• Nenhum resultado encontrado

ΕΡΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ.Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΗΓΕΤΗ

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "ΕΡΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ.Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΗΓΕΤΗ"

Copied!
44
0
0

Texto

(1)

Σ.∆Ι.ΕΠ.Ν. 12/09

«

ΕΡΙΣΤΙΚΗ

∆ΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

»

ΤΟΥ

ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ

.

Η

ΤΕΧΝΗ

ΤΟΥ

∆ΙΑΛΟΓΟΥ

ΩΣ

ΕΡΓΑΛΕΙΟ

ΤΟΥ

ΗΓΕΤΗ

.

∆οκίµιο

Από τον

Υποπλοίαρχο (Μ) Σ. Μαργώνη Π.Ν.

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2010

(2)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Το να µιλάς λανθασµένα δεν είναι απλώς άσχηµο καθ’ εαυτό, αλλά κάνει κακό και στη ψυχή». Πλάτων ‘Γοργίας’ Η ιδέα αυτού του δοκιµίου προήλθε από µία αναφορά του διοικητή της σχολής σε µία από τις συναντήσεις µας περί εριστικής διαλεκτικής και τεχνασµάτων που χρησιµοποιούνται σε συζητήσεις για την επιβολή µιας άποψης. Εκτός από την κατά το παρελθόν προσωπική µου ενασχόληση µε τις διάφορες µορφές του λόγου και τη χρήση τους για πειθώ, το ενδιαφέρον µου κεντρίστηκε περαιτέρω από τις συζητήσεις που έλαβαν µέρος κατά τη διάρκεια της φοίτησης στη σχολή ως προς τη συµµετοχή στελεχών των ενόπλων δυνάµεων σε επιτροπές και συµβούλια σε ευρωπαϊκό ή νατοϊκό επίπεδο και στις οποίες απαιτείται να διαπραγµατευτούν εθνικά συµφέροντα ή απλώς να εκπροσωπήσουν την Ελλάδα παίρνοντας θέση σε επιµέρους ζητήµατα. Ένας από τους σκοπούς αυτού του δοκιµίου είναι να δείξει τη αναγκαιότητα απόκτησης εξειδικευµένων γνώσεων, ως προς τη χρήση του λόγου, από τα στελέχη που αναλαµβάνουν τέτοιες θέσεις και καλούνται να διακρίνουν και να αντικρούσουν επιχειρήµατα/θέσεις που διατυπώνονται πολλές φορές µε δόλιο τρόπο από πλευρές µε αντίθετα συµφέροντα από τα δικά τους. Σε αντιστοιχία µε τις άτεχνες και τις έντεχνες αποδείξεις που χρησιµοποιούνται κατά τον Αριστοτέλη στο ρητορικό λόγο1, τα µέσα που µπορούν να χρησιµοποιηθούν για να αντικρουστεί ένα επιχείρηµα σε µια αντιπαράθεση είναι: α) ένα τεκµήριο (proof) από τον επιστηµονικό χώρο ή από την ίδια την πραγµατικότητα (π.χ. Αυτός είναι ο πατέρας µου) που δεν µπορεί να αµφισβητηθεί και στηρίζει απόλυτα τη θέση µας β) ένα επιχείρηµα (ή ενθύµηµα κατά τον Αριστοτέλη)1 που σκοπό έχει να πείσει είτε αναφερόµενο στην αλήθεια της θέσης που θέλει να υποστηρίξει είτε στις γενικότερες πεποιθήσεις που υπάρχουν γι αυτό το θέµα, ώστε αν δεν πείσουµε τουλάχιστον να υποχρεώσουµε τον συνοµιλητή ή το 1 Αριστοτέλης, ΡητορικήΑ’ Μτφρ. ∆ηµήτριοςΛυπουρλής, ΕκδόσειςΖήτρος, Θεσσαλονίκη 2002.

(3)

ακροατήριο να δεχτεί την άποψη, αν δε θέλουν να αντιφάσκουν µε άλλες θέσεις ή γενικότερες πεποιθήσεις γ) ένα τέχνασµα (stratagem), που χρησιµοποιεί είτε µια λογική ανακολουθία είτε ένα κόλπο ώστε να ξεγελάσουµε τον αντίπαλο και το ακροατήριο, για να φανεί ότι η θέση µας είναι σωστή ή σε κάθε περίπτωση να µην πείσει ο αντίπαλος. Επίσης θα αναφερθεί η αναγκαιότητα της γνώσης χρήσης του λόγου από τον ηγέτη για την επίτευξη των σκοπών του. Αν ως ηγεσία µπορούσε να ορισθεί µια «διαδικασία επίδρασης της συµπεριφοράς και των πράξεων µιας µικρής ή µεγάλης οµάδας, ακόµα και ενός ατόµου ξεχωριστά, κατά τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να προσπαθήσουν µε προθυµία να επιτύχουν τους στόχους της οµάδας στην οποία ανήκουν και δραστηριοποιούνται»2, φαίνεται πόσο επιτακτική καθίσταται η γνώση εργαλείων πειθούς και χρήσης του λόγου εν γένει, ειδικά σε µοντέλα διακυβέρνησης και διοίκησης οργανισµών που στηρίζονται στη συµµετοχή και τον πλουραλισµό στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ειδικότερα σε θέµατα διαπραγµατεύσεων, τα τεχνάσµατα και τα είδη λογικών πλανών που χρησιµοποιούνται από διάφορους οµιλητές πρέπει να εντοπίζονται ώστε να αναδεικνύονται και να αντικρούονται. Η δοµή, η ανάλυση και ο έλεγχος του επιχειρήµατος – είτε του δικού µας είτε του συνοµιλητή – είναι (ή θα έπρεπε να είναι) µία από τις βασικότερες διαδικασίες που επιτελεί µια οµάδα που συµµετέχει σε µια διαδικασία λήψης απόφασης. 2

Rahim, A., 'A measure of styles of handling interpersonal conflict', Academy of Management

(4)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Α

Η

∆ΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

ΚΑΤΑ

ΤΟΝ

ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ

Ο όρος ∆ιαλεκτική, όπως αναφέρει ο ∆ιογένης ο Λαέρτιος, αρχικά χρησιµοποιήθηκε από τον Πλάτωνα στο ‘Φαίδρο’, στην ‘Πολιτεία’ και αλλού εννοώντας την ικανότητα της χρήσης της λογικής στο συλλογισµό. Η κλασσική θεώρηση του Αριστοτέλη περί ρητορικής διακρίνει το Συµβουλευτικό, ∆ικανικό και Επαινετικό λόγο, ενώ διακρίνει τη χρήση του λόγου ως προς το επιχείρηµα σε λογική ή αναλυτική, διαλεκτική, εριστική και σοφιστική. Αναλυτική είναι η µέθοδος επίτευξης αληθών ή αποδεικτικών συµπερασµάτων, διαλεκτική, η µέθοδος συλλογισµού που καταλήγει σε συµπεράσµατα που είναι αποδεκτά ή που θεωρούνται αληθή (ένδοξα), εριστική, κατά την οποία το συµπέρασµα του συλλογισµού είναι αληθές, αν και οι προκείµενες δεν είναι αληθείς αλλά απλώς φαίνεται να είναι αληθείς και σοφιστική κατά την οποία το συµπέρασµα είναι ψευδές ενώ φαίνεται ως αληθές. Ο Σοπενχάουερ ενοποιεί τις τρεις τελευταίες στην Εριστική ∆ιαλεκτική της οποίας ο στόχος είναι η φαινοµενική αλήθεια, αδιαφορώντας για την αλήθεια καθ’ εαυτήν. Ο Σοπενχάουερ3 διαχωρίζει τη λογική από τη διαλεκτική, ορίζοντας τη λογική ως την επιστήµη των νόµων του σκέπτεσθαι, δηλαδή της µεθοδολογίας του ανθρωπίνου λόγου, τη δε διαλεκτική ως συνοµιλείν (η τέχνη της αντιπαράθεσης µέσα σε µια συζήτηση). Η λογική έχει ένα καθαρά a priori αντικείµενο και αυτό είναι οι νόµοι της σκέψης, η µέθοδος του λόγου, πρόκειται δηλαδή για την κατά µόνας σκέψη ενός έλλογου όντος. Απεναντίας η διαλεκτική αφορά στην κοινή συνύπαρξη δύο έλλογων όντων που σκέπτονται από κοινού, δοµείται µόνο a posteriori, δηλαδή εκ της εµπειρικής γνώσης των διαταραχών που υφίσταται το καθαρό σκέπτεσθαι 3

Schopenhauer Arthur, Εριστική ∆ιαλεκτικήΜτφρ. ΘεόδωροςΛουπασάκης, Εκδόσεις Printa, Αθήνα

2008.

