• Nenhum resultado encontrado

Αποδοτικότητα των αμοιβαίων κεφαλαίων και οι στρατηγικές που ακολουθούνται για την επίτευξή της

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Αποδοτικότητα των αμοιβαίων κεφαλαίων και οι στρατηγικές που ακολουθούνται για την επίτευξή της"

Copied!
73
0
0

Texto

(1)

Τ,Ε,Ϊ ΚΑΒΑΛΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Α.Τ.Ε.Ι ΚΑΒΑΛΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ

ΙΩΑΝΝΗ - ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΤΣΟΥΤΣΑ

ΘΕΜΑ:

ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ

ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΗΣ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Δημήτριος Μαδυτινός

(2)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή

Το ερευνητικό πρόβλημα...2

Ο σκοπός της έρευνας... 3

Κεφάλαιο 1ο Αμοιβαία Κεφάλαια...4

Αξία Ενεργητικού και καθαρή τιμή...6

Πλεονεκτήματα Αμοιβαίων Κεφαλαίων... 7

Προσφορά στους επενδυτές... 8

Κατηγορίες Αμοιβαίων Κεφαλαίων... 9

Κεφάλαιο 2ο Ανασκόπηση βιβλιογραφίας...12

Ανασκόπηση βιβλιογραφίας Στρατηγικών Επένδυσης Α/Κ...13

Ανασκόπηση βιβλιογραφίας αποδοτικότητας Α/Κ...15

Κεφάλαιο 3ο Μεθοδολογία έρευνας...19

Δομή του ερωτηματολογίου... 20

Έλεγχος της εγκυρότητας του περιεχομένου... 21

Ανάλυση... 21

Επενδυτική Συμπεριφορά... 24

Παράγοντες μέτρησης κινδύνου... 25

Μέτρα απόδοσης που θεσπίστηκαν για την αξιολογηση των Α/Κ... 27

Δείκτης Sharpe... 28

Δείκτης Treynor... 29

Δείκτης Sensen... 31

Επαγγελματική διαχείριση κεφαλαίων... 32

Κεφάλαιο 4ο Περιγραφική ανάλυση... 35

Ανάλυση συσχέτισης... 54

Μη παραμετρική ανάλυση διασποράς... 56

Κεφάλαιο 5ο Συμπεράσματα... 60

Παραρτήματα Ερωτηματολόγιο... 62

Βιβλιογραφία... 69

(3)

Εισαγωγή

Το ερευνητικό πρόβλημα

Οι αγορές των αμοιβαίων κεφαλαίων αποτελούν για τους επενδυτές τις σημαντικότερες πηγές για να επενδύσουν τις αποταμιεύσεις τους. Ωστόσο οι μεταβολές των τιμών ασφαλείας καθιστούν δύσκολο για τους επενδυτές να προβλέψουν την αποδοτικότητα των επενδύσεων τους. Αυτό συμβαίνει διότι, δεν μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τις τιμές που είχε και έχει ένα αμοιβαίο κεφάλαιο για να προβλέψουμε την μελλοντική του απόδοση. Οι επενδυτές συχνά προσπαθούν να προβλέψουν την απόδοση των επενδύσεων τους, πράγμα αδύνατο χωρίς την συλλογή κάποιων δαπανηρών πληροφοριών. Γι’ αυτό το λόγο πολλοί επενδυτές, δεν επενδύουν σε χρηματιστηριακές αγορές.

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας μιας χώρας παίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην οικονομική όσο και στην κοινωνική ανάπτυξή της. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι επιτρέπει την αποτελεσματική κατανομή των αποταμιεύσεων από τους επενδυτές στους δανειζόμενους. Με αυτόν τον τρόπο επιταχύνονται όλες οι δραστηριότητες της οικονομίας. Ο Sadhak (1997) προσδιόρισε το ρόλο των χρηματοπιστωτικών αγορών υποστηρίζοντας ότι: «Ο κύριος ρόλος των χρηματοπιστωτικών αγορών είναι η κατανομή των πόρων και όχι η λήψη αποφάσεων. Έτσι αν οι χρηματοπιστωτικές αγορές αποτύχουν στο ρόλο τους τότε όχι μόνο τα κέρδη θα είναι πολύ χαμηλά αλλά όλο αυτό θα έχει σημαντικό αντίκτυπο σε ολόκληρο το οικονομικό σύστημα.»

Όμως στις χρηματοπιστωτικές αγορές διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο και οι προσδοκίες των επενδυτών. Επηρεάζουν τις τιμές των τίτλων, τον όγκο συναλλαγών και γενικότερα καθορίζουν πολλά στην πράξη. Αυτές οι προσδοκίες λοιπόν επηρεάζονται με την σειρά τους από την αντίληψη ων ανθρώπων και ειδικότερα από ην ανάγκη που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους για πράξη. Παρόλ’ αυτά οι πεποιθήσεις πολλών επενδυτών επηρεάζονται κυρίως από το αποτέλεσμα.

Ωστόσο δεν υπάρχουν μοντέλα που να εξηγούν την επιρροή αυτών των αντιλήψεων, των πιστεύω, των προσδοκιών και της ορθής λήψης αποφάσεων.

Επειδή αδυνατούμε να κατανοήσουμε τις πηγές αυτών των κινήτρων και την βάση των προσδοκιών αυτών τείνουμε συνεχώς να τα αγνοούμε. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία, η πραγματικότητα είναι τόσο πολύπλοκη που είναι αδύνατο να χωρέσουμε τις πεποιθήσεις ενός επενδυτή σε ένα μοντέλο έρευνας.

Η κύρια επιδίωξη αυτής της μελέτης είναι να κατανοήσουμε την έννοια των αμοιβαίων κεφαλαίων καθώς και τα χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν. Και κυρίως να διακρίνουμε την εμπιστοσύνη που αποδίδουν οι επενδυτές σ’ αυτά. Ελπίζουμε τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής να φανούν χρήσιμα είτε στον εκπαιδευτικό είτε στον ερευνητικό κόσμο.

(4)

Σκοπός της έρευνας

Η υπάρχουσα βιβλιογραφία σχετικά με τον κλάδο των αμοιβαίων κεφαλαίων εστιάζεται κυρίως στην απόδοση των κεφαλαίων στο σύνολό τους. Σ’

αυτές τις μελέτες, ένα αμοιβαίο κεφάλαιο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα

«κλειστό μαύρο κουτί» που υλοποιεί μια συγκεκριμένη στρατηγική για τη δημιουργία υψηλών αποδόσεων για τους επενδυτές του. Αλλά το τι πραγματικά συμβαίνει σε αυτό το πλαίσιο, έχει γίνει πλέον ένα σημαντικό θέμα. Μελέτες του παρελθόντος έχουν διεξαχθεί σχετικά με την απόδοση και την αξιολόγηση της απόδοσης των αμοιβαίων κεφαλαίων στις ανεπτυγμένες αγορές, όπως αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Επίσης, υπάρχουν λίγες έρευνες που έχουν γίνει για την απόδοση των αμοιβαίων κεφαλαίων στις αναδυόμενες αγορές όπως αυτή της Μαλαισίας που πραγματοποίησαν οι Ramasamy & Yeung (2003) και της Ινδίας οι Panwar & Madhumati (2006). Η Ερευνητική μου εργασία είναι διαφορετική από άλλες, δεδομένου ότι επικεντρώνεται στην ατομική και συγκριτική αξιολόγηση των επιδόσεων που εμφανίζουν τα εισοδήματα των επενδύσεων καθώς και την ανάπτυξη των χαρτοφυλακίων. Επιπλέον, φέρνει στο προσκήνιο τον προσδιορισμό των στρατηγικών και την διαδικασία λήψης αποφάσεων του μετοχικού κεφαλαίου απο τους διαχειριστές κεφαλαίων, οι οποίοι είναι σε θέση να ξεπεράσουν το συγκεκριμένο σημείο αναφοράς της αγοράς.Επίσης, η έρευνα έχει διεξαχθεί σχετικά με την αναδυόμενη αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων της Ελλάδας μέσω της οικονομικής κρίσης την οποία αντιμετωπίζει. Υπάρχουν ορισμένοι μακροοικονομικοί παράγοντες όπως το επίπεδο μεταβλητότητας των αγορών κεφαλαίου, την έκταση της κυβερνητικής παρέμβασης,οι κρατικοί κανονισμοί, κλπ., που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον τις κεφαλαιαγορές, σε αγορές όπως αυτή της Ελλάδος.

Οπότε η έρευνά μου θα προσπαθήσω να επικεντρωθεί στις ακόλουθες πτυχές των αμοιβαίων κεφαλαίων στην Ελλάδα όπως αν:

• Μπορούν να χρησιμοποιηθούν κεφάλαια που ξεπερνούν τα έσοδα συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς της αγοράς;

• Μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα κονδύλια ανάπτυξης που ξεπερνούν συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς της αγοράς;

• Τηρούν οι επενδυτές το Χρονοδιάγραμμα που θέτουν, (χρονικό διάστημα των επενδύσεων τους στην αγορά σε σωστή χρονική στιγμή) και τις ικανότητες αναγνώρισης των τιμών των τίτλων στην αγορά;

• Το «ύφος» του χαρτοφυλακίου εξηγεί την μεταβλητότητα των αποδόσεων;

• Ποιες είναι οι κοινές στρατηγικές που εφαρμόζονται από τους επενδυτές ενώ επενδύουν σε ένα χαρτοφυλάκιο

(5)

Κεφάλαιο 1ο

ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Το αμοιβαίο κεφάλαιο είναι ομάδα περιουσίας, που αποτελείται από κινητές αξίες και μετρητά, της οποίας τα επί μέρους στοιχεία ανήκουν εξ αδιαιρέτου σε περισσότερα πρόσωπα. Για τη σύσταση του αμοιβαίου κεφαλαίου απαιτείται άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η διαχείρισή του αναλαμβάνεται υποχρεωτικά από Ανώνυμο Εταιρεία Διαχειρίσεως Αμοιβαίων Κεφαλαίων. Το Αμοιβαίο Κεφάλαιο χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι στερείται νομικής προσωπικότητας.

Βασικό στοιχείο της διαχείρισής του αποτελεί η διαίρεση της περιουσίας του σε ισάξια μερίδια. Τα μερίδια αποτελούν ονομαστικούς τίτλους και εκδίδονται από την Α.Ε.Δ.Α.Κ.

Οι επενδυτές που επιθυμούν να τοποθετήσουν τα διαθέσιμά τους στο αμοιβαίο κεφάλαιο αγοράζουν κάποια από τα μερίδια. Οι κάτοχοι των μεριδίων αυτών αποτελούν τους μεριδιούχους του αμοιβαίου κεφαλαίου. Ο αριθμός των μεριδίων που θα αγορασθούν εξαρτάται από το τοποθετούμενο κεφάλαιο και την τιμή των μεριδίων.

Αν, για παράδειγμα, υποθέσουμε ότι η τιμή συμμετοχής ενός μεριδίου κατά την ημέρα που πραγματοποιείται μια επένδυση ανέρχεται σε 5, 5584 ευρώ και το επενδυόμενο ποσό είναι 5.000 ευρώ, τα μερίδια που θα αποκτηθούν από τον επενδυτή ανέρχονται σε 899,5394.

Η τιμή των μεριδίων μεταβάλλεται καθημερινά, αφού τα κεφάλαια του αμοιβαίου επενδύονται σε χρηματοοικονομικά κυρίως προϊόντα των οποίων η τιμή μεταβάλλεται, λόγω της καθημερινής τους διαπραγμάτευσης στις αγορές, αλλά και λόγω της απόδοσης των χρηματοοικονομικών αυτών προϊόντων, όπως αυτή εκφράζεται με τα μερίσματα, τα τοκομερίδια, τους τόκους, κ.ο.κ.

Ο αριθμός των μεριδίων ενός αμοιβαίου κεφαλαίου μπορεί να αυξάνεται ή να μειώνεται, αφού νέοι επενδυτές αγοράζουν μερίδια οι υφιστάμενοι μεριδιούχοι εγκαταλείπουν τη θέση τους πουλώντας μερίδια.

Η συνολική περιουσία του αμοιβαίου κεφαλαίου, αποτιμημένη σε τρέχουσες τιμές, αποτελεί το συνολικό ενεργητικό του. Δεδομένης της καθημερινής αποτίμησης των χρηματοοικονομικών τίτλων και λοιπών θέσεων, που περιλαμβάνονται στο αμοιβαίο κεφάλαιο, και λαμβανομένων υπόψη των δεδουλευμένων τόκων, το

(6)

ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου, όπως συμβαίνει και με την τιμή του μεριδίου, μεταβάλλεται καθημερινά. Το τελικό καθημερινό ύψος του ενεργητικού εξαρτάται και από τις νέες συμμετοχές ή τις αποχωρήσεις (εξαγορές) από αυτό.

Τα Αμοιβαία Κεφάλαια δεν καταβάλλουν τόκο και δεν εξασφαλίζουν προκαθορισμένες αποδόσεις. Η απόδοση επομένως για το μεριδιούχο προκύπτει από τη διαφορά της αξίας του κεφαλαίου της επένδυσης και της αποτίμησης αυτού σε μελλοντικό της τοποθέτησης χρόνο. Η τιμή του μεριδίου ακολουθεί την εκάστοτε αποτίμηση της περιουσίας του αμοιβαίου.

Η μεταβολή της τιμής του μεριδίου, ανάλογα με τους τίτλους που περιλαμβάνει το αμοιβαίο κεφάλαιο, μπορεί να είναι μεγάλη και επομένως η απόδοση της επένδυσης, θετική η αρνητική, μπορεί να είναι υψηλή. Η πιθανή υψηλή μεταβλητότητα της τιμής κατέστησε αναγκαία την ενημέρωση των επενδυτών και οδήγησε στη διαμόρφωση της βασικής αρχής, η οποία αναφέρεται υποχρεωτικά σε κάθε έντυπο, ανακοίνωση ή διαφημιστικό μήνυμα σχετικό με τα αμοιβαία κεφάλαια, ότι: «Τα αμοιβαία κεφάλαια δεν έχουν εγγυημένη απόδοση και οι προηγούμενες αποδόσεις δεν διασφαλίζουν τις μελλοντικές».

