• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] University of Crete Library

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "University of Crete Library"

Copied!
87
0
0

Texto

(1)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

ΘΕΜΑ: ΠΡΩΙΜΑ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΥΗΜΕΡΙΑ: Ο ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΣΤΥΛ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της

Μαριάννας Βιδάλη ΑΜ: 2979

Επιβλέπων Καθηγητής Γιοβαζολιάς Θεόδωρος

Ρέθυμνο 2016

(2)

2 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ...4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ...5

Α Μέρος 1. ΠΡΩΙΜΑ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ...7

1.1. Ορισμός...7

1.2. Η διαμόρφωση των σχημάτων ...8

1.3. Κατηγορίες και επιμέρους σχήματα...9

1.4. Λειτουργίες σχημάτων ...16

1.5. Δυσλειτουργικές στρατηγικές αντιμετώπισης......17

1.6. Σχήματα και ψυχοπαθολογία......19

1.7. Σχήματα και διαπροσωπικές σχέσεις......22

2. ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΤΥΛ...27

2.1. Εξάρτηση...27

2.2. Διαχωρισμός εξάρτησης και προσκόλλησης...29

2.3. Μοντέλο Borstein-Τεστ διαπροσωπικού στυλ......30

2.3.1. Καταστροφική υπερεξάρτηση...32

2.3.2. Δυσλειτουργική αποκόλληση...32

2.3.3. Υγιής εξάρτηση...34

2.4 Διαπροσωπικό στυλ και προσκόλληση...35

(3)

3 Β Μέρος

3.ΜΕΘΟΔΟΣ...36

3.1.Υποθέσεις...36

3.2. Δείγμα...37

3.3.Διαδικασία συλλογής δεδομένων...37

3.4. Μέσα συλλογής δεδομένων...38

4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ...42

4.1 Περιγραφικοί στατικοί δείκτες......42

4.2. Διαφορές ανάμεσα στα δυο φύλα-t-test...42

4.3. Συσχετίσεις......46

4.4. Διαμεσολάβηση......49

5. ΣΥΖΗΤΗΣΗ...56

5.1. Διαφορές ανάμεσα στα δυο φύλα...56

5.2. Συσχετίσεις......57

5.3. Διαμεσολάβηση ...59

5.4. Προγράμματα παρέμβασης...60

5.5. Περιορισμοί ...64

5.6. Μελλοντικές κατευθύνσεις ...65

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...66

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ...80

(4)

4 Περίληψη

Στην παρούσα έρευνα επιχειρείται η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των πρώιμων δυσλειτουργικών σχημάτων και της ψυχολογικής ευημερίας, ενώ παράλληλα εξετάζεται ο διαμεσολαβητικός ρόλος του διαπροσωπικού στυλ στη σχέση αυτή. Στην έρευνα αυτή συμμετείχαν 728 προπτυχιακοί φοιτητές, 344 άντρες καιι 384 γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας Μ.Ο: 21,29. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη χορήγηση ερωτηματολογιών αυτοαναφοράς, τα οποία περιλάμβαναν ερωτήματα σχετικά με τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα, την ικανοποίηση από τη ζωή ( ψυχολογική ευημερία) και το διαπροσωπικό στυλ. Από τις αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν βρέθηκε ότι οι άντρες συγκριτικά με τις γυναίκες εμφανίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα. Ο μεγαλύτερος αριθμός δυσλειτουργικών σχημάτων συνδέεται με πιο χαμηλή ψυχολογική ευημερία. Αναφορικά με το διαπροσωπικό στυλ βρέθηκε ότι η καταστροφική υπερεξάρτηση και η δυσλειτουργική αποκόλληση εμφανίζουν θετικη συσχέτιση με τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα ενώ η υγιής εξάρτηση εμφανίζει αρνητική συσχέτιση. Τέλος βρέθηκε ότι η σχέση μεταξύ των πρώιμων δυσλειτουργικών σχημάτων και της ψυχολογικής ευημερίας διαμεσολαβείται από το διαπροσωπικό στυλ. Τα ευρήματα αυτά συζητιούνται καθώς αναλύονται οι περιορισμοί, οι μελλοντικές κατευθύνσεις καθώς και οι θεραπευτικές προσεγγίσεις.

Λέξεις κλειδιά: πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα, ψυχολογική ευημερία, διαπροσωπικό στυλ, διαμεσολάβηση

(5)

5 Εισαγωγή

Η έννοια του «σχήματος» έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς από τις γνωσιακές θεωρίες για την ερμηνεία της προσωπικότητας καθώς και της ψυχοπαθολογίας.

Σύμφωνα με τον Piaget (1952) τα σχήματα αποτελούν δομές γνώσης με βάση τις οποίες το άτομο ερμηνεύει εισερχόμενα ερεθίσματα. Ο Kelly (1991) αναφέρθηκε στην ύπαρξη νοητικών κατασκευών, οι οποίες δημιουργούνται από το άτομο μέσω της παρατήρησης, με σκοπό την καλύτερη οργάνωση του περιβάλλοντος του. Με βάση τις κατασκευές αυτές το άτομο επιδιώκει να προβλέψει μελλοντικά γεγονότα καθώς και την έκβαση τους. Ο Bartlett (1932) αναφέρθηκε στη σχέση ανάμεσα στα σχήματα και τη μνήμη. Πιο συγκεκριμένα υποστήριξε ότι η μνήμη αποτελεί μια ενεργή νοητική διεργασία κατά την οποία η οργάνωση και η ανάκληση γεγονότων επηρεάζεται από προϋπάρχοντα σχήματα που χαρακτηρίζουν κάθε άτομο.

Τα σχήματα αποτελούν επίσης βασικό δομικό μέρος του γνωστικού μοντέλου των Beck, Rush, Shaw, και Emery (1979). Σύμφωνα με τον ίδιο το περιβάλλον του ατόμου αποτελείται από πολλαπλά ερεθίσματα. Το άτομο προκειμένου να κατανοήσει το περιβάλλον αυτό επιλέγει τα ερεθίσματα στα οποία θα δώσει βαρύτητα και τα ομαδοποιεί σε μοτίβα. Τα μοτίβα αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό σταθερά, γεγονός που συνεπάγεται ότι η αντίδραση του ατόμου θα είναι ίδια σε παρόμοιες καταστάσεις. Όμως, κάθε άτομο δεν επικεντρώνεται στα ίδια ερεθίσματα με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο μια κατάσταση και έτσι να αντιδρά διαφορετικά. Η έννοια των σχημάτων συνδέεται με αυτά τα σταθερά μοτίβα που διαμορφώνει το άτομο. Επομένως, «ένα σχήμα αποτελεί τη βάση για τη διαλογή, τη διαφοροποίηση και την κωδικοποίηση των ερεθισμάτων με τα οποία έρχεται αντιμέτωπο το άτομο» (Beck, et al. , 1979, σελ. 13). Ο Μarkus (όπως αναφέρεται στους Pervin, & John, 2001) εισήγαγε την έννοια των σχημάτων του εαυτού (self-schemas). Υποστήριξε ότι τα σχήματα αυτά αποτελούν γνωστικές γενικεύσεις οι οποίες βασίζονται σε παρελθούσες εμπειρίες και οργανώνουν το τρόπο με τον οποίο το άτομο επεξεργάζεται τις πληροφορίες που σχετίζονται με τον ίδιο του τον εαυτό.

