηθικό περιεχόμενο ή ηθική αξία και αυτών που δεν έχουν, δεν διακρίνει τι έχει απόλυτη ηθική αξία από αυτό που στερείται αυτής. Αντιθέτως, ο διαχωρισμός που κάνει είναι μεταξύ αυτού που έχει μια ειδική, θεμελιώδη, ουσιαστική ή αυθεντική ηθική αξία από αυτό που είναι αξιόλογο από μια ηθική οπτική αλλά δεν έχει αυτού του είδους την αξία που είναι πλάι στην καρδιά της ηθικότητας»5. Επίσης, η Baxley θεωρεί παρομοίως σχετικά με αυτή την ειδική και θεμελιώδη αυθεντική αξία των πράξεων, ότι αυτή δεν συσχετίζεται με σύνολη την ηθική κατάσταση ή αξία του ανθρώπου αλλά αφορά μονάχα τον γνώμονα του πράττοντα. Πιο συγκεκριμένα, «δεν συγκρίνει την ηθική κατάσταση δύο διαφορετικών ανθρώπων, ούτε προτείνει ότι η κλίση πρέπει να είναι απούσα, ώστε να έχει η αγαθοεργία ενός ανθρώπου ηθική αξία. Αντιθέτως, ξεχωρίζει την ηθική κατάσταση των γνωμόνων της πράξης του ίδιου ατόμου υπό διαφορετικές συνθήκες, και επιμένει ότι ο αυτός ο γνώμονας του ανθρώπου που βοηθάει άλλους αξίζει τον

4 ΘΜΗ, 4:400, μετάφρ. 34: «Καθήκον είναι η αναγκαιότητα μιας πράξης από σεβασμό προς τον νόμο». Σχολιάζοντας ο Wood αυτή τη φράση, εφιστά την προσοχή μας στην έννοια της

αναγκαιότητας η οποία μπορεί κάλλιστα να παρερμηνευθεί. Λέει χαρακτηριστικά, «η λέξη

αναγκαιότητα εδώ αναφέρεται σε αυτό που ο Καντ αλλού ονομάζει πρακτική αναγκαιότητα, δηλαδή περιορισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, όμως, δεν αναφέρεται σε εξωτερικό περιορισμό ή εξαναγκασμό, από αλυσίδες, δεσμά ή απειλές, αλλά περισσότερο σε μια εσωτερική έλλογη αυτοπειθαρχία που εσύ εξασκείς πάνω στον εαυτό σου από σεβασμό προς τις σωστές αρχές» Βλ. Allen W. Wood, Kantian Ethics, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Καίμπριτζ, Νέα Υόρκη, 2008, σελ 26.

5 Allen W. Wood, Kantian Ethics, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Καίμπριτζ, Νέα Υόρκη, 2008, σελ 28.

7

(9)

σεβασμό μας, μόνο όταν το καθήκον όπως αντιτάσσεται στην φυσική συμπόνια, τον παρακινεί για να βοηθήσει. Οπότε, το επιχείρημα του Καντ, δεν είναι ότι η ηθική αξία απαιτεί από τον πράττοντα να πράττει με υπευθυνότητα χωρίς κλίση, αλλά αυτή η ηθική αξία διαπιστώνεται στον γνώμονα του πράττοντα μόνο όταν το καθήκον είναι ο καθοριστικός παράγοντας της πράξης του»6. Μέσω των παραδειγμάτων που παραθέτει, γίνεται φανερό ότι δεν εξορκίζει την αισθητικότητα ως ένα θανάσιμο εχθρό· τουναντίον, η αναισθησία είναι αυτή που πρέπει να φύγει από τον άνθρωπο που ενώ ήταν φιλάνθρωπος, μια σειρά από δυστυχίες τον κατέστησαν αναίσθητο:

«εάν λοιπόν τώρα, που δεν τον παρακινεί πια καμία κλίση, αποσπαστεί επιτέλους από την θανάσιμη τούτη αναισθησία και προχωρήσει στην ευεργεσία δίχως οποιαδήποτε κλίση, μονάχα από καθήκον, τότε μόνον αποκτά η πράξη του την αυθεντική ηθική αξία της» (ΘΜΗ, 4:398, μετάφρ. 32). Ακριβώς αυτό το παράδειγμα έρχεται σε ευθεία ρήξη με όσους ερμηνεύουν τον Καντ ως έναν θανάσιμο εχθρό της αισθητικότητας.