Οι πρόσοδοι του Αμοιβαίου Κεφαλαίου από τόκους, μερίσματα, κ.ο.κ. μπορούν να διανέμονται στους μεριδιούχους στο τέλος κάθε χρήσης, μετά την αφαίρεση των εξόδων, αν και συνήθως δεν διανέμονται αλλά επενδύονται, αυξάνοντας έτσι το ενεργητικό του αμοιβαίου και ταυτόχρονα τα μερίδια του κάθε μεριδιούχου. Η περιουσία του Αμοιβαίου Κεφαλαίου, δηλαδή οι μετοχές, τα ομόλογα, οι καταθέσεις, κ.ο.κ., προστατεύονται με τη φύλαξη των τίτλων αυτών σε τράπεζα που λειτουργεί μόνιμα στην Ελλάδα (ελληνική ή ξένη), η οποία εκτελεί χρέη θεματοφύλακα (custodian). Ουσιαστικά ο θεματοφύλακας είναι ο φύλακας της κοινής περιουσίας αφού έχει τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας των κινήσεων και της τήρησης του κανονισμού του αμοιβαίου, ενώ ταυτόχρονα μεσολαβεί στην εκτέλεση των εντολών αγοράς και πώλησης χρεογράφων ή μετοχών που δίνονται από την Α.Ε.Δ.Α.Κ.

Στα καθήκοντα του θεματοφύλακα περιλαμβάνονται η συνυπογραφή των εξαμηνιαίων λογιστικών καταστάσεων του Αμοιβαίου Κεφαλαίου, η βεβαίωση για την καταβολή του αντιτίμου κατά τη συμμετοχή στο αμοιβαίο (διάθεση μεριδίων), η καταβολή εντός της νόμιμης προθεσμίας του σχετικού ποσού σε περίπτωση εξαγοράς μεριδίων και η ακύρωση των μεριδίων που εξαγοράζονται ή μεταβιβάζονται. Ο θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε αμέλεια σχετικά με την κάλυψη των καθηκόντων αυτών.

(7)

ΑΞΙΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑ Ι ΚΑΘΑΡΗ ΤΙΜΗ

Καθημερινά υπολογίζονται και δημοσιεύονται τρεις τιμές για τα μερίδια κάθε αμοιβαίου κεφαλαίου: η καθαρή τιμή, η τιμή διάθεσης και η τιμή εξαγοράς.

Καθαρή Τιμή

Η καθαρή τιμή του κάθε μεριδίου ενός αμοιβαίου κεφαλαίου προκύπτει από τη διαίρεση του συνολικού αριθμού των μεριδίων του με την αξία του ενεργητικού του.

Δηλαδή ισχύει η σχέση:

Καθαρή Τιμή Μεριδίου = Σύνολο Καθαρού Ενεργητικού/Αριθμός Μεριδίων Βάσει της καθαρής τιμής υπολογίζονται τόσο η απόδοση του κεφαλαίου όσο και οι τιμές διάθεσης και εξαγοράς. Το Καθαρό Ενεργητικό προκύπτει αφού από το αποτιμημένο ενεργητικό αφαιρεθούν τα έξοδα έως την ημέρα της αποτίμησης.

Τιμή Διάθεσης

Η τιμή διάθεσης είναι η τιμή με την οποία αγοράζει τα μερίδια ο επενδυτής από την Α.Ε.Δ.Α.Κ και ισούται με την καθαρή τιμή πλέον της προμήθειας διάθεσης που εισπράττει η Α.Ε.Δ.Α.Κ

Τιμή Διάθεσης= Καθαρή Τιμή * (1 + Προμήθεια διάθεσης)

Τιμή Εξαγοράς

Η τιμή εξαγοράς είναι η τιμή με την οποία αγοράζει τα μερίδια η Α.Ε.Δ.Α.Κ από τον επενδυτή και ισούται με την καθαρή τιμή μειωμένη κατά την προμήθεια εξαγοράς που εισπράττει η Α.Ε.Δ.Α.Κ

Τιμή Εξαγοράς = Καθαρή Τιμή * (1-Προμήθεια εξαγοράς)

Τόσο η προμήθεια διάθεσης όσο και η προμήθεια εξαγοράς αποτελούν την αμοιβή της Α.Ε.Δ.Α.Κ και του Θεματοφύλακα για τις υπηρεσίες τους προς τους επενδυτές.

(8)

Πλεονεκτήματα Α /Κ

Σε σχέση με την άμεση τοποθέτηση σε τίτλους στο χρηματιστήριο ή σε άλλες αγορές από τους ίδιους τους επενδυτές (μικρούς ή μεγάλους) υπάρχουν σημαντικά πλεονεκτήματα υπέρ των τοποθετήσεων σε αμοιβαία κεφάλαια. Καταρχάς επιτυγχάνεται μείωση του αναλαμβανόμενου κινδύνου, λόγω της μεγάλης διαφοροποίησης και διασποράς των τίτλων που υπάρχουν στα χαρτοφυλάκια των αμοιβαίων κεφαλαίων. Παράλληλα, η αναμενόμενη απόδοση των αμοιβαίων κεφαλαίων είναι υψηλότερη αναμενόμενη από την απόδοση των μεμονωμένων, συνήθως χαμηλού ύψους τοποθετήσεων, τόσο λόγω των οικονομιών κλίμακας που επιτυγχάνονται, όσο και λόγω της διαχείρισης των κεφαλαίων από εξειδικευμένα στελέχη των Α.Ε.Δ.Α.Κ. Επίσης δίνουν τη δυνατότητα σε μικρούς επενδυτές να εισέρχονται σε αγορές που απαιτούν τοποθετήσεις υψηλών ποσών ή και αγορές που οι ίδιοι δεν έχουν πρόσβαση ή δεν γνωρίζουν. Ανάμεσα στα σημαντικά πλεονεκτήματα των αμοιβαίων κεφαλαίων συγκαταλέγονται η μεγάλη ρευστότητα που αυτά προσφέρουν, η διαφάνεια στις συναλλαγές, η διασπορά των κεφαλαίων, αλλά και η δυνατότητα συμμετοχής στις αγορές χωρίς τη δέσμευση μεγάλων χρηματικών ποσών. Τέλος, ελκυστικό είναι και το φορολογικό καθεστώς των αμοιβαίων κεφαλαίων, καθώς οι αποδόσεις τους δεν υπόκεινται σε φορολογία.

Παράλληλα, καθώς μεγάλη μερίδα επενδυτών επιζητεί επενδύσεις χωρίς κίνδυνο για το κεφάλαιο τους, η Citibank έφερε πρώτη στην ελληνική αγορά σύνθετα επενδυτικά προϊόντα με χαρακτηριστικά προστασίας κεφαλαίου. Τα προϊόντα αυτά έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε βασικό τμήμα της γκάμας προϊόντων που είναι διαθέσιμα στους πελάτες. Μέσα από αυτήν την κατηγορία προϊόντων είναι δυνατή η συμμετοχή στην απόδοση ενός δείκτη ή ενός καλαθιού δεικτών, νομισμάτων, μετοχών, ακόμα και αμοιβαίων κεφαλαίων χωρίς κίνδυνο για το αρχικό κεφάλαιο. Πιο εξεζητημένες λύσεις επιτρέπουν τη συμμετοχή σε συγκεκριμένες επενδυτικές θεματολογίες, όπως η ακίνητη περιουσία, τα αγαθά, οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας, κλπ.

