• Nenhum resultado encontrado

3.1 ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΩΝ

3.1.3 ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η πιθανολογική μέθοδος αξιολόγησης (Contingent Valuation Method - CVM) εκτιμά την προθυμία πληρωμής ή την προθυμία αποδοχής αποζημίωσης για μια αλλαγή στην ποσότητα ή την ποιότητα ενός περιβαλλοντικού αγαθού με τεχνικές έρευνας αγοράς. Στο ερωτηματολόγιο περιγράφεται μια υποθετική αλλαγή σε ένα περιβαλλοντικό αγαθό και ζητείται ευθέως από τους ερωτώμενους η προθυμία πληρωμής τους ή η προθυμία τους να αποζημιωθούν για την αλλαγή αυτή. Στη συνέχεια, με κατάλληλη στατιστική επεξεργασία επιδιώκουν σύγκλιση των διάφορων ποσών που προτείνει ο καθένας.

Θεωρητικά, η πιθανολογική μέθοδος αξιολόγησης μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις καταστάσεις, εφόσον οι ερωτήσεις αφορούν την αξιολόγηση υποθετικών γεγονότων, όπως βελτιώσεις ή υποβάθμιση της ποιότητας του περιβάλλοντος, ακόμα και την ύπαρξη ορισμένων ζωικών ή φυτικών ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση. Όσον αφορά την εδαφική διάθεση ΑΣΑ, η πιθανολογική αξιολόγηση έχει χρησιμοποιηθεί για τη διερεύνηση της προθυμίας πληρωμής των ατόμων προκειμένου να μη ζουν κοντά σε ΧΥΤΑ ή την προθυμία αποδοχής αποζημίωσης επειδή δημιουργήθηκαν εγκαταστάσεις κοντά στην κατοικία τους.

Η πιθανολογική μέθοδος αξιολόγησης είναι ένα σημαντικό εργαλείο στην οικονομική αποτίμηση του περιβάλλοντος, καθώς οι μέθοδοι αποκάλυψης προτιμήσεων (συμπεριφορά στην αγορά) δε μπορούν να εκτιμήσουν τη μη-χρηστική αξία (δηλαδή την αξία ύπαρξης και όχι χρήσης) των περιβαλλοντικών αγαθών, και είναι πολύ χρήσιμη ως πηγή δεδομένων σε περιπτώσεις όπου άλλες μέθοδοι δεν είναι εφαρμόσιμες ή για έλεγχο δεδομένων που

παράχθηκαν από άλλες μεθόδους. Είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για την οικονομική εκτίμηση της αξίας δημόσιων αγαθών, όπως η άγρια χλωρίδα και πανίδα, η διατήρηση περιοχών, η βιοποικιλότητα, η διατήρηση ιστορικών τεχνουργημάτων, μνημείων ή ακόμα και του παραδοσιακού χαρακτήρα των χωριών.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η ακρίβεια των εκτιμήσεων που δηλώνουν τα άτομα στις συνεντεύξεις εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παροχή περιγραφής της υποθετικής κατάστασης, την ορθότητα της περιγραφής, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν η πληρωμή. Η επιτροπή οικονομολόγων της Εθνικής Υπηρεσίας Θαλασσών και Ατμόσφαιρας των ΗΠΑ (ΝΟΑΑ - National Oceanic and Atmospheric Administration)16 υποχρεώνει τους ερευνητές που χρησιμοποιούν τη μέθοδο να εξασφαλίζουν την ενδελεχή ενημέρωση των ερωτώμενων σχετικά με την υποθετική κατάσταση που αξιολογείται, καθώς και τον βαθμό στον οποίο υπάρχουν δυνατότητες αποκατάστασης ή/ και διαθέσιμες εναλλακτικές προσεγγίσεις. Αυτό θέτει κάποιους περιορισμούς στην εφαρμογή της στην πράξη, καθώς δεν θα ήταν ορθό να ερωτηθούν τα άτομα για την προθυμία τους να πληρώσουν, πχ, για την αποτροπή ενός πολέμου, καθώς δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τις συνέπειες ενός τέτοιου γεγονότος.

Υπάρχει, ακόμα, ο κίνδυνος μεροληψίας από μέρους των ερωτώμενων, εφόσον τα άτομα δε δεσμεύονται να πληρώσουν όσα χρήματα δηλώνουν. Επομένως, σε περιπτώσεις που η διεξαγωγή των ερευνών πιθανολογικής αξιολόγησης στοχεύει στην αξιοποίηση των αποτελεσμάτων για ενημέρωση των πολιτικών αρχών ενός τόπου, τα άτομα είναι πιθανό είτε να υπερβάλλουν στις δηλώσεις τους είτε να υποκρύπτουν την πραγματική προθυμία πληρωμής τους, προσπαθώντας να επηρεάσουν τα αποτελέσματα της έρευνας προς όφελός τους.

Ένα σοβαρό πρόβλημα κατά την πρακτική διεξαγωγή της μεθόδου είναι η μεγάλη απόκλιση μεταξύ των ποσών που προσφέρονται. Αυτό συμβαίνει διότι κάθε άτομο της κοινωνίας, ανάλογα με τις εμπειρίες και τον τρόπο ζωής του, αξιολογεί με διαφορετική βαρύτητα την κάθε υποθετική κατάσταση. Ειδικά όσον αφορά τα περιβαλλοντικά ζητήματα, οι διαφορετικές απόψεις οφείλονται σε έλλειψη ενημέρωσης, και, πολλές φορές σε έλλειψη ευαισθητοποίησης της κοινωνίας. Για την αντιμετώπιση των μεγάλων αποκλίσεων, έχουν αναπτυχθεί πολλές παραλλαγές της πιθανολογικής μεθόδου αξιολόγησης. Οι πιο συνηθισμένες από αυτές είναι:

16 Προκειμένου να εκτιμήσει τις βλάβες που προκαλούν οι διαρροές πετρελαίου, η Εθνική Υπηρεσία Θαλασσών και Ατμόσφαιρας των ΗΠΑ (National Oceanic and Atmospheric Administration - NOAA) συγκρότησε μια επιτροπή ανεξάρτητων ειδικών οικονομολόγων (δύο μέλη τη οποίας είχαν βραβευτεί με το βραβείο Νόμπελ) για να αποφανθούν σε σχέση με την καταλληλότητα των μεθόδων πιθανολογικής αξιολόγησης στον καθορισμό των αξιών παθητικής χρήσης. Η έκθεση αυτής της επιτροπής, που δημοσιεύθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1993 (58 FR 4602), υποστήριζε, με κάποιες επιφυλάξεις, την

 Τα παιχνίδια προσφορών (bidding games από ADB, 1999), όπου τα άτομα καλούνται να αποτιμήσουν χρηματικά μια υποθετική μεταβολή της περιβαλλοντικής ποιότητας, και έχει δύο μορφές. Στην πρώτη, τα άτομα επιλέγουν ελεύθερα την τιμή που τοποθετούν στο περιβαλλοντικό αγαθό, ενώ στη δεύτερη μπορούν είτε να δεχθούν την τιμή που τους προτείνει ο ερευνητής είτε να την απορρίψουν. Αν τη δεχθούν, η τιμή αυξάνεται προοδευτικά μέχρι να συμπέσει με την μέγιστης WTP των ατόμων.

 Τα πειράματα επιλογών (Choice Experiments ή Take-it-or-Leave-it Experiments από ADB, 1999 και James, 1994), όπου τα άτομα βρίσκονται σε ομάδες και καλούνται να επιλέξουν ένα μόνο από τρία ποσά (πχ 10€, 20€ ή 30€) ως αποζημίωση για μια μείωση της ατμοσφαιρικής ποιότητας.

 Τα παιχνίδια ανταλλαγών (Trade-Off Games από James, 1994) ή πιθανολογική ιεράρχηση (Contingent Ranking/Rating), όπου κάθε άτομο καλείται να κατατάξει, σύμφωνα με την προτίμησή του, συνδυασμούς δύο αγαθών, όπως ένα χρηματικό ποσό σε μορφή δώρου και ένα περιβαλλοντικό αγαθό. Μια παρεμφερής μορφή της μεθόδου αυτής είναι η προσέγγιση αδάπανης επιλογής (Costless Choice).

Στην επισκοπηθείσα βιβλιογραφία, η πιθανολογική αξιολόγηση έχει εφαρμοστεί κυρίως για την αποτίμηση του κόστους των οχλήσεων από τη λειτουργία χώρων εδαφικής απόθεσης ΑΣΑ, αλλά και των επιπτώσεων αυτής στην ανθρώπινη υγεία. Όσον αφορά την αξιολόγηση των οχλήσεων εδαφικής διάθεσης, ο αριθμός των μελετών πιθανολογικής αξιολόγησης των ΗΠΑ είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό των ευρωπαϊκών μελετών. Πολλές από εκείνες των ΗΠΑ αναφέρονται στη μελέτη των Brisson and Pearce (1995). Λόγω της παλαιότητας αυτών των μελετών, η μόνη διαθέσιμη πρωτογενής μελέτη ήταν εκείνη των Garrod and Willis (1998). Αυτοί εφάρμοσαν την τεχνική πειραμάτων επιλογής με σκοπό την εξαγωγή της προθυμίας πληρωμής των κατοίκων της περιοχής κοντά σε έναν ΧΥΤΑ του βόρειου ΗΒ για αποφυγή των οχλήσεων. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η παραλλαγή αυτή ακολουθεί ανοδική πορεία στις προτιμήσεις των ερευνητών πιθανολογικής αξιολόγησης, λόγω του σημαντικού πλεονεκτήματος που παρέχει ως προς την ευκολία διαχείρισης των αποτελεσμάτων.

Ιδιαίτερα ευρεία χρήση της πιθανολογικής αξιολόγησης έχουν κάνει και πολλές από τις μελέτες που επιχείρησαν αποτίμηση του κόστους των ασθενειών και παθήσεων που προκαλούν οι εγκαταστάσεις διαχείρισης ΑΣΑ στους κατοίκους των γύρω περιοχών. Η οικονομική αποτίμηση είναι μέχρι τώρα περισσότερο ανεπτυγμένη στο πεδίο των ασθενειών που οφείλονται στην ατμοσφαιρική ρύπανση από τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας ΑΣΑ (όχι ειδικά από τους ΧΥΤΑ), εξαιτίας της έλλειψης επαρκών δεδομένων σχετικά με τα αποτελέσματα των υγρών εκπομπών τους στην υγεία. Η εφαρμογή της, για τις περισσότερες μελέτες, έγινε στα πλαίσια της μεθόδου κόστους ασθενείας, η λειτουργία της οποίας περιγράφηκε στην παράγραφο 2.3.4, ενώ μία μόνο την εφάρμοσε εκτός του πλαισίου αυτού.

Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την επίδοση της μεθόδου πιθανολογικής αξιολόγησης στις περιπτώσεις αυτές, καθότι οι πληροφορίες για τις μελέτες αντλήθηκαν από την δευτερογενή μελέτη Enviros et al (2004b), η οποία δεν αναφέρει τέτοιες πληροφορίες.

Παρά τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η διεξαγωγή της, η πιθανολογική αξιολόγηση είναι μια πολλά υποσχόμενη μέθοδος εκτίμησης της αξίας περιβαλλοντικών αγαθών, υπηρεσιών ή ιδιοτήτων, λόγω της δυνατότητας που παρέχει για αποτίμηση μη-χρηστικών αξιών και υποθετικών μεταβολών της περιβαλλοντικής ποιότητας.

3.1.4

3.1.4 ΤΕΧΝΙΚΗ ΔΟΣΗΣΤΕΧΝΙΚΗ ΔΟΣΗΣ - - ΑΠΟΚΡΙΣΗΣΑΠΟΚΡΙΣΗΣ

Η προσέγγιση δόσης - απόκρισης (Dose - Response Approach) εκτιμά τη απευθείας φυσική επίδραση μιας περιβαλλοντικής μεταβολής σε έναν αποδέκτη, πχ, το διαβρωτικό αποτέλεσμα που έχει η όξινη βροχή στα υλικά ή στις καλλιέργειες ή η επίπτωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην υγεία των ανθρώπων. Με άλλα λόγια η τεχνική αυτή συνδέει ένα συγκεκριμένο επίπεδο ρύπανσης (δόση) με το φυσικό αποτέλεσμά της (απόκριση) και είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ως φυσική προέκταση της μεθόδου διαδρομών επιπτώσεων17.

Η διαδικασία εφαρμογής της τεχνικής δόσης-απόκρισης περιλαμβάνει τέσσερα βήματα, αποδεικνύοντας ότι η μέθοδος απαιτεί τη συλλογή επιστημονικών δεδομένων. Τα δεδομένα που απαιτούνται για την οικονομική αξιολόγηση των επιπτώσεων με τη μέθοδο, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να είναι πληθυσμιακά χαρακτηριστικά, όπως δημογραφικά, περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, όπως οι μετεωρολογικές συνθήκες των περιοχών, ή/και χαρακτηριστικά της εκάστοτε πηγής ρύπων, όπως τα επίπεδα εκπομπών.

17 Στη βιβλιογραφία επικρατεί μια σύγχυση όσον αφορά τον ορισμό της μεθόδου δόσης - απόκρισης.

Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, η μέθοδος περιλαμβάνει μόνο οικονομική αποτίμηση των επιπτώσεων των περιβαλλοντικών αλλαγών που μπορούν να συνδεθούν με παρατηρούμενες τιμές αγοράς. Αντίθετα, οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι ταυτίζεται με τη μέθοδο διαδρομών των επιπτώσεων και τη χρησιμοποιούν απευθείας και για ποσοτικοποίηση των ρύπων και για αποτίμηση

1. Αρχικά αναγνωρίζονται οι εκπομπές μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας και εκτιμάται η έκτασή τους.

2. Έπειτα ποσοτικοποιείται η έκθεση των αποδεκτών σε σχέση με το χρόνο, ανάλογα με τις εκπομπές και τον αριθμό των αποδεκτών.

3. Στη συνέχεια ποσοτικοποιούνται οι επιπτώσεις στους αποδέκτες, π.χ. η διαφορά που θα επιφέρει η περιβαλλοντική αλλαγή συγκεκριμένης έκθεσης (δόσης) στην παραγωγή, στο κόστος ή στον κίνδυνο καρκίνου.

4. Τέλος, εκτιμάται η οικονομική αξία της αλλαγής στην παραγωγή, για παράδειγμα με τη χρήση τιμών αγοράς ή τιμών που έχουν υπολογιστεί από άλλες ερευνητικές μελέτες για μη εμπορεύσιμα αγαθά.

Η μέθοδος δόσης - απόκρισης συνιστά μια προσέγγιση μεγάλης σημασίας για την αποτίμηση των επιπτώσεων της περιβαλλοντικής ρύπανσης στις αγροτικές καλλιέργειες, στα δάση και στην ανθρώπινη υγεία, και έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως. Εκτός, όμως, από την εκτίμηση των επιπτώσεων των αρνητικών περιβαλλοντικών αλλαγών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης και για την εκτίμηση των θετικών αποτελεσμάτων μιας περιβαλλοντικής αλλαγής. Ένα τέτοιο παράδειγμα αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ως προς την ανάκτηση του μεθανίου που παράγεται από την αποικοδόμηση των απορριμμάτων ενός ΧΥΤΑ προς παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Στα πλεονεκτήματα της μεθόδου μπορεί να προστεθεί η χρησιμότητα της μεθόδου ως πηγή πρωτογενών δεδομένων αξιολόγησης, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλες μεθόδους αξιολόγησης περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων. Μπορεί επίσης να εφαρμοστεί επιτυχώς σε περιπτώσεις όπου οι αλλαγές της περιβαλλοντικής ποιότητας είναι αρκετά μικρές (οριακές), ώστε να δώσει έγκυρες τιμές. Όταν οι αλλαγές είναι μεγάλες, η μέθοδος αντιμετωπίζει πρόβλημα μεγάλης αβεβαιότητας στις εκτιμήσεις της.

Ωστόσο, η τεχνική αυτή δε μπορεί να εφαρμοστεί για όλα τα περιβαλλοντικά αγαθά. Για παράδειγμα, με τη μέθοδο δόσης - απόκρισης δε μπορεί να εκτιμηθεί, πάντα, το κόστος του θορύβου: ο θόρυβος σε γραφεία και άλλους χώρους εργασίας μπορεί να επηρεάσει την παραγωγικότητα, μειώνοντας την τελική παραγωγή. Στις κατοικημένες περιοχές, όμως, επηρεάζει την ευημερία και τη χρηστικότητα των χώρων (ένα κόστος που μπορεί να υπολογιστεί με τη βοήθεια της μεθόδου ηδονικής αποτίμησης). Αυτό σημαίνει ότι ενοχλήσεις όπως οι τελευταίες δεν έχουν επιπτώσεις στην υγεία με τη μορφή ιατρικών δαπανών ή απώλεια παραγωγικότητας στην εργασία.

Περιορισμένα αποτελέσματα μπορεί να έχει, επίσης, όταν δεν υπάρχουν τα απαιτούμενα διαθέσιμα δεδομένα για την επίτευξη των τεσσάρων βημάτων που αναφέρθηκαν

προηγουμένως. Στις περιπτώσεις που κάποιο από αυτά δεν μπορεί να βρεθεί, οι Van Beukering et al (1998) προτείνουν τη χρησιμοποίηση πρότυπων δεδομένων. Αυτή η κίνηση περιορίζει την ποιότητα των εκτιμήσεων, ωστόσο επιτρέπει έστω μια προσέγγιση της αξίας των επιπτώσεων. Εάν δεν είναι διαθέσιμα ούτε πρότυπα δεδομένα, τότε η αξιολόγηση των επιπτώσεων αφήνεται να γίνει από τον αρμόδιο. Γενικά, όσο περισσότερο συγκλίνουν οι πραγματικές διαδρομές έκθεσης με εκείνες που καθορίζονται στις εκάστοτε ΑΚΟ, όπου χρησιμοποιείται η μέθοδος, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η διαφάνεια και η ακρίβεια της ανάλυσης, τόσο, όμως, μεγαλύτερες θα είναι και οι απαιτήσεις σε δεδομένα.

Επιπλέον, η μέθοδος δεν παράγει ασφαλή αποτελέσματα όταν δεν έχει δοθεί η απαραίτητη προσοχή στην προσαρμογή των τιμών. Ακόμη, σε περιπτώσεις όπου συμπεριλαμβάνεται η ανθρώπινη υγεία, υπάρχουν ηθικά διλήμματα σε σχέση με την αξία της ανθρώπινης ζωής (όσον αφορά στην εκτίμηση του αυξημένου κινδύνου ασθένειας ή θανάτου).

Ένα ουσιαστικό βήμα που θα πρέπει να γίνεται στο τέλος κάθε αξιολόγησης δόσης- απόκρισης είναι η ανάλυση ευαισθησίας και η εκτίμηση της αβεβαιότητας κάθε σταδίου της μεθόδου διαδρομών των επιπτώσεων. Οι αβεβαιότητες προέρχονται από διάφορες πηγές, όπως η απουσία των απαραίτητων δεδομένων, η χρησιμοποίηση τιμών εργαστηρίου στο πεδίο, η διακρατική ανταλλαγή δεδομένων, η ανθρώπινη συμπεριφορά, διάφορα πολιτικά ζητήματα κτλ.

Στις μελέτες που έχουν επισκοπηθεί, η τεχνική έχει εφαρμοστεί περισσότερο σε μελέτες των ΗΠΑ, τα αποτελέσματα των οποίων έχουν μεταφερθεί σε αντίστοιχες ευρωπαϊκές μελέτες. Οι μελέτες αυτές πραγματεύονται συνήθως την αποτίμηση των επιπτώσεων του βιοαερίου και των στραγγισμάτων, για τα οποία είναι απαραίτητο να καταγραφούν αναλυτικά οι διαδρομές των επιπτώσεων από την πηγή στους αποδέκτες. Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας δεν βρέθηκε καμιά πρωτογενής μελέτη δόσης-απόκρισης, και για αυτό, δεν είναι δυνατόν να παρατηρηθεί η λειτουργικότητα και τα μειονεκτήματά της μεθόδου στην πράξη.

Παρά τις παγίδες που μπορεί να κρύβει, η τεχνική δόσης - απόκρισης μπορεί να θεωρηθεί ως ο πιο άμεσος τρόπος αξιολόγησης της περιβαλλοντικής αλλαγής, καθώς βάση της είναι η παρατήρηση των επιπτώσεων που έχουν οι περιβαλλοντικές αλλαγές στις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών.

3.1.5

3.1.5 ΚΟΣΤΟΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Ή ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥΚΟΣΤΟΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Ή ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ

Η τεχνική κόστους αποκατάστασης είναι μία προσεγγιστική μέθοδος, η οποία στηρίζει την αποτίμηση των περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων, όχι στην προθυμία πληρωμής των ατόμων

συγκεκριμένης ρύπανσης, προκειμένου να αποφευχθούν οι δυσάρεστες επιπτώσεις της.

Όταν μία ρύπανση λάβει χώρα, τότε το κόστος αποκατάστασης, δηλαδή το κόστος επαναφοράς του ρυπασμένου χώρου στην αρχική του κατάσταση, λειτουργεί ως μέτρο της έκτασης της ζημιάς.

Η μέθοδος αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση των ΧΥΤΑ για να μετρηθεί το κόστος καθαρισμού ή μείωσης της ποσότητας των στραγγισμάτων που διαφεύγουν από τις δεξαμενές απόθεσης. Αυτό το κόστος μπορεί να ληφθεί ως δείκτης της οικονομικής αξίας της περιβαλλοντικής ζημιάς.

Φυσικά, θα πρέπει να διατηρούνται επιφυλάξεις κατά την εφαρμογή της προσέγγισης κόστους καθαρισμού, εφόσον τα χρήματα που χρειάζονται για την αποκατάσταση μιας ρύπανσης δεν αντιπροσωπεύουν σε καμία περίπτωση, αναμφισβήτητα, την αξία της υποβάθμισης που υπέστη η ποιότητα του περιβαλλοντικού αγαθού. Για αυτό, η βιβλιογραφία συμφωνεί ότι η μέθοδος προσφέρει πρακτική λύση στο πρόβλημα αξιολόγησης στους διαχειριστές περιβάλλοντος, μόνο εάν αυτοί έχουν υπόψη ότι τα αποτελέσματά της αντιπροσωπεύουν το ελάχιστο όριο της αξίας των επιπτώσεων της ρύπανσης.

Οι περισσότερες από τις μελέτες που ασχολούνται με την αξιολόγηση της επίπτωσης των στραγγισμάτων και των συστατικών τους, έχουν εξάγει τις τιμές τους με τη μέθοδο αυτή, όπως αναφέρει η βιβλιογραφία. Διευκρινίζεται ότι οι αξιολογούμενες επιπτώσεις αναφέρονται στις εκπομπές στραγγισμάτων από παλιούς χώρους εδαφικής διάθεσης, εφόσον οι περισσότερες μελέτες υποθέτουν ότι η υγειονομική ταφή δεν επιτρέπει ρύπανση από στραγγίσματα. Από τις επισκοπηθείσες, δύο πρωτογενείς μελέτες βρέθηκαν να παρουσιάζουν αποτελέσματα εφαρμογής της μεθόδου: η μελέτη των CSERGE et al (1993), μέσα από τη μελέτη COWI (2000b), και η μελέτη των Powell and Brisson (1994). Κανείς από τους συγγραφείς δεν θεωρεί ότι τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά, για το λόγο που αναφέρθηκε πιο πάνω, ότι δηλαδή οι δαπάνες αποκατάστασης μιας ρύπανσης από στραγγίσματα δεν ανακλούν απαραίτητα τις προτιμήσεις και την προθυμία πληρωμής της κοινωνίας. Συμφωνούν, όμως, ότι σε κατάσταση έλλειψης πρωτογενών δεδομένων αξιολόγησης για τέτοια ατυχήματα ρύπανσης, η μέθοδος παρέχει μια εύκολη και ολιγοδάπανη λύση, που διευκολύνει την εφαρμογή της ΑΚΟ.

Η μελέτη CSERGE et al (1993) έχει εφαρμόσει με σχετική λεπτομέρεια την μέθοδο σε σύγκριση με την μελέτη των Powell and Brisson (1994), αν και η αποτίμηση δεν αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα ρύπανσης από στραγγίσματα. Οι συγγραφείς συμπεριέλαβαν στην αξιολόγησή τους τις πιθανότητες ατυχημάτων σε όλους τους νόμιμους χώρους εδαφικής διάθεσης ΑΣΑ που λειτουργούν στο ΗΒ για τα επόμενα 30 χρόνια, συνδυαζόμενες με ανώτατα και κατώτατα όρια δαπανών αποκατάστασης, ασφάλισης και παρακολούθησης της

διαδικασίας. Κατόπιν, οι συνολικές δαπάνες όλων των χώρων ταφής μαζί διαιρούνται με το σύνολο της ποσότητας ΑΣΑ που είχαν διατεθεί έως την μελετούμενη περίοδο. Οι τιμές της μελέτης, βέβαια, είναι μόνο θεωρητικές και ακατάλληλες για πρακτική εφαρμογή, όμως η προσέγγιση που ακολουθήθηκε είναι αρκετά ορθή.