Όπως πολύ εύστοχα λέει ο Wood, «η διαφορά μεταξύ της φιλάνθρωπης πράξης από την συμπάθεια και αυτής από το καθήκον δεν είναι ότι η πρώτη επιτελείται με συναίσθημα και η δεύτερη ψυχρά· η ερώτηση είναι, εάν το φιλάνθρωπο συναίσθημα με το οποίο επιτελείται η πράξη είναι μονάχα φυσικό και ενστικτώδες ή είναι ένα συναίσθημα που έχει σφυρηλατήσει ο άνθρωπος στον ίδιο τον εαυτό του μέσω του ηθικού Λόγου» 7. Ακριβώς βάσει αυτής της ερμηνείας, γίνεται φανερό ότι ο άνθρωπος μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης μπορεί να σφυρηλατήσει τον εαυτό του, ώστε σε καταστάσεις που οι κλίσεις επεμβαίνουν καθοριστικά στον καθορισμό της θελήσεως, να μπορεί να παρεμβαίνει μέσω του στιβαρού ηθικού του Λόγου και να παρεμποδίζει την δράση τους. Επομένως, σε αυτές τις πράξεις θα εντοπίσουμε και την απόλυτη ηθική αξία που αναφέραμε προηγουμένως, καθώς όσο η επιτέλεση του καθήκοντος είναι δυσκολότερη, μέσω της έντονης παρεμβολής μιας κλίσεως, τόσο περισσότερο η πράξη μας αξίζει τον ηθικό σεβασμό από όλους. Θεωρώ, πως αυτό το γεγονός είναι αρκετά εύλογο και κοινώς αποδεκτό. Όταν κάτι το επιτελούμε με ευκολία, ακόμα και με κάποια χαρά, δεν χρήζει ιδιαίτερης μνείας· όταν όμως μέσω του αυτοκαθορισμού της θελήσεώς μας υπερβαίνουμε τα εμπόδια των κλίσεων, τότε έχουμε πράξει αληθινά το καθήκον μας. Ως εκ τούτου, για αυτό καθίσταται η ηθική τόσο σημαντική στην ζωή των ανθρώπων, διότι η ανθρώπινη θέληση είναι πεπερασμένη και σε πολλές περιπτώσεις διαβρωμένη, μια διάβρωση που μπορεί να

6 Anne Margaret Baxley, Kant's Theory of Virtue, εκδ. Καίμπριτζ, Καίμπριτζ, 2010, σελ 33.

7 Allen W. Wood, Kantian Ethics, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Καίμπριτζ, Νέα Υόρκη, 2008, σελ 28.

8

(10)

βελτιωθεί μονάχα μέσω της αυτοπειθαρχίας και της σφυρηλατήσεως στα πλαίσια του ηθικού νόμου. Ανοίγει σιγά σιγά ο δρόμος για την διατύπωση της κατηγορικής προσταγής, όμως πριν φτάσουμε εκεί, πρέπει να ρίξουμε φως στην έννοια του γνώμονα, την οποία εισάγει ο Καντ ήδη από τα παραδείγματα που παραθέτει σχετικά με το καθήκον.

Πρακτικοί κανόνες και γνώμονες

Μια αρκετά διφορούμενη έννοια στην καντιανή φιλοσοφία είναι αυτή του κανόνα, η οποία έχει παρουσιαστεί με πολλές διαφορετικές ερμηνείες κάθε φορά. Επί παραδείγματι, στην δεύτερη Κριτική μας παρουσιάζει τον κανόνα ως κατηγορική προσταγή: «ο πρακτικός κανόνας είναι πάντοτε ένα προϊόν του Λόγου, επειδή επιτάσσει μια πράξη ως μέσον για ένα αποτέλεσμα ως πρόθεση. Αλλά για ένα ον, στο οποίο ο Λόγος δεν είναι ο εντελώς μόνος καθοριστικός λόγος της θέλησης, ο κανόνας αυτός είναι μια προστακτική» (ΚΠΛ, 5:20, μετάφρ 36) και ως νόμο: «συνεπώς ο πρακτικός κανόνας είναι απόλυτος, άρα παριστάνεται a priori ως κατηγορικώς πρακτική πρόταση, μέσω της οποίας καθορίζεται αντικειμενικώς η θέληση απολύτως και αμέσως (μέσω του ίδιου του πρακτικού κανόνα, ο οποίος συνεπώς εδώ είναι νόμος)» (ΚπΛ, 5:31, μετάφρ. 53)· αντιθέτως, στην Θεμελίωση μας τον παρουσιάζει ανεξάρτητα από τον ηθικό νόμο, ως μια εντολή που υπακούει μονάχα σε όρους της εμπειρίας: «τέλος, ότι κάθε άλλη εντολή η οποία στηρίζεται σε αρχές μονάχα της εμπειρίας -ακόμη και μία από ορισμένη άποψη γενική εντολή, εφ' όσον στηρίζεται κατ' ελάχιστον, ίσως μονάχα ως προς ένα κίνητρό της, σε εμπειρικούς λόγους- μπορεί μεν να αποκαλείται πρακτικός κανόνας, ουδέποτε όμως ηθικός νόμος» (ΘΜΗ, 4:389, μετάφρ. 18). Ωστόσο, ο Beck αναφέρει, ότι στον ορισμό της παραγράφου 1 της δεύτερης Κριτικής, «μας δείχνει ότι εννοεί, πως ένας κανόνας πρέπει να εκλαμβάνεται με τον εμπειρικά τυχαίο χαρακτήρα μιας πράξεως σε συγκεκριμένες καταστάσεις, δίνοντας την καθολική νομοθεσία εκφρασμένη στις αρχές. Οι κανόνες άρα είναι χωρισμένοι από τις θεμελιώδεις αρχές, οι οποίες εκφράζουν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής (γνώμονες) και από θεμελιώδεις αρχές (αν υπάρχουν) που είναι καθολικά έγκυρες»8. Συνεπώς, οι κανόνες εκφράζουν αυτό που θα ήταν ορθό να γίνει μέσα από γενικές αρχές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι περιέχονται σε αυτές αλλά, αντιθέτως, περιέχονται στον γενικό καθορισμό της θελήσεως. Αυτό σημαίνει ότι πολλές φορές οι

8 Lewis White Beck, A Commentary on Kant's Critique of Practical Reason, Πανεπιστημιακές εκδόσεις του Σικάγο, ΗΠΑ, 1960, σελ 79.

