• Nenhum resultado encontrado

Η ασφαλιστική φερεγγυότητα των ασφαλιστικών εταιρειών και η εποπτεία τους από το Υπουργείο Ανάπτυξης ως μέσο προστασίας του ασφαλιζόμενου πολίτη

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Η ασφαλιστική φερεγγυότητα των ασφαλιστικών εταιρειών και η εποπτεία τους από το Υπουργείο Ανάπτυξης ως μέσο προστασίας του ασφαλιζόμενου πολίτη"

Copied!
105
0
0

Texto

(1)

ΤΕΙ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΘΕΜΑ: Η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ Η ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΩΣ ΜΕΣΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟ

ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

ΤΗΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑΣ ΝΤΟΥΜΑΝΗ ΘΕΟΚΤΙΣΤΗΣ

ΕΠΟΠΤΕΥΩΝ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣΤΙΑΝΝΑΚΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟ

(2)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ιστορική εξέλιξη των ασφαλειών 1

Ιστορική αναδρομή των ασφαλιστικών Εταιριών στην Ευρώπη και στη χώρα μας 2

Ιταλία 2

Γαλλία 2

Γερμανία 3

Η.Π.Α. 4

Αγγλία 4

Η ασφαλιστική εξέλιξη στη χώρα μας 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

1.1 Η Ελληνική οικονομία το 2003 11

1.2 Τα βασικά μεγέθη της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς το 2003 12

1.3 Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις 13

1.4 Η παραγωγή ασφαλίστρων 14

1.5 Η συμμετοχή στην ελληνική οικονομία 15

1.6 Οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις 15

1.7 Τα οικονομικά μεγέθη 15

1.8 Η ευρωπαϊκή ασφαλιστική αγορά το 2003 16

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

2 Περιθώριο φερεγγυότητας 41

2.1 Στοιχεία ενεργητικού που συνιστούν περιθώρια φερεγγυότητας 42

2.1.1 Απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας 44

2.1.2 Εγγυητικό κεφάλαιο 45

2.1.3 Τεχνικά αποθεματικά 46

2.1.4 Ασφαλιστική τοποθέτηση 55

2.2 Κατά το στάδιο χορηγήσεως της άδειας λειτουργίας 59 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3°

3.1 Επιτροπή ιδιωτικής ασφάλισης 62

3.2 Έλεγχος του Υπουργείου Ανάπτυξης προς τις ασφαλιστικές εταιρίες 63 3.3 Μέτρα που λαμβάνει το Υπουργείο Ανάπτυξης σε περίπτωση που απειλούνται

τα συμφέροντα των ασφαλισμένων 64

3.4 Ποινές και κυρώσεις που επιβάλλει το Υπουργείο Ανάπτυξης λόγω

αφερεγγυότητας 67

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4°

4.1 Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή 71

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5°

5.1 Βαθμός προστασίας ασφαλιζόμενων 75

Συμπεράσματα 77

Βιβλιογραφία 79

Παράρτημα 80

(3)

Ιστορική εξέλιξη των ασφαλειών

Κάθε άτομο σε όλη του τη ζωή είναι εκτεθειμένο σε ένα μεγάλο αριθμό κινδύνων, οι οποίοι του καθορίζουν την προσωπική, οικογενειακή, οικονομική και συναισθηματική του κατάσταση και τη ζωή του γενικότερα. Ο άνθρωπος εφόσον δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνος του για να αποφύγει τις καταστρεπτικές συνέπειες που προξενούν οι παντός είδους κίνδυνοι, απευθύνεται σε οργανωμένες επιχειρήσεις και οργανισμούς και του παρέχουν ασφαλιστική κάλυψη για να εξασφαλίσει τα αγαθά του και να αποκαταστήσει τις ζημιές που ίσως υποστεί.

Πρώτοι οι πρόγονοί μας αντιλήφθηκαν την ανάγκη της ασφάλισης και φρόντισαν να προστατεύσουν μια πολύτιμη περιουσία τους, που ήταν τα πλοία. Η ιδέα τους άρεσε στην αρχαία Ρώμη, όπου οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να ασφαλίσουν τη μεταφορά εμπορευμάτων και πολεμοφοδίων. Επίσης οργανώνονταν και σε ενώσεις για κάλυψη των εξόδων κηδείας. Η ασφάλιση ζωής άρχισε να εμφανίζεται κατά κάποιον τρόπο στα 300 - 200 π.Χ. στο ρωμαϊκό κράτος.

Ο Μεσαίωνας έστω και αν συνδέεται με τον σκοταδισμό, παρουσίασε την πρώτη οργανωμένη εικόνα στον τομέα της ασφάλισης. Ομάδες ασφαλιστών αναλάμβαναν με τη μορφή των συνεταιρισμών τους κινδύνους των πελατών τους, συμμετέχοντας στα κέρδη, αλλά και στις ζημίες. Το μεγάλο άλμα γίνεται το 1700 όπου πρωτοεμφανίζονται στην Ευρώπη ανώνυμες εταιρίες με αποκλειστικό αντικείμενο τις ασφάλειες. Την ίδια περίπου εποχή, οι άνθρωποι σκέφτονται κάτι ακόμα πιο πολύτιμο από τα άψυχα αντικείμενα: την ίδια τους τη ζωή. Εμπνευσής ήταν ο Φλωρεντιανός Λαυρέντιος Τόντι που δημιούργησε ένα συνεταιρισμό. Τα μέλη κατέβαλαν ορισμένη εισφορά για να συγκεντρώσουν το κεφάλαιο. Κάθε χρόνο οι επιζώντες συνεταίροι μοιράζονταν τους τόκους. Ο τελευταίος επιζών ήταν αυτός που έπαιρνε όλο το κεφάλαιο. Τα Μαθηματικά οδήγησαν τις ασφάλειες σε σίγουρα βήματα. Ο νόμος των πιθανοτήτων, η κατάρτιση των πινάκων θνησιμότητας και η εφαρμογή των λογαρίθμων έθεσαν τις βάσεις για τη σταθερή τους πρόοδο και εξέλιξη. Σαν πρώτη πράξη ασφάλισης ζωής παρατηρείται στον Μεσαίωνα των πρώτων ναυτικών «διάπλων». Στη συνέχεια οι πλοίαρχοι άρχιζαν να ασφαλίζονται κατά του κινδύνου θανάτου στη διάρκεια των ταξιδιών τους. Η εξελικτική πορεία των ασφαλειών μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει ποικιλία προγραμμάτων και

(4)

σχεδίων ασφάλισης.

Ιστορική αναδρομή των ασφαλιστικών Εταιριών στην Ευρώπη και στη χώρα μας.

Ιστορική αναδρομή στην Ευρώπη

Η Ευρώπη συνέβαλλε σημαντικά στην πορεία και την εξέλιξη των ασφαλιστικών εταιριών εξασφαλίζοντας ξεχωριστή θέση στην οικονομική και κοινωνική ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.

ΙΤΑΛΙΑ

Στην Ιταλία μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα ο φλωρεντιανός γιατρός Lorento Tonti ιδρύει την πρώτη Τοντίνα. Οι Τοντίνες ή Τοντιακές εταιρίες συγκέντρωναν από τα μέλη τους εισφορές για τη δημιουργία ενός κεντρικού κεφαλαίου και διένειμαν τους τόκους του κεφαλαίου αυτού, κάθε χρόνο στα επιζώντα μέλη.