Τα σχήματα έχουν συνδεθεί σε ποικίλες θεωρίες και μελέτες με διαφορετικά είδη ψυχοπαθολογίας. Ο Pervin (1964) υποστήριξε ότι τα διάφορα είδη

(6)

6 ψυχοπαθολογίας μπορεί να επηρεάζονται από το τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται και προβλέπει τους παράγοντες που συναποτελούν το περιβάλλον του αλλά και με τις συμπεριφορές που εμφανίζει ως απόκριση στους παράγοντες αυτούς. Οι Beck et al. (1979) χρησιμοποίησαν τη θεωρία σχημάτων προκειμένου να ερμηνεύσουν τη διαταραχή της κατάθλιψης. Υποστήριξαν ότι άτομα τα οποία πάσχουν από τη διαταραχή αυτή ερμηνεύουν διάφορες καταστάσεις με παραμορφωμένο και δυσπροσαμοστικό τρόπο καθώς επιδιώκουν να επιβεβαιώσουν τα προϋπάρχοντα δυσλειτουργικά σχήματα που τους χαρακτηρίζουν. Η αυξημένη ενεργοποίηση των σχημάτων αυτών συνεπάγεται και με την αύξηση των ερεθισμάτων και των γεγονότων που μπορεί να τα ενεργοποιήσουν (Beck, et al. , 1979). Σύμφωνα με τους Schmidt, & Joiner (2004) «το σχήμα είναι το υποκείμενο κατασκεύασμα στις γνωστικές δομές των ψυχολογικών διαταραχών» (σελ. 65). Τα σχήματα προκαλούν δυσφορία καθώς βασίζονται σε γνωστικές προκαταλήψεις. Οι γνωστικές αυτές προκαταλήψεις έχουν ως απόρροια τη δυσλειτουργική αναπαράσταση και ερμηνεία του περιβάλλοντος.

Οι Young, Klosko και Weishaar (2003) εισήγαγαν την έννοια των πρώιμων δυσλειτουργικών σχημάτων για την ερμηνεία διαφόρων ειδών ψυχοπαθολογίας. Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε από το Young για να βοηθήσει άτομα τα οποία αντιμετώπιζαν χρόνια προβλήματα και για τα οποία η κλασσική γνωστικό- συμπεριφορική θεραπεία δεν ήταν επαρκώς αποτελεσματική (Young, et al. , 2003).

Η θεωρία σχημάτων που ανέπτυξαν αποτελεί προέκταση της γνωσιακής- συμπεριφορικής προσέγγισης, περιλαμβάνοντας στοιχεία από Gestalt θεωρίες, θεωρίες προσκολλήσεις καθώς και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις (Dobson, 2001.

Rafaeli, et al., 2011). Στο κεφάλαιο που ακολουθεί αναλύονται τα επιμέρους στοιχεία που απαρτίζουν τη συγκεκριμένη θεωρία καθώς τα είδη ψυχοπαθολογίας και διαπροσωπικών προβλημάτων με τα οποία έχει συνδεθεί.

(7)

7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΠΡΩΙΜΑ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

1.1. Ορισμός

Οι Young, et al. (2003) ορίζουν το πρώιμο δυσλειτουργικό σχήμα ως «μια ευρεία έννοια ή μοτίβο που αποτελείται από μνήμες, συναισθήματα, γνωσιακά σχήματα και σωματικές αισθήσεις, το οποίο αφορά το ίδιο το άτομο ή τις σχέσεις του με τους άλλους, αναπτύσσεται κατά την παιδική ή εφηβική ηλικία και εκπονείται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου ενώ είναι δυσλειτουργικό σε σημαντικό βαθμό» (σελ. 7).

Τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα αντικατοπτρίζουν πεποιθήσεις οι οποίες ήταν προσαρμοστικές και εξυπηρετούσαν μια συγκεκριμένη ανάγκη τη στιγμή που δημιουργήθηκαν. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου και καθώς αλλάζουν οι συνθήκες, γίνονται δυσλειτουργικά προκαλώντας προβλήματα σε ατομικό και διαπροσωπικό επίπεδο (Waller, Meyer, & Ohanian, 2001). Συγκριτικά με άλλες γνωστικές ευαισθησίες, τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα θεωρούνται σε μεγαλύτερο βαθμό αυτόματα μοτίβα χωρίς όρια, τα οποία μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις καθώς συνδέονται με πυρηνικές έννοιες της ζωής του ατόμου.

Κάποιες από τις έννοιες αυτές είναι η αυτονομία και η οικειότητα (Harris & Curtin, 2002). Η φύση των πρώιμων δυσλειτουργικών σχημάτων δε επιτρέπει ή περιορίζει σε σημαντικό βαθμό τη ρεαλιστική επεξεργασία των πληροφοριών που δεν τα επιβεβαιώνουν. Σε γνωστικό επίπεδο ένα σχήμα εξακολουθεί να υπάρχει καθώς οι πληροφορίες που το επιβεβαιώνουν διογκώνονται ενώ οι πληροφορίες που είναι ασυνεπείς ελαττώνονται ή περιορίζονται (Schmidt, Joiner, Young, & Telch, 1995).

Τα σχήματα μπορεί διαφέρουν σε βαθμό δριμύτητας από άτομο σε άτομο ανάλογα με την ευκολία με τη οποία μπορούν να ενεργοποιηθούν και το μέγεθος της δυσφορία που προκαλούν (Simeone-DiFrancesco, Roediger, & Stevens, 2015).

Η θεωρία σχημάτων συμφωνεί με αυτή του Beck αναφορικά με τις πρώιμες εμπειρίες του ατόμου και την επίδραση που έχουν στη δημιουργία των πεποιθήσεων του για τον ίδιο και τους γύρω του. Η θεωρία όμως των Young et al.

(8)

8 (2003) επεκτείνει τη θεώρηση αυτή καθώς δίνει μια «πιο διευρυμένη αντίληψη για την αναπτυξιακή προέλευση των γνωστικών προκαταλήψεων» (Hawke &

Provencher, 2012, σελ. 2). Αφορά άτομα τα οποία δυσκολεύονται ή αδυνατούν να αναγνωρίσουν τις γνωστικές διεργασίες που τους χαρακτηρίζουν καθώς και τα συναισθήματα τους (Hawke & Provencher, 2012). H διερεύνηση των διαφόρων γνωστικών σχημάτων έχει σημασία όχι μόνο για να διευκρινιστεί ο ρόλος τους σε διαφορετικά είδη ψυχοπαθολογίας αλλά καθώς επίσης έχουν μεγάλη σημασία στη γνωσιακή θεραπεία (Young 1994, βλ. Lumley & Harkness, 2007).