9

(11)

κανόνες δεν είναι ίδιοι με αυτές τις γενικές αρχές. Πιο συγκεκριμένα, κατά την επιτέλεση μιας πράξεως που αποβλέπει σε κοινό σκοπό από δύο διαφορετικά άτομα, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το κάθε άτομο θα χρησιμοποιήσει διαφορετικούς κανόνες για να επιτύχει τον σκοπό. Βλέπουμε, ότι υπάρχει μια χαλαρή σχέση ανάμεσα στους κανόνες και τις γενικές αρχές, μια σχέση που έχουν χρησιμοποιήσει για να ασκήσουν κριτική στην ηθική του Καντ, επιρρίπτοντάς του την κατηγορία ότι αποδίδει απόλυτη ομοιομορφία στις ηθικές πράξεις. Ως εκ τούτου, κατά τον Beck πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας σε αυτή τη χαλαρή σχέση και να καταλάβουμε ότι την χρησιμοποίησε ο Καντ για να μπορέσει να διακρίνει τις ηθικές από τις νόμιμες πράξεις. Ειδικότερα, λέει ότι «Ο Καντ δεν αξιολογεί την καθολική εφαρμοσιμότητα των κανόνων. Η καθολικότητα στην οποία επιμένει δεν είναι αυτή του κανόνα αλλά της αρχής, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη επιλογή του κανόνα»9. Εν συνεχεία, ο Καντ ονομάζει τους κανόνες, που χρησιμοποιούνται μονάχα ως μέσο προς επίτευξη ενός σκοπού, ως θεωρητικές αρχές και για τούτο, «ένας κανόνας είναι πάντα ένα προϊόν του Λόγου, γιατί μόνο ο Λόγος (ως η ικανότητα της σκέψης γενικά, και όχι μία από τις τρεις διαφορετικές νοητικές λειτουργίες) μπορεί να μας δώσει την γνώση της σχέσης των μέσων για έναν σκοπό που είναι εκφρασμένα στους κανόνες»10. Αυτός όμως ο κανόνας δεν θα μπορούσε να συνιστά μια καθολική αρχή, διότι «ένας υποκειμενικώς αναγκαίως νόμος (ως φυσικός νόμος) είναι αντικειμενικώς μια πάρα πολύ τυχαία πρακτική αρχή, που μπορεί και πρέπει να είναι πολύ διαφορετική στα διάφορα υποκείμενα, άρα ουδέποτε μπορεί να παράσχει έναν νόμο»

(ΚΠΛ, 5:25, μετάφρ 45). Το είδος αυτού του πράττειν ονομάζεται στρατηγικό, επειδή εξετάζεται μονάχα ο σκοπός της πράξης και «ο Καντ ονόμασε αυτές τις στρατηγικές πράξεις ως πρακτικούς κανόνες και γενικά κάτω από αυτούς ως γνώμονες»11 . Αρχικά, η λατινική λέξη που αντιστοιχεί στην ελληνική του «γνώμονα» είναι η

«maxima» και προέρχεται από τον όρο «maximae propositiones», που απαντά στον φιλόσοφο Βοήθιο12. Η έννοια του γνώμονα είναι αρκετά αμφίσημη στην καντιανή φιλοσοφία και βιβλιογραφία, καθώς ο ίδιος ο Καντ προέβει σε αρκετές χρήσεις και πυροδότησε αυτή την δυσκολία στο να προσδιορίσουμε τι εν τέλει σημαίνει ο γνώμονας και ποια η σχέση του με τον ηθικό νόμο. Στην Θεμελίωση φαίνεται να

9 Ο.π, σελ 80.

10 Ο.π, σελ 80.