Saunders Bailey, Τhe Art of Controversy and other posthumous papers by Arthur Schopenhauer,

Swan Sonnenschein & CO. Lim., Λονδίνο, Αγγλία 1896. .

(5)

από την ετερογένεια της ατοµικότητας. Μόλις υπάρξει λοιπόν, κάποια απόκλιση από τον απόλυτο µεταξύ των δύο έλλογων όντων συντονισµό –αφού τα δύο άτοµα στηρίζονται στον καθαρό λόγο θα έπρεπε να είναι πλήρως εναρµονισµένα-, αρχίζει η αντιπαράθεση. Τη χρήση της εριστικής διαλεκτικής αντί της λογικής ο Σοπενχάουερ τη δικαιολογεί µέσω της κακής φύσης του ανθρωπίνου γένους, την έµφυτη µαταιοδοξία και την έµφυτη ανειλικρίνεια. Θα πρόσθετα την εγγενή διανοητική αδυναµία του κάθε ανθρώπου, τον περιορισµό δηλαδή στη νοητική ικανότητα χρήσης της λογικής για τη θεωρητική αντιµετώπιση ενός ζητήµατος καθώς και τη διαφορά δυναµικού µεταξύ των συµµετεχόντων σε µια συζήτηση. Ο Μακιαβέλι προτρέπει τον ηγεµόνα να µην κρατά το λόγο του, γιατί επειδή οι άνθρωποι δεν είναι εκ φύσεως µόνο καλοί δεν πρόκειται να κρατήσουν το λόγο τους απέναντί του άρα δεν είναι υποχρεωµένος και ο ίδιος να τον κρατήσει4. Πρέπει λοιπόν κάποιος να αγωνίζεται για την εδραίωση της θέσης του και όχι για την αλήθεια. Φαίνεται να παρασυρόµαστε σε µια ανειλικρινή στάση µέσα σε µια συζήτηση κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί βασιζόµαστε στην πεποίθηση ότι η ορθότητα του επιχειρήµατος του αντιπάλου είναι φαινοµενική και ότι κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης θα οδηγηθούµε σε ένα νέο επιχείρηµα ή θα επιβεβαιώσουµε την αλήθεια του δικού µας µε έναν άλλο τρόπο. Αυτή η πεποίθηση µας οδηγεί να κρατήσουµε µια αµυντική στάση απέναντι στα επιχειρήµατα του αντιπάλου µέχρι να δείξουµε ότι σφάλλει. ∆εύτερον, επειδή σπανίως γνωρίζουµε εκ των προτέρων τι είναι αντικειµενικά αληθές και ψευδές, το να µεταπειστώ κατά τη διάρκεια µιας συζήτησης από ένα επιχείρηµα του αντιπάλου µπορεί να θεωρηθεί ότι υιοθετώ κάτι ψευδές βασισµένος σε µια στιγµιαία εντύπωση που µε έχει παρασύρει. Εποµένως ο καθένας προσπαθεί να επιβάλλει το δικό του ισχυρισµό, ακόµη και αν προς στιγµή του φαίνεται εσφαλµένος ή αµφίβολος. Ακόµα όµως κι όταν κάποιος έχει δίκιο χρειάζεται τη διαλεκτική για να υποστηρίξει τη θέση του, ενώ πρέπει να γνωρίζει τα ανειλικρινή τεχνάσµατα προκειµένου να τα αντιµετωπίσει. Η επιστήµη της 4 Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεµόνας- Η Τέχνη της Εξουσίας Μτφρ. Ε. Γκαγκάτσιου, Εκδόσεις Παπασωτηρίου. Αθήνα 2008. Σελ. 130 .

(6)

διαλεκτικής δηλαδή, έχει ως κύρια αποστολή της να προβάλλει και να αναλύσει εκείνα τα τεχνάσµατα ανεντιµότητας κατά την αντιπαράθεση σε µια συζήτηση, προκειµένου να τα αναγνωρίζει κανείς αµέσως στις πραγµατικές λογοµαχίες και να τα εξουδετερώνει. Όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης στη Ρητορική «αν είναι ντροπή να µην µπορεί κανείς να υπερασπιστεί σωµατικά τον εαυτό του, θα ήταν άτοπο να µην είναι ντροπή για ό,τι αφορά το λόγο, που είναι γνώρισµα του ανθρώπου πολύ περισσότερο από ό,τι η χρήση του σώµατός του. Και αν πει κανείς ότι ένας που κάνει άδικη χρήση της δύναµης του λόγου µπορεί να γίνει πρόξενος µεγάλου κακού, αυτό µπορεί να ευσταθεί για όλα τα αγαθά, εκτός από την αρετή, και κατά κύριο λόγο για τα πιο χρήσιµα αγαθά, όπως είναι η δύναµη, η υγεία, ο πλούτος, η εξουσία. Όπως η σωστή χρήση τους µπορεί να ωφελήσει τα µέγιστα, έτσι και η µη σωστή τους χρήση µπορεί να προκαλέσει τη µεγαλύτερη βλάβη»5. Κατά τον Σοπενχάουερ6, εκτός από τον Αριστοτέλη ο οποίος ασχολείται µε τέτοιου είδους τεχνάσµατα, αυτός που φαίνεται να είχε κάνει µια ολοκληρωµένη εργασία επί του θέµατος στην αρχαιότητα ήταν ο Θεόφραστος µε τη Ρητορική του (Αγωνιστικόν ταις περί τους εριστικούς λόγους θεωρίας), έργο το οποίο δε σώθηκε. Επιπλέον κατά τον Σοπενχάουερ σε κάθε συζήτηση πρέπει οι συµµετέχοντες να συµφωνούν µε κάποιες αρχές-αξιώµατα. ∆ε µπορούµε να συζητήσουµε µε κάποιον που αρνείται αυτές τις αρχές (Contra negantem principia non est disputandum)6.

Στην ανάλυση που κάνει ο Σοπενχάουερ προβάλλει δύο τρόπους και δύο δρόµους που ακολουθούµε –όχι πρέπει να ακολουθούµε- ως αναίρεση µιας θέσης του ‘αντιπάλου’. Οι τρόποι είναι: α) ad rem (προέρχεται από τη λατινική λέξη res-πράγµα), δείχνουµε δηλαδή ότι η θέση δεν συµφωνεί µε τη φύση των πραγµάτων, την απόλυτη αντικειµενική αλήθεια˙ β) ad hominem ή ex concessis δείχνουµε 5 ΑριστοτέληςΡητορικήΑ’ Μτφρ. ∆ηµήτριοςΛυπουρλής, ΕκδόσειςΖήτρος, Θεσσαλονίκη 2002. 6

Schopenhauer Arthur, Εριστική ∆ιαλεκτικήΜτφρ. ΘεόδωροςΛουπασάκης, Εκδόσεις Printa, Αθήνα

(7)

