• Nenhum resultado encontrado

Βιβλίο αποθήκης-βιβλίο παραγωγής κοστολογίου

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Βιβλίο αποθήκης-βιβλίο παραγωγής κοστολογίου"

Copied!
73
0
0

Texto

(1)

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΘΕΜΑ;

" ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟΘΗΚΗΣ - ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΟΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ”

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ: ΣΥΝΑΠΙΔΟΥ ΑΡΕΤΗ

ΚΑΒΑΛΑ 2000

(2)

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΘΕΜΑ;

• ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟΘΗΚΗΣ - ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΟΣΤΟΛΟΓΙΟΥ "

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ: ΣΥΝΑΠΙΔΟΥ ΑΡΕΤΗ

ΚΑΒΑΛΑ 2000

(3)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ σελ.4

2. ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΗ σελ.5

2.1 Έννοια, Ορισμός και σκοποί της κοστολόγησης. σελ.5 2.2 Εσωλογιστική και εξωλογιστική κοστολόγηση σελ.7

3. ΑΠΟΘΗΚΗ σελ.9

3.1 Ορισμός αποθήκης σελ.9

3.2 Βασικά σημεία οργάνωσης της αποθήκης. σελ. 10

3.3 Η λογιστική της αποθήκης σελ.12

3.4 Απογραφή σελ. 17

3.5 Αποθέματα σελ. 19

3.6 Αποτίμηση αποθεμάτων απογραφής σελ.21

4. ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟΘΗΚΗΣ σελ.27

4.1 Έννοια, ορισμός και χαρακτήρας του βιβλίου αποθήκης. σελ.27 4.2 Χρησιμότητα και πληροφορίες του βιβλίου αποθήκης. σελ.28 4.3 Θεώρηση και διαφύλαξη του βιβλίου αποθήκης. σελ.29

4.4 Δήλωση αποθηκών. σελ.29

4.5 Βιβλίο ποσοτικής παραλαβής σελ.30

4.6 Λογαριασμοί που χρησιμοποιούνται σε σχέση με το βιβλίο αποθήκης και

την κοστολόγηση. σελ.30

4.7 Υπόχρεοι τηρήσεως βιβλίου αποθήκης. σελ.31

4.8 Τρόπος προσδιορισμού των ακαθάριστων εσόδων σελ.34

4.9 Βιβλίο αποθήκης υποκαταστήματος. σελ.35

I. Έννοια υποκαταστήματος. σελ.35

II. Βιβλία τηρούμενα από το υποκατάστημα. σελ.35 III. Βιβλίο αποθήκης υποκαταστήματος στην αλλοδαπή. σελ.37 4.10 Χρόνος ενάρξεως και τόπος τηρήσεως του βιβλίου αποθήκης, σελ.37 4.11 Οι μερίδες αποθήκης τηρούνται κατ' είδος αποθέματος. σελ.38 4.12 Χρόνος ενημέρωσης του βιβλίου αποθήκης. σελ.39 4.13 Τρόπος τηρήσεως του βιβλίου αποθήκης. σελ.39 I. Τρόπος τηρήσεως βιβλίου αποθήκης των εμπορικών επιχειρήσεων σελ.41 II. Τρόπος τηρήσεως βιβλίου αποθήκης των βιομηχανικών επιχειρήσεων. 42 III. Τρόπος τηρήσεως βιβλίου αποθήκης επί πωλήσεως αγαθών για

λογαριασμό τρίτων. σελ.43

(4)

4.14 Προαιρετική τήρηση του βιβλίου αποθήκης σελ.45 4.15 Συνέπειες μη τηρήσεως ή πλημμελούς τηρήσεως του βιβλίου

αποθήκης. σελ.45

4.16 Απαλλαγή από την υποχρέωση τηρήσεως βιβλίου αποθήκης, σελ.45 4.17 Δικαιολογητικά στοιχεία εγγραφής στο βιβλίο αποθήκης. σελ.46

5. ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ - ΚΟΣΤΟΛΟΓΙΟΥ σελ.48

5.1 Οι περί κοστολογήσεως διατάξεις του ΚΒΣ. σελ.48 5.2 Συμπεράσματα - επισημάνσεις στις διατάξεις του βιβλίου παραγωγής -