Πρόκειται δηλαδή για μια μορφή ασφάλισης επιβίωσης. Το 1825 ιδρύεται η Societa di Assicurazioni Diverse στη Νεάπολη και το 1826 η Societa di Assicurazioni di Milano. Και οι δύο μικτής ασφαλιστικής δραστηριότητας, διεξάγουν δηλαδή και ασφαλίσεις κατά ζημιών περιουσίας και ασφαλίσεις ζωής. Η πρώτη νομοθετική ρύθμιση της ασφάλισης ζωής στη Ιταλία εκδηλώνεται στα πέντε τελευταία άρθρα του Codici di Commercio του 1882, που αποτέλεσαν και τη βάση για τις αμοιβαίες ασφαλιστικές εταιρίες. Το 1912 ιδρύεται de jure ασφαλιστικό μονοπώλιο ζωής, για το Instituto Nationale delle Assicurazioni, που διατηρήθηκε μέχρι το 1923, οπότε ρυθμίζεται νομοθετικά η κρατική εποτπεία και μπαίνει στο στίβο της ασφαλιστικής δραστηριότητας του κλάδου ζωής η ιδιωτική πρωτοβουλία.

ΓΑΛΛΙΑ

Το σύστημα Tonti εισάγεται στη Γαλλία στα μέσα του 17ου αιώνα και γίνεται

(5)

αποδεκτό από το επίσημο κράτος που οργανώνει τις Τοντίνες σε βάση δημόσιας επιχείρησης. Οι Τοντιακές αυτές εταιρίες καταργήθηκαν το 1770 με διάταγμα του Λουδοβίκου XV, γιατί θεωρήθηκαν πράξεις ανήθικες. Το 1788 ιδρύεται η πρώτη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «Compagnie Royal d’Assurance», αλλά οι αντιλήψεις της εποχής οδηγούν στη σύντομη ανάκληση της αδείας της. Η νομολογία αρχίζει από το τέλος του 18ου αιώνα να αναγνωρίζει τη νομιμότητά του, με σειρά αποφάσεων του Conseil d’Etat (Συμβουλίου Επικράτειας).

Το 1819 ιδρύεται η «Compagnie d’Assurances Generales sur la vie des Hommes», το 1820 η «Société d’Assurances sur la vie», το 1829 η «Union», το 1830 η «Royal Vie», που μετονομάσθηκε αργότερα «Nationale» και ακολουθούν, στη συνέχεια η «Soleil» το 1830, η «La France» και η «Phoenix» το 1843, η

«Providence» το 1845, κ.α. Έτσι παρά τις αντιρρήσεις και την αρνητική θέση της νομοθεσίας ο θεσμός δικαιώνεται με το νόμο του 1867, που αναγνώριζε τις εταιρίες ασφαλίσεων ζωής και καθιέρωνε τη διαδικασία αδείας λειτουργίας και την κρατική εποπτεία.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, όλη η ασφαλιστική δραστηριότητα ζωής περιορίζεται στις αλληλοασφαλιστικές εταιρίες (Mutual Sociétés) και στις τοντίνες.

Το 1806 ιδρύεται στο Αμβούργο η πρώτη ασφαλιστική εταιρία μετοχικού κεφαλαίου από τον J. Benecke. Το 1827 ο Ernst Arnoldi, ιδρύει τη «Leben Sversicherungsbank Fur Deutschland zu Cotha». To 1806 επεκτείνονται οι ασφαλιστικές εργασίες ζωής και ιδρύονται πάρα πολλές αλληλοασφαλιστικές και μετοχικού κεφαλαίου εταιρίες.

Με τη λήξη του 19ου αιώνα, ασχολούνται στη Γερμανία με τις ασφάλειες ζωής περίπου 60 ασφαλιστικές εταιρίες κι όμως, δεν υπάρχει καμία νομοθετική μέριμνα για τη ρύθμιση του θεσμού. Μόλις το 1901 καθιερώνεται νομοθετικά ο διοικητικός έλεγχος των ασφαλιστικών εταιριών και το 1908 ρυθμίζεται νομοθετικά η ασφαλιστική σύμβαση ζωής ειδικότερα.

(6)

Η.Π.Α.

Και στις Η.Π.Α. προηγήθηκε η εξάττλωση του θεσμού από την οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμισή του. Το σύστημα Tonti έτυχε θερμότατης υποδοχής για να ακολουθήσουν αργότερα οι εταιρίες αμοιβαίας βάσεως (mutual companies) και μετοχικού κεφαλαίου. Έτσι ιδρύονται κατά χρονολογική σειρά:

-το 1791 η «The Boston Tontine Association»

-το 1792 η «The Universal Tontine»

-το 1804 η «The Phoenix» και «The Coffe House of New York»

-το 1807 η «The Peiican Life insurance Co»

-το 1809 η «The Pennsylvania Company for the Insurance of Lives»

-το 1818 η «The Massachusetts Hospital Life Insurance Co»

και πολλές άλλες. Στις διάφορες από τις Ηνωμένες πολιτείες.

Η νομοθετική παρέμβαση για τη επιβολή μιας οργανωμένης κρατικής εποπτείας και την αποκατάσταση του θεσμού αρχίζει στις διάφορες πολιτείες από το 1865 και ολοκληρώνεται με τη λήξη του 19ου αιώνα. Έτσι στη χώρα αυτή, υπάρχουν ισάριθμοι των πολιτειών νόμοι, που ρυθμίζουν την κρατική εποπτεία και την ασφαλιστική σύμβαση. Η επιβολή του κρατικού ελέγχου, είχε ως συνέπεια να αρχίσει από το 1880 μια ανοδική πορεία του θεσμού. Το 1885 ασχολούνται με την ασφάλιση ζωής περίπου 70 ασφαλιστικές εταιρίες.

ΑΓΓΛΙΑ

Η χώρα αυτή αφοσιώθηκε αιώνες ολόκληρους στην ανάπτυξη και την πρόοδο του θεσμού και συνέβαλε περισσότερο από κάθε άλλη χώρα στην δημιουργία και την πρόοδο της ασφαλιστικής επιστήμης. Το πρώτο γνωστό ασφαλιστήριο ζωής υπογράφηκε από τον Γουίλιαμ Πίβλονς το έτος 1853 από έναν ιδιώτη στο Λονδίνο.

Το 16° αιώνα παρατηρούνται τα πρώτα ασφαλιστήρια πρόσκαιρης ασφάλισης θανάτου, βραχείας διάρκειας -συνήθως ενός χρόνου- με πανάκριβο ασφάλιστρο.