Γενικά, πελάτες οι οποίοι επενδύουν σε προϊόντα προστατευμένου κεφαλαίου μπορούν να προσδοκούν αποδόσεις δυνητικά υψηλότερες από αυτές ενός παραδοσιακού λογαριασμού καταθέσεων, σε συνδυασμό πάντα με την προστασία του αρχικού τους κεφαλαίου επένδυσης. Συγχρόνως όμως, θα πρέπει να είναι διατεθειμένοι, στις περισσότερες περιπτώσεις, να αποδεχθούν πως δε θα λαμβάνουν τακτικό εισόδημα (πχ. ένα ετήσιο τοκομερίδιο στην περίπτωση ενός λογαριασμού καταθέσεων). Θα πρέπει επίσης να είναι βέβαιοι πως δε θα χρειαστούν το κεφάλαιο που θα επενδύσουν σε αυτά τα προϊόντα πριν τη λήξη της επένδυσης, καθώς η προστασία κεφαλαίου ισχύει μόνο εφόσον ο πελάτης διατηρήσει την επένδυσή του μέχρι τη λήξη της.

(9)

Τα παραπάνω, όμως, προϊόντα είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν και συνδυαστικά.

Μέσα από ένα συνδυασμό προϊόντων προθεσμιακής κατάθεσης και επένδυσης, ο πελάτης μπορεί να απολαύσει υψηλότερα επιτόκια για ένα μέρος του κεφαλαίου του και ενδεχομένως πρόσθετες αποδόσεις για το υπόλοιπο των χρημάτων του.

Η σωστή κατανομή των κεφαλαίων ενός πελάτη μεταξύ παραδοσιακών καταθετικών προϊόντων και επενδυτικών προϊόντων μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του, αλλά και να μεγιστοποιήσει τις αποδόσεις του.

Προσφορά στους επενδυτές

Επαγγελματική διαχείριση

Η ομάδα ειδικών αναλυτών η οποία αναλαμβάνει τη διαχείριση του Αμοιβαίου Κεφαλαίου διαθέτει μεγάλη εμπειρία και γνώσεις και εγγυάται ότι η επενδυτική πολιτική του Αμοιβαίου Κεφαλαίου παραμένει συνεπής με τον επενδυτικό του στόχο.

Διασπορά

Τα Αμοιβαία Κεφάλαια επενδύουν σε ένα εύρος τοποθετήσεων, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο επενδυτικός κίνδυνος ο οποίος προκύπτει από μια μεμονωμένη επένδυση.

Ρευστότητα

Ο επενδυτής των Αμοιβαίων Κεφαλαίων μπορεί μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα να εξαγοράσει μέρος η ολόκληρη την επένδυση του. Το συγκεκριμένο πλεονέκτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό στο χώρο των επενδύσεων σε μετοχές και σε σχέση με την απευθείας επένδυση στις κεφαλαιαγορές, όπου πολλές φορές ο επενδυτής δεν βρίσκει αγοραστές για τους τίτλους του λόγω απόλυτης πτώσης της τιμής μιας μετοχής.

Διαπραγματευτική Δύναμη

Ο επενδυτής ο οποίος συμμετέχει ακόμα και με ένα μικρό ποσό στο Αμοιβαίο Κεφάλαιο αποκτά τη διαπραγματευτική δύναμη ολόκληρου του Αμοιβαίου Κεφαλαίου το οποίο λόγω του μεγέθους του απολαμβάνει πιο ευνοϊκούς όρους στις συναλλαγές στις διάφορες αγορές.

(10)

Υπηρεσίες

Τα Αμοιβαία Κεφάλαια προσφέρουν μια σειρά από σημαντικές υπηρεσίες με αποτέλεσμα την αύξηση του τελικού οφέλους του επενδυτή. Οι υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνουν αυτόματη επανεπένδυση μερίσματος, δυνατότητα επενδυτικού σχεδιασμού, ευελιξία, ευκολία στη συναλλαγή κ.α.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ Α /Κ

Στην Ελλάδα με την απόφαση 2312 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ, τεύχος Β', αρ. 498, 22/5/98) τα αμοιβαία κεφάλαια κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:

α) Αμοιβαία Διαθεσίμων. Επενδύουν κυρίως σε προϊόντα χρηματαγοράς, δευτερευόντως σε τίτλους σταθερού εισοδήματος και έως 10% σε μετοχές.

β) Ομολογιακά Αμοιβαία. Επενδύουν κυρίως σε μακροπρόθεσμους τίτλους σταθερού εισοδήματος και έως 10% σε μετοχές.

γ) Μετοχικά Αμοιβαία. Επενδύουν κυρίως σε μετοχές εταιρειών εισηγμένων στο χρηματιστήριο.

δ) Μικτά Αμοιβαία. Επενδύουν σε συνδυασμό προϊόντων των προηγούμενων κατηγοριών.

ε) Ειδικού Τύπου Αμοιβαία. Επενδύουν κυρίως σε συγκεκριμένους κλάδους (π.χ.

τεχνολογία, πληροφορική, κατασκευές κλ.) και τουλάχιστον 10% σε τίτλους σταθερού εισοδήματος.

Η ανωτέρω διάκριση βασίζεται στις τοποθετήσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων και την αναμενόμενη απόδοση αυτών δεδομένου του αναλαμβανόμενου κινδύνου. Ο χαρακτηρισμός ενός αμοιβαίου κεφαλαίου προϋποθέτει επένδυση στην αντίστοιχη κατηγορία τίτλων (μετοχές, ομόλογα, κ.ο.κ.) τουλάχιστον σε ποσοστό 65% επί του μέσου συνολικού τριμηνιαίου ενεργητικού τους.

Όσον αφορά τη γεωγραφική περιοχή επένδυσης οι πέντε κατηγορίες

(11)

ομαδοποιούνται σε αμοιβαία εσωτερικού, αμοιβαία εξωτερικού και διεθνή αμοιβαία.

Αρχικά η κατάταξη των αμοιβαίων κεφαλαίων σε κατηγορίες έγινε με την απόφαση 6037/9.7.1996 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Βασικό κριτήριο για την κατάταξη, και στην απόφαση αυτή, αποτελούν οι τίτλοι που κατευθύνονται τα κεφάλαια του αμοιβαίου. Επιτυγχάνεται έτσι αντιστοιχία ονομασίας του αμοιβαίου κεφαλαίου με το σκοπό που αναφέρεται στον κανονισμό του και τη σύνθεση του ενεργητικού του.

Παράλληλα καλύπτεται η ανάγκη για πληρέστερη πληροφόρηση του επενδυτικού κοινού που τοποθετεί τις αποταμιεύσεις του σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων Για την επίτευξη του στόχου της κατηγοριοποίησης και ενημέρωσης θεωρείται ότι:

1. Η έκφραση «κυρίως» που εμφανίζεται στον πίνακα αντιπροσωπεύει ποσοστό τουλάχιστον 65% του συνολικού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, το οποίο θα ισχύει κατά μέσο όρο τριμηνίας και θα πρέπει να είναι επενδυμένο στην αντίστοιχη κατηγορία τίτλων.