κοστολογίου ( άρθρο 8 &12) σελ.49

5.3 Χρησιμότητα του βιβλίου παραγωγής - κοστολογίου. σελ.50 5.4 Σπουδαιότητα του βιβλίου παραγωγής - κοστολογίου. σελ.50 5.5 Υπόχρεοι τηρήσεως του βιβλίου παραγωγής - κοστολογίου. σελ.52 5.6 Θεώρηση του βιβλίου παραγωγής - κοστολογίου. σελ.53 5.7 Καθορισμός των κοστολογούμενων προϊόντων. σελ.54

5.8 Τεχνικές προδιαγραφές σελ.55

I. Τρόπος διατυπώσεως των τεχνικών προδιαγραφών σελ.57 II. Οι τεχνικές προδιαγραφές των πρώτων υλών. σελ.58 III. Ειδικότερα για τις τεχνικές προδιαγραφές εξατομικευμένων κατασκευών

παραγγελίας πελατών. σελ.59

IV. Συνέπειες μη καταχωρήσεως των τεχνικών προδιαγραφών στο βιβλίο

παραγωγής - κοστολογίου. σελ.59

5.9 Βιβλίο παραγωγής - κοστολογίου υποκαταστήματος. σελ.61 5.10 Κοστολογήσιμες δαπάνες σύμφωνα με τον ΚΦΣ σελ.61 5.11 Κοστολόγηση της μαζικής κατά φάσεις παραγωγής σελ.62 5.12 Έντυπα βιβλίου παραγωγής - κοστολογίου. σελ.63

6. ΕΦΑΡΜΟΓΗ σελ.65

7. ΕΠΙΛΟΓΟΣ σελ. 71

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ. 72

(5)

1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η εργασία αυτή ασχολείται με δύο βιβλία, το βιβλίο αποθήκης και το βιβλίο παραγωγής - κοστολογίου. Πρόκειται, βέβαια, για δύο βιβλία πολύ σημαντικά που συντελούν στην καλύτερη οργάνωση της επιχείρησης και στην εφαρμογή της κοστολόγησης.

Το πρώτο μέρος ασχολείται με το βιβλίο αποθήκης, αφού πρώτα διατυπωθούν κάποιες γενικές έννοιες της κοστολόγησης και της αποθήκης. Έτσι, λοιπόν, θα δοθούν ο ορισμός, η έννοια, η χρησιμότητα και. γενικότερα πληροφορίες για το βιβλίο αποθήκης, που εξηγούν την απαραίτητη τήρησή του. Το δεύτερο μέρος ασχολείται με το βιβλίο παραγωγής - κοστολόγησης όπου και εδώ δίνονται έννοιες και πληροφορίες για την κατανόηση της σημασίας του και του τρόπου λειτουργίας του μέσα στην επιχείρηση, ενώ στο τρίτο μέρος υπάρχει η κίνηση και η μέθοδος αποτίμησης τριών ειδών μιας εμπορικής επιχείρησης που τηρεί βιβλίο Αποθήκης.

Η ανάτπυξη των θεμάτων γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες στην Ελλάδα διατάξεις (Φορολογική Νομοθεσία, Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων κλπ) και με τη βοήθεια συγγραφέων που έχουν ασχοληθεί με την αποστολή αυτών των βιβλίων.

(6)

2.1 Έννοια και ορισμός της κοστολόγησης

Κάθε οικονομική μονάδα που έχει προορισμό την παραγωγή και την κυκλοφορία των αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών προβαίνει σε οικονομικές θυσίες (κυρίως με τη μορφή αναλώσεων υλικών και εργασίας) σε αντάλλαγμα των οποίων αναμένεται η παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών μεγαλύτερης οικονομικής χρησιμότητας και αξίας.

Σύμφωνα με το Ε.ΓΛΣ κοστολόγηση είναι η διαδικασία που ακολουθείται για τον προσδιορισμό του κόστους ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας, μιας δραστηριότητας ή μιας λειτουργίας. Με άλλα λόγια η κοστολόγηση συνιστά στην ουσία ένα σύστημα συλλογής πληροφοριών που αποβλέπουν στο να συγκεντρώσουν, να κατατάξουν, να καταγράψουν και να επιμερίσουν κατάλληλα τις δαπάνες ώστε να προσδιορισθεί το κόστος παραγωγής ενός προϊόντος (ή μιας παραγωγικής διαδικασίας ή μιας υπηρεσίας που υπάρχει μέσα στην επιχείρηση). (1)

Η κοστολόγηση σαν διαδικασία προσδιορισμού του κόστους αναφέρεται:

- στα αγαθά και στις υπηρεσίες που αγοράζονται - στα αγαθά και στις υπηρεσίες που παράγονται

- στις δραστηριότητες που αναπτύσσονται από την οικονομική μονάδα και γενικά σε οποιαδήποτε οργανωτική υποδιαίρεση της οικονομικής μονάδας.