Το 1698 ιδρύεται η πρώτη ασφαλιστική εταιρία αμοιβαίας βάσης, που είχε ως αντικείμενο τη συμβολή των απορφανιζομένων οικογενειών και ονομαζόταν

«Society of Assurances for Windows and Orphans». To 1705 ιδρύεται με βασιλικό

(7)

διάταγμα της βασίλισσας Άννας η αμοιβαίας βάσης εταιρία «The Amicable Society for a Perpetual Assurance Office». Συγκέντρωνε από τα ασφαλιζόμενα μέλη τις συνδρομές και στο τέλος κάθε χρόνου αφαιρούσε από το σύνολο των συνδρομών τα έξοδα και τα μερίσματα που αποφάσιζε να δώσει στους ασφαλισμένους και το υπόλοιπο μοίραζε στους δικαιούχους των μελών, που πέθαιναν στη διάρκεια του χρόνου. Παράλληλα με την «Amicable», διεξάγουν εκείνη την εποχή, αλλά μόνο πρόσκαιρες ασφαλίσεις ζωής ετήσιας διάρκειας και οι προνομιακές εταιρίες «Royal Exchange Assurance» και «The London Assurance». Αξιόλογη ασφαλιστική φόρμα υπήρξε και η «Church of Scotland Fund», που είχε σαν αντικείμενο την παροχή ασφαλιστικής προστασίας στις οικογένειες των λειτουργών της εκκλησίας της Σκοτίας.

Άλλη εταιρία αμοιβαίας βάσης είναι η «The Society for Equitable Assurances on Lives and Survivorship» που πήρε την άδεια λειτουργίας το 1762 και επιτυχώς ακόμη και σήμερα με την επωνυμία «The Old Equitable». Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα διακρίνεται η πρώτη ομάδα των Lloyd’s Underwriters και σχηματίζεται για πρώτη φορά η Σωματειακή Οργάνωση «The Corporation of Lloyd’s» που συνέβαλε κυρίως στην ανάπτυξη της θαλάσσιας ασφαλίσεως και εξελίχθηκε σ’ έναν ευρείας κλίμακας ασφαλιστικό οργανισμό υψηλής επαγγελματικής στάθμης. Επίσης γεννήθηκε και σημείωσε τα πρώτα βήματα προόδου το «Lloyd’s Register of Shipping» με σκοπό την ποιοτική αρχικά ταξινόμηση των πλοίων και αργότερα την εκπόνηση και καθιέρωση τεχνικών προτύπων κατασκευής και ανθεκτικότητας των σκαφών και του εξοπλισμού τους καθώς και την επίβλεψη τηρήσεως των προτύπων αυτών.

Η πρώτη κεφαλαιουχική εταιρία μετοχικού κεφαλαίου στο χώρο της δραστηριότητας των ασφαλίσεων ζωής είναι η «West minister Society» που ιδρύθηκε το 1792. το παράδειγμα της ακολούθησε η «Pélican Life» το 1797. με τη λήξη του 18ου αιώνα μπαίνει στο στίβο των ασφαλίσεων ζωής η ιδιωτική πρωτοβουλία με τη μορφή των κεφαλαιουχικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των εταιριών μετοχικού κεφαλαίου. Έτσι τα επόμενα χρόνια ο κλάδος των ασφαλειών αναπτύσσεται και επεκτείνεται σε διάφορα ασφαλιστικά είδη, όπως:

-Ασφάλιση Προσωπικών Ατυχημάτων -Εγγύηση Πίστεως

(8)

-Ασφάλιση αστικής Ευθύνης των Εργοδοτών -Ασφάλιση Γενικής Αστικής Ευθύνης

-Ασφάλιση κατά Κινδύνων Κλοπής -Ασφάλιση Μηχανικού Εξοπλισμού

-Ασφάλιση κατά Κινδύνων Κυκλοφορίας Αυτοκινήτων με την καθιέρωση του νόμου το 1930 της υποχρεωτικής ασφάλισης του αυτοκινήτου.

Η ασφαλιστική εξέλιξη στη χώρα μας

Η περίοδος της τουρκοκρατίας δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο ασφαλιστικό ενδιαφέρον στη χώρα μας. Βεβαίως παρατηρούνται ασφαλιστικές δραστηριότητες, από εγκατεστημένους στα διάφορα εμπορικά κέντρα αλλά οι δραστηριότητες αυτές περιορίζονται σε μεμονωμένες και ευκαιριακά επιχειρούμενες αντασφαλιστικές ιδιαίτερα πράξεις, της μορφής του ναντοδανείου. Το 1825 ιδρύεται στη Σύρο η πρώτη ασφαλιστική εταιρία μετοχικού κεφαλαίου, με την επωνυμία «Ασφαλιστικό Κατάστημα», για να διαλυθεί το 1827 και να επανιδρυθεί το 1829 με την επωνυμία

«Ελληνικό Ασφαλιστικό Κατάστημα». Το 1830 ιδρύεται πάλι στη Σύρο η

«Φιλεμπορική» και το 1831 «Ο φοίνιξ». Στα επόμενα χρόνια ακολουθεί η ίδρυση και άλλων ασφαλιστικών εταιριών, με συνέπεια το 1842 να λειτουργούν στη Σύρο οι παρακάτω εταιρίες:

«Φιλεμπορική»

«Αίολος»

«Ελλάς»

«Ελληνικό Ασφαλιστικό Κατάστημα»

«Αιγαίο Πέλαγος»

«Φίλοι Ασφαλιστές»

«Ερμούπολις»

τα ίδια χρόνια, και ιδιαίτερα το 1836, ιδρύεται στην Πάτρα η «Αχαϊκή Ασφαλιστική και Θαλασσοπλοΐας Εταιρία» και ύστερα από τρία χρόνια το 1839, η

«Αδριατική Ασφάλεια του Αιγαίου Πελάγους». Ακολουθούν στα επόμενα χρόνια

(9)

πλήθος άλλες εταιρίες, που ασχολούνται κει με τη χερσαία ασφάλιση. Οι εταιρίες αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην ανάπτυξη του Ελληνικού εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου, αλλά κυρίως στην πρόοδο και ανάπτυξη του εμπορικού μας στόλου, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία της παραδόσεως της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας. Η συμβολή των εταιριών αυτών, στην κοινωνική πρόοδο και την ανάπτυξη του πνευματικού και πολιτιστικού επιπέδου του τόπου, υπήρξε επίσης σημαντική, αν σκεφθεί κανείς ότι τα καταστατικά των ασφαλιστικών εταιριών της Σύρου προέβλεπαν ότι το 10% των ετήσιων κερδών θα χορηγούνται στο Γυμνάσιο της Ερμούπολης. Το 1891 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύει την ανώνυμη εταιρία γενικών ασφαλειών «Εθνική» που περιλαμβάνει στον κύκλο δραστηριότητάς της και τον κλάδο ζωής. Το 1902 ιδρύθηκε στην Αθήνα η «Αμοιβαία Ασφαλιστική Εταιρία Ζωής και Πρόνοιας» κατά τα πρότυπα του συστήματος Tonti και είχε σαν σκοπό τη σύσταση καί λειτουργία μιας τοντιακής ένωσης επιβίωσης, με διάρκεια 12 χρόνια. Παρά τη θερμή υποδοχή που επιφυλάχθηκε σε αυτήν την εταιρία, δεν κατάφερε να εξαντλήσει ούτε την πρώτη τοντιακή δωδεκαετία, γιατί εννέα χρόνια μετά την ίδρυσή της κηρύχθηκε σε πτώχευση και εκκαθάριση και ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της το 1911. το 1906 ιδρύθηκε η «Ανατολή», επίσης αμοιβαίας βάσεως εταιρία, που έδινε όμως μια έμφαση στην εξασφάλιση της οικογένειας, σε περίπτωση θανάτου του οικογενειάρχη. Το 1908 αναμορφώθηκε σε ανώνυμη εταιρία μετοχικού κεφαλαίου δρχ. #1,000,000#, κάλεσε ξένους οργανωτές, συνδέθηκε αντασφαλιστικά με τα μεγαλύτερα συγκροτήματα της Ευρώπης και εφάρμοσε για πρώτη φορά στη χώρα μας, την παραδεκτή για τις ασφαλίσεις ζωής μεθοδολογία της εποχής εκείνης. Η πορεία των εργασιών της εταιρίας αυτής υπήρξε θεαματική και θεωρείται ότι συνέβαλε, πάρα πολύ, τόσο στην ανάπτυξη του θεσμού των ασφαλίσεων ζωής στ χώρα μας, όσο και στην ανάπτυξη της εθνικής μας οικονομίας. Το 1917, ιδρύεται από την Ιονική Τράπεζα η ασφαλιστική εταιρία