δηλαδή ότι η θέση δεν συµφωνεί µε άλλες ισχυρισµούς ή παραδοχές του ‘αντιπάλου’. Οι δρόµοι είναι: α) άµεση ανασκευή, η οποία αναιρεί τις αιτιάσεις-προκείµενες της θέσης ή την ορθή µορφή του συλλογισµού˙ β) έµµεση, η οποία αναιρεί τις συνέπειες της θέσης, δείχνει δηλαδή γιατί δεν είναι δυνατόν να αληθεύει. Για την έµµεση ανασκευή χρησιµοποιείται είτε η απαγωγή, κατά την οποία δεχόµαστε τη θέση του αντιπάλου ως αληθή και χρησιµοποιώντας µια οποιαδήποτε άλλη πρόταση θεωρούµενη ως αληθής καταλήγουµε σε ψευδές συµπέρασµα, είτε η ένσταση, ανασκευή δηλαδή της γενικής θέσης µέσω ευθείας αναφοράς σε ειδικές περιπτώσεις υπαγόµενες σ’ αυτήν, για τις οποίες όµως η γενική θέση δεν ισχύει, άρα είναι υποχρεωτικώς ψευδής. Η µεγάλη συνεισφορά του Σοπενχάουερ στο συγκεκριµένο θέµα είναι η προσεκτική ενασχόληση µε την παρατήρηση των λογοµαχιών και των στρατηγηµάτων που χρησιµοποιούνται κατά τις αντιπαραθέσεις καθώς και η εξέταση της φύσης του ανθρώπου η οποία επηρεάζει την αντιπαράθεση. Προσπάθησε να εµφανίσει τους τρόπους που µπορεί κάποιος να εξαπατήσει το συνοµιλητή ώστε να πείσει για τη δική του θέση ή να αποδοµήσει τη θέση του ‘αντιπάλου’ – ή σωστότερα να αντιλαµβάνεται αυτές τις προσπάθειες για να τις αποκρούει. Αυτό µπορεί να γίνει κυρίως είτε χρησιµοποιώντας τεχνάσµατα αντιπαράθεσης είτε λογικές πλάνες. Η λογική πλάνη είναι ένα επιχείρηµα το οποία ‘πάσχει’ ως προς τη λογική του µορφή˙ ένα επιχείρηµα που ενώ φαίνεται να είναι ορθό, µετά από προσεκτικότερη εξέταση αποδεικνύεται άκυρο. Ο Αριστοτέλης στους Σοφιστικούς Ελέγχους αναγνώρισε 13 τύπους, πολλούς από τους οποίους χρησιµοποιεί και ο Σοπενχάουερ, ενώ το 1979 πρόσφατα παρουσιάστηκαν 112 διαφορετικές λογικές πλάνες7 (ή παραλογισµοί όπως αλλιώς αποκαλούνται). 7

(8)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Β

ΛΟΓΙΚΕΣ

ΠΛΑΝΕΣ

Ή

ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

«Όλοι οι παραλογισµοί (ή λογικά σφάλµατα) αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις εσφαλµένου συλλογισµού. Όταν το σφάλµα βρίσκεται στη µορφή ή στη δοµή της επιχειρηµατολογίας, η εσφαλµένη εξαγωγή συµπεράσµατος ονοµάζεται ‘τυπικός’ παραλογισµός. Όταν έγκειται στο περιεχόµενο της επιχειρηµατολογίας τότε ονοµάζεται ‘άτυπος’ παραλογισµός.»8 Ως χαρακτηριστικά παραδείγµατα τυπικών παραλογισµών µπορούν απλώς να αναφερθούν η επιβεβαίωση της εποµένης και η άρνηση της ηγουµένης. «Παραγωγικά επιχειρήµατα µε τέτοιες λογικές µορφές δίνουν την ψευδαίσθηση εγκυρότητας όταν είναι διατυπωµένα σε φυσική γλώσσα. Αυτό οφείλεται στην “κατά προσέγγιση οµοιότητα” της επιβεβαίωσης της επόµενης µε τον κανόνα modus ponens και της άρνησης της ηγούµενης µε τον κανόνα modus tollens»9 δύο κλασσικές µορφές της παραγωγικής λογικής. Ακολούθως θα εξετάσουµε κατ’ αρχάς µερικούς από τους άτυπους παραλογισµούς (λογικές πλάνες) – ίσως τους πιο κοινούς στις συνοµιλίες µας – αφού όπως προαναφέρθηκε ο κατάλογος είναι πολύ µεγάλος για να καλυφθεί σε αυτή την εργασία10. Κατά του προσώπου (Argumentum ad hominem): Αν και η πιο σωστή στάση είναι να αποδείξει κάποιος τη θέση του χρησιµοποιώντας επιχειρήµατα και αποδεικτικούς ισχυρισµούς που να στηρίζουν αυτή τη θέση, είναι πολύ πιο εύκολο 8

Baggini, Julian & Fosl, Peter S. Ταεργαλείατουφιλοσόφου: Φιλοσοφικέςέννοιεςκαιµέθοδου (Μτφρ. ΚώσταςΘεολόγου), ΕκδόσειςΚαστανιώτη, Αθήνα 2005..

9

ΑραγεώργηςΑριστείδης, Βασικέςέννοιεςλογικής. Πανεπιστηµιακέςπαραδόσεις. ΑθήναΕ.Μ.Π. 2009

10

Ηκατηγοριοποίησηακολουθείαυτήτων Irving Copi και Carl Cohen στοβιβλίοτους. Introduction to

(9)

να πείσει δείχνοντας ότι ο άλλος κάνει λάθος (ad hominem)11, ενώ το αποτέλεσµα – δηλαδή η επικράτηση της άποψής του – είναι το ίδιο. Για παράδειγµα µπορεί κάποιος να πει ότι ένας ιερέας πρέπει να δεχτεί µια άποψη επειδή η άρνησή της θα ήταν αντίθετη µε τη βίβλο. Αυτή η τακτική µπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσµατική αλλά χαρακτηρίζεται ως λογική πλάνη γιατί το επιχείρηµα ad hominem είναι άσχετο ως προς την αλήθεια της θέσης υπό συζήτηση˙ απλώς λέει ότι ο αντίπαλος πρέπει να τη δεχτεί µόνο και µόνο επειδή δεν συνάδει µε άλλη θέση του ή µια αποδεκτή θεωρία. Το επιχείρηµα αυτό (στη µορφή του ex concessis) χρησιµοποιείται ιδιαίτερα συχνά – και ίσως τις περισσότερες φορές είναι το µόνο που έχουµε – αφού αν αποµακρυνθούµε από το χώρο των µαθηµατικών, µπορούµε να διαπιστώσουµε ότι ο παραγωγικός συλλογισµός καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής, από τη στιγµή µάλιστα που συνήθως δεν υπάρχουν απόλυτα αληθείς προκείµενες αλλά µόνο πολύ πιθανές ή γενικά αποδεκτές. Επίκληση άγνοιας (Argumentum ad Ignorantiam): Είναι το επιχείρηµα που στηρίζεται στο ότι µία πρόταση είναι αληθής µόνο και µόνο γιατί δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι ψευδής, ή ότι είναι ψευδής µόνο και µόνο γιατί δεν έχει αποδειχτεί ότι είναι αληθής. Ένα παράδειγµα που θα µπορούσε να δοθεί σε γενικότερο πλαίσιο είναι η προσπάθεια κάποιων ψευδοεπιστηµόνων (ψυχικών φαινοµένων για παράδειγµα) να πείσουν για την ορθότητα των απόψεών τους, στηριζόµενοι στο γεγονός ότι δεν µπορεί να αποδειχτεί ή να εξηγηθεί σε κάποιες περιπτώσεις το προς συζήτηση φαινόµενο. Ένα επιχείρηµα που έχει διατυπωθεί για τη ζωή µετά θάνατο είναι «Κανείς δεν έχει κατορθώσει να αποδείξει ότι δεν υπάρχει µετά θάνατον ζωή. Γι’ αυτό το λόγο, έχω καταλήξει στο συµπέρασµα ότι η µετά θάνατον ζωή, όχι µόνο υπάρχει, αλλά και συµβάλλει στον τρόπο µε τον οποίο πρέπει να αντιµετωπίζουµε τη ζωή µας και τις ζωές των άλλων». 11 Μεταξύ των ειδικών υπάρχουν δύο απόψεις ως προς τη χρήση του εν λόγω στρατηγήµατος (επίθεση κατά του προσώπου-ad hominem). Η µία είναι να αποδείξεις ότι η θέση του αντιπάλου αντιφάσκειµεµίαάλληθέσητου (ex concessis) καιηάλληείναιηπροσωπικήεπίθεσηστοναντίπαλο ήστιςπηγέςτου ( ωςπροςτηνεντιµότητα, τοχαρακτήρα, τοήθοςκλπ) µεσκοπόνααποδυναµώσεις τηθέσητου.