11 Marcus Willaschek, Praktische Vernunft, εκδ. Metzler, Βαϊμάρη – Στουτγάρδη, 1991, σελ 65.

12 Ralf Ludwig, Kant fuer Anfaenger Der Kategorische Imperativ, εκδ. Deutsche Taschenbuch, Μόναχο, 1995, σελ 51.

10

(12)

διαρρηγνύει αυτή τη σχέση, καθώς γράφει ότι ο γνώμονας αποκαλύπτει το πώς πράττει το υποκείμενο ενώ ο νόμος είναι «η αρχή σύμφωνα με την οποία οφείλει να πράττει» (ΘΜΗ, 4:421, μετάφρ 64, βλ. υποσημ. του Καντ). Στην Κριτική του πρακτικού Λόγου «οι πρακτικές αρχές [...] είναι υποκειμενικές ή γνώμονες, εάν ο όρος τους θεωρείται από το υποκείμενο ως έγκυρος μόνο για την θέλησή του· είναι όμως αντικειμενικές ή πρακτικοί νόμοι, εάν ο όρος τους αναγνωρίζεται ως έγκυρος για την θέληση κάθε ελλόγου όντος» (ΚΠΛ, 5:19, μετάφρ. 35). Παρατηρούμε εδώ, ότι αποδίδει ο Καντ πάλι μια τρόπον τινά αρνητική διάσταση στους γνώμονες, την οποία συνεχίζει και στην Θρησκεία. Εκεί μπορούμε να εντοπίσουμε, ότι ο γνώμονας είναι ένας κανόνας που δίνει η ίδια η θέληση για τον εαυτό της για να κάνει χρήση της ελευθερίας της (Θρησκεία, 6:21, μετάφρ.44-45). Επίσης, μας αναφέρει πως μια πράξη είναι κακή επειδή συνάγεται από τους κακούς γνώμονες που χρησιμοποιεί ο δράστης και όχι επειδή είναι εκείνος κακός (Θρησκεία, 6:20, μετάφρ. 43). Ο Καντ, «δεν διαφοροποίησε με καθαρή σαφήνεια μεταξύ του γνώμονα και του υποκειμενικού πρακτικού κανόνα, καθώς χρησιμοποίησε και τις δύο εκφράσεις με ισοδύναμο νόημα»13. Παρά τις ποικίλες παραλλαγές που μπορεί να εντοπίσει κάποιος στα έργα του Καντ, ο κοινά αποδεκτός ορισμός του γνώμονα φαίνεται να είναι, ότι αποτελεί την «υποκειμενική αρχή της βουλήσεως» (ΘΜΗ, 4:400, μετάφρ. 34) και αν θέλουμε να καταλάβουμε την πραγματική τους λειτουργία, δεν μπορούμε παρά να στρέψουμε το βλέμμα μας στην εμπειρία: «δεν χρειάζεται να διερευνήσουμε που βασίζεται το συναίσθημα της χαράς και της λύπης, πώς πηγάζουν από αυτό οι επιθυμίες και οι κλίσεις, αλλά και πως πηγάζουν από αυτές, με την συνεργεία του Λόγου, οι γνώμονες» (ΘΜΗ, 4:427, μετάφρ. 73). Οπότε, οι γνώμονες είναι η έκφραση της συνεργασίας του Λόγου με την αισθητικότητα, γι' αυτό και αποτελούν την υποκειμενική αρχή της βουλήσεως αλλά «τους γνώμονες δεν μπορεί κανείς να τους παρατηρήσει, και μάλιστα ούτε καν στον ίδιο τον εαυτό του, επομένως δεν μπορεί να θεμελιώσει με ασφάλεια την κρίση ότι ο δράστης είναι ένας κακός άνθρωπος»

(Θρησκεία, 6:20, μετάφρ 43). Ο Willaschek σχετικά με αυτή την διάκριση σημειώνει,

«αναλογικά της διαφοράς ανάμεσα σε έναν εμπειρικό και έναν νοητικό χαρακτήρα, οφείλει κάποιος για αυτό μάλλον, να διακρίνει επίσης ανάμεσα σε έναν εμπειρικό και έναν νοητό γνώμονα»14. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του γνώμονα είναι ότι αυτός διακρίνεται από την πρόθεση της πράξης, καθώς «μια πράξη από καθήκον έχει την

13 Marcus Willaschek, Praktische Vernunft, εκδ. Metzler, Βαϊμάρη – Στουτγάρδη, 1991, σελ 66.

14 Ο.π, σελ 67.

11

(13)

ηθική αξία της όχι στην πρόθεσηη οποία πρόκειται να επιτευχθεί μ' αυτήν, αλλά στον γνώμονα κατά τον οποίο αποφασίζεται» (ΘΜΗ, 4:399, μετάφρ. 34). Επομένως, κατά την ηθική αξιολόγηση μιας πράξης, μας αποκαλύπτεται η διττή λειτουργία του γνώμονα, ο οποίος όταν καθολικευτεί μας δίνει την νομοθεσία της πράξεως, ενώ όταν το κριτήριο με τον οποίο τον επέλεξε κάποιος άνθρωπος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην καθολική νομοθεσία, αυτή η πράξη δεν μπορεί παρά να μην ανήκει στην σφαίρα της ηθικής και να συνιστά έναν πρακτικό κανόνα, ουδέποτε όμως νόμο. Όταν κάποιος μέσω του ηθικού γνώμονα «έχει θέσει την ικανοποίηση των κλίσεων του κάτω από τον καθορισμό της θελήσεως(Bedingung), τότε οι πράξεις του ως μέσο για την πραγματοποίηση μιας πρόθεσης συμφωνούν με την ηθική νομοθεσία»15. Υπάρχει συνεπώς μια ιεραρχία κατά την ηθική διάταξη των ελατηρίων, τα οποία αποδέχεται στους γνώμονές του κάποιος άνθρωπος. Από την μία έχουμε το ελατήριο της φιλαυτίας και από την άλλη το ελατήριο του ηθικού νόμου, ο οποίος «ως ο ανώτατος όρος της ικανοποίησης της φιλαυτίας, θα έπρεπε να γίνεται δεκτός από τον καθολικό γνώμονα της προαίρεσης ως το μοναδικό ελατήριο» (Η Θρησκεία, 6:36, μετάφρ 73).