Συμπερασματικά, η μέθοδος κόστους αποκατάστασης, παρά τα ελαττώματά της, αποτελεί σημαντική τεχνική οικονομικής αξιολόγησης, καθώς σε πολλές καταστάσεις ίσως είναι δύσκολη ή αδύνατη η εύρεση περισσότερων μέτρων ρύπανσης (COWI, 2000b).

3.1.6

3.1.6 ΚΟΣΤΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗΣΚΟΣΤΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗΣ

Η τεχνική κόστους αποφυγής (ή προληπτικών δαπανών ή αμυντικών δαπανών ή κόστους περιορισμού) μοιάζει με την τεχνική κόστους καθαρισμού σε πολλά σημεία. Η μέθοδος αυτή είναι επίσης μια προσεγγιστική μέθοδος αποτίμησης, που δε στηρίζεται στην προθυμία πληρωμής των ατόμων, γεγονός που σημαίνει ότι δε χρησιμοποιεί καμπύλες ζήτησης. Η διαφορά της με την προσέγγιση κόστους καθαρισμού είναι ότι η προσέγγιση κόστους αποφυγής εκτιμά τις δαπάνες που συνδέονται με την αποφυγή των συνεπειών μιας ρύπανσης, ενώ η προσέγγιση κόστους καθαρισμού τις δαπάνες πλήρους αποκατάστασης της ρύπανσης.

Η προσέγγιση χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση μη εμπορεύσιμων αγαθών, όπως ο καθαρός αέρας, το καθαρό νερό ή η αλλαγή της ευημερίας. Σχετικά παραδείγματα είναι η εγκατάσταση διπλών τζαμιών στις κατοικίες προς μείωση του θορύβου που έρχεται από το δρόμο ή οι δαπάνες για την αγορά εμφιαλωμένου νερού ή φίλτρων νερού για την αποφυγή επαφής με παθογόνους μικροοργανισμούς.

Στην πράξη, βέβαια, οι ανεπιθύμητες επιπτώσεις δε μπορούν πάντα να αποφεύγονται με αμυντικές δαπάνες, καθώς οι δαπάνες αυτές δεν αποκαθιστούν την αρχική κατάσταση. Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, τα νοικοκυριά εφοδιάζονται με διπλά τζάμια για τη μείωση του θορύβου. Ο θόρυβος αποφεύγεται μέσα στο σπίτι, όμως συνεχίζει να προκαλεί ενόχληση εκτός σπιτιού. Για αυτό, η μέθοδος αυτή αντιμετωπίζεται όπως και η μέθοδος κόστους αποκατάστασης, δηλαδή θεωρείται ότι οι εκτιμήσεις της αποτελούν μόνο ενδείξεις του ελάχιστου κοινωνικού κόστους της ρύπανσης.

Σύμφωνα, ωστόσο, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (COWI, 2000b), η παραπάνω διαπίστωση μπορεί να συμβάλει, από οικονομικής άποψης, στη βελτίωση της αξιολόγησης των περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων, εφόσον οι δαπάνες αυτές μπορούν να ληφθούν ως η ελάχιστη αξία που θέτει η κοινωνία στην απομάκρυνση της ρύπανσης από το περιβάλλον. Αν

με κάποιον τρόπο υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, πράγμα που θα αύξανε το κόστος περιορισμού της. Το συμπέρασμα αυτό, βέβαια, βασίζεται στην υπόθεση ότι οι απαιτήσεις για βιοτικό επίπεδο (δηλαδή για περιβαλλοντική ποιότητα) είναι, σε κάθε περίπτωση και για κάθε χρονική περίοδο, βέλτιστες.

Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν ταυτόχρονα περισσότερες από μία αμυντικές δαπάνες. Η συμπεριφορά αποφυγής μπορεί να περιλαμβάνει δαπάνες χρόνου, χρημάτων ή και άλλων φύσεων (όπως πιθανή μετακόμιση από μια περιοχή, λόγω περιβαλλοντικής υποβάθμισης ή απλώς λόγω παρουσίας ΧΥΤΑ, με κόστος την αύξηση της απόστασης από το χώρο εργασίας και την κατανάλωση περισσότερου χρόνου για την κάλυψη της διαδρομής, καθώς και την επιβάρυνση εξόδων μεταφοράς – καύσιμα αυτοκινήτου ή εισιτήρια δημόσιων συγκοινωνιών). Σε αυτές τις περιπτώσεις η χρήση της μεθόδου είναι πολύπλοκη και δεν εφαρμόζεται.

Η προσέγγιση είναι αρκετά εύχρηστη και κατάλληλη για την αποτίμηση του κόστους των στραγγισμάτων. Η αναζήτηση στα πλαίσια της εργασίας συνάντησε μόνο μια πρωτογενή μελέτη που την εφαρμόζει. Οι ECON (1995) (από COWI, 2000b) χρησιμοποίησαν τη μέθοδο για την αξιολόγηση του οριακού κόστους μείωσης των VOCs. Το κίνητρο υπολογισμού του κόστους αυτού ήταν μια συμφωνία, την οποία είχε υπογράψει η Νορβηγία, από όπου προέρχεται η μελέτη, που απαιτούσε τη μείωση των εκπομπών VOC από το 1989 έως το 1999 κατά 30%. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πληροφορίες για την πραγματική συμπεριφορά της μεθόδου σε αυτήν την περίπτωση, λόγω της άντλησής τους από δευτερογενή μελέτη.

3.1.7

3.1.7 ΑΛΛΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΩΝ ΧΥΤΑΑΛΛΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΩΝ ΧΥΤΑ

Σε δύο από τις επισκοπηθείσες μελέτες που επιχείρησαν αξιολόγηση των εξωτερικοτήτων ΧΥΤΑ χρησιμοποιήθηκαν δύο μέθοδοι αποτίμησης διαφορετικές από αυτές που εξετάστηκαν προηγουμένως, οι οποίες κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν και να επεξηγηθούν για σκοπούς ολοκληρωμένης κατανόησης της ευρωστίας των αποτελεσμάτων τους.

3.1.7.1

3.1.7.1 Συνδεόμενες περιβαλλοντικές αξίεςΣυνδεόμενες περιβαλλοντικές αξίες

Η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε από τους ECON (1995) για την αξιολόγηση των βαρέων μετάλλων που περιέχουν τα στραγγίσματα. Πρόκειται για τη χρήση μιας λίστας των επικίνδυνων ουσιών που εκπέμπονται από ΧΥΤΑ, ταξινομημένων κατά σειρά επικινδυνότητας, στην οποία αναγράφονται και οι ποσότητες των ουσιών που εκπέμπονται, ή δείκτες τοξικότητας που βρίσκονται από τον λόγο της ποσότητας μιας εκπεμπόμενης ουσίας άγνωστου κόστους προς την ποσότητα μιας εκπεμπόμενης ουσίας γνωστού κόστους. Η

χρηματική αξιολόγηση των ουσιών επιτυγχάνεται εκτιμώντας την αναλογία των ποσοτήτων πολλαπλασιάζοντας την τιμή (κόστος) της γνωστής ουσίας με αυτήν την αναλογία.

3.1.7.2

3.1.7.2 Απόφαση δικαστηρίουΑπόφαση δικαστηρίου

Αυτή η προσέγγιση χρησιμοποιήθηκε από τη μελέτη Bellof et al (2000) (από Tzipi, Ayalon and Shechter, 2005) για την αξιολόγηση των οχλήσεων από εγκαταστάσεις ΧΥΤΑ και βασίζεται στην παρατήρηση των δαπανών των πολιτών που μηνύουν τους ιδιοκτήτες ενοχλητικών εγκαταστάσεων. Οι δαπάνες συμπεριλαμβάνουν διάφορες κυβερνητικές ή δημοτικές δαπάνες που συνδέονται με την εξέταση των καταγγελιών, οι δαπάνες διάφορων ομάδων πολιτών, οι αμοιβές των περιβαλλοντικών δικηγόρων, καθώς και οι δαπάνες υπεράσπισης των ιδιοκτητριών εταιρειών.

3.1.8

3.1.8 ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΟΦΕΛΟΥΣΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΟΦΕΛΟΥΣ

Για κάθε δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στην κοινωνία σήμερα, οι αναλυτές κόστους- οφέλους αντιμετωπίζουν την πρόκληση της χρηματικής αποτίμησης όλων των εξωτερικοτήτων που σχετίζονται με τη δραστηριότητα αυτή. Συνήθως, η πρωτογενής έρευνα και συλλογή των απαραίτητων δεδομένων για την αξιολόγηση και την υποστήριξη κάθε πολιτικής δράσης είναι πολύ χρονοβόρα και δαπανηρή. Για τον λόγο αυτό, είναι πλέον συνηθισμένη πολιτική να χρησιμοποιούνται στις αναλύσεις κόστους-οφέλους ήδη υπάρχουσες εκτιμήσεις από άλλες μελέτες.

Η διαδικασία εφαρμογής των εκτιμήσεων που προήλθαν από μια μελέτη αξιολόγησης μιας πολιτικής δράσης σε μία περιοχή για την αποτίμηση των επιπτώσεων της ίδιας ή παρόμοιας δράσης σε μία διαφορετική περιοχή ονομάζεται μεταβίβαση ή μεταφορά οφέλους (Benefits Transfer). Η μέθοδος μεταβίβασης οφέλους δίνει τη δυνατότητα, αν υπάρχουν προηγούμενες εκτιμήσεις της οικονομικής αξίας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που έχει, πχ, κάποιο κοινωνικό ή αναπτυξιακό έργο σε μία περιοχή, να χρησιμοποιηθούν ως «δείκτες» της αξίας των επιπτώσεων που θα έχει το ίδιο έργο σε άλλη περιοχή. Αυτό σημαίνει ότι το οικονομικό όφελος (και το κόστος) που έχει υπολογίσει μια μελέτη για την επίπτωση μιας οικονομικής δραστηριότητας σε συγκεκριμένη περιοχή μπορεί να εφαρμοστεί για τον υπολογισμό της επίπτωσης της ίδιας δραστηριότητας σε μια διαφορετική περιοχή (είτε στο ίδιο κράτος είτε σε διαφορετικό).

Η μέθοδος μεταβίβασης οφέλους αποτελεί μια πρακτική και λιγότερο δαπανηρή εναλλακτική λύση αντί των μεθόδων αποτίμησης που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Αυτό επιτυγχάνεται με την εφαρμογή στη νέα κατάσταση ήδη υπάρχοντων δεδομένων, που έχουν παραχθεί με μία ή περισσότερες από τις αναφερθείσες μεθόδους αποτίμησης, αντί της εκ νέου παραγωγής

άλλων. Ένας διαφορετικός ορισμός της μεθόδου μεταβίβασης οφέλους είναι «η μεταφορά ήδη υφιστάμενων εκτιμήσεων μη εμπορεύσιμων αξιών σε μια νέα μελέτη, διαφορετική από εκείνη που παρήγαγε αρχικά τις εκτιμήσεις» (OECD, 1995 στο COWI, 2000b).

3.1.8.1

3.1.8.1 Ο ρόλος της μεταφοράς οφέλους στην οικονομική αξιολόγηση Ο ρόλος της μεταφοράς οφέλους στην οικονομική αξιολόγηση εξωτερικοτήτων

εξωτερικοτήτων

Είναι προφανές ότι η τεχνική αυτή αποτρέπει την σπατάλη χρόνου και χρηματικών πόρων, παραγόντων εξαιρετικά σημαντικών όταν πρόκειται για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων, ειδικά όταν αφορά την έναρξη έργων, καθιστώντας τις πολιτικές αποφάσεις και δράσεις γρηγορότερες και σχετικά ευκολότερες, διότι στηρίζεται στην εφαρμογή ενός συνόλου δεδομένων μιας συγκεκριμένης περιοχής σε μια άλλη περιοχή. Τα δεδομένα της πρώτης περιοχής, ωστόσο, είναι πολύ πιθανό να μην εκπροσωπούν τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες της δεύτερης. Αν ισχύει αυτό, τα αποτελέσματα της εφαρμογής θα είναι παραπλανητικά και θα οδηγήσουν στη λήψη λανθασμένων αποφάσεων. Επιπλέον, τα αποτελέσματα που θα προκύψουν θα περιέχουν λιγότερη ακρίβεια για τη νέα περιοχή από όσο για εκείνη από την οποία συλλέχθηκαν τα στοιχεία αρχικά.

Παρά τα μειονεκτήματά της, όμως, η προσέγγιση μεταβίβασης οφέλους είναι πλέον γενικά αποδεκτή μέθοδος αποτίμησης, αν όχι απαραίτητη, καθώς είναι ικανή να δώσει εκτιμήσεις και να παρέχει στοιχεία τέτοια ώστε να καθίσταται εφικτή η αποτίμηση σε περιπτώσεις όπου η διεξαγωγή έρευνας είναι δύσκολη ή ακόμα και αδύνατη. Επιπλέον, με τη μέθοδο αυτή η οικονομική αποτίμηση καθίσταται φθηνότερη και πιθανή να υλοποιηθεί. Ωστόσο, δεν αποτελεί εγγύηση διεξαγωγής καλύτερης ΑΚΟ.

Η μέθοδος μεταβίβασης οφέλους είναι κατάλληλη κάτω από τις παρακάτω συνθήκες:

 Δεν υπάρχουν δεδομένα για μια συγκεκριμένη περιβαλλοντική αξία ή για κάποιο συγκεκριμένο έργο.

 Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος και χρήμα για να διεξαχθεί νέα έρευνα.

 Οι καταστάσεις και στις δύο περιπτώσεις είναι ίδιες ή παρόμοιες.

Αν ισχύει μία από τις τρεις παραπάνω συνθήκες, τότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί επιτυχώς η τεχνική μεταβίβασης οφέλους. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, είναι η εγκυρότητα και η αξιοπιστία της μελέτης πάνω στην οποία θα βασιστεί η νέα έρευνα, δηλαδή χρειάζεται κριτική θεώρηση και αξιολόγηση της αρχικής μελέτης περίπτωσης πριν τη χρήση των αποτελεσμάτων της. Η αξιολόγηση θα πρέπει να περιλαμβάνει ποιοτική ανάλυση της μελέτης και σύγκριση της περίπτωσης της αρχικής μελέτης με την περίπτωση της νέας μελέτης.

Προκειμένου να διεξάγονται ασφαλείς και αξιόπιστες μεταβιβάσεις οφέλους, είναι καλό να τηρούνται οι παρακάτω γενικοί κανόνες:

 Η μελέτη περίπτωσης θα πρέπει να έχει επαρκή δεδομένα.

 Ο πληθυσμός, τα αγαθά και οι υπηρεσίες της περιοχής μελέτης να έχουν ουσιαστικές ομοιότητες με εκείνα της μελέτης περίπτωσης.

 Οι αγορές πρέπει να είναι παρόμοιες.

3.1.8.2

3.1.8.2 Μεθοδολογίες μεταβίβασης οφέλουςΜεθοδολογίες μεταβίβασης οφέλους

Υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις μεταβίβασης οφέλους, που χρησιμοποιούνται ανάλογα με την υφιστάμενη κατάσταση (EC, 1996b):

 Εκτίμηση μέσου οφέλους (Average Benefit Estimates)

 Εκτίμηση προσαρμοσμένου μέσου οφέλους (Adjusted Average Benefit Estimates)

 Εκτίμηση συναρτήσεων οφέλους (Benefit Function Estimates)

Η προσέγγιση εκτίμησης μέσου οφέλους εστιάζει στον υπολογισμό των μέσων όρων των τιμών WTP ή WTA που εξήχθησαν από την υπάρχουσα μελέτη περίπτωσης και η άμεση εφαρμογή τους, χωρίς επεξεργασία, στη νέα περίπτωση. Ωστόσο, είναι πολύ σπάνιο δύο καταστάσεις να ταυτίζονται, επομένως είναι καλύτερο να αποφεύγεται η μέθοδος αυτή.

Στην επόμενη κατηγορία, ακολουθείται η ίδια διαδικασία με την πρώτη, με τη διαφορά ότι ο μέσος όρος των τιμών της μελέτης περίπτωσης προσαρμόζεται στις συνθήκες της νέας περίπτωσης. Οι προσαρμογές του μέσου όρου γίνονται με βάση τις διαφορές μεταξύ της παλιάς και της νέας περίπτωσης, γεγονός που εγγυάται μείωση των διάφορων σφαλμάτων στους υπολογισμούς και τις εκτιμήσεις.

Η τεχνική εκτίμησης συναρτήσεων οφέλους θεωρείται η βέλτιστη μέθοδος μεταβίβασης οφέλους. Η προσέγγιση αυτή είναι δυνατό να παράγει αξιόπιστα αποτελέσματα για τη νέα περίπτωση, καθώς μεταβιβάζεται μόνο η σχέση (συνάρτηση) που συνδέει τη νέα κατάσταση με εκείνη της υφιστάμενης μελέτης. Στην αρχική συνάρτηση οφέλους, που είχε εξαχθεί από την αρχική μελέτη (μελέτη περίπτωσης), τα δεδομένα (μεταβλητές) αντικαθίστανται με εκείνα της νέας περίπτωσης. Η μελέτη περίπτωσης παρέχει υπάρχουσες εκτιμήσεις WTP για το πρόβλημα, αλλά παράγονται και νέες εκτιμήσεις που ταιριάζουν περισσότερο στις νέες συνθήκες, αντικαθιστώντας τις τιμές των κύριων μεταβλητών, όπως ο γενικός κίνδυνος, τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού κ.ο.κ.

Η μεταβίβαση οφέλους είναι πολύ χρήσιμη στο πεδίο της διαχείρισης αποβλήτων.

Ακολουθώντας την προσέγγιση δόσης-απόκρισης, είναι δυνατή η μεταβίβαση της σχέσης που συνδέει τους ρυπαντές με τις επιπτώσεις τους προς παραγωγή εκτιμήσεων που μπορούν να εφαρμοστούν σε αυτόν τον τομέα. Οι πιο εξελιγμένες εφαρμογές της μεθόδου εκτίμησης συναρτήσεων οφέλους διεξάγουν μετα-ανάλυση (Meta-analysis) των συναρτήσεων των μελετών περιπτώσεων πριν την χρήση τους. Πρόκειται για τον συνδυασμό πολλών συναρτήσεων δόσης-απόκρισης από διάφορες μελέτες περιπτώσεων για να εκτιμηθεί η διακύμανση/τυπική απόκλιση των αποτελεσμάτων τους, δηλαδή οι αποκλίσεις του συντελεστή δόσης-απόκρισης που εφαρμόζει κάθε μελέτη.

3.1.8.3

3.1.8.3 Διασυνοριακή μεταβίβαση οφέλους και προσαρμογή εισοδήματος Διασυνοριακή μεταβίβαση οφέλους και προσαρμογή εισοδήματος

Αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι οι προθυμίες πληρωμής των χωρών της Ευρώπης για την αποφυγή ασθενειών και παθήσεων διαφέρουν μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι η διασυνοριακή μεταβίβαση οφέλους (μεταβίβαση οφέλους από μια χώρα σε μια άλλη) χρειάζεται προσοχή. Η αξία της ζημιάς που προκαλεί μια εξωτερική επίδραση (πχ εκπομπές ενός τόνου συγκεκριμένου ρυπαντή από δύο διαφορετικές χώρες) είναι διαφορετική για κάθε χώρα, λόγω της διαφορετικής προθυμίας πληρωμής της καθεμιάς. Οι διαφορές στην προθυμία πληρωμής είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων: των διαφορετικών επιπέδων εισοδήματος και των διαφορών στις προτιμήσεις περιβαλλοντικής ποιότητας.

Για την εφαρμογή μιας επιτυχημένης μεταβίβασης οφέλους θα πρέπει οι εκτιμήσεις να προσαρμόζονται στις εθνικές προτιμήσεις κάθε χώρας. Οι προσαρμογές αυτές γίνονται εύκολα όσον αφορά το εισόδημα, με απλή χρήση της ισότιμης αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Parity rates – PPP rates) κάθε χώρας, δεδομένο εύκολα και άμεσα διαθέσιμο. Όσον αφορά, όμως, τις προσαρμογές των εθνικών προτιμήσεων για περιβαλλοντική ποιότητα, η διαδικασία δεν είναι εύκολη.

Ιδανικά, ο προσδιορισμός της ποσότητας περιβαλλοντικής ποιότητας που θα αγοραζόταν από άτομα διαφορετικού επιπέδου εισοδήματος θα μπορούσε να γίνει χρησιμοποιώντας την ελαστικότητα του εισοδήματος. Ωστόσο, εκτιμήσεις για την εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης δεν είναι διαθέσιμες, λόγω ανεπάρκειας ερευνητικών μελετών για την εκτίμηση των εισοδηματικών ελαστικοτήτων της ζήτησης των χωρών της Κοινότητας για περιβαλλοντική ποιότητα.

Δεδομένων της διαθεσιμότητας του εισοδήματος, σε ισότιμη αγοραστική δύναμη, και της εισοδηματικής ελαστικότητας ζήτησης για περιβαλλοντική ποιότητα, είναι δυνατό να υπολογιστεί η αξία μιας περιβαλλοντικής ζημιάς για μία χώρα με τη βοήθεια μιας υπάρχουσας

αποτίμησης της ίδιας ζημιάς που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό άλλης χώρας (EC, 1996b στο COWI, 2000b). Ο υπολογισμός γίνεται με τη βοήθεια της παρακάτω εξίσωσης:



 



n m n

m Y

U Y U

όπου: Um η αξία της περιβαλλοντικής ζημιάς στη χώρα m

n

U η αξία της περιβαλλοντικής ζημιάς στη χώρα n

n

m Y

Y , τα εισοδήματα των χωρών m και n αντίστοιχα σε ισότιμη αγοραστική δύναμη

η εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης για περιβαλλοντική ποιότητα

Η διακύμανση της πραγματικής τιμής της ελαστικότητας αποτελεί θέμα προς συζήτηση. Η άποψη των οικονομολόγων είναι ότι η περιβαλλοντική ποιότητα είναι αγαθό πολυτελείας, η ζήτηση του οποίου είναι υψηλότερη από τους εύπορους παρά από τους άπορους. Η άποψη αυτή, ωστόσο, είναι αντικείμενο αμφισβήτησης, καθώς μια βιβλιογραφική μελέτη ερευνών πιθανολογικής αξιολόγησης σε χώρες της Ευρώπης υποστηρίζει ότι πολύ λίγες έρευνες αποδίδουν στις εισοδηματικές ελαστικότητες ζήτησης για περιβαλλοντική ποιότητα τιμή μεγαλύτερη του 1, ενώ σε αρκετές η τιμή της υπολογίζεται ότι είναι της τάξης του 0.3 (EC, 1996b στο COWI, 2000b).

3.1.8.4

3.1.8.4 Η μεταβίβαση οφέλους στον τομέα των αποβλήτωνΗ μεταβίβαση οφέλους στον τομέα των αποβλήτων

Η μέθοδος μεταβίβασης οφέλους προσφέρει ένα χρήσιμο τρόπο απάλειψης των πρακτικών προβλημάτων που συνδέονται με την οικονομική αξιολόγηση, καθώς ελάχιστες έρευνες αποτίμησης περιβαλλοντικών ζημιών και απωλειών ευημερίας έχουν διεξαχθεί στον τομέα των αποβλήτων. Συνεπώς δίνεται στους αναλυτές μια ευκαιρία επέκτασης των οικονομικών εκτιμήσεων όσον αφορά τις εξωτερικότητες των χώρων διάθεσης ΑΣΑ.

Πράγματι, οι ερευνητές στο χώρο αυτό έχουν κάνει ευρεία χρήση της μεθόδου μεταβίβασης οφέλους, όπως διαπιστώνεται από τους πίνακες του Κεφαλαίου 4. Η μέθοδος έχει εφαρμοστεί για όλες τις κατηγορίες εξωτερικοτήτων που εξετάζονται στην εργασία. Δυστυχώς, δεν είναι σαφές σε όλες τις μελέτες ποια μέθοδο μεταβίβασης οφέλους εφάρμοσαν από αυτές που διακρίθηκαν ανωτέρω, όμως, από εκείνες όπου η πληροφορία αυτή ήταν διαθέσιμη, βρέθηκαν ελάχιστες μελέτες εκτίμησης συναρτήσεων οφέλους. Αντίθετα, προτιμότερη ήταν η χρήση της εκτίμησης του μέσου οφέλους, χωρίς καμία περαιτέρω επεξεργασία, λόγω περιορισμένου χρόνου και πόρων, ενώ η αμέσως περισσότερο χρησιμοποιημένη προσέγγιση ήταν η εκτίμηση προσαρμοσμένου μέσου οφέλους.

Από τις μελέτες εκτίμησης συναρτήσεων οφέλους, αναφέρονται δύο που διεξήγαγαν μετα- ανάλυση των τιμών των πηγών τους. Αυτές είναι οι EC (2000) και Viscusi and Aldy (2002), που ασχολούνται με τις επιπτώσεις της διαχείρισης ΑΣΑ στην υγεία. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών αντλήθηκαν από τη μελέτη Enviros (2004b), η οποία δεν παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο εργασίας των ανωτέρω ερευνητών.

Ο ακόλουθος πίνακας συνοψίζει τη λειτουργία και χρησιμότητα των μεθόδων οικονομικής αξιολόγησης και τις συνδέει με τις μελέτες από τις οποίες εφαρμόστηκαν και τις εξωτερικότητες που αξιολογούν. Τα αποτελέσματά τους φαίνονται πιο αναλυτικά στο Κεφάλαιο 4.

