• Nenhum resultado encontrado

[PENDING] Urban Resilience and Natural Disasters: Floods

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2024

Share "Urban Resilience and Natural Disasters: Floods"

Copied!
175
0
0

Texto

(1)
(2)
(3)
(4)

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΔΠΜΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ Α Κ Α Δ . Ε Τ Ο Σ 2 0 1 8 - 2 0 1 9

Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α

Α Σ Τ Ι Κ Η Α Ν Θ Ε Κ Τ Ι Κ ΟΤ Η ΤΑ &

Φ Υ Σ Ι Κ Ε Σ Κ Α Τ Α Σ Τ Ρ Ο Φ Ε Σ : Π Λ Η Μ Μ Υ Ρ Ε Σ

Α Ρ Γ Υ Ρ Ω Κ Ο Ψ Ι Δ Α

Ε π ι β λ έ π ο υ σ α Κ α θ η γ ή τ ρ ι α Γ Ι Ω Τ Α Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Α

Α θ ή ν α , Α π ρ ί λ ι ο ς 2 0 1 9

(5)
(6)

Περίληψη

Περίληψη Με το τέλος του 20ου αιώνα και στην αυγή του 21ου παρατηρήθηκε

μια στροφή των πόλεων σε ζητήματα ανθεκτικότητας και προστασίας από έντονα φυσικά, κοινωνικά, οικονομικά και τεχνικά φαινόμενα.

Έχοντας πληρώσει βαρύ (ανθρώπινο και οικονομικό) τίμημα κατά τους προηγούμενους αιώνες, οι κάτοικοι των πόλεων αποφάσισαν να μεταβάλλουν και να εξελίξουν τους οικισμούς τους με τέτοιο τρόπο που να καθίστανται περισσότερο ανθεκτικοί στις κρίσεις προστατεύοντας ζωές και περιουσίες.

Κάθε χρόνο οι φυσικές καταστροφές πλήττουν διάφορες περιοχές του πλανήτη, καταστρέφοντας ακόμα και ολόκληρους οικισμούς ή τμήματα πόλεων. Το ερώτημα που γεννάται πάντα μετά από μια μεγάλη φυσική καταστροφή, είναι αν θα μπορούσε να είχε γίνει κάτι ώστε να είχαν αποφευχθεί ή μετριαστεί οι επιπτώσεις που προκλήθηκαν και τι μπορεί να γίνει ώστε την επόμενη φορά να μην επαναληφθούν τα ίδια αποτελέσματα.

Ο μετριασμός των κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αυτές προκαλούν και η ανάκαμψη των πόλεων στηριζόμενες στο δικό τους ανθρώπινο, κοινωνικό και επιχειρησιακό κεφάλαιο και τους δικούς τους οικονομικούς και περιβαλλοντικούς πόρους αποτελούν κεντρικούς άξονες πολιτικής για τη διαχείριση των φυσικών καταστροφών. Ο εντοπισμός, η εκτίμηση και η παρακολούθηση του κινδύνου των καταστροφών είναι πλέον επιτακτική για κάθε οργανωμένη κοινωνία. Οι καταστροφές δεν μπορούν να προβλεφθούν, μπορούν όμως με σωστή διαχείριση να μειωθούν οι συνέπειες τους.

Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στη διαχείριση των φυσικών καταστροφών και συγκεκριμένα στην ανθεκτικότητα απέναντι στους κινδύνους πλημμυρών και εξετάζει λεπτομερώς την έννοια της ανθεκτικότητας, στηριζόμενη σε σχετική έρευνα για να προτείνει ένα πλαίσιο για την αξιολόγηση της ανθεκτικότητας των υποδομών και των κοινοτήτων για την αντιμετώπιση των κινδύνων από πλημμύρες.

Στόχος της εργασίας είναι η διερεύνηση της σχέσης του πολεοδομικού σχεδιασμού και της διαχείρισης των φυσικών καταστροφών. Ειδικότερα η εργασία σκοπεύει να μελετήσει συνολικά, τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει κάθε ανθεκτική, στις φυσικές καταστροφές, κοινωνία καθώς επίσης και τα στοιχεία εκείνα τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν

(7)

κατά το σχεδιασμό της ανθεκτικότητας. Τελικός στόχος είναι η δημιουργία ανθεκτικών (resilient) πόλεων, που θα μπορούν να ανταποκρίνονται με το μικρότερο δυνατό κόστος (οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό) σε καταστάσεις κρίσης. Τα προσδοκώμενα αποτελέσματα της εργασίας σχετίζονται με την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων στις οποίες πρέπει να εστιάσει ο σχεδιασμός στην Ελλάδα για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των πόλεων.

Περίληψη

(8)

At the end of the 20th century and the beginning of the 21st there was a change in the cities, concerning the aspects of resilience and protection from serious natural, social, financial and technical issues. Having paid a high (human and financial) price during the previous centuries, the city residents decided to transform and develop their settlements in such a way that they become more resilient during crises, protecting lives and properties.

Every year natural disasters affect various parts of the planet, destroying even entire settlements or parts of cities. The question that arises after a major natural disaster is whether something could have been done to avoid or mitigate the effects that have been caused, and what can be done to prevent the same results from happening again. The mitigation of the social, economic and environmental impacts they cause and the recov- ery of cities based on their own human, social and operational capital and their own economic and environmental resources are central policy axes for managing natural disasters. The identification, assessment and moni- toring of the risk of disasters is now imperative for any organized society.

Disasters cannot be predicted, but they can be properly managed to re- duce their consequences.

This thesis focuses on the management of natural disasters, namely resil- ience to flood risks, and examines in detail the concept of resilience, based on relevant research to propose a framework for assessing the resilience of infrastructures and communities to address the risks of floods.

The aim of the thesis is to investigate the relationship between urban plan- ning and natural disaster management. In particular, the project intends to study in a comprehensive way, the characteristics that each resilient, natural disaster, society needs to have, as well as those elements that must be taken into account when designing the resilience. The ultimate goal is to create resilient cities that can meet the lowest possible cost (economic, social and environmental) in crisis situations. The expected results of the thesis are related to the hierarchy of priorities to which planning in Greece must focus in order to improve the resilience of cities.

Abstract

Abstract

(9)
(10)

Προοίμιο

Προοίμιο

Αφετηρία για την παρούσα διπλωματική εργασία αποτέλεσε ο μεγάλος αριθμός φυσικών καταστροφών που η Ελλάδα καλέστηκε να αντιμετωπίσει τα τελευταία χρόνια. Ζούμε σε μία χώρα, η οποία έχει γεωλογικά και χωρικά χαρακτηριστικά που την καθιστούν ευάλωτη σε φυσικούς κινδύνους διάφορων μορφών. Μετά την περάτωση των σπουδών μου στην αρχιτεκτονική και πλέον στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Πολεοδομία και Χωροταξία», ο σχεδιασμός πόλεων ανθεκτικών απέναντι σε κινδύνους, αποτελεί προσωπικό ενδιαφέρον και στοίχημα. Μετά από καταστροφές όπως η πυρκαγιά στο Μάτι το καλοκαίρι του 2018, αλλά και οι πλημμύρες στη Μάνδρα το φθινόπωρο του 2017, είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε τι πήγε λάθος και να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους μία επόμενη φυσική καταστροφή τέτοιου μεγέθους θα μπορούσε να αποφευχθεί.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την καθηγήτριά μου Γιώτα Θεοδωρά για την καθοδήγησή της και τις εποικοδομητικές συζητήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της παρούσας διπλωματικής εργασίας. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω την οικογένεια και τους φίλους μου για την πολύτιμη στήριξη και βοήθειά τους.