1.2. Η διαμόρφωση των σχημάτων

Γενικότερα καθώς τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό στην παιδική ηλικία, είναι επόμενο οι εμπειρίες κατά την περίοδο αυτή να παίζουν καθοριστικό ρόλο. Οι Young, et al. (2003) υποστηρίζουν ότι η διαμόρφωση των σχημάτων βασίζεται και επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την ελλειμματική ικανοποίηση κάποιων βασικών αναγκών, οι οποίες εντοπίζονται σε όλους τους ανθρώπους. Σαφώς, υπάρχουν ατομικές διαφορές με κάποια άτομα να αποζητούν την ικανοποίηση τους σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Πιο συγκεκριμένα υπάρχει η ανάγκη για ασφαλή προσκόλληση, η ανάγκη δηλαδή για ασφάλεια, αποδοχή, φροντίδα και σταθερότητα. Υπάρχει η ανάγκη για αυτονομία και αίσθηση επάρκειας και ταυτότητας. Επίσης παρατηρείται στους ανθρώπους η ανάγκη να εκφράσουν ελεύθερα τα συναισθήματα και τις ανάγκες τους. Ακόμη ως καθολική αναγνωρίζεται η ανάγκη για αυθορμητισμό και παιχνίδι. Τέλος υπάρχει η ανάγκη για αυτοέλεγχο και την ύπαρξη ρεαλιστικών στόχων (Rafaeli, et al. , 2011).

Oι Young, et al. (2003) αναφέρουν τρία είδη πρώιμων εμπειριών που μπορεί να ενισχύσουν τη διαμόρφωση και το μετέπειτα σχηματισμό των δυσλειτουργικών σχημάτων, πέρα από τη μη ικανοποίηση των βασικών προαναφερθέντων αναγκών.

Το πρώτο είδος εμπειριών αφορά το τραυματισμό ή τη θυματοποίηση του παιδιού.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες το άτομο μπορεί να εμφανίσει δυσλειτουργικά σχήματα όπως αυτό της καχυποψίας και της κακοποίησης, της ελαττωματικότητας, ή της ευαλωτότητας στη βλάβη. Στη δεύτερη κατηγορία εμπειριών ανήκουν τα παιδιά οι γονείς των οποίων χαρακτηρίζονται από υπερβολικές συμπεριφορές και

(9)

9 τακτικές σχετικά με την ανατροφή τους (Young, et al. , 2003). Συχνά οι γονείς αυτοί εμφανίζουν συμπεριφορές οι οποίες αγγίζουν τα δυο άκρα. Είτε μπορεί να είναι υπερπροστατευτικοί ή μπορεί να είναι υπερβολικά ελαστικοί και να παραλείπουν να θέτουν όρια. Στις περιπτώσεις αυτές το παιδί μπορεί να εμφανίσει δυσλειτουργικά σχήματα όπως αυτό της εξάρτησης και της ανικανότητας ή αυτό της μεγαλομανίας και του αυτονόητου δικαιώματος. Τα σχήματα αυτά είναι αποτέλεσμα της ελλειμματικής ικανοποίησης των βασικών αναγκών του παιδιού για αυτονομία ή ρεαλιστικά όρια αντίστοιχα. Τέλος υπάρχει η κατηγορία εμπειριών που σχετίζεται με την επιλεκτική εσωτερίκευση ή την επιλεκτική ταύτιση του ατόμου με κοντινά του πρόσωπα. Στις περιπτώσεις αυτές το παιδί επιλεκτικά ταυτίζεται και εσωτερικεύει ορισμένες συμπεριφορές, συναισθήματα ή εμπειρίες του γονέα (Van Genderen, Rijkebooer, Arntz, 2014. Young, et al. , 2003).

Παράλληλα ενυπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση των πρωίμων δυσλειτουργικών σχημάτων. Πέρα από τις δυσμενείς εμπειρίες κατά την παιδική ηλικία αλλά και το γενικότερο περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί σημαντικό ρόλο παίζει και η συναισθηματική ιδιοσυγκρασία.

Κάθε άτομο έχει τη δική του ξεχωριστή και μοναδική προσωπικότητα, επομένως αντιδρά και διαχειρίζεται τις καταστάσεις που αναδύονται με διαφορετικό τρόπο.

Για το λόγο αυτό και δυο αδέλφια που έχουν ζήσει τα ίδια δύσκολα βιώματα μπορεί να εμφανίσουν διαφορετικά δυσλειτουργικά σχήματα. Η συναισθηματική ιδιοσυγκρασία λειτουργεί συνδυαστικά με τις δυσμενείς εμπειρίες του ατόμου και μπορεί να οδηγήσει στη διαμόρφωση ορισμένων σχημάτων (Young, et al. , 2003).

Επίσης η σύγκρουση του γονεϊκού στυλ ανατροφής και της συναισθηματικής ιδιοσυγκρασίας του παιδιού μπορεί να αποτελέσει πηγή προβλημάτων (Young, 1999, βλ. Thimm, 2010a).

1.3. Κατηγορίες και επιμέρους σχήματα

Σύμφωνα με τους Young, et al. (2003) υπάρχουν 18 σχήματα τα οποία διακρίνονται σε 5 κατηγορίες, τα λεγόμενα σχηματικά πεδία (schema domains). Το πρώτο πεδίο αφορά την αποσύνδεση και την απόρριψη. Το άτομο που χαρακτηρίζεται από σχήματα της κατηγορίας αυτής αδυνατεί να δημιουργήσει

(10)

10 υγιείς και ασφαλείς προσκολλήσεις. Αισθάνεται σε μεγάλο ότι δεν θα νιώσει αγάπη, ασφάλεια, σταθερότητα καθώς και τρυφερότητα (Young, 2012). Tο πεδίο αυτό περιλαμβάνει σχήματα που μπορεί να συμβάλουν στην πρόκληση μακροχρόνιας ψυχικής δυσλειτουργίας (Barazandeh, Kissane, Saeedi & Gordon, 2016). Στο πρώτο αυτό πεδίο ανήκουν τα παρακάτω πέντε σχήματα:

1. Εγκατάλειψη και αστάθεια: Το άτομο που εμφανίζει το σχήμα αυτό αισθάνεται ότι τα κοντινά του πρόσωπα θα σταματήσουν να τον στηρίζουν και να είναι στη ζωή του (Young, 1990. βλ. Petrocelli, Glaser, Calhoun, &

Campbell, (2001). Αυτό πιστεύει ότι μπορεί να συμβεί είτε διότι είναι απόντες ή συναισθηματικά ασταθείς, είτε διότι θα πεθάνουν ή ακόμη γιατί μπορεί να προτιμήσουν κάποιον άλλο (Young & Gluhoski, 1997).

2. Καχυποψία/ κακοποίηση: Αφορά την αντίληψη του ατόμου ότι οι άλλοι εσκεμμένα μπορεί να τον κακοποιήσουν, εκμεταλλευτούν, εξευτελίσουν ή να του πουν ψέματα. Συχνά το άτομο αισθάνεται ότι μπορεί να πέσει θύμα εξαπάτησης (Van Genderen, et al. , 2014).

3. Συναισθηματική στέρηση: Σχετίζεται με την πεποίθηση του ατόμου ότι δεν θα νιώσει το συναισθηματικό δέσιμο, το οποίο έχει ανάγκη. Διακρίνεται το συγκεκριμένο σχήμα σε τρείς μορφές. Η πρώτη αφορά τη στέρηση φροντίδας, και σχετίζεται με την έλλειψη τρυφερότητας και στοργής. Η δεύτερη αφορά τη στέρηση εμπάθειας δηλαδή την έλλειψη κατανόησης.

Τέλος, η τρίτη μορφή αφορά την απουσία προστασίας που συνεπάγεται με την έλλειψη καθοδήγησης (Young & Gluhoski, 1997).