Πίνακας 3.2: Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην οικονομική αξιολόγηση εξωτερικοτήτων ΧΥΤΑ, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά τους.

ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΡΧΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗ-

ΜΑΤΑ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗ-ΜΑΤΑ ΠΡΟΣΦΑΤΟ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Ηδονική αξιολόγηση

Η αξία της περιβαλλοντικής

ποιότητας αποκαλύπτεται από την τιμή πώλησης ή ενοικίασης μιας κατοικίας (ή το κόστος του κινδύνου ασθένειας λόγω εργασίας σε περιβάλλον χαμηλής ποιότητας – π.χ.

εγκαταστάσεις ΧΥΤΑ – ενσωματώνεται στο ύψος των αποδοχών).

Αποφεύγεται ο κίνδυνος ανακριβών και μεροληπτικών απαντήσεων των ατόμων.

Τα άτομα δεν έχουν την ευκαιρία να επιλέξουν τα χαρακτηριστικά της κατοικίας που επιθυμούν ανάλογα με το εισόδημά τους.

DEFRA (2003):

αξιολόγηση κόστους οχλήσεων Η προσφορά και η

ζήτηση δε βρίσκονται σε ισορροπία στην αγορά κατοικίας.

Πιθανολογική αξιολόγηση

Τα άτομα δηλώνουν την προθυμία τους να πληρώσουν έτσι ώστε να μη ζουν κοντά σε ΧΥΤΑ ή την προθυμία τους να δεχτούν αποζημίωση επειδή υπάρχουν τέτοιες εγκαταστάσεις κοντά στην κατοικία τους.

Δυνατότητα εκτίμησης μη- χρηστικής αξίας περιβαλλοντικών και δημόσιων αγαθών.

Λανθασμένες εκτιμήσεις αν τα άτομα δεν είναι καλά ενημερωμένα για το

θέμα. Garrod and

Willis (1998):

Πειράματα Επιλογών για αξιολόγηση κόστους οχλήσεων Δυνατότητα

χρήσης ως πηγή δεδομένων σε περιπτώσεις όπου άλλες μέθοδοι δεν εφαρμόζονται ή για τον έλεγχο δεδομένων που παράχθηκαν από άλλες μεθόδους.

Κίνδυνος μεροληψίας ερωτώμενων.

ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΡΧΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗ-

ΜΑΤΑ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗ-ΜΑΤΑ ΠΡΟΣΦΑΤΟ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Τεχνική δόσης - απόκρισης

Η αξία της ρύπανσης του υπόγειου νερού από τα στραγγίσματα ενός ΧΥΤΑ μπορεί να εκτιμηθεί με ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων της ρύπανσης στην

ανθρώπινη υγεία (ιατρικές δαπάνες).

Χρήσιμη ως πηγή πρωτογενών δεδομένων αξιολόγησης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλες μεθόδους αξιολόγησης.

Δε μπορούν να εκτιμηθούν οι αξίες περιβαλλοντικών αλλαγών των οποίων οι επιπτώσεις δεν είναι οικονομικά μετρήσιμες (π.χ.

επιπτώσεις θορύβου στην ψυχική υγεία).

ECON (1995):

αξιολόγηση κόστους οξειδίων αζώτου που περιέχονται στο βιοαέριο Δυνατότητα

εκτίμησης και των θετικών

αποτελεσμάτων μιας

περιβαλλοντικής αλλαγής (π.χ.

ανάκτηση βιοαερίου προς παραγωγή ενέργειας).

Ηθικά διλήμματα σε σχέση με την αξία της ανθρώπινης ζωής.

Κόστος καθαρισμού

Το κόστος καθαρισμού ή μείωσης της ποσότητας των στραγγισμάτων που διαφεύγουν από τις δεξαμενές απόθεσης απορριμμάτων αποτελεί δείκτη της οικονομικής αξίας της

περιβαλλοντικής ζημιάς που προκαλούν.

Χρήσιμη όταν δεν υπάρχουν άλλα μέτρα

ποσοτικοποίησης του κόστους των περιβαλλοντικών επιπτώσεων μιας δραστηριότητας.

Οι δαπάνες

αποκατάστασης μιας ρύπανσης δεν αντιπροσωπεύουν απόλυτα την αξία της υποβάθμισης της περιβαλλοντικής ποιότητας.

ECON (1995):

αξιολόγηση κόστους στραγγισμάτων

Κόστος αποφυγής

Οι δαπάνες για την αγορά εμφιαλωμένου νερού ή φίλτρων νερού

θεωρούνται μέτρο της αξίας του καθαρού πόσιμου νερού.

Χρήσιμη όταν δεν υπάρχουν άλλα μέτρα

ποσοτικοποίησης του κόστους των περιβαλλοντικών επιπτώσεων μιας δραστηριότητας.

Οι ανεπιθύμητες επιπτώσεις δε μπορούν πάντα να αποφεύγονται με

αμυντικές δαπάνες. ECON (1995):

αξιολόγηση κόστους πτητικών οργανικών ενώσεων βιοαερίου Δε χρησιμοποιείται

εύκολα σε

περιπτώσεις άλλων τρόπων αποφυγής, όπως μετακόμιση λόγω ενοχλήσεων με κόστος την απόσταση από το χώρο

εργασίας.

Μεταβίβαση οφέλους

Δεδομένα που έχουν χρησιμοποιηθεί σε μία μελέτη περίπτωσης για την αξιολόγηση κάποιας περιβαλλοντικής

ρύπανσης

επαναχρησιμοποιούνται για αξιολόγηση της ίδιας επίπτωσης σε άλλη περιοχή, που έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με την πρώτη.

Βοηθά τη λήψη πολιτικών αποφάσεων, καθώς επιτρέπει την εξοικονόμηση χρόνου και χρηματικών πόρων.

Τα δεδομένα μπορεί να μην είναι

κατάλληλα για τις ιδιότητες της δεύτερης περιοχής, και να οδηγήσουν στη λήψη λανθασμένων ή μεροληπτικών αποφάσεων.

EC (2000):

αξιολόγηση κόστους βιοαερίου, πηγή δεδομένων από

Frankhauser (1992, 1993)

3.2

3.2 ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Οι προηγούμενες παράγραφοι περιείχαν σε γενικές γραμμές μια επισκόπηση της μεθοδολογίας οικονομικής αποτίμησης περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια ζητήματα που χρειάζονται προσεκτικό χειρισμό κατά την εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων και τεχνικών, και που ισχύουν για όλες τις τεχνικές αποτίμησης.

3.2.1

3.2.1 Η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ – ΑΞΙΑ ΜΙΑΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ Η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ – ΑΞΙΑ ΜΙΑΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ Η παρουσίαση των μεθόδων οικονομικής αποτίμησης περιελάμβανε τις απαραίτητες πληροφορίες εκείνων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της αξίας συγκεκριμένων επιπτώσεων. Η εκτίμηση, όμως, της αξίας της ανθρώπινης ζωής απαιτεί μια πιο εκτεταμένη ανάπτυξη.

Η εκτίμηση της οικονομικής αξίας της ανθρώπινης ζωής, και ιδιαίτερα του πρόωρου θανάτου, παραμένει ένα από τα πιο επίμαχα ζητήματα όλων των προσπαθειών αξιολόγησης. Οι διαμάχες οφείλονται κατά κύριο λόγο στη σύγχυση του όρου «αξία μιας στατιστικής ζωής» με την πραγματική αξία της ανθρώπινης ζωής. Με τον όρο «αξία μιας στατιστικής ζωής» (Value of a Statistical Life - VSL) εννοείται η WTP των ανθρώπων για τη μείωση των πρόωρων θανάτων, δηλαδή το ποσό των χρημάτων που η κοινωνία είναι έτοιμη να πληρώσει για να μειωθεί ένας στατιστικά προσδιορισμένος αριθμός πρώιμων θανάτων. Ωστόσο, στην ΑΚΟ οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν την αξία μιας στατιστικής ζωής για να εκφράσουν την αξία του κοινωνικού κόστους ενός θανάτου.

Η αξία μιας στατιστικής ζωής υπολογίζεται με διάφορους τρόπους. Ο πιο συνηθισμένος είναι με έρευνες ηδονικής αποτίμησης ή πιθανολογικής αξιολόγησης. Στην ηδονική αποτίμηση, χρησιμοποιούνται οι διαφορές μεταξύ των αμοιβών των επαγγελμάτων υψηλής και χαμηλής επικινδυνότητας για την εξαγωγή μιας αξίας του κινδύνου θανάτου, ενώ στην πιθανολογική αξιολόγηση ζητείται ευθέως από τα άτομα να δηλώσουν την προθυμία τους να πληρώσουν για την ελάττωση του κινδύνου αυτού.

Στη συνέχεια, η WTP που προκύπτει μετατρέπεται με απλούς υπολογισμούς σε VSL. Αν, για παράδειγμα, η μέση προθυμία πληρωμής για τη μείωση του κινδύνου ενός ατυχήματος από 10 στο εκατομμύριο σε 1 στο εκατομμύριο είναι ίση με 10 ECU18 και ο συνολικός πληθυσμός ανέρχεται σε 1 εκατομμύριο άτομα, τότε η συνολική προθυμία πληρωμής για μείωση του κινδύνου θα είναι 10 εκατομμύρια ECU. Η μείωση του κινδύνου ατυχήματος από 10 στο εκατομμύριο σε 1 στο εκατομμύριο, σε πληθυσμό 1.000.000 ατόμων, σημαίνει ότι στατιστικά θα σωθούν 9 ζωές. Επομένως, η αξία μιας στατιστικής ζωής (VSL) είναι 1,11 εκατομμύρια

18 European Currency Unit – Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα

ECU (10/9). Από το παράδειγμα συμπεραίνεται ότι η έννοια της VSL είναι μόνο ένας απλός τρόπος συλλογής πληροφοριών όσον αφορά την WTP για τη μείωση του κινδύνου θανάτου.

Έτσι, αν είναι γνωστός ο αριθμός των ζωών που σώζονται, γίνεται πιο εύκολη η σύγκριση μεταξύ του οφέλους και του κόστους διάφορων μέτρων, σχεδιασμένων να επιτυγχάνουν μείωση του κινδύνου θανάτου.

Στα πλαίσια του προγράμματος ExternE (ExternE, 1995 στο COWI, 2000b) έγινε εκτενής ανασκόπηση και ανάλυση πολλών ερευνητικών μελετών από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που χρησιμοποίησαν τις μεθόδους πιθανολογικής αξιολόγησης και ηδονικής αποτίμησης. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής ήταν μια τιμή της VSL, ίση με 2.6 εκατομμύρια ECU, σε τιμές 1995, ή 3.1 εκατομμύρια ECU, σε τιμές Ιανουαρίου 1997 (Van Beukering et al, 1998).

Τα αποτελέσματα του προγράμματος ExternE δημιούργησαν αμφιβολίες όσον αφορά την καταλληλότητα εφαρμογής της VSL σε διαφορετικές περιπτώσεις θνησιμότητας. Οι αμφιβολίες αυτές οφείλονταν στην παρατήρηση ότι τα άτομα που είχαν περισσότερες πιθανότητες πρόωρου θανάτου εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ήταν εκείνα που είχαν ήδη, λόγω άλλων αιτιών, μικρή προσδοκώμενη διάρκεια ζωής. Θα ήταν, επομένως, λάθος να αποδοθεί η ίδια αξία σε κάποιον με 1 μέρα και σε κάποιον με 10 χρόνια προσδοκώμενης ζωής. Γι’ αυτόν το λόγο, το πρόγραμμα εισήγαγε την έννοια της «αξίας ενός χαμένου έτους»

(Value Of a Life Year – VOLY) και των «ετών χαμένης ζωής» (Years Of Life Lost – YOLL). Η VOLY19 αποτελεί ουσιαστικά την προθυμία πληρωμής για μείωση των κινδύνων θανάτου, ενώ τα YOLL συνιστούν τα υπόλοιπα έτη ζωής που χάνει κάποιος εξαιτίας μιας κατάστασης ή μιας θανατηφόρου ασθένειας. Το γινόμενο της VOLY με τα YOLL αποτελεί την «αξία χαμένων ετών ζωής» (Value of Life Years Lost – VLYL), δηλαδή την αξία των ετών που έχασε ο παθόντας. Έτσι, ο υπολογισμός της αξίας μιας στατιστικής ζωής γίνεται μεταφράζοντας τις εκτιμήσεις της VSL στην παρούσα αξία ενός αριθμού ετών προσδοκώμενης ζωής που χάθηκαν.

Η VLYL έχει μεγάλη σημασία για την αξιολόγηση του κινδύνου θανάτου. Είναι πολύ χρήσιμη σε περιπτώσεις όπου μεσολαβεί σημαντική λανθάνουσα περίοδος προτού εμφανιστούν οι επιπτώσεις μιας ρύπανσης. Ένα παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση, καθώς οι επιβλαβείς ατμοσφαιρικές εκπομπές εμφανίζονται μετά από χρόνια, προκαλώντας οξείς θανάτους σε άτομα με ήδη επιβαρημένη από άλλους λόγους υγεία.

Αντίθετα, η VSL είναι κατάλληλη για χρήση σε περιπτώσεις όπως τροχαία ατυχήματα, όπου οι επιπτώσεις είναι άμεσες και περιλαμβάνουν το θάνατο υγιών και νεαρών ανθρώπων. Οι έννοιες VLYL και VSL εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, αλλά είναι κατάλληλες σε διαφορετικές καταστάσεις.

19 Στη βιβλιογραφία δεν είναι ξεκάθαρη η διαφορά των εννοιών VOLY και VLYL. Αναφέρονται και οι δύο

Μέχρι πρόσφατα, δεν είχε δοθεί αρκετή σημασία στην εκτίμηση της VOLY. Μια προσπάθεια έγινε από τους Markandya (1997), οι οποίοι εκτίμησαν την αξία ενός χαμένου έτους για διαφορετικές μορφές καρκίνου, διαφορετικά προεξοφλητικά επιτόκια και διαφορετική λανθάνουσα περίοδο, εκτιμώντας για κάθε μορφή τα αντίστοιχα χαμένα έτη λόγω της ασθένειας. Οι Krupnick et al (2002) (στο ExternE, 2005), ωστόσο, πραγματοποίησαν ένα σημαντικό βήμα για το ζήτημα αυτό, αναπτύσσοντας ένα ερωτηματολόγιο πιθανολογικής αξιολόγησης για την αποτίμηση της αξίας της θνησιμότητας λόγω ατμοσφαιρικής ρύπανσης και εφαρμόζοντάς το στον Καναδά, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ. Το ίδιο ερωτηματολόγιο εφαρμόστηκε το 2002 και στη Γαλλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο από τους Alberini, Hunt and Markandya (2006). Η ομάδα του ExtenE, βασιζόμενη στα αποτελέσματα της Γαλλίας, της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασίλειου καθιέρωσε και χρησιμοποιεί VOLY ίση με

€50,000.

Το πρόγραμμα ExternE (ExternE, 1995) υποστηρίζει ότι η VSL δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου οι επιπτώσεις μιας ρύπανσης εμφανίζονται μετά από μια λανθάνουσα περίοδο ή όπου η πιθανότητα επιβίωσης μετά από την έκθεση σε κάποιον κίνδυνο μεταβάλλεται μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι καλύτερο να προτιμάται η VLYL.

3.2.2

3.2.2 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΕΞΟΦΛΗΣΗΖΗΤΗΜΑΤΑ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΕΞΟΦΛΗΣΗ

Ως προεξόφληση αναφέρεται η τοποθέτηση χαμηλότερων αριθμητικών αξιών στο παρόν στις αξίες του μέλλοντος (ExternE, 1995). Οι άνθρωποι δίνουν μεγαλύτερη αξία στο παρόν από όσο στο μέλλον, γεγονός που οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον, στη χρονική προτίμηση (πχ προτιμούν να έχουν πολλά χρήματα σήμερα παρά σε 10 χρόνια) και, δεύτερον, στην παραγωγικότητα των επενδύσεων κεφαλαίου (δηλαδή η επένδυση κεφαλαίου σε κάποια δραστηριότητα σήμερα, πιθανότατα θα παράγει κέρδη στο μέλλον).

Στην παραπάνω παρατήρηση έγκειται η σπουδαιότητα της προεξόφλησης, δηλαδή η ενσωμάτωση των αξιών του κόστους και του οφέλους του μέλλοντος στην παρούσα αξία τους. Ο ορισμός της προεξόφλησης συνεπάγεται ότι όσο πιο μακροπρόθεσμα πρόκειται να εμφανιστούν οι αρνητικές και θετικές συνέπειες μιας δραστηριότητας, τόσο πιο μικρή θα είναι η αξία τους σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι όσο μεγαλύτερο είναι το προεξοφλητικό επιτόκιο των μέλλουσων συνεπειών, τόσο μεγαλύτερη είναι η πτώση της πραγματικής αξίας τους στο παρόν. Η προεξόφληση των θετικών και αρνητικών επιπτώσεων των οικονομικών δραστηριοτήτων αποτελεί καθοριστική διαδικασία για την ΑΚΟ, αλλά και για καθεμιά από τις μεθόδους αποτίμησης περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων, καθώς και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η ανάγκη προεξόφλησης.

Η προεξόφληση δημιουργεί προβλήματα στην αποτίμηση των εξωτερικοτήτων του περιβάλλοντος, γενικά, και των ΧΥΤΑ συγκεκριμένα. Η ρύπανση από τα στραγγίσματα εμφανίζεται πολλά χρόνια μετά την ταφή των αποβλήτων. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα η σημερινή υποκειμενική αξία της ρύπανσης να τιμολογείται χαμηλότερα ανάλογα με τη διάρκεια της λανθάνουσας περιόδου εμφάνισης των επιπτώσεων. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο μακροπρόθεσμα εμφανίζονται οι επιπτώσεις της ρύπανσης (κόστος ή όφελος), τόσο χαμηλότερη θα είναι η υποκειμενική τους αξία σήμερα. Αυτό σε μια ανάλυση κόστους-οφέλους για την τοποθέτηση ενός ΧΥΤΑ θα έχει ως αποτέλεσμα να μη συνυπολογιστεί το κόστος ρύπανσης των υπόγειων υδροφορέων αν υπάρχουν πιο άμεσες συνέπειες.

Η προεξόφληση προκαλεί επίσης αμφιβολίες ως προς τη διαφύλαξη των συμφερόντων των μέλλουσων γενεών. Δημιουργείται, δηλαδή, το ερώτημα αν είναι δίκαιο η σημερινή γενιά να απολαμβάνει πρώτα τα θετικά αποτελέσματα μιας δράσης ή ενός έργου και να αντιμετωπίζει αργότερα τα αρνητικά, σε βάρος των επόμενων γενεών. Αν η προτίμηση αυτή οφείλεται σε αδυναμία συνειδητοποίησης των επιπτώσεων στο μέλλον ή στην ανάγκη ατομικής ικανοποίησης, τότε η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι ότι η προεξόφληση δεν είναι δίκαιη και δεν είναι σωστό να χρησιμοποιείται στην οικονομική αξιολόγηση και στις ΑΚΟ. Αν, όμως, ο λόγος είναι η ανησυχία ότι στο μέλλον θα γίνεται μεγαλύτερη κατανάλωση πόρων και προϊόντων, γεγονός που θα επιφέρει ελάττωση της οριακής χρησιμότητάς τους, τότε η ανάγκη προεξόφλησης δικαιολογείται.

Πιθανές λύσεις που υπάρχουν για το πρόβλημα της διαφύλαξης των συμφερόντων των μέλλουσων γενεών είναι η καθιέρωση πολύ χαμηλών ή μηδενικών προεξοφλητικών επιτοκίων ή η εφαρμογή σταθμικών συντελεστών στις τιμές κόστους και οφέλους που αντιστοιχούν στις μέλλουσες γενιές. Ωστόσο, αυτές οι λύσεις, εκτός από μη πρακτικές, είναι, επίσης, αντικείμενο πολλών φιλοσοφικών, ηθικών, οικονομικών και πρακτικών προβλημάτων.

Η προεξόφληση συνεχίζει να είναι ένα ζήτημα για το οποίο έχουν γίνει εκτενείς συζητήσεις, καθώς η επιλογή προεξοφλητικού επιτοκίου είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα μιας ΑΚΟ ή μιας μελέτης οικονομικής αποτίμησης. Υπάρχουν πολλά ακόμη μειονεκτήματα της προεξόφλησης, στα οποία δεν θα αναφερθεί αυτή η εργασία. Μια πιο εκτενής αναφορά στο θέμα αυτό παρέχεται στο OECD (1995) (COWI, 2000b).

4 4 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ – ΤΙΜΕΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ – ΤΙΜΕΣ

4.1 4.1 ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥΣ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥΣ

Εδώ παρουσιάζονται τα αποτελέσματα οικονομικής αξιολόγησης του εξωτερικού κόστους της ταφής ΑΣΑ που βρέθηκαν στην ανασκόπηση της βιβλιογραφίας. Οι περισσότερες από τις μελέτες που επισκοπήθηκαν είναι δευτερογενείς και έχουν πραγματοποιηθεί για τις ΗΠΑ. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους μελέτες πρωτογενείς που διεξάγονται για την Ευρώπη, κατά πλειοψηφία για το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ), όπως η μελέτη DEFRA (2003), της οποίας αντικείμενο ήταν η αποτίμηση του κόστους των οχλήσεων.

Η συντριπτική πλειοψηφία των μελετών ασχολείται με τα ΑΣΑ και λιγότερο με τα υπόλοιπα είδη αποβλήτων. Φαίνεται όμως ότι οι προτιμήσεις των ανθρώπων και οι προθυμίες πληρωμής τους δεν διαφέρουν για διαφορετικά είδη αποβλήτων. Γενικά δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθούν όλες οι επιπτώσεις που αναφέρονται στο κεφάλαιο 2, λόγω έλλειψης πολλών δεδομένων και γνώσεων σχετικά με τους ρύπους που εκπέμπουν οι χώροι ταφής αποβλήτων. Το γεγονός ότι δεν έχουν παραχθεί εκτιμήσεις κόστους για όλες τις εξωτερικότητες δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν υπάρχουν ή ότι δεν είναι σημαντικές.

Οι επιπτώσεις που αξιολογούνται στη βιβλιογραφία είναι:

 Ατμοσφαιρική ρύπανση από το βιοαέριο και την καύση του

 Ρύπανση εδάφους και νερού από τα στραγγίσματα

 Οχλήσεις που υφίστανται οι κάτοικοι μιας περιοχής από την παρουσία και λειτουργία εγκαταστάσεων ΧΥΤΑ σε αυτήν

 Εξωτερικό κόστος μεταφοράς των αποβλήτων στους ΧΥΤΑ, και

 Επιπτώσεις στην υγεία από τους ρύπους που εκπέμπονται από τους ΧΥΤΑ.

Οι εκτιμήσεις των μελετών διαφέρουν σε πολλά σημεία και έχουν παραχθεί με ποικιλία υποθέσεων και παραδοχών, έτσι ώστε ελάχιστες είναι συγκρίσιμες μεταξύ τους. Οι κυριότερες αδυναμίες στη σύγκρισή τους οφείλονται σε διαφορές στη φύση των εξωτερικοτήτων που λαμβάνονται υπόψη από κάθε μελέτη, στη μεθοδολογία με την οποία παράγουν τις εκτιμήσεις τους, στην έκφραση των αποτελεσμάτων τους, στην γεωγραφία των εκτιμήσεων κ.ο.κ.

Για να γίνει πιο εύκολη η σύγκριση των αποτελεσμάτων και η εξαγωγή συμπερασμάτων, όλες οι τιμές μετατράπηκαν σε Ευρώ και έγινε αποπληθωρισμός τους σε τιμές 2000. Κατόπιν οι τιμές στρογγυλοποιήθηκαν διατηρώντας την αρχική τους ακρίβεια.

Το κεφάλαιο συνεχίζει με την παρουσίαση των εκτιμήσεων που αντλήθηκαν από τις μελέτες στους πίνακες 4.2.1 έως 4.2.5. Ακολουθεί η ανάλυση και συζήτηση των εκτιμήσεων, των μελετών από τις οποίες αντλήθηκαν και των παραδοχών και υποθέσεων στις οποίες έχουν υποβληθεί οι τιμές στην παράγραφο 4.3. Αρχικά γίνεται ένας απολογισμός των προβλημάτων που αντιμετωπίστηκαν στη σύγκριση των τιμών μεταξύ τους, ενώ στη συνέχεια συζητείται κάθε πίνακας ξεχωριστά.

4.2 4.2 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΙΜΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΙΜΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Εδώ δίνονται τα αποτελέσματα της οικονομικής αξιολόγησης του εξωτερικού κόστους των ΧΥΤΑ που υπάρχουν στη βιβλιογραφία οργανωμένα σε πίνακες. Κάθε πίνακας παρουσιάζει τιμές για μία κατηγορία επιπτώσεων κάθε φορά. Οι συγγραφείς των μελετών που έδωσαν την κάθε εκτίμηση αναγράφονται στην πρώτη στήλη των πινάκων, ενώ στην πρώτη σειρά οι τίτλοι των επιμέρους κατηγοριών των εξωτερικοτήτων που αξιολογούνται. Κάθε μελέτη είναι δυνατόν να δίνει εκτιμήσεις για περισσότερες από μία εξωτερικότητες.