2. Σε περίπτωση παρέκκλισης από το ποσοστό αυτό σε δύο συνεχείς τριμηνίες η ΑΕ.Δ.ΑΚ υποχρεούται να εξηγήσει τους λόγους παρέκκλισης στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία κατά την κρίση της είναι δυνατόν να ζητήσει αλλαγή του σκοπού ή της ονομασίας του αμοιβαίου κεφαλαίου.

3. Οι Α.Ε.Δ.Α.Κ υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εντός δεκαημέρου από τη λήξη του τριμήνου την ποσοστιαία σύνθεση των αμοιβαίων κεφαλαίων που διαχειρίζονται σε μέσο όρο τριμηνίας.

Διεθνώς, οι κυριότερες κατηγορίες των αμοιβαίων κεφαλαίων διακρίνονται σε:

• Balanced funds (μικτά)

Επενδύουν μεγάλο ποσοστό των κεφαλαίων σε τίτλους σταθερής απόδοσης και ελάχιστα σε τίτλους με κυμαινόμενη απόδοση, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο.

• Bond/lncome funds (ομολογιακά)

Τοποθετούν τα κεφάλαιά τους σχεδόν αποκλειστικά σε τίτλους σταθερής απόδοσης (ομόλογα, ομολογίες, κ.ο.κ.) και για το λόγο αυτό έχουν το μικρότερο επενδυτικό κίνδυνο. •

• Growth funds (αναπτυξιακά)

Πρόκειται για αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού τους σε μετοχές και φέρουν υψηλό κίνδυνο.

(12)

• Blue Chip funds

Επενδύουν σε μετοχές που χαρακτηρίζονται blue chips.

• Country funds (χώρας)

Επενδύουν αποκλειστικά σε μετοχές και λοιπά χρηματοοικονομικά προϊόντα μιας μόνο χώρας.

• Money-markets fCnds (χρηματαγοράς ή διαχείρισης διαθεσίμων) Τοποθετούνται κυρίως σε προϊόντα της χρηματαγοράς και φέρουν χαμηλό κίνδυνο και χαμηλή αναμενόμενη απόδοση.

• Index funds (επί δεικτών)

Τοποθετούνται σε δείκτες ή σε μετοχές που συμμετέχουν σε δείκτες των χρηματιστηριακών αγορών.

• Sector funds (κλαδικά)

Τοποθετούν το ενεργητικό τους σε μετοχές κάποιου κλάδου, όπως τραπεζών, εταιρειών πληροφορικής, κατασκευαστικών εταιρειών, στοχεύοντας σε υψηλά κέρδη,

αναλαμβάνοντας όμως το σύνολο του ειδικού (συστατικού) κινδύνου, ο οποίος περιορίζεται με τοποθετήσεις σε μετοχές διαφορετικών κλάδων.

• International bond funds (διεθνή ομολογιών)

Επενδύουν σε χρεόγραφα, κυρίως σε ομολογίες και ομόλογα, κρατικά ή ιδιωτικά, με εκδότες και διαπραγματεύονται σε διαφορετικές χώρες, ενσωματώνοντας έτσι το συναλλαγματικό κίνδυνο αλλά και την απόδοση σε περίπτωση θετικής, για τη θέση, εξέλιξης της ισοτιμίας. •

• Internatfonal growth funds (διεθνή αναπτυξιακά)

Τοποθετούνται σε μετοχές που διαπραγματεύονται σε πολλά χρηματιστήρια ξένων χωρών και εμπεριέχουν όλα τα στοιχεία του συναλλαγματικού κινδύνου.

(13)

Κεφάλαιο 2°

Ανασκόπηση βιβλιογραφίας

Τα αμοιβαία κεφάλαια είναι ένα λιανικό προϊόν το οποίο απευθύνεται σε μικρούς επενδυτές, μισθωτούς και σε άλλους οι οποίοι εκφοβίζονται από τα μυστήρια των χρηματιστηριακών αγορών αλλά θέλουν να εκμεταλλευτούν τα οφέλη τους. Στο λιανικό επίπεδο, οι επενδυτές είναι μοναδικοί και είναι ιδιαίτερα ετερογενής ομάδα. Ως εκ τούτου, το κεφάλαιο/η επιλογή σχεδίου ευρέως διαφέρει.

Έτσι οι διοικητικές επιχειρήσεις στοιχείων ενεργητικού (AMCs) προσπαθούν να καταλάβουν την επιλογή κεφαλαίων/σχεδίου και τη συμπεριφορά των επενδυτών για να σχεδιάσουν τα κατάλληλα προϊόντα με σκοπό να ικανοποιήσουν τις μεταβαλλόμενες οικονομικές ανάγκες των επενδυτών. Γι’ αυτό τον λόγο τα αμοιβαία κεφάλαια αποτελούν μια ανερχόμενη αγορά, και από την άποψη μεγέθους αλλά και ποικιλίας, και ειδικότερα σε περίπτωση αναπτυσσόμενων οικονομιών του κόσμου. Εντούτοις , έρευνα αγοράς για την απόδοση και τις στρατηγικές επενδύσεων που ακολουθούνται υπάρχουν μετά βίας. Για τους παραπάνω λόγους και για την εκπόνηση αυτής της μελέτης έχουμε λάβει υπόψιν μας 2 μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε μεταξύ 350 επενδυτών αμοιβαίων κεφαλαίων σε 10 αστικά και ημι αστικά κέντρα για να μελετήσει τους παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά επιλογής κεφαλαίων/σχεδίου των λιανικών επενδυτών. Και η δεύτερη είχε ως επίκεντρο την αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων στην Ινδία, όπου εξετάστηκαν τρείς πτυχές. Πρώτον αν το μέγεθος και η αξία επηρεάζουν την απόδοση της αγοράς. Δεύτερον αν οι διαχειριστές κεφαλαίων διαθέτουν αποτελεσματικούς συγχρονισμούς και δυνατότητες επιλογής. Και τρίτον ποιες είναι οι προτιμώμενες στρατηγικές επένδυσης που εφαρμόζονται από τους διαχειριστές κεφαλαίων. Για την ανάλυση αυτών των πτυχών χρησιμοποιήθηκε το μοντέλο Mazuy Τι^γηοΓ το οποίο έδειξε ότι οι διαχειριστές κεφαλαίων δεν διαθέτουν κάποιες ικανοποιητικές δυνατότητες ώστε να προσδιορίζουν τους διατιμημένους τίτλους στην αγορά με συνέπεια να μην μπορούν να έχουν τον απαραίτητο συγχρονισμό και να μην μπορούν να επιλέξουν. Συγκεκριμένα η ποιοτική αυτή έρευνα έδειξε ότι υπάρχει μια εξισορρόπηση στα χαρτοφυλάκια λόγω της μεταβλητότητας των οικονομιών.