Η παρούσα διπλωματική εργασία για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα

«Πολεοδομία και Χωροταξία» του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2019.

(11)
(12)

Περιεχόμενα

Περιεχόμενα

Προλεγόμενα 1

1 | Βασικές έννοιες και συσχετισμοί 5

2 | Φυσικές καταστροφές σε αστικό περιβάλλον 13

2.1 | Οι απειλές σε αστικό περιβάλλον 13

2.2 | Οι φυσικές καταστροφές στο επίκεντρο 17

2.3 | Η διαχείριση των φυσικών καταστροφών 27

3 | Αστική ανθεκτικότητα 31

3.1 | Η ανάγκη για αστική ανθεκτικότητα 33

3.2 | Η εφαρμογή της αστικής ανθεκτικότητας 39

3.3 | Ο ρόλος του σχεδιασμού στην ανθεκτικότητα των πόλεων 43

4 | Πλημμύρες 49

4.1 | Κίνδυνοι και επιπτώσεις των πλημμυρών 50

4.2 | Ανθεκτικότητα στις πλημμύρες και ο ρόλος του σχεδιασμού 62

5 | Ζητήματα διαχείρισης και σχεδιασμού 67

5.1 | Βόρεια Αμερική 68

5.2 | Νότια Αμερική 78

5.3 | Ασία 82

5.4 | Αυστραλία 88

5.5 | Ευρώπη 94

6 | Οι φυσικές καταστροφές στην Ελλάδα 113

6.1 | Η έκθεση της Αττικής σε φυσικούς κινδύνους 121

6.2 | Οι πλημμύρες στη Μάνδρα Αττικής 126

7 | Σκέψεις και προβληματισμοί 139

Βιβλιογραφία 145

(13)
(14)

1 Προλεγόμενα

Προλεγόμενα Για πολλές από τις μεγαλύτερες πόλεις της γης, η αντιμετώπιση των

επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής θα πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα, καθώς η αύξηση της στάθμης της θάλασσας, οι πλημμύρες από την ανθρώπινη παρέμβαση σε ποτάμια και χειμάρρους, καθώς και από την «κατάρρευση» των γηραιών υποδομών, αλλά ακόμη και οι παλίρροιες ως αποτέλεσμα σεισμών είναι μια μόνιμη απειλή. Ωστόσο, το νερό πέρα από κίνδυνος για τις σύγχρονες πόλεις είναι και ένα από τα συνθετικά στοιχεία στον σχεδιασμό τους που μάλιστα προβάλλεται πολύ συχνά για την οργάνωση μιας πόλης αλλά και την ελκυστικότητά της.

Η σχέση, ο ρόλος και η επίδραση του νερού στην ανάπτυξη πολιτισμών και αστικών συστημάτων όπως οι πόλεις είναι μεγάλη. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικές από τις μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο αναπτύχθηκαν δίπλα σε ποταμούς. Οι ποταμοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ανθρωπότητας από αρχαιοτάτων χρόνων. Μεγάλοι αρχαίοι πολιτισμοί όπως αυτοί της Αιγύπτου, της Κίνας και της Μεσοποταμίας αναπτύχθηκαν χάρη στα εύφορα εδάφη που δημιούργησαν οι ποταμοί τους (Νείλος, Κίτρινος Ποταμός, Τίγρης και Ευφράτης). Τα ποτάμια όχι μόνο έθρεψαν αυτές τις κοινωνίες αλλά δημιούργησαν και προκλήσεις που ανάγκασαν τους ανθρώπους να εξελίξουν τον πολιτισμό τους και τις επιστήμες. Οι κοινωνίες αυτές άνθισαν και έτσι δημιουργήθηκαν οι πρώτες πόλεις δίπλα σε ποτάμια. Ο ποταμός παρείχε άφθονο πόσιμο νερό για ανθρώπους και ζώα, αρδευτικό νερό για τα χωράφια, πλούσια αλιεύματα, αλλά αποτελούσε και ένα φυσικό «αμυντικό οχυρό».

Σταδιακά αυτές οι πόλεις εξελίχθηκαν σε μεγάλα εμπορικά κέντρα. Οι ποταμοί ήταν ιδανικές υδάτινες αρτηρίες που επέτρεψαν την ανάπτυξη του εμπορίου και της επικοινωνίας ανάμεσα στους διαφορετικούς πολιτισμούς. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, οι πόλεις που ήταν χτισμένες δίπλα σε ποταμούς είχαν ένα επιπλέον ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Τη δύναμη της ροής του ποταμού. Αυτή έδινε κίνηση στους πρώτους μύλους, τους τεράστιους αργαλειούς αλλά και τα βαριά μηχανήματα των βιομηχανιών. Οι βιομηχανίες προσέλκυσαν εργάτες, η οικονομική άνθιση δημιούργησε ακόμα περισσότερες δουλειές και έτσι εδραιώθηκαν οι μεγάλες πόλεις του πλανήτη που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

(15)

2

Το γεγονός ότι το νερό, σαν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, μπορεί να αποτελεί πηγή ζωής και ταυτόχρονα απειλή για τις πόλεις σε όλο τον κόσμο εγείρει πολλά ερωτήματα, τα οποία αποτελούν βασικό στοιχείο έρευνας για την παρούσα εργασία. Οι πόλεις πρέπει να είναι ανθεκτικές στο νερό.

Δεδομένου ότι ο χώρος στις αστικές περιοχές είναι συχνά πολύτιμος και η χρηματοδότηση συχνά περιορισμένη, απαιτείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που συνδέει τη διαχείριση των αστικών υδάτων, την αστική ανάπτυξη και το χωροταξικό σχεδιασμό. Όμως, η ανθεκτικότητα των πόλεων στο νερό δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι πόλεις πρέπει να βρουν τρόπους όχι μόνο να προστατεύονται από αυτό, αλλά να μάθουν να ζουν με αυτό και να το εκμεταλλεύονται προς όφελός τους.

Οι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους αναπτύσσεται η παρούσα διπλωματική εργασία είναι η αστική ανθεκτικότητα και οι φυσικές καταστροφές, αλλά και η διαχείρισή τους, η οποία απασχολεί τον ευρύτερο επιστημονικό κύκλο αλλά και τις πολιτικές κυβερνήσεις των κρατών, καθώς έχει μεγάλο κόστος, τόσο πολιτικό, όσο και οικονομικό.

Στο 1ο κεφάλαιο ασχολούμαστε με τη διευκρίνιση των βασικών εννοιών που θα μας απασχολήσουν, όπως ο κίνδυνος, η καταστροφή και πιο συγκεκριμένα οι φυσικές καταστροφές, η ανθεκτικότητα και η βιώσιμη ανάπτυξη. Στο 2ο κεφάλαιο, προσεγγίζοντας, αρχικά, την πόλη γενικά αναφερόμαστε στους κινδύνους που έχει να αντιμετωπίσει καθώς και στις προκλήσεις ανθεκτικότητας στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί. Στη συνέχεια, εστιάζουμε στις φυσικές καταστροφές και τη διαχείρισή τους.