Οι εκτιμήσεις αντλήθηκαν από πρωτογενείς, αλλά και από δευτερογενείς, μελέτες που βρέθηκαν στο διαδίκτυο. Όταν κάποια δευτερογενής μελέτη δεν ανέφερε τις πρωτότυπες εκτιμήσεις ή/και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την εξαγωγή τους, αυτές αναζητούνταν στις αρχικές μελέτες. Στις περιπτώσεις που, για διάφορους λόγους, κάποιες από τις τιμές δεν ήταν διαθέσιμες, διατηρήθηκαν και μετατράπηκαν οι δευτερογενείς τιμές.

Στη δεύτερη στήλη σε όλους τους πίνακες εκτός του τελευταίου, αναγράφεται η ημερομηνία δημοσίευσης κάθε μελέτης και σε παρένθεση η χρονολογία αναφοράς των τιμών που παρέχει, όπως περιέχονταν στην πρωτογενή ή δευτερογενή μελέτη από όπου αντλήθηκαν.

Στη χρονολογία αυτή βασίστηκε η μετατροπή των νομισμάτων σε €, 2000. Οι περισσότερες χρονολογίες είναι οι πρωτότυπες, εκείνες στις οποίες αναφέρονται οι εκτιμήσεις των πρωτογενών μελετών. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αν μια δευτερογενής μελέτη παρέλειπε τη χρονολογία αναφοράς των τιμών μιας πρωτογενούς, διατηρούνταν οι διαθέσιμες τιμές·

αυτές ήταν τελικά η βάση των υπολογισμών προσαρμογής του πληθωρισμού και τη μετατροπή σε Ευρώ. Γι’ αυτό, οι εκτιμήσεις αυτές εμπεριέχουν περισσότερη ανακρίβεια από τις υπόλοιπες.

Γενικά, οι τιμές που παρουσιάζονται στους πίνακες είναι πολύ ευαίσθητες στις υποθέσεις που έχουν γίνει για την εξαγωγή τους και είναι αντικείμενα μεγάλης αβεβαιότητας.

Ο Πίνακας 4.2.1 δείχνει τις εκτιμήσεις του κόστους και του οφέλους που συνδέονται με την παραγωγή βιοαερίου. Συγκεκριμένα, παρέχει οικονομικές τιμές για τις ουσίες του βιοαερίου (αέρια του θερμοκηπίου, πτητικές οργανικές ενώσεις), τα παράγωγα της καύσης του (υποξείδιο του αζώτου, NOx) και τις ωφέλειες από την ενεργειακή αξιοποίησή του.

Στον Πίνακα 4.2.2 παρουσιάζονται οι αντίστοιχες εκτιμήσεις για τις εξωτερικότητες των στραγγισμάτων ή των επιμέρους συστατικών του (βαρέα μέταλλα και διοξίνες).

Το κόστος των οχλήσεων δίνεται από τον Πίνακα 4.2.3, όπου οι οικονομικές τιμές κάθε μελέτης κατανέμονται σε στήλες ανάλογα με τη μονάδα μέτρησής τους (προθυμία πληρωμής ανά νοικοκυριό ή ανά τόνο ΑΣΑ ή ποσοστό πτώσης τιμών ακινήτων).

Ο Πίνακας 4.2.4 δίνει τις εκτιμήσεις των μελετών για τις εξωτερικότητες της συλλογής και μεταφοράς ΑΣΑ (τροχαία ατυχήματα, ατμοσφαιρικές επιπτώσεις, συμφόρηση της κυκλοφορίας και φθορά της ασφάλτου).

Τέλος, στον Πίνακα 4.2.5 παρατίθενται τα αποτελέσματα οικονομικής αξιολόγησης των επιπτώσεων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τη διαχείριση ΑΣΑ στην υγεία.

4.2.1

4.2.1 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΣΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΣΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ

Πίνακας 4.2.1: Οικονομική αξιολόγηση εξωτερικών κόστους βιοαερίου (συστατικά, περιβαλλοντικές επιπτώσεις διαφυγής και καύσης του)

Χαρακτηριστικά μελέτης Εξωτερικότητες βιοαερίου Εξωτερικότητες καύσης βιοαερίου

CO2 CH4 VOCs NOx Ν2Ο Ανακτώμενη ενέργεια

Συγγρα- φείς

Έτος (χρονο- λογία τιμών)

Περιο-

χή Μέθοδος Μονάδες

μέτρησης Εξωτε- ρικό κόστος

€, 2000 Εξωτε- ρικό κόστος

€, 2000 Εξωτε- ρικό κόστος

€, 2000 Εξωτε- ρικό κόστος

€, 2000 Εξωτε- ρικό κόστος

€, 2000 Εξωτερικό

κόστος €, 2000

CSERGE et al (από COWI, 2000b)

1993 (1993)

ΗΒ Εκτίμηση των επιπτώσεων της

θερμοκρασίας (εξηγμένες από Frankhauser, 1992, 1993) και χρήση του Δυναμικού Παγκόσμιας Θέρμανσης των μελετώμενων ουσιών.

£/κιλό εκπομπών

0,0011 - 0,0085 (0,0098)

0,0020 - 0,0150 (0,0085)

0,031 - 0,139 (0,085)

0,053 - 0,237 (0,145)

Powell &

Brisson

1994 (1993)

ΗΒ Μεταφορά

οφέλους από υπάρχουσες μελέτες

£/τόνο απορ/των για όφελος καύσης βιοαερίου,

£/κιλό εκπομπών για τα υπόλοιπα.

0,32 - 0,46 (0,39)

0,80 - 1,15 (0,98)

1,36 - 2,36 (1,86)

3,40 - 5,91 (4,66)

0,81 2,03

ECON (από COWI, 2000b)

1995 (1995)

Νορβη- γία

Εφαρμογή φόρου για CO2

και CH4, κόστος αποφυγής για VOC, συναρτήσεις δόσης- απόκρισης για

NKR/κιλό εκπομπών

0,36 0,04 18,16 2,22 11 1 49 6

Χαρακτηριστικά μελέτης Εξωτερικότητες βιοαερίου Εξωτερικότητες καύσης βιοαερίου

CO2 CH4 VOCs NOx Ν2Ο Ανακτώμενη ενέργεια

Συγγρα- φείς

Έτος (χρονο- λογία τιμών)

Περιο- χή

Μέθοδος Μονάδες

μέτρησης

Εξωτε- ρικό κόστος

€, 2000 Εξωτε- ρικό κόστος

€, 2000 Εξωτε- ρικό κόστος

€, 2000 Εξωτε- ρικό κόστος

€, 2000 Εξωτε- ρικό κόστος

€, 2000 Εξωτερικό κόστος

€, 2000

EC (d) (από COWI, 2000b)

1996 (1993)

ΕΕ Μεταφορά

οφέλους (τιμές από

Frankhauser)

€/κιλό εκπομπών

0,004 0,006 0,086 0,132 1,469 2,247

ExternE 1999 (1995) EE

Πολλαπλασια- σμός εκπο- μπών αερίων θερμοκηπίου με τις αντίστοιχες μονάδες κόστους

ECU/τόνο απορριμ.

3,78 - 9,66

4,79 - 12,23

7,08 - 9,20

8,97 -

11,65 134 170

COWI (2000)

2000 (2000)

ΕΕ Μεταφορά

οφέλους (τιμές από: Rabl, Spadaro and McGavran 1998, EC 1996e, EC 1996d, CSERGE et al 1993

€/τόνο απορ/των

1 – 23 (12)

1 – 23 (12)

1 – 23 (12)

1 – 23 (12)

1,5 1,5

Eunomia 2002 (2000)

ΕΕ Μεταφορά

οφέλους από υπάρχουσες μελέτες

€/τόνο αποριμ.

0,04 - 0,93 (Ελλάδα - Ολλανδία)

0,04 - 0,93 (Ελλάδα - Ολλανδία)

4.2.2

4.2.2 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ

Πίνακας 4.2.2: Αξιολόγηση εξωτερικών κόστους των στραγγισμάτων

Χαρακτηριστικά μελέτης Στραγγίσματα Βαρέα μέταλλα Διοξίνες

Συγγραφείς Έτος

(χρονολογία τιμών)

Μέθοδος Μονάδες

μέτρησης Εξωτερικό

κόστος €, 2000 Εξωτερικό

κόστος €, 2000 Εξωτερικό

κόστος €, 2000 CSERGE et

al (από COWI, 2000b)

1993 (1993) Κόστος καθαρισμού (περιλαμβάνει όλες τις επιπτώσεις των στραγγισμάτων)

£/τόνο

απορ/των 0 - 0,9 (0,5) 0 - 1,54 (0,77) Powell &

Brisson

1994 (1993) Κόστος καθαρισμού (εκτίμηση κινδύνου ατυχημάτων και κόστος παρακολούθησης)

£/τόνο απορ/των

0 - 0,9 (0,5) 0 - 1,8 (0,9) ECON (από

COWI, 2000b)

1995 (1995) Κόστος ελέγχου εκπομπών σε συνδυασμό με συνδεόμενες

περιβαλλοντικές αξίες και δείκτες τοξικότητας

ΝΚR/κιλό

εκπομπών 10 -

986.000 (493.000)

1 - 121.000 (60.500)

510.400.000 62.820.000

Miranda and Hale (από COWI, 2000b)

1997 (1993?) Συναρτήσεις δόσης- απόκρισης από τους Josselyn,

1993 και SRI International, 1992

$(ΗΠΑ)/τόνο απορ/των

0 - 0,98 (0,49)

0 - 1,09 (1,05)

COWI 2000 (2000) Μεταφορά οφέλους από CSERGE et al (1993) και Miranda and Hale (1997)

€/τόνο απορ/των

0 - 2 (1)

0 - 2 (1)

4.2.3

4.2.3 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΟΧΛΗΣΕΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΟΧΛΗΣΕΩΝ

Πίνακας 4.2.3: Αξιολόγηση εξωτερικών κόστους οχλήσεων

Χαρακτηριστικά μελέτης Νόμισμα/νοικοκυριό Ποσοστό πτώσης

τιμών κατοικιών Νόμισμα/τόνο απορ/των Συγγραφείς Έτος

(Χρονο- λογία τιμών)

Περιοχή Μέθοδος Επιπτώσεις που

αξιολογούνται

Εξωτερικό κόστος €, 2000 Εξωτερικό κόστος Εξωτερικό κόστος

€, 2000

Roberts et al (από Brisson and Pearce, 1995)

1991 (1992)

ΗΠΑ (Tennessee)

Πιθανολογική αξιολόγηση – έρευνα 150 κατοίκων κοντά σε ΧΥΤΑ

Οχλήσεις γενικά 260$(ΗΠΑ)/

νοικοκυριό/έτος έως και 6,4 χμ από ΧΥΤΑ

510 €/νοικοκυριό/

έτος έως και 6,4 χμ από ΧΥΤΑ Hirshfeld et

al 1992

(1992) ΗΠΑ Ηδονική αξιολόγηση – έρευνα 8 μεσιτών και εκτιμητών ακινήτων

Οχλήσεις γενικά 30% πτώση τιμών

κατοικιών εντός 0,8 χμ από ΧΥΤΑ,

13% εντός 2 χμ από ΧΥΤΑ

Nelson et al (από Brisson and Pearce, 1995)

1992 (1992)

ΗΠΑ (Ramsey, Minnesota)

Ηδονική αξιολόγηση – έρευνα 708 αγορών ακινήτων (1979–

1989), σε απόσταση 3,2 χμ από ΧΥΤΑ

Οχλήσεις γενικά 3,8%/χμ πτώση τιμών

κατοικιών εντός 1 χμ από ΧΥΤΑ

Brisson and Pearce

1995 (1992)

ΗΒ Μεταφορά οφέλους

από μελέτες ηδονικής αποτίμησης και πιθανολογικής αξιολόγησης των ΗΠΑ

Οχλήσεις (θόρυβος, οσμές, σκόνη και διεσπαρμένα απορ/τα) και αισθητικά

περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά

250 $(ΗΠΑ)/

νοικοκυριό/μίλι/

έτος (έως 4 μίλια)

490 €/νοικοκυριό/

μίλι/έτος (έως 4 μίλια)

3% πτώση τιμών κατοικιών

ExternE 1995

(1995)

Ιταλία (Μιλάνο)

Ηδονική αξιολόγηση Οχλήσεις (θόρυβος, οσμές, σκόνη και διεσπαρμένα απορ/τα)

303.160.000.000 ₤ (Ιταλίας)/

νοικοκυριό

1.042.000.000

€/νοικοκυριό

2,8% πτώση τιμών κατοικιών

13,2

€/τόνο απορ/των

16,7

€/τόνο απορ/των.

Χαρακτηριστικά μελέτης Νόμισμα/νοικοκυριό Ποσοστό πτώσης τιμών κατοικιών

Νόμισμα/τόνο απορ/των Συγγραφείς Έτος

(Χρονο- λογία τιμών)

Περιοχή Μέθοδος Επιπτώσεις που

αξιολογούνται Εξωτερικό κόστος €, 2000 Εξωτερικό κόστος Εξωτερικό

κόστος €, 2000

Garrod and

Willis 1998

(1997) Βόρειο ΗΒ Πειράματα επιλογών Οχλήσεις (θόρυβος, οσμές, σκόνη και διεσπαρμένα απορ/τα)

WTP για μείωση επιπτώσεων: 0,20- 0,31 (0,26)

£/νοικοκυριό/έτος

0,32 - 0,49 (0,41)

€/νοικοκυριό/

έτος Bellof et al

(από Tzipi, Ayalon and Shechter, 2005)

2000 (2003)

ΗΠΑ Ηδονική αξιολόγηση, απόφαση

δικαστηρίου

Βιομηχανία,

συμπεριλαμβανομένου του τομέα αποβλήτων, άκακες οσμές

425

$

(ΗΠΑ)/νοικοκυριό/έ τος (περιλαμβανο- μένων επιπτώσεων υγείας)

343

€/νοικοκυριό/έτος (περιλαμβανομέ- νων επιπτώσεων υγείας)

Hite et al (από Tzipi, Ayalon and Shechter, 2005)

2001 (2003)

ΗΠΑ (Ohio) Ηδονική αξιολόγηση - δεδομένα 2.913 συναλλαγών ιδιοκα- τοίκητων ακινήτων (1990), δημογραφικά δεδομένα απογραφής 1990, χάρτες

Οχλήσεις γενικά (όχι διαχωρισμένες)

3,3 – 3,6%/χμ πτώση τιμών κατοικιών έως και 5,2 χμ από ΧΥΤΑ (σχετιζόμενη με προσδοκώμενη διάρκεια ζωής ΧΥΤΑ) Eunomia 2002

(2000) ΕΕ Επαναϋπολογισμός

των τιμών των οχλήσεων της μελέτης COWI (2000) με τον ίδιο τρόπο, μα διαφορετικά

δεδομένα.

Οχλήσεις (θόρυβος, οσμές, σκόνη, διεσπαρμένα απορ/τα, παρουσία ενοχλητικών ζώων, οπτική

ενόχληση) και αυξημένη αντίληψη κινδύνου

€5/τόνο απορριμ./ τετρ.

μίλι. €0,35 - 16,96 (8,66) (Φινλανδία - Ολλανδία αντίστοιχα)

DEFRA 2003

(2001)

ΗΒ Ηδονική αξιολόγηση Οχλήσεις (θόρυβος, οσμές, σκόνη, διεσπαρμένα απορ/τα, παρουσία ενοχλητικών ζώων, οπτική

ενόχληση) και αυξημένη αντίληψη κινδύνου

Ποσοστό αλλαγής τιμών κατοικιών:

- 7,06%: 0-0,25 μίλια - 2,00%: 0,25-0,5 μίλια +1,04%: 0,5-1,0 μίλια 0,00%: 2+ μίλια

1.86

£/τόνο απορ.

(ο ΧΥΤΑ δέχεται 100 εκατομ.

τόνους/έτος για 28 έτη)

2,70

€/τόνο απορ.

4.2.4

4.2.4 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Πίνακας 4.2.4: Οικονομική αξιολόγηση εξωτερικών κόστους συλλογής και μεταφοράς αποβλήτων

Χαρακτηριστικά μελέτης Τροχαία ατυχήματα Ατμοσφαιρική ρύπανση και

κλιματικές επιπτώσεις

Κυκλοφοριακή συμφόρηση

Φθορά ασφάλτου

Mελέτη Έτος

(Χρονο- λογία τιμών)

Περιοχή Εξωτερικό κόστος €, 2000 Εξωτερικό κόστος

€, 2000 Εξωτερικό κόστος

€, 2000 Εξωτερικό κόστος

€, 2000

Newberry (από Enviros et al, 2004b)

1992 (1990)

ΗΒ 0,0009 -

0,6365 (0,3187)

£/όχημα/χμ

0,0021 - 1,5186 (0,7604)

€/όχημα/χμ Powel and

Brisson 1994

(1993) ΗΒ 6.080-2.000.000 (1.000.000)

£/τόνο απορ./

διαδρομή

12.200-4.000.000 (2.010.000)

€/τόνο απορ./

διαδρομή

NOx: 83 £/τόνο 167 €/τόνο

PIRA et al (από

Eunomia, 2002) 1998

(2000) EE Θάνατος: 0,94-6,91 (3,93) Σοβαρός τραυματισμός:

€0,01-0,79 (0,40) (€/περιστατικό/

1000 χμ.)

Θάνατος: 0,94-6,91 (3,93) Σοβαρός τραυματισμός:

€0,01-0,79 (0,40) (€/περιστατικό/

1000 χμ.) Sansom et al 2001

(1998) HB £7,3 - 29 (/τόνο

CO2) 11,4 - 45,4 (/τόνο

CO2) 0,0065-

0,8600

£/όχημα/χμ

0,0096- 1,2700

€/όχημα/χμ ExternE (από

Eunomia, 2002) 1999

(1995) Γερμανία 0,127-1,041

(0,584)

€/όχημα/χλμ

0,161 - 1,318 (0,740)

€/όχημα/χλμ 1999

(1995)

Ελλάδα 0,431-3,515

(1,973)

€/όχημα/χλμ

0,546 - 4,452 (2,499)

€/όχημα/χλμ 1999

(1995)

Ολλανδία 0,054-0,989

(0,077)

€/όχημα/χλμ

0,068 - 1,253 (0,661)

€/όχημα/χλμ NERA et al (από

Eunomia, 2002) 2000

(1998) ΗΒ 0,012-0,037

(0,025).

(€/όχημα/χμ)

0,013-0,039 (0,026).

(€/όχημα/χμ)

0,0064-0,1710 (0,0890) (€/όχημα/χλμ)

0,0068-0,1810 (0,0942) (€/όχημα/χλμ)

0,0058-0,0339 (0,0199).

(€/όχημα/χμ)

0,0061-0,0359 (0,0210).

(€/όχημα/χμ)

4.2.5

4.2.5 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΑΦΗΣ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΑΦΗΣ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ

Πίνακας 4.2.5: Οικονομική αξιολόγηση εξωτερικών κόστους από την επίδραση της ταφής αποβλήτων στην υγεία Προβλήματα

υγείας Μελέτες Μεθοδολογία Αλλαγή που

αξιολογείται Εκτιμώμενη αξία Εκτιμώμενη αξία (€,2000)

DETR (1999) Άθροισμα VSL των απωλειών παραγωγικότητας (παρούσα αξία προσδοκώμενων απωλειών κερδών + έξτρα πληρωμές εκτός μισθού, δαπάνες νοσοκομείου, μεταφοράς και νοσηλείας.

Value of Statistical Life 1.250.000 (£,2002) 1.860.000

DoH (1999) Προσαρμοσμένη VSL για ηλικία, αυξανόμενο κίνδυνο άνω των 65, ποιότητα ζωής και προσδόκιμο ζωής, ξεκινώντας με τιμή VSL

£2.000.000

Value of Statistical Life 2.600-1.400.000

(701.000) (£,1996) 3.700 - 2.000.000 (1.000.000)

European

Commission (2000) Μετα-ανάλυση βιβλιογραφίας των

ΗΠΑ για την αγορά εργασίας Value of Statistical Life 1.000.000 (€,1995) 1.200.000 ExternE (2005) Συγκεντρωτική ανάλυση

παραμέτρων ΗΒ, Γαλλίας και Ιταλίας Value of Statistical Life 1.052.000 (€,2002) 980.000 Πρόωροι

θάνατοι Viscusi and Aldy

(2002) Μετα-ανάλυση βιβλιογραφίας των

ΗΠΑ για την αγορά εργασίας Value of Statistical Life 7.000.000 (εργάτες

νεαρής ηλικίας) ($,2000) 6.400.000 Εισαγωγές με

αναπνευστική δυσχέρεια (PM10, SO2, NOx)

CSERGE et al

(1999) Κόστος ασθενείας, με πρωτογενή ευρωπαϊκή WTP αποφυγής

αναπνευστικού επεισοδίου από Day et al (1999) και κόστος ασθενείας από Dubourg (1999).

Νοσηλεία (/επεισόδιο) 1.264 (£,2003) 1660 Επείγουσα εισαγωγή ή

επίσκεψη (/επεισόδιο)

492 (£,2003) 646

Ready et al (2004)

(από ExternE, 2005) Πιθανολογική Μέθοδος Αξιολόγησης σε συνδυασμό με κόστος απώλειας παραγωγής και δαπάνες νοσηλείας σε νοσοκομείο

(

κόστος ασθενείας).

Επείγουσα εισαγωγή

(/επεισόδιο) 2.141 (€,2003) 2.000

Προβλήματα

υγείας Μελέτες Μεθοδολογία Αλλαγή που

αξιολογείται Εκτιμώμενη αξία Εκτιμώμενη αξία (€,2000)

Εισαγωγές με καρδιαγγειακό επεισόδιο

Enviros (2004b) Ελάχιστο κόστος ασθενείας με χρήση τιμής WTP για αποφυγή νοσοκομειακής εισαγωγής λόγω αναπνευστικού προβλήματος (CSERGE et al, 1999), 8 ημέρες απουσίας από τη δουλειά και δαπάνες νοσηλείας 7 ημερών.

Νοσηλεία (/επεισόδιο) 2.674 (£,2003) 3.500

Μη

θανατηφόροι καρκίνοι (από Pearce, 2000)

Rowe et al (1995) Κόστος ασθενείας (ΗΠΑ) Γενικά καρκίνος 186.000 (€,1999) 192.000 ExternE (1995-1998) Κόστος ασθενείας + χαμένα κέρδη

(προσαρμοσμένα για WTP/Κόστος ασθενείας)

Γενικά καρκίνος 450.000 (€,1999) 464.000

Aimola, 1998 Πιθανολογική Μέθοδος Αξιολόγησης Καρκίνος του πνεύμονα

(/περίπτωση) 50.000 (€,1999) 51.600

Λευχαιμία (/περίπτωση) 730.000 (€,1999) 750.000 Θανατηφόροι

καρκίνοι Markandya (1997) Εκτίμηση της VLYL και πολλ/σμός της με το μέσο όρο YOLL με χρήση προεξοφλητικών επιτοκίων 0%, 3%, 10%

Καρκίνος του πνεύμονα

(/περίπτωση) 418.000-1.570.000

(994.000) (€,1995) 529.000 - 1.990.000 (1.260.000)

Λευχαιμία (/περίπτωση) 1.180.000-2.160.000

(1.670.000) (€,1995) 1.490.000 - 2.740.000 (2.120.000)

Netcen (2002) Προεξόφληση της VSL με προεξοφλητικό επιτόκιο 4% (τιμή VSL: €1.000.000)

Value of Statistical Life 490.000 (€,2000) 490.000 (€,2000)

Sansom et al (2001) VSL με πρόσθετο 50% για την αξία

του καρκίνου με προεξόφληση 3% Value of Statistical Life £1.600.000 (£,2000) 2.600.000 Προβληματικές

γεννήσεις Waitzman et al

(1995) Κόστος ασθενείας (ΗΠΑ) Νευραγγειακά

προβλήματα 294.000-503.000

(399.000) ($,1992) 392.000 - 667.000 (530.000)

Καρδιαγγειακά

προβλήματα 267.000- 505.000

(386.000) ($,1992) 354.000 - 670.000 (512.000)

Υποσπαδία και

Επισπαδία

μ.δ. μ.δ.

Προβλήματα κοιλιακού

τοίχους 176.000 ($,1992) 233.000

Γαστρόσχιση και

εξόμφαλος 108.000 ($,1992) 143.000

Χαμηλό βρεφικό βάρος μ.δ. μ.δ.

Πολύ χαμηλό βρεφικό

βάρος μ.δ. μ.δ.