4. Ελαττωματικότητα/ Ντροπή: Σχετίζεται με την αίσθηση που βιώνει το άτομο ότι είναι ανάξιο, κακό, ανεπιθύμητο και ότι αν αποκαλύψει τον εαυτό του δεν θα είναι άξιος της αγάπη των άλλων (Schmidt, et al., 2015). Συχνά το άτομο που εμφανίζει αυτό το σχήμα αισθάνεται ντροπή για τα ελαττώματα του και είναι ευαίσθητο στην κριτική ή την απόρριψη των άλλων. Τα ελαττώματα μπορεί να σχετίζονται με εξωτερικά χαρακτηριστικά όπως την εξωτερική εμφάνιση ή την κοινωνική αμηχανία, είτε εσωτερικά όπως οι μη αποδεκτές σεξουαλικές επιθυμίες (Young & Gluhoski, 1997).

5. Κοινωνική απομόνωση /αποξένωση: Αφορά αίσθηση του ατόμου ότι δεν ανήκει σε κάποια ομάδα ή κοινότητα. Συχνά μπορεί να αισθάνεται

(11)

11 απομονωμένος και διαφορετικός σε σχέση με τους άλλους (Van Genderen, et al., 2014).

Η δεύτερη κατηγορία δυσλειτουργικών σχημάτων αφορά την ανεπαρκή αυτονομία και την επίδοση. Σχετίζονται με την πεποίθηση του ατόμου ότι ορισμένες ανάγκες του δε θα ικανοποιηθούν στο βαθμό που επιθυμεί. Οι ανάγκες αυτές αφορούν την ασφάλεια, τη φροντίδα, τη σταθερότητα, την εμπάθεια, καθώς και το σεβασμό. Συχνά το οικογενειακό περιβάλλον του ατόμου είναι απόμακρο, ψυχρό, απορριπτικό ή και μη προβλέψιμο (Young, 2012). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα ακόλουθα τέσσερα δυσλειτουργικά σχήματα:

6. Εξάρτηση/ ανικανότητα: Σχετίζεται με την πεποίθηση του ατόμου ότι δε μπορεί να ανταπεξέλθει στις καθημερινές του υποχρεώσεις χωρίς τη βοήθεια των άλλων. Συχνά το άτομο αισθάνεται ένταση και άγχος (Van Genderen, et al. , 2014).

7. Ευαλωτότητα σε βλάβη ή ασθένεια: Αφορά την αυξημένη φοβία του ατόμου για την ύπαρξη μιας επικείμενης καταστροφής, την οποία δε θα μπορέσει ο ίδιος να διαχειριστεί. Ο φόβος μπορεί να σχετίζεται με ιατρικές, συναισθηματικές καθώς και εξωτερικές καταστροφές (Schmidt, et al., 2015).

8. Υπερεμπλοκή/ μη ανεπτυγμένος εαυτός: Συνδέεται με την υπερβολική συναισθηματική εμπλοκή του ατόμου με κάποιο άλλο πρόσωπο.

Αποτέλεσμα της εμπλοκής αυτής είναι η ελλειμματική ανεξαρτητοποίηση και κοινωνική ανάπτυξη του. Συχνά το άτομο αισθάνεται ότι δε μπορεί να ζήσει ή να είναι ευτυχισμένο χωρίς την υποστήριξη του προσώπου αυτού.

Επίσης μπορεί να χαρακτηρίζεται από την αίσθηση ότι δεν έχει επαρκή ατομική ταυτότητα, και παράλληλα μπορεί να βιώνει την αίσθηση κενού και της ελλειμματικής κατεύθυνσης (Υoung, et al. , 2003).

9. Αποτυχία: Σχετίζεται με την πεποίθηση του ατόμου ότι έχει αποτύχει ή ότι πρόκειται να αποτύχει στο μέλλον ή ότι γενικότερα αδυνατεί να ανταπεξέλθει σε ικανοποιητικό βαθμό σε διάφορους τομείς όπως το σχολείο και η δουλειά (Schmidt, et al., 2015). Συχνά το άτομο αισθάνεται λιγότερο επιτυχημένο, κατώτερο σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, ανεπαρκές και χωρίς ταλέντο (Υoung, et al. , 2003).

(12)

12 Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τα ανεπαρκή όρια. Το άτομο χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή εσωτερικά όρια και ελλειμματική υπευθυνότητα καθώς επίσης δυσκολεύεται και να θέσει μακροπρόθεσμους στόχους. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά καθιστούν δύσκολη τη συνεργασία με άλλους όπως και την εκπλήρωση προσωπικών στόχων. Επίσης συχνά δυσκολεύεται να σεβαστεί τα προσωπικά δικαιώματα των άλλων. Το άτομο που χαρακτηρίζεται από σχήματα αυτής της κατηγορίας, συνήθως προέρχεται από οικογένειες οι οποίες χαρακτηρίζονται από αυξημένη επιτρεπτικότητα, επιείκεια και απουσία κατευθυντήριων γραμμών, πειθαρχίας και ανάληψης ευθυνών (Young, 2012). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα ακόλουθα δύο σχήματα:

10. Αυτονόητο δικαίωμα/ μεγαλομανία: Σχετίζεται με την πεποίθηση του ατόμου, ότι αξίζει ειδική μεταχείριση και δικαιώματα, ότι δεν τον αφορούν οι κανόνες που ακολουθούν οι άλλοι καθώς σε πολλές περιπτώσεις αισθάνεται ότι μπορεί να φερθεί και να πράξει όπως επιθυμεί χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Συχνά το άτομο δίνει μεγάλη έμφαση στην ανωτερότητα προκειμένου να αποκτήσει δύναμη ή έλεγχο και όχι τόσο για λάβει προσοχή ή αποδοχή. Ακόμη, το άτομο μπορεί να είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και να επιβάλλεται στους άλλους χωρίς να υπολογίζει τα συναισθήματα και τις ανάγκες τους (Young & Gluhoski, 1997).

11. Ανεπαρκής αυτοέλεγχος/ αυτοπειθαρχία: Αφορά τη δυσκολία του ατόμου για αυτοέλεγχο και τη συγκράτηση έκφρασης υπερβολικών συναισθημάτων και παρορμήσεων. Στις πιο ήπιες περιπτώσεις το άτομο αποφεύγει σε μεγάλο βαθμό τυχόν καταστάσεις που σχετίζονται με πόνο, ευθύνες, και συγκρούσεις (Van Genderen, et al. , 2014).

Η τέταρτη κατηγορία αφορά το προσανατολισμό στους άλλους. Πιο συγκεκριμένα σχετίζεται με την υπερβολική ενασχόληση του ατόμου με τα συναισθήματα, τις ανάγκες και τις επιθυμίες των άλλων για να λάβει την αγάπη τους και να ενισχύσει την αίσθηση του ανήκειν. Το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής είναι να καταπιέζονται οι δικές του ανάγκες και επιθυμίες. Ως τυπικό οικογενειακό περιβάλλον ορίζεται αυτό που θέτει όρους για την ύπαρξη αποδοχής.

