• Nenhum resultado encontrado

Στεφάνου Των αφανών.pdf

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "Στεφάνου Των αφανών.pdf"

Copied!
214
0
0

Texto

(1)
(2)
(3)
(4)
(5)

ΜζΟγζρ'.ε- ~rj[i>)7.-;,.r/j 7~·.ζ ϊ^/.ζχεζ ΑΖερ/οζ

(ίτλ Ί.γ.-:-ζζΊ. τ.ς τά Μυρτίν/ X'.ti'j-'/j/.'/j. Ιν^γενία Λρία-ζ'.τϋου. 'K'ir Ί'-τ'.ακίρτ. Ηε',ίώρα Ar/j.i'u. K-j-'Zv.i Χε/nr . IIavo'jva I Ια-ϊττϊίούχχ (-τε^ίν/./). ΛΟανα-τία Κϊμ-ά. (ΚαΊ'.-ττέ;): Awi Σιυττ.

(6)

Π Α Γ Ω Ν Α ΣΤΕΦΑΝΟΥ'

ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ

ΔΥ'Ο Τ Ε Τ Ρ Α Δ Ι Α Δ Γ Ο τ ε τ ρ α ε τ ί ε ς

(7)

ISBN 960-310-239-3

© 1 9 9 8 , ΘΕΜΚΛΙΟ - Π. ΣΤΕΦΑΧΟΓ Σόλωνος 84, τηλ. 36 08 180

(8)

Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α ΤΟΥ' Ε Κ Δ Ο Τ Η

Κ

είμενο συγκλονιστικό, και για οσα διηγείται και για τον τρόπο με τον όποιο τά αφηγείται, τό βιβλίο της Παγώνας Στεφάνου αναδεικνύει, με παραδειγματική λιτότητα γραφής και χωρίς καμία επιτήδευση, τό οδοιπορικό των κοριτσιών καί των γυναικών της εποχής της σε δύο κρίσιμες εποχές: στα χρόνια τοΰ εμφυλίου πολέμου και στα χρόνια τής δικτατορίας τών συν-ταγματαρχών. Είναι τά χρόνια τοΰ θανάτου και τών κατατρεγ-μών, τών ήρωικών εξάρσεων καί τής άκρας ταπείνωσης. Τά χρόνια τής βουβής καί πεισματικής αντίστασης τών ανθρώπων πού θέλησαν νά μείνουν πιστοί σε ιδέες καί ιδανικά, δποιο καί άν μπορούσε νά είναι τό ατομικό κόστος — καί τό τίμημα ήταν βαρύ. Ή Παγώνα Στεφάνου δεν γράφει ήρωικες ιστορίες καί δεν γράφει την ήρωική ιστορία τής έποχής της. Σαν ενα παραμύθι πού λέει γιά τη θυγατέρα της, ή ζωή της, ή ζωή τής οίκογένειάς της καί τών άνθρώπων πού μοιράστηκαν τήν ίδια, μαζί της, μοίρα, ξετυλίγονται μέσα από μια άπέριττη γραφή πού αναδει-κνύει τό καίριο, καί με εξαίσιους αφηγηματικούς τρόπους, οδη-γώντας στην ουσία τών πραγμάτων. Ό χρόνος τής ιστορίας καί οί χρόνοι τής μνήμης: οί καιροί δπου ή εμπλοκή τοΰ ατομι-κού με τό συλλογικό, ή βίωση τής ατομικότητας στούς ορίζον-τες τής συλλογικής προσπάθειας διαμόρφωσαν ενα νέο ήθος πού σημάδεψε τις ζωές τών ανθρώπων τής γενιάς της. Ή Παγώνα Στεφάνου ξεκίνησε νά διηγείται τις ιστορίες αυτές στην Κατερί-να, τήν κόρη της. Καί τελικά μέσα από τήν αφήγηση προέκυψε ενα μεγάλο βιβλίο. ~ 7 ~

(9)

Τ Ο Ν Κ Κ Λ Ο Τ II Τά δύο τετράδια πού συγκροτούν τό βιβλίο 7ων αφανών δεν γράφτηκαν για να δημοσιευτούν: «τό πολύ νά μεναν στό "αρ-χείο" της οικογένειας», γράφει «Ό πρώτος αναγνώστης» πού προλογίζει τήν έκδοση. Κάποια στιγμή, και χωρίς, όπως φαίνε-ται, νά τό γνωρίζει ή ίδια, οί δικοί της τύπωσαν τό βιβλίο, σέ περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, «έκτος έμπορίου». Ή απήχη-ση πού είχε ή ιδιωτική αύτη έκδοαπήχη-ση, ιδίως υστέρα από τήν δημόσια παρουσίαση της στα «'Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ι -στορίας», δημιούργησε ζωηρό ένδιαφέρον στό εύρύτερο άναγνω-στικό κοινό. Οί εκδόσεις μας θέλουν νά εύχαριστήσουν τήν Πα-γώνα καϊ τον Στέφανο Στεφάνου πού εμπιστεύθηκαν τήν «κα-νονική» έκδοση Των ''Αφανών στό ΘΕΜΕΛΙΟ. νΕχουμε τήν βε-βαιότητα πώς με αύτή τήν έκδοση παραδίδουμε στό αναγνω-στικό κοινό ενα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο. ΟΙ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ ΘΕΜΕΛΙΟ 8

(10)

-Τ Ο Γ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ -Τ Η

Τ

Λ ΔΥΟ ΤΕΤΡΑΔΙΑ της Παγώνας 6έ γράφτηκαν γιά νά εκδο-θούν. *Αρχισαν -το πρώτο— σά μια σιγανή κουβέντα μέ την Κατερίνα -^τήν κόρη. Στό δεύτερο, της δικτατορίας, η Κατερίνα —τό Κατερινάκι, η μασκότ των Λαμπράκηδων της Σαλονίκης— είναι πια «δρών» πρόσωπο· αν δεν είναι και η πρωταγωνίστρια... Με τις χάρες και τά πείσματα της, μέ τους θυμούς, μέ τα γλυ-κόλογα (τά «άγαπτβερά» της, δπως τά 'λεγε), μέ τους φόβους και την πρώιμη παλικαριά της -με την πρώιμη ωριμότητα ενός τετράχρονου παιδιού πού τά ξέρει δ λα δσα δέν ήξεραν πολλοί μεγάλοι τότε: τη δικτατορία και τούς «παράνομους» πού την πολεμούν, τούς εξόριστους και τούς φυλακισμένους, την ασήκω-τη φτώχεια τού σπιτιού («δέν ήξερα άν είχαμε λεφτά νά πά-ρουμε άλλο γάλα», λέει στη μάνα της οταν πάει μέ ματωμένα χέρια πού τά 'κοψε προσπαθώντας νά σώσει τό μπουκάλι πού της είχε πέσει). Ή Κατερίνα, πού δέν ήθελε «παραμύθια μέ βα-σιλιάδες», παρά μόνο «άληθινές ιστορίες». Και ή Παγώνα, υστέ-ρα άπό είκοσι χρόνια, άρχίζει νά γράφει τις «άληθινές ιστορίες». "Αρχισε λοιπόν σά μιά σιγανή, ψιθυριστή κουβέντα με την Κατερίνα τό Πρώτο Τετράδιο κι έφτασε να γίνει σπαραχτική κραυγή για τις συντρόφισσες πού χάθηκαν, τις «αδελφές» πού εμειναν πίσω άπό τη μουντή σιδερόπορτα της φυλακής, για τις μάνες και τις γυναίκες των ανταρτών, των έξόριστων, των φυ-λακισμένων, των κυνηγημένων, πού αντιμετώπιζαν καθημε-ρινά για χρόνια τήν προσβολή, τον προ7ζηλακισμό, τήν ατίμω-ση, φτωχιές, κουρελιασμένες, πεινασμένες, μέ τήν πίκρα της ήττας στό στόμα και τή φλόγα της ελπίδας —τής πίστης— στά μάτια. "Εγινε οργισμένη καταγγελία γιά τήν άγρια μεταχείριση ~ 9 ~

(11)