(10)

Επίκληση στην αυθεντία (Argumentum ad verecundiam): Αν και να εµπιστευτούµε έναν ειδικό για τη στάση µας σε ένα συγκεκριµένο ζήτηµα δεν αποτελεί λογική πλάνη, αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι το πιο συνετό πράγµα που µπορούµε να κάνουµε, εντούτοις όταν στηρίζεται µια άποψη σε κάποιον που θεωρείται ειδικός στον τοµέα του άλλα δεν έχει ειδική γνώση για το θέµα που εξετάζεται τότε διαπράττεται το εν λόγω σφάλµα. Ένα απλό παράδειγµα είναι οι προσπάθειες των διαφηµιστών να πείσουν τους καταναλωτές να αγοράσουν ένα προϊόν επειδή ένας τηλεοπτικός αστέρας ή ένας αθλητής το χρησιµοποιεί. Σφάλµα επίσης είναι να στηρίζεται µια επιχειρηµατολογία σε µια µόνο πηγή, ακόµα και αν µπορεί να χαρακτηριστεί αυθεντία. Επίκληση στη κοινή γνώµη (Argumentum ad populum): Αυτό το επιχείρηµα έχει δύο εκφάνσεις. Μπορεί να θέλει να επηρεάσει το λαό χρησιµοποιώντας τη γλώσσα ώστε να διεγείρει το συναίσθηµα του πλήθους, όπως για παράδειγµα οι διάφορες µορφές λαϊκισµού, είτε να χρησιµοποιείται η υποτιθέµενη αντίληψη της κοινής γνώµης ως προκείµενη για την απόδειξη ενός ισχυρισµού. Κατά τον Σοπενχάουερ, η κοινή αποδοχή µιας γνώµης δεν αποτελεί απόδειξη, ούτε καν ένδειξη της ορθότητας της. Ενώ κατά τον Bertrand Russell «το γεγονός ότι µια άποψη είναι κοινά αποδεκτή όχι µόνο δεν αποτελεί κριτήριο ορθότητας, αλλά η ίδια η άποψη µπορεί να είναι και εντελώς παράλογη. Πράγµατι, αν αναλογιστεί κανείς τη βλακεία που επικρατεί στην πλειοψηφία της ανθρωπότητας, µια ευρέως αποδεκτή πεποίθηση είναι πιο πιθανό να είναι ανοησία παρά σοφία.»12 Προσφυγή στη δύναµη (Argumentum ad baculum): Είναι προφανές ότι όταν προσφεύγουµε στην ισχύ για την υποστήριξη ενός ισχυρισµού, προσπαθούµε να εξαναγκάσουµε και όχι να πείσουµε. Πολλές φορές όµως η προσφυγή στη δύναµη (ad baculum σηµαίνει κυριολεκτικά ‘µε ξύλο’) χρησιµοποιείται συγκεκαλυµµένα από πολλές πλευρές ώστε να επιτευχθεί η συναίνεση σε ένα ζήτηµα. Χαρακτηριστικό παράδειγµα µας δίνει ο Θουκυδίδης κατά την εξιστόρηση της σύγκρουσης Αθήνας και Μήλου το 416 π.Χ. Οι Αθηναίοι διαπραγµατευτές λένε 12

(11)

στους Μηλίους: «Όλοι µας ξέρουµε ότι, από γενέσεως κόσµου, οι αρχές της δικαιοσύνης τηρούνται µόνο όταν τα δύο µέρη συνδέονται από ίση δύναµη. Αλλιώς οι ισχυροί κάνουν ό,τι µπορούν και οι αδύναµοι προσαρµόζονται… Πράγµατι πιστεύουµε ότι τόσο οι Θεοί (όπως υποθέτουµε) όσο και οι άνθρωποι (όπως ανέκαθεν ξέρουµε) από µια φυσική ροπή τους, επικρατούν σε όποιον µπορούν να υποτάξουν.» Σφάλµα του άσχετου συµπεράσµατος (Ignoratio Elenchi): ∆ιαπράττεται όταν το συµπέρασµα είναι άσχετο µε τις προκείµενες. Μπορεί να έχει σχέση µε το θέµα σε µια γενική του µορφή αλλά δεν µες λέει τίποτα για το συγκεκριµένο θέµα που εξετάζουµε. Για παράδειγµα µπορούµε να αναφέρουµε µια πολιτική συζήτηση που γίνεται για την αύξηση των φόρων και στην οποία ενώ το θέµα είναι κατά πόσο είναι δίκαιο ή όχι ένα µέτρο, ή κατά πόσο το συγκεκριµένο µέτρο είναι αποτελεσµατικό, το επιχείρηµα να στρέφεται γύρω από την ανάγκη αύξησης των εσόδων του κράτους. Λήψη του ζητουµένου (Petitio Principii): Είναι η λογική πλάνη στην οποία οι προκείµενες προϋποθέτουν ανοιχτά ή κρυφά το συµπέρασµα που πρόκειται να αποδειχθεί. Αυτό µπορεί να γίνει όπως αναφέρει και ο Σοπενχάουερ είτε χρησιµοποιώντας διαφορετικές λέξεις για το ίδιο νόηµα στις προκείµενες και το συµπέρασµα (π.χ. τιµή αντί για υπόληψη), είτε όταν έχουµε δύο αλληλεξαρτώµενες θέσεις, ενώ προσπαθούµε να αποδείξουµε τη µία, παίρνουµε ως αξίωµα την άλλη. Ένα παράδειγµα έρχεται από την φιλοσοφία της επιστήµης και είναι η προσπάθεια που έγινε από πολλούς φιλοσόφους να αποδείξουν την αρχή της επαγωγής στην επιστήµη, δηλαδή ότι η φύση θα ‘συµπεριφερθεί’ στο µέλλον όπως ‘συµπεριφέρεται’ και σήµερα. Κάποιοι διανοητές υποστήριξαν ότι αφού έχουµε δει στο παρελθόν ότι η φύση κάθε φορά ‘συµπεριφέρθηκε’ σύµφωνα µε κάποιους νόµους είναι λογικό να υποθέσουµε ότι θα ‘συµπεριφερθεί’ έτσι και στο µέλλον και συνεπώς ο επαγωγικός συλλογισµός ισχύει. Ο David Hume όµως εντόπισε το σφάλµα, ότι το θέµα υπό εξέταση ήταν εάν η φύση παρά την έως τώρα κανονικότητά της θα συνεχίσει να συµπεριφέρεται το ίδιο και στο µέλλον και ότι επειδή κάθε φορά στο παρελθόν το

(12)

µέλλον όντως εµφάνιζε κανονικότητα δεν µπορεί αυτό να είναι απόδειξη ότι θα συνεχίσει να ισχύει. Σφάλµα του απρόβλεπτου γεγονότος (Accident): ∆ιαπράττεται από ένα επιχείρηµα που εφαρµόζει ένα γενικό κανόνα σε µια ιδιαίτερη περίπτωση που ο κανόνας αυτός δεν εφαρµόζεται. Η αλήθεια π.χ. της πρότασης ότι «οι άνθρωποι βλέπουν» δεν είναι λογική βάση για το συµπέρασµα ότι «οι τυφλοί βλέπουν». Αυτό είναι µια ειδική περίπτωση του λεγόµενου στα Λατινικά σφάλµατος του secundum quid (δηλαδή σύµφωνα µε κάτι), το οποίο διαπράττεται όταν µια γενική πρόταση χρησιµοποιείται σαν η προκείµενη για ένα επιχείρηµα, χωρίς να δίνεται προσοχή στους περιορισµούς της, που αποκλείουν την εφαρµογή της µε αυτόν τον τρόπο. Το αντίστροφο του σφάλµατος του απρόβλεπτου γεγονότος (Converse Accident): Εδώ εξάγει κάποιος λαθεµένα από µια ειδική περίπτωση ένα γενικό κανόνα. Έτσι το γεγονός ότι ένα συγκεκριµένο φάρµακο κάνει καλό σε ορισµένους ασθενείς, δε σηµαίνει ότι αυτό είναι καλό για όλους τους ανθρώπους. Ανάλογα από δύο ή τρία παραδείγµατα που ισχύουν εξάγει κάποιος λαθεµένα ένα καθολικό νόµο υποθέτοντας ότι αυτός ισχύει για όλα τα δυνατά παραδείγµατα.

Σφάλµα της λαθεµένης αιτιότητας (Argumentum non causa pro causa):

Πρόκειται για περίπτωση ψευδώνυµου συλλογισµού βασισµένου στο ότι

εκλαµβάνουµε κάτι που δεν είναι αίτιο ως αίτιο. Η πιο συνήθης µορφή του είναι να υποθέτουµε ότι ένα γεγονός είναι αίτιο για ένα άλλο µόνο και µόνο επειδή έπεται χρονικά του δεύτερου, όπως για παράδειγµα µία αδιαθεσία ενώ οφείλεται σε ίωση, συχνά εξηγείται ότι οφείλεται στον κρύο αέρα ή στον ιδρώτα του σώµατος. Αυτή η κατηγορία αποκαλείται και ‘post hoc ergo proper hoc’ «µετά απ’ αυτό, άρα εξ’ αιτίας αυτού»που θεωρεί λαθεµένα δηλαδή τη χρονική ακολουθία σαν µια αιτιατή σχέση.