Μέσω αυτής της σχέσης του γνώμονα με το πράττειν, μπορούμε να συναγάγουμε το συμπέρασμα ότι ο γνώμονας έχει ηθική ισχύ μονάχα όταν καθορίζεται η θέληση από τον ηθικό νόμο, καθώς ο γνώμονας είναι η υποκειμενική αρχή της βουλήσεως. Ως εκ τούτου μπορεί μονάχα να καταστεί πρακτικός νόμος, όταν αυτή η υποκειμενική αρχή μπορεί να ισχύει ταυτόχρονα για κάθε έλλογο ον. Μέχρι στιγμής, αφού έχουμε δει πώς πηγάζουν οι γνώμονες από την συνεργασία του Λόγου και των κλίσεων, μπορούμε να διατυπώσουμε με κάποια βεβαιότητα ότι ένας υποκειμενικός πρακτικός κανόνας ισχύει μόνο για μερικές πράξεις, ενώ ένας αντικειμενικός πρακτικός κανόνας, δηλαδή ένας πρακτικός νόμος, είναι ανεξάρτητος την επιρροή της προαίρεσης κάθε άτομου· ήτοι, ισχύει για κάθε πράξη. Όμως, «οι γνώμονες είναι μεν αρχές, όχι όμως προστακτικές» (ΚΠΛ, 5:20, μετάφρ. 37) και «αυτή η διαφορά είναι ουσιώδης για την καντιανή θεωρία της δράσης»16 γιατί δημιουργεί μια αμφισημία μεταξύ των υποκειμενικών και αντικειμενικών κανόνων. Παρατηρούμε, ότι από την μία οι γνώμονες είναι υποκειμενικές αρχές και όχι προστακτικές, οι οποίες ωστόσο ούτε αυτές είναι καθ' ολοκληρίαν αντικειμενικές, γιατί από την μία έχουμε τις υποθετικές προστακτικές, που δεν συνιστούν νόμο αλλά πρακτική επιταγή, και από την άλλη έχουμε τις κατηγορικές προστακτικές που ισχύουν αντικειμενικά ως νόμοι.

15 Ο.π, σελ 68.

16 Ο.π, σελ 72.

12

(14)

Γι' αυτή την αμφισημία ο Willaschek προτείνει την εξέταση δύο αποσπασμάτων, το ένα από την Θρησκεία και το άλλο από το δοκίμιο Περί του κοινού αποφθέγματος:

Αυτό είναι σωστό στην θεωρία, αλλά στην πράξη δεν ισχύει. Λέει ο Καντ στην Θρησκεία, ότι «πρώτον η ασθένεια (fragilitas) της ανθρώπινης φύσης εκφράζεται ακόμη και στο παράπονο ενός Απόστολου: την θέληση την έχω βέβαια, αλλά μου λείπει η εφαρμογή, δηλ. αποδέχομαι το αγαθό (τον νόμο) στον γνώμονα της προαίρεσης μου, αλλά αυτό που είναι αντικειμενικώς, κατά την Ιδέα (in thesi), ένα ακατανίκητο ελατήριο, είναι υποκειμενικώς (in hypothesi), όταν πρόκειται να τηρηθεί ο γνώμονας, το ασθενέστερο (σε σύγκριση με την κλίση)» (Η Θρησκεία, 6:29, μετάφρ 60). Στο δοκίμιο Περί του κοινού αποφθέγματος, αναφέρει πως πρέπει να μην δείχνουμε ανοχή στον έξυπνο νέο που βγαίνει από το σχολείο και λέει «ό,τι ακούγεται καλά στη θεωρία, δεν έχει κανένα κύρος για την πράξη. (Αυτό διατυπώνεται συχνά και ως εξής: τούτη ή εκείνη η πρόταση ισχύει βέβαια in thesi, αλλά όχι in hypothesi)»17. Συνδυάζοντας αυτά τα δύο αποσπάσματα καθίσταται σε εμάς φανερό, «ότι ο Καντ χρησιμοποιούσετην διαφορά αντικειμενικός/υποκειμενικός επίσης με το νόημα του θεωρητικού/πρακτικού»18. Συνεπώς, «οι καθορισμένες από τον Καντ ως υποθετική προσταγή όπως επίσης και η πράξη ως μέσο για την επίτευξη μιας πρόθεσης, δεν οδηγούν από μόνες τους σε έναν καθορισμό της θελήσεως (Willensbestimmung), δηλαδή σε μια απόφαση για έναν σκοπό και για μια πράξη.