Τ Q Χ Λ Φ A Χ 11 Χ των μικρών κοριτσιών, των «ανηλίκων», στα χειρότερα μπου-ντρούμια της χώρας, για την αφάνταστα άπάνθρωττη συμπεριφο-ρά ανθρωποειδών άνθρωποφυλάκων -αρσενικών είτε θηλυκών. «ΤΗταν άνοιξη και ή ευωδιά της μπερδευόταν μ' εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά πού έχουν οι μεταξοσκώληκες και τοΰ φρέσκου φύλλου της μουριάς.» Κάπως έτσι αρχίζει ή αφήγηση για τά ττρίν άπό τή θύελλα χρόνια -τά χρόνια της εφηβείας. Μέσα στη φτώχεια και στήν άγάπη ζει, ήρεμα σχετικά, μιά τυπική οικογένεια της ελληνικής επαρχίας. Καταφέρνει νά επι-βιώνει μέ τή δουλειά όλων, μέ τή σύμπνοια, και κάποτε -σπά-νια— τολμάει νά ονειρεύεται: «Άπό 'δώ θά κάνουμε τό μπαλ-κόνι· νά μήν εμποδίζει τήν κληματαριά, πού μας δίνει πρώιμα και γλυκά σταφύλια.» Και ξαφνικά -για δσους ήξεραν όχι τόσο ξαφνικά· μά για ενα κορίτσι 16 χρονώ άπό τό συνοριακό κεφα-λοχώρι ξαφνικά, ναι— ολα αναποδογυρίζουν: ό πατέρας κυνηγη-μένος στό βουνό, ή μάνα και ή μεγαλύτερη αδερφή έξορία, ή ίδια κρατούμενη σέ στρατόπεδο συγκέντρωσης, τά δυο μικρά στό δρόμο! Και σέ λίγο τό στρατοδικείο, τά μεταγωγών, ή φυ-λακή στήν 'Αθήνα... Μιά κοπελίτσα —παιδί ακόμα— πού δέν έβγαινε τή νύχτα ού-τε στή γειτονιά, σέ μιά βδομάδα ταξιδεύει τή μισή rΕλλάδα κι αρχίζει νά γνωρίζει τον κόσμο κατά περίεργο τρόπο: «[στό λι-μάνι της Χίου] όσοι κάπνιζαν ναργιλέ είχαν μεγάλη κοιλιά και στά πανταλόνια τους τιράντες...» Και βέβαια ό κάθε καθη-γητής της ψυχολογίας είναι έτοιμος νά σηκώσει τά χέρια ψηλά: Τι είναι αυτό πού κρατάει όρθιο τούτο τό καλαμάκι μέσα στήν κοσμοχαλασιά; Εναντίον του έχουν συμμαχήσει και συμπαρα-ταχθεί ό χωροφύλακας, ό στρατοδίκης, ό γυμνασιάρχης, τό ευ-αγγέλιο μπροστά στό εδώλιο πού απειλεί «τήν άλήθειαν, και μόνην τήν άλήθειαν». Ή Παγώνα θά άπαντησει μέ τον τρόπο της: «τις πιο πολλές αλήθειες, και τις καλύτερες δέν τις μαρ-τυρήσαμε, κι ήταν αύτό ή χαρά μας, ή μεγάλη μας ικανοποίη-ση, μπορεί και ή περηφάνια». ~ ίο ~

(12)

Τ Ο V Α Ν A r Χ U S T I I Ή χαρά λοιπόν, ή ικανοποίηση, ή περηφάνια... πού τά 'βγά-λε πέρα μέ την παντοδύναμη βία; πού δεν αρνήθηκε τον αντάρ-τη πατέρα αντάρ-της; πού υπερασπίσαντάρ-τηκε κάποιο ονειρο; Τά ερωτή-ματα μένουν. Ή φυλακή στην 'Αθήνα: 'Αβέρωφ, ανηλίκων Καλλιθέας, ανηλίκων Κηφισιάς, πάλι 'Αβέρωφ. 'Αφιλόξενα μεταγωγών -πουτάνες, χασικλήδες, τρελοί- και μόνον ο Γιώργης 6 Κλάδος σε μιά ανθρώπινη χειρονομία... Ή φυλακή με τις ξινές καλό-γριες, τά «μελλοθανατεϊα», τις εκτελέσεις, τη γιαγιά Φωτεινή από τη Βέροια, τις ξεχασμένες γριές μάνες από τις τέσσερις γωνιές της 'Ελλάδας, τις μικρομάνες με τά μωρά τους πού δέν είδαν φεγγαρόφωτο ώς τά τέσσερά τους χρόνια, τις γυναίκες, τά κορίτσια -τή Νίνα, τή Μερσίνα, την Κούλα, τον Ταρζχνάκο, τήν Πότζη, τήν "Εφη, τήν Άθηνούλα, τή Σοφούλα, τήν Εύγέ-νια και τόσες άλλες. Ή φυλακή μέ τά μαθήματα (τό «τρίγωνο τοΰ Πασκάλ», τό «κόσκινο τοΰ 'Ερατοσθένους»), με τις ψυχα-γωγικές βραδιές. Ή φυλακή μέ τούς χάρτινους τηλεβόες στούς φεγγίτες τών τοίχων: «Ααέ της 'Αθήνας, λαέ τοΰ Γκύζη, πάλι μας παίρνουν συντρόφισσες γιά εκτέλεση.» Ή φυλακή της 'Ι-σμήνης, της δασκάλας —ή φυλακή χωρίς τήν 'Ισμήνη... «Μας πήραν τή δασκάλα, τουφέκισαν τή φίλη μας. Μέσα μου είχε μπει δ θάνατος.» 26 Αυγούστου κι αύτη είκοσι οχτώ χρονώ μονάχα... Ή Παγώνα, πενήντα χρόνια τώρα, κρατάει αύτη τή μέρα. Είναι μέρα τιμής καί περισυλλογής. «Είχαμε κάθε δικαίωμα στη ζωή, τό δικαίωμα πού έχουν ολοι, καί λίγο παραπάνω γιατί ήμασταν παιδιά. Κι ομως κάθε πρωί "στο συνήθη τόπο τών εκτελέσεων" σκότωναν καί παι-διά.» Δυό είναι οί χώροι, οπου κινείται τό Πρώτο Τετράδιο: τό Σουφλί καί ή φυλακή -γιομάτοι γυναίκες · εκατοντάδες μέ τό δνομά τους, χιλιάδες ανώνυμες. Ή θεία Μαρία ή Τσολάκαινα μέ τό μονάκριβο της στο βουνό, ή γιαγιά Τριάδω ή γιάτρισσα μέ έξι αρσενικούς άντάρτες καί τρεις κόρες στη φυλακή, στο Μα-~ 11 Μα-~

(13)

Τ 11 Χ Λ Φ Λ Χ 11 Χ κρονησι, στην εξορία, ή Λιάναινα μέ τρεις γιους, ενα γαμπρό στο Δημοκρατικό στρατό και δυο κόρες στη φυλακή, η γερόν-τισσα παπαδιά (η γιαγιά τού Στέφανου) νά πλένει μέ τ' ά-σαρκα χέρια της τό σκοτωμένο στερνοπαίδι της, ή μάνα τοϋ Χριστόφορου, ή μάνα τοϋ Χρίστου και τοϋ Μενέλαου... Τόσες και τόσες αμνημόνευτες, για τις όποιες ουδεμία «κλί-νη κενή φέρεται των ά φ αν ών έστρωμέ«κλί-νη». Τις άγάττησε ολες, τιμά τη μνήμη τους και κάπου, μιλώντας για τις εσωτε-ρικές διαφορές της 'Αριστεράς πού κατάφεραν 'ΛΖ περάσουν και τήν πόρτα της φυλακής, εκφράζει τήν παραπονεμένη άπορία: «"Οταν άλλαζε ή ηγεσία η γινόταν καμιά ολομέλεια, αναστα-τώνονταν οί φυλακές και τά στρατόπεδα. Και οί γυναίκες άρχι-ζαν τά ψού ψού, και πολλές υποψιάζονταν πολλές άλλες.» Για-τί ή καπετάνισσα Τζαβέλαινα μένει μόνη της στο κελί; ΓιαΓια-τί δέν της μιλούν στο προαύλιο οί άλλες γυναίκες; Γιατί ή Ιουλία Πλουμπίδου περπατάει πάντα σιωττηλή, μόνη, μέ τή ματιά καρφωμένη πέρα στον ορίζοντα; «Ήθελα να της σφίξω τό χέρι. Δέν τό 'κανα και πάντα προσπερνούσα.» Κι δταν ερχεται ή ώρα της αποφυλάκισης (απόφαση τοϋ ''Αναθεωρητικού: αθώες —κι οι τρεις: η Πόπη, ή "Εφη, ή Πα-γώνα— μέ πρωτόδικες καταδίκες 15 και 20 χρόνια, μέ πέντε χρόνια στις φυλακές τού εμφυλίου), προχωρεί μέ τήν πλάτη γυρισμένη στην πόρτα της φυλακής, σα να θέλει νά εντυπώσει σέ μια ματιά ολες τις τραγικές φυσιογνωμίες -τή μεγάλη οίκο-γένειά της— πού αφήνει πίσω: «Περνούμε τήν πύλη της φυ-λακής. .. Δέν είμαι χαρούμενη, δέν αισθάνομαι λεύτερη, ή μισή μένω μέσα. 'Αδελφές μου...» ΤΟ ΛΕΥΤΕΡΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ερχεται νά συμπληρώσει τήν 'Οδύσ-σεια τού Πρώτου. Μετά είκοσι χρόνια. Σά νά μην εχει αλλάξει τίποτα! Ή μάλλον κάτι εχει αλλάξει. Τώρα ή Πόττη, ή Παγώ-να, ή μητέρα Τριάδα είναι «εξω». Καϊ τό χελιδονάκι τους ή Κα-~ I 2 Κα-~

(14)