(14)

Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας Στρατηγικών επένδυσης αμοιβαίων κεφαλαίων

Με την εισαγωγή όλο και περισσότερων επενδυτικών προϊόντων κάθε χρόνο, προσφέρεται στους επενδυτές ένα ευρύ φάσμα επενδυτικών ευκαιριών, που όμως κάνει όλο και πιο πολύπλοκη την δυνατότητα να επιλέξουν τον πιο ορθό τρόπο επένδυσης, ο οποίος ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες και τα οικονομικά τους.

Τα αμοιβαία κεφάλαια έχουν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να καλύψουν τους επενδυτές τους και την ενημέρωσή τους για τις επενδύσεις τους μέσα από το ενημερωτικό δελτίο της εταιρείας. Έτσι ώστε οι επενδυτές να πάρουν μια ιδέα για τις προοπτικές των αποδόσεων των αμοιβαίων κεφαλαίων, το ενημερωτικό δελτίο παρέχει πολύτιμες πληροφορίες όπως: Πόσο επικίνδυνη είναι η επένδυση; Είτε αν η εταιρεία επενδύει σε μεγάλες, μικρές

ή μεσαίες επιχειρήσεις; Ποιο είναι το ποσό των εξόδων; Ποιες είναι οι επενδυτικές στρατηγικές που εγκρίθηκαν από τους διαχειριστές των κεφαλαίων;

Ο τελευταίος τομέας ενδιαφέροντος επικεντρώνεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων των διαχειριστών αμοιβαίων κεφαλαίων και αποτελεί

ουσιαστικό κριτήριο για την αξιολόγηση των κεφαλαίων από τους επενδυτές, καθώς και τις εταιρείες αξιολόγησης. Έτσι το κύριο ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην επίδοση που είχαν στο παρελθόν, αλλά και στην διαδικασία επιλογής των επενδύσεων σύμφωνα με τους Mamaysky & Spiegel (2002). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένες πρόσφατες έρευνες παρείχαν αποδεικτικά στοιχεία ότι οι διαχειριστές κεφαλαίων έχουν παρουσιάσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο ως προς την δυνατοτήτων επιλογής μετοχών. Μία από τις πιο πρόσφατες μελέτες που εκπονήθηκε για τους διαχειριστές κεφαλαίων διενεργήθηκε από τους Drachter, Kempf &Wagner (2007) οι οποίοι έχουν κάνει μια

εξαιρετική προσπάθεια να ρίξουν φως σχετικά με τη συμπεριφορά των διαχειριστών κεφαλαίων (στη Γ ερμανία).

Πραγματοποίησανμια τηλεφωνική έρευνα, ώστε να συνδέουν τα δεδομένα των διαχειριστών αμοιβαίων κεφαλαίων με τα στοιχεία που διαθέτουν σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια και προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία ότι η συμπεριφορά των διαχειριστών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα χαρακτηριστικά των κεφαλαίων και της εταιρίας στο σύνολό της. Επίσης, διάφορες μελέτες στο παρελθόν επικεντρώθηκαν στις ικανότητες επιλογής μετοχών των διαχειριστών κεφαλαίων όπως αυτή του Jensen (1968) η οποία φέρνει στο προσκήνιο δύο διαστάσεις βάσει των οποίων η ικανότητα και οι στρατηγικές που ακολουθεί ο διαχειριστής του αμοιβαίου κεφαλαίου μπορεί να επηρεάσει τις αποδόσεις κεφαλαίου όπως :

(15)

• Την ικανότητα του διαχειριστή για την αύξηση της απόδοσης του

χαρτοφυλακίου μέσωτης επιτυχούςπρόβλεψης των μελλοντικών τιμών ασφαλείας, καθώς και

• Την ικανότητα του διαχειριστή του κεφαλαίου να ελαχιστοποιήσει (μέσω της

"αποτελεσματικής" διαφοροποίησης) το ποσοστό κινδύνου.

Οι ακαδημαϊκοί υποδεικνύουν ότι τα αμοιβαίακεφάλαια συνήθως ομαδοποιούνται ανάλογα με τους στόχους με τους οποίους επενδύουν σε διάφορες κινητές αξίες για την οικοδόμηση του χαρτοφυλακίου. Έτσι, ο διαχειριστής του κεφαλαίου λαμβάνει τις κρίσιμες αποφάσεις επένδυσης, αποκλειστικά ή σε μια ομάδα, και καθορίζει τα χαρακτηριστικά της επένδυσης. Το ύφος των επενδύσεων μπορεί να διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην απόδοση του χαρτοφυλακίου.

Επίσης οι Ding & Wermers (2005) ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι διαχειριστές οι οποίοι είναι πιο έμπειροι και οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τα μεγαλύτερα κεφάλαια ξεπερνούν λιγότερο έμπειρους ομολόγους τους, το οποίο καθιστά σαφές ότι τα χαρακτηριστικά των διαχειριστών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εξήγηση της απόδοσης του χαρτοφυλακίου των αμοιβαίων κεφαλαίων. Επίσης, οι νέοι διαχειριστές κεφαλαίων έχουν καλύτερες επιδόσεις από παλαιότερους σύμφωνα με τους Chevalier και Ellison, (1999). Ωστόσο, οι Sharpe (1966) και Jensen (1968) ήταν οι πρώτοι που εξέτασαν και ανέλυσαν την απόδοση των διαχειριστών κεφαλαίων. Ο Sharpe (1966) στο άρθρο του (Αποδοτικότητα Αμοιβαίου Κεφαλαίου) αναλύει την απόδοση 34 αμοιβαίων κεφαλαίων υπολογίζοντας τα ετήσια ποσοστά απόδοσης κατά την περίοδο 1954-63.

Στην έρευνα αυτή υποδεικνύει ότι η ορθή διαχείριση των αμοιβαίων κεφαλαίων, απαιτεί την επιλογή των κεφαλαίων με εσφαλμένη αξιολόγηση ως προς την τιμή, αποτελεσματική διαφοροποίηση και την επιλογή ενός χαρτοφυλακίου σε μια συγκεκριμένη κατηγορία κινδύνου. Περαιτέρω, η διαφορά στην απόδοση των διαφόρων κεφαλαίων θα μπορούσε να οφείλεται

στην υπερβολική δαπάνη από κάποια κεφάλαια ή μπορεί επίσης να αποδοθεί σε διαφορές στις στρατηγικές διαχείρισης των διαχειριστών κεφαλαίων.