Σφάλµα εξ οµωνυµίας ή αµφισηµία (Fallacy of Equivocation): Είναι η περίπτωση κατά την οποία χρησιµοποιείται µια λέξη στις προκείµενες ή στο

(13)

συµπέρασµα µε διαφορετική εννοιολογική χρήση κάθε φορά. Αν και τις περισσότερες φορές είναι εύκολο να εντοπιστεί το σόφισµα13, κάποιες φορές τα επιχειρήµατα αµφισηµίας µπορούν να δυσκολέψουν τη σκέψη αν δεν δοθεί η πρέπουσα προσοχή. Στο ακόλουθο απόσπασµα εξετάζεται η περίπτωση αυτή. «Υπάρχει µια αµφισηµία στη φράση ‘έχω πίστη σε κάτι’ η οποία κάνει την πίστη να φαίνεται εύλογη έννοια. Όταν κάποιος πει ότι έχει πίστη στον πρόεδρο υποθέτει ότι είναι φανερό σε όλους ότι υπάρχει ένας πρόεδρος, και απλώς εκφράζει την πεποίθηση ότι ο πρόεδρος θα αποδώσει συνολικά θετικά για τη χώρα του. Αλλά αν κάποιος πει ότι έχει πίστη στην τηλεπάθεια, δεν εννοεί ότι έχει την πεποίθηση ότι η τηλεπάθεια θα δώσει συνολικά θετικό έργο, αλλά ότι πιστεύει ότι το φαινόµενο της τηλεπάθειας πραγµατικά υπάρχει. Άρα η φράση ‘πιστεύω στο Χ’ µερικές φορές σηµαίνει να έχω την πεποίθηση ότι το Χ θα αποδώσει θετικό έργο, προϋποθέτοντας ότι αυτό το Χ υπάρχει, ενώ άλλες φορές σηµαίνει ότι πιστεύω ότι το Χ απλά υπάρχει. Ποιο από τα δύο ισχύει στη φράση ‘πιστεύω στο Θεό’; Και τα δύο. Αν υπάρχει ένας παντοδύναµος και πανάγαθος Θεός είναι αυταπόδεικτο ότι θα πιστέψουµε ότι θα κάνει το καλό σε κάθε περίσταση. Υπό αυτό το πρίσµα ‘να έχεις πίστη στο Θεό’ είναι µια λογική παρότρυνση. Υποδηλώνεται όµως έτσι ότι η άλλη έννοια της πίστης, δηλαδή ‘πίστευε ότι υπάρχει ένας παντοδύναµος και πανάγαθος Θεός, ανεξάρτητα µε άλλες αποδείξεις’. Έτσι η λογική σκέψη της εµπιστοσύνης στο Θεό εάν αυτός υπάρχει, χρησιµοποιείται ώστε να φανεί λογικό να πιστέψουµε ότι και αυτός υπάρχει»14. Σφάλµα Αµφιβολίας (Amphiboly): Χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτού του σοφίσµατος όπως και του προηγούµενου είναι οι χρησµοί των µαντείων στην αρχαία Ελλάδα. Είναι η περίπτωση δηλαδή όπου µια πρόταση, ανάλογα µε τη σύνταξή της, έχει διαφορετικά νοήµατα όπως το περίφηµο «ήξεις αφήξεις ου θνήξεις εν πολέµω», όπου η απουσία στίξεως δίνει δύο εντελώς αντίθετες σηµασίες στην πρόταση, ανάλογα µε το πού θα τοποθετηθεί το κόµµα – πριν ή µετά το «ου». Σε 13 Όπωςστοπαράδειγµα: Ηµαργαρίνηείναικαλύτερηαπότοτίποτα. Τίποταδενείναικαλύτεροαπότοβούτυρο. Άραηµαργαρίνηείναικαλύτερηαπότοβούτυρο. 14

(14)

αυτή την κατηγορία µπορεί να συµπεριληφθεί και η περίπτωση του σοφίσµατος του ‘τονισµού’ (accent), αν και στη βιβλιογραφία αναφέρεται σαν ιδιαίτερη περίπτωση15, το οποίο εµφανίζεται όταν µια πρόταση µπορεί να έχει διαφορετικές σηµασίες, ανάλογα µε το ποια λέξη τονίζεται σε αυτή, όπως π.χ. «οι άνθρωποι θεωρούνται ίσοι» και «οι άνθρωποι θεωρούνται ίσοι». Πολλές φορές τέτοιου είδους κόλπα χρησιµοποιούνται στην προπαγάνδα κάθε είδους και κατά κόρον σε διαφηµίσεις. Σφάλµα σύνθεσης (Composition): Αυτό το σφάλµα συµβαίνει όταν η αρχική πρόταση ότι τα µέρη ενός όλου έχουν µια ορισµένη φύση χρησιµοποιείται ακατάλληλα για να συµπεράνει κάποιος ότι και το ίδιο το όλον πρέπει να έχει αυτή τη φύση, όπως π.χ. µπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ένα µυθιστόρηµα που αποτελείται από καλές παραγράφους είναι ένα καλό µυθιστόρηµα. Επίσης εσφαλµένος ισχυρισµός αυτού του είδους φαίνεται στο ακόλουθο παράδειγµα από ένα βιβλίο του Κοπέρνικου «…η µορφή του σύµπαντος είναι σφαιρική…. γιατί όλα τα συστατικά του σύµπαντος, που είναι ο ήλιος, το φεγγάρι, και οι πλανήτες φαίνεται να έχουν αυτή τη µορφή» Σφάλµα διαίρεσης (Division): Tο αντίθετο της σύνθεσης, που συµβαίνει όταν η πρόταση ότι ένα όλον έχει µια ιδιαίτερη φύση χρησιµοποιείται ακατάλληλα για να συµπεράνει κάποιος ότι και ορισµένα µέρη αυτού του όλου πρέπει να έχουν αυτή τη φύση, όπως για παράδειγµα όταν ισχυρίζεται κάποιος για ένα µακροσκελή λόγο ότι κάθε πρότασή του είναι µακρά, ή ότι επειδή σε ένα πανεπιστήµιο οι φοιτητές διδάσκονται διάφορα µαθήµατα π.χ. θεωρητική µηχανική, αρχιτεκτονική, ναυπηγική ισχυρίζεται ότι και ο κάθε φοιτητής θα διδάσκεται όλα αυτά τα µαθήµατα.

(15)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Γ

ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ

ΓΙΑ

ΤΗΝ

ΕΠΙΒΟΛΗ

ΑΠΟΨΕΩΝ

Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν κάποια τεχνάσµατα (ή στρατηγήµατα) κυρίως µέσα από την ‘Εριστική ∆ιαλεκτική’ του Σοπενχάουερ που µπορούν να χρησιµοποιηθούν κατά τη διάρκεια µιας λεκτικής αντιπαράθεσης ώστε να επιβληθεί µια άποψη είτε στο συνοµιλητή είτε στο ακροατήριο που την παρακολουθεί (µέσα σε παρένθεση αναγράφεται το αντίστοιχο τέχνασµα από το βιβλίο του Σοπενχάουερ). Επίσης θα αναφερθούν κάποιες λογικές πλάνες – τεχνάσµατα που δεν έχουν αναφερθεί έως τώρα. Α) (Τέχνασµα 4) ∆εν φανερώνουµε από την αρχή το συµπέρασµα στο οποίο θέλουµε να καταλήξουµε, αλλά οι προκείµενες τίθενται µε τυχαίο τρόπο, χωρίς να αφήνουµε τον αντίπαλο να καταλάβει τον σκοπό µας ώστε να παραδέχεται όλα όσα χρειάζονται για την απόδειξη του ισχυρισµού µας. Β) (Τέχνασµα 7) Χρησιµοποιούµε τη µέθοδο των ερωτήσεων (καλείται και µαιευτική-σωκρατική µέθοδος), θέτοντας όµως µακροσκελείς και αλλεπάλληλες ερωτήσεις, ώστε να αποκρύπτουµε το τι πράγµατι επιθυµούµε να οµολογήσει ο αντίπαλος. Από την άλλη, προβάλουµε επιχειρήµατα που να στηρίζονται σε όσα παραδέχτηκε ο άλλος και έτσι παραβλέπονται τα όποια αποδεικτικά σφάλµατα ή κενά. Γ) (Τέχνασµα 8) Προκαλούµε θυµό στον αντίπαλο, ώστε να µην είναι σε θέση να κρίνει και να επιχειρηµατολογήσει σωστά (µπορούµε να φτάσουµε µέχρι και στο σηµείο της αναίδειας). Πολύ σηµαντικό λοιπόν είναι να µην χάνουµε την ψυχραιµία µας και να εντοπίζουµε τις προθέσεις και τους σκοπούς της επίθεσης.