Το παιδί σε κάποιες περιπτώσεις αναγκάζεται να καταπιέσει ορισμένα κομμάτια του εαυτού του προκειμένου να γίνει αποδεκτό. Στις οικογένειες αυτές συχνά οι ανάγκες των γονιών υπερέχουν και φέρουν μεγαλύτερης σημασίας από αυτές του

(13)

13 παιδιού (Young, 2012). Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τα ακόλουθα τρία σχήματα:

12. Υποτακτικότητα: Το άτομο παραδίδει σε υπερβολικό βαθμό τον έλεγχο στους άλλους προκειμένου να αποφύγει τα αντίποινα, το θυμό ή την εγκατάλειψη. Υπάρχουν δύο είδη υποταγής (Young, 1990. βλ. Petrocelli, et al. , 2001). Το πρώτο σχετίζεται με την καταπίεση των αναγκών και των επιθυμιών του ατόμου, ενώ το δεύτερο με τη συναισθηματική καταπίεση του. Συνήθως το άτομο αισθάνεται ότι οι δικές του ανάγκες και συναισθήματα δεν έχουν την ίδια σημασία με των άλλων. Το άτομο μπορεί να εμφανίσει υπερευαισθησία στη αίσθηση εγκλωβισμού και γενικότερα χαρακτηρίζεται από υπερβολική συμμόρφωση. Οι παραπάνω συμπεριφορές μπορεί να έχουν σαν αποτέλεσμα το άτομο να συσσωρεύσει ανεκδήλωτο θυμό, ο οποίος να εκδηλωθεί με δυσλειτουργικά συμπτώματα, όπως χρήση ουσιών, ξεσπάσματα θυμού καθώς και ψυχοσωματικά συμπτώματα (Young

& Gluhoski, 1997).

13. Αυτοθυσία: Tο άτομο ασχολείται εκούσια και σε υπερβολικό βαθμό με την κάλυψη των αναγκών των άλλων, με αποτέλεσμα τη μειωμένη κάλυψη των δικών του αναγκών. Αυτή του η συμπεριφορά μπορεί να πηγάζει από τη θέληση του να μη πληγώσει κάποιον, την επιθυμία του διατηρήσει το δεσμό του με τους άλλους ή από την ανάγκη του μη νιώσει εγωιστής. Συχνά μπορεί να οδηγήσει στην υπερβολική ευαισθησία του ατόμου στο πόνο των άλλων. Επίσης μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη γενικότερη μη ικανοποίηση των αναγκών του ίδιου του ατόμου γεγονός που μπορεί να επάγεται την αίσθηση μνησικακίας προς τους άλλους (Van Genderen, et al. , 2014).

14. Αναζήτηση επιδοκιμασίας/ αναγνώρισης: Αφορά την υπερβολική θέληση του ατόμου να αποκτήσει προσοχή, επιδοκιμασία, αναγνώριση με επαγόμενη συνέπεια την ελλειμματική ανάπτυξη του αληθινού εαυτού (Van Genderen, et al. , 2014). Η αυτοπεποίθηση του ατόμου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποδοχή των άλλων. Συχνά το άτομο ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με την εμφάνιση, την κοινωνική αποδοχή, τα επιτεύγματα και τα χρήματα. Ακόμη μπορεί να πάρει μεγάλες αποφάσεις οι οποίες δεν είναι αυθεντικές και δεν τον εκφράζουν ή ικανοποιούν. Οι αποφάσεις αυτές

(14)

14 μπορεί να είναι αποτέλεσμα υπερευαισθησίας στην απόρριψη (Young, et al.

, 2003).

Η πέμπτη και τελευταία κατηγορία δυσλειτουργικών σχημάτων αφορά την υπερεπαγρύπνιση και την αναστολή. Τα σχήματα της κατηγορίας αυτής σχετίζονται με την υπερβολική καταπίεση των αυθόρμητων συναισθημάτων, επιλογών, παρορμήσεων καθώς και με την υποχρεωτική τήρηση συγκεκριμένων εσωτερικών κανόνων. Τα παραπάνω λειτουργούν εις βάρος της υγείας, της ηρεμίας και της ευτυχίας του ατόμου. Συχνά το οικογενειακό περιβάλλον είναι τιμωρητικό, αυστηρό και απαιτητικό. Συνήθως επικρατεί ένα κλίμα απαισιοδοξίας και ανησυχίας ότι εάν το άτομο δε βρίσκεται συνέχεια σε κατάσταση εγρήγορσης, τα πράγματα θα διαλυθούν (Young, 2012). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα ακόλουθα τέσσερα σχήματα:

15. Αρνητικότητα/ απαισιοδοξία: Αφορά τη μακρόχρονη επικέντρωση του ατόμου στα αρνητικά ζητήματα και γεγονότα της ζωής, όπως ο θάνατος, η απώλεια, η απογοήτευση, με την ταυτόχρονη παράβλεψη των θετικών.

Συχνά το άτομο διοχετεύεται από μια έντονη αίσθηση ότι τα πράγματα τελικά θα διαλυθούν ακόμη και αν την παρούσα στιγμή πηγαίνουν καλά (Schmidt, et al., 2015). Η έντονη αυτή τάση του ατόμου να υπερβάλει σχετικά με τις αρνητικές εκβάσεις των συνθηκών οδηγεί σε χρόνια ανησυχία, επαγρύπνηση, και αναποφασιστικότητα (Υoung, et al. , 2003).

16. Συναισθηματική αναστολή: Σχετίζεται με την υπερβολική αναστολή του ατόμου να εκδηλώσει αυθόρμητα συναισθήματα, συμπεριφορές και επικοινωνία. Συνήθως εμφανίζει τα παραπάνω χαρακτηριστικά προκειμένου να αποφύγει την αποδοκιμασία των άλλων, την αίσθηση ντροπής ή γενικότερα για να αποφύγει να χάσει τον έλεγχο των παρορμήσεων του. Οι πιο συχνοί τομείς αναστολής είναι τέσσερις. Η αναστολή θυμού και επιθετικότητας, η αναστολή θετικών παρορμήσεων, η δυσκολία έκφρασης συναισθημάτων και ευαλωτότητας και τέλος η υπερβολική επικέντρωση στη λογική και όχι στα συναισθήματα (Young, et al. , 2003). Οι γονείς του ατόμου που εμφανίζει το συγκεκριμένο σχήμα συχνά αποδοκιμάζουν την ελεύθερη εκδήλωση συναισθημάτων (Bricker & Young, 2004).

17. Ανελαστικά πρότυπα/ υπερκριτικότητα: Σχετίζεται με την υποβόσκουσα πεποίθηση του ατόμου ότι πρέπει να πληροί και να ικανοποιεί κάποια

(15)

15 συγκεκριμένα και υψηλά πρότυπα συμπεριφοράς, για να μπορέσει να αποφύγει την κριτική. Πολύ συχνά το άτομο που εμφανίζει το σχήμα αυτό φαίνεται να υστερεί σε ότι αφορά την ευχαρίστηση, τη χαλάρωση, την αυτοεκτίμηση, και την ικανοποίηση από τις σχέσεις (Bricker & Young, 2004). Ακόμα μπορεί να χαρακτηρίζεται από τελειομανία, δίνοντας έτσι πολύ έμφαση στις λεπτομέρειες και στην αποδοτικότητα θέλοντας να επιτύχει όσο το δυνατόν περισσότερα. Τέλος ακολουθεί αυστηρά ορισμένους άκαμπτους κανόνες που συνήθως έχουν να κάνουν με ηθικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά ζητήματα (Young, et al. , 2003).