* μ.δ.: μη διαθέσιμο

4.3

4.3 ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ

Με μια πρώτη ματιά στις τιμές που παρατίθενται παραπάνω παρατηρείται ότι κάποιες περιοχές της οικονομικής αξιολόγησης εξωτερικοτήτων είναι περισσότερο καλυμμένες στη βιβλιογραφία από ό,τι κάποιες άλλες. Πολλές μελέτες έχουν ασχοληθεί με την αποτίμηση των εξωτερικοτήτων ΧΥΤΑ στην ατμόσφαιρα, όπως και με τις οχλήσεις από τη δραστηριότητα και τις εγκαταστάσεις τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι ελάχιστες μελέτες έχουν ασχοληθεί με την ποσοτικοποίηση και αποτίμηση εξωτερικοτήτων ΧΥΤΑ στο έδαφος και το νερό και ότι τα αποτελέσματα όσων έχουν γίνει περιέχουν πολύ μεγάλα ποσοστά αβεβαιότητας. Αυτό οφείλεται κυρίως στην έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων και κατανόησης των μηχανισμών και διαδρομών των επιπτώσεων στο περιβάλλον και έκθεσης στους αποδέκτες. Πολύ λίγες μελέτες επίσης πραγματεύονται το εξωτερικό κόστος της μεταφοράς των αποβλήτων στις εγκαταστάσεις των ΧΥΤΑ, ενώ δεν έχουν βρεθεί ευρωπαϊκές μελέτες που να πραγματεύονται το εξωτερικό κόστος των ΧΥΤΑ στην ανθρώπινη υγεία.

Όπως φαίνεται στους πίνακες, κάθε μελέτη παρουσιάζει τις τιμές των εξωτερικοτήτων είτε ως μία τιμή είτε ως διαστήματα. Για τις μελέτες που έχουν παράγει τιμές για πολλά διαφορετικά σενάρια, τα διαστήματα περικλείουν την ελάχιστη και την μέγιστη τιμή. Αυτό γίνεται λόγω των αβεβαιοτήτων όπου υποπίπτουν οι τιμές, αλλά και για λόγους ευκολότερης σύγκρισης των τάξεων μεγέθους των αποτελεσμάτων μεταξύ των μελετών.

4.3.1

4.3.1 ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΩΝΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΩΝ

4.3.1.1

4.3.1.1 Διαφορετικές μονάδες μέτρησης Διαφορετικές μονάδες μέτρησης

Οι μελέτες χρησιμοποιούν διαφορετικές μονάδες μέτρησης και σε διαφορετικά επίπεδα. Αρχικά, στο επίπεδο των φυσικών σχέσεων πάνω στις οποίες βασίζονται οι εκτιμήσεις τους. Άλλοι υπολογισμοί βασίζονται σε συναρτήσεις δόσης-απόκρισης, ενώ άλλοι σε συναρτήσεις έκθεσης- απόκρισης, οι οποίες παράγουν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Οι Apsimon et al (1997) (από Tzipi, Ayalon & Shechter, 2005) αναφέρουν ότι είναι σημαντικό να αναγνωριστεί πως μία συνάρτηση δόσης-απόκρισης είναι συνήθως απλώς μια προσέγγιση μιας συνάρτησης έκθεσης- απόκρισης.

Στο επίπεδο των ρυπαντών, κάποιες μελέτες εκφράζουν το κόστος είτε ανά κιλό εκπομπών είτε ανά τόνο απορριμμάτων που διατίθενται στον ΧΥΤΑ είτε και με τους δύο τρόπους. Για τις εξωτερικότητες των οχλήσεων συνήθως απαντώνται μονάδες μέτρησης κόστους ανά νοικοκυριό ανά έτος, κόστος ανά μονάδα απόστασης (μίλι ή χιλιόμετρο) ή πτώση τιμών των ακινήτων που βρίσκονται κοντά σε εγκαταστάσεις ΧΥΤΑ. Γενικά, προτιμώνται οι οριακές εκτιμήσεις παρά οι

μεθόδους αξιολόγησης κόστους-οφέλους (Turner et al, 2003 από Tzipi, Ayalon & Shechter, 2005).

Ωστόσο, τέτοιες τιμές συνήθως δεν είναι διαθέσιμες.

Οι εκτιμήσεις των επιπτώσεων από τη μεταφορά των αποβλήτων στις εγκαταστάσεις ΧΥΤΑ, εκφράζονται στις μελέτες, κατά κύριο λόγο, σε μονάδες κόστους ανά όχημα ανά χμ (μία μελέτη τα εκφράζει σε κόστος ανά 1000 χμ). Σπάνια, όμως, μπορεί σε μερικές μελέτες να μετριούνται ως κόστος ανά περιστατικό (για τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα από τα φορτηγά μεταφοράς των απορριμμάτων) ή ως κόστος ανά τόνο απορριμμάτων.

Τέλος, όσον αφορά την αξιολόγηση των επιπτώσεων υγείας που προκαλούν οι εκλυόμενοι ρύποι από τους ΧΥΤΑ, η έκφραση των εκτιμήσεων τις περισσότερες φορές γίνεται με την Αξία μιας Στατιστικής Ζωής (VSL), η οποία εκφράζει το κόστος του κινδύνου να χαθεί μια ζωή από αιτία διαφορετική από γηρατειά, ή με το κόστος ανά επεισόδιο (εισαγωγής σε νοσοκομείο ή νοσηλείας) ή με το κόστος ανά περίπτωση (καρκίνου, ελαττωματικής γέννησης κ.ά.). Η έκφραση του κόστους κινδύνου απώλειας ζωής με την VSL δεν είναι ικανοποιητικός όταν πρόκειται για την αξιολόγηση μακροχρόνιων επιπτώσεων υγείας που εξαρτώνται από την έκθεση στους ρύπους. Στην περίπτωση αυτή το καλύτερο μέτρο είναι η αξία των Ετών Χαμένης Ζωής (YOLL), που εκτιμά το κόστος των ετών που χάνονται λόγω πρόωρου θανάτου.

4.3.1.2

4.3.1.2 Διαφορετικός τρόπος παρουσίασηςΔιαφορετικός τρόπος παρουσίασης

Οι εκτιμήσεις παρουσιάζονται είτε ως μία συνολική αξία είτε ως διαστήματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν τις σχετικές αβεβαιότητες και τις διαφορές στις τοποθεσίες, τις διαδικασίες και τις τεχνολογίες.

4.3.1.3

4.3.1.3 Διαφορετικές μετρούμενες εξωτερικότητες Διαφορετικές μετρούμενες εξωτερικότητες

Κάποιες μελέτες παραθέτουν αποτελέσματα για κάθε ρύπο ξεχωριστά, ενώ άλλες παρέχουν μόνο μία ολική εκτίμηση του εξωτερικού κόστους, έτσι ώστε δεν είναι δυνατή η σύγκριση μεταξύ τους.

Ακόμα και μεταξύ των ολικών αποτελεσμάτων, όμως, δεν είναι πάντα εφικτή η σύγκριση, αφού οι τιμές καλύπτουν διαφορετικούς συνδυασμούς επιπτώσεων. Για παράδειγμα, σε μερικές μελέτες το εξωτερικό κόστος μεταφοράς των αποβλήτων συνυπολογίζεται στη συνολική εκτίμηση του κόστους του βιοαερίου, και τα αποτελέσματά τους διαφέρουν από εκείνα άλλων μελετών που δεν υπολογίζουν το εξωτερικό κόστος των μεταφορών μαζί με το εξωτερικό κόστος του βιοαερίου. Για τον λόγο αυτό, είναι μεγάλος ο κίνδυνος των διπλομετρήσεων, που οδηγεί σε υπερεκτίμηση των εξωτερικοτήτων. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της δυσκολίας απομόνωσης των επιπτώσεων.

4.3.1.4

4.3.1.4 Διαφορετικές χώρες /περιφέρειες Διαφορετικές χώρες /περιφέρειες

Οι μελέτες που επισκοπήθηκαν έχουν διεξαχθεί σε διαφορετικές χώρες με διαφορετικά γεωγραφικά, περιβαλλοντικά και πληθυσμιακά χαρακτηριστικά. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι η αδυναμία σύγκρισης των διαφορετικών εκτιμήσεων μεταξύ τους, αφού, για παράδειγμα, η επίδραση των ρύπων στους αποδέκτες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την απόσταση των αποδεκτών από αυτούς. Το ζήτημα αυτό υπάρχει ακόμα και για περιοχές της ίδιας χώρας.

Επομένως, οι καλύτερες εκτιμήσεις για τις εξωτερικότητες των χώρων ταφής είναι αυτές που έχουν παραχθεί για καθέναν ξεχωριστά20.

4.3.1.5

4.3.1.5 Διαφορετικά προεξοφλητικά επιτόκια (ή κανένα)Διαφορετικά προεξοφλητικά επιτόκια (ή κανένα)

Σε λίγες μελέτες αξιολογούνται οι επιπτώσεις σε σχέση με τα προεξοφλητικά επιτόκια. Η προεξόφληση είναι σημαντικός παράγοντας σύγκρισης των εκτιμήσεων μεταξύ τους, καθώς επιτρέπει την εξισορρόπηση της χρονικής διαφοράς μεταξύ των επιπτώσεων στο παρόν και στο μέλλον. Η επιλογή προεξοφλητικού επιτοκίου είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα της αξιολόγησης. Ενώ, κατά γενική ομολογία, ένα υψηλό προεξοφλητικό επιτόκιο δεν είναι αποδεκτό, εντούτοις δεν υπάρχει σύγκλιση σε ένα συγκεκριμένο ποσοστό (Hellweg et al, 2003 από Tzipi, Ayalon & Shechter, 2005). Μεταξύ των λίγων μελετών που ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα είναι και η μελέτη Eunomia (2002), που χρησιμοποιεί τρία διαφορετικά προεξοφλητικά επιτόκια, 1%, 3% και 5%, και παραθέτει τις αποκλίσεις και τις διαφορές που έχουν τα αποτελέσματα αξιολόγησης για καθένα από αυτά. Οι συγκρίσεις θα έπρεπε ιδανικά να γίνονται με αυτόν τον τρόπο, που όμως δεν συμβαίνει συνήθως.

4.3.1.6

4.3.1.6 Διαφορετική τιμή VSL στις διάφορες ΒΤ Διαφορετική τιμή VSL στις διάφορες ΒΤ

Οι μελέτες χρησιμοποιούν διαφορετικά ποσά αξιολόγησης της Αξίας μιας Στατιστικής Ζωής, από 1 έως 6,5 εκατομμύρια, έννοιας πολύ σημαντικής για την αποτίμηση των περιβαλλοντικών συνεπειών στην υγεία. Οι διαφορές αυτές επηρεάζουν την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων των μεταφορών οφέλους, ιδίως στην Ευρώπη, όπου η μέθοδος αυτή έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως.

4.3.1.7

4.3.1.7 Διαφορετικές μεθοδολογίεςΔιαφορετικές μεθοδολογίες

Τέλος, οι μελέτες χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθοδολογίες και προσεγγίσεις, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις έχουν παράγει πολύ διαφορετικές τιμές εξωτερικού κόστους για τις ίδιες επιπτώσεις.

20 Ωστόσο, μία πλήρης ανάλυση ευαισθησίας σε σχέση με τα περιβαλλοντικά και πληθυσμιακά χαρακτηριστικά της περιοχής εγκατάστασης του ΧΥΤΑ μπορεί να καταστήσει έγκυρη μια διαδικασία

4.3.2

4.3.2 ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ

Για την οικονομική αξιολόγηση, οι περισσότερες μελέτες βασίζονται στις συναρτήσεις δόσης- απόκρισης και τις τιμές του κόστους που δημοσίευσε το πρόγραμμα ExternE (1995, 1998). Αυτό εξηγεί την ομοιότητα κάποιων τιμών μεταξύ μελετών. Άλλες μελέτες βασίζονται σε πρωτογενείς μελέτες που προέρχονται από τις ΗΠΑ, ενώ λίγες έχουν παράγει δικές τους εκτιμήσεις. Όλα τα αποτελέσματα των μελετών έχουν παραχθεί με χρήση διάφορων μεθόδων και διάφορων υποθέσεων.

Οι περισσότερες εκτιμήσεις για τις εξωτερικότητες του βιοαερίου μετριούνται σε νόμισμα ανά κιλό εκπομπών κάθε αερίου, καθώς είναι δύσκολο να υπολογιστούν αξιόπιστες εκτιμήσεις ανά τόνο απορριμμάτων. Οι εκτιμήσεις του εξωτερικού κόστους για την ατμόσφαιρα δίνονται στον πίνακα 4.2.1 και μπορούν να καταταγούν σε δύο κατηγορίες: μία για τις τιμές με μονάδα μέτρησης €/κιλό εκπομπών και μία για τις τιμές που μετριούνται σε €/τόνο απορριμμάτων. Παρακάτω αναλύονται οι τιμές των κυριότερων συστατικών του βιοαερίου: CO2, CH4, VOCs και ανακτώμενη ενέργεια του βιοαερίου σε όσους ΧΥΤΑ διαθέτουν ανάλογο σύστημα συλλογής.

4.3.2.1

4.3.2.1 Διοξείδιο του άνθρακα (CO2) Διοξείδιο του άνθρακα (CO2)

Όσον αφορά την κατηγορία €/κιλό εκπομπών, οι τιμές κυμαίνονται σε μικρό εύρος, €0,002-1,15. Η μικρότερη τιμή στον πίνακα 4.2.1 είναι εκείνη των CSERGE et al (1993), ενώ η μεγαλύτερη προτείνεται από τους Powell & Brisson (1994). Η μελέτη CSERGE et al (1993) υποθέτει συλλογή του βιοαερίου και χρήση του για παραγωγή ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας ή διαφυγή του στην ατμόσφαιρα (45% ποσοστό συλλογής, 37% απόδοση μετατροπής), ενώ στην εκτίμηση του κόστους δεν λαμβάνει υπόψη τις εξωτερικότητες από την καύση και την οξείδωση του μεθανίου. Η εκτίμηση της μελέτης Powell & Brisson (1994) περιλαμβάνει τέσσερα σενάρια, που συνδυάζουν την ύπαρξη ή όχι συστήματος ανάκτησης βιοαερίου και την τοποθεσία του ΧΥΤΑ σε αστικό ή υπαίθριο χώρο. Το υψηλό όριο σημαίνει ότι από τη χρήση του βιοαερίου ως πηγή ενέργειας παράγεται περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα λόγω καύσης του μεθανίου από ό,τι αν το βιοαέριο αφήνεται να διασπαρθεί στην ατμόσφαιρα.

Στη δεύτερη κατηγορία, €/τόνο απορριμμάτων, ξεχωρίζει το μεγάλο εύρος τιμών που εκτιμούν οι COWI et al (2000), €1-23, το οποίο αποτελεί συνολικό κόστος των δύο κύριων αερίων θερμοκηπίου (διοξείδιο άνθρακα και μεθάνιο) και θεωρείται μη εφαρμόσιμο, καθώς προήλθε από πολύ απλούς υπολογισμούς. Αν εξαιρεθεί η εκτίμηση αυτής της μελέτης, η μέγιστη εκτίμηση είναι

€12,23 και η ελάχιστη €4,79, τιμές προτεινόμενες από τη μελέτη ExternE (1999). Οι συγγραφείς της μελέτης καταλήγουν στο αποτέλεσμα αυτό υποθέτοντας 60% ποσοστό συλλογής βιοαερίου και συνολική ποσότητα παραγόμενου βιοαερίου 160 μ3/τόνο σε χρονικό διάστημα 15 ετών. Γενικά οι πιο αξιόπιστες από τις εκτιμήσεις του πίνακα 4.2.1 για την αποτίμηση του CO2 που εκλύεται από

ΧΥΤΑ είναι των CSERGE et al (1993) για τις τιμές σε €/κιλό εκπομπών και του προγράμματος ExternE (1999) για τις τιμές σε €/τόνο απορριμμάτων.

4.3.2.2

4.3.2.2 Μεθάνιο (CH4) Μεθάνιο (CH4)

Οι κλιματικές επιπτώσεις του μεθανίου υπολογίζονται από τις εκτιμήσεις των εκπομπών CO2 και το Δυναμικό Παγκόσμιας Θέρμανσης (Global Warming Potential – GWP) του CH4, που εκφράζεται σε ισοδύναμο CO2 με βάση την αναλογία 1:25 για περίοδο 100 ετών. Οι εκτιμήσεις για το μεθάνιο κυμαίνονται και αυτές σε μεγαλύτερο εύρος από ό,τι για το διοξείδιο του άνθρακα για την κατηγορία σε €/κιλό εκπομπών, €0,053-5,91. Το μικρό όριο δίνεται και πάλι από τους CSERGE et al (1993), ενώ το μεγάλο από τους Powell & Brisson (1994), με περισσότερο εφαρμόσιμη την εκτίμηση των πρώτων. Παρόμοια με του διοξειδίου του άνθρακα είναι η κατάσταση για την κατηγορία μονάδας μέτρησης €/τόνο απορριμμάτων, στην οποία η μελέτη των COWI et al (2000) παρέχει και πάλι το μεγαλύτερο εύρος τιμών, €1-23, το οποίο όμως εμπεριέχει μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Η δεύτερη μεγαλύτερη και η δεύτερη μικρότερη εκτίμηση δίνονται επίσης από τη μελέτη ExternE (1999),

€8,97-11,65, οι οποίες εκτιμούνται ως κατάλληλες για εφαρμογή. Επομένως, το πιο εφαρμόσιμο εύρος τιμών για το εξωτερικό κόστος του μεθανίου, όπως και του διοξειδίου του άνθρακα, παρέχεται από τη μελέτη ExternE (1999).

4.3.2.3

4.3.2.3 Πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs)Πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs)

Σχετικά με τις πτητικές οργανικές ενώσεις, υπάρχουν διαθέσιμες δύο εκτιμήσεις. Οι ECON (1995) υπολογίζουν το εξωτερικό κόστος τους σε 1 €/κιλό εκπομπών με τη μέθοδο κόστους αποφυγής, ενώ στο ExternE (1999) η οικονομική αξία τους υπολογίζεται σε 170 €/τόνο απορριμ. Το παραπάνω κόστος αντιπροσωπεύει το κόστος της βενζίνης, επειδή αυτή η ουσία θεωρήθηκε περισσότερο επικίνδυνη από τα ιχνοαέρια του βιοαερίου, όμως δεν κρίνεται αξιόπιστη εκτίμηση. Ο τρόπος υπολογισμού του κόστους αυτού δεν είναι σαφής στη μελέτη21. Όπως είναι φανερό, οι τιμές των δύο μελετών δεν είναι συγκρίσιμες.

4.3.2.4

4.3.2.4 Οξείδια και υποξείδιο του αζώτου (NOΧ και Ν2Ο)Οξείδια και υποξείδιο του αζώτου (NOΧ και Ν2Ο)

Για τα οξείδια του αζώτου υπάρχει μόνο η εκτίμηση της μελέτης ECON (1995), που τα υπολογίζει στα 6 €/κιλό εκπομπών με τη βοήθεια συναρτήσεων δόσης-απόκρισης. Το υποξείδιο του αζώτου υπολογίζεται από 2 από τις επισκοπηθείσες μελέτες, την EC (1996) και την COWI et al (2000). Η πρώτη εκτιμά το εξωτερικό κόστος στο ύψος των 2,247 €/κιλό εκπομπών με τη μέθοδο μεταφοράς οφέλους από αποτελέσματα μελετών στις ΗΠΑ, ενώ η δεύτερη υπολογίζει το εξωτερικό κόστος σε

21 Πιθανότατα υπολογίστηκε με πολλαπλασιασμό των μοναδιαίων εκπομπών VOCs με το μοναδιαίο κόστος τους, όμως το τελευταίο δεν αναφέρεται στην μελέτη. Η εκπομπή βενζίνης θεωρήθηκε ότι είναι 17 μg σε κάθε

1,5 €/τόνο απορριμμάτων, χρησιμοποιώντας απλούς υπολογισμούς και υποθέσεις για την ποιότητα και την ποσότητα των απορριμμάτων που καταλήγουν στους ΧΥΤΑ.

4.3.2.5

4.3.2.5 Ανακτώμενη ενέργειαΑνακτώμενη ενέργεια

Η ενέργεια που ανακτάται από την αξιοποίηση της ενέργειας του βιοαερίου ως πηγή αντικατάστασης της ενέργειας από συμβατικές πηγές αποτελεί θετική εξωτερικότητα, άρα εξωτερικό όφελος. Το όφελος αυτό υπολογίστηκε από τους Powell & Brisson (1994) να είναι 2,03

€/τόνο απορριμμάτων. Άλλη μία μελέτη που παρέχει τιμή κόστους για το όφελος από την καύση και χρήση του βιοαερίου ως πηγή ενέργειας είναι η μελέτη Eunomia (2002), η οποία εκτιμά το όφελος σε 0,04-0,93 €/τόνο απορριμμάτων. Το διάστημα αυτό περιλαμβάνει διαφορετικό εξωτερικό όφελος για κάθε χώρα της ΕΕ, ανάλογα με τις τεχνολογίες που διαθέτουν οι ΧΥΤΑ τους. Το ελάχιστο άκρο αντιπροσωπεύει το όφελος της Ελλάδας, ενώ το μέγιστο το όφελος της Ολλανδίας από τη χρήση του βιοαερίου ως πηγή ενέργειας. Με δεδομένη την αδυναμία εφαρμογής των πολύ απλά παρηγμένων αποτελεσμάτων των Powell & Brisson (1994), οι εκτιμήσεις της μελέτης Eunomia (2002) είναι οι περισσότερο εφαρμόσιμες από όσες έχουν επισκοπηθεί.

4.3.3

4.3.3 ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ

Οι εκτιμήσεις του εξωτερικού κόστους στο έδαφος και το νερό είναι αποτέλεσμα εφαρμογής διάφορων μεθόδων. Όπως δείχνει ο πίνακας 4.2.2, δύο από τις υπάρχουσες μελέτες χρησιμοποίησαν τη μέθοδο κόστους καθαρισμού, που είναι η πιο εύκολη για την εκτίμηση αυτού του είδους των εξωτερικοτήτων. Οι υπόλοιπες τρεις χρησιμοποίησαν τις προσεγγίσεις κόστους ελέγχου, συναρτήσεων δόσης-απόκρισης και μεταφοράς οφέλους. Οι πιο κατάλληλη μέθοδος θεωρείται από τη βιβλιογραφία ότι είναι οι συναρτήσεις δόσης-απόκρισης, διότι μπορούν να δώσουν και να αξιολογήσουν με ακρίβεια τη σχέση μεταξύ ρύπου και επίπτωσής του.

Αν και το καλύτερο θα ήταν να εκτιμάται το κόστος της ζημιάς που προκαλεί κάθε ρύπος των στραγγισμάτων ξεχωριστά με τη βοήθεια συναρτήσεων δόσης-απόκρισης, στην πράξη αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί, λόγω των μεγάλων διαφορών στη σύσταση, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και την ποσότητα των στραγγισμάτων, που ανακλούν τις διαφορές στα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά των ταφέντων απορριμμάτων. Για τον λόγο αυτό, η πλειοψηφία των εκτιμήσεων δίνεται ως συνολικό κόστος των παραγόμενων στραγγισμάτων των ΧΥΤΑ. Μόνο μία μελέτη από αυτές που βρέθηκαν παρέχει εκτιμήσεις για βαρέα μέταλλα και διοξίνες. Σε γενικές γραμμές, οι εκτιμήσεις βρίσκονται στα ίδια επίπεδα.

Το εκτιμώμενο κόστος των στραγγισμάτων βρίσκεται γενικά στο διάστημα 0-2 €/τόνο απορριμμάτων. Όλες οι μελέτες αναφέρουν ως ελάχιστη τιμή το μηδέν, καθώς περιλαμβάνουν εκτιμήσεις του εξωτερικού κόστους και των παλιών χώρων ταφής, αλλά και των νεότερων, που

λαμβάνουν μέτρα συλλογής και επεξεργασίας στραγγισμάτων. Οι συγγραφείς για λόγους ευκολίας στους υπολογισμούς υποθέτουν ότι η επένδυση του χώρου ταφής συγκρατεί όλη την ποσότητα των παραγόμενων στραγγισμάτων, αν και στην πραγματικότητα όλα τα υλικά φθείρονται με το χρόνο και τα στραγγίσματα διαφεύγουν στο έδαφος. Η μέγιστη τιμή δίνεται από τους COWI et al (2000), που όμως είναι αποτέλεσμα μόνο παραδειγμάτων υπολογισμών και δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα. Η αμέσως μικρότερη τιμή, 1,8 €/τόνο απορριμμάτων, προέρχεται από τους Powell & Brisson (1994), την οποία όμως οι ίδιοι κρίνουν ως ακατάλληλη για χρήση. Η πιο εφαρμόσιμη μέγιστη τιμή είναι εκείνη των CSERGE et al (1993). Για την εξαγωγή της χρησιμοποίησαν την μέθοδο κόστους καθαρισμού, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε απουσία ευρωπαϊκών συναρτήσεων δόσης-απόκρισης.

Η μελέτη των Miranda & Hale (1997) παρήγαγε εκτιμήσεις με τη χρήση συναρτήσεων δόσης- απόκρισης που είχαν εξαχθεί από μελέτες των ΗΠΑ. Παρόλο που η μέθοδος είναι κατάλληλη για την αποτίμηση του κόστους των στραγγισμάτων, οι εκτιμήσεις τους δεν είναι εφαρμόσιμες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς η μορφολογία, το κλίμα και τα εδαφικά χαρακτηριστικά των ΗΠΑ διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών εδαφών.