Βασικός στόχος της κοστολόγησης είναι η παροχή κάθε χρήσιμης πληροφορίας στη διοίκηση της επιχείρησης για να μπορεί αυτή να εκτελεί το έργο της κατά τρόπο αποτελεσματικό.

Με τα στοιχεία που παρέχονται σ' αυτή θα μπορέσει η διοίκηση να διαπιστώσει τυχόν επεξαιρέσεις ή κλοπές και σπατάλες, ποια τμήματα (κέντρα κόστους) της επιχείρησης είναι κερδοφόρα και ποια ζημιογόνα, ποια τα κατώτατα όρια των ΐίμών πωλήσεων κλπ.(2)

2. ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΗ

(1) ΒΕΝΙΕΡΗΣ Γ. σελ. 36 (2) ΚΑΡΔΑΚΑΡΗΣ Κ. σελ. 124

(7)

Ποιο συγκεκριμένα θα λέγαμε ότι οι σκοποί που επιδιώκονται με τη συστηματική κοστολόγηση είναι:

- η εξεύρεση του , κατά το δυνατό, ακριβέστερου αποτελέσματος της επιχείρησης. Το ακριβές αποτέλεσμα της χρήσεως και η ακριβής ανάλυση της προελεύσεώς του από τα επιμέρους προϊόντα, κατηγορίες προϊόντων κλπ., αποτελεί πολύτιμη αλλά και αναγκαία πληροφορία για τους λήπτες των επιχε’ρηματικών αποφάσεων, - Η άσκηση τιμολογιακής πολιτικής. Η ακριβής κοστολόγηση , αποτελεί

αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση ευσυνείδητης τιμολογιακής πολιτικής. Η επιχείρηση πρέττει να γνωρίζει πως διαμορφώνεται το . κόστος στα διάφορα κλιμάκια παραγωγής, ώστε να εργάζεται υπό το ευνοϊκότερο κόστος και ποιο είναι το κόστος κατ'είδος προϊόντος, ώστε να είναι σε θέση να παράγει κατά προτίμηση τα είδη εκείνα που αποφέρουν τα μεγαλύτερα μικτά κέρδη.

- Ο έλεγχος της αποτελεσματικότητας της παραγωγικής διαδικασίας. Το πρότυπο κόστος που στηρίζεται σε προκαθορισμένες ποσότητες (υλών, εργασίας, καυσίμων, ενέργειας κλπ) και προκαθορισμένες τιμές αποτιμήσεως των αναλωμένων ποσοτήτων, αποτελεί ισχυρότατο όργανο ελέγχου των αρμοδίων φορέων ευθύνης της επιχείρησης. Ο έλεγχος ασκείται με τη σύγκριση του κόστους που πραγματοποιείται ( ιστορικό ή πραγματικό κόστος) με το ιτρότυπο κόστος και την έρευνα και μελέτη των αποκλίσεων.

- Η εξεύρεση του βαθμού της παραγωγικής δραστηριότητας στον οποίο η επιχείρηση επιτυγχάνει το ευνοϊκότερο κόστος. Τα έξοδα της επιχείρησης διακρίνονται σε σταθερά, αναλογικά, αύξοντα, φθίνοντα κλπ. το κόστος του προϊόντος σε κάθε επίττεδο παραγωγικής εντάσεως είναι ένα κράμα από έξοδα που συμμετέχουν με διαφορετική εκάστοτε αναλογία στη σύνθεση αυτού. Ο ευνοϊκότερος συνδυασμός του κράματος των εξόδων οδηγεί στο χαμηλότερο κόστος. Το επίπεδο της άριστης παραγωγικής δραστηριότητας έχει, εκτός από ιδιωτικοοικονομική , και κοινωνική σημασία. Όταν η παραγωγή προσαρμόζεται στο ύψος του χαμηλότερου κόστους αποφεύγονται οι άσκοπες θυσίες και η σπατάλη παραγωγικών δυνάμεων.