(16)

∆) (Τέχνασµα 10) Εάν παρατηρείται κάποια σκοπιµότητα στις απαντήσεις του αντιπάλου µε απόλυτη αρνητική διάθεση σε ερωτήµατα που τίθενται για επίρρωση των ισχυρισµών µας, ρωτάµε αντίθετα από αυτά που θέλουµε να αποδείξουµε ώστε να λάβουµε θετικά αποτελέσµατα ως προς τους ισχυρισµούς µας, ή τουλάχιστον να τον µπερδέψουµε ως προς το τί θέλουµε να τον κάνουµε να παραδεχθεί. Ε) (Τέχνασµα 12) Ένα τέχνασµα που παρατηρείται συχνά και στις µέρες µας είναι να δίνουµε στα πράγµατα και τις έννοιες ονόµατα που µας βολεύουν αναλόγως την περίσταση. Για παράδειγµα, ενώ ένας ουδέτερος παρατηρητής αναφέρεται σε «λατρεία» ή «επίσηµο δόγµα», ο υπερασπιστής της θρησκείας το ονοµάζει «ευσέβεια» «λόγος του Θεού» και αυτός που την αντιµάχεται «µισαλλοδοξία», «δεισιδαιµονία». Όπως αναφέρει και ο Σοπενχάουερ «κατά βάση έχουµε να κάνουµε µε µια κοµψή ‘λήψη του ζητουµένου’: το προς απόδειξη παρουσιάζεται εκ των προτέρων ως δεδοµένο, και µάλιστα µε την ονοµασία µε την οποία θα προκύψει κατόπιν µέσω µιας αναλυτικής καθαρά κρίσης… Απ’ όλα τα τεχνάσµατα, το παρόν χρησιµοποιείται πιο συχνά σχεδόν ενστικτωδώς». Στ) (Τέχνασµα 13-14-15) Για να κάνουµε τον αντίπαλο να υιοθετήσει τη δική µας άποψη, του εκθέτουµε και την αντίθετή της δείχνοντας όλα τα αρνητικά και παρουσιάζοντάς την ως παράλογη, ώστε να µην έχει άλλο περιθώριο από το να προσχωρήσει στη θέση µας - η οποία φαίνεται εύλογη - αν δεν θέλει να φανεί ανόητος. Άλλη εκδοχή αυτού του τεχνάσµατος είναι να καλέσουµε τον αντίπαλο να αποδεχθεί ή να απορρίψει µια οποιαδήποτε ορθή (ή θεωρούµενη ορθή) θέση – που να έχει εννοείται κάποια σχέση µε αυτό που θέλουµε να αποδείξουµε έστω και όχι άµεση – δίνοντας την εντύπωση ότι επιθυµούµε να βασιστούµε σ’ αυτή για να στηρίξουµε τη θέση µας. Αν την απορρίψει από καχυποψία, εύκολα µπορούµε να δείξουµε ότι κάνει λάθος (για παράδειγµα χρησιµοποιώντας την ‘εις άτοπον απαγωγή’) ενώ αν την αποδεχτεί µπορούµε να ισχυριστούµε πως η θέση µας έχει αποδειχτεί. Πρόκειται για το άκρον άωτον της θρασύτητας, πλην όµως είναι κάτι που

(17)

πρακτικά συµβαίνει. Υπάρχουν µάλιστα άνθρωποι που όλα αυτά τα εφαρµόζουν ενστικτωδώς. Ζ) (Τέχνασµα 18-23) Όταν ο αντίπαλος χρησιµοποιεί µια επιχειρηµατολογία που πιθανότατα να µας πλήξει, δεν τον αφήνουµε ανενόχλητο να καταλήξει σε κάποιο συµπέρασµα αλλά φροντίζουµε να διακόπτουµε την εξέλιξη της αναµέτρησης, να παρεκκλίνουµε στρέφοντας την συζήτηση αλλού, δηλαδή να θέτουµε σε εφαρµογή µια µετατόπιση του θέµατος της φιλονικίας (mutatio controversiae). Πολλές φορές µάλιστα, οι συνεχείς οχλήσεις προκαλούν εκνευρισµό και χρησιµοποιούνται προβληµατικά επιχειρήµατα για την δικαιολόγηση ενός ισχυρισµού. Αν ανασκευάσουµε το προβληµατικό επιχείρηµα, θα δοθεί η εντύπωση ότι ανασκευάσαµε και την αρχική θέση του αντιπάλου. Πρέπει και εµείς οι ίδιοι να προσέχουµε µήπως χάσουµε τον έλεγχο και αδυνατήσουµε έτσι την επιχειρηµατολογία µας. Η) (Τέχνασµα 19) Όταν ο αντίπαλος µας ζητά να εκφράσουµε τη γνώµη µας σε ένα σηµείο του ισχυρισµού του, θετικά ή αρνητικά, ώστε να µπορέσει να συνεχίσει και εµείς δεν έχουµε να αντιτείνουµε κάτι συγκεκριµένο, µπορούµε να µετατοπίσουµε το θέµα γενικότερα και να τον αντικρούσουµε εκεί. Αν µας ζητήσουν αν µπορούµε να αµφισβητήσουµε µια δεδοµένη υπόθεση της φυσικής επιστήµης, εµείς µπορούµε να µιλήσουµε για την αβεβαιότητα της ανθρώπινης γνώσης εν γένει, κάνοντας χρήση κάθε είδους παραδειγµάτων. Το αντίµετρο σε αυτό όπως και στο προηγούµενο τέχνασµα, αλλά και στα περισσότερα κατά τη γνώµη µου τεχνάσµατα, είναι να θέσουµε τον ακριβή προσδιορισµό του σηµείου της αντιπαράθεσης (status controversiae) Θ) (Τέχνασµα 22) Όπως είδαµε ανωτέρω, µία από τις λογικές πλάνες είναι η «λήψη του ζητουµένου». Όταν λοιπόν ο άλλος φτάνει σε µία θέση από την οποία συνάγεται κατευθείαν το διαφιλονικούµενο πρόβληµα, εµείς αρνούµαστε να την δεχτούµε υποστηρίζοντας πως επιχειρείται «λήψη του ζητουµένου», αφού εύκολα εκλαµβάνεται το διαφιλονικούµενο ζήτηµα ως ταυτόσηµο µε µια παραπλήσια θέση και έτσι του στερούµε το καλύτερό του επιχείρηµα.

(18)

Ι) (Τέχνασµα 25) Μια µέθοδος για να δοκιµάσουµε τα όρια µιας γενικής θέσης ή ενός συλλογισµού, η οποία χρησιµοποιείται µάλιστα και στο επιστηµονικό πεδίο, είναι να αναφερθεί µια και µόνο περίπτωση µη εφαρµογής της γενικής θέσης προκειµένου να αναιρεθεί. Μια τέτοια περίπτωση καλείται ένστασις (exemplum in contrarium, instantia). Όταν ο αντίπαλος εγείρει ενστάσεις πρέπει να εξετάζουµε: α) εάν το παράδειγµά του είναι πράγµατι αληθές β) εάν το παράδειγµα εντάσσεται στην περίπτωση που συζητείται και γ) εάν πράγµατι το παράδειγµα αντιφάσκει µε τη θέση µας και όχι µόνο φαινοµενικά. Ια) (Τέχνασµα 28) Αυτό το τέχνασµα µπορεί να χρησιµοποιηθεί όταν ειδικοί συζητούν ενώπιον µη ειδικού ακροατηρίου και σκοπό έχει να πείσει τους ακροατές. Ονοµάζεται argumentum ad auditores και συνίσταται στο ότι διατυπώνεται µια αβάσιµη αντίρρηση της οποίας τη µη βασιµότητα ίσως να αντιλαµβάνεται µεν ο συνοµιλητής που είναι ειδικός, αλλά όχι και το κοινό: προκειµένου να δείξει το ασυνάρτητο της θέσης ο έτερος συνοµιλητής θα πρέπει να εµπλακεί σε µια µεγάλη εξειδικευµένη ανάλυση κάτι που µπορεί να µην διατηρήσει το ενδιαφέρον των ακροατών. Ιβ) (Τέχνασµα 32) Σε αυτή την περίπτωση γίνεται προσπάθεια απαξίωσης του επιχειρήµατος ή της θέσης του αντιπάλου κατατάσσοντάς τα σε µια γενικότερη θεωρία η οποία έχει απορριφθεί ή εκφυλιστεί ή γενικότερα δεν χαίρει γενικότερης εκτίµησης, ακόµα και αν έχει µικρή σχέση µε αυτή τη θεωρία. Για παράδειγµα, σε µια συζήτηση για τη θρησκεία µπορεί να λεχθεί ότι µια θέση ανήκει στη θεωρία του πανθεϊσµού, αθεϊσµού, µυστικισµού κ.ο.κ. Ιγ) (Τέχνασµα 35) Αυτό το τέχνασµα καθίσταται πολλές φορές αρκετά αποτελεσµατικό. Προσπαθούµε να πείσουµε ότι η συγκεκριµένη άποψη ή το επιχείρηµα αντιβαίνει στα συµφέροντα του αντιπάλου. Αν αυτό δεν είναι εφικτό, προσπαθούµε να δείξουµε στο ακροατήριο -ειδικά αν αυτοί ανήκουν σε µια οργάνωση, επαγγελµατική τάξη κλπ- ότι η άποψη του συνοµιλητή µας αντιτίθεται στα συµφέροντα της συγκεκριµένης οµάδας και τότε εύκολα ξεχνιούνται και τα πιο