«Γενικαί Ασφάλειαι της Ελλάδος», το 1920 από την Τράπεζα Εθνικής Οικονομίας η

«Εθνική Ζωή», η εταιρία αυτή ασχολήθηκε με ασφαλίσεις ζωής. Το 1928 ιδρύονται ακόμη δύο από τις μεγαλύτερες εταιρίες της χώρας μας, «Ο Φοίνικας» με πρωτοβουλία των Τραπεζών Εθνική και Εμπορική και «Ο Αστέρας» με πρωτοβουλία της Τραπέζης Αθηνών, που ασχολήθηκε αρχικά με λαϊκές ασφαλίσεις ζωής.ΟηόυεϊτίθΙ Life Assurances). Την ίδια περίπου εποχή η Λαϊκή Τράπεζα

(10)

εγκαινιάζει το σύστημα συνδυασμού ασφάλισης ζωής και καταθέσεως ταμιευτηρίου. Τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, λειτουργούν στη χώρα μας γύρω στις 100 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, 23 από τις οποίες ασκούν τον κλάδο και το κλάδο ζωής. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος θα φέρει το θεσμό σε νηπιακή πάλι κατάσταση. Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σήμανε κα το τέλος της σχετικής ασφαλιστικής δραστηριότητας.

Το οικονομικό χάος και τα λοιπά εθνικά γεγονότα που προέκυψαν από τον πόλεμο αυτό, έκαναν και το θεσμό των γενικών ασφαλίσεων να ατονήσει, αφού σχεδόν δεν υπήρχε οικονομική ζωή στον τόπο. Από τις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας ξεκινά και πάλι κάποια ασφαλιστική δραστηριότητα, κυρίως μέσα από τις ασφαλιστικές εταιρίες που ελέγχονται από το τραπεζικό σύστημα, το οποίο ρυθμίζει την οικονομική κίνηση και κατευθύνει τις ασφαλιστικές εργασίες στις εταιρίες αυτές.

Το Γενάρη του 1971 αρχίζει η εφαρμογή του Ν.Δ. 400/1970 που απαγόρευσε

«επίσημα» την τραπεζοασφαλιστική συνεργασία και έβαλε τις βάσεις για να οδηγηθεί ο θεσμός σε μια ελεύθερη αγορά, χωρίς ξένες προς το θεσμό επιρροές και παρεμβάσεις. Το Νοέμβριο του 1956, επιχειρήθηκε από το «φοίνικα» με μεγάλη επιτυχία, ένα άνοιγμα προς τον κλάδο ζωής που είχε σαν συνέπεια τη σύναψη πάνω από 5,000 ασφαλιστηρίων συμβολαίων μέσα σε ένα χρόνο. Ακολούθησαν σύντομα και οι άλλες μεγάλες ασφαλιστικές εταιρίες «Εθνική», «Ιονική», οπότε αρχίζει κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’50 κάποια κίνηση στην ασφάλιση ζωής. Το τέλος της δεκαετίας του ’60 και η δεκαετία του ’70 έμελλε να αποτελέσουν όχι μόνο την εποχή εδραιώσεως και αναπτύξεως του θεσμού των προσωπικών ασφαλίσεων, σε νέες για τη χώρα μας βάσεις, αλλά και της συγκροτήσεως, εκπαιδεύσεως και προωθήσεως στην αγορά οργανωμένων μονάδων πωλήσεων (agency system), για την πώληση των σχετικών ασφαλιστικών προϊόντων σύμφωνα με τα οργανωτικά μοντέλα του εξωτερικού.

Πρωτοποριακός στην κίνηση αυτή υπήρξε ο ρόλος της «Interamerican» Ε.Π.Ε., που ξεκίνησε ως οργάνωση πωλήσεων ασφαλιστικών προϊόντων ζωής, της ασφαλιστικής εταιρίας «Ασπίς Πρόνοια» το 1968, για να γίνει ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία ζωής, το 1971.

Το παράδειγμα ακολούθησαν πολλές ελληνικές και ξένες ασφαλιστικές

(11)

εταιρίες. Η «Interamerican», με το ευρύτατο δίκτυο συνεργατών, με τα συνδυασμένα ασφαλιστήρια ζωής και την έντονη διαφημιστική της παρουσία, βοήθησε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εταιρία τον ελληνικό λαό να εξοικειωθεί με την ασφάλιση ζωής. Σημαντική για την ανάπτυξη του θεσμού «ιδιαίτερα των ασφαλίσεων ζωής, υπήρξε και η συμβολή της «American Life», της «Ελληνικής Πίστης», της «Αδριατικής» και αργότερα της «Metro life», της «Nederianden» και πολλών άλλων ελληνικών και ξένων εταιριών που ακολούθησαν. Οι γίγαντες της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, «Εθνική», «Φοίνικας», «Αστέρας», «Αγροτική», αποδέχθηκαν τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε στις ασφάλειες ζωής τελευταίοι, μόλις δηλαδή κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’80, σημαντικές εξάλλου, είναι οι νομοθετικές ρυθμίσεις που ακολούθησαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, στα πλαίσια κυρίως της ευθυγραμμίσεως του Εθνικού μας Ασφαλιστικού Δικαίου προς το Κοινοτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο.

(12)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1°

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟ 2003

(13)

1.1 Η Ελληνική οικονομία το 2003

Οι περισσότεροι από τους παράγοντες που είχαν επηρεάσει θετικά την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα δύο πρώτα έτη μετά την υιοθέτηση του ευρώ εξακολούθησαν να επιδρούν ευνοϊκά και το 2003, αλλά με κάποιες διαφοροποιήσεις προς το βαθμό της επίδρασής τους στα επιμέρους μεγέθη της οικονομίας.

Ο ρυθμός ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας επιταχύνθηκε το 2003, παρά τη δυσμενή οικονομική συγκυρία στη ζώνη του ευρώ. Η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Α.Ε.Π.) έφθασε το 4,2 % σε σταθερές τιμές, έναντι 3,9% το 2002 και 4% το 2001 (σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προσωρινές εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών) υπερβαίνοντας τον αντίστοιχο μέσο ρυθμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση για όγδοο κατά σειρά έτος. Ο μέσος ρυθμός ανόδου του πραγματικού Α.Ε.Π. των 15 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανήλθε στο 0,8% το 2003, ενώ τις προηγούμενες χρονιές ήταν 1,1% το 2002 και 1,7% το 2001.