Στο 3ο κεφάλαιο αναλύουμε το ρόλο του σχεδιασμού στην ανθεκτικότητα των πόλεων απέναντι στις φυσικές καταστροφές, δίνοντας έμφαση στο τι σημαίνει το να είναι μια πόλη ανθεκτική. Το 4ο κεφάλαιο της εργασίας αναλύει τους κινδύνους, την αποτυχία και την αβεβαιότητα, με ιδιαίτερη έμφαση στις πλημμύρες. Αναλύονται οι διάφορες πηγές πρόκλησης των πλημμυρών και τονίζεται η σημασία της διαχείρισης του νερού στην πόλη.

Στο 5ο κεφάλαιο, επιχειρώντας να προσεγγίσουμε τη διεθνή πρακτική πάνω στο θέμα του νερού στις πόλεις, γίνεται μια επιλογή παραδειγμάτων από όλο τον κόσμο, θέλοντας να δείξουμε ότι η αστική ανθεκτικότητα στο νερό είναι κάτι που μας αφορά όλους, και ερευνούμε τους τρόπους με τους οποίους οι πόλεις αυτές αποδείχθηκαν λιγότερο ή περισσότερο ανθεκτικές. Στο 6ο κεφάλαιο περνάμε στον ελληνικό χώρο, όπου θα αναλύσουμε τα είδη φυσικών καταστροφών που καλείται να αντιμετωπίσει και πιο συγκεκριμένα για ποιους λόγους οι πλημμύρες αποτελούν τη σημαντικότερη καταστροφή που θα πρέπει να διαχειριστεί. Στη συνέχεια, εστιάζοντας χωρικά στην πόλη της Μάνδρας, η οποία αποτελεί το πιο πρόσφατο μεγάλο γεγονός πλημμύρας στη χώρα μας, θα προσπαθήσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα όσον αφορά στην ετοιμότητα για Προλεγόμενα

(16)

3

μία φυσική καταστροφή, αλλά και στις δράσεις αμέσως μετά από αυτή προκειμένου να μετριαστούν οι μελλοντικές επιπτώσεις. Τέλος, στο 7ο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα πορίσματα αλλά και οι προβληματισμοί που προκύπτουν από το σύνολο της έρευνας.

Προλεγόμενα

(17)

1 | Καταστροφή στο Τέξας Σίτυ, 1947

(18)

5

Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τις έννοιες οι οποίες χρησιμοποιούνται εκτενώς στο σύνολο της παρούσας εργασίας, θεωρούμε αναγκαία την παρουσίαση και ανάλυση κάποιων ορισμών που έχουν δοθεί για αυτές από διάφορες πηγές. Διευκρινίζουμε πως κάποιες από τις έννοιες, όπως η ανθεκτικότητα και ο κίνδυνος, ορίζονται με ποικίλους τρόπους ανάλογα από το επιστημονικό πεδίο στο οποίο χρησιμοποιούνται, ωστόσο, στην παρούσα εργασία προσπαθήσαμε να συγκεντρώσουμε ορισμούς που συσχετίζονται με τον αστικό χώρο, καθώς και τον σχεδιασμό και τη διαχείριση αυτού.

Σύμφωνα με τον Mitchell (2001), οι κίνδυνοι ορίζονται ως «ανθρώπινη οικολογική αλληλεπίδραση που μπορεί να προκαλέσει καταστροφή»1, και είναι σαφές ότι ο όρος αυτός μπορεί να λειτουργήσει σε διαφορετικές κλίμακες. Σε αστική κλίμακα, οι καταστροφές είναι γεγονότα επαρκούς μεγέθους για να προκαλέσουν διαταραχές στο αστικό σύστημα. Αυτό μπορεί να μετρηθεί με διαφορετικούς τρόπους.

Ένας κοινός δείκτης της αστικής καταστροφής είναι ο αριθμός των θυμάτων σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό, αν και δεν είναι καθολικά αποδεκτός2. Τα προβλήματα της ποιότητας των δεδομένων, περιορίζουν την εφαρμογή αυτής της προσέγγισης. Εάν ο «επηρεασμένος πληθυσμός»

χρησιμοποιείται αυστηρά ως ορισμός της καταστροφής τότε το πρόβλημα της αναλογικότητας θα έχει ως αποτέλεσμα πολλά μικρά γεγονότα σε μεγάλους πληθυσμούς να «χάνονται»3. Αυτό συμβαίνει στις μεγάλες πόλεις, όπου τα γεγονότα μπορούν να επηρεάσουν άμεσα μόνο ένα μικρό ποσοστό του αστικού πληθυσμού σε σύγκριση με τα μικρότερα αστικά κέντρα ή όπου πολλά μικρά γεγονότα μπορεί να έχουν μεγάλο σωρευτικό αντίκτυπο αλλά να παραβλεφθούν από δημοτικές ή εθνικές αρχές και διεθνείς παράγοντες. Ένα εναλλακτικό μέτρο αστικής καταστροφής μπορεί να περιλαμβάνει μόνο εκείνα τα γεγονότα που επηρεάζουν και προκαλούν εξάρσεις μέσα στο «αστικό σύστημα». Εντός αυτού του πλαισίου μπορούμε να συμπεριλάβουμε τις οικονομικές λειτουργίες της

1 Mitchell, J. K., [2001], «What’s in a name? issues of terminology and language in hazards research», Envi- ronmental Hazards 2 (3), σελ. 87–88

2 Cross, J. A., [2001], «Megacities and small towns: different perspectives on hazard vulnerability», Envi- ronmental Hazards 3 (2), σελ. 63–80

3 Mossler, M., [1996], «Environmental hazard analysis and small island states: rethinking academic ap- proaches», Geographische Zeitschrift 84 (2), σελ. 86–93

1 | Βασικές έννοιες και συσχετισμοί

Βασικές έννοιες και συσχετισμοί

(19)

6

Βασικές έννοιες και συσχετισμοί

πόλης, το πολιτικό της καθεστώς και την ακεραιότητα της υποδομής. Οι δείκτες για τον οικονομικό αντίκτυπο θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τις διακυμάνσεις στο αστικό εισόδημα, τους τοπικούς ρυθμούς πληθωρισμού και ανεργίας και τη συμβολή των αστικών δραστηριοτήτων στο εθνικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ).

Οι αλλαγές στην πολιτική και κοινωνική οργάνωση θα μπορούσαν να υποδηλωθούν με την αλλαγή των ποσοστών εγκληματικότητας ή περιόδων στρατιωτικού ελέγχου. Η ακεραιότητα των υποδομών μπορεί να υποδεικνύεται από τον αριθμό και την αναλογία, μεταξύ άλλων, των κατοικιών, των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, των νοσοκομείων, των σχολείων, των υπονόμων, των οδών και των ηλεκτρικών καλωδίων κ.λπ.