Στην πράξη, μπορεί κάποιος να βρει διάφορους

διαχειριστές χαρτοφυλακίων από ένα ευρύ φάσμα προσεγγίσεων / στρατηγικών, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες των επενδυτών τους και να κερδίσουν μεγαλύτερα κέρδη. Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι, οι εν λόγω στρατηγικές έχουν χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα στην θεωρία για τη μέτρηση της απόδοσης των αμοιβαίων κεφαλαίων, ωστόσο όμως θα πρέπει να υπάρξει κάποια σταθερή βάση για την ταξινόμησή τους. Η ταξινόμηση αυτή όμως θα πρέπει να είναι αντικειμενικά και εμπειρικά προσδιορισμένη σύμφωνα με τους Brown & Goetzmann (1997). Επιπλέον, ορισμένες μελέτες όμως προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία ότι το ισχύον σύστημα κατάταξης είναι

(16)

λίγο φως σε αυτή την πτυχή, οι μορφές των επενδύσεων των διαχειριστών κεφαλαίων συζητήθηκαν διεξοδικά και εξετάστηκαν κατά το παρελθόν. Ένα από τα βασικά μειονεκτήματα όλων αυτών των προηγούμενων μελετών που έχουν διεξαχθεί σχετικά με τις μορφές διαχείρισης των αμοιβαίων κεφαλαίων είναι ότι έχουν επικεντρωθεί στον αντίκτυπο του ύφους του διαχειριστή, για την απόδοσή του. Σε αντίθεση με την μελέτη που διεξήχθη από τους Brown & Goetzmann (1996) οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα επενδυτικά κεφάλαια, στα οποία οι

επενδυτές επενδύουν, κυμαίνονται από την επιθετική μορφή

τους, κατέχουν χαμηλά μερίσματα και αναζητούν υψηλές αποδόσεις μετοχών. Έτσι ανέπτυξαν έναν αλγόριθμο ο οποίος κατατάσσει τις στρατηγικές σε 8 κατηγορίες,

«ανάπτυξη και έσοδα», «ανάπτυξη», «έσοδα», «αξία», «χρονοδιάγραμμα», «αίγλη»,

«διεθνής», και «σκληρά κεφάλαια». Έτσι, η κατάταξη αυτή βοήθησε τους ερευνητές να αναλύσουν το «στυλ» σε πιο οικεία μέτρα, όπως τον κίνδυνο και τους μεταβλητούς στο χρόνο παράγοντες.

Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας αποδοτικότητας αμοιβαίων κεφαλαίων

Η απόδοση των αμοιβαίων κεφαλαίων μπορεί να περιγραφεί ως εξής: κατά πόσον ή όχι οι διαχειριστές αμοιβαίων μετοχικών κεφαλαίων, οι οποίοι υποθετικά έχουν ανώτερες ικανότητες στην επιλογή μετοχών, μπορούν να δημιουργήσουν έκτακτες αποδόσεις για τους επενδυτές. Οι έκτακτες αποδόσεις συνήθως ορίζονται ως οι τομείς από τις πλεονασματικές αποδόσεις επιστροφών που υπολογίζονται με την βοήθεια ενός σημείου αναφοράς το οποίο σημαίνει αποτελεσματική διακύμανση από την προοπτική ενός απληροφόρητου παρατηρητή σύμφωνα με τους Grinblatt & Titman (1989).

Μεγάλος αριθμός βιβλιογραφιών δείχνουν ότι υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που καθορίζουν και επηρεάζουν την απόδοση και την ανάπτυξη των αμοιβαίων κεφαλαίων. Ένα βασικό πρόβλημα που έχει λάβει πολύ προσοχή από τους ακαδημαϊκούς είναι ότι οι προηγούμενες αποδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων είναι ένας κάλος δείκτης αξιολόγησης και μέτρησης για την παρούσα απόδοση τους; Κάποιες μελέτες έδειξαν ότι υπάρχουν στοιχειά που δείχνουν ότι δεν υπάρχει σχέση η προηγούμενη απόδοση των κεφαλαίων με την παρούσα. Οι Goetzman και Ibbotson (1994), δείχνουν ότι υπάρχουν πειστικά στοιχεία που δείχνουν μια θετική σχέση μεταξύ των δυο αποδόσεων σε διάστημα δυο χρονών. Άλλοι παράγοντες που έχουν ληφθεί από τους ακαδημαϊκούς, είναι το κόστος που συνεπάγεται με την αγορά και την πώληση των αμοιβαίων κεφαλαίων, που συχνά αποκαλείται ως κόστος συναλλαγής. Αρκετές μελέτες, όπως αυτή του Blake et al. (1993), του Carhart (1997), και του Elton et al. (1996) οι οποίοι δείχνουν ότι υπάρχει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ του κόστους συναλλαγής και της απόδοσης των

(17)

αμοιβαίων κεφαλαίων. Επίσης το μέγεθος του μετοχικού κεφαλαίου, που διαχειρίζεται μια εταιρία αμοιβαίων κεφαλαίων, τα χαρακτηριστικά του διαχειριστή των μετοχικών κεφαλαίων, καθώς επίσης οι στρατηγικές του, επενδύουν σε ένα βέλτιστο χαρτοφυλάκιο που έχει σημαντικό αντίκτυπο στην απόδοση του μετοχικού κεφαλαίου.

Το κεντρικό πρόβλημα των ακαδημαϊκών είναι η εξεύρεση ενός αποτελεσματικού κριτηρίου για την αξιολόγηση των επιδόσεων των ριψοκίνδυνων χαρτοφυλακίων. Οι ακαδημαϊκοί υποδεικνύουν ότι η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντούν στην προσπάθεια τους να αξιολογήσουν την απόδοση του κάθε χαρτοφυλακίου είναι η ανεπαρκής μέτρηση της επικινδυνότητας που γίνεται αντιληπτή από τους επενδυτές, το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη μέση αναμενόμενη απόδοση από το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο. Περαιτέρω, ο Ippolito(1993) δείχνει ότι μέρος αυτών των δυσκολιών της αξιολόγησης των επιδόσεων μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη βιώσιμων ανταγωνιστικών θεωριών.

Η επίδοση των αμοιβαίων κεφαλαίων υποστηρίζεται με συνέπεια από την Efficient Market Theory (EMT), η όποια υποστηρίζει την ιδέα ότι οι αγορές κεφαλαίου είναι αποδοτικές. Λόγο έλλειψης οποιασδήποτε άλλων θεωριών στο να υποστηρίξουν την αποτελεσματικότητα των κεφαλαιαγορών, οι έρευνες πάντα δίσταζαν να απορρίψουν την ΕΜΤ και τις γνώσεις της. Από την άλλη όμως, μελέτες που έγιναν σχετικά με τις επιδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων είναι τεράστιες. Στις περισσότερες από τις προηγούμενες μελέτες, οι επιδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων συχνά συνδέονται με την διαχείριση του χαρτοφυλακίου από τους διαχειριστές μετοχικού κεφαλαίου. Τώρα, το ερώτημα που έχει προβληματίσει τους ακαδημαϊκούς για πολύ καιρό είναι το κατά πόσον οι διαχειριστές χαρτοφυλακίου μπορούν να παραδώσουν έκτακτες αποδόσεις και να κτυπήσουν τα καθορισμένα σημεία αναφοράς. Συγκεκριμένα, ο προσδιορισμός για ένα ακριβές και αξιόπιστο μετρό που είναι σε θέση να εκτιμήσει και να συγκρίνει τις επιδόσεις των διαφόρων μετοχικών κεφαλαίων, συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων των διευθυντικών στελεχών, και υπήρξε θέμα για τους ακαδημαϊκούς. Από την άλλη πλευρά, οι επενδυτές ήθελαν να επιδιωχθεί μια αξιόπιστη μέθοδος για την μέτρηση των επιδόσεων των ενεργά διαχειριζομένων κεφαλαίων, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα τέλη και τα έξοδα που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν ήταν δικαιολογημένα ή ό».