(8)

2.2 Εσωλογιστική και εξωλογιστική κοστολόγηση.

Κοστολόγηση, όπως έχουμε αναφέρει και πιο πάνω, είναι η διαδικασία που ακολουθείται για τον προσδιορισμό του κόστους ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας, μιας δραστηριότητας ή λειτουργίας.

Η κοστολόγηση παρουσιάζεται με δύο , βασικά, ξεχωριστές μεταξύ τους μορφές, τις ακόλουθες:

Α) Την ολοκληρωμένη μορφή ή Εσωλογιστική κοστολόγηση, κατά την οποία το κόστος των τελικών φορέων προσδιορίζεται από στοιχεία που βρίσκονται καταχωρημένα στους οικείους λογαριασμούς των κέντρων κόστους ή των λειτουργιών, που συμβάλλουν στην ολοκλήρωση της παραγωγής των προϊόντων ή των υπηρεσιών.

Β) Την ατελή μορφή ή εξωλογιστική κοστολόγηση, κατά την οποία το λειτουργικό κόστος δεν σχηματίζεται με λογιστικές εγγραφές. Στη μορφή αυτή κοστολόγησης το λειτουργικό κόστος δεν καταλογίζεται στους τελικούς φορείς με βάση τα κατά περίτττωση ορθά επιστημονικά κριτήρια. Έτσι η αποτίμηση των τελικών αποθεμάτων (της απογραφής) στηρίζεται σε εμττειρικά δεδομένα.

Ο ΚΒΣ (π.δ. 186/1992) δε δίνει ορισμό της εξωλογιστικής κοστολογήσεως.

Εν τούτοις, είναι δυνατό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ΚΒΣ εννοεί ως εξωλογιστική κοστολόγηση τη διαδικασία που καθιερώνει με τη διάταξη του άρθρου 9 για την τήρηση του βιβλίου παραγωγής - κοστολογίου.

Η κοστολογική διαδικασία χαρακτηρίζεται σαν εξωλογιστική στις εξής περιπτώσεις;

I. Όταν τα στοιχεία του κόστους παρακολουθούνται μεν εσωλογιστικά, αλλά για το σχηματισμό του λειτουργικού κόστους δεν γίνεται οποιαδήποτε κοστολογική επεξεργασία, ούτε το κόστος αυτό συνδέεται με τους τελικούς φορείς. Στην περίπτωση αυτή το κόστος των αποθεμάτων έτοιμων και ημιτελών προϊόντων στο τέλος της χρήσης προσδιορίζεται εμπειρικά με σκοπό την αποτίμηση της απογραφής.

(9)

II. Όταν τα κατ' είδος στοιχεία του κόστους, ο σχηματισμός του λειτουργικού κόστος και το κόστος των φορέων, παρακολουθούνται εσωλογιστικά, αλλά οι σχετικοί ττοσοτική και κατ’ αξία μερισμοί και καταλογισμοί γίνονται αυθαίρετα και δεν στηρίζονται σε παραστατικά έγγραφα και προϋπολογιστικά δεδομένα, όπως π.χ τα δελτία βιομηχανοποίησης και παραγωγής, τα δελτία απασχόλησης προσωπικού, οι τεχνικές προδιαγραφές και τα ποσοτικά πρότυπα.

III. Όταν τα στοιχεία που διαμορφώνουν το κόστος δεν παρακολουθούνται στο σύνολό τους λογιστικά, όπως π.χ στις περιπτώσεις που δεν τηρούνται πλήρη λογιστικά βιβλία. (1)

(Ι)ΚΑΡΔΑΚΑΡΗσελ. 128

(10)