που καταστρέφονται από κάποιο γεγονός. Για μεμονωμένα γεγονότα, μεγάλο μέρος αυτού του είδους δεδομένων είναι διαθέσιμο, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν περιορίζεται και πάλι η χρησιμότητα αυτής της προσέγγισης. Μια τρίτη πηγή καθορισμού θα μπορούσε να περιλάβει μόνο εκείνα τα γεγονότα που έχουν αναγνωριστεί ως καταστροφές από ένα τρίτο μέρος, είτε πρόκειται για μια εθνική κυβέρνηση, έναν δήμο ή έναν διεθνή οργανισμό. Αυτή η προσέγγιση αποφεύγει την ανάγκη για ποσοτικά στοιχεία, αλλά είναι ανοικτή σε πολιτικές στρεβλώσεις όπου οι οργανισμοί μπορεί να θέλουν να καταπνίξουν ή να υπερβάλλουν τη σημασία ενός γεγονότος4. Ένα βαθύτερο πρόβλημα με αυτούς τους ορισμούς της καταστροφής είναι η αδυναμία τους να αναγνωρίσουν τον σωρευτικό αντίκτυπο των γεγονότων μικρού μεγέθους. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι σωρευτικές καταστροφές, συμπεριλαμβανομένων π.χ. τοπικών κατολισθήσεων ή πλημμυρών, τροχαίων ατυχημάτων ή των επιπτώσεων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, προκαλούν περισσότερο θάνατο και ανικανότητα στην πόλη από ό, τι τα γεγονότα μεγάλης κλίμακας5.

Ένα σημαντικό κομμάτι των καταστροφών είναι οι φυσικές καταστροφές, οι οποίες αποτελούν μία από τις βασικές έννοιες της παρούσας εργασίας.

Σύμφωνα με τον Μακρόπουλο (2003), οι φυσικές καταστροφές είναι αποτέλεσμα της εκδήλωσης φυσικών φαινομένων ικανών να τις προκαλέσουν, δηλαδή δυνάμει φυσικών κινδύνων6. Στις φυσικές καταστροφές συγκαταλέγονται φαινόμενα όπως οι πλημμύρες, οι τυφώνες, οι χιονοθύελλες, οι σεισμοί, οι ηφαιστειακές εκρήξεις και τα τσουνάμι κ.ά. Οι φυσικές καταστροφές μπορούν να έχουν εκτεταμένες κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες, οι οποίες έχουν

4 Albala-Bertrand, J. M., [1993], «Political Economy of Large Natural Disasters: With Special Reference to Developing Countries», Clarendon Press, Oxford

5 Hardoy, J. E., Mitlin, D., Satterthwaite, D. [2001], «Environmental Problems in an Urbanizing World», Earthscan, London

6 Μακρόπουλος, Κ., [2003], «Φυσικές Καταστροφές: Σεισμοί και Μέτρα Προστασίας», στο: http://blogs.

sch.gr/j_zikou/files/2014/02/m2173_makropoulos.pdf, ανακτήθηκε στις 20 Μαρτίου 2019

(20)

7

αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.

Σε κοινωνικό επίπεδο, οι φυσικές καταστροφές μπορούν να προκαλέσουν ζημιές στις υποδομές και απώλειες ανθρώπινων ζωών. Μεγαλύτερες βλάβες συνήθως προκαλούνται στις υποβαθμισμένες περιοχές μιας πόλης, οι οποίες είναι πιο ευάλωτες και αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα τόσο κατά τη διάρκεια εκδήλωσης των φαινομένων όσο και μετά. Στις υποβαθμισμένες περιοχές συμπεριλαμβάνονται πυκνοδομημένες συνοικίες με έλλειψη στοιχειωδών κανόνων δόμησης, περιοχές αυθαίρετης δόμησης και ιστορικά κέντρα πόλεων με παλιά κτήρια και μνημεία7. Ακόμα, ένας παράγοντας που αυξάνει την τρωτότητα μιας πόλης στις καταστροφές είναι η φτώχεια καθώς σύμφωνα με τον Masure (1994), ο αριθμός των θυμάτων μετά από μια φυσική καταστροφή είναι 150 φορές μεγαλύτερος στις αναπτυσσόμενες χώρες σε σχέση με τις αναπτυγμένες.

Οι μεγαλουπόλεις στις αναπτυσσόμενες χώρες διπλασιάζουν το μέγεθος τους κάθε 12 με 15 χρόνια, αλλά οι φτωχότερες περιοχές αυτών των πόλεων το διπλασιάζουν κάθε 7 χρόνια. Η κακή κατασκευή και η φτωχή τεχνολογία που χρησιμοποιείται καθώς και η έλλειψη βασικών υποδομών κάνουν αυτές τις περιοχές ακόμα πιο ευάλωτες σε μια ενδεχόμενη φυσική καταστροφή8.

Σύμφωνα με τη Σαπουντζάκη (2015), η γενική κατηγορία των φυσικών καταστροφών χωρίζεται σε έξι οµάδες: γεωφυσικές, µετεωρολογικές, υδρολογικές, κλιµατολογικές, βιολογικές και εξωγήινης προέλευσης.

Οι γεωφυσικές είναι γεγονότα που προέρχονται από τον στερεό φλοιό της γης. Οι µετεωρολογικές είναι γεγονότα που προκαλούνται από βραχυπρόθεσµες (στιγµιαίες έως λίγων ηµερών), µικρής έως µεσαίας κλίµακας ατµοσφαιρικές διαδικασίες. Οι υδρολογικές προκαλούνται από εκτροπές και παρεκκλίσεις στον κανονικό και αναµενόµενο κύκλο νερού ή/και υπερχείλιση υδάτινων υποδοχέων η οποία προκαλείται από ανέµους. Οι κλιµατολογικές προκαλούνται από µακροπρόθεσµες, µεσαίας έως µεγάλης κλίµακας ατµοσφαιρικές διαδικασίες που κυµαίνονται από ενδοεποχιακές µέχρι κλιµατικές µεταβολές σε βάθος πολλών δεκαετιών.

Οι βιολογικές προκαλούνται από την έκθεση ζωντανών οργανισµών σε παθογόνα µικρόβια και τοξικές ουσίες άλλων οργανισµών (π.χ.

δηλητηριώδη έντοµα και άγρια ζωή, δηλητηριώδη φυτά και κουνούπια, τα οποία είναι φορείς ασθενειών από παράσιτα, βακτήρια ή ιούς, όπως η ελονοσία). Η κάθε οµάδα καλύπτει διάφορες υποπεριπτώσεις συνδυασµού

7 Σιόλας, Α., Περπερίδου, Δ.Γ., [2007], «Ο πολεοδομικός σχεδιασμός, η πρόληψη και η αντιμετώπιση των φυσικών κινδύνων (σεισμοί, πλημμύρες, πυρκαγιές), Πρόληψη- Διαχείριση των φυσικών καταστροφών. Ο ρόλος του Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού», 11 Δεκεμβρίου 2007, Αθήνα: ΤΕΕ, ΠΣΔΑΤΜ, ΕΜΠ 8 Masure, P., [1994], «Risk management and preventive planning in megacities: Scientific approach for action», World Conference on Natural Disaster Reduction, Technical Committee Session C, 24 May 1994, Yokohama, JP

Βασικές έννοιες και συσχετισμοί

(21)

8

πρωτογενών τύπων καταστροφής µε δευτερογενείς και τριτογενείς.9 Όσον αφορά στην ανθεκτικότητα, στη βιβλιογραφία συναντούμε μια μεγάλη ποικιλία ορισμών, οι περισσότεροι από τους οποίους καλύπτουν έννοιες όπως η ικανότητα ενός συστήματος να αντέχει ή / και να αντιμετωπίζει διαταραχές ή επικίνδυνα συμβάντα. Πολλοί ορισμοί καλύπτουν επίσης ιδέες όπως η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία, καθώς και η έγκαιρη ανακάλυψη και η ταχεία ανάκαμψη από την αποτυχία.