Τ Ο V Λ Ν Α Γ Ν U Σ Τ II τερίνα τιτιβίζει ολη μέρα στο σπίτι. Πάει σχολείο, σκαρώνει ανέκδοτα για τους Παπαδόπουλους. Περιμένει να βγουν ό πα-τέρας, οι Οεϊοι, ή μικρή θεία -σειρά της Ρψιώς τώρα να είναι μέσα από τά κάγκελα—, νά βγουν οί «Λευτερηδες», οί νεολαίοι φίλοι τοϋ σπιτιού, από τά στρατόπεδα και τις φυλακές. "/Ι ν ήταν πριν άπό 20 χρόνια, θά 'λεγε κανείς μια τυπική περίπτω-ση έλληνικ-ης αριστερής οικογένειας. Δεν μπορείς νά πέϊς για την επταετία το ίδιο. Είναι πολλές οί ελληνικές οικογένειες πού τά μέλη τους έχουν συμπληρώσει (ή γιαγιά Τριάδα, ή ΙΙόττη, ή Παγώνα, ό Στέφανος, 6 Χρόνης, ό Γιάννης, ό Λάκης, ή Ειρήνη, 6 παππούς Δημητρός, ή γιαγιά Κατίνα, ή θεία Άποστολίά) ολοι μαζί 70 χρόνια κρατούμενοι, κι ό παππούς Πασχάλης 21 στο βουνό και στην προσφυγιά; Το σπίτι, ή οικογένεια και οί «φίλοι μας». Πάντα δίπλα στούς «δικούς» και οί φίλοι. "Οσοι είναι «μέσα» και οσοι κυνη-γημένοι προσπαθούν νά μείνουν «εξω», κάτι νά κάνουν γιά νά ακουστεί, στην 'Ελλάδα και στην Εύρώτζη, πώς εδώ κάποιοι αντιστέκονται, καταγγέλλουν την κατάλυση τοϋ συντάγματος, τούς διωγμούς. Και νωρίς ή Σαλονίκη άρχίζει πάλι νά πληρώνει τό φόρο τοϋ αίματος. Δίπλα στο 1936, στο 1946, στο 1961, στο 1963 και τό 1967: Νεκρός 6 Γιάννης Χαλκίδης, τραυμα-τίες ό Νάντης κι ό Γρηγόρης: «Σκότωσαν πάλι κι άλλους συν-τρόφους μας, και λαβωθήκαμε ξανά εμείς πού ζήσαμε.» Και ή λαβα>ματια είναι βαθιά, γιατί ό θάνατος τώρα περνάει τό κατώφλι τοϋ σπιτιού. Τήν ίδια μέρα, στις δεκαέφτά Σεπτέμ-βρη τοϋ '67 φεύγει τό πρόωρο νεογέν/ητο —ή μικρή Ισμήνη— και φτάνει άπό τήν Πολωνία τό μαντάτο γιά τό χαμό τοϋ πα-τέρα: «Πασχάλης απεβίωσε.» Δεν εκλαψε, δε μίλησε, σίμωσε μόνο στο κρεβατάκι τοϋ μωρού -^ϊού δεύτερου μωρού πού έχα-νε— και μάζεψε τά σεντονάκια και τήν κουβερτούλα του. Ε-νιωθα πώς είμαι ένας μικρός μαύρος κόκκος...» « Αργότερα έδωσα τό καροτσάκι του στην οργάνωση [τοϋ ΓΙΑ Μ] της Σαλονίκης γιά νά κρύψουν σ' αυτό τή

(15)

μαγνητοται-Τ U Χ Α Φ A Χ 11 Χ via μέ τά συνθήματα ενάντια στή χούντα. Κι ακούστηκε ή φωνή της 'Αντίστασης άπό τήν κούνια τού παιδιού μου. Στή Σαλονίκη, έκεϊ κάτω άπό τον Λευκό Πύργο, στις 21 '.Απριλίου τού 1968.» 'Απανωτά σέ δυο μήνες ή σύλληψη τού Χρόνη. Κι ή μη-τέρα Τριάδα νά τρέχει στήν 'Αθήνα. «Τρέχει, ρωτάει, περιμένει ν' άκούσει. Ιΐάλί εκείνη ή άγκούσα τού ανήμπορου • τουλάχιστον να μάθουμε πού τον έχουν. Τον βασάνισαν, τον βασανίζουν άκό-μα; πώς θά τό αντιμετωπίσει ή Ρηνιώ;» 'Αργότερα ή καταδίκη του. «Ή άπολογία, είπαν, έκανε μεγάλη εντύπωση, και πάντα οι συγγενείς καμαρώναμε οταν ή άπολογία τού κατηγορουμένου έκανε εντύπωση.» Στό μεταξύ ή Πόττη ανεβοκατεβαίνει θεσσαλονίκη- 'Αθήνα μέ τήν ορθοπεδική ζώνη της γεμάτη σημειώματα, έκθέσεις, έντολές τού ΠΑ Μ. Πονάει, πονάει άφόρητα και κινδυνεύει. Τι θά γίνει αν τήν πιάσουν, τί θά γίνει τό σπίτι άν λείψει ό «στύλος του»; Πέθανε 6 Γιάννης Πασαλίδης, ό σοφός γέροντας πρόεδρος της ΕΔΑ. «"Έμεινα δίπλα του τιμητική φρουρά μέ τήν 'Ασπα-σία, τήν "Εφη και τον Μαραβέα.» Κι εδώ οί διακρίσεις μετά τήν περίφημη «δωδέκατη» ολομέλεια τού ΚΚΕ. Μερικοί «πού-ροι» άπέφυγαν νά παραστούν στήν κηδεία· «δέν τούς εξέφραζε, λέει, ό Πασαλίδης». Τό σπίτι περνάει μεγάλες δυσκολίες. Τό νοίκι, τό φαΐ, οί τρεις φυλακισμενοι-έξόριστοι. Ή κάθε ήμερα εχει τό δικό της βάρος. Και κοντά σ' αυτά ή παράνομη δουλειά· ή σύνδεση μέ τήν 'Αθήνα. Οι έπισκέπτες έχουν άραιώσει. Πολλοί είναι φυλα-κή, έξορία. *Αλλοι κυνηγημένοι, παράνομοι. Μερικοί, πού έχουν μείνει εξω, «έλεύθεροι», ξέχασαν πού πέφτει ή Πελοποννήσου 4, στό δρόμο αλλάζουν πεζοδρόμιο. Μόνο οι «ζωντοχήρες» τών κρατουμένων —ή Κούλα, ή Τούλα, ή Πολύτιμη, οί άλλες— περ-νούν τό κατώφλι · και οί μικρές άρραβωνιαστικές τών φυλακι-σμένων νεολαίων -ή Νίτσα, ή Λίτσα, ή Ρίτσα, ή Καλλίτσα— ~ ι4~

(16)

τ ο ν Α Ν Α Γ Ν 11 Σ Τ II ακουμπάνε τις εγνοιες και τις αγωνίες τους στη μαθημένη από τέτοια Παγώνα. Πάλι μαζεύονται στη «γιάφκα», άποφαίνεται ό σπιούνος της γειτονιάς. Κοντά και λίγες εξαιρέσεις πού σώζουν την ανθρωπιά τών απλών ανθρώπων της αριστεράς: ή Βικτώ-ρια καί ό Τόμης («τούς έδωσα κλειδί της εξώπορτας· άν περνών-τας δοϋν τό παντζούρι τοΰ μπαλκονιού κλειστό, σημάδι πώς μας πιάσαν καί τις τρεις, νά μπουν νά μαζέψουν τό Κατερινάκι πού θά 'χει μείνει μοναχό»)' ή Μαρία καί 6 Ξενοφών («κάθε πρώτη τοΰ μηνός, ή Μαφία περίμενε την Πόπη εξω άπό τη "Μέλκα"' ενα θερμό χειροσφίξιμο σήμαινε ενα ολόκληρο χιλιάρι-κο. Έτσι είχαμε τό νοίκι, εμεναν καί 200 δραχμές νά στείλου-με κάτι στούς φυλακισμένους μας»). "Ομως οί φιλίες πού χτίζονται τέτοιες ωρες είναι ακατάλυ-τες. 'Ακατάλυτη κι ή φιλία μέ την οικογένεια Καζέλη: ή Πολύτιμη, ό άγιος γέροντας 6 μπαρμπαΓιώργης, τά δυο παιδιά -αδερφάκια της Κατερίνας. Κλείνοντας χρόνο ή δικτατορία, ή συμφορά χτυπάει καί τό άδερφικό σπίτι: «Έπιασαν τό Θόδωρο. Ή Πολύτιμη δεν μπορεί νά τον δει. Τον έχουν γδάρει κυριολε-κτικά. Τά ρούχα του, πού της έδωσαν αργότερα, ήταν βουτηγ-μένα στο αίμα.» Ή ασφάλεια κατάφερε νά έξαρθρώσει την οργάνωση τοΰ Π AM θεσσαλονίκης. Σέ λίγο θά γίνει ή δίκη τους. Τούς βλέπουν στο στρατοδικείο: «"Ομορφοι καί λεβέντες οί φίλοι μας.» Ό Θόδωρος, ο Μιχαλιός, ό Κωστάκης Παπαδό-πουλος, 6 Γιώργος, 6 Γρηγόρης, 6 Νάντης, ολοι τους. Αείπει ό Τσαρουχάς. Τον σκότωσαν στήν ανάκριση... 'Από κοντά ή σύλληψη τοΰ Λάκη: «Ή Ειρήνη ή γυναίκα του —ή νύφη μας— εψαχνε νά τον βρει στα τμήματα ασφάλειας της 'Αθήνας, κι αυτοί τον βασανίζανε στη Σαλονίκη. "Οταν τον απέλυσαν σχεδόν δέν εβλεπε καί περπατούσε τρικλίζοντας.» Καί κάποτε άρχίζει νά άχνοφέγγει. Ή διεθνής κατακραυγή κάνει τά θεμέλια της χούντας νά τρίζουν. Τό καλοκαίρι τοΰ '70 απολύεται ή Ρηνιώ (τό '73 θά άπολυθεΐ καί ό Χρόνης). Φλε-βάρη τοΰ '71 άπολύεται ό Στέφανος:

(17)

Τ Ω Χ Α Φ A Χ 11 Χ «- "Εχεις τίποτα χρήματα, τον ρώτησα την άλλη μέρα τό πρωί. — Τριακόσιες δραχμές, τό μερίδιο μου από την καντίνα τοϋ στρατοπέδου. Τά πηρα και πλήρωσα τά κοινόχρηστα.» "Έτσι γιά νά μάθει 6 κόσμος πώς, ανάμεσα στους ίσους στις στερήσεις και τους διωγμούς της δικτατορίας, υπήρξαν και με-ρικοί πιο ίσοι. ΤΑ ΔΥΟ ΤΕΤΡΑΔΙΑ της Παγώνας δέ γράφτηκαν γιά νά εκδο-θούν. Τό πολύ νά μέναν στο «αρχείο» της οικογένειας. Μαζί μέ τό «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» τού Χρόνη και δεκάδες απο-φάσεις στρατοδικείου, άποαπο-φάσεις εκτόπισης, παρατάσεις εξορίας, κλήσεις στην άσφάλεια «δι' ύπόθεσίν σας», οσες άκόμα σώζον-ται σε κάποια συρτάρια τού σπιτιού, και γράμματα -εκατοντά-δες γράμματα. "Οσοι —κι οσες κυρίως— τά διάβασαν προέτρεψαν γιά τήν έκδοση. ΓΙώς νά βγάλεις ομως στο πανέρι τούς πόνους και τις ελπίδες, τά όνειρα και τις διαψεύσεις μιας ζωής; Ή Πα-γώνα κι ό Στέφανος συμφώνησαν νά βγοϋν σέ λίγα αντίτυπα «εκτός εμπορίου». Ό τυπογράφος Σπύρος Λένης -σπάνιος φί-λος και συνεργάτης τους 25 χρόνια— προθυμότατος πηρε ολο τό βάρος πάνω του. νΕτσι τά παραδίδει στούς παλιούς και νέους φίλους και σέ περιορισμένο κοινό, χωρίς νά προσθέσει ούτε μίαν ιώτα... Ο Ι Π Ώ Τ Ο Σ Λ Χ Λ Γ Χ ί ί Σ Τ Ι Ι Σ Μάρτιο; 1997 - ΐ 6 ~

(18)

Ε Φ Η Β Ε Ι Α

Σ

ΕΠΤΕΜΒΡΗΣ ΒΡΑΔΓ. Καθώς ψάχνω νά βρω αστέρια στον ούρανό της 'Αθήνας, Θυμάμαι τό χωριό μου, δταν παιδιά προσπαθούσαμε νά τά μετρήσουμε τά βράδια κι ήταν άμέτρη-τα. Κάποιος πεθαίνει, ελεγαν δταν επεφτε ενα αστέρι. Και έν-τρομη μετρούσα τήν ήλικία δλης της οικογένειας και τό απέ-κλεια, γιατί ολοι οί δικοί μου ήταν νέοι κι εμείς παιδιά... Ψά-χνοντας, άνακαλύπταμε μέσα στά σύννεφα μορφές αγίων, τοϋ θεοΰ και της Παναγίας... Οί παραμυθάδες μάλιστα σκάρωναν τις πιο παράξενες ιστορίες κοιτάζοντας τον ουρανό. Οί γριές φώ-ναζαν και ελεγαν πώς δεν επρεπε νά μετρούμε τ' άστρα, γιατί θά γέμιζαν τά χέρια μας μπαστραβίτσες. Κι ενώ είμαι μπουκωμένη άπό τή βρώμα της 'Αθήνας, φαν-τάζομαι πώς μοϋ μυρίζει χωριό. Τό χωριό μου με όλες του τις μυρωδιές. Είναι περίεργο πού θυμάμαι τό Σουφλί μ' αυτήν τήν ένταση άπόψε. "Οπως τότε στά δεκαεφτά μου χρόνια κλειδω-μένη και κουκουλωκλειδω-μένη μέ τις τριμμένες και πολλές φορές τρύπιες στρατιωτικές κουβέρτες της φυλακής, προσπαθώντας νά μαζέψω τά γόνατα και τά σαγόνια μου πού χτυπούσαν άπό τό κρύο. "Η τά καλοκαίρια δταν άναβαν οί πέτρες και τά τσι-μέντα της φυλακής, πασχίζοντας νά βρώ λίγο καθαρό αέρα ά-γνάντευα, άπό τή χαραμάδα τοϋ μικρού παράθυρου τής φυ-λακής 'Αβέρωφ, τά Τουρκοβούνια. Και δέν είναι υπερβολή πώς ήταν πολύ κοντά μας- και τά σπίτια τά βλέπαμε, ήταν χαμη-λά, είχανε αύλες μέ κήπο, και ήταν λίγα. Βλέπαμε τις βασι-λικές κορόνες πού αράδιαζαν οί φαντάροι με τίς άσβεστωμένες πέτρες, ή τά «Ζήτω τό "Εθνος» και «θάνατος στον κομουνι-σμό». Κι άκόμα γαϊδούρια πού έβοσκαν στις πλαγιές... ~ 1 7

(19)

-Τ 11 Χ Λ Φ Λ Χ 11 Χ Πηδούσε τότε ή καρδιά μου τά Τουρκοβούνια κι έφτανε στήν εξόριστη μάνα, στον αντάρτη πατέρα, στά δυο μικρότερα κι α-προστάτευτα αδέρφια, στό καθαρό και καταπράσινο χωριό μου. "Ετσι κι απόψε. Βλέπεις τό σπίτι μας ετυχε νά 'ναι κοντά στον "Αρειο Πάγο, έκεϊ πού κάποτε ήταν οί φυλακές 'Αβέρωφ. Σεπτέμβρης, 'Οκτώβρης λοιπόν, κι δλο τό χωριό μύριζε σταφύλια και ψιλόβροχο. Τά ρακοκάζανα δούλευαν μέρα νύχτα. Παραπατούσαν εύτυχισμένοι δσοι δοκίμαζαν συχνά αν έγινε γλυκός ό μούστος ή αν βγήκε δυνατό τό τσίπουρο. Οί εποχές ήταν τέσσερις τότε. Καλά μας τις έμαθαν στό σχολείο. Τέσσερις και ξεκάθαρες. ΤΗταν άνοιξη και ή ευωδιά της μπερδευόταν με κείνη τή χαρακτηριστική μυρωδιά πού έ-χουν οί μεταξοσκώληκες, και τοΰ φρέσκου πράσινου φύλλου της μουριάς. "Οταν έφεραν στή φυλακή ενα κοχύλι, στήν Κλειώ ΙΙολυ-ζωίδου, τήν καθηγήτρια άπό τή θεσσαλονίκη, τό μύρισε με λαχτάρα, τό 'κλείσε σφιχτά στά χέρια της, οπως θά 'κλείνε τή χουφτίτσα μικρού παιδιού, γύριζε στούς θαλάμους και φώναζε: «θάλασσα, μυρίζει θάλασσα», κι όλες στον όροφο έπαιρναν βα-θιά εισπνοή. "Αλλην μπορεί νά τή συγκινούσε ή καβαλίνα τοΰ χωριού της, έμένα ή μυρωδιά τών κουκουλιών. Τά καλοκαίρια μόλις νύχτωνε άκούγαμε τον γκιόνη σχεδόν μές στις αύλες μας, τις μηχανές πού πότιζαν τά ρύζια τους πέ-ρα άπό τό ποτάμι οί Τούρκοι, τό θόρυβο της 'Ηλεκτρικής τού χωριού πού ήταν άμέσως κάτω άπό τή σιδηροδρομική γραμμή κοντά στό γυμνάσιο, και τά βατράχια σέ όλες τις ρεματιές της γειτονιάς και στά χαντάκια, στον κάμπο. ΠΟΛΪ ΜΙΚΡΗ, πριν ακόμα πάω στό σχολείο, καθόμουν κοντά στό παράθυρο ή ανέβαινα άπάνω και πιασμένη άπό τις σιδεριές, όρϋια, τραγουδούσα δσο πιο δυνατά μπορούσα. Τό σπίτι μας ή-ταν σέ ύψωμα και δίπατο. Κοίταζα Πέρα. "Οή-ταν λέγαμε «Πέ-ρα», εννοούσαμε πέρα άπό τό ποτάμι, στήν Τουρκία. ~ ι 8 ~

(20)