3.1 Ορισμός Αποθήκης

Αποθήκη εννοιολογικά, σημαίνει χώρος περιφραγμένος ή όχι, στεγασμένος ή όχι, στον οποίο εισάγονται, ταξινομούνται, διακινούνται, εξάγονται, φυλάσσονται κλπ. εμπορεύματα, πρώτες ύλες και βοηθητικές, υλικά αγαθά διάφορα, ύλες που βρίσκονται σε διάφορα στάδια επεξεργασίας, έτοιμα προϊόντα ή ημικατεργασμένα, τα υπολείμματα, τα εμπορεύματα, υλικά που χρησιμοποιούνται για την λειτουργία των εγκαταστάσεών της (καύσιμα, λιπαντικά, ανταλλακτικά). Στην έννοια της αποθήκης της επιχείρησης δεν περιλαμβάνονται κάποια δευτερεύοντα υλικά (γραφική ύλη, είδη καθαριότητας κλπ) τα οποία, συνήθως παρακολουθούνται σε ιδιαίτερο λογαριασμό (υπολογαριασμό των γενικών εξόδων) μόνο κατ' αξία. Ο τρόπος αυτός λογιστικής παρακολούθησης των δευτερευόντων υλικών δεν αποκλείει την αποθήκευση και φύλαξή τους σε κάποιο ιδιαίτερο χώρο. Επίσης, δεν περιλαμβάνονται στην έννοια της αποθήκης τα πάγια (μηχανήματα, μεταφορικά μέσα, έτππλα, κλπ) που και αυτά παρακολουθούνται σε ιδιαίτερους, κατά κατηγορίες, λογαριασμούς. Ωστόσο, για επιχείρηση που εμπορεύεται έπιπλα, αυτά δεν αποτελούν πάγιο κεφάλαιο, αλλά εμπορεύματα και άρα εμπίπτουν στην έννοια της αποθήκης, όπως αυτή ορίσθηκε παραπάνω. Το ίδιο ισχύει για τις επιχειρήσεις που εμπορεύονται μηχανήματα, αυτοκίνητα και άλλα είδη, τα οποία θεωρούνται ως πάγια.

Σε μια επιχείρηση, οποιασδήποτε μορφής, το πρόβλημα διακινήσεως των υλικών και των προϊόντων της παρουσιάζει τις μεγαλύτερες οργανωτικές δυσχέρειες. Αναλύεται δε αυτό στα εξής επί μέρους προβλήματα:

3. ΑΠΟΘΗΚΗ.

α) Προμήθεια των αναγκαιούντων υλικών με τις κατάλληλες προδιαγραφές και μεταφορά αυτών στους προκαθορισμένους χώρους αποθήκευσης. Στις μεσαίες και μεγάλες οικονομικές μονάδες την προμήθεια των υλικών αναλαμβάνει ιδιαίτερη υπηρεσία (η υπηρεσία προμηθειών).

β) Αποθήκευση των υλικών σε χώρους κατάλληλους, ευπροσπέλαστους στα μεταφορικά μέσα και τα τμήματα (εργοστάσια, καταστήματα κλπ) τα οποία πρόκειται να εξυπηρετηθούν από την αποθήκη. Τη λειτουργία της αποθηκεύσεως αναλαμβάνει ιδιαίτερη υπηρεσία ή έστω ξεχωριστός υπάλληλος, ο αποθηκάριος.

(11)

γ) Ταξινόμηση των διαφόρων υλικών κατά τρόπο που ετπτρέπει τον ακριβή έλεγχο και την καλή φύλαξη αυτών, τη συνεχή γνώση των αποθεμάτων των διαφόρων υλικών γενικά και ειδικότερα των αποθεμάτων ασφαλείας, καθώς επίσης την ταχεία εξυπηρέτηση (εφοδιασμό κλπ) των τμημάτων της επιχείρησης (εργοστασίων, υποκαταστημάτων).

δ) Διακίνηση των υλικών εντός της επιχείρησης, δηλαδή αν πρόκειται για εμπορεύματα ή έτοιμα προϊόντα από την αποθήκη στα καταστήματα πωλήσεως αυτής και αν πρόκειται για πρώτες ύλες από την αποθήκη στα τμήματα επεξεργασίας και παραγωγής.

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι οι αποθήκες είναι δύο κατηγοριών:

Αποθήκες πρώτων και λοιπών υλών και αποθήκες έτοιμων προϊόντων. Έτσι, οι εμπορικές επιχειρήσεις έχουν μόνο αποθήκες έτοιμων προϊόντων (εμπορευμάτων) και ενδεχομένως εμπλουτισμένες με ορισμένες κατηγορίες υλικών (π.χ. συσκευασίας) ενώ οι βιομηχανικές επιχειρήσεις διαθέτουν ποικίλες αποθήκες για τις πρώτες ύλες, για τα υλικά κινήσεως και συντηρήσεως (καύσιμα, λιπαντικά, ανταλλακτικά κλπ), για τα ημιέτοιμα και έτοιμα προϊόντα, για τα υπολείμματα και υποπροϊόντα.