Εφόσον αυτές είναι αντικειμενικές και θεωρητικές, δεν είναι υποκειμενικές και πρακτικές»19.

Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να εισαγάγουμε την έννοια του σεβασμού, ώστε να μπορέσουμε να επιλύσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο το μυστήριο, που έχει δημιουργηθεί σχετικά με τους γνώμονες. Πρώτον, στην Θεμελίωση βλέπουμε, ότι ο γνώμονας συνιστά πρακτική αρχή η οποία προκύπτει από τον σεβασμό για τον νόμο, είναι επομένως μια υποκειμενική αρχή της θελήσεως και «η αντικειμενική αρχή (δηλαδή εκείνη που θα λειτουργούσε ως πρακτική αρχή και υποκειμενικώς σε όλα τα έλλογα όντα, εάν ο Λόγος είχε πλήρη εξουσία επί του επιθυμητικού) είναι ο πρακτικός νόμος» (ΘΜΗ, 4:400, μετάφρ 35). Αυτή η διατύπωση αποτελεί μια επιπλέον έκφραση του ηθικού ορθολογισμού του Καντ και την άμεση απόρριψη του εμπειρισμού στην διαμόρφωση μιας ηθικής βασισμένης αποκλειστικά στις κλίσεις,

17 Ιμμάνουελ Καντ, Δοκίμια, μετάφρ. Ευάγγελος Παπανούτσος, εκδ. Δώδωνη, Αθήνα, 1971, σελ 112.

18 Marcus Willaschek, Praktische Vernunft, εκδ. Metzler, Βαϊμάρη – Στουτγάρδη, 1991, σελ 73.

19 Ο.π, σελ 73.

13

(15)

τις επιθυμίες ή τα εμπειρικά ερεθίσματα. Ο ίδιος ο Καντ θέλοντας να προλάβει την όποια κριτική μπορεί να ασκηθεί εις βάρος του σχετικά με το συναίσθημα του σεβασμού, ότι δηλαδή χρησιμοποιεί ένα συναίσθημα την ίδια στιγμή που αρνείται την συμβολή των προσωπικών συναισθημάτων στην ηθική, ξεκαθαρίζει με την χαρακτηριστική σαφήνεια που τον διακατέχει: «Ό,τι γνωρίζω άμεσα ως νόμο για εμένα, το γνωρίζω με σεβασμό, που σημαίνει απλώς την συνείδηση της υπόταξης της θέλησής μου υπό έναν νόμο, δίχως μεσολάβηση άλλων επιρροών επί των αισθήσεών μου» (ΘΜΗ, 4:402, μετάφρ. 36, βλ. υποσημ. του Καντ). Ο σεβασμός δεν είναι ένα συναίσθημα που προκαλείται από ένα αντικείμενο σε εμάς, δεν είναι δηλαδή μια αιτία, αλλά μια επενέργεια20, η οποία δεν προκαλείται από κάποια κλίση αλλά από το αντικείμενο του σεβασμού μας: τον νόμο. Εν συνεχεία, για να μπορεί ο γνώμονας να δημιουργήσει έναν καθολικό νόμο, πρέπει όπως είδαμε να μην βρίσκεται σε αντίφαση με τον εαυτό του. Επί παραδείγματι, ο γνώμονας που επιβάλλω στον εαυτό μου να μην λέω ψέματα είναι θεμιτός, όμως αυτός ο γνώμονας μπορεί να παραλλαχθεί όταν πρόκειται με κάποιο ψέμα να σώσω την ζωή ενός αθώου. Αυτό αποδεικνύει, ότι ο

«γνώμονας δεν εξειδικεύει απλώς έναν γενικό τύπο πράξης προς επιτέλεση ή αποφυγή, αλλά προσδιορίζει και έναν ειδικό λόγο για να τελεστεί ή να αποφευχθεί ο

εκάστοτε τύπος πράξης»21.

Έχοντας υπόψιν αυτή τη λειτουργία του σεβασμού συνδυαστικά με τον γνώμονα, μπορούμε να συνεχίσουμε την ανάλυση περνώντας στην έννοια του διαφέροντος, το οποίο «είναι εκείνο μέσω του οποίου ο Λόγος καθίσταται πρακτικός, δηλαδή ένα αίτιο που καθορίζει την βούληση. Για τούτο, μονάχα για ένα έλλογο ον λέμε πως αποκτά διαφέρον για κάτι, τα άλογα πλάσματα αισθάνονται απλώς παρορμήσεις των αισθήσεων (ΘΜΗ, 4:460, μετάφρ 123, βλ. υποσημ. του Καντ) και στην έννοια του οποίου «θεμελιώνεται επίσης η έννοια του γνώμονα» (ΚΠΛ, 5:79, μετάφρ. 119).