Ε Φ II Η Ε I Λ Συχνά, προπολεμικά καί μετά, θυμάμαι πώς πηγαίναμε στο ποτάμι μας, τον "Εβρο. ΤΗταν τότε ενα μεγάλο, γλυκό, καθαρό καί ήμερο ποτάμι. "Ημερο γιά δσους ήξεραν νά κολυμπούν καί γιά δσους δεν επιχειρήσαμε ποτέ. Γιατί πολλές φορές τά καλο-καίρια κινδύνεψαν πολλοί, και πνίγηκαν παιδιά πού δεν είχαν αν-τιληφθεί τις ρουφήχτρες, δπως λέγαμε. Στον "Εβρο λοιπόν πλέ-ναμε κουρελοϋδες καί λινάτσες πού χρησιμοποιούσαμε στά κρε-βάτια τών κουκουλιών. Έκεΐ άνταμώναμε στή μέση στο πο-τάμι με τούς Τούρκους καί αλλάζαμε φρούτα. "Ο,τι είχε ό κα-θένας. Λέω στή μέση στο ποτάμι, γιατί σύμφωνα μέ τό νόμο, αύτόν πού ήξεραν οί γέροι τότε, τό σύνορο ήταν στή μέση τοΰ ποταμού. "Οταν είχαν Ραμαζάνι, ακούγαμε πολύ καθαρά τά νταούλια τους. Τώρα με τρυφεράδα καί νοσταλγία συλλογιέμαι τον κάμπο καί τό ποτάμι τοΰ χωριού μας. Καταπράσινος με τις μουριές του καί τά μποστάνια του, γλυκός καί ήμερος ό κάμ-πος μας... Τον Άλωνάρη μήνα, δταν οί γειτόνοι μας γεωργοί κατηφόρι-ζαν νά αλωνίσουν τά σιτάρια τους, είχα περιέργεια καί λίγη α-γωνία. θά με πάρουν άραγε μαζί τους; Μέ έπαιρναν. Χαιρό-μουν δταν ανέβαινα στήν ντουκάνα καί πηδούσα σβέλτα δταν επρεπε νά 'μπω μέσα στό αλώνι τρέχοντας κάθε φορά πού κο-πρίζανε τά ζωντανά. Ή μεγάλη επιτυχία δμως ήταν δταν κα-τάφερνα νά κρατήσω τό φτυάρι ακριβώς κάτω άπό τήν άναση-κωμένη ούρά τού ζώου, πριν αύτό προλάβει νά τά σπείρει στό αλώνι... Τό μεσημέρι καθόμασταν δλοι μαζί κάτω άπό τό τσαρδάκι. Μια πρόχειρη κατασκευή μέ χοντρά ξύλα κι άπό πάνω κλαδιά. Μιά κρεβατίνα θά λέγαμε σήμερα. "Ετσι είχαμε σκιά. Τρώγαμε νόστιμο ψωμί καί φρέσκο τυρί ή έλιες καί σκόρδο. Νερό είχαμε πάντα ζεστό, παρόλο πού σκεπάζαμε τή στάμνα μέ πολλά ρούχα νά μήν τή βρίσκει 6 ήλιος καί ό ζεστός αέρας. Τότε κοί-ταζα προς τό χωριό πού ήταν χτισμένο στήν πλαγιά, σε μιά πλαγιά ομαλή, προσπαθώντας νά ξεχωρίσω τή γειτονιά μας ~ ΐ 9 ~

(21)

T U N Λ Φ Λ Ν Ω Ν στην άκρη και δεξιά δπως κοιτούσα. "Εψαχνα νά βρω το σπίτι μας. Και τό 'βρισκα, πρώτα αυτό, κι υστέρα τά δυο ψηλά καμ-παναριά τοϋ χωριοϋ πού φαίνονταν στή σειρά καθώς τά 'βλεπα μακριά κι άπό τον κάμπο. Τοϋ Άι-Γιώργη, τοϋ κάτω μαχαλά, τοϋ δικοϋ μας μαχαλά, και τοϋ Άι-θανάση, της Καρκατσιλιάς. Τό σπίτι μας, τά πιο πολλά παράθυρα του τά ειχε στήν άνατολή και όλα με σιδεριές. Στήν κορφή του κοντά στή στέγη και μέσα σέ πλαίσιο μέ σκουρότερα τούβλα εγραφε μέ καλλι-γραφικά γράμματα: «"Ετος κτίσεως 1902». Στον τοίχο αρι-στερά, «οδός Κυνηγών». Άπό τή μεριά της 'Ανατολής, «οδός Στρατηγοπούλου» κι άπάνω στήν πόρτα μας τό νούμερο 8, μέ μπλέ λαδομπογιά. Μπροστά στο σπίτι μας ειχε «πλατέα». Έκεΐ σταματούσε ό ντελάλης· Χρηστίδη τον ελεγαν, ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος. Φοροϋσε πάντα μπλέ σακάκι σκούρο στήν κυρτή πλάτη του, και καθώς άνέβαινε τον ανήφορο γιά τήν πλατέα μας, μέ τό 'να του χέρι κρατούσε τό άλλο πίσω στή μέση του. Σταματούσμε τό παιχνίδι, έβγαιναν και οί Σταματούσμεγάλοι άπό τό σπίτι γιά ν* α-κούσουν αυτό που τους άφορούσε. Συνήθως ήταν μιά άνακοί-νωση της δημαρχίας ή και της αστυνομίας. Έκεΐ παίξαμε τά πρώτα μας παιχνίδια. Οί μάνες μας έπαιζαν κι αυτές δταν ή-ταν μεγάλες γιορτές και καλός καιρός. Έκεΐ μάθαμε νά χορεύ-ουμε και τον «άγκαλιαστό», δπως έλεγαν οί γιαγιάδες μας. Έ-κεΐ σταματούσαν τά παλικάρια γιά νά τραγουδήσουν στις γειτο-νοπούλες. Σ' αυτήν έδώ τήν άλάνα τ' άπογέματα τό καλοκαί-ρι σταματούσε πάντα ό γιαουρτάς. Παρατούσε τά γιαούρτια του στο δικό μας πεζούλι καΐ τρέχοντας πήγαινε στο κοντινό ρέμα νά στριμώξει στά γρήγορα τή Μαρία... Τό χειμώνα στήν Γδια πλατέα κάναμε τό μεγαλύτερο και πιο ομορφο νομίζω χιονάνθρωπο τού χωριού. Και τις 'Αποκριές στρώναμε στον πάγο άπάνω στάχτη και άχυρο νά μή γλι-στράμε. Χόρευαν πολλά καρναβάλια τότε, δλη ή γειτονιά μας, κυρίως παλικάρια στή βράση τους μέ τις κουδοϋνες, τις δοντά-~ ί ο

(22)

-Ε Φ II Η -Ε I Λ ρες, τις προβιές τους, και μέ πολλά διονυσιακά υπονοούμενα... Παλιότερα εδώ σταματούσε και ό πλανόδιος κρεοπώλης, μέ τον ξύλινο ταμπλά του φορτωμένο κιμά και μοιρασμένο τέταρ-το τέταρτέταρ-το της οκάς ή τό πολύ μισή οκά γιά τέταρ-τούς τσορμπατζή-δες, πάνω σέ πλατιά φύλλα μουριάς και γαρνιτούρα οί μύγες. 'Εδώ ό Γιοσέφ ό Εβραίος με τό βλσγιοκομμένο γελαστό πρό-σωπο και τό πολύ νόστιμο παγωτό. Ό Γιώργης ό τυφλός με τίς γκαζόζες του και ό Μακρής μέ τήν πλουμιστή του λατέρ-να. Άπό τήν πλατέα μας ξεκινούσαμε τρέχοντας νά φτάσουμε στή σιδηροδρομική γραμμή νά δούμε τό τρένο δταν άκούγαμε τό μακρύ του σφύριγμα μπαίνοντας στήν πόλη και νά προλά-βουμε νά μετρήσουμε τίς καρότσες και τά βαγόνια πού έσερνε έτσι πού έτρεχε, μαύρο και μεγάλο, φορτωμένο στρατιώτες κοκ ζώα πολλά. Τό «χαμάλικο» ή «μπαλάστρο», δπως τό 'λεγαν. ΗΤΑΝ ΑΝΟΙΞΗ, μοσκομύριζε παντού. "Ολα τά ζωντανά ήταν στά ντουζένια τους. Είχαμε παλαβώσει κι εμείς παίζοντας. Κυνηγούσαμε κωλοφωτιές και μέ τό σάλ» τίς κολλούσαμε στό μέτωπο. "Εχεις μυρίσει ποτέ πυγολαμπίδα; μού φαίνεται πώς βρωμανε. ΤΗταν πριν άπό τον πόλεμο τού '40 και μεϊς παιδιά, δλα άπό οχτώ ώς δεκαπέντε τό πολύ χρονώ. Και τού 'ρθε τού Με-νέλη νά χουφτώσει τήν Ελένη παίζοντας κάποια στιγμή, ένώ περνούσε δίπλα του. Τότε άποφασίσαμε, τό άλλο βράδυ νά τον δείρουμε, άφού τά άγόρια μας υποσχέθηκαν πώς δέ Θά έπέμ-βουν. "Οπως πάντα, μαζευτήκαμε πάλι στήν πλατέα, και μέ τό νεύμα της άρχηγίνας έπιτεθήκαμε μέ δ,τι βρήκαμε μπροστά μας. Αύτός στήν άρχή ξαφνιάστηκε, άλλα μόλις συνήλθε, άρ-παξε ένα τσόκαρο -άπό κάποιας τό πόδι είχε φύγει- και μ' αυ-τό κατέβασε αυ-τό χέρι του μπροστά στή μούρη μου, χωρίς ευτυ-χώς νά μέ χτυπήσει. 'Αλλά, δταν λένε «τού φάνηκε ό ουρανός σφοντύλι...», είναι άλήθεια. Κάτι άστραψε μπροστά μου. "Ηθελε, λέει, νά πιάσει τον πισινό της Ελένης... Και λοι-~ 21 λοι-~