Κάποιοι διακρίνουν ανάμεσα στην αναπήδηση “πίσω” και στην αναπήδηση

“προς τα εμπρός” από ένα γεγονός10.

Ένας χρήσιμος ορισμός που παρέχεται από την NIU (2011) έχει ως εξής: «Η ανθεκτικότητα ορίζεται ως η ικανότητα να αντέχει κανείς σε διαταραχές, να απορροφά τις διαταραχές, να δρα αποτελεσματικά σε μια κρίση, να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής, και να αναπτύσσεται με την πάροδο του χρόνου»11. Η Διεθνής Στρατηγική των Ηνωμένων Εθνών για τη μείωση των καταστροφών, UNISDR (United Nations International Strategy of Disaster Reduction), ορίζει την ανθεκτικότητα ως: «Η ικανότητα ενός συστήματος, κοινότητας ή κοινωνίας που εκτίθεται σε κινδύνους να αντιστέκεται, να απορροφά, να δέχεται και να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις ενός κινδύνου εγκαίρως και αποτελεσματικά, μέσω της διατήρησης και αποκατάστασης των βασικών δομών και λειτουργιών»12.

Η ΕΕ ορίζει την ανθεκτικότητα πολύ παρόμοια, ως την «ικανότητα ενός ατόμου, ενός νοικοκυριού, μιας κοινότητας, μιας χώρας ή μιας περιοχής να αντέχει, να προσαρμόζεται και να ανακάμπτει γρήγορα από πιέσεις και σοκ»13. Σύμφωνα με τον Ward (2007), ένα ανθεκτικό σύστημα είναι προσαρμόσιμο και ποικίλο. Η ανθεκτική προοπτική αναγνωρίζει ότι οι αλλαγές είναι συνεχείς και η πρόβλεψή τους δύσκολη σε έναν κόσμο πολύπλοκο και δυναμικό. Η ανθεκτική σκέψη είναι ένα νέο πρίσμα για τον φυσικό κόσμο που υπαγόμαστε και τον ανθρωπογενή κόσμο που έχει επιβληθεί στη φύση14.

9 Σαπουντζάκη, Κ., Δανδουλάκη, Μ., [2015], «Κίνδυνοι και Καταστροφές: Έννοιες και Εργαλεία Αξιολόγησης, Προστασίας, Διαχείρισης», ΣΕΑΒ, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, σελ. 57 10 Manyena, S., O’Brien, G., O’Keefe, P., Rose, J., [2011], «Disaster resilience: a bounce back or bounce forward ability? », Local Environment 16, no.5, σελ. 417–424

11 National Infrastructure Unit (NIU), [2011], «National infrastructure plan 2011», Wellington: National Infrastructure Unit, The Treasury

12 UNISDR, [2009], «UNISDR Terminology on Disaster Risk Reduction», Geneva, Switzerland: United Nations International Strategy for Disaster Reduction

13 European Commission, [2012], «The EU Approach to Resilience- Learning from Food Crises», COM (2012) 586, European Commission

14 Ward C, [2007], «Deisel-Driven Bee Slums and ImpotentTurkeys: The Case for Resilience»

Βασικές έννοιες και συσχετισμοί

(22)

9

Οι Walker κ.ά. υποστηρίζουν πως η ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα ενός συστήματος να απορροφά διαταραχές και να αναδιοργανώνεται ενώ υπόκειται σε αλλαγή, έτσι ώστε να παραμένει ουσιαστικά στην ίδια λειτουργία, δομή, ταυτότητα, και ανατροφοδότηση15.

Τέλος, στο The Resilience Alliance Website βρίσκουμε τον εξής ορισμό:

«H ανθεκτικότητα του οικοσυστήματος είναι η ικανότητα ενός οικοσυστήματος να ανέχεται διαταραχές χωρίς να καταρρέει μέσα σε μία ποιοτικά διαφορετική κατάσταση που ελέγχεται από ένα διαφορετικό σύνολο των διαδικασιών. Ένα ανθεκτικό οικοσύστημα μπορεί να αντέξει τους κραδασμούς και την ίδια την ανοικοδόμησή του όταν είναι απαραίτητο.

Στα κοινωνικά συστήματα, η ανθεκτικότητα έχει την επιπρόσθετη ικανότητα των ανθρώπων να προβλέπουν και να σχεδιάζουν το μέλλον. Οι άνθρωποι είναι μέρος του φυσικού κόσμου. Εξαρτόμαστε από τα οικοσυστήματα για την επιβίωσή μας και συνεχώς τα επηρεάζουμε από τοπικό έως παγκόσμιο επίπεδο. Η ανθεκτικότητα είναι μια ιδιότητα όλων αυτών των παραγόντων που συνδέονται με τα κοινωνικοοικολογικά συστήματα (social-ecological sys- tems/SES)».

Μία ακόμη σημαντική έννοια που έρχεται να συσχετίσει τη διαχείριση των φυσικών καταστροφών και την αστική ανθεκτικότητα είναι η βιώσιμη ανάπτυξη. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης υιοθετήθηκε για πρώτη φορά επίσημα από τον ΟΗΕ στο πλαίσιο της διάσκεψης κορυφής που οδήγησε στην υιοθέτηση της Agenda 21. Η βιώσιμη ανάπτυξη ορίζεται ως η «ανάπτυξη εκείνη που ικανοποιεί τις ανάγκες του σήμερα, χωρίς να υπονομεύει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες». Δηλαδή, η ανάπτυξη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να διακυβεύονται οι ανάγκες των μελλοντικών γενεών16.

Η βιώσιμη ανάπτυξη δίνει έμφαση στην απόλυτη προτεραιότητα σε πλανητικό επίπεδό, (διεθνής ευθύνη για την αντιμετώπιση των πλανητικών προβλημάτων), αναγνωρίζει όμως, επίσης, τον σημαντικό ρόλο που οφείλουν να διαδραματίσουν οι τοπικές κοινωνίες. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης βασίζεται σε τέσσερις κύριους άξονες: την προστασία του περιβάλλοντος, την πρόβλεψη για το μέλλον, την ποιότητα ζωής, την κοινωνική δικαιοσύνη και αποσκοπεί στην ισόρροπη ανάπτυξη αυτών.

Η έννοια αυτή, ωστόσο, έχει δεχθεί κριτική, κυρίως από οικολογικούς

15 Walker et al, «Resilience, Adaptability and Transformability in Social-ecological Systems», Ecology and Society 9 (2), σελ. 5

16 World Commission on Environment and Development, [1987], «Our Common Future», Oxford Univer- sity Press

Βασικές έννοιες και συσχετισμοί

(23)

10

κύκλους ως κάτι αντιφατικό, αφού η ανάπτυξη εξ ορισμού συνδέεται με την κατανάλωση φυσικών πόρων, πράγμα που συνεπάγεται την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Απλώς, σύμφωνα με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης αυτό συντελείται με ήπιο τρόπο, χωρίς να υπερβαίνει τη φέρουσα ικανότητα των δεδομένων οικοσυστημάτων και των αντίστοιχων χωροκοινωνικών σχηματισμών.