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός του πληθωρισμού με βάση το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (Δ.Τ.Κ.) διαμορφώθηκε στο 3,5% δηλαδή ήταν ελαφρά χαμηλότερος από το 2002 (3,6%), αλλά υψηλότερος από το 2001 (3,4%) και το 2000 (3,14%).

Με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (Εν.Δ.Τ.Κ.), ο οποίος προσφέρεται για συγκρίσεις με την εξέλιξη του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, ο μέσος ετήσιος ρυθμός του πληθωρισμού στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το 2003 στο 3,4%, έναντι 3,9% το 2002 και 3,7% το 2001. Αποτέλεσμα ήταν η διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ να διατηρηθεί ουσιαστικά αμετάβλητη σε σχέση με το μέσο όρο της τελευταίας τριετίας (σχεδόν 1,5 εκατοστιαία μονάδα.)

Τα τραπεζικά επιτόκια κινήθηκαν γενικώς πτωτικά στη διάρκεια του 2003, ακολουθώντας την πορεία των επιτοκίων στην αγορά χρήματος της ζώνης του ευρώ, καθώς τα τελευταία προσαρμόστηκαν προς νέα χαμηλότερα επίπεδα μετά τη μείωση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2003.

Τα επιτόκια χορηγήσεων, όπως άλλωστε και τα επιτόκια καταθέσεων, εξακολουθούν να διαφέρουν μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Στην Ελλάδα

(14)

παραμένουν σε υψηλότερο επίπεδο από ότι κατά μέσον όρο τα αντίστοιχα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ, παρά τη συνεχιζόμενη σύγκλισή τους προς τα τελευταία.

Οι αγορές κεφαλαίων το 2003 χαρακτηρίστηκαν από τη σημαντική διακύμανση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και την αύξηση των συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά, καθώς και από αισθητή βελτίωση των επιδόσεων της χρηματιστηριακής αγοράς μετά τη συνεχή πτώση της περιόδου 2000-2002.

Ειδικότερα, οι αποδόσεις των ομολογιακών τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ακολούθησαν πτωτική πορεία από τις αρχές του 2003 μέχρι τα μέσα Ιουνίου, οπότε υποχώρησαν σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα. Στη συνέχεια όμως, σημείωσαν άνοδο και διαμορφώθηκαν στο τέλος του 2003 στα ίδια περίπου επίπεδα όπως στο τέλος του 2002.

Οι τιμές των μετοχών του Χρηματηστηρίου Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α) ακολούθησαν το 2003 γενικά ανοδική πορεία με διακυμάνσεις, μετά από τρία χρόνια συνεχούς κάμψης. Ο γενικός δείκτης τιμών των μετοχών αυξήθηκε στη διάρκεια του 2003 κατά 29,5%. Εξάλλου, αισθητή ανάκαμψη σημείωσαν το 2003 οι χρηματιστηριακές συναλλαγές καθώς και η άντληση κεφαλαίων από την αγορά αυτή. Η μέση ημερήσια αξία των συναλλαγών αυξήθηκε σε 141 εκατ. Ευρώ το 2003, από 100 εκατ. Ευρώ το 2002 σε 378 εκατ, ευρώ το 2002.

Τέλος, οι κυριότερες οικονομικές προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει η Ελλάδα, είναι η σύγκλιση του βιοτικού της επιπέδου προς το μέσο όρο της Ε.Ε. και η παροχή ευκαιριών απασχόλησης σε όλους, οι οποίες θα απαιτήσουν υψηλούς ρυθμούς ανόδου του κατά κεφαλήν Α.Ε.Π επί σειρά ετών. Αυτό προϋποθέτει τόσο την άσκηση μακροοικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, όσο και την επιτάχυνση και διεύρυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση του αναπτυξιακού δυναμικού της χώρας.

1.2 Τα Βασικά Μεγέθη της Ελληνικής Ασφαλιστικής Αγοράς το 2003

Το σύνολο των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων που δραστηριοποιήθηκαν στη χώρα μας το 2003 έφθασε τελικά τις 100 συνολικά, καταγράφοντας παραγωγή

(15)

ασφαλίστρων από πρωτασφαλίσεις σε όλους τους κλάδους ύψους 3,23 δις. Ευρώ, αυξημένη κατά 11,72% έναντι του 2002. Το 44,37% της συνολικής παραγωγής ασφαλίστρων προήλθε από τις ασφαλίσεις ζωής, ενώ το 55,63% αφορούσε τις ασφαλίσεις κατά ζημιών.

1.3 Οι Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις

Από τις 100 Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα οι 19 παρουσίασαν παραγωγή μόνο στις ασφαλίσεις ζωής, οι 68 στις ασφαλίσεις ζημιών και 13 παρουσίασαν παραγωγή και στις ασφαλίσεις ζωής και στις ασφαλίσεις ζημιών (μικτές Ασφαλιστικές Εταιρείες).

Η ομαδοποίηση των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων αναλόγως της εγκατάστασης, μας δίνει 70 εγκατεστημένες Ανώνυμες Ασφαλιστικές Εταιρείες (17 ασφαλίσεων ζωής, 41 ασφαλίσεων ζημιών και 12 μικτές) και 30 υποκαταστήματα αλλοδαπών Ασφαλιστικών Εταιρειών (2 ασφαλίσεων ζωής, 27 ασφαλίσεων ζημιών και 1 μικτή).

Η ομαδοποίηση των υποκαταστημάτων αναλόγως της εθνικότητας της έδρας, μας δίνει 24 υποκαταστήματα με έδρα σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 με έδρα εκτός Ε.Ε.

Από το σύνολο των 100 Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, υπήρξαν 11 υποκαταστήματα που παρουσίασαν μηδενική παραγωγή ασφαλίστρων εντός του 2003, ενώ ακόμη 2 υποκαταστήματα και 2 Ανώνυμες Ασφαλιστικές κατέγραψαν αρνητικά ασφάλιστρα (επιστροφές ασφαλίστρων λόγω τερματισμού εργασιών.)

Συνεπώς το σύνολο των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων που ασκούσαν ασφαλιστικές εργασίες στο τέλος του 2003 ανήλθε στις 85 (εκ των οποίων οι 68 Ανώνυμες Ασφαλιστικές Εταιρείες και οι 17 υποκαταστήματα αλλοδαπών Ασφαλιστικών), οι οποίες ανά δραστηριότητα διακρίνονται σε 17 επιχειρήσεις ασφαλίσεων ζωής, 55 ασφαλίσεων ζημιών και 13 μικτές).

(16)

0 Ζ Η Μ ΙΩ Ν Ο Ζ Ω Η Σ □ Μ ΙΚ Τ Ε Σ

1.4 Η Παραγωγή Ασφαλίστρων

Η εγγεγραμμένη παραγωγή ασφαλίστρων από πρωτασφαλίσεις όλων των κλάδων έφθασε τα 3,23 δις. ευρώ, έναντι 2,89 δις. ευρώ το 2002, παρουσιάζοντας αύξηση 11,72% (έναντι αντίστοιχης αύξησης 9,42% το 2002.). Σε αποπληθωρισμένες τιμές, παραγωγή ασφαλίστρων το 2003 παρουσιάζεται αυξημένη κατά 7,91 % έναντι του 2002.