18. Τιμωρητικότητα: Έχει να κάνει με την πεποίθηση του ατόμου ότι όταν κάποιος έχει κάνει λάθος αξίζει και πρέπει να τιμωρηθεί αυστηρά. Συχνά το άτομο δεν συγχωρεί εύκολα καθώς δεν δέχεται την ύπαρξη ατελειών και λαθών. Επίσης χαρακτηρίζεται σε πολλές περιπτώσεις από θυμό, έλλειψη ανεκτικότητας, και υπομονής (Van Genderen, et al. , 2014).

Τα παραπάνω σχήματα αντιπροσωπεύουν τόσο άνευ ορίων πεποιθήσεις όσο και πεποιθήσεις υπό όρους. Τα δυσλειτουργικά σχήματα άνευ ορίων σχετίζονται με την πεποίθηση του ατόμου ότι δεν μπορεί να αλλάξει και οτιδήποτε και να κάνει το αποτέλεσμα θα παραμένει πάντοτε το ίδιο (Young, et al. , 2003 βλ. Wright, Crawford, & Del Castillo, 2009). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα ακόλουθα σχήματα: η εγκατάλειψη/αστάθεια, η καχυποψία/κακοποίηση, η συναισθηματική στέρηση, η ελαττωματικότητα/ντροπή, η κοινωνική αποξένωση, η εξάρτηση/ανικανότητα, η ευαλωτότητα στη βλάβη την ασθένεια, η υπερεπλοκή/μη ανεπτυγμένος εαυτός, η αποτυχία, η αρνητικότητα/απαισιοδοξία, η τιμωρητικότητα, το αυτονόητο δικαίωμα/μεγαλομανία, και ο ανεπαρκής έλεγχος/μεγαλομανία (Young, et al. , 2003). Από την άλλη στα δυσλειτουργικά σχήματα υπό όρους το άτομο είναι περισσότερο αισιόδοξο ότι πιθανότητα η έκβαση να μην είναι αρνητική. Εάν προβεί σε κάποιες αυτοθυσίες, ή προσπαθήσει να φτάσει κάποιους υψηλούς στόχους, ή έρθει σε επαφή με ένα γονιό μπορεί να αποφευχθεί η αρνητική έκβαση, έστω και προσωρινά (Young, et al. , 2003 βλ. Wright, et al. , 2009). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα σχήματα της υποτακτικότητας, της αυτοθυσίας, της αναζήτησης επιδοκιμασίας/αναγνώρισης, της συναισθηματικής αναστολής, και των ανελαστικών προτύπων/ υπερκριτικότητας (Young, et al. , 2003).

(16)

16 1.4. Λειτουργίες σχημάτων

Σύμφωνα με τους Simeone-DiFrancesco, et al. (2015) ένα σχήμα αποτελεί “ένα χαρακτηριστικό, μια τάση για αντίδραση” το οποίο μόλις ενεργοποιηθεί γίνεται αντιληπτό μέσω διαφορετικών καταστάσεων που ονομάζονται λειτουργίες σχημάτων (schema modes). Μια τέτοια λειτουργία ουσιαστικά εκφράζει την παρούσα κατάσταση του ατόμου σε γνωστικό, συμπεριφορικό και συναισθηματικό επίπεδο (Farell, Reiss & Shaw, 2014). Οι λειτουργίες αυτές αποτελούν το τρόπο με τον οποίο εμφανίζονται τα σχήματα και αναπαριστούν μια παροδική έκφραση της ευαλωτότητας του ατόμου σε κάποιο σχήμα (Simeone-DiFrancesco, et al. , 2015).

Οι λειτουργίες μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζουν τις διαθέσεις του ατόμου οι οποίες μπορεί να διατηρούνται για μεγάλα ή μικρά χρονικά διαστήματα και παράλληλα να αλλάζουν με μεγάλη ευκολία (Van Genderen, et al. , 2014).

Πιο συχνά οι λειτουργίες αυτές αναδύονται όταν βρίσκονται σε ισχύ πολλαπλά σχήματα (Farell, et al. , 2014). Σύμφωνα με τους Farell, et al. (2014) υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες λειτουργιών. Αρχικά υπάρχει η κατηγορία η οποία αφορά τις παιδικές λειτουργίες (child modes) και σχετίζεται με την ελλειμματική ικανοποίηση των βασικών αναγκών του παιδιού. Περιλαμβάνει συναισθήματα φόβου, θυμού και ανικανότητας. Οι Simeone-DiFrancesco, et al. (2015) αναφέρουν ότι η λειτουργία αυτή σχετίζεται με την ενεργοποίηση σωματικών συστημάτων και βασικών συναισθημάτων. Η δεύτερη κατηγορία αφορά τις δυσλειτουργικές γονεϊκές λειτουργίες, το λεγόμενο dysfunctional parent modes (Farell, et al. , 2014).

Περιλαμβάνει τον απαιτητικό και το τιμωρητικό γονέα. Οι λειτουργίες αυτές σχετίζονται με την εσωτερίκευση αρνητικών προτύπων από τους γονείς κατά την παιδική ηλικία. Η τρίτη κατηγορία λειτουργιών αφορά τους δυσλειτουργικούς τρόπους αντιμετώπισης (maladaptive coping modes) τους οποίους χρησιμοποιεί το άτομο σε μεγάλο βαθμό και ασυνείδητα (Farrell, et al. , 2014). Απαρτίζονται από συμπεριφορές οι οποίες αποτελούν απόρροια της αλληλεπίδρασης των παραπάνω δυο κατηγοριών (Simeone-DiFrancesco, et al., 2015). Καταληκτικά, υπάρχει η τέταρτη κατηγορία, η οποία αφορά τις υγιείς λειτουργίες (healthy modes) και περιλαμβάνει τις λειτουργίες τόσο για τον ενήλικα όσο και για το παιδί. Οι πρώτες

(17)

17 σχετίζονται με τις απαραίτητες σκέψεις και συμπεριφορές που χρειάζεται να διέπουν ένα άτομο για να διαχειριστεί επιτυχώς την ενήλικη ζωή του. Οι δεύτερες υγιείς λειτουργίες, οι οποίες σχετίζονται με το παιδί, αφορούν τις ευχάριστες και θετικές δραστηριότητες του παιδιού σε κοινωνικά πλαίσια (Farrell, et al. , 2014).

1.5. Δυσλειτουργικές στρατηγικές αντιμετώπισης

Γενικότερα τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα διατηρούνται και ανατροφοδοτούνται συνεχώς για δυο βασικούς λόγους. Αρχικά λόγω των δυσλειτουργικών τρόπων αντιμετώπισης που χρησιμοποιεί το άτομο και δεύτερον λόγω της ανάγκης του για τη διατήρηση γνωστικής σταθερότητας. Οι παράγοντες αυτοί καθιστούν δύσκολη την αλλαγή και την τροποποίηση των σχημάτων μέσω διορθωτικών εμπειριών (Rafaeli, et al. , 2011, βλ. Thimm, 2013).

Πιο αναλυτικά οι δυσλειτουργικές στρατηγικές αντιμετώπισης (maladaptive coping styles and responses) αναπτύσσονται από το άτομο προκειμένου να διαχειριστεί τις αρνητικές επιδράσεις και επιπτώσεις που προκαλούν τα σχήματα.