Μόνο οι ECON (1995) παρέχουν στη μελέτη τους τιμές για βαρέα μέταλλα και διοξίνες. Το κόστος των βαρέων μετάλλων εκτιμάται ότι κυμαίνεται από 1 έως 121.000 €/κιλό εκπομπών, ενώ για τις διοξίνες υπολογίζεται στα 62.820.000 €/κιλό εκπομπών. Ο υπολογισμός τους γίνεται με συνδυασμό των μεθόδων κόστους ελέγχου εκπομπών, συνδεόμενων περιβαλλοντικών αξιών και δεικτών τοξικότητας. Οι τιμές κρίνονται εφαρμόσιμες, αν και ευαίσθητες όσον αφορά την περιοχή εγκατάστασης του ΧΥΤΑ (αστικός ή υπαίθριος).

4.3.4

4.3.4 ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΧΛΗΣΕΙΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΧΛΗΣΕΙΣ

Οι περισσότερες από τις επισκοπηθείσες μελέτες αναφέρονται στις οχλήσεις των εγκαταστάσεων και της λειτουργίας ΧΥΤΑ. Η πλειοψηφία των πρωτογενών μελετών προέρχεται από τις ΗΠΑ και τα αποτελέσματά τους έχουν μεταφερθεί με κάποιες προσαρμογές στην Ευρώπη. Πριν λίγα χρόνια διεξήχθη μια πρωτογενής έρευνα για λογαριασμό του Τμήματος Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Υποθέσεων της Υπαίθρου του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις οχλήσεις που προκαλούν οι ΧΥΤΑ (DEFRA, 2003), η οποία παρέχει μια νέα βάση δεδομένων για τις ευρωπαϊκές μελέτες.

Στον πίνακα 4.2.3 παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις που συγκεντρώθηκαν από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας για την αποτίμηση των οχλήσεων. Όπως φαίνεται, η μορφή παρουσίασης των εκτιμήσεων δεν αφήνει περιθώρια σύγκρισης μεταξύ τους. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ποικιλία διαφορετικών μονάδων μέτρησης των αποτελεσμάτων. Συγκεκριμένα, οι διαφορετικές μονάδες μέτρησης είναι οι εξής:

 WTP σε €/νοικοκυριό/έτος ή WTP σε €/νοικοκυριό/μονάδα απόστασης (χμ ή μίλι) ή απλώς σε €/νοικοκυριό

 ποσοστό % ή χρηματικό ποσό πτώσης τιμών κατοικιών που βρίσκονται στην ακτίνα επίδρασης του ΧΥΤΑ ανά μονάδα απόστασης

 περιστασιακά κόστος/τόνο απορριμμάτων.

Όπου οι τιμές παρουσιάζονται σε μορφή διαστημάτων, τα ανώτατα και κατώτατα όρια αναφέρονται σε διαφορές που έχουν να κάνουν μέσα στα άλλα με τον τύπο του ΧΥΤΑ (παλιό ή νεότερο), την κατάστασή του (στάδιο σχεδιασμού, κατασκευής, λειτουργίας), την τοποθεσία του (αστικός, υπαίθριος) και την πυκνότητα των κατοίκων κοντά σε αυτόν.

Η αποτίμηση των οχλήσεων έχει γίνει τις περισσότερες φορές με τις αναγνωρισμένες μεθόδους ηδονικής αποτίμησης και πιθανολογικής αξιολόγησης. Η μέθοδος ηδονικής αποτίμησης παράγει ομοιόμορφα αποτελέσματα όσον αφορά τη μονάδα μέτρησης (κυρίως επί % ποσοστό ανά μονάδα απόστασης), γι’ αυτό οι μελέτες που έχουν βασιστεί σε αυτήν είναι πιο συγκρίσιμες μεταξύ τους.

Αν εξαιρεθεί το συμπέρασμα των Hirshfeld et al (1992), οι οποίοι προτείνουν μία φθίνουσα οριακή αλλαγή στις τιμές των κατοικιών με την αύξηση της απόστασης από ΧΥΤΑ, η γενική τάση των αποτελεσμάτων των μελετών είναι μία γραμμική αύξηση της τιμής όσο περισσότερο απομακρυσμένες είναι οι κατοικίες από έναν ΧΥΤΑ. Με την εξαίρεση, επομένως, της μεγάλης τιμής της μελέτης αυτής22, τα αποτελέσματα των υπόλοιπων μελετών ηδονικής αποτίμησης εκφράζονται από την πτώση των τιμών των κατοικιών στο διάστημα 2,0% - 7,06% ανά χμ. Και τα δύο όρια προέρχονται από τη μελέτη DEFRA (2003), 2% πτώση τιμών ακινήτων μεταξύ 0-0,25 μιλίων (0-0,4 χμ) και 7,06% μεταξύ 0,25-0,5 μιλίων (0,4-0,8 χμ) από τον ΧΥΤΑ, Σύμφωνα με τη μελέτη, μετά το μισό μίλι (0,8 χμ), δεν παρατηρείται πτώση των τιμών των ακινήτων. Η παρατηρούμενη εμβέλεια επίδρασης των ΧΥΤΑ στις τιμές των κατοικιών είναι από 0 έως 5,2 χμ.

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες από τις μελέτες δεν λαμβάνουν υπόψη σημαντικούς παράγοντες, όπως η τοπογραφία και οι επικρατούσα κατεύθυνση των ανέμων, που καθορίζουν, για παράδειγμα, την επίδραση των οσμών και των διασπαρμένων απορριμμάτων.

Επιπλέον, η αντίληψη των οχλήσεων από τους κατοίκους της περιοχής γύρω από τον ΧΥΤΑ μπορεί να υπερεκτιμηθεί αν στις απαντήσεις τους συμπεριλάβουν τους κινδύνους υγείας που μπορεί να προκαλέσει ο ΧΥΤΑ, παράγοντας που έχει ήδη συμπεριληφθεί στο κόστος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

22 Οι Hirshfeld et al (1992) προτείνουν 30% πτώση τιμής κατοικιών σε απόσταση 0,8 χμ από τον ΧΥΤΑ μιας υποθετικής πόλης. Στη μελέτη δεν εξηγείται η εξαγωγή τόσο μεγάλης τιμής.

Όπως παρατηρήθηκε από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, η μέθοδος ηδονικής αποτίμησης είναι η πιο δημοφιλής μέθοδος για την αποτίμηση των εξωτερικοτήτων όχλησης. Αυτό συμβαίνει επειδή η μέθοδος αυτή έχει το σημαντικό πλεονέκτημα ότι βασίζεται στην παρατήρηση των τιμών αγοράς (ακινήτων στη συγκεκριμένη περίπτωση), οι οποίες συγκεντρώνονται εύκολα. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να αγνοούνται οι περιορισμοί της μεθόδου, όπως η επίδραση της κατάτμησης, δηλαδή της ανομοιογένειας, της αγοράς ακινήτων, που καθιστά δύσκολη ή και αδύνατη την αναγνώριση και τον διαχωρισμό των παραγόντων που επηρεάζουν τις τιμές τους, καθώς και τη μεταφορά του κόστους της όχλησης που προκαλούν διαφορετικοί ΧΥΤΑ, ιδιαίτερα μεταξύ χωρών.

Από την άλλη, οι μέθοδοι έκφρασης προτιμήσεων παράγουν εκτιμήσεις της προθυμίας πληρωμής, η οποία θεωρείται το καλύτερο μέτρο για τις εξωτερικότητες. Στις μελέτες που επισκοπήθηκαν υπήρχαν, βέβαια, προβλήματα και με αυτές τις μεθόδους. Τα αποτελέσματά τους δεν είναι άμεσα συγκρίσιμα, λόγω διαφορετικών κλιμάκων αξιολόγησης, μολονότι, όπως είναι αναμενόμενο, η προθυμία πληρωμής μειώνεται καθώς οι ερωτώμενοι απομακρύνονται από τον χώρο ταφής.

Φαίνεται, παρόλα αυτά, ότι τα αποτελέσματα των δύο ανωτέρω μεθόδων είναι σύμφωνα μεταξύ τους, όταν χρησιμοποιούνται μαζί στην ίδια έρευνα.

Στη βιβλιογραφία συστήνεται έντονα ο συνδυασμός των δύο μεθόδων με τη βοήθεια κατάλληλων οικονομετρικών εργαλείων (Adamowicz et al, 1994 στο Tzipi, Ayalon & Shechter, 2005). Και πραγματικά παρατηρείται ότι οι ελάχιστες εκτιμήσεις οχλήσεων που υπάρχουν σε μονάδες κόστους ανά τόνο απορριμμάτων είναι αποτέλεσμα συνδυασμού των αποτελεσμάτων μελετών ηδονικής και πιθανολογικής αξιολόγησης, φυσικά με κάποιες αναγκαίες παραδοχές, όπως την συνολική ποσότητα των αποβλήτων που δέχονται οι ΧΥΤΑ, την διάρκεια λειτουργίας τους και την πυκνότητα του πληθυσμού που κατοικεί γύρω τους. Το διάστημα στο οποίο κυμαίνονται οι εκτιμήσεις κόστους ανά τόνο αποβλήτων συμπίπτει με αυτό που προτείνει η μελέτη Eunomia (2002) για τις χώρες-μέλη της ΕΕ, δηλαδή €0,35-16,96/τόνο/τετρ. μίλι. Το ανώτατο όριο του διαστήματος συμφωνεί με την πρόταση της μελέτης ExternE (1995), της πρώτης μελέτης που εξήγαγε πρωτογενείς τιμές εξωτερικού κόστους των αποβλήτων για την Ευρώπη, ενώ είναι πολύ μεγαλύτερο από το αποτέλεσμα της μελέτης DEFRA (2003), που έχει γεωγραφικό όριο το Ηνωμένο Βασίλειο.

4.3.5

4.3.5 ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Οι επιπτώσεις που αξιολογούνται στις μελέτες που ασχολήθηκαν με τις εξωτερικότητες μεταφοράς των αποβλήτων μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις κατηγορίες: αυτοκινητιστικά ατυχήματα με απορριμματοφόρα, ατμοσφαιρική ρύπανση και κλιματικές επιπτώσεις, κυκλοφοριακή συμφόρηση που μπορεί να προκαλούν τα οχήματα και φθορά της ασφάλτου, λόγω της κίνησης και του βάρους τους. Οι τιμές εξωτερικού κόστους που έχουν υπολογιστεί φαίνονται στον πίνακα 4.2.4. Οι

περισσότερες από τις μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί για το ΗΒ, ενώ μόνο δύο μελέτες απευθύνονται στην Ευρώπη. Η μία είναι η μελέτη ExternE (1999), που παραθέτει αποτελέσματα για τις χώρες Γερμανία, Ελλάδα και Ολλανδία, και η άλλη η μελέτη των PIRA et al (1998), που απευθύνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικά. Οι πληροφορίες για τις τιμές εξωτερικού κόστους των μεταφορών αποβλήτων (αλλά όχι και οι εκτιμήσεις) έχουν ληφθεί από τη μελέτη Eunomia (2002).

4.3.5.1

4.3.5.1 Ατυχήματα και θύματα Ατυχήματα και θύματα

Με το εξωτερικό κόστος των αυτοκινητιστικών ατυχημάτων που οφείλονται στην παρουσία των απορριμματοφόρων στους δρόμους βρέθηκαν να έχουν ασχοληθεί τρεις μελέτες, η Powel and Brisson (1994), η NERA et al (2000) και η PIRA et al (1998). Η καθεμιά προσέγγισε με διαφορετικό τρόπο τον υπολογισμό του εξωτερικού κόστους των μεταφορών των απορριμμάτων. Οι Powel and Brisson (1994) χρησιμοποίησαν δεδομένα ατυχημάτων και κόστους των ατυχημάτων23 που δημοσίευσε το Τμήμα Μεταφορών του ΗΒ. Η μελέτη NERA et al (2000) υπέθεσε ότι το κόστος των ατυχημάτων έχει σε κάποιο βαθμό εσωτερικοποιηθεί ως κόστος χρήσης των δρόμων, καθώς και ως επιπλέον ασφαλιστικές δαπάνες. Τέλος, η μελέτη PIRA et al (1998) απλώς συνδύασε τα δεδομένα κύριων και δευτερεύοντων ατυχημάτων με εκτιμήσεις της Αξίας μιας Στατιστικής Ζωής.

Οι πληροφορίες για τις δύο τελευταίες μελέτες και οι τιμές τους αντλήθηκαν από τη μελέτη Eunomia (2002).

Οι εκτιμήσεις που δίνονται στον πίνακα 4.2.4 δεν είναι συγκρίσιμες μεταξύ τους, λόγω των διαφορών στις μονάδες μέτρησης. Τα αποτελέσματα εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο από κάθε μελέτη: €/τόνο αποριμμάτων/διαδρομή, €/όχημα/χμ και €/1000 χμ. Ωστόσο οι συγγραφείς της μελέτης Eunomia (2002) σχολιάζουν ότι οι εκτιμήσεις της μελέτης NERA et al (2000) είναι κατά έναν παράγοντα 10 μεγαλύτερες από αυτές της μελέτης PIRA et al (1998), ενώ στην περίπτωση των κύριων λεωφόρων ο παράγοντας αυτός γίνεται 30. Η παρατήρηση αυτή δείχνει ότι τα αποτελέσματα αυτών των μελετών έχουν κοινή μονάδα μέτρησης, αν και αυτό δεν αποσαφηνίζεται από τη μελέτη Eunomia (2002). Πραγματικά, αν μετατραπούν οι τιμές της μελέτης PIRA et al (1998) στον πίνακα 4.2.4 από €/1000 χμ σε €/χμ, τα όρια τιμών θα γίνουν: 0,001-0,007 και 0,000- 0,008 €/χμ, νούμερα που επιβεβαιώνουν την ανωτέρω παρατήρηση. Η ελάχιστη και η μέγιστη εκτίμηση, επομένως, είναι εκείνες της μελέτης NERA et al (2000): 0,013-0,039 €/όχημα/χμ.

Οι εκτιμήσεις των μελετών περιλαμβάνουν πολλά σενάρια. Το εύρος τιμών της μελέτης NERA et al (2000) αντιπροσωπεύει κόστος για διαφορετικής τεχνολογίας οχήματα (αρθρωτά/νταλίκες ή με πλαίσιο/σασί) και για διαφορετικές οδικές αρτηρίες (αστικές-υπεραστικές), ενώ των PIRA et al

23 Δεν αναφέρεται στη μελέτη με ποιο τρόπο βρέθηκαν το κόστος τραυματισμών και θανάτων. Αναφέρεται μόνο ότι αντλήθηκαν από ένα ενημερωμένο (updated) υπόμνημα που εξέδωσε το Τμήμα Μεταφορών του ΗΒ και ότι οι τιμές είναι μεγαλύτερες από αυτές που είχαν υπολογιστεί στη μελέτη CSERGE et al (1993).

(1998) κόστος τραυματισμού ή θανάτου για διαφορετικές χώρες της ΕΕ. Συγκεκριμένα, για τους θανάτους η χαμηλότερη τιμή είναι της Ολλανδίας και η υψηλότερη της Ελλάδας, ενώ για τους τραυματισμούς, η χαμηλότερη τιμή είναι της Δανίας και η υψηλότερη της Πορτογαλίας. Καμία μελέτη δεν κάνει λόγο για την εφαρμοσιμότητα των ανωτέρω τιμών.

4.3.5.2

4.3.5.2 Ατμοσφαιρική ρύπανση και κλιματικές επιπτώσεις Ατμοσφαιρική ρύπανση και κλιματικές επιπτώσεις

Αρκετές μελέτες έχουν ερευνήσει την επίδραση του εξωτερικού κόστους της μεταφοράς των αποβλήτων στην ατμόσφαιρα και στην κλιματική αλλαγή. Τρεις από αυτές πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό του προγράμματος ExternE και δημοσιεύτηκαν το 1999, άλλη μία, των Powel and Brisson (1994), υπολόγισε το κόστος των οξειδίων του αζώτου (ΝΟΧ) που εκλύεται από την κίνηση των απορριμματοφόρων. Οι NERA et al (2000), υπολόγισε το κόστος των διαφορετικών οχημάτων μεταφοράς απορριμμάτων και οι Sansom et al (2001) έδωσαν γενικές εκτιμήσεις για την επίδραση των μεταφορών στην κλιματική αλλαγή.

Οι μελέτες υπολόγισαν το κόστος με διάφορες μεθόδους. Για τα αποτελέσματα των μελετών του ExternE έγινε μοντελοποίηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης των τριών χωρών με τη βοήθεια των μοντέλων ROADPOL και ECOSENSE. Οι εκτιμήσεις της μελέτης Powel and Brisson (1994) υπολογίζονται με βάση πληροφορίες που αντλήθηκαν από επικοινωνία με το εργαστήριο Warren Spring Laboratory (CSERGE, 1993), οι οποίες περιλαμβάνουν δεδομένα για ένα τυπικό απορριμματοφόρο όχημα που λειτουργεί σε ποικιλία ταχυτήτων, φορτίων και δρόμων. Η NERA et al (2000) υπολόγισε το εξωτερικό κόστος των εκπομπών σύμφωνα με τα καύσιμα που χρησιμοποιούν τα οχήματα και τον αριθμό των αξόνων τους. Στο κόστος αυτό συμπεριλαμβάνονται και το εξωτερικό κόστος του θορύβου των οχημάτων, τα οποία παρήχθησαν με πιθανολογική μέθοδο αξιολόγησης.

Γενικά το κόστος εκφράζεται με τρεις τρόπους. Η μελέτη των Powel and Brisson (1994) παρήγαγε κόστος ανά τόνο απορριμμάτων, από τα οποία μόνο το κόστος των ΝΟΧ είχε διακριτά αποτελέσματα όσον αφορά τη συνολική έκταση του ΗΒ, καθώς το κόστος του CO2 έχει μετρηθεί στο κόστος της κλιματικής αλλαγής και τα σωματίδια έχουν μόνο τοπική επίδραση. Οι εκτιμήσεις που εξήγαγαν οι μελέτες του ExternE (1999) και η μελέτη NERA et al (2000) είχαν ως μονάδα μέτρησης κόστος ανά όχημα ανά χιλιόμετρο. Τέλος, οι Sansom et al (2001) έδωσαν τιμές ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι δεν είναι εφικτή μια σύγκριση των αποτελεσμάτων των δύο ομάδων μελετών. Μπορούν όμως να συγκριθούν τα αποτελέσματα που παρήγαγε το πρόγραμμα ExternE για τις τρεις ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ τους, όπως και με τα αποτελέσματα της NERA et al (2000). Αυτά για το ExternE κυμαίνονται από 0,068 έως 4,452

€/όχημα/χμ, με το μικρότερο όριο να ανήκει στην Ολλανδία και το μεγαλύτερο στην Ελλάδα, ενώ, αν ληφθούν υπόψη και τα όρια της NERA et al (2000), το μικρότερο όριο γίνεται 0,0064

€/όχημα/χμ. Φυσικά, οι τιμές αντιπροσωπεύουν διαφορετικές υποθέσεις και συνθήκες. Αν και η

μελέτη NERA et al (2000) περιλαμβάνει στις τιμές της το κόστος του θορύβου, εντούτοις το εύρος των εκτιμήσεων που παραθέτει είναι αισθητά μικρότερο από τις εκτιμήσεις του ExternE. Η μελέτη Eunomia (2002) εξηγεί ότι οι εκτιμήσεις της μελέτης NERA et al (2000) έχουν ξεπεράσει τις εκτιμήσεις του προγράμματος ExternE, καθώς η τεχνολογία λειτουργίας των απορριμματοφόρων έχει αλλάξει σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα Euro I και Euro II, στα οποία στηρίχθηκε για τους υπολογισμούς της η μελέτη.

4.3.5.3

4.3.5.3 Κυκλοφοριακή συμφόρηση και φθορά ασφάλτουΚυκλοφοριακή συμφόρηση και φθορά ασφάλτου

Για την αξιολόγηση των εξωτερικοτήτων αυτών βρέθηκαν συνολικά τρεις μελέτες. Δύο από αυτές έχουν ως αντικείμενο το εξωτερικό κόστος της συμφόρησης, ενώ η τρίτη την οικονομική αξιολόγηση της φθοράς της ασφάλτου. Από αυτές που αποτίμησαν την αξία της συμφόρησης η μία είναι εκείνη του Newberry (1992), που αναφέρεται στη μελέτη Enviros et al (2004b), και η δεύτερη η Sansom et al (2001). Η NERA et al (2000) (από Eunomia, 2002) ασχολείται μέσα στα άλλα και με την οικονομική αξιολόγηση της φθοράς της ασφάλτου.

Ο Newberry επιχείρησε την αποτίμηση του οριακού κόστους της συμφόρησης χρησιμοποιώντας την οικονομική αξία του χρόνου. Η διαδικασία περιλάμβανε τρία στάδια. Στο πρώτο εκτίμησε τη σχέση μεταξύ ταχύτητας οχήματος και ροής κυκλοφορίας στο δρόμο. Με αυτή τη σχέση υπολόγισε την πτώση της ταχύτητας του οχήματος (αύξηση χρόνου ταξιδιού) λόγω πρόσθεσης ενός επιπλέον οχήματος στην ροή της κυκλοφορίας (αύξηση της ροής). Τέλος, έχοντας τα παραπάνω δεδομένα, αποτίμησε τον συνολικό παρατεταμένο χρόνο ταξιδιού για το τρέχον οικονομικό κόστος του χρόνου. Οι εκτιμήσεις κυμαίνονται στο διάστημα 0,0021-1,5186 €/όχημα/χμ και εμπεριέχουν εκτιμήσεις για δρόμους με διαφορετική συχνότητα κυκλοφορίας και για διαφορετικές ώρες της ημέρας. Σύμφωνα με τους Enviros et al (2004b), όμως, είναι πιθανό να μην είναι έγκυρες, λόγω της ηλικίας τους.

Σύμφωνα με τους Enviros et al (2004b), μέχρι τώρα δεν υπάρχει κάποια πιο πρόσφατη μελέτη για την αποτίμηση της συμφόρησης. Ωστόσο, στην ανασκόπηση της βιβλιογραφίας βρέθηκε η μελέτη Sansom et al (2001), που επίσης υπολογίζει το οριακό κόστος κυκλοφοριακής συμφόρησης, ύψους 0,0096-1,2700 €/όχημα/χμ. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι μεγαλύτερες από εκείνες της προηγούμενης μελέτης, αν και περιλαμβάνουν τα ίδια σενάρια με εκείνα της μελέτης Newberry (1992) για την κυκλοφορία και τις ώρες της ημέρας. Οι υπολογισμοί τους έγιναν με δεδομένα που αντλήθηκαν από τις Εθνικές Προβλέψεις Οδικής Κυκλοφορίας. Η μέθοδος περιλάμβανε διαφόριση του συνολικού κόστους του χρόνου ως προς τον όγκο της κυκλοφορίας και κατόπιν αφαίρεση του μέσου κόστους του χρόνου, για να απομακρυνθεί η επίδραση του ιδιωτικού κόστους του χρόνου ταξιδιού του πρόσθετου οχήματος που εισχωρεί στην κυκλοφορία. Δεν ήταν δυνατό να γίνει ανάλυση ευαισθησίας των ευρημάτων της μελέτης, για αυτό δεν είναι σαφές αν το κόστος αυτά είναι κατάλληλο για εφαρμογή.

Στην μελέτη Eunomia (2002), η μελέτη NERA et al (2000) παρουσιάζεται να έχει και αυτή εκτιμήσει κόστος κυκλοφοριακής συμφόρησης, όμως αυτό για άγνωστο λόγο δεν εκτίθεται στη μελέτη.

Αναφέρεται μόνο ότι επίσης παράχθηκε με συνδυασμό καμπυλών ταχύτητας οχήματος και μιας συνάρτησης ταχύτητας-κόστους/χμ.

Από τη μελέτη NERA et al (2000), τέλος, έχει αντληθεί το κόστος φθοράς της ασφάλτου από την κίνηση των οχημάτων, το οποίο εξαρτάται κυρίως από το βάρος και τον αριθμό των αξόνων του οχήματος. Το κόστος υπολογίστηκε σε €0,0061-0,0359/όχημα/χμ.

4.3.6

4.3.6 ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ

Οι τιμές κόστους που παρουσιάζονται στον πίνακα 4.2.5 σχετικά με τις επιδράσεις των ρύπων των ΧΥΤΑ στην υγεία έχουν αντληθεί, σχεδόν εξολοκλήρου, από τη μελέτη Enviros et al (2004b). Μόνο δύο νέες εκτιμήσεις προστέθηκαν στον πίνακα, μία που εξήγαγε το πρόγραμμα ExternE και δημοσιεύεται στη μελέτη ExternE (2005) και μία από τους Ready et al (2004), στην μελέτη των οποίων αναφέρεται η μελέτη ExternE (2005).

Η συμβουλευτική ομάδα Enviros Consulting Ltd πραγματοποίησε τη μελέτη Enviros et al (2004b) σε συνεργασία με την ομάδα EFTEC για λογαριασμό του Τμήματος Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Υποθέσεων της Υπαίθρου (DEFRA) του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο σκοπός της ήταν να αξιολογήσει οικονομικά τις υπάρχουσες πληροφορίες για τις επιδράσεις της διαχείρισης και διάθεσης αστικών αποβλήτων στο περιβάλλον και στην υγεία. Τα δεδομένα για τα αποτελέσματα της διαχείρισης των ΑΣΑ στο περιβάλλον και στην υγεία αντλήθηκαν από το πρώτο μέρος της δουλειάς (Enviros et al, 2004a), στην οποία η ίδια ομάδα σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Birmingham διενέργησε μια εκτεταμένη επισκόπηση επιδημιολογικών μελετών και αναγνώρισε τα κυριότερα προβλήματα υγείας που προκαλούνται από τις πρακτικές διαχείρισης των ΑΣΑ.