(23)

Τ U Χ Λ Φ Λ Χ Ω Χ πόν; εμείς τί θα παθαίναμε! "Εφυγε τό παλικαράκι αντάρτης στον εμφύλιο, πριν γίνει δεκαεφτά χρονώ... Τό φθινόπωρο δταν μας μύριζε βροχή, ετρεχαν δλα τά παι-διά στά σπίτια τους, αρπαζαν στά κλεφτά μιά λινάτσα ή κου-ρελού καί ενα δεμάτι κλωνάρια μουριάς άπό τήν αυλή καί, κολ-λητά στον τοίχο τοΰ σπιτιού μας πάντα, κάναμε μιά καλύβα. "Ωσπου νά τήν τελειώσουμε άρχιζε καί ή βροχή. Στριμωγμένα τότε δλα τά παιδιά μέσα, λέγαμε παραμύθια και ιστορίες γιά φαντάσματα, τέρατα καί νεράιδες. Κι δταν νύχτωνε, κρυώναμε άπό τό σκοτάδι, τις βροντές, τις αστραπές, μα πιο πολύ άπό τό φόβο μας. Τά αγόρια υποστήριζαν πώς «δλα τά κορίτσια είναι φοβιτσιάρικα, δεν μπορούν νά περάσουν νύχτα άπό τά μνήμα-τα, φοβούνται τά σκοτάδια γενικώς, γι* αυτό άλλωστε δέν πά-νε καί στό στρατό...». Μιά ρεματιά χώριζε τή γειτονιά μας άπό τά μνήματα, καί γιά νά αποδείξουμε πώς ήμαστε γενναίες, ενα βράδυ χωρίς φεγ-γάρι κι άστρα, μέ μιά συνομήλική μου, τό τολμήσαμε. Τότε δέν ήταν περιφραγμένα, γι' αύτό κι εβλεπες τή μέρα νά βόσκουν γαϊδούρια καί κατσίκια ανάμεσα στούς σταυρούς. Περάσαμε βέ-βαια, αλλά παντού νόμιζα πώς εβλεπα σκιές, καντήλια καί κε-ριά αναμμένα, σκελετούς νά μού γνέφουν καί κάθε φορά πού σήκωνα τό 'να μου πόδι, νόμιζα πώς δε θά μπορούσα νά σύρω τό άλλο. Φαντάζομαι πώς καί ή άλλη τό ιδιο θά ενιωθε. «"Ε-πρεπε, είπαν τ' αγόρια μετά, νά πάμε πρώτοι εμείς, νά ξα-πλώσουμε στό μονοπάτι καί νά σας πιάσουμε τό πόδι- συγκοπή θά παθαίνατε.» Καλά πού δέν τό 'καναν... Πολλά χρόνια αργότερα, άπό τή γειτονιά τοΰ μπαμπά σου, κορίτσια κι αγόρια μέ κιθάρες καί μαντολίνα στήν άκρη τοΰ νε-κροταφείου κάτω άπό ενα μεγάλο πεύκο χόρευαν καί τραγου-δούσαν. Κι εμείς, άπό τήν άλλη πλευρά τής ρεματιάς, περιμέ-ναμε νά μας προσκαλέσουν. ΤΗταν άνοιξη καί Πάσχα... ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ δίπλα ήταν ένα συγγενικό σπίτι, δίπατο καί ~ 22 ~

(24)

Κ Φ Η I) 1·; 1 Λ αυτό. Πριν πάει στού Λεφάκη, τό Τέταρτο Δημοτικό στεγαζό-ταν έκεΐ. Για τέσσερις τάξεις υπήρχε μία δασκάλα μόνο κι δλα τά παιδιά έκαναν μάθημα στή μοναδική μεγάλη αίθουσα, στή σάλα. Στο τέρμα τοϋ κήπου τού σπιτιοϋ ήταν τά άποχωρητή-ρια. Οί βρύσες πού έπιναν τά παιδιά νερό ήταν ένα μεγάλο ντε-πόζιτο (πού τό γέμιζαν άπό τό πηγάδι της αυλής), κρεμασμένο στον τοίχο τοϋ σχολείου, μέ πολλούς κρουνούς στή σειρά και ένα τσίγκινο κυπελλάκι μέ ψιλή αλυσίδα κρεμασμένο σέ κάθε κρουνό. Νιόπαντρη ή δασκάλα, νέα και όμορφη, μέ πήρε στο σχολείο πολύ μικρή, οταν μέ άκουσε λέει νά τραγουδώ τό «Σκέπασε μάνα σκέπασε, γαλανομάτα κόρη». "Ετσι αγάπησα πολύ τή δασκάλα μου, και μαζί της τό σχολείο. Και οταν άργότερα, μα-θήτρια πιά κανονική μέ έστελνε στο γραφείο τών δασκάλων νά δώ τό ρολόι καί νά χτυπήσω τό κουδούνι, έ, τότε ποιος μ' έ-πιανε... Έκεΐ στήν πλατέα πού έλεγα, στις έθνικές έπετείους καί στό τέλος κάθε σχολικού έτους, ή κυρία Ματούλα, ή δασκάλα μιας, βοηθώντας καμιά φορά οί μάνες μας, κουβαλούσε τάλπες (σανίδια) άπό ολες τις βοϊδάμαξες της γειτονιάς, τις κάρφωνε, έστηνε τήν έξέδρα δπου θά άνεβαίναμε έμεΐς, τά παιδιά τού 4 ου Δημοτικού, νά πούμε τά ποιήματά μας. Άργότερα, οταν τό σχολειό μεταφέρθηκε στού Λεφάκη, καί έγινε περίπου κανονικό σχολείο, αύτές οί γιορτές γίνονταν πολλές φορές μέσα. Τότε ό-μως είχαμε άλλο πρόβλημα. Δέν ήταν εύκολο νά πάμε γιά κα-τούρημα, γι* αύτό μάς έπαιρνε ή δασκάλα μας άπό τό χέρι και ένα ένα μας έβγαζε στό μπαλκόνι δπου τά σανίδια του κάπου ήταν σπασμένα, κι άπό κει ραντίζαμε τό δρόμο... Έδώ είχαμε βρύσες κανονικές. Καί συνήθως έδώ μπροστά δ παιδονόμος έδερνε άγρια τά παιδιά μέ καμουτσίκι. Παίζοντας στό διάλειμμα, κουρασμένα καί ιδρωμένα έσκυβαν νά πιοϋν νε-ρό. Ξαφνικά χτυπούσε τό κουδούνι καί φεύγοντας γρήγορα νά προλάβουν νά 'μπουν στήν αίθουσα, πριν άπό τό δάσκαλο, ά 2 3 ά

(25)

-Τ 11 Χ Λ Φ A Χ Q Χ φηναν τή βρύση ανοιχτή. Αυτό τις περισσότερες φορές, στό χώρο τού σχολείου, ήταν ή αφορμή πού έτρωγαν της χρονιάς τους άπό τον παιδονόμο. ΤΗταν ή δικτατορία τού Μεταξά τότε, και τό παιδαγωγικό του σύστημα... ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ στό Γδιο σχολείο είχαμε και άλλη δασκάλα. ΤΗταν χλωμή και αχτένιστη πάντα. Φορούσε χοντρά μάλλινα ρούχα και μάλλινο πλεχτό βρακί ίσαμε τά γόνατα, άκαθορίστου χρώματος, και έτσι δυσκίνητη πού ήταν, πολλές φορές καθώς προσπαθούσε νά βάλει τό 'να της πόδι πάνω στό άλλο, τό βλέ-παμε και γελούσαμε. Εκείνο όμως πού μας ένοχλούσε, παρότι παιδιά, ήταν πού μας μάθαινε τό γερμανικό υμνο: «Ντόιτσλαν, Ντόιτσλαν ουμπερ άλες». Ό διευθυντής μας ήταν πολύ θρη-σκευόμενος κύριος. Πήγαινε ανελλιπώς στήν έκκλησία, προ-σευχόταν και έψελνε δυνατά. Κάθε πρωί στό σχολείο ή ώρα τής προσευχής γιά πολλούς μαθητές ήταν ώρα άγωνίας. ΕΓτε γιατί τό παλτό πού φορούσαν ήταν παλιό και μπαλωμένο, είτε γιατί κάποια φορά πού τον αντάμωσαν δέν τού 'παν «καλημέρα». Δέ μού πρότεινε ό δάσκαλος αύτός ποτέ νά πώ τήν πρωινή προ-σευχή· καλύτερα δμως, γιατί δπως συνέβαινε και μέ άλλα παι-διά, άπό τήν τρομάρα τους μπέρδευαν τίς προσευχές. "Αρχιζαν μέ τό «Πάτερ ήμών», κάπου έχωναν άπό τό «Βασιλεύ ούρά-νιε» και τελείωναν μέ τήν προσευχή πού είχαν αρχίσει. ΤΗταν κι ό παιδονόμος στις σκάλες τού σχολείου... Μόλις κάναμε λοιπόν τήν προσευχή μας και πριν καλά καλά άκουστεΐ τό «'Αμήν», έβγαζε άπό τή γραμμή τούς ενόχους δ διευθυντής, σήκωνε τό πανωφόρι τους κι άρχιζε νά τούς χτυπά παντού άλύπητα μέ μιά βίτσα πού ειχε φυλαγμένη κοντά στό εικόνισμα της Παναγίας. "Ετσι, μπροστά σέ δλα τά παιδιά, και στά τρυφερά πρωτάκια πού ήταν μιά μπουκίτσα και στούς έ-κταίους... 'Αλλά και τά παιδιά δέν παρέλειπαν νά τού έκφρά-σουν τό... σεβασμό και τήν... αγάπη τους, κάθε φορά πού έ-βρισκαν ευκαιρία. ~ 2 4 ~