Κλείνοντας την αποσαφήνιση των βασικών εννοιών της παρούσας διπλωματικής εργασίας, δίνονται κάποιοι επιπλέον ιδιαίτερα χρήσιμοι ορισμοί που αφορούν έννοιες που σχετίζονται με τις φυσικές καταστροφές από τον αρμόδιο οργανισμό Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τη Μείωση του Κινδύνου Καταστροφών (United Nations Office for Disaster Reduction - UNISDR)17:

Ο όρος ανθεκτικότητα (Resilience) χρησιμοποιείται ευρέως τα τελευταία χρόνια στον τομέα της διαχείρισης των φυσικών καταστροφών και είναι η ικανότητα ενός συστήματος να προβλέψει, να απορροφήσει και να ανακάμψει από τις επιπτώσεις ενός σοκ ή κάποιας πίεσης με έγκαιρο και αποτελεσματικό τρόπο.

Καταστροφή (Disaster) είναι μια σοβαρή διαταραχή στη λειτουργία μιας κοινωνίας που περιλαμβάνει εκτεταμένες ανθρώπινες, υλικές, οικονομικές ή περιβαλλοντικές απώλειες και επιπτώσεις, η οποία υπερβαίνει την ικανότητα της συγκεκριμένης κοινωνίας να την αντιμετωπίσει βασιζόμενη στους δικούς της πόρους.

Κίνδυνος (Risk) είναι ο συνδυασμός της πιθανότητας να συμβεί ένα γεγονός και των αρνητικών συνεπειών που θα προκαλέσει. Ο κίνδυνος καταστροφής (Disaster Risk) αναφέρεται στις δυνητικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, στην υγεία, στα βιοποριστικά μέσα, στην περιουσία και στις υπηρεσίες που θα μπορούσε να προκαλέσει μια καταστροφή σε μια κοινωνία σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο στο μέλλον.

Αποδεκτός κίνδυνος (Acceptable Risk) είναι το επίπεδο των δυνητικών ζημιών που μια κοινωνία θεωρεί αποδεκτό λαμβάνοντας υπόψιν τις επικρατούσες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές, τεχνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες.

Διαχείριση του κινδύνου καταστροφής (Disaster Risk Management) είναι η διαδικασία της χρήσης διοικητικών οδηγιών, οργανώσεων και επιχειρησιακών δεξιοτήτων έτσι ώστε να εφαρμοστούν στρατηγικές και πολιτικές με σκοπό τη μείωση των δυσμενών επιπτώσεων της

17 UNISDR (United Nations International Strategy for Disaster Reduction), [2017], Terminology, στο:

https://www.unisdr.org/we/inform/terminology, ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2019

Βασικές έννοιες και συσχετισμοί

(24)

11

επικινδυνότητας και της πιθανότητας μιας καταστροφής.

Επικινδυνότητα (Hazard), γενικά θεωρείται οποιοδήποτε επικίνδυνο φαινόμενο, ανθρώπινη δραστηριότητα ή κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει απώλεια ζωής, τραυματισμούς ή άλλες επιπτώσεις στην υγεία, υλικές ζημιές, απώλειες στις υπηρεσίες, κοινωνική και οικονομική διαταραχή ή περιβαλλοντικά προβλήματα. Επικινδυνότητα από φυσικά φαινόμενα (Natural Hazard) νοείται ως οποιοδήποτε φυσικό φαινόμενο μπορεί να προκαλέσει όλα τα παραπάνω.

Τρωτότητα (Vulnerability) είναι τα χαρακτηριστικά και οι συνθήκες που επικρατούν σε μια κοινωνία και την καθιστούν ευάλωτη στις βλαβερές συνέπειες ενός κινδύνου.

Οι γνώσεις και οι ικανότητες που αναπτύσσουν οι κυβερνήσεις, οι οργανισμοί αντιμετώπισης και ανάκαμψης, οι κοινωνίες και τα άτομα προκειμένου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά έναν ενδεχόμενο κίνδυνο ονομάζεται ετοιμότητα (Preparedness). Επιπλέον, η έκταση της γνώσης του κοινού σχετικά με τους κινδύνους καταστροφών, τους παράγοντες που οδηγούν σε μια καταστροφή και τις ενέργειες που μπορούν να γίνουν ατομικά και συλλογικά για να μειωθεί η έκθεση σε κινδύνους και η τρωτότητα καλείται ευαισθητοποίηση του κοινού (Public Awareness). Ανάκτηση (Recovery) ονομάζεται η αποκατάσταση και η βελτίωση όπου κρίνεται σκόπιμο, των εγκαταστάσεων και των συνθηκών διαβίωσης κοινωνιών που επλήγησαν από κάποια καταστροφή καθώς και οι προσπάθειες για τη μείωση των παραγόντων κινδύνου για μια επερχόμενη καταστροφή.

Τέλος, τα διαρθρωτικά μέτρα αναφέρονται σε οποιαδήποτε φυσική κατασκευή για τη μείωση ή την αποφυγή πιθανών επιπτώσεων των κινδύνων ή η εφαρμογή τεχνικών για την επίτευξη ανθεκτικών στον κίνδυνο δομών ή συστημάτων. Τα μη διαρθρωτικά μέτρα αναφέρονται σε κάθε μέτρο που χρησιμοποιεί τη γνώση για τη μείωση των κινδύνων ιδιαίτερα μέσω πολιτικών και νόμων, δράσεων ευαισθητοποίηση του κοινού, κατάρτισης και εκπαίδευσης.

Βασικές έννοιες και συσχετισμοί

(25)

2 | Η γειτονιά Paradise μετά την πυρκαγιά, Καλιφόρνια, 15 Νοεμβρίου 2018

(26)

13 2 | Φυσικές καταστροφές σε αστικό περιβάλλον

σύγχρονες αντιλήψεις διαχείρισης 2.1 | Οι απειλές σε αστικό περιβάλλον

Έχοντας παρουσιάσει τους βασικούς ορισμούς και έννοιες που θα μας απασχολήσουν, είναι σημαντικό να ξεκινήσουμε την ερευνητική διαδικασία με την αναζήτηση και αναγνώριση των στοιχείων που απειλούν τα σύγχρονα αστικά συστήματα, καθώς και με την ανάλυση της σχέσης των πόλεων με τη φύση αλλά και με τους κινδύνους και τη διαχείριση των φυσικών καταστροφών, που αποτελούν το βασικό ζήτημα της παρούσας διπλωματικής εργασίας.

Ευρισκόμενες μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι πόλεις δεν μπορούν παρά να επηρεάζονται από αυτό, να καθορίζονται από τις αποφάσεις θεσμικών και φυσικών προσώπων, να προσαρμόζονται στις εκάστοτε αλλαγές και να προσπαθούν να εξελίσσονται και να βελτιώνονται.

Ωστόσο, πολλές από τις δράσεις ή τις αποφάσεις δε γίνονται με γνώμονα το συμφέρον της πόλης, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις ο παράγοντας «πόλη»

δε λαμβάνεται υπόψη ούτε καν ως παράμετρος. Το αποτέλεσμα αυτής της αντιμετώπισης, είναι να εντείνονται ήδη υπάρχουσες απειλές, ή να δημιουργούνται νέες για τις πόλεις οι οποίες επηρεάζουν δραστηριότητες και πολίτες.