Οι ασφαλίσεις κατά ζημιών παρουσίασαν αύξηση παραγωγής ασφαλίστρων κατά 13,54%, φθάνοντας τα 1,8 δις. ευρώ το 2002 (η αντίστοιχη αύξηση του 2002 ήταν 17,01%). Σε αποπληθωρισμένες τιμές, η παραγωγή των ασφαλίσεων κατά ζημιών εμφανίζεται αυξημένη κατά 9,66% έναντι του 2002.

Οι ασφαλίσεις ζωής έφθασαν τα 1,43 δις. ευρώ έναντι 1,31 δις. ευρώ το 2002, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 9,53% (αντίστοιχα το 2002 υπήρξε αύξηση της παραγωγής κατά 1,47% έναντι του 2001.)

Σε αποπληθωρισμένες τιμές, η παραγωγή των ασφαλίσεων ζωής εμφανίζεται αυξημένη κατά 5,79% έναντι του 2002.

Σαν αποτέλεσμα, η παραγωγή των ασφαλίσεων ζωής συμμετείχε στο σύνολο παραγωγής ασφαλίστρων έτους 2003 κατά 44,37% (έναντι 45,26%) συμμετοχή το 2002) ενώ αντίθετα οι ασφαλίσεις κατά ζημιών συμμετείχαν κατά 55,63% (έναντι συμμετοχής 54,74% το 2002).

(17)

1.5 Συμμετοχή στην Ελληνική Οικονομία

Η αύξηση της παραγωγής ασφαλίστρων του κλάδου σε πραγματικές τιμές, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της συμμετοχής του στο Ακαθόριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας στο 2,12% το 2003, έναντι ποσοστού 2,05% το 2002.

Το ίδιο παρατηρήθηκε και στο ποσό των κατά κεφαλήν ασφαλίστρων, τα οποία έφθασαν στα 239,89 ευρώ συνολικά το 2003, έναντι 263,13 ευρώ το 2002.

Αντίστοιχη πορεία ακολούθησε και η συμμετοχή των επενδύσεων των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας, που έφθασε στο 4,54% το 2003 έναντι ποσοστού 4,12% το 2002.

1.6 Οι Ασφαλιστικές αποζημιώσεις

Οι συνολικές αποζημιώσεις και παροχές που καταβλήθηκαν το 2003 στους ασφαλισμένους όλων των κλάδων έφθασαν τα 1,83 δις. ευρώ, έναντι 1,66 δις. ευρώ το 2002, παρουσιάζοντας αύξηση 10,93% κατά μέσον όρο.

Από αυτές τα 0,80 δις. ευρώ δόθηκαν σαν αποζημιώσεις και παροχές των ασφαλίσεων ζωής, έναντι 0,72 δις. ευρώ το 2002, παρουσιάζοντας αύξηση 11,4%.

Αντίστοιχα οι αποζημιώσεις των ασφαλίσεων ζημιών έφθασαν τα 1,03 δις.

ευρώ, έναντι 0,94 δις. ευρώ το 2002, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 10, 75%.

1.7 Τα Οικονομικά Μεγέθη

Το σύνολο του Ενεργητικού των ασφαλιστικών Επιχειρήσεων έφθασε τα 9,6 δις. ευρώ, έναντι 8,4 δις. ευρώ το 2002, παρουσιάζοντας αύξηση 14,33%.

Οι Επενδύσεις συνολικά των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 19, 04 % φθάνοντας τα 6,93 δις. ευρώ, έναντι 5,82 δις. ευρώ το 2002, (σε αυτές περιλαμβάνονται και οι επενδύσεις για λογαριασμό ασφαλισμένων ζωής που φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο, οι οποίες έφθασαν τα 917 εκατ. ευρώ το 2003 έναντι 825 εκατ. ευρώ το 2002).

(18)

Το σύνολο των Ασφαλιστικών Προβλέψεων που σχημάτισαν οι Εταιρίες για το 2003 έφθασε στο ύψος των 6,16 δις. ευρώ, έναντι 5,57 δις. ευρώ το 2002, αυξημένες κατά 10,59%.

Τα Ίδια Κεφάλαια ανήλθαν στο ύψος των 1,54 δις. ευρώ το 2002, αυξημένα κατά 33,42%.

Τα κέρδη χρήσεως (προ φόρων) έφθασαν το 2003 τα 104,5 εκατ. ευρώ, έναντι ζημιών 202 εκατ. ευρώ το 2002.

1.8 Η Ευρωπαϊκή Ασφαλιστική Αγορά το 2003

Το 2003 χαρακτηρίστηκε από μία απογοητευτική αναμονή για τα σημάδια ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Οικονομίας, σε αντίθεση με τις προβλέψεις για βελτίωση της παγκόσμιας οικονομικής καταστάσεως. φαίνεται ότι η δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες στο να ολοκληρώσουν τις διαρθρωτικές μεταβολές που θα τις οδηγήσουν στις νέες οικονομικές συνθήκες όπως διαμορφώνονται, ίσως σημαίνει ότι η Ευρώπη θα ωφεληθεί με καθυστέρηση και σε αναλογικά χαμηλότερα ποσοστά, σύμφωνα με την ετήσια έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλειών C.E.A. “European Insurance in figures: Basic Data 2003”.

Κατά συνέπεια, η κατάρρευση των χρηματιστηριακών αγορών και η αξιοσημείωτη επιβάρυνση του κόστους των αποζημιώσεων της προηγούμενης χρονιάς, έφεραν σε δύσκολη θέση τις Ασφαλιστικές Εταιρίες στις αρχές του 2003.

Οι περισσότερες όμως αγορές αντέδρασαν ενεργητικά ώστε να συνεχίσουν να ανταποκρίνονται στις δεσμεύσεις τους έναντι των ασφαλισμένων.

Η μείωση της παραγωγής ασφαλίστρων στις ασφαλίσεις ζωής σε ορισμένες αγορές, δεν μπορεί να κρύψει τη δυναμική ανάπτυξης των εργασιών στην πλειοψηφία των υπολοίπων που υποστηρίζεται από τη μεγάλη απαίτηση για αποταμίευση και συντάξεις. Από την άλλη πλευρά, στις ασφαλίσεις ζημιών, τόσο η αύξηση των τιμολογίων όσο και η επισταμένη παρακολούθησης των

(19)

χαρτοφυλακίων θα πρέπει να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τους δείκτες ζημιών.

Αριθμός Επιχειρήσεων

Ο αριθμός των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων στις 29 χώρες-μέλη της Ο.Ε.Α. το 2003 εκτιμάται στις 5.162, ελάχιστα διαφοροποιημένος από το 2002 οπότε είχαν καταγραφεί 5.204 Επιχειρήσεις, παρά το γεγονός ότι οι συγχωνεύσεις των εταιριών συνεχίζονται.

Από αυτές, οι 4.508 (ποσοστό 81,3%) προέρχονται από τις 15 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι 4.550 που είχαν καταγραφεί το 2002 (μειωμένες κατά 0,9%).