Τα αποτελέσματα της μελέτης Enviros et al (2004a), όσον αφορά τους ΧΥΤΑ, έχουν παραχθεί για έξι υποθετικούς χώρους ταφής μικρής, μεσαίας και μεγάλης χωρητικότητας, με εξοπλισμό για απλή καύση του βιοαερίου ή χρήση του για παραγωγή ενέργειας. Η μελέτη περιορίζεται, όμως, στην αξιολόγηση των συνεπειών μόνο των ατμοσφαιρικών εκπομπών που απορρέουν από την ταφή ΑΣΑ, υποστηρίζοντας ότι αυτές είναι οι σημαντικότερες, αφού το πόσιμο νερό υφίσταται επεξεργασία προτού καταναλωθεί, και πρέπει να συμφωνεί με αυστηρά πρότυπα ποιότητας.

Επιπλέον, τα πορίσματα της μελέτης αναφέρονται μόνο σε κατάσταση ομαλής λειτουργίας των εγκαταστάσεων.

Οι εκτιμήσεις που υπολογίστηκαν εντάσσονται στις εξής κατηγορίες: πρόωροι θάνατοι, εισαγωγές

επεισόδιο, καρκίνοι (θανατηφόροι και μη) και ανωμαλίες στις γεννήσεις. Οι περισσότερες από τις τιμές είναι αποτέλεσμα αξιολόγησης της Αξίας μιας Στατιστικής Ζωής, ενώ αρκετές μελέτες υπολογίζουν το κόστος ανά επεισόδιο. Για τους καρκίνους, η αξιολόγηση γίνεται ανά περίπτωση.

4.3.6.1

4.3.6.1 Πρόωροι θάνατοιΠρόωροι θάνατοι

Οι θάνατοι ηλικιωμένων και άρρωστων ατόμων εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αξιολογούνται με βάση την Αξία μιας Στατιστικής Ζωής στις μελέτες που βρέθηκαν. Οι Enviros et al (2004b) αναφέρουν ότι κατά γενική ομολογία η βιβλιογραφία απορρίπτει την καταλληλότητα του μέτρου αυτού όταν πρόκειται για την αξιολόγηση της οξείας θνησιμότητας, καθώς είναι κατάλληλο περισσότερο για την αξιολόγηση του κινδύνου θανάτου νέων ανθρώπων λόγω μακρόχρονης έκθεσης σε ρύπους. Ένα καλύτερο μέτρο για την οξεία θνησιμότητα φέρεται να είναι η Αξία ενός Έτους Χαμένης Ζωής (VLYL ή VΟLY). Για αυτό, το διάστημα τιμών που προτείνουν είναι αυτό που εκτιμήθηκε από τη μελέτη DoH (1999), €3.700-2.000.000, επειδή η μελέτη αυτή προσάρμοσε τη VSL σε σχέση με την ηλικία και την ποιότητα ζωής, εκτίμηση που ισοδυναμεί με VLYL.

4.3.6.2

4.3.6.2 Εισαγωγές στο νοσοκομείο με αναπνευστική δυσφορίαΕισαγωγές στο νοσοκομείο με αναπνευστική δυσφορία

Στο Enviros et al (2004b) παρουσιάζεται ως εγκυρότερη η εκτίμηση της μελέτης CSERGE et al (1999). Αυτή η εκτίμηση έχει τη βάση της στην προθυμία πληρωμής για την αποφυγή αναπνευστικών επεισοδίων που εκτίμησαν οι Day et al (1999) για πέντε ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στο κόστος ασθενείας για τις ίδιες χώρες από τη μελέτη Dubourg (1999). Στη μελέτη ExternE (2005) βρέθηκε μία περισσότερο έγκυρη μελέτη, των Ready et al (2004), οι οποίοι χρησιμοποίησαν επίσης την πιθανολογική αξιολόγηση και παρήγαγαν μια προθυμία πληρωμής για αποφυγή εισαγωγής σε νοσοκομείο την οποία συνδύασαν με κόστος απώλειας παραγωγής και δαπάνες νοσηλείας.

Σύμφωνα με τους CSERGE et al (1999), οι μελέτες διαχωρίζουν τα αποτελέσματά τους για εισαγωγή στο νοσοκομείο με αναπνευστική δυσκολία και εισαγωγή στα επείγοντα με αναπνευστικά προβλήματα.

Εισαγωγή στο νοσοκομείο με αναπνευστική δυσκολία: εισαγωγή σε νοσοκομείο για θεραπεία αναπνευστικής δυσφορίας, όπου τα συμπτώματα περιλαμβάνουν επίμονο φλεγματώδη βήχα με περιστασιακούς παροξυσμούς, ασθματική αναπνοή, πυρετό, πονοκέφαλο και κόπωση. Υποτίθεται ότι ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο για θεραπεία τριών ημερών, ακολουθούμενη από πέντε ημέρες στο κρεβάτι στο σπίτι του.

Εισαγωγή στα επείγοντα με αναπνευστικά προβλήματα: μεταφορά στα επείγοντα νοσοκομείου για οξυγόνο και φάρμακα για την υποστήριξη αναπνευστικών προβλημάτων προκαλούμενα από αναπνευστική κόπωση, με συμπτώματα που περιλαμβάνουν επίμονο φλεγματώδη βήχα με περιστασιακούς παροξυσμούς, ασθματική αναπνοή ακόμα και σε κατάσταση ξεκούρασης, πυρετό, πονοκέφαλο και κόπωση. Ο ασθενής περνά τέσσερις ώρες στα επείγοντα, ακολουθούμενες από πέντε ημέρες στο κρεβάτι στο σπίτι του.

Η μελέτη CSERGE et al (1999) παρέχει εκτιμήσεις και για τους δύο τύπους εισαγωγής, ενώ εκείνη των Ready et al (2004) παρέχει τιμή μόνο για την πρώτη κατάσταση υγείας. Παρατηρείται ομοιότητα στις δύο εκτιμήσεις για εισαγωγή με αναπνευστική δυσκολία (€1.660 και €2.000 αντίστοιχα), γεγονός που επικυρώνει τα ευρήματά τους.

4.3.6.3

4.3.6.3 Εισαγωγές με καρδιαγγειακό επεισόδιοΕισαγωγές με καρδιαγγειακό επεισόδιο

Όλες οι πληροφορίες για αυτήν την παράγραφο έχουν αντληθεί από το Enviros et al (2004b).

Δεν υπάρχει βιβλιογραφία που ερευνά συγκεκριμένα την προθυμία πληρωμής για την αποφυγή εισαγωγής σε νοσοκομείο με καρδιαγγειακό επεισόδιο. Είναι πιθανό και αναμενόμενο ότι η προθυμία πληρωμής για αποφυγή εισαγωγής αυτού του τύπου θα είναι μεγαλύτερη από αυτήν για αποφυγή εισαγωγής με αναπνευστική δυσχέρεια, λόγω των σοβαρότερων συνεπειών και της μεγαλύτερης διάρκειας του πόνου. Όσον αφορά το δαπάνες νοσηλείας, στο Netcen (2002) λαμβάνονται 7 ημέρες νοσηλείας, αριθμός που συστήνεται και από τη μελέτη DoH (1999) (6.4-10.6 ημέρες24). Οι Enviros et al (2004b) υποθέτουν ότι ο αριθμός των ημερών νοσηλείας για τα καρδιαγγειακά επεισόδια θα είναι ανάλογος με τον αριθμό ημερών για τα αναπνευστικά (όχι τα επείγοντα), δηλαδή 8 ημέρες. Αυτή η παραδοχή συνεπάγεται την εκτίμηση ενός κατώτατου ορίου τιμών για ένα καρδιαγγειακό επεισόδιο, ως το άθροισμα της προθυμίας πληρωμής για ένα αναπνευστικό επεισόδιο, της απώλειας παραγωγής στην εργασία και των δαπανών νοσηλείας (υποθέτοντας 7 ημέρες νοσηλείας), που δίνει 3,500 €/επεισόδιο.

4.3.6.4

4.3.6.4 ΚαρκίνοιΚαρκίνοι

Και για αυτήν την παράγραφο όλες οι πληροφορίες έχουν αντληθεί από Enviros et al (2004b).

Σε συμφωνία με τα αποτελέσματα της μελέτης Enviros et al (2004a) για την περίπτωση των κινδύνων από τη διάθεση ΑΣΑ, που είναι καρκίνος του πνεύμονα, λευχαιμία και αιμαγγειοσάρκωμα, η ανασκόπηση της οικονομικής βιβλιογραφίας έχει γίνει σε σχέση με αυτούς τους συγκεκριμένους καρκίνους.

Η μελέτη δεν αναλύει διαφορετικά τους καρκίνους που καταλήγουν σε θάνατο από ό,τι τους μη θανατηφόρους. Οι Enviros et al (2004b) παρουσιάζουν τιμές και για θανατηφόρα και για μη θανατηφόρα περιστατικά, καθώς αυτά θα λειτουργήσουν ως ανώτατα και κατώτατα όρια του κόστους καρκίνου.

1.1. Μη θανατηφόροι καρκίνοιΜη θανατηφόροι καρκίνοι

Οι Enviros et al (2004b) έλαβαν τις εκτιμήσεις των καρκίνων αυτών από τη μελέτη Pearce (2000).

Όπως ισχύει και για τις υπόλοιπες ασθένειες, η προσέγγιση αξιολόγησης του οικονομικού κόστους των μη θανατηφόρων καρκίνων ιδανικά πρέπει να περιλαμβάνει την WTP αποφυγής της ταλαιπωρίας από την ασθένεια, όπως και οι δαπάνες θεραπείας και το κόστος των απωλειών παραγωγής. Η βιβλιογραφία, όπως φαίνεται στις τιμές του πίνακα 4.2.5, δείχνει ένα μίγμα προσεγγίσεων για το κόστος, αλλά καμιά από αυτές δεν λαμβάνει υπόψη τους παραπάνω αναγκαίους παράγοντες υπολογισμού του κόστους αυτών. Επομένως, τα ευρήματά τους κρίνονται ως ημιτελή.

Οι Rowe et al (1995) για να υπολογίσουν την WTP αποφυγής προσβολής από καρκίνο υιοθέτησαν μια εκτίμηση του κόστους θεραπείας των καρκίνων των ΗΠΑ (κόστος ασθενείας) και την πολλαπλασίασαν με συντελεστή 1.5. Η διαδικασία αυτή δεν είναι ικανοποιητική, καθώς υπάρχουν μελέτες που εκτιμούν και το κόστος ασθενείας και την WTP. Επιπλέον, οι τιμές του κόστους ασθενείας των Rowe et al έχουν ημερομηνία εκτίμησης από τα μέσα του 1970 (Pearce, 2000), και γι’ αυτό δεν είναι έγκυρες.

Η μελέτη ExternE χρησιμοποιεί αξία ίση με €464.000 για τους μη θανατηφόρους καρκίνους, την οποία υπολογίζει με τον παρακάτω τρόπο. Σε παλιότερη δουλειά του προγράμματος ExternE, οι συγγραφείς ξεκίνησαν με μια αξία μη θανατηφόρου καρκίνου της τάξης των €250.000 ή €300.000 μετά από αποπληθωρισμό σε τιμές €, 1999. Κατόπιν, εφάρμοσαν την αναλογία WTP/COI των Rowe et al (1995) και έφτασαν στην παραπάνω εκτίμηση του κόστους μη θανατηφόρων καρκίνων.

Ούτε αυτή η τιμή μπορεί να εφαρμοστεί, για τον ίδιο λόγο που δεν μπορεί να εφαρμοστεί και η τιμή των Rowe et al (1995).

Ο Aimola (1998) εφαρμόζει την μέθοδο πιθανολογικής αξιολόγησης σε ένα μικρό δείγμα του πληθυσμού της Σικελίας, για την αποτίμηση του κόστους του καρκίνου του πνεύμονα και της λευχαιμίας.

Θεωρητικά, με βάση την ανωτέρω βιβλιογραφία, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως συνολικό εξωτερικό κόστος για μη θανατηφόρους καρκίνους το άθροισμα του κόστους ασθενείας και απώλειας παραγωγής από τη μελέτη ExternE (€300,000) και των WTP που εκτίμησε ο Aimola. Το αποτέλεσμα θα ήταν ένα διάστημα εκτιμήσεων ύψους €500.000 για καρκίνο του πνεύμονα και

€1.210.000 για λευχαιμία ή €516.000 και €1.250.000 σε τιμές 2000 αντίστοιχα. Ενώ μέχρι σήμερα αυτές είναι οι βέλτιστες εκτιμήσεις των μη θανατηφόρων καρκίνων, είναι αμφισβητήσιμη η δυνατότητα εφαρμογής των εκτιμήσεων μιας μελέτης από τη Σικελία στην Ευρώπη. Καλύτερα αποτελέσματα είναι διαθέσιμα για τους θανατηφόρους καρκίνους στην επόμενη παράγραφο.

2.2. Θανατηφόροι καρκίνοιΘανατηφόροι καρκίνοι

Το κόστος των θανατηφόρων καρκίνων θα μπορούσε λογικά να αποτιμάται, όπως κάθε πρόωρος θάνατος, με την VSL. Ωστόσο, συνήθως γίνεται η παραδοχή ότι η προθυμία πληρωμής των ανθρώπων για να μειωθούν οι θάνατοι από καρκίνο είναι μεγαλύτερη από το ποσό που θα πλήρωναν για μείωση των θανάτων από άλλες αιτίες, λόγω της εκτεταμένης περιόδου νοσηρότητας που συνοδεύει την ασθένεια αυτή (Cropper, 2000).

Στις μελέτες το κόστος έχει εκτιμηθεί με εφαρμογή διάφορων μεθόδων. Μία από αυτές, είναι η πρόσθεση στην αξία Στατιστικής Ζωής του 50% της αξίας της, ως μέτρο του κόστους του θανάτου από καρκίνο. Αυτό σημαίνει ότι αν η κανονική VSL είναι €1.000.000, τότε η αξία του θανάτου λόγω καρκίνου θα είναι €1.500.000, όπου το επιπλέον κόστος χαρακτηρίζει την αξία της περιόδου κακής υγείας που διανύει ο ασθενής πριν το θάνατο. Η παραπάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε από τους Sansom et al (2001), οι οποίοι χρησιμοποίησαν αξία θανατηφόρων καρκίνων ίση με €2.600.000 ανά θάνατο, βασιζόμενη σε συζήτηση με το Τμήμα Υγείας του ΗΒ, που αποτελεί τη μέση εκτίμηση του διαστήματος €1.500.000-3.000.000.

Η προσέγγιση που χρησιμοποιείται από την ΕΕ και περιγράφεται στην μελέτη Netcen (2002), που ασχολείται με την αποτίμηση της χρόνιας θνησιμότητας, είναι η προεξόφληση της VSL κατά 4%. Η ιδέα αυτής της προσέγγισης είναι η αναγνώριση ότι τα αποτελέσματα μιας εκπομπής σήμερα θα φανούν μετά από μερικά χρόνια. Η εκτίμηση της ΕΕ είναι €490,000 ανά περίπτωση χρόνιας θνησιμότητας. Σημειώνεται ότι αυτή η προσέγγιση είναι η αντίθετη εκείνης που περιγράφηκε νωρίτερα για την αξιολόγηση της θνησιμότητας από καρκίνο, κατά την οποία το κόστος ενός θανατηφόρου καρκίνου είναι μεγαλύτερο από τη VSL. Τέλος, μια τρίτη προσέγγιση, που χρησιμοποιείται στη μελέτη Markandya (1997), είναι η εκτίμηση της αξίας ενός έτους χαμένης ζωής

και ο πολλαπλασιασμός της με τον μέσο όρο των χαμένων ετών ζωής (ΥΟLL) για διαφορετικούς τύπους καρκίνου.

Τα αποτελέσματα επηρεάζονται από την επιλογή του προεξοφλητικού επιτοκίου. Η κυβέρνηση του ΗΒ συστήνει προεξόφληση κατά 3,5% (HM Treasury, 2003). Το κοντινότερο σε αυτό, από τα επιτόκια που χρησιμοποιούνται από τις μελέτες που επισκοπήθηκαν από τους Enviros et al (2004b), είναι 3%, το οποίο αν εφαρμοστεί δίνει εκτιμήσεις της αξίας των θανάτων από λευχαιμία και καρκίνο των πνευμόνων της τάξης των €1,810,000 και €1,080,000 αντίστοιχα (τιμές 1995) ή

€2.290.000 και €1.370.000 αντίστοιχα σε τιμές 2000.

Αν στις ανωτέρω εκτιμήσεις που υπολογίστηκαν με προεξόφληση 3% προστεθεί το κόστος ασθενείας που εκτίμησε το πρόγραμμα ExternE (€464.000), οι εκτιμήσεις που λαμβάνονται ανά περιστατικό είναι €2.754.000 για λευχαιμία και €1.834.000 για θάνατο από καρκίνο των πνευμόνων (τιμές 2000). Τα αποτελέσματα αυτά είναι συμβατά με τις τιμές που συστήνονται από το Τμήμα Υγείας του ΗΒ στη μελέτη των Sansom et al (2001) (Enviros et al, 2004b).

Όπως είναι φανερό, οι προσεγγίσεις που περιγράφηκαν πιο πάνω διαφέρουν σε πολλά σημεία. Η πρόσθεση επιπλέον αξίας στην VSL που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του κόστους θανάτων από άλλες αιτίες (όπως τροχαία ατυχήματα) υποδηλώνει ότι ένας γρήγορος θάνατος είναι προτιμότερος από μακρόχρονη ταλαιπωρία πριν από αυτόν. Η προσέγγιση της αξίας χαμένου έτους ζωής (VLYL), αν και παρέχει εκτιμήσεις για διαφορετικά είδη καρκίνου, είναι πιθανό να έχει αδυναμίες (Rabl, 2003). Τα διαστήματα που παρέχονται από το Τμήμα Υγείας και τον Markandya είναι συγγενικά και αποτελούν την πρόταση της μελέτης Enviros et al (2004b) για την αξία των θανάτων από καρκίνο, €1.500.000 - €3.000.000.

4.3.6.5

4.3.6.5 Προβληματικές γεννήσεις Προβληματικές γεννήσεις

Για την αξιολόγηση του κόστους των γεννήσεων με ανωμαλίες οι Enviros et al (2004b) χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις μιας μελέτης των ΗΠΑ, που πραγματοποιήθηκε από τους Waitzman et al (1995). Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής παρουσιάζονται στον πίνακα 4.2.5. Η μελέτη αυτή εφάρμοσε την προσέγγιση κόστους ασθενείας για την αποτίμηση του εξωτερικού κόστους των προβληματικών γεννήσεων και της εγκεφαλικής παράλυσης και αναφέρεται στην ομάδα ατόμων που γεννήθηκαν στην California το 1988 και παρουσίαζαν τα πιο κλινικά σημαντικά προβλήματα γέννησης και εγκεφαλικής παράλυσης. Οι εκτιμήσεις του κόστους παράχθηκαν από τις άμεσες δαπάνες των ιατρικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών ανάπτυξης και ειδικής εκπαίδευσης των ατόμων αυτών, καθώς και από το έμμεσο κόστος της χαμένης παραγωγικότητας στην εργασία και στο νοικοκυριό που απορρέουν από την πρόωρη νοσηρότητα και θνησιμότητά τους. Επιπτώσεις των οποίων το κόστος δεν μπορούσε να καθοριστεί, όπως πόνοι και ταλαιπωρία, δεν συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα.

5 5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, η ποσοτικοποίηση και οικονομική αξιολόγηση των εξωτερικοτήτων που συνδέονται με την ταφή των αποβλήτων ενέχουν ακόμη μεγάλες αβεβαιότητες, όπως και θεωρητικούς και πρακτικούς περιορισμούς. Εκτός από την αβεβαιότητα που κρύβεται στα δεδομένα και τις μεθόδους, οι διαφορές των οικονομικών εκτιμήσεων είναι αποτέλεσμα διαφορετικών κρίσιμων παραδοχών και υποθέσεων, οι οποίες ανακλούν τις διαφορές στις πολιτικές και πρακτικές μεταξύ των χωρών (για παράδειγμα, διαφορετικές υποθέσεις κάνει μια μελέτη προερχόμενη από κράτος όπου οι περισσότεροι χώροι ταφής είναι σχεδιασμένοι να συλλέγουν το βιοαέριο και να παράγουν ενέργεια από αυτό, και διαφορετικές κάποια που προέρχεται από χώρα όπου το βιοαέριο απλώς συλλέγεται και φλέγεται ή δε συλλέγεται καθόλου). Ο τομέας αξιολόγησης εξωτερικοτήτων ακόμα διανύει μια περίοδο σχεδιασμού και πειραματισμού.

Έως σήμερα, έχουν αναπτυχθεί πολλές μέθοδοι αξιολόγησης, που στηρίζονται σε πληθώρα διαφορετικών αρχών και εννοιών. Ένα θέμα για το οποίο επικρατεί διαφωνία μεταξύ των ερευνητών και των οικονομολόγων είναι η δυνατότητα εφαρμογής των αποτελεσμάτων των προσεγγιστικών μεθόδων (όπως κόστος ελέγχου, κόστος καθαρισμού κ.ο.κ.), καθώς οι πρώτοι υποστηρίζουν ότι μία κατά προσέγγιση εκτίμηση είναι προτιμότερη από καμία, ενώ οι τελευταίοι ότι αυτές οι μέθοδοι δε στηρίζονται στη θεωρία των οικονομικών της ευημερίας και επομένως δεν αντιπροσωπεύουν τις προτιμήσεις των ατόμων. Από οικονομικής άποψης, οι μέθοδοι που βασίζονται στις προτιμήσεις των ανθρώπων είναι προτιμότερες, παρά τα ελαττώματά τους, καθώς μόνο οι προτιμήσεις της κοινωνίας καθορίζουν το πραγματικό εξωτερικό κόστος για αυτήν. Στην πράξη, όμως, οι προσεγγιστικές μέθοδοι αποτελούν πιο εύκολη και πιο οικονομική λύση, και τα αποτελέσματά τους γίνονται πιο εύκολα αποδεκτά στις πολιτικές από όσο τα δεδομένα που έχουν προέλθει από έρευνες αγοράς. Επιπλέον, το κόστος ελέγχου των επιπτώσεων και το κόστος ζημιάς είναι σε κάθε περίπτωση απαραίτητα συστατικά της Ανάλυσης Κόστους-Οφέλους, εφόσον πρέπει να συγκριθούν μεταξύ τους για να αποσαφηνιστεί η βέλτιστη λύση ενός προβλήματος. Σε απουσία ενός από αυτά, εκείνο που είναι διαθέσιμο αντιπροσωπεύει την ελάχιστη αξία εκείνου που λείπει.

Θεωρητικά, όλες οι μέθοδοι αξιολόγησης θα έπρεπε να παράγουν το ίδιο εξωτερικό κόστος για μία συγκεκριμένη επίδραση. Στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει, λόγω πρακτικών προβλημάτων και έλλειψης δεδομένων. Θα ήταν ενδιαφέρον να συγκριθούν οι εκτιμήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή μεθόδων που υπολογίζουν το κόστος ζημιάς με τις εκτιμήσεις εμπειροτεχνικών μεθόδων, όπως το κόστος περιορισμού των επιπτώσεων, όμως μια τέτοια σύγκριση είναι δύσκολη.

Η δυσκολία οφείλεται στο γεγονός ότι το κόστος περιορισμού επιπτώσεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις υποθέσεις και τις παραδοχές, όπως και στο επίπεδο περιορισμού που επιτυγχάνεται τελικά.

Από την επισκόπηση των μελετών οικονομικής αξιολόγησης εξωτερικοτήτων ΧΥΤΑ, έγινε αντιληπτό ότι περισσότερο χρησιμοποιούνται οι εμπειροτεχνικές μέθοδοι, κυρίως χάριν της ευκολίας εφαρμογής τους.

Γενικά, οι περισσότερο χρησιμοποιημένες μέθοδοι αξιολόγησης του εξωτερικού κόστους των ΧΥΤΑ που εφαρμόζονται για την εκτίμηση του κόστους των ατμοσφαιρικών/κλιματικών επιπτώσεων και της χρήση ή καύσης του βιοαερίου είναι οι μέθοδοι δόσης-απόκρισης, για το κόστος των στραγγισμάτων οι μέθοδοι δόσης-απόκρισης, κόστους καθαρισμού και κόστους ελέγχου εκπομπών, ενώ για την αξιολόγηση του κόστους των οχλήσεων η ηδονική αποτίμηση και η πιθανολογική αξιολόγηση. Για την οικονομική αποτίμηση των ατμοσφαιρικών εκπομπών στην υγεία περισσότερο εφαρμόζονται οι μέθοδοι κόστους ασθενείας, πιθανολογικής αξιολόγησης και η προσαρμογή ή/και προεξόφληση της VSL.. Σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες εμπίπτει η μέθοδος μεταφοράς οφέλους, και ιδίως στην αποτίμηση των ατμοσφαιρικών εξωτερικοτήτων. Τέλος, όσον αφορά τις επιπτώσεις των μεταφορών, η κυκλοφοριακή συμφόρηση υπολογίστηκε με βάση την οικονομική αξία του χρόνου, ενώ οι τραυματισμοί και θάνατοι από τροχαία ατυχήματα υπολογίστηκαν με συνδυασμό δεδομένων ατυχημάτων από σχετικές υπηρεσίες (πχ Τμήμα Μεταφορών του ΗΒ) με VSL.