Έτσι λοιπόν θα λέγαμε ότι αποστολή της αποθήκης σε κάθε επιχείρηση, βιομηχανική ή εμπορική, είναι η εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού και κατάλληλου για τη χρήση που προορίζεται αποθέματος από όλα τα είδη υλικών και έτοιμων προϊόντων, ώστε να διεξάγεται απρόσκοτττα τόσο η παραγωγική όσο και η εμπορική διαδικασία(Ι).

3.2. Βασικά σημεία οργανώσεως της Αττοθήκης.

Ειδικής προσοχής πρέπει να τύχουν μερικά βασικά σημεία κατά την οργάνωση της αποθήκης. Τα κυριότερα απ’ αυτά είναι:

α) Ο χώρος

Το πρωταρχικό και ίσως το πιο ζωτικό. Πριν από κάθε έναρξη οργανώσεως αποθήκης πρέττει να επιλεγεί ο χώρος στον οποίο θα στεγασθεί αυτή και ο οποίος πρέπει να πληρεί τις προϋποθέσεις ευχερούς παραλαβής, παραδόσεως και μεταφοράς των υλικών, να είναι σε τέτοια θέση ώστε να εξυπηρετεί ομοιόμορφα όλα τα τμήματα που εξαρτώνται απ’ αυτήν και να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις και τις σχετικές (1)ΛΕΟΝΤΑΡΗ Μ. σελ. 16

(12)

επιταγές της νομοθεσίας περί των όρων υγιεινής (φωτισμός, αερισμός) και ασφαλείας. Όσο περισσότερο επιτυχής είναι η εκλογή του χώρου της αποθήκης, τόσο μεγαλύτερη οικονομία χρόνου αλλά και χώρου επιτυγχάνεται καλύτερη εξυπηρέτηση της παραγωγής και αποτελεσματικότερη συμβολή στην προσπάθεια συμπίεσης του κόστους tojvπροϊόντων ή υπηρεσιών και των διακινούμενων υλικών,

β) Η ασφάλεια

Με τον όρο αυτό νοείται η αποθήκευση των διαφόρων υλικών της επιχ/σεως (πρώτων και βοηθητικών υλών, ειδών συσκευασίας, έτοιμων και ημιέτοιμων προϊόντων, υπολειμμάτων και υποπροϊόντων, άχρηστων υλικών κ.λ.π.) κατά τρόπο που να διασφαλίζεται πλήρως η περιφρούρηση τους από κλοπές, διαρροές, απομειώσεις (φύρες), καταστροφές από καιρικές συνθήκες και άλλους λόγους. Για το λόγο αυτό κρίνεται επιβεβλημένο όπως για τα υλικά μεγάλης αξίας έτσι και για εκείνα που απαιτούν σχετικά μικρό χώρο, να χρησιμοποιούνται κλειστοί χώροι, ασ(ραλιζόμενοι με κλειδαριές. Για υλικά ογκώδη (π.χ. οικοδομικά) μπορούν να χρησιμοποιούνται και ακάλυτποι, αλλά πάντως περιμανδρωμένοι χώροι. Με αυτούς τους όρους η αποθήκευση των υλικών δεν μειώνει απλώς στο ελάχιστο τους κινδύνους για κλοπές, αλλά κυρίως παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου των προσώπων που διαχειρίζονται τα υλικά. Είναι ευνόητο, ότι οι από την κείμενη νομοθεσία και την καλή οργάνωση της αποθήκης επιβαλλόμενοι όροι ασφαλείας των αποθηκευτικών χωρών (π.χ. η ύπαρξη πυροσβεστικών σημείων, η λήψη ειδικών μέτρων για εύφλεκτες ή υποκείμενες σε κλιματολογικές επιδράσεις ύλες, η τοποθέτηση κατάλληλων κλιμάκων ή περιφράξεων, επαρκών φωτιστικών σημείων κ.ο.κ.) αποτελούν ένα ακόμα θέμα,

γ) Η διεύθυνση.

Η διεύθυνση της αποθήκης, ως ενιαίας μονάδας, ανατίθεται σε πρόσωπο ικανό, πεπειραμένο και αν είναι δυνατόν κατάλληλα εκπαιδευμένο.

Τα προσόντα αυτά απαιτούνται και για τους βοηθούς του διευθυντή (ή διαχειριστή) της αποθήκης.