Η Παραγωγή Ασφαλίστρων

Η συνολική παραγωγή ασφαλίστρων των 15 χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 793,6 δις. Ευρώ το 2003, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 2,8% σε τρέχουσες τιμές, έναντι της προηγούμενης χρονιάς.

Η παραγωγή ασφαλίστρων ζωής εκτιμάται στα 474,40 δις. Ευρώ το 2003, μειωμένη κατά 0,1% σε τρέχουσες τιμές, ή 2% σε αποπληθωρισμένες τιμές.

Η παραγωγή ασφαλίστρων κατά ζημιών εκτιμάται στα 319,3 δις. Ευρώ το 2003, αυξημένη κατά 7,5% σε τρέχουσες τιμές, ή 5,2% σε αποπληθωρισμένες τιμές.

Κατά συνέπεια η συμμετοχή των ασφαλίσεων ζωής στο σύνολο της παραγωγής ασφαλίστρων φθάνει το 2003 στο 59,8%, ελαφρά μικρότερη από το 2002 που έφθασε το 61,5%.

Αντίστοιχα η συμμετοχή των ασφαλίσεων κατά ζημιών στο σύνολο της παραγωγής ασφαλίστρων φθάνει το 2003 στο 40,2%, υψηλότερη από το 2002 που έφθασε το 38,5%.

(20)

Επενδύσεις

Παρουσιάζοντας ένα ποσοστό αύξησης 6,9% σε αποπληθωρισμένες τιμές, φαίνεται ότι ο όγκος των επενδύσεων των Ευρωπαϊκών Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων μεγεθύνεται ξανά, μετά την πτώση που κατέγραψε το 2002.

Κυριότερες αιτίες για τη μεγέθυνση αυτή θεωρούνται, η άνοδος των κεφαλαιαγορών (μετά την πτώση των προηγουμένων ετών) αφ’ ενός και αφ’ ετέρου η αναπροσαρμογή της αξίας των παλαιών ομολόγων υπό καθεστώς πτώσεως των επιτοκίων.

Το σύνολο των επενδύσεων των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτιμάται ότι θα φθάσει το 2003 τα 4,92 τρις.

Ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 9,3%. Σε αποπληθωρισμένες τιμές, η αύξηση των επενδύσεων εκτιμάται σε 7,1%.

Η ανάλυση των επενδύσεων σε κατηγορίες εξαρτάται σε γενικές γραμμές από το θεσμικό καθεστώς που υπάρχει σε κάθε χώρα, όσο και από τους τύπους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που επικρατούν.

Για το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα στοιχεία του έτους 2002 (που είναι και τα πλέον πρόσφατα ολοκληρωμένα στοιχεία), το μεγαλύτερο τμήμα των επενδύσεων (41,3%) υπάγεται στην κατηγορία των ομολογιών κ.α. τίτλων σταθερού εισοδήματος. Μεγάλη είναι επίσης η συμμετοχή της κατηγορίας μετοχών, μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων κ.α. μεταβλητής αποδόσεως τίτλων (28,5%), ακολουθούμενη από την κατηγορία δανείων, συμπεριλαμβανομένων και των ενυπόθηκων (12,7%).

Η κατηγορία των ακινήτων συμμετέχει κατά 4,8%, οι επενδύσεις σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις συμμετέχουν κατά 4,1%, οι καταθέσεις κατά 1,8%, ενώ οι λοιπές επενδύσεις φθάνουν το 6,8%.

(21)

Ασφαλιστικές Εργασίες και Οικονομικό Περιβάλλον

Η μέτρηση της οικονομικής επίδρασης των ασφαλιστικών εργασιών στην οικονομία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γίνεται με τη χρήση οικονομικών δεικτών οι οποίοι στο τέλος του 2002 διαμορφώνονται ως εξής:

ο Ποσοστό ασφαλίστρων επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Α.Ε.Π.)

Το ποσοστό ασφαλίστρων επί του Α.Ε.Π. για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2001 ήταν 8,6%, ενώ για το 2002 έφτασε το 8,7%.

ο Ποσοστό επενδύσεων επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Α.Ε.Π.)

Το ποσοστό των επενδύσεων επί του Α.Ε.Π. για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2001 ήταν 52,4%, ενώ το 2002 έφτασε το 50,7%.

ο Συνολικά κατά κεφαλήν ασφάλιστρα

Τα συνολικά κατά κεφαλήν ασφάλιστρα για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2001 ανήλθαν κατά μέσο όρο στα 2.021 ευρώ, ενώ για το 2002 έφτασαν τα 2.110 ευρώ.

ο Κατά κεφαλήν ασφάλιστρα ασφαλίσεως ζωής

Τα ασφάλιστρα ζωής κατά κεφαλήν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθαν κατά μέσο όρο στα 1.278 ευρώ το 2001 και έφτασαν τα 1.304 ευρώ το 2002.

ο Κατά κεφαλήν ασφάλιστρα ασφαλίσεων ζημιών

Τα ασφάλιστρα ζημιών κατά κεφαλήν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθαν κατά μέσο όρο στα 743 ευρώ το 2001 και έφτασαν τα 806 ευρώ το 2002.

Διάρθρωση Χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων και ζημιών

Η ποσοστιαία διάρθρωση σε ασφάλιστρα, του χαρτοφυλακίου των

(22)

ασφαλίσεων ζημιών στους επιμέρους κλάδους, των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σύμφωνα με τα στοιχεία του έτους 2002), είχε ως εξής:

ο κλάδος αυτοκινήτων 35,0%

ο ασφάλιση ατυχημάτων και ασθένειας 23,9%

ο ασφάλιση περιουσίας 20,5%

ο κλάδος γενικής αστικής ευθύνης 8,4%

ο ασφάλιση μεταφορών, πλοίων και αεροσκαφών 5,1%

ο κλάδος νομικής προστασίας 1,5%

ο λοιποί κλάδοι ασφαλίσεων ζημιών 5,6%

ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΟ 2002

ΜΕΓΕΘΟΣ ΕΛΛΑΔΑ ΣΥΜΜ ΕΤΟΧΗ0/» ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝ.

Ασφάλιστρα από πρω τασφαλίσεις

(σύνολο αγοράς, εκατομμύρια euro) 2.895,3 0,36% 798.839

Εκ τω ν οποίων:.

Ασφάλιστρα Κλάδου Ζωής 1.310,5 0,27% 493.851

Ασφάλιστρα Κλάδων Ζημιών 1.584,8 0,52% 304.988

Σύνολο Επενδύσεων

(σύνολο αγοράς, εκατομμύρια euro) 5.820,1 0,12% 4.661.318

Αριθμός Εταιριών 102 2,24% 4.550

Αριθμός Απασχολουμένων 9.500 1,09% 874.400

ΒΑΣΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ

Κατά Κεφαλήν Ασφάλιστρα (σε ευρώ) 263,13 12,47% 2.110

Ε κ τω ν οποίων:.