Οι στρατηγικές αυτές αν και βοηθούν στην αποφυγή του σχήματος σε ένα βαθμό δεν συμβάλουν στην θεραπεία του με αποτέλεσμα όπως προαναφέρθηκε να διαιωνίζουν την ύπαρξη και τη λειτουργία των σχημάτων. Γενικότερα, κάθε άτομο για το ίδιο σχήμα μπορεί να χρησιμοποιεί διαφορετικές στρατηγικές ανάλογα την περίσταση ή τη φάση της ζωής στην οποία βρίσκεται. Ανάλογα τις συνθήκες μπορεί το άτομο ανά διαστήματα να χρησιμοποιήσει και αντίθετες στρατηγικές αντιμετώπισης για το ίδιο σχήμα. Έτσι λοιπόν αν και μπορεί να αλλάζουν με το χρόνο οι στρατηγικές αυτές, τα ίδια τα σχήματα παραμένουν ίδια (Young, et al. , 2003).

Υπάρχουν τρία είδη στρατηγικών αντιμετώπισης των σχημάτων: η παράδοση (surrender), η αποφυγή (avoidance), και η υπεραντιστάθμιση (overcompensation).

Κατά την παιδική ηλικία τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα αντιπροσωπεύουν κάποιο είδος απειλής, το οποίο είναι αποτέλεσμα όπως προαναφέρθηκε της ελλειμματικής ικανοποίησης των βασικών-καθολικών αναγκών που διέπουν όλους τους ανθρώπους. Προκειμένου το παιδί να αντιμετωπίσει την απειλή αυτή αντιδρά

(18)

18 χρησιμοποιώντας μια από τις παραπάνω στρατηγικές. Οι στρατηγικές αυτές αντιμετώπισης των σχημάτων είναι προσαρμοστικές σε ένα βαθμό κατά τα παιδικά χρόνια και έχουν μια αξία σε ότι αφορά την επιβίωση του παιδιού (Young, et al. , 2003. Kellog, 2004 βλ. Simeone-DiFrancesco, et al., 2015). Όμως καθώς μεγαλώνει το παιδί και μπαίνει στην ενήλικη ζωή οι στρατηγικές αυτές γίνονται δυσπροσαρμοστικές και περιοριστικές με συνέπεια τη διαιώνιση των σχημάτων.

Η πρώτη στρατηγική σχετίζεται με την παράδοση του ατόμου σε κάποιο σχήμα. Το άτομο όταν χρησιμοποιεί την τεχνική αυτή δέχεται ότι το σχήμα είναι πραγματικό και δεν προσπαθεί να το αποφύγει. Συμπεριφέρεται με τρόπους που ενισχύουν το σχήμα με αποτέλεσμα να φτάνει στην ενήλικη ζωή επαναλαμβάνοντας τις συμπεριφορές αυτές. Η στρατηγική αυτή οδηγεί το άτομο στην αναβίωση των πρώιμων εμπειριών που δημιούργησαν το ίδιο το σχήμα (Young, et al. , 2003).

Η αποφυγή αποτελεί τη δεύτερη στρατηγική. Τα άτομα που χρησιμοποιούν τη στρατηγική αυτή ρυθμίζουν τη ζωή τους έτσι ώστε να μπορούν να αποφύγουν την ενεργοποίηση του σχήματος. Γενικότερα αποφεύγουν καταστάσεις που σχετίζονται με τα σχήματα καθώς και συνθήκες που μπορεί να τους φέρουν σε δύσκολη ή ευάλωτη θέση (Young, 1994 βλ. Ratto & Capitano, 1999). Σύμφωνα με τους Bricker και Young (2004) υπάρχουν τρία είδη αποφυγής: η γνωστική, η συμπεριφορική και η συναισθηματική. Κατά τη γνωστική αποφυγή το άτομο αποφεύγει να σκέφτεται γεγονότα που μπορεί να τον αναστατώσουν. Μπορεί εκούσια να αποφεύγει συγκεκριμένα γεγονότα ή να μην επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Παράλληλα όμως μπορεί το άτομο ασυνείδητα να αποφεύγει επίπονες αναμνήσεις και γεγονότα. Συχνά παιδιά που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση δεν έχουν καμία ανάμνηση του συμβάντος. Το δεύτερο είδος αποφυγής είναι το συναισθηματικό. Στις περιπτώσεις αυτές το άτομο συνειδητά ή ασυνείδητα μπλοκάρει επίπονα συναισθήματα προκειμένου να μειώσει το πόνο που βιώνει (Bricker & Young, 2004). Τέλος υπάρχει η συμπεριφορική αποφυγή κατά την οποία το άτομο αποφεύγει καταστάσεις και φέρεται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να αποφύγει την ενεργοποίηση του σχήματος και κατ’ επέκταση το ψυχολογικό πόνο που αυτό του προκαλεί (Bricker & Young, 2004).

Η τρίτη στρατηγική είναι η υπεραντιστάθμιση. Στις περιπτώσεις αυτές τα

(19)

19 άτομα ενεργούν αντίθετα από αυτό που ορίζει το σχήμα. Προσπαθούν να αποκλίνουν από αυτό που ήταν ή έζησαν στην παιδική τους ηλικία, όταν και αναπτύχθηκε το σχήμα (Young, 1994 βλ. Ratto & Capitano, 1999). Έτσι για παράδειγμα εάν σαν παιδί ασκούνταν σε κάποιον υπερβολικός έλεγχος, σαν ενήλικας θα επιδιώξει είτε τον έλεγχο των άλλων είτε θα απορρίπτει κάθε είδους περιορισμό. Υπό μια οπτική η υπεραντιστάθμιση θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας υγιής τρόπος αντιμετώπισης καθώς το άτομο εναντιώνεται στο σχήμα. Όμως, το άτομο υπερβάλει σε αυτή του την προσπάθεια με αποτέλεσμα να διαιωνίζει την ύπαρξη του σχήματος και όχι να την αμβλύνει (Young, 1994 βλ. Ratto & Capitano, 1999. Young, et al. , 2003).

Οι Young, et al (2003) υπέθεσαν ότι ίσως στις στρατηγικές αντιμετώπισης που χρησιμοποιεί κάθε άτομο να παίζει ρόλο η ιδιοσυγκρασία. Επίσης μπορεί να παίζει ρόλο και η στρατηγική αντιμετώπισης που ακολουθεί ο γονέας με τον οποίο ταυτίζονται.

1.6. Σχήματα και είδη ψυχοπαθολογίας

Τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα έχουν συνδεθεί με πολλαπλές μορφές ψυχοπαθολογίας και ο ρόλος τους έχει διερευνηθεί σε ποικίλες έρευνες. Μια από τις διαταραχές στην οποία έχει εξεταστεί ο ρόλος των σχημάτων είναι αυτή της διπολικής διαταραχής. Διατυπώθηκε από το Newman et al. (2002) η υπόθεση ότι ίσως τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα συμβάλουν στην πολυπλοκότητα της διαταραχής καθώς έχει παρατηρηθεί ότι τα άτομα που πάσχουν από αυτή συχνά έχουν βιώσει στην παιδική τους ηλικία επώδυνες καταστάσεις ή κάποιο είδος κακοποίησης (όπως αναφέρεται στους Hawke & Provencher, 2012). Στην έρευνα του Nilsson, Jørgensen, Straarup και Licht (2010) βρέθηκε ότι τα άτομα που έπασχαν από διπολική διαταραχή εμφάνιζαν σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα. Η έρευνα των Hawke και Provencher (2012) έδειξε ότι οι υψηλές τιμές των διπολικών ατόμων στο σχήμα της αναζήτησης επιδοκιμασίας/αναγνώρισης και οι χαμηλές τιμές στα σχήματα της συναισθηματικής αναστολής και της εγκατάλειψης λειτούργησαν ως προβλεπτικοί παράγοντες για την εμφάνιση της διαταραχής.