(26)

Ε Φ II It Η I A ΕΙΧΑΜΕ ΠΑΕΙ εκδρομή στό Κιόιντερε στό ποτάμι. Έκεΐ ήταν ο μεγάλος μπαχτσές τοΰ Μαλουσάρη, με τά ζαρζαβατικά και τό καφενείο του. Παράγγειλαν οί δάσκαλοι καφέ καί γκαζόζες, ό διευθυντής μας, λουκούμι. Μόλις τό πήραν είδηση οί μεγαλύ-τεροι τοΰ σχολείου, άρχισαν νά τοΰ φωνάζουν ολοι μαζί: «Γυ-ναίκα είσαι δάσκαλε, νά τρως έσύ λουκούμι; Ό άντρας πίνει τον καφέ, γυναίκα τό λουκούμι». Τήν άλλη μέρα τούς ξανάδει-ρε. "Η, δταν χειμώνα τόν εβλεπαν νά φοράει, σπανίως, τραγιά-σκα, κρυμμένοι πίσω άπό μάντρες καί δέντρα τοΰ φώναζαν: «Δάσκαλι, νά χέσου τ' σιάπκα σ'». Ξέρεις, ή δεύτερη δασκάλα πού ανάφερα παραπάνω, στήν τρίτη δημοτικού (τρίτη καί τετάρτη τάξη κάναμε μάθημα στήν δια αίθουσα τήν Γδια ώρα), μοΰ 'δωσε άπό δυο χαρακιές τσου-χτερές καί στά δυό μου χέρια, γιατί τό βιβλίο πού ειχα, « Ή καλή καρδιά», τό 'χα πάρει άπό μεγαλύτερο παιδί. Δηλαδή με-ταχειρισμένο. Εξώφυλλα τοΰ πρόσ6εσα εγώ καί φρόντισα νά σβήσω δλες τις μουντζούρες πού ειχε. Τό 'δε, καί μοΰ ειπε πώς «άποφεύγω τήν καθαριότητα σάν τό διάβολο τό λιβάνι...». ΣΤΗΝ EON ποτέ δέν μπήκα. Κ ά τ ι μάς ειχε πει ό πατέρας μας, κάτι δέν μοΰ άρεσε καί δέν πήγα. Ό διευθυντής παρατη-ρούσε καθημερινά δσους δέν παίρναμε μέρος στις συγκεντρώσεις καί τις παρελάσεις τής EON... Ο ΠΟΛΕΜΟΣ τοΰ '40 με βρήκε μαθήτρια σ' αυτό εδώ τό σχο-λείο. Γιά πρώτη φορά, νομίζω, τή μέρα πού κηρύχτηκε ό πόλε-μος, άκούστηκε ή σειρήνα στό Σουφλί μας. Τρομάξαμε δλα τά παιδιά στήν τάξη. Σέ λίγο μάθαμε. «Πολέμιος, μας κήρυξαν τόν πόλεμο!» είπαν οί δάσκαλοι καί μάς έστειλαν στά σπίτια μας. Στούς δρόμους φωνές, φασαρία, έσφιγγαν στήν αγκαλιά οί μάνες τά μικρά παιδιά τους, ετρεχαν τά μεγαλύτερα τραβών-τας τις μάνες τους άπό τή φούστα μέ τά προσωπάκια τους γε-μάτα φόβο, δάκρυα καί μύξα. ν Εκλαιγαν οί γριές πού είχαν ξα-~ 25

(27)

-Τ Ω Ν Α Φ Λ Χ α Χ ναζήσει πόλεμο. Τραβούσαν τά ζωντανά τους νά τά μαντρώ-σουν οι γειτόνοι, κι αυτά πεισματωμένα στύλωναν τά πόδια τους και δεν προχωρούσαν, κι οί άντρες ίδρωναν και βλαστημοϋ-σαν. "Ετρεχα, έτρεχα, τό σπίτι μας ήταν πολύ κοντά στο σχο-λείο, αλλά τά πόδια μου είχαν κοντύνει, ένιωθα εφιαλτικά και έχω τήν εντύπωση, άκόμα και τώρα, πώς άργησα νά φτάσω. "Οταν έφευγαν οί άντρες γιά τον πόλεμο, πήγαμε ολοι στο σταθμό. Οί νέοι μας ζητωκραύγαζαν γιά τήν 'Ελλάδα και ύπό-σχονταν στις κοπελιές και στις μάνες τους πώς δταν γυρίσουν νικητές θά φέρουν άπό «δυο ζευγάρια μουσολίνικα αυτιά». Τά 'χασα, πώς ήταν δυνατό νά γίνει αύτό; "Εφυγε και ό παππούς σου. Τά σχολειά μας έκλεισαν γιά ενα χρόνο. Γιά πάντα δμως έκλεισαν πολλά σπίτια και οί παιδικές καρδιές μας, άπό τότε... ΚΑΙ ΠΡΙΝ άπό τον πόλεμο και μετά, στο σπίτι τοϋ θείου Βαγ-γέλη -καλός γείτονας- πηγαίναμε συχνά τά βράδια οικογενεια-κώς. Ή θεία Βάγια εψηνε στο τζάκι πατλάκες (τά σημερινά πόπ κόρν). Είχε πάντα ψημένο κολοκύθι μέ καρύδια και μέλι. "Αλλη φορά βρασμένα καλαμπόκια μέ ζάχαρη, και ξυλοκέρατα (χαρούπια). Κι άμα ήταν μεγάλη γιορτή, δπως νά πούμε Χρι-στούγεννα, κόβαμε και τό πορτοκάλι στά τέσσερα. Έκεΐ ενα άπό τά παιδιά, ή Πόπη ή ή Βασιλική, διάβαζε εφημερίδα, περιοδικό ή μυθιστόρημα. "Ολοι γύρω άκουγαν. Σ' αύτό τό σπίτι γνώρισα τούς πρώτους κομουνιστές χωρια-νούς μας. "Ακουγα και μού φαίνονταν παράξενα και ώραΐα αύτά πού ελεγαν, δέν ήταν κουβέντες πού τις έλεγαν δυνατά στο καφενείο, ούτε ξόμπλια γιά τις κοπέλες τοϋ χωριού, άλλά κάτι γιά επανάσταση, ισότητα, άδερφοσύνη, κομουνισμό. Ρώτησα τήν Πόπη πού ήταν λίγο μεγαλύτερη άπό μένα νά μού εξηγή-σει τί είναι οί κομουνιστές. Και μού έξήγησε: «Νά, είναι κάποιοι κι αυτοί πού δέν ξαδειάζουν άπό τις φυλακές και τις εξορίες...». ΤΟ 1936 έγιναν τ ά μεγάλα συλλαλητήρια στό Σουφλί άπό 2 6

(28)

-κ Φ ΙΙ η Ι·: Ι Λ τούς σηροτρόφους. Οί Σουφλιώτες ζητούσαν έκατό δραχμές τό κιλό. Έπΐ τουρκοκρατίας ακόμα, για τά κουκούλια, ίσχυε τό κιλό. «Έκατό ή θάνατος» φώναζαν οί σηροτρόφοι. Οί έμποροι έ-διναν μόνο σαράντα δραχμές. Σύσσωμο τό Σουφλί στούς δρό-μους μέ μαύρες σημαίες καί πλακάτ πού έγραφαν «έκατό ή θά-νατος», μέ πρώτους τούς κομουνιστές, μαζί καί πολλά παιδιά κοντά στούς μεγάλους. Ειδα τον Καραγιάννη, της άσφαλείας, πού άπειλούσε τον πατέρα μου μέ τό πιστόλι του. ΤΗταν πολ-λοί οί πρώτοι, δέν τούς θυμάμαι γιατί δέν τούς ήξερα. Στις κου-βέντες τών μεγάλων άργότερα άκουγα ονόματα, δπως Ζαλί-μης, Παπαλεξανδρής, Μαλουσάρης, Τσιακίρης, Ψαράς, Τιάκας, Μπουρουλίτης καί άλλα πού δέ θυμάμαι υστέρα άπό εξήντα χρόνια περίπου. Κυριολεκτικά δμως γούρλωνα τά μάτια οταν άκουγα γιά πρωτοπόρες γυναίκες. 'Ηταν νομίζω δλες εργάτριες τών μεταξουργείων. "Οπως ή Μαρία Ζαλίμη, Μαριάνθη Μα-λουσάρη, Τότα Καραγεωργίου, Αθανασία Κανάρια, θεωπία ΓΙαπαγεωργίου (τον πατέρα της τον φώναζαν «μπολσεβίκο»), Ελένη 'Αλβανού καί άλλες. Τό δρόμο τους άκολούθησαν πολ-λές άλλες γυναίκες, ιδιαίτερα στήν Κατοχή. Ό άδερφός τοϋ πατέρα μου άνέβηκε σέ μιά κολόνα της 'Ηλεκτρικής τότε στό σιδηροδρομικό σταθμό, ύψωσε κόκκινη σημαία καί φώναξε: «Σύντροφοι, έδώ θά πεθάνουμε γιά τό δίκιο καί τό ψωμί μας». ΤΗρθε στρατός καί πυροβόλησε στόν άέρα. Ειδα τό τρένο γεμά-το φαντάρους πού κατέβαιναν άπό τό Διδυμότειχο νά χτυπή-σουν τούς «έπαναστάτες». "Ετσι τούς είχανε πει. 'Αλλά οί Σουφλιώτισσες τούς περίμεναν στό έμπα τού χωριού, στό σταθμό, καί τούς έραιναν μέ άγκαλιές λουλούδια. «Είμαστε άδέρφια» φώναζαν οί νέες. «Είστε παιδιά μας» έλεγαν οί μεγα-λύτερες. Καί οί φαντάροι κατέβασαν τά δπλα καί τό κεφάλι. Τελικά οί έμποροι έδωσαν 75-78 δραχμές τό κιλό. ΣΤΗΝ ΕΚΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ειχα δάσκαλο τό διευθυντή τού σχολείου. Μέ τον πατέρα μου λογομάχησε κάποτε. Γερμανόφι-~27~