Δεν είναι δυνατό να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα σχετικά με το ποιες μέθοδοι παράγουν πιο εφαρμόσιμες τιμές από άλλες, καθώς τα αποτελέσματα επηρεάζονται και από άλλους παράγοντες εκτός της μεθοδολογίας (υποθέσεις και δεδομένα για γεωγραφικά χαρακτηριστικά, εξωτερικότητες που λαμβάνονται κάθε φορά υπόψη κ.ά. – βλ. παράγραφο 4.3.1). Σχετικά με αυτό το ζήτημα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι κάθε μέθοδος είναι κατάλληλη για αποτίμηση διαφορετικών ειδών εξωτερικοτήτων, γεγονός που καθιστά αδύνατη την υπόδειξη μιας «βέλτιστης μεθόδου αποτίμησης», εκτός του γενικού κανόνα ότι προτιμούνται περισσότερο οι μέθοδοι που στηρίζονται στην οικονομική θεωρία ευημερίας.

Οι παρατηρήσεις όσον αφορά τις εκτιμήσεις των εξωτερικοτήτων έχουν γίνει εκτενώς στο προηγούμενο κεφάλαιο. Οι προτεινόμενες από τη δευτερεύουσα βιβλιογραφία τιμές αποκλίνουν πολύ μεταξύ τους, ανάλογα με τις μελέτες που έχει επισκοπήσει η καθεμιά από αυτές και την γενική εικόνα που σχημάτισε. Όλες όμως καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα ότι οι βέλτιστες τιμές διαφέρουν από ΧΥΤΑ σε ΧΥΤΑ και για αυτό η βέλτιστη λύση είναι η επικέντρωση σε κάθε ΧΥΤΑ ξεχωριστά για την αξιολόγηση των επιπτώσεών του.

Βέβαια, η οικονομική αποτίμηση από μόνη της είναι αδύνατο να αξιολογήσει πλήρως την πολύπλοκη φύση των περιβαλλοντικών προβλημάτων που συνδέονται με την ταφή των αποβλήτων, μπορεί όμως να βοηθήσει στην κατανόησή της και στην αντιμετώπισή της με άλλα μέσα.

6 6 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

6.1 6.1 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, “Περί Υγειονομικής Ταφής των Αποβλήτων” αριθ. L 182 της 16/07/1999 σ. 0001 – 0019, www.europa.eu

2. Κολοκοτρώνη Κ. και Φαρογένη Ε. (2002), “Κατασκευή και λειτουργία των ΧΥΤΑ”, στο «Η Υγειονομική Ταφή στην Ελλάδα – Πρακτικότητα, Προβλήματα, Προοπτικές», Ελληνική Εταιρία Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων, Μόνιμη Ομάδα Εργασίας Εδαφικής Διάθεσης - Υγειονομικής Ταφής, Φεβρουάριος 2002

3. Κουιμτζή Θ., Φυτιάνου Κ., Σαμαρά – Κωνσταντίνου Κ. (1998, “Χημεία περιβάλλοντος”, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις University Studio Press

4. Κωτσοβίνος Ε. Ν. (19--), “Ρύπανση και προστασία περιβάλλοντος”, Αθήνα, εκδόσεις Πλαίσιο 5. Μαυρόπουλος Α. (2002), “Σχεδιασμός των ΧΥΤΑ”, στο «Η Υγειονομική Ταφή στην Ελλάδα – Πρακτικότητα, Προβλήματα, Προοπτικές», Ελληνική Εταιρία Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων, Μόνιμη Ομάδα Εργασίας Εδαφικής Διάθεσης - Υγειονομικής Ταφής, Φεβρουάριος 2002

6. Μούτσιου Μ. (2002), “Συναρτήσεις Κόστους ΧΥΤΑ – Οικονομίες Κλίμακας”, Τεχνική Έκθεση, Εργαστήριο Οργάνωσης και Προγραμματισμού, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, ΔΠΘ

7. Παναγιωτακόπουλος Δ. (2002), “Βιώσιμη διαχείριση αστικών στερεών αποβλήτων”, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Ζυγός

8. Πηλίνης Χ. (19--), “Ατμοσφαιρική ρύπανση”, Σημειώσεις ομώνυμου μαθήματος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη

9. Φυτιάνου Κ. (1996), “Η ρύπανση των θαλασσών”, 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις University Studio Press

6.2

6.2 ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. “Landfill” (2000) (Pull-Out Information Sheet), WARMER, No. 72, May 2000

2. Adamowicz W., Louviere J., Williams M. (1994), “Combining revealed and stated preferences methods for valuing environmental amenities” – Journal of Environmental Economics Management, 26, 271–92

3. Aimola A. (1998), “Individual WTPs for reductions in cancer death risks” in R. Bishop and D.

Romano (eds), Environmental Resource Valuation: Applications of the Contingent Valuation Method in Italy, Kluwer, Dordrecht, 196-212

4. Alberini A., Hunt A. and Markandya A. (2006), “Willingness to Pay to Reduce Mortality Risks: Evidence from a Three-Country Contingent Valuation Study” – Environmental &

Resource Economics, 33, 251-264

5. Apsimon H., Pearce D. and Ozdemiroglu E. (1997), “Acid Rain in Europe: Counting the Cost”, Earthscan Publication, London

6. Asian Development Bank (ADB) (1999), “Environment and Economics in Project Preparation: Ten Asian Cases”, Manila, Asian Development Bank

7. Bagchi A. (1989), “Design, Construction, and Monitoring of Sanitary Landfills”, New York, John Wiley & Sons, Inc

8. Beloff B.R., Beaver E.R. & Massin H. (2000), “Assessing societal costs associated with environmental impacts” – Environmental Quality Management, Winter 2000, 10(2), 67-81 9. Bonomo L. and Higginson A. E. (1988), “International Overview on Solid Waste

Management”, International Solid Waste Association, London, U.K., Academic Press.

10. Brisson I. and Pearce D. (1995), “Benefits Transfer for Disamenity from Waste Disposal”, CSERGE working paper WM 95-06.

11. Christensen T. H., Cossu R. and Stegman R. (1994), ”Landfilling of Waste: Barriers”, εκδόσεις E & FN Spon

12. Christensen T.H. and Kjeldsen P. (1995), "Landfill emissions and environmental impact: An introduction", Proceedings Sardinia '95, Fifth International Landfill Symposium, S. Margherita di Pula, Cagliari, Italy; 2-6 October 1995, 3-12

13. Christensen T.H., Kjeldsen P., Albrechtsen H.-J., Heron G., Nielsen P.H., Bjerg P.L. and Holm P.E. (1994), "Attenuation of Landfill Leachate Pollutants in Aquifers" – Critical Reviews in Environmental Science & Technology, 24, 119-202

14. Clister W., Brown K. and Khurana S. (1994), “Analysis of the Impact of a Landfill Gas Management System on Exotic Gas Migration at a Hypothetical Municipal Solid Waste Landfill Site”, 26th Mid-Atlantic Industrial and Hazardous Waste Conference, University of Delaware, Newark, August 1994, 14

15. Clister W., Janechek A. and Hibbs S. (1998), “Groundwater Impacts Associated with Landfill Gas Migration at Municipal Solid Waste Landfill Sites”, Water Resources and the Urban Environment, Proceedings of the 1998 National Conference on Environmental Engineering held in Chicago, Illinois, June 7-10, 8-13

16. COWI (2000a), “A Study on Economic Valuation of Environment Externalities from Landfill Disposal and Incineration of Waste”, European Commission (EC), DG Environment, Final Main Report

17. COWI (2000b), “A Study on Economic Valuation of Environment Externalities from Landfill Disposal and Incineration of Waste”, European Commission (EC), DG Environment, Final Appendix Report

18. Cropper M. (2000), “Outline Paper for DG Environment Workshop on Mortality Valuation”, November 2000

19. CSERGE, IOS-NLH, IVM, CAS and DAE-UoV (1999), “Benefits Transfer and the Economic Valuation of Environmental Damage in the European Union: With Special Reference to Health”, Report to DG Environment

20. CSERGE, Warren Spring Laboratory and EFTEL (1993), “Externalities from Landfill and Incineration”, Report to the Department of Environment, London, HMSO

21. Day B., Dubourg R., Machado F., Mourato S., Navrud S., Ready R.C., Spanniks F. and Vazquez M/X (1999), “Non-contextual values for the avoidance of episodes of ill-health:

Tests for the Stability of Benefits Across National Boundaries”, from Benefits Transfer and the Economic valuation of Environmental Damage in the European Union: With Special Reference to Health, contract no. ENV4-CT96-0234, European Commission, Brussels 22. DEFRA (2003), “A study to estimate the disamenity costs of landfill in Great Britain”,

Cambridge Econometrics in association with EFTEC and WRC, Department for Environment, Food and Rural Affairs (DEFRA), London, Crown copyright 2003, www.defra.gov.uk, Product code PB 7273

23. DEFRA (2004), “Review of Environmental and Health Effects of Waste Management:

Municipal Solid Waste and Similar Wastes – Extended Summary”, Department for Environment, Food and Rural Affairs, UK.

24. Dent C. G., Scott P. and Baldwin G. (1986), “A study of landfill gas composition at three UK domestic waste disposal sites” – Energy from Landfill Gas, (J. R. Emberton and R. F.

Emberton, eds), Solihull, UK, 130–149

25. Department of Health (1999), Ad-Hoc Group on the Economic Appraisal of the Health Effects of Air Pollution (EAHEAP), “Economic Appraisal of Health Effects of Air Pollution”, London: The Stationery Office.

26. DETR (Department of the Environment, Transport and the Regions) (1999), “Highways Economics Note 1 (HEN 1)”, DETR: London.

27. Dubourg R. (1999), “Selection of Endpoints for Health Valuation”, from Benefits Transfer and the Economic valuation of Environmental Damage in the European Union: With Special Reference to Health, contract no. ENV4-CT96-0234, European Commission, Brussels 28. EC (1996), “Cost-Benefit Analysis of the Different Municipal Solid Waste Management

Systems: Objectives and Instruments for the Year 2000”, Final Report to the European Commission, Luxembourg: Office for Official Publications of the European Communities, by Coopers & Lybrand, CSERGE and EFTEC

29. EC (1996b), “Assessing Priorities for Action in Community Environmental Policy”

30. EC (2000), “External Costs of Energy Conversion - Improvement of the ExternE Methodology and Assessment of Energy-related Transport Externalities”, Final Publishable report of the ExternE Core/Transport Project, published by EC DG Research, 2000

31. ECON Senter for økonomisk analyse (1995), “Environmental costs of different types of waste (Miljøkostnader knyttet til ulike typer avfall)”, Final Report (only available in Norwegian)

32. Ehrig H. J. (1988), “Water and element balances in landfills” – Lecture Notes in Earth Sciences, (P. Baccini, ed.), Berlin, Springer-Verlag, 83–115

33. El-Fadel M., Findikakis N. A. and Leckie O. J. (1997), “Environmental Impacts of Solid Waste Landfilling” – Journal of Environmental Management v. 50, 1-25.

34. Elliott P., Morris S., Briggs D., de Hoogh C., Hurt C., Jensen T., Maitland I., Lewin A., Richardson S., Wakefeld J. and Jarup L., (2001), “Birth outcomes and selected cancers in populations living near landfill sites”, Report to the Department of Health, The Small Area Health Statistics Unit (SAHSU), London

35. Emberton J. R. and Parker A. (1987) “The problems associated with building on landfill sites” – Waste Management & Research v. 5(4), 473-482

36. Enviros Consulting Limited with EFTEC (2004b), “Valuation of the external costs and benefits to health and environment of waste management options”, Department for Environment, Food and Rural Affairs (DEFRA), London, Queen’s Printer and Controller of HMSO 2004, www.defra.gov.uk

37. Enviros Consulting Ltd and University of Birmingham with Risk and Policy Analysts Ltd, Open University and Maggie Thurgood (2004a), “Review of Environmental and Health Effects of Waste Management: Municipal Solid Waste and Similar Wastes“, Department for Environment, Food and Rural Affairs (DEFRA), London, Queen’s Printer and Controller of HMSO 2004, www.defra.gov.uk

38. Eunomia Research & Consulting, Scuola Agraria del Parco di Monza, HDRA Consultants, ZREU and LDK ECO on behalf of ECOTEC Research & Consulting (2002), “Economic Analysis Of Options For Managing Biodegradable Municipal Waste”, Final Report and Appendices to the European Commission,

39. ExternE (1995), “ExternE: Externalities of Energy – Vol. 1: Summary, Vol. 2: Methodology, Vol. 3: Coal and Lignite, Vol. 5: Nuclear”, European Commission, Directorate-General XII, Science Research and Development, Luxembourg

40. ExternE (1999), “ExternE: Externalities of Energy – Vol. 9: Fuel Cycles for Emerging and End-Use Technologies, Transport and Waste”, European Commission, Directorate-General XII, Science Research and Development, Luxembourg

41. ExternE (2005), “ExternE Externalities of Energy: Methodology 2005 Update” (Peter Bickel and Rainer Friedrich eds), European Commission, Directorate-General for Research, Luxembourg

42. Frankhauser S. (1992), “Valuing climate change: the economics of the Greenhouse effect”, Earthscan, London

43. Frankhauser S. (1993), “Global warming damage costs: some monetary estimates”, CSERGE working paper

44. Garrod G. and Willis G. K. (1998), “Estimating lost amenity due to landfill waste disposal” – Resources, Conservation and Recycling v. 22, 83–95.

45. Garrod G. and Willis G. K. (1999), “Economic Valuation of the Environment: Methods and Case Studies”, UK, εκδόσεις Edward Elgar

46. Gladding T. (2002), “Health Risks of Materials Recycling Facilities” – Environmental and Health Impact of Solid Waste Management Activities, Issues in Environmental Science and Technology, Cambridge, Royal Society of Chemistry v. 18, 53-72

47. Halvadakis C. P. (1983), "Methanogenesis in solid-waste landfill bioreactors”, Ph.D.

Dissertation, Stanford University, Stanford, California

48. Harris J. M. and Gaspar J. A. (1989), Management of leachate from sanitary landfills.

Environmental Engineering, Conference Proceeedings, (J. F. Malina, ed.), ASCE, 320–333 49. Heasman L. (1999), "The health effects of controlled landfill sites - An overview",

Proceedings Sardinia '99, Seventh International Waste Management and Landfill Symposium, S. Margherita di Pula, Cagliari, Italy, 4-8 October 1999, vol. 2, 675-78

50. Hellweg S., Hofstetter T. B., Hongerbuhler K. (2003), “Discounting and the environment—

should current impact be weighted differently than impacts harming future generation?” – International Journal of LCA, 8(1), 8–18

51. Hewitt A. K. J. and McRae S. G. (1985), “The effects of landfill gas on soils and crops”, Contaminated Soil, Proceedings of the 1st International TNO Conference, (J. W. Assink and W. J. Van den Brink, eds), Dordrecht, Netherlands: Martinus Nijhoff Publishers, 251–253 52. Hirshfeld S., Vesilind P.A. and Pas E. (1992) “Assessing the true costs of landfills” – Waste

Management and Research, v. 10, Issue 6, 471–484

53. Hite D., Chern W., Hitzhusen F. and Randall A. (2001), “Property-value impacts of an environmental disamenity: The case of landfills” – Journal of Real Estate Finance and Economics, v. 22(2/3), 185–202

54. HM Treasury (2003), “The Green Book, Appraisal and Evaluation in Central Government”, TSO, Great Britain

http://ec.europa.eu/environment/waste/compost/pdf/econanalysis_finalreport.pdf και http://ec.europa.eu/environment/waste/compost/pdf/econanalysis_appendices.pdf

http://www.dh.gov.uk/PublicationsAndStatistics/Publications/PublicationsPolicyAndGuidance/

PublicationsPolicyAndGuidanceArticle/fs/en?CONTENT_ID=4088884&chk=iZ92JN http://www.torontorecycling.com/downloads/limmissios2003.pdf

55. James, D. (1994), “The Application of Economic Techniques in Environmental Impact Assessment”, Netherlands, Kluwer Academic Publishers

56. Krupnick A., Alberini A., Cropper M., Simon N., O'Brien B., Ron Goeree R. and Heintzelman

Contingent Valuation Survey of Ontario Residents", Journal of Risk and Uncertainty, 24(2), 161-186

57. Lim J. S. and Missios P. (2003), “Does Size Really Matter? Landfill Scale Impacts on Property Values”, Toronto Recycling Inc,

58. Lisk D.J. (1991), “Environmental Effects of Landfills” – The Science of the Total Environment, v. 100, 415-468

59. Lytwynyshyn G. R., Zimmerman R. E., Flynn N. W., Wingender R. and Olivieri V. (1982),

“Landfill methane recovery part II: gas characterization”, Technical Report, Argonne National Laboratory, Argonne, Illinois, ANL-CNSV-TM-118

60. Markandya A. (1997), “Externe Core Project: Maintenance Note 7. Monetary Valuation Issues in Extended Externe”, Working paper of the ExternE core project

61. McAllister M. D. (1995), “Evaluation in Environmental Planning – Assessing Environmental, Social, Economic and Political Trade-Offs”, 6η έκδοση, England, εκδόσεις ΜΙΤ Press

62. McBean E. A., Rovers F. A. and Farquhar G. J. (1995), “Mass balance computational procedures in landfill assessment”, In Solid Waste Landfill Engineering and Design.

Englewood Cliffs, New Jersey, Prentice Hall PTR, 83–106

63. Miranda M. L. and Hale B. (1997), “Waste not, want not: the private and social costs of waste-to-energy production” – Energy Policy, v. 25(6), 587-600

64. Nebel J. B., Wright T. R. (2002), “Environmental Science”, 8η έκδοση, New Jersey, Pearson Education, Prentice Hall

65. Nelson A. C., Genereux J. and Genereux M. (1992), “Price effects of landfills on house values”, Land Economics v. 68(4), 354–365

66. NERA, AEA Technology and the Transport Research Laboratory (2000), “Lorry Track and Environmental Costs”, Final Report to DETR, April 2000

67. Netcen (2002), “BeTa: Benefits Table Database”, research for the European Commission:

extends and improves the ExternE methodology in a number of fields, including updating the economic valuation work and applying this to the transport sector

68. Newberry D. (1992), “Economic Principles Relevant to Road Pricing” – Oxford Review of Economic Policy, v. 6(2)

69. OECD Environment Directorate Environment Policy Committee (1995), “Environmental Project and Policy Appraisal: A Manual for Policy Analysts”, April 1995

70. Panagiotakopoulos D. (1996), “A Mediterranean View to the Sanitary Landfill Design for Municipal Solid Waste”, Proceedings, RETBE ’96 Conference, Alexandria, Egypt, December 1996, 351-358

71. Pearce D.W. (2000), “Valuing Risks to Life and Health: Towards Consistent Transfer Estimates in the European Union and Accession States”, paper prepared for the European Commission (DGXI) Workshop on Valuing Mortality and Valuing Morbidity, November 13, 2000, Brussels

72. Petts J. and Eduljee G. (1994), “Environmental Impact Assessment for Waste Treatment and Disposal Facilities”, John Wiley & Sons, Chichester, UK

73. PIRA et al (1998), “Development of a Combined Methodology to Evaluate Recycling Processes Based on Life Cycle Assessment (LCA) and Economic Evaluation Analysis (EVA)”, Project No ENV4-CT95-0091, Report to DG XII, European Commission

74. Pohland F. G. and Harper S. R. (1986), “Critical review and summary of leachate and gas production from landfills”, US EPA Technical Report, Hazardous Waste Engineering Research Laboratory, Cincinnati, Ohio, NTIS PB86-240 181

75. Powell J.C. and Brisson I. (1994), “The assessment of social costs and benefits of waste disposal”, CSERGE Working paper, ISSN 0967-8875

76. Rabl A. (2003), “Interpretation of Air Pollution Mortality: Number of Deaths or Years of Life Lost?” – Journal of the Air and Waste Management Association, 53(1), 41-50

77. Ready R., Navrud S., Day B., Dubourg R., Machado F., Mourato S., Spanninks F. and Rodriquez M. X. V. (2004), “Benefit Transfer in Europe: How Reliable Are Transfers Across Countries?” – Environmental & Resource Economics, 29, 67-82

78. Redi C.A., Garagna S., Zuccotti M., Baratti G., and Lodigiani G. (1999), "Rodents as bioindicators of genetic risk near hazardous waste landfill sites", Proceedings Sardinia '99, Seventh International Waste Management and Landfill Symposium (S. Margherita di Pula, Cagliari, eds), Italy, 4-8 October 1999, v. 2, 679-684

79. Rettenberg G. (1984), “Trace compounds in landfill gas. Consequences for gas utilization” – Recycling International, Proceedings of the International Congress, Berlin, Germany, 217–

221

80. Rettenberg G. (1987), “Trace composition of landfill gas” – Process, Technology, and Environmental Impact on Sanitary Landfill, Proceedings of the International Symposium, ISWA, October, Cagliari, Sardinia, Italy, v. 9, 1–14

81. Roberts R. K., Douglas P. V. and Park W. M. (1991), “Estimating external costs of municipal landfill siting through contingent analysis: A case study” – Southern Journal of Agricultural Economics, v. 23, 155–165

82. Robinson W. D. (1986), “The solid waste handbook”, New York, Wiley & Sons, Inc

83. Rowe R., Lang C., Chestnut L., Latimer D., Rae D., Bernow S. et al. (1995), “The New York Electricity Externality Study”, New York, Oceana Publications

84. Sansom T., Nash C. A., Mackie P. J., Shires J., Watkiss P. (2001), “Surface Transport Costs and Charges Great Britain 1998”, Final Report for the Department of the Environment, Transport and the Regions, Institute for Transport Studies, University of Leeds, Leeds, July 2001, ISBN 0 85316 223 9

85. Senior E. (1990), “Microbiology of landfill sites”, Boca Raton, Florida, CRC Press

86. Shen T. T., Nelson T. P. and Schmidt C. E. (1990), “Assessment and control of VOC emissions from waste disposal facilities” – CRC Critical Reviews in Environmental Control, v.

20, 43–76

87. Stearns R. P. and Peyotan G. S. (1984a), “Utilization of landfills as building sites” – Waste Management & Research, v. 2, 75–83

88. Stearns R. P. and Peyotan G. S. (1984b), “Identifying and controlling landfill sites” – Waste Management & Research, v. 2, 309–309

89. Tchobanoglous G., Theisen H. and Vigil S. (1993) “Integrated Solid Waste Management Engineering Principles and Management Issues”, McGraw-Hill, 978 pp

90. Turner R. K., Paavola J., Cooper P., Farber S., Jessamy V., Georgiou S. (2003), “Valuing nature: lessons learned and future research direction” – Ecological Economics, 46, 493-510 91. Turner R. K., Pearce D., Bateman I. (1994), “Environmental Economics: An Elementary

Introduction”, New York, Harvester Wheatsheaf

92. Tzipi E., Ofira A., Mordechai S. (2006), “Valuation of externalities of selected waste management alternatives: A comparative review and analysis” – Resources, Conservation and Recycling, v. 46, Issue 4, 335 – 364

93. US EPA (1975), “Measuring external effects of solid waste management” (R. Schmalensee, R. Ramanathan, W. Ramm & D. Smallwood, eds), March 1975, NTIS, PB-251161, U.S.A.

94. US EPA (1994), “Characterization of municipal solid waste in the United States”; 1994 update, Technical Report, Office of Solid Waste and Emergency Response, Washington, DC, EPA/530-R-94-042

95. US EPA (1998), “AP-42 Emission Factors for Municipal Solid Waste Landfills – Supplement E, November 1998”. United States Environmental Protection Agency, Washington, D.C., http://www.epa.gov/ttn/chief/ap42/ch02/final/c02s04.pdf

96. Van Beukering P., Van Drunen M., Dorland K., Jansen H., Ozdemiroglu E. and Pearce D.

(1998), “External Economic Benefits and Costs in Water and Solid Waste Investments:

Methodology, Guidelines and Case Studies”, Amsterdam, Vrije Universiteit

97. Viscusi W. K. and Aldy J. E. (2002), “The Value of a Statistical Life: A Critical Review of Market Estimates throughout the World”, Discussion Paper No. 392, Harvard Law School, Cambridge

98. Waitzman N. J., Romano P. S., Scheffler R. M., Harris J. A. (1995), “Economic Costs of Birth Defects and Cerebral Palsy”, MMWR Weekly, 44(37), 694-9

99. Yaron B., Calvet R., and Prost R. (1996), “Soil Pollution: Processes and Dynamics”, Springer-Verlag, Berlin, Heidelberg

100. Young P. and Parker A. (1983), “Vapors, odors, and toxic gases from landfills” – Hazardous and Industrial Waste Management and Testing, Proceedings of the Third Symposium, Pennsylvania, ASTM-Philadelphia, 24–41