(20)

20 Επιπρόσθετα, ποικίλες έρευνες έχουν επιβεβαιώσει τη σχέση ανάμεσα στα πρώιμα δυσλειτουργικά και τις διατροφικές διαταραχές. Έχει παρατηρηθεί ότι το είδος της διατροφικής παθολογίας μπορεί να σχετίζεται με το είδος της στρατηγικής αντιμετώπισης που χρησιμοποιεί το άτομο. Πιο συγκεκριμένα η στρατηγική της υπεραντιστάθμισης έχει συνδεθεί με έντονα περιορισμένη κατανάλωση τροφής, ενώ αυτή της αποφυγής έχει συνδεθεί με βουλιμικές συμπεριφορές (Waller, Ohanian, Meyer, & Osman, 2000). Το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε και η έρευνα των Turner, Rose, και Cooper (2005). Οι Waller, et al. (2000) ανέφεραν ότι ο βαθμός που εμφάνιζαν οι γυναίκες το σχήμα της συναισθηματικής αναστολής λειτούργησε ως προβλεπτικός παράγοντας για τη συχνότητα των επεισοδίων υπερφαγίας ενώ το σχήμα της ελαττωματικότητας προέβλεπε καλύτερα τη συχνότητα των επεισοδίων κάθαρσης. Η έρευνα των Murray, Waller, & Legg (2000) απέδειξε ότι η αίσθηση ντροπής παίζει σημαντικό ρόλο και συμβάλει στην κατανόηση της σχέσης της οικογενειακής δυσλειτουργίας και της βουλιμικής ψυχοπαθολογίας. Γενικότερα τα σχήματα φαίνεται να είναι πιο έντονα σε άτομα με διατροφικές διαταραχές συγκριτικά με άτομα που δε πάσχουν από αυτές (Leung, 1999. βλ. Simpson, Morrow, Van Vreeswijk, & Reid, 2010).

Πολλαπλές έρευνες επίσης έχουν συνδέσει τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα με την κατάθλιψη (Harris & Curtin, 2002. Petrocelli, et al. , 2001. Shah & Waller, 2000). Πιο συγκεκριμένα στην έρευνα που πραγματοποίησαν οι Renner, Lobbestael, Peeters, Arntz και Huibers (2012) βρέθηκε ότι δυο κατηγορίες σχημάτων σχετίζονται με τη σοβαρότητα των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, η κατηγορία της αποσύνδεσης και της απόρριψης, γεγονός που επιβεβαίωσε και η έρευνα των Shorey, Elmquist, Anderson, και Stuart (2015), και η κατηγορία της ανεπαρκούς αυτονομίας και επίδοσης. Τα αποτελέσματα αυτά της έρευνας έρχονται σε συμφωνία με το μοντέλο για την κατάθλιψη του Beck σύμφωνα με το οποίο τα σχήματα που σχετίζονται με τις έννοιες της αποτυχίας, της ανικανότητας και της απώλειας βρίσκονται στο επίκεντρο των καταθλιπτικών συμπτωμάτων (Beck, 1987, βλ. Renner, et al. , 2012). Οι Cámara, και Calvete (2012) στην έρευνα που πραγματοποίησαν επίσης βρήκαν ότι το πρώιμο δυσλειτουργικό σχήμα της συναισθηματικής στέρησης συνδέεται άμεσα με την αύξηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Γενικότερα σύμφωνα με Thimm (2010b) τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα συμβάλουν σε μεγάλο βαθμό στην πρόβλεψη πιθανόν καταθλιπτικών

(21)

21 συμπτωμάτων.

Η έρευνα των Barazandeh et al. (2016) διέρευνησε τη σχέση ανάμεσα στα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα και τη μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας και βρήκε ότι συχνά τα σχήματα που σχετίζονται με τις έννοιες της συναισθηματικής αποσύνδεσης και της απόρριψης φαίνεται να χαρακτηρίζουν άτομα που πάσχουν από τη διαταραχή. Το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε και η έρευνα των Corral και Calvete (2014) αλλά και η έρευνα των Astaneh, Bahrami, και Farahani (2013). Η μελέτη των Lawrence, Allen, και Chanen, (2011) επίσης βρήκε αυξημένο αριθμό σχημάτων στα άτομα με μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας. Με άλλες διαταραχές προσωπικότητας έχει συσχετιστεί η κατηγορία σχημάτων που αφορά τα ανεπαρκή όρια. Πιο αναλυτικά η κατηγορία αυτή συνδέθηκε με παρανοϊκές, αντικοινωνικές, ιστριονικές, και ναρκισσιστικές και εξαρτημένες διαταραχές προσωπικότητας (Loper, 2003). H έρευνα των Corral και Calvete (2014) ασχολήθηκε με τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα και τις διαταραχές προσωπικότητας σε άτομα που είχαν υπάρξει δράστες συντροφικής βίας. Πιο αναλυτικά, βρέθηκε ότι κάποια χαρακτηριστικά της ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας εμφάνισαν θετική συσχέτιση με τα σχήματα της κατηγορίας των ανεπαρκών ορίων ενώ αρνητική συσχέτιση με τα σχήματα της κατηγορίας του προσανατολισμού στους άλλους. Γνωρίσματα της παρανοειδούς διαταραχής προσωπικότητας σχετίστηκαν με τις κατηγορίες σχημάτων της αποσύνδεσης και της απόρριψης και της κατηγορίας της ανεπαρκούς αυτονομίας και επίδοσης.

Η έρευνα του Kwak και Lee (2015) συνέκρινε άτομα που έπασχαν από ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή και άτομα τα οποία έπασχαν από διαταραχή πανικού. Η ομάδα των ατόμων που είχε διαγνωστεί με ψυχαναγκαστική- καταναγκαστική διαταραχή εμφάνισε σε αυξημένο βαθμό τα σχήματα της ελαττωματικότητας/ντροπής, της κοινωνικής απομόνωσης, της εξάρτησης/ανικανότητας και της αποτυχίας. Το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε και η έρευνα των Kim, Lee, και Lee, (2014). Η ομάδα ατόμων που είχε διαγνωστεί με διαταραχή πανικού εμφάνισε σε μεγαλύτερο βαθμό τα σχήματα της ευαλωτότητας σε βλάβη ή ασθένεια και της αυτοθυσίας (Kwak & Lee, 2015).

Ο Ball (1998 & 2007) συσχέτισε τα πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα με την κατάχρηση ουσιών. Πιο συγκεκριμένα υποστήριξε ότι καθώς και τα δύο αποτελούν

Referências

Documentos relacionados