Οι απειλές αυτές στο περιβάλλον των πόλεων και των αστικών περιοχών αντιπροσωπεύουν πολύπλοκα συστήματα διασυνδεδεμένων υπηρεσιών.

Ως εκ τούτου, αντιμετωπίζουν έναν αυξανόμενο αριθμό ζητημάτων που οδηγούν στους κινδύνους καταστροφών. Στρατηγικές και πολιτικές μπορούν να αναπτυχθούν για την αντιμετώπιση καθενός από αυτά τα θέματα, ως μέρος ενός συνολικού οράματος για γίνουν οι πόλεις όλων των μεγεθών και όλων των τύπων πιο ανθεκτικές και βιώσιμες. Μεταξύ των σημαντικότερων παραγόντων κινδύνου για τις πόλεις, είναι και οι ακόλουθοι:

• Ο αυξανόμενος αστικός πληθυσμός και η αύξηση της πληθυσμιακής πυκνότητας, που υπερφορτώνουν τη γη και τις υπηρεσίες, αυξάνοντας τους οικισμούς στις παράκτιες πεδιάδες, στις ασταθείς πλαγιές και σε περιοχές επιρρεπείς σε κινδύνους.

• Η συγκέντρωση των πόρων και των δυνατοτήτων σε εθνικό επίπεδο,

Οι απειλές σε αστικό περιβάλλον

(27)

14

με απουσία δημοσιονομικών και ανθρώπινων πόρων και ικανοτήτων για την τοπική αυτοδιοίκηση, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων ασαφών εντολών για τη μείωση του κινδύνου των καταστροφών και την ανταπόκριση των πόλεων σε αυτήν.

• Οι ασθενείς τοπικές αυτοδιοικήσεις και η ανεπαρκής συμμετοχή των τοπικών φορέων στο σχεδιασμό και την αστική διαχείριση.

• Η ανεπαρκής διαχείριση των υδάτινων πόρων, των συστημάτων αποχέτευσης και διαχείρισης στερεών αποβλήτων, που προκαλεί έκτακτες υγειονομικές ανάγκες, πλημμύρες και κατολισθήσεις.

• Η εξασθένιση των οικοσυστημάτων, λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (όπως η κατασκευή δρόμων, η ρύπανση, η ποιοτική αποκατάσταση των υγροτόπων, η εξόρυξη μη βιώσιμων πόρων), που απειλεί τη δυνατότητα να παρέχονται βασικές υπηρεσίες, όπως η ρύθμιση των πλημμυρών και η προστασία.

• Οι φθαρμένες κατασκευές και τα μη ασφαλή κτίρια, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε κατάρρευση των υποδομών.

• Οι μη συντονισμένες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, οι οποίες μειώνουν την ικανότητα των πόλεων για ταχεία ανταπόκριση και ετοιμότητα όταν χρειαστεί.

• Οι δυσμενείς επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος, που πιθανότατα θα αυξήσουν ή θα μειώσουν τις ακραίες θερμοκρασίες και τις βροχοπτώσεις, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, με αντίκτυπο στη συχνότητα, την ένταση και τη θέση των πλημμυρών και άλλων καταστροφών σχετιζόμενων με το κλίμα.

• Οι οικονομικοί κλυδωνισμοί διεθνούς κλίμακας που επηρεάζουν ανθρώπους και δραστηριότητες σε κάθε πόλη και χώρα.

• Οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, είτε ως πρόσφυγες είτε ως μετανάστες, που δημιουργούν νέα δεδομένα στις πόλεις προορισμού.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των επισήμως καταγεγραμμένων συμβάντων που αντιστοιχούν σε κινδύνους που επηρεάζουν αρνητικά τους πληθυσμούς βρίσκεται σε άνοδο. Κάθε τοπικό και αστικό περιβάλλον επηρεάζεται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τους επικρατείς κινδύνους, την έκθεση του σε αυτούς και τα τρωτά του σημεία.

Μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι πόλεις καλούνται Οι απειλές

σε αστικό περιβάλλον

(28)

15

να επιβιώσουν, να παρακολουθούν τις αλλαγές, να προφυλάσσονται και να προσαρμόζονται. Καλούνται δηλαδή να προσπαθήσουν για την ανθεκτικότητά τους, προστατεύοντας τους πολίτες και τις δράσεις τους. Οι προκλήσεις ανθεκτικότητας που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πόλεις κινούνται σε τέσσερις βασικούς άξονες:

Περιβάλλον

Η ανθεκτικότητα των πόλεων ως προς το περιβάλλον, είναι διπλή. Από τη μία οι πόλεις πρέπει να προστατευθούν από τα έντονα φυσικά φαινόμενα (σεισμούς, τσουνάμι, τυφώνες, καταιγίδες, ηφαιστειακές εκρήξεις, πλημμύρες, κατολισθίσεις κ.λπ.). Τα έντονα φυσικά φαινόμενα αποτελούν μία από τις σημαντικότερες απειλές για τις πόλεις καθώς μπορούν να προβλεφθούν μόνο ως ένα βαθμό και να εκτιμηθούν εκ των προτέρων μόνο με βάση την υπάρχουσα εμπειρία και τις προγενέστερες παρόμοιες καταστάσεις. Η φύση όμως είναι απρόβλεπτη και αυτό είναι που επηρεάζει δραματικά και το ποσοστό επιτυχίας για το όποιο μέτρο ληφθεί ή τον όποιο σχεδιασμό γίνει.

Από την άλλη, το περιβάλλον πρέπει να προστατευθεί από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις, την εκμετάλλευση και τις δραστηριότητες στων πόλεων. Η περιβαλλοντική πολιτική είναι κάτι που μπήκε στη ζωή των ανθρώπων παγκοσμίως μόλις τα τελευταία χρόνια και συνεχώς αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία. Οι άνθρωποι οφείλουν να προστατέψουν το περιβάλλον από τις δικές τους δραστηριότητες (βιομηχανίες, καυσαέρια, υλοτομία, εξόρυξη πετρελαίου, υπεράντληση φυσικών πόρων κ.λπ.) για δικό τους όφελος (ισορροπία οικοσυστημάτων, καθαρότητα του νερού και του ατμοσφαιρικού αέρα, προστασία από πλημμύρες κ.λπ.)

Κοινωνία

Οι προκλήσεις ανθεκτικότητας που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πόλεις και οι οποίες σχετίζονται με την κοινωνία, είναι ίσως το πιο σύνθετο κομμάτι της ανθεκτικότητας. Στην κατηγορία αυτή, οι απειλές, τα αποτελέσματα, οι δράσεις και οι προτάσεις, δεν μπορούν εύκολα να ποσοτικοποιηθούν και να μπορέσουν να μπουν σε συγκεκριμένα μοντέλα. Είναι πολυάριθμες, πολυσύνθετες, πολύπλευρες και πολύπλοκες και απαιτούν προσεκτικό σχεδιασμό, συμμετοχικότητα και συνεργασία.