(19)

ισχυρά επιχειρήµατα. Το εν λόγω τέχνασµα αναφέρεται και ως εξαρτώµενο από το όφελος (argumentum ab utili). Ιδ) (Τέχνασµα 36) Αν και αυτό το τέχνασµα είναι σπάνιο να έχει κάποιο θετικό αποτέλεσµα, εν τούτοις είναι γεγονός ότι κάποιες φορές υποκρινόµαστε ότι καταλαβαίνουµε κάτι µόνο και µόνο για να µην φανούµε αδαείς. Πολλές φορές µάλιστα υποσυνείδητα προσπαθούµε να δικαιολογήσουµε κάθε τι που ακούµε και να του θέσουµε µια λογική βάση. Μπορεί λοιπόν να διατυπωθεί µε σοβαρότητα µια βαρύγδουπη ανοησία που ηχεί βαθυστόχαστα και να αποστοµώσει τον αντίπαλο ή τουλάχιστον να τον κάνει να σαστίσει16. Ιε) (Τέχνασµα 38) Αυτό είναι ο έσχατος τρόπος επιβολής της άποψης ή σε πιο ρεαλιστική βάση αποφυγής να ακουστεί ο αντίπαλος αφού είναι φανερό ότι δεν µπορεί να αντικρουστεί µε επιχειρήµατα. Γίνονται δηλαδή προσωπικές επιθέσεις µε προσβολές και υβριστικούς χαρακτηρισµούς. Ονοµάζεται και argumentum ad personam και διαχωρίζεται ως προς το argumentum ad hominem στο εξής: ενώ στην περίπτωση ad hominem η επίθεση στο πρόσωπο έχει ως σκοπό να µειώσει την αξιοπιστία του αντιπάλου ώστε να µειωθεί και η ισχύς των επιχειρηµάτων του, στο ad personam οι χαρακτηρισµοί έχουν σαν σκοπό κυρίως να εκτρέψουν το θέµα της συζήτησης ώστε να µη βγει τελικό συµπέρασµα, ή να επιβληθεί µια άποψη χωρίς να υπάρχει αντίλογος αλλά µόνο φωνές και ύβρεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται µεγάλη υποµονή για να µη χάσει κάποιος το δίκιο του ακολουθώντας την ίδια τακτική, αλλά να αναδεικνύει το τέχνασµα ώστε να εκτίθεται ο αντίπαλός του µπροστά στο ακροατήριο. Το Ψευδές ∆ίληµµα: Το να υποθέτεις ότι υπάρχουν µόνο δύο εναλλακτικές λύσεις, όταν στην πραγµατικότητα υπάρχουν περισσότερες. Το πιο γνωστό παράδειγµα είναι «Όποιος δεν είναι µαζί µας είναι εναντίον µας…» στο οποίο η απάντηση θα µπορούσε να είναι ότι «είµαι ουδέτερος» 16 O Σοπενχάουερ αναφέρει στο βιβλίο του ένα πολύ ωραίο παράδειγµα από το έργο του Victor Goldsmith ‘Vicar of Wakefild’.

(20)

Η Ψευδοαναλογία: Ο ισχυρισµός ότι δύο καταστάσεις είναι εντελώς παρόµοιες, ενώ δεν είναι, παρότι µπορεί να µοιάζουν σε µερικά πράγµατα. Για παράδειγµα µπορεί κάποιος να συγκρίνει το άτοµο µε το ηλιακό σύστηµα, που ενώ υπάρχει η εντύπωση ότι µοιάζουν στην πραγµατικότητα είναι πολύ διαφορετικά. Το Σφάλµα του Ολισθηρού Κατήφορου (Slippery Slope): Αν και επιδέχεται διάφορες ερµηνείες, το σφάλµα αυτό χρησιµοποιείται όταν δεν υπάρχει σαφής διαχωρισµός µεταξύ δύο καταστάσεων και ότι µια κατάσταση εάν γίνει αποδεκτή θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις. Όσο και αν φαίνεται λογική µια θέση που στηρίζεται σε ένα τέτοιο επιχείρηµα, εντούτοις για να γίνει αποδεκτή πρέπει να συνοδεύεται και από άλλους υποστηρικτικούς συλλογισµούς. Ένα παράδειγµα είναι ότι εάν νοµιµοποιηθεί ένα είδος ναρκωτικού τότε αναγκαστικά πολλοί άνθρωποι θα δοκιµάσουν πιο σκληρά ναρκωτικά. Επίσης χρησιµοποιείται στο θέµα της έκτρωσης για το που ορίζεται η διαχωριστική γραµµή όπου το έµβρυο γίνεται άνθρωπος και είναι ανήθικο να θανατωθεί. Ένα από τα πιο δόλια πάντως τεχνάσµατα είναι η χρησιµοποίηση της µισής αλήθειας. Γνωρίζοντας ότι ένα απόλυτο ψέµα είναι πολύ εύκολο να αποκαλυφθεί, παρουσιάζεται επιλεγµένα η µισή µόνο αλήθεια από ένα πραγµατικό γεγονός, µε άλλα λόγια εκείνο µόνο το κοµµάτι της ιστορίας που ευνοεί τον αφηγητή, αποσιωπώντας έντεχνα το υπόλοιπο, το οποίο θα µπορούσε ίσως να ανατρέψει µια θέση. Μιας και η µισή «αλήθεια» που παρουσιάζεται είναι πειστική και ευαπόδεικτη, καταλήγουµε να πειστούµε για την ορθότητα του επιχειρήµατός του. Με αυτό τον τρόπο µπορεί π.χ. να παραποιηθεί πλήρως το νόηµα ενός γραπτού ή ενός λόγου ενός άλλου ατόµου, αποµονώνοντας δολίως µερικές εκφράσεις του. Ένα συνηθισµένο κόλπο στην ίδια γενική κατηγορία είναι να παρουσιάζονται κάποιες αλήθειες και να ακολουθεί ένα ψέµα, το οποίο και παρέχει την «απόδειξη» των ισχυρισµών του συνοµιλητή. Επειδή είναι εύκολο να ελέγξουµε την εγκυρότητα των αληθειών, κάνουµε το σφάλµα να υποθέσουµε ότι και το τελευταίο δεδοµένο είναι έγκυρο, χωρίς να προβαίνουµε σε έλεγχο της εγκυρότητάς του. Χρησιµοποιούνται κατά κόρον στην πολιτική προπαγάνδα και τη διαφήµιση.