Κατά Κεφαλήν Ασφάλιστρα Κλάδου Ζωής 119,10 9,13% 1.304

» » » Κ λ ά δ ο υ Ζ η μ ιώ ν 144,03 17,87% 806

Π ο σ ο σ τό Α σ φ α λ ίσ τρ ω ν επ ί το υ Α .Ε .Π . 2,05% 8,7%

Π ο σ ο σ τό Ε π ε ν δ ύ σ ε ω ν επ ί το υ Α .Ε .Π . 4,12% 50,7%

Α π α σ χ ο λ ο ύ μ εν ο ι α ν ά Ε ταιρία 93 192

(23)

Παρατήρηση

Τα μεγέθη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν καταγραφή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλειών (C.E.A) για το 2002 σύμφωνα πλέον με την πρόσφατη έκδοση “European Insurance in figures: 2002 Complete Data”.

Συμμετοχή της Ιδιωτικής Ασφάλισης στην Ελληνική Οικονομία

Η μέτρηση της οικονομικής επίδρασης της δραστηριότητας των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων στην οικονομία της χώρας, μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση αριθμοδεικτών, που διευκολύνουν ταυτόχρονα και τη διεθνή συγκρισιμότητα.

Τέτοιοι αριθμοδείκτες είναι: το ποσοστό της συνολικής παραγωγής ασφαλίστρων επί του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (Α.Ε.Π.), το ποσοστό των επενδύσεων των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων επί του Α.Ε.Π., καθώς και τα κατά κεφαλήν ασφάλιστρα.

Ποσοστό ασφαλίστρων επί του Α.Ε.Π.

Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, η τιμή του δείκτη των συνολικών ασφαλίστρων προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν παρουσιάζει αύξησης σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά. Έτσι μετά το 1999, οπότε ο δείκτης έλαβε την υψηλότερη τιμή του (2,13%) των τελευταίων 12 χρόνων, το 2001 μειώθηκε στο 2,02%, ενώ το 2003 υπολογίζεται στο 2,12%.

Είναι προφανές ότι η αύξηση του όγκου των ασφαλίστρων σε τρέχουσες τιμές την προηγούμενη χρονιά ήταν ελαφρά μεγαλύτερη της αντίστοιχης αύξησης του Α.Ε.Π. της Ελλάδας, γεγονός που οδήγησε στην αύξηση της τιμής του σχετικού δείκτη.

Στους αριθμημένους πίνακες του παραρτήματος καταγράφονται αναλυτικά τα

(24)

μεγέθη που αναφέρονται στην παρούσα έκθεση και αφορούν την εξέλιξη του κλάδου τα τελευταία χρόνια.

Ο πίνακας 1 επομένως καταγράφει το ποσοστό συμμετοχής της συνολικής παραγωγής ασφαλίστρων από πρωτασφαλίσεις επί του Α.Ε.Π. (εκφρασμένου σε τρέχουσες αγοραίες τιμές) της χώρας, για τη χρονική περίοδο 1997-2003.

Ποσοστό επενδύσεων επί του Α.Ε.Π.

Ο υπολογισμός του συνόλου των επενδύσεων των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων σαν ποσοστό του Α.Ε.Π. της χώρας, αποτελεί διεθνώς ένα δείκτη του βαθμού ανάπτυξης της ασφαλιστικής αγοράς, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει τη δυναμικότητα και το βαθμό ωριμότητας ιδιαιτέρως του κλάδου ζωής.

Το ποσοστό επενδύσεων της Ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, αφού έλαβε το 2000 τη μέγιστη τιμή του (4,63%) των τελευταίων 12 χρόνων, παρουσίασε κάμψη το 2001 στο επίπεδο του 4,35% και το 2002 στο 4,12%, αλλά το 2003 παρουσίασε ανάκαμψη στο επίπεδο του 4,54%. Απέχει όμως αρκετά από το αντίστοιχο μέσο ποσοστό των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών με υψηλότερο βαθμό ανάπτυξης της ασφαλιστικής αγοράς, όπως αυτό καταγράφηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο.

Ο πίνακας 2 του παραρτήματος καταγράφει το ποσοστό επενδύσεων επί του Α.Ε.Π. (εκφρασμένου σε τρέχουσες αγοραίες τιμές) της χώρας, για την χρονική περίοδο 1997-2003.

Κατά κεφαλήν ασφάλιστρα

Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, ο λόγος των ασφαλίστρων από πρωτασφαλίσεις προς το σύνολο του πληθυσμού (εκτίμηση στα μέσα κάθε έτους), παρουσιάζει το 2003 ξανά αύξηση.

Ο δείκτης των συνολικών κατά κεφαλήν ασφαλίστρων αντιστοιχούσε σε

(25)

177,40 ευρώ το 1997 και παρουσιάζοντας συνεχή αύξηση το επόμενα χρόνια έψθασε να πάρει το 2003 τη μέγιστη τιμή του (293,89 ευρώ ανά κάτοικο).

Ο πίνακας 3 του παραρτήματος καταγράφει την εξέλιξη του δείκτη των συνολικών κατά κεφαλήν ασφαλίστρων την περίοδο 1997-2003. η τελευταία στήλη του πίνακα παρουσιάζει τον υπολογισμό του αντίστοιχου μεγέθους εκφρασμένου σε ευρωπαϊκές νομισματικές μονάδες ευρώ με τη χρήση της μέσης ετήσιας συναλλαγματικής ισοτιμίας fixing των ετών 1997-1999, ενώ για τα έτη 2000 και 2001 χρησιμοποιείται η σταθερή ισοτιμία μετατροπής: 1 ευρώ = 340,75 δραχμές, έως την πλήρη μετάβαση στο νέο νόμισμα (ευρώ) τον Μάρτιο του 2002. με βάση αυτό τον υπολογισμό, το 2003 αντιστοιχούσαν συνολικά ασφάλιστρα 293,89 ευρώ ανά κάτοικο.

Ο αντίστοιχος υπολογισμός των κατά κεφαλήν ασφαλίστρων για τις ασφαλίσεις ζωής (πίνακας 4) παρουσιάζει παρόμοια εξέλιξη, με αποτέλεσμα το 2003 να αντιστοιχούν 130,41 ευρώ ασφάλιστρα ζωής ανά κάτοικο.

Αντίθετα ο δείκτης των κατά κεφαλήν ασφαλίστρων για τις ασφαλίσεις κατά ζημιών (πίνακας 5) καταγράφει ιδιαίτερα δυναμική αύξηση όλα τα χρόνια της εξεταζόμενης περιόδου, ακόμη και το 2003, με αποτέλεσμα να αντιστοιχούν 163,48 ευρώ ασφάλιστρα ζημιών ανά κάτοικο το 2003, έναντι 89,01 ευρώ το 1997.

Μια Διαφορετική Προσέγγιση της Ασφαλιστικής Αγοράς

Η μορφή αλλά και η διαχρονική πορεία της Ελληνικής Ασφαλιστικής Αγοράς, πέραν της απλής καταγραφής μεγεθών (η οποία επιχειρείται στην επόμενη ενότητα), πρέπει να εξεταστεί με την χρήση διαφορετικών παραμέτρων, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη διερεύνηση του Κλάδου της Ιδιωτικής Ασφάλισης.

Οι παράμετροι που θα χρησιμοποιηθούν, έχουν προκύψει από τη επεξεργασία των οικονομικών μεγεθών των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων,

Referências

Documentos relacionados

Η ανάπτυξη του τουρισμού σε μία περιοχή και το είδος της τουριστικής ανάπτυξης που ακολουθεί εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των τοπικών