Αναμφίβολα, έχει προταθεί μια ποικιλία με τεχνικές αξιολόγησης που εφαρμόζονται από τους ακαδημαϊκούς, αλλά μέχρι σήμερα δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με την ικανότητα των διαχειριστών χαρτοφυλακίων στο να κερδίσουν έκτακτες αποδόσεις των κεφαλαίων τους. Μια σειρά από προηγούμενες μελέτες έχουν αποδείξει ότι τα αμοιβαία κεφάλαια γενικά δεν ξεπερνούν την αγορά.

Επιπλέον, εάν η υπόθεση της αποτελεσματικής αγοράς ισχύει, τότε θα ήταν πειστικό ότι τα αμοιβαία κεφάλαια μπορεί να μην είναι σε θέση να ξεπεράσουν με συνέπεια στην αγορά. Ωστόσο, αυτό το αποτέλεσμα δεν ήταν συνεπές με την τεράστια ανάπτυξη των αμοιβαίων κεφαλαίων τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Ο

(18)

επιδόσεων των αμοιβαίων κεφαλαίων. Κατ’ αυτόν αν τα μετοχικά κεφάλαια που είχαν υψηλές επιδόσεις είχαν ένα συγκεκριμένο δείκτη, τότε δεν θα υπήρχε καμία απορία, αλλά δεδομένου ότι έχουν αυξηθεί με ένα τόσο γρήγορο ρυθμό σύμφωνα με την εκτέλεση τους, γίνεται μια ενδιαφέρουσα ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί.

Ένα σύντομο σχόλιο, με το οποίο προσπαθεί να λύσει τον γρίφο, είναι ότι οι επενδυτές, σε γενικές γραμμές, είναι πιο ορθολογικοί από ότι νόμιζαν οι ακαδημαϊκοί.

Προχωρώντας με τις επιδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων, είναι σημαντικό να αναφέρουμε μια από τις σημαντικότερες μελέτες της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας βάσει του William F. Sharpe. Ο Sharpe (1966) που παρουσίασε μια τεχνική αξιολόγησης επιδόσεων γνωστή και ως ‘reward-to-variability ratio. Από την μελέτη του διαπίστωσε ότι η μέση αξία των αναλογιών του μετοχικού κεφαλαίου είναι σημαντικά μικρότερη από την αναλογία που εφαρμόζεται στο δείκτη Dow Jones Industrials κατά την περίοδο 1954-1963. Έτσι, παρείχε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι κατά μέσο όρο των αποδόσεων που κερδίζει ο επενδυτής, επενδύοντας ένα συγκεκριμένο ποσό χρημάτων στα αμοιβαία κεφάλαια, είναι σαφώς κατώτερο από το ποσό των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν στο δείκτη Dow Jones Industrials. Σε γενικές γραμμές, οι περισσότερες από τις προηγούμενες μελέτες έχουν απορρίψει την υπόθεση ότι τα αμοιβαία κεφάλαια μπορούν να παράγουν θετικές (υπερβάλλουσες) αποδόσεις, δηλαδή οι διαχειριστές του μετοχικού κεφαλαίου έχουν ανώτερες δυνατότητες στην επιλογή ασφάλειας ώστε να είναι υψηλός ο δείκτης επιδόσεων. Ουσιαστικά οι μελέτες αυτές υποστηρίζουν το γεγονός ότι οι αγορές είναι αποτελεσματικές. Το ότι οι αγορές είναι αποτελεσματικές σημαίνει ότι όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες ήδη αντανάκλασθηκαν από τις τιμές ασφαλείας, και ως εκ τούτου, οι διαχειριστές, ακόμα και με τις ανώτερες ικανότητες στην επιλογή μετοχών δεν μπορούν να έχουν υψηλές επιδόσεις στην αγορά. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι ακαδημαϊκοί, όπως ο Ippolito (1993), οι οποίοι παρήγαγαν αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία σε αυτές τις μελέτες υποστηρίζοντας ότι οι διαχειριστές έχουν κάποιες ικανότητες για να έχουν υψηλές αποδόσεις στην αγορά μετοχών. Περαιτέρω, ο Ippolito (1989), έδειξε ότι μετά την αφαίρεση όλων των αμοιβών και των εξόδων, 143 αμοιβαία κεφάλαια που ήταν δείγμα υπό μελέτη, ξεπέρασαν τον δείκτη κεφαλαίων, σε μια προσαρμοσμένη ριψοκίνδυνη βάση. Μια μελέτη που διεξήχθη από τον McDonald (1974), με βάση 123 μετοχικά κεφάλαια για την περίοδο 1960-1969, πρόεκυψε ότι ο μέσος όρος άλφα των κεφαλαίων δείχνει ότι η απόδοση των κεφαλαίων δεν ήταν ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρότερη από την απόδοση του χαρτοφυλακίου της αγοράς.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις αγορές και τα έξοδα των κεφαλαίων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει "κάποιος βαθμός επιτυχίας της επιλεκτικότητας των μετοχών και στο χρονοδιάγραμμα των επενδύσεων στην αγορά". Μια από τις βασικές μελέτες που παρήγαν αποτελέσματα, σε αντίθεση με τα αποτελέσματα του Jensen ήταν αυτά των Kon & Jen (1979). Είχαν βασίσει την ερευνά τους στα ίδια στοιχεία με αυτά του Jensen. Τα αποδεικτικά στοιχεία ότι δείγμα από το αμοιβαίο κεφάλαιο στην μελέτη τους, είχαν την δυνατότητα να προβλέψουν τις τιμές αρκετά

(19)

καλά έτσι ώστε να ξεπεράσουν τον συνδυασμό των στοιχείων ενεργητικών και ακίνδυνων χαρτοφυλακίων της αγοράς έχοντας επιλεκτικά επίπεδα του συστηματικού κίνδυνου. Επίσης, οι μελέτες των Main (1977) & Shawky (1982) υπολόγισαν τον μέσο όρο θετικών άλφα, χρησιμοποιώντας τα ετήσια και μηνιαία στοιχεία(ίδια με εκείνα του Jensen). Περαιτέρω, οι Grinblatt & Titman (1992), Goetzmann & Ibbotson (1994), Hendricks, Patel, & Zeckhauser (1993) and Volkman &Wohar (1996), επίσης ενίσχυσαν την ιδέα ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι οι διαχειριστές του μετοχικού κεφαλαίου μπορεί να παράγουν ανώμαλα κέρδη για τα κεφάλαια τους και επίσης, έχουν βρεθεί ίχνη διαχειριστών που βγαίνουν συνέχεια νικητές στην επιλογή των υποτιμημένων μετοχών στην αγορά. Έτσι αυτά τα στοιχεία, σαφώς δεν συμβαδίζουν με τα στοιχεία της μελέτης των Sharpe & Jensen. Έτσι, μπορεί να καταλήξει κάνεις στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν μεικτά αποδεικτικά στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι τα αμοιβαία κεφάλαια έχουν πραγματικά υψηλές αποδόσεις στον δείκτη αγοράς.

Referências

Documentos relacionados

Ο μακροσκοπικός έλεγχος που πραγματοποιείται και στις δυο περιπτώσεις αναφέρεται γενικά στην απουσία των παρακάτω ελαττωμάτων, με τα πρώτα έξι να είναι τα ελαττώματα που εξετάστηκαν