Ο σεβασμός προσφέρει στον γνώμονα την καθολικότητα που χρειάζεται, να λειτουργεί δηλαδή ως καθολική νομοτέλεια, καθώς από αυτόν προκύπτει η έννοια του διαφέροντος, «συνεπώς, αυτός είναι τότε μόνον ηθικώς γνήσιος, όταν στηρίζεται μόνο στο διαφέρον που έχει κανείς για την τήρηση του νόμου» (ΚΠΛ, 5:79, μετάφρ.119). H έννοια του διαφέροντος «είναι ένας ειδικός τρόπος της παρακίνησης, η οποία προκύπτει από την έλλογη στάθμιση διαφορετικών κλίσεων και πράξεων που

20ΘΜΗ, 4:402, μετάφρ. 36. Η οποία, όπως λέει ο Καντ, έχει ως αποτέλεσμα την περιστολή της φιλαυτίας μας.

21 Paul Guyer, Kant, μετάφρ. Γιώργος Μαραγκός, εκδ. Gutenberg, 2013, σελ 312.

14

(16)

είναι δυνατόν να επιτελεστούν […] Κάποιος έχει ένα έλλογο κίνητρο, ώστε με αυτόν τον κανόνα να πράξει. Έλλογο είναι αυτό το κίνητρο καθόσον δεν προσανατολίζεται προς τις κλίσεις, αλλά προκύπτει από τον δρόμο της έλλογης συμφωνίας των σκοπών από τις επιθυμίες και τις δυνατότητες»22. Το διαφέρον είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τον γνώμονα και αυτό που τον διαφοροποιεί από την κατηγορική προσταγή, στην οποία παρατηρούμε την ολοκληρωτική έλλειψη κινήτρων.

Επομένως, το διαφέρον είναι ο υποκειμενικός καθορισμός της προαίρεσης και ο όρος του σκοπού η αιτία της πράξης. Μέσω αυτής της σύνδεσης πράξης και σκοπού δημιουργείται το διαφέρον, άρα, «μπορεί κανείς για αυτό να πει επίσης, ότι μια απόφαση είναι έλλογη και οδηγεί σε μια πρακτική δράση, όταν η αναπαράσταση του σκοπού και η πεποίθηση ανήκουν στην αιτία της πράξης, δηλαδή ότι είναι η ανάλογη πράξη περίπτωση ενός γνώμονα»23.

Προαίρεση, θέληση και πρακτικός Λόγος

Προηγουμένως είδαμε την έννοια της καλής θελήσεως η οποία αποτελεί το ανώτατο θεμέλιο της ηθικότητας, παρ’ όλα αυτά μένει να εξηγήσουμε τι πραγματικά είναι ανθρώπινο πράττειν, πριν περάσουμε στην κατηγορική προσταγή.

Αρχικά, η πράξη είναι το μέσο για την πραγμάτωση ενός σκοπού. Και το μέσο και ο σκοπός μπορούν να οριστούν σύμφωνα με έλλογες αρχές και αυτή την ικανότητα του ανθρώπου να μπορεί να θέσει ο ίδιος έλλογα μέσα και σκοπούς, ο Καντ την ονομάζει πρακτική ελευθερία24. Αυτό που διακρίνει την πρακτική ελευθερία από την υπερβατολογική είναι ότι η πρώτη μπορεί να αποδειχθεί μέσω της εμπειρίας. Ωστόσο, υπάρχει κάτι το έλλογο ακόμα και μέσα στην πρακτική ελευθερία, καθώς, ενώ η θέληση κινητοποιείται από ερεθίσματα που λαμβάνει μέσω του φυσικού κόσμου, μπορεί να διακρίνει τι είναι χρήσιμο και τι επιβλαβές. Αυτή η ικανότητα να αξιολογεί τις επιθυμίες απορρέει από την λογική φύση του ανθρώπου και η πρακτική ελευθερία που είναι συνδεδεμένη με αυτή την ικανότητα ονομάζεται από τον Καντ προαίρεση (Willkür). Θα ήταν λάθος να ταυτίσουμε την ανθρώπινη προαίρεση με αυτή των

22 Marcus Willaschek, Praktische Vernunft, εκδ. Metzler, Βαϊμάρη – Στουτγάρδη, 1991, σελ 74.

23 Ο.π, σελ 75.

24 ΚκΛ, Α 799/Β 827: «Πρακτικό είναι οτιδήποτε, που μέσω της ελευθερίας είναι δυνατό».

15

(17)

ζώων, καθώς η δεύτερη κινητοποιείται μονάχα από τα ένστικτα, ανταποκρίνεται δηλαδή άμεσα στο συναίσθημα και πράττει χωρίς να τα φιλτράρει. Αναμφισβήτητα και οι άνθρωποι και τα ζώα διέπονται από ζωή και ό,τι χαρακτηρίζεται από ζωή παρατηρείται στη φύση του η ικανότητα επιθυμίας (Begehrungsvermögen)25, στην οποία εντάσσεται η προαίρεση. Η διαφορά μεταξύ ζώων και ανθρώπων είναι, ότι οι δεύτεροι έχουν την ικανότητα σκοποθεσίας, η οποία μετατρέπει σε ελεύθερη προαίρεση την ικανότητα επιθυμίας. Επομένως, το ανθρώπινο πράττειν είναι εμπρόθετο, διότι μέσω του Λόγου ο άνθρωπος είναι σε θέση να θέτει σκοπούς, οι οποίοι αποτελούν την έλλογη παράσταση των συνεπειών των πράξεων. Ο Willaschek παρατηρεί ότι «η σχέση αυτής της θεωρίας για την ικανότητα επιθυμίας στην Μεταφυσική των ηθών με τον ορισμό του πρακτικού στον Κανόνα της πρώτης Κριτικής φωτίζει μια πρόταση από την εισαγωγή της Κριτικής της Κριτικής δύναμης»26. Υπάρχει όμως διαφορά μεταξύ της προαιρέσεως και της θελήσεως; «Η θέληση είναι μία έλλογη προαίρεση, όπως και η ικανότητα, να πράττουμε σύμφωνα με λόγους»27, άρα η θέληση είναι μια εσωτερική λειτουργία , η οποία αποτελεί τον έλλογο καθορισμό της προαιρέσεως την οποία εντάσσει μέσα στον πρακτικό Λόγο.