(29)

Τ Ω Ν Α Φ Α Ν 11 Ν λος ό δάσκαλος, αριστερός ό πατέρας μου. 'Αφορμή λοιπόν για τό δάσκαλο νά μοΰ βάλει στό άπολυτήριο ένα ολοστρόγγυλο εξάρι. Στεναχωρέθηκα πολύ. Ξαφνιάστηκαν και οί συμμαθητές μου. «Νά βάλει, λέει, στον Μακεδονίτη έφτά, πού δέν ήξερε μάθημα ποτέ, πού ήταν και βραδύγλωσσος.» Δέ μίλησε στό σπίτι κανείς γιά τό εξάρι πού πήρα, ούτε άν Θά πάω στό γυ-μνάσιο. "Αλλωστε ή Πόπη ήταν πολύ καλή μαθήτρια και δέν πήγε. "Εγινε δπως τότε γινόταν συχνά, τά μεγαλύτερα άδέρ-φια νά θυσιάζονται γιά τά μικρότερα. Ή δουλεύοντας γι' αυτά ή προσέχοντάς τα. Θά σού πώ ένα περιστατικό. Κόντευε Πά-σχα και ή γιαγιά σου είχε πολλή δουλειά στό φούρνο. "Ετσι ή Πόπη πήρε τή μικρή άδερφούλα στό σχολειό μέσα στήν τάξη. Της έδωσε χαρτί και μολύβι, της ζωγράφισε και μιά κότα και τήν έχωσε κάτω άπό τό Θρανίο. Μελετώντας τή ζωγραφιά, ή Ρηνούλα άνακάλυψε αυτό πού ολα τά παιδιά ψάχνουν νά βροϋν και στις κούκλες τους. Στήν ήσυχία της τάξης ξαφνικά άκού-στηκε ενθουσιασμένη νά φωνάζει, ένώ ξετρύπωνε άπό τό θρα-νίο: «Πόπη, Πόπη, κοίτα, ή κότα μας έχει και κώλο». Ό δά-σκαλος έξαλλος έβαλε τίς φωνές —και γιά πρώτη φορά είχε δί-κιο- και ή Ρηνούλα δέν ξαναμπήκε στήν τάξη παράνομα. 'Αλ-λά φαντάζεσαι τή θέση της Πόπης; ΑΠΟ ΔΩ, ειπε και έδειξε ή γιαγιά σου, θά κάνουμε τό μπαλκόνι, όχι στό κέντρο γιά νά μή χαλάσουμε τήν κληματαριά πού μας δίνει πρώιμα και γλυκά σταφύλια, θά βγαίνουμε τ' άπογέματα μετά τή δουλειά, θά πίνουμε τό καφεδάκι μας, θά βλέπουμε και τά παιδιά μας πού θά παίζουν μέ τά παιδιά της γειτονιάς, θά βλέπουμε και τό «Πέρα». Ό παππούς σου μας κοίταξε λοξά, εύχαριστημένος πού γιά πρώτη φορά, έπιτέλους, ή γυναίκα του τόλμησε νά κάνει σχέδια γιά τό μέλλον μας, κι ολοι γελάσαμε εύτυχισμένοι. Μας πρόλαβε ομως ό πόλεμος και δέν ονειρευτή-καμε ξανά τίποτα μόνο γιά μας... 2 8

(30)

-Ε Φ Η 1) -Ε I Λ ΕΝΑ ΒΡΑΔΓ, περίοδος εισαγωγικών εξετάσεων ήταν, καί στήν πλατέα μας οπως πάντα μαζεμένα τά παιδιά- μιλούσαν αυτά πού θά πήγαιναν στό γυμνάσιο. 'Απορώ ακόμα ποϋ βρήκα τό κουράγιο καί τό 'κανα. Δειλό, ντροπαλό καί φοβισμένο παιδί, δ-ταν ό δάσκαλος επαιρνε παρουσίες, ντρεπόμουν νά φωνάξω «παρούσα», κι άργότερα στό γυμνάσιο δέν ήθελα νά κάνω γυ-μναστική. Κι δταν μας ελεγαν γιά εκδρομή, προτιμούσα νά προσποιηθώ τήν άρρωστη. "Ορμησα λοιπόν στό σπίτι καί ξαναμμένη λέω στον πατέρα μου δτι θά δώσω κι εγώ εξετάσεις καί θά μπώ στό γυμνάσιο. Μέ κοίταξαν οι γονείς μου ξαφνιασμένοι. «Νά πάς, παιδί μου, άφού θέλεις» άκούστηκε ό παππούς σου νά λέει μέ φωνή σπα-σμένη καί μέ κάποιο ίχνος ενοχής, λες κι εφταιξε κάπου. "Ετσι μοΰ 'ρθε νά μετανιώσω, άλλά τό πείσμα μου ήταν μεγαλύ-τερο. "Οταν έδωσα προφορικά, τήν άπάντηση βέβαια τήν πήρα α-μέσως. Βγήκα πετώντας άπό τό γραφείο τών καθηγητών. "Η-θελα νά τρέξω, νά βροντήξω τήν πόρτα τοΰ κύρ δάσκαλου, νά τό φωνάξω νά τ' ακούσει καλά... "Οσο γιά τά γραπτά, ήμουνα σίγουρη πώς θά περνούσα. ΕΙΧΕ ΠΕΡΑΣΕΙ ό πρώτος χρόνος στό γυμνάσιο καί δλα πήγαι-ναν καλά. Μόνο τήν παρέλαση κάποια φορά δεν κατάφερα νά τήν άποφύγω. Δανείστηκα τήν μπλε ποδιά τής Ουρανίας, φό-ρεσα καί τά παπούτσια τής μάνας μου καί πήγα... ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΓ οί Γερμανοί είχαν ερθει καί στήν πόλη μας, μπή-καν καί στά σχολειά μας, στις αίθουσες διδασκαλίας καί μάζε-ψαν τά έβραιόπουλα... Τούς εβλεπα παντού στούς δρόμους. Πολύ συχνά νά φτάνουν καί κοντά στό σπίτι μας, δταν έρχον-ταν στά δημοτικά λουτρά. Σφύριζαν τά ναζιστικά τους έμβα-τήρια καί χτυπούσαν τίς, φρεσκοβαμμένες πάντα, μπότες τους στά καλντερίμια μας. Είναι πολλοί, τά ρούχα τους άψογα, νο-~ 29

Referências

Documentos relacionados

Foram observadas 10 (dez) aulas, na qual 7(sete) foram na disciplina de Física e as outras disciplinas foram Geografia, Biologia e Inglês, cada uma com apenas uma aula. Em todas as

Como nenhuma das bandas ensaia no mesmo dia, os eventos sempre são agendados pela Bestial Atrocity com a maior antecedência possível, nada disso influencia nos trabalhos e assim

heparinização da seringa de coleta, o que não impediu a osteogenicidade das células. Com relação ao preparo das amostras, observou-se ampla variação individual na contagem celular

Resultado: O conhecimento das indicações, contra-indicações, complicações e, informações sobre a técnica da endoscopia respiratória, poderá permitir que o pediatra faça

Figura 1 - Técnica de isolamento elétrico das veias pulmonares para tratamento da fi- brilação atrial paroxística. A) representação esquemática da posição do cateter circu- lar

Na intervenção, as crianças foram distribuídas em três grupos com diferentes materiais para ajudá-los na resolução dos problemas: G1– reta numérica; G2 – fichas; G3 –

adaptação se fez necessária devido às novas orientações técnicas do PNI no que tange à conservação de vacinas. Utilizou-se as seguintes variáveis na dimensão estrutura: a)

PROC: 41010-17021/2018 - INTERESSADO: LAURO TEIXEIRA NETO. - AS- SUNTO: SALÁRIO FAMÍLIA. N° 2942/2018 - Aprovo o Despacho Jurídico PGE/PAI/CD nº 2125/2018, provindo da Coordena-