(21)

Πρέπει να επισηµάνουµε ότι όλα αυτά τα τεχνάσµατα που έχουν αναφερθεί δεν γίνονται πάντα µε πρόθεση (αν και ο όρος τέχνασµα εµπεριέχει την έννοια της εξαπάτησης). Η αποτελεσµατικότητά τους εξαρτάται από τον διαθέσιµο χρόνο και µάλιστα όσο πιο µικρός είναι ο διαθέσιµος χρόνος της συνοµιλίας, τόσο πιο πολύ αυξάνεται η αποτελεσµατικότητά τους. Επίσης, ένα επιχείρηµα είναι δυνατό να αντικρουστεί ή να µη γίνει αποδεκτό παρότι η λογική της επιχειρηµατολογίας µπορεί να είναι άψογη και οι προκείµενες µπορεί να φαίνονται αληθείς. Αυτό γίνεται όταν µια έννοια που χρησιµοποιείται είναι ασαφής. Για παράδειγµα, αν µια προκείµενη σε ένα επιχείρηµα είναι «η κυβέρνηση είναι υποχρεωµένη να παρέχει βοήθεια σε όσους δεν έχουν τα απαραίτητα προς το ζην», πρέπει να διευκρινιστεί τι είναι τα «απαραίτητα προς το ζην» αλλιώς η επιχειρηµατολογία που στηρίζεται σε µια τέτοια προκείµενη κρίνεται ως ανεπαρκής. Θα ήθελα τέλος να κάνω δύο διαπιστώσεις που αναφέρονται στο χώρο της λογικής, αλλά εµπεριέχουν συλλογιστικά σφάλµατα και αναφέρθηκαν στο προηγούµενο κεφάλαιο, τους τυπικούς παραλογισµούς της επιβεβαίωσης της εποµένης και της άρνησης της ηγουµένης. Εξετάζοντας λοιπόν τη λογική συνεπαγωγή17, είναι φανερό ότι από µια λανθασµένη υπόθεση και χρησιµοποιώντας σωστή λογική µέθοδο µπορούµε να οδηγηθούµε σε σωστό συµπέρασµα. Πολλές φορές λοιπόν, παρουσιάζεται το συµπέρασµα που φαίνεται σε όλους σωστό και µια λογική µέθοδος µε την οποία εξήχθη το συµπέρασµα και καταλήγουµε ότι και η υπόθεση θα πρέπει να είναι αληθής. Αυτό είναι από τα πιο συνηθισµένα σφάλµατα (εσκεµµένα ή µη) πάρα πολλών συλλογισµών. Αν για παράδειγµα µια θεωρία είναι συνεπής, µας δίνει δηλαδή επαληθεύσιµες προβλέψεις, δεν σηµαίνει ότι η θεωρία αυτή είναι και σωστή. Επίσης αν η υπόθεση είναι ψευδής και χρησιµοποιούµε σωστή λογική διαδικασία µπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι και το συµπέρασµα είναι κατ’ ανάγκη ψευδές, ενώ στην πραγµατικότητα βλέπουµε ότι το συµπέρασµα µπορεί να είναι αληθές ή ψευδές. 17 Όταναναλύουµετονπίνακααληθείαςτηςσυνεπαγωγής P=>Q

(22)

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η αλήθεια ή το ψεύδος του συµπεράσµατος δεν καθορίζει την εγκυρότητα ή ακυρότητα του επιχειρήµατος. Ούτε η εγκυρότητα του επιχειρήµατος εξασφαλίζει την αλήθεια του συµπεράσµατος. Μόνο η ορθότητα (soundness) ενός επιχειρήµατος το επιτυγχάνει αυτό: ένα επιχείρηµα λέγεται ορθό (sound) αν και µόνο αν είναι έγκυρο και, επιπλέον, έχει όλες τις προκείµενες αληθείς (οπότε, αναγκαστικά, και το συµπέρασµα είναι αληθές). Ένα επιχείρηµα λέγεται έγκυρο (valid) αν και µόνο αν ισχύουν οι παρακάτω, ισοδύναµες µεταξύ τους, συνθήκες: (1) Αν όλες οι προκείµενες είναι αληθείς, τότε πρέπει το συµπέρασµα να είναι αληθές. (2) Η αλήθεια όλων των προκειµένων εγγυάται απολύτως την αλήθεια του συµπεράσµατος. (3) Είναι λογικώς αδύνατο να είναι όλες οι προκείµενες αληθείς και το συµπέρασµα ψευδές. Αντίθετα, ένα επιχείρηµα λέγεται άκυρο (invalid) αν και µόνο αν είναι λογικώς δυνατόν να έχει όλες τις προκείµενες αληθείς και το συµπέρασµα ψευδές18. 18 Αραγεώργης Αριστείδης, Βασικές έννοιες λογικής. Πανεπιστηµιακές παραδόσεις. Αθήνα Ε.Μ.Π. 2009

(23)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο

ΗΓΕΤΗΣ

ΚΑΙ

Η

ΤΕΧΝΗ

ΤΟΥ

∆ΙΑΛΟΓΟΥ

Μία άλλη σηµαντική χρήση της διαλεκτικής και των µορφών πειθούς του συνοµιλητή βρίσκει έδαφος εφαρµογής στις διαπραγµατεύσεις, σε οποιαδήποτε µορφή αυτών. Από τις διαπροσωπικές σχέσεις µέχρι τα συµβούλια διακρατικών οργανισµών οι διαπραγµατεύσεις κατέχουν κυρίαρχο ρόλο στην οµαλή συνεργασία των µερών. Είτε σε µια επιτροπή του ΝΑΤΟ είτε σε ένα υπουργικό συµβούλιο είτε σε ένα συµβούλιο διευθυντικών στελεχών µιας επιχείρησης η χρήση της διαλεκτικής και η δύναµη της πειθούς είναι ένα σηµαντικό εργαλείο. Ειδικότερα στις διαπραγµατεύσεις µια αρχή είναι να διαχωρίζεται το πρόσωπο από το θέµα της διαπραγµάτευσης. Εστιάζοντας στο πρόσωπο, το κυριότερο µέσο διαπραγµατεύσεων είναι η επικοινωνία και ο εντοπισµός των παρανοήσεων και των διαφορών ώστε να ακολουθήσει το στάδιο της συνεννόησης και της δηµιουργίας αξίας (expanding pie)19. Η πειθώ πολλές φορές επιτυγχάνεται και µε τρόπους όπως η ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων, η υπογράµµιση κοινών σηµείων δράσης, η επίδειξη αυτοπεποίθησης, η αυτοκριτική, η επίδειξη κατανόησης στις θέσεις του άλλου ακόµα και χαρίζοντας µικρά δώρα ώστε να «υποχρεωθεί» σε µια είδους ανταποδοτικότητα19. Όπως ειπώθηκε από τον Francois de Callieres, έναν στοχαστή του 18ου αιώνα, ο ικανός διαπραγµατευτής κατέχει «την υπέρτατη τέχνη του να πείθει κάποιον να του προσφέρει ό,τι αυτός είχε σχεδιάσει να προστατέψει»20. Η πιο σηµαντική χρησιµότητα της διάκρισης αυτών των τεχνασµάτων ή παραλογισµών είναι στη ίδια τη σκέψη και τους συλλογισµούς ενός ανθρώπου όταν 19 ∆εγίνεταιπροσπάθειαναεξαντληθείτοθέµατων διαπραγµατεύσεων (µέσα καιτρόπουςπειθούς) απλώςµιααναφοράστησηµασίατηςχρήσηςτουλόγουστιςδιαπραγµατεύσεις.

20 François de Callières, The Practice of Diplomacy, translation of "De la manière de négocier avec

Referências

Documentos relacionados

PROC: 41010-17021/2018 - INTERESSADO: LAURO TEIXEIRA NETO. - AS- SUNTO: SALÁRIO FAMÍLIA. N° 2942/2018 - Aprovo o Despacho Jurídico PGE/PAI/CD nº 2125/2018, provindo da Coordena-

Este trabalho tem como objetivo mostrar a importância dos princípios do SUS (Sistema Único de Saúde), Integralidade e Equidade nas rotinas administrativas do Setor

Analisando os Gráficos a partir do primeiro, podemos verificar que 95% dos alunos da instituição estão satisfeitos, avaliaram com conceito EXCELENTE e/ou BOM, em relação ao

Folhas balançando Vento leve, refrescante Pássaros cantando..

Flemming mostra que o escritor visionário do Apocalipse vê quebrantamento da criação através da lente do futuro de Deus, a igreja deve capturar esta visão do futuro de Deus, que

Cargo/ Perfil: NS-71 - Pesquisador A-B / Análise de Proteínas (Classe Senior I - Padrão III) Categoria Descrição Valor unitário em pontos Valor mínimo em pontos (*) Valor

Esse desempenho inferior ao do total do mercado de trabalho estadual se justifica por uma particularidade da Indústria Criativa do Rio de Janeiro: boa parte de seus

Antes de limpar o interior do produto, certifique-se de que desligou o fio da linha telefónica primeiro (apenas MFC) e, em seguida, o cabo de alimentação da tomada elétrica..