Πιο συγκεκριμένα, ο Καντ παραδέχεται την ύπαρξη ενός επιθυμητικού, το οποίο απαρτίζεται από δύο μέρη, το κατώτερο και το ανώτερο. Η ελεύθερη προαίρεση διαφέρει από την θέληση (ως έλλογη προαίρεση) όπως διαφέρουν τα είδη του επιθυμητικού: « Όλοι οι ουσιαστικοί πρακτικοί κανόνες θέτουν τον καθοριστικό λόγο της θέλησης στο κατώτερο επιθυμητικό, και εάν δεν υπήρχαν καθόλου απλώς μορφολογικοί νόμοι του, οι οποίοι θα καθόριζαν επαρκώς την θέληση, τότε δεν θα μπορούσαμε να παραδεχθούμε ούτε ένα ανώτερο επιθυμητικό»28 . Επομένως, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε το εξής πόρισμα: Η θέληση αποτελεί το ανώτερο επιθυμητικό, ενώ η προαίρεση το κατώτερο. Το ίδιο θα παρατηρήσουμε και στην σχέση ανάμεσα στην θέληση και τον πρακτικό Λόγο. Ενώ στην Θεμελίωση (4:412, μετάφρ. 53), όπως θα δούμε παρακάτω, «η θέληση δεν είναι τίποτα άλλο πάρα πρακτικός Λόγος»στην μεγάλη Μεταφυσική (6:213, μετάφρ.29) «η θέληση είναι ο ίδιος ο πρακτικός Λόγος».Οπότε, στην πρώτη περίπτωση ο Λόγος που καθορίζει την πράξη είναι πρακτικός Λόγος, ενώ στην δεύτερη περίπτωση είναι ο ίδιος πρακτικός Λόγος, καθώς μπορεί να καθορίσει έλλογα την προαίρεση. Αυτό δεν αποτελεί μια

25 Βλ. ΜΗ, 6:213, μετάφρ. 29.

26 Marcus Willaschek, Praktische Vernunft, εκδ. Metzler, Βαϊμάρη – Στουτγάρδη, 1991, σελ 50.»

27 Ο.π, σελ 51.

28 ΚπΛ, 5:22.

16

(18)

αντίφαση της Καντιανής φιλοσοφίας αλλά αντιθέτως μας παρουσιάζει δύο λειτουργίες του πρακτικού Λόγου οι οποίες δεν έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους.

Κατηγορική προσταγή

Σε αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσουμε την γνωστή σε όλους μας κατηγορική προσταγή, έχοντας ως σκοπό μέσω αυτής της παρουσίασής της, να διασαφηνίσουμε την σχέση της με τον Σίλλερ. Η κυρίαρχη αντίληψη σχετικά με την σχέση του Σίλλερ και της καντιανής ηθικής είναι η απόρριψή της από τον Σίλλερ εξαιτίας του αυστηρού της χαρακτήρα. Έχει όμως βαρύτητα αυτός ο ισχυρισμός; Αυτό που θα προσπαθήσω να αποδείξω μέσα από την ανάλυση της κατηγορικής προσταγής είναι, ότι ο Καντ επέτρεψε σε κάποια σημεία την ύπαρξη αισθημάτων στο ηθικό πράττειν, κάτι που καθιστά τις αντιλήψεις του Σίλλερ και του Καντ πιο κοντά από όσο φανταζόμαστε.

Η καλή θέληση είναι, όπως είδαμε προηγουμένως, το θεμέλιο της ηθικότητας, γιατί η αξία της είναι εγγενής, είναι αυτή καθ’ εαυτή καλή. Αυτή δίνει ηθικό πρόσημο στις πράξεις, καθώς συνίσταται στο καθήκον, τον σεβασμό και τον προσωπικό γνώμονα του καθενός. Επομένως, καλή θέληση είναι αυτή η θέληση που δρα χάριν του καθήκοντος, με σεβασμό προς τον νόμο, ο οποίος σεβασμός καθορίζει τον γνώμονα της πράξης μας, που πρέπει να είναι σύμφωνος με τον Λόγο, ώστε να είναι σε θέση να λάβει καθολική διάσταση, ήτοι να συγκροτήσει έ

Referências

Documentos relacionados