Κοινωνικά, οι πόλεις βάλλονται τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Οι εξωτερικοί κοινωνικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανθεκτικότητά τους (μαζικές εισροές πληθυσμού, πολεμικές επιθέσεις, εθνικές οικονομικές κρίσεις κ.λπ.) δεν μπορούν ούτε να καθοριστούν ούτε να ελεγχθούν απόλυτα από τις ίδιες και απαιτείται συνεργασία με την κεντρική εξουσία.

Οι απειλές σε αστικό περιβάλλον

(29)

16

Ωστόσο και για την αντιμετώπιση των εσωτερικών κοινωνικών απειλών της ανθεκτικότητας (ανεργία, αποξένωση, υποδομές και προσβασιμότητα υγείας και παιδείας, έντονη αστικοποίηση, χουλιγκανισμός, απώλεια ταυτότητας της πόλης κ.λπ.) η συνεργασία είναι εξίσου απαραίτητη, ακόμη και υπό τη μορφή γενικών στρατηγικών κατευθύνσεων, συμβουλών και υποστήριξης.

Οικονομία

Με την οικονομία να εμπλέκεται ποικιλοτρόπως στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρωπίνων δράσεων, η ανθεκτικότητα των πόλεων ως προς τον οικονομικό παράγοντα, αν και θα πρέπει να μην αποτελεί αυτοσκοπό, εντούτοις είναι σημαντική και απαραίτητη. Η αναγκαιότητα αυτή γίνεται περισσότερο αντιληπτή τώρα που μια παγκόσμια οικονομική κρίση είναι σε εξέλιξη, πόσο μάλλον στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Οι εκάστοτε οικονομικές κρίσεις προκαλούν συνήθως ντόμινο όχι μόνο οικονομικών αλλά και πολιτικών και κυρίως και κοινωνικών συνεπειών, οι οποίες ξεπερνούν τα όρια πόλεων και χωρών, με το πρόβλημα να εξαπλώνεται. Οι οικονομικές απειλές (χρηματιστηριακό κραχ, δημοσιονομικά ελλείμματα, οικονομική αβεβαιότητα, χρηματοπιστωτική αστάθεια, χρεοκοπία, πτώχευση κ.λπ.), δύσκολα ξεσπούν σε έναν επικίνδυνο βαθμό σε επίπεδο πόλης. Ωστόσο μπορεί να ξεσπάσουν σε εθνικό ή ακόμη και διεθνές επίπεδο και να

«χτυπήσουν» την πόλη η οποία θα πρέπει να αντισταθεί. Αποτελούν κατά κύριο λόγο εξωτερική απειλή, ωστόσο η πόλη οφείλει να μεριμνήσει για την ανθεκτικότητά της και προς την κατεύθυνση των οικονομικών.

Τεχνολογία

Όταν αναφερόμαστε σε απειλές ανθεκτικότητας σχετικές με την τεχνολογία, εννοούμε παράγοντες που σχετίζονται με τις καθαρά υλικοτεχνικές υποδομές της πόλης. Μαζί με το περιβάλλον είναι ίσως εκείνο το κομμάτι της ανθεκτικότητας που είναι πιο άμεσα και εύκολα αντιληπτό από τους πολίτες. Η τεχνική και τεχνολογική πλευρά της ανθεκτικότητας έχει πολλές συνιστώσες (κατασκευή κτιρίων, κατασκευή οδικών δικτύων, δίκτυα και συστήματα μεταφορών, δίκτυα ενεργειακής τροφοδοσίας, δίκτυα τηλεπικοινωνιών, συστήματα αποχέτευσης, συστήματα παραγωγής ενέργειας κ.λπ.) και αντίστοιχα πολλές απειλές (φυσικές ή τεχνητές, εσωτερικές ή εξωτερικές, συστηματικές ή ξαφνικές) που πρέπει να αντιμετωπίσει. Ωστόσο είναι εκείνο το κομμάτι της ανθεκτικότητας στις πόλεις για το οποίο σημειώνεται η μεγαλύτερη πρόοδος και το οποίο έχει το υψηλότερο (σε σύγκριση με τα άλλα τρία) ποσοστό εξέλιξης και βελτίωσης, κάτι που είναι απολύτως φυσικό καθώς μπορούμε να πούμε πως, κατά κάποιο τρόπο, εξελίσσεται μαζί και με την εξέλιξη του ανθρώπου Οι απειλές

σε αστικό περιβάλλον

(30)

17

από την αρχαιότητα ως σήμερα.

Κάθε ένας από αυτούς του τέσσερις άξονες είναι εξαιρετικά σημαντικός για την πρόοδο και την ευημερία των πόλεων, ωστόσο, στην παρούσα εργασία θα εστιάσουμε στις απειλές που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα αστικά συστήματα από περιβαλλοντικούς παράγοντες και συγκεκριμένα από «φυσικές» καταστροφές.

2.2 | Οι φυσικές καταστροφές στο επίκεντρο

‘So how did your grandmother die?’

‘Natural causes.’

‘What?’

‘Floods.’

(Michael Ondaatje, Running in the Family, 1983) Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα πιο μη-φυσικό τεχνούργημα από μια πόλη. Το περιβάλλον της είναι έντονα τεχνητό, χρησιμοποιώντας σκληρά σύνθετα υλικά που σχεδόν αναπόφευκτα μεταδίδουν ένα αίσθημα διαχωρισμού από τον φυσικό κόσμο. Η εξακρίβωση του τόπου προέλευσης αυτού του «ελέγχου» της φύσης είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη, καθώς οι διαφορετικοί πολιτισμοί έχουν αλληλεπιδράσει με το φυσικό περιβάλλον σε ποικίλους βαθμούς και η ανθρωπότητα έχει συνηθίσει να χρησιμοποιεί φυσικούς πόρους για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ανθρωπότητα ανέκαθεν ασκούσε έλεγχο επί του περιβάλλοντος, όπως αποδεικνύεται από το τσεκούρι, το άροτρο, την αποστράγγιση των βάλτων ή οποιοδήποτε αριθμό σχετικών οργάνων.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκατοντάδων ετών, η ποσότητα του πληθυσμού σε συνδυασμό με την ισχύ που παρέχεται από την τεχνολογία επέτρεψαν στους ανθρώπους να επιτύχουν μεγαλύτερη επιρροή στη φύση από ποτέ.

Ακόμη και οι στρατηγικές που χρησιμοποιούμε για την ενσωμάτωση του φυσικού περιβάλλοντος στις πόλεις μας παρέχουν αποδείξεις αποσύνδεσης, με έντονα καθεστώτα διαχείρισης που αποτελούν παραδείγματα επιθυμίας ελέγχου και αναστολής της ποικιλομορφίας. Ο Hough (2006) αναφέρει τον ταπεινό και πανταχού παρόν χλοοτάπητα ως διαδεδομένη εικόνα της αστικής τάσης να κυριαρχεί στη φύση, δημιουργώντας ένα πολύ ρυθμισμένο σύμβολο του ελέγχου. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι η οικολογία σχετίζεται με την ύπαιθρο, την άγρια χλωρίδα και πανίδα ή τη διατήρηση. Ωστόσο, ο ορισμός είναι πολύ πιο περιεκτικός, καθώς αφορά απλώς τη σχέση μεταξύ οργανισμών και του περιβάλλοντος το

Referências

Documentos relacionados