δ) Η λογιστική της αποθήκης.

Τονίσθηκε, ήδη ότι η αποθήκη αποτελεί αυτοτελή μονάδα μέσα στα πλαίσια της οικονομικής μονάδας, όχι με την έννοια της ανεξαρτοποιήσεως της αλλά της εξασφαλίσεως της δυνατότητας εντελέστερης οργανώσεως και

(13)

πληρέστερου ελέγχου των διακινούμενων υλικών. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού η αποθήκη τηρεί ίδια λογιστική, όχι βέβαια ανεξάρτητη, αλλά συνδυασμένη με την όλο λογιστική της επιχ/σεως. Η λογιστική αρχή επί της οποίας οφείλει να στηρίζεται η λειτουργία της αποθήκης είναι ότι κάθε εισαγωγή ή εξαγωγή υλικού προς και από αυτήν πρέπει να στηρίζεται σε ορισμένα παραστατικά έγγραφα όπως δελτία εισαγωγής και εξαγωγής. Έτσι μόνο επιτυγχάνεται αφ’ ενός ο έλεγχος της αποθήκης και αφετέρου η γνώση των υπόλοιπων των υλικών ανά πάσα στιγμή.

3.3. Η λογιστική της Αποθήκης.

Η ιστορία ενός υλικού μέσα στην αποθήκη της επιχ/σεως αρχίζει από την στιγμή της παραγγελίας αυτού και τελειώνει με την έξοδο του από αυτήν (την αποθήκη) είτε με την πώληση του υλικού είτε με την επιστροφή του στον προμηθευτή είτε με την προώθηση του σε άλλο τμήμα της ετπχ/σεως (π.χ.

στο τμήμα για μεταποίηση οπότε ενσωματώνεται στα νεοπαραγώμενα προϊόντα και παύει έτσι η αυτοτέλεια του). Σε όλη αυτή τη διαδρομή διακρίνουμε τα ακόλουθα στάδια:

α) Η παραγγελία των υλικών.

Την παραγγελία των υλικών διεκπεραιώνει η ειδική υπηρεσία της επιχ/σεως μετά από σχετική εισήγηση (αίτηση) του αιτούντος τμήματος ή των αρμοδίων τεχνικών. Η αίτηση διατυπώνεται εγγράφως σε ειδικό έντυπο.

Συνήθως, η πρώτη λογιστική εγγραφή, που αφορά το υλικό, γίνεται ευθύς μετά την παραλαβή του από τα αρμόδια όργανα της επιχ/σεως και όχι συγχρόνως με την παραγγελία του. Ευλόγως δε, γιατί κατά το χρόνο της παραγγελίας τίποτα δεν είναι σίγουρο (ποσότητα, ποιότητα, τιμή μονάδας, έξοδα μεταφοράς και παραλαβής, τελική αξία - ακόμα ο προμηθευτής, ο χρόνος παραλαβής, αλλά και η ίδια η πραγματοποίηση της παραγγελίας).

Παρόλα αυτά, εάν το λογιστήριο θέλει να έχει ορισμένες πληροφορίες για το πλήθος και την πορεία των παραγγελιών της επιχ/σεως, πρέττει να προβαίνει μετά από κάθε παραγγελία στην αρμόζουσα λογιστική εγγραφή σε λογ/σμούς τάξεως. Κατ' αυτόν τον τρόπο πρέπει να παρακολουθούνται κυρίως οι παραγγελίες υλικών στο εξωτερικό.

(14)

ΔΕΛΤΙΟ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ...

ΠΑΡΑΓΓΕΛΩΝ

(15)

β) Η τταραλαβή των υλικών.

Η τταραλαβή των υλικών γίνεται από καθορισμένα άτομα (αποθηκάριος, επιτροπή παραλαβής κ.λ.π.). Τα άτομα αυτά συμπληρώνουν κατά την παραλαβή, ειδικό έντυπο που είναι δήλωτικό των ιδιοτήτων και ποσοτήτων των παραλαμβανομένων υλικών (πρωτόκολλο παραλαβής, δελτίο εισαγωγής κ.ο.κ.). Με βάσή το δελτίο εισαγωγής και σε συνδυασμό προς παραστατικά έγγραφα του προμηθευτή (τιμολόγιο, δελτίο αποστολής κ.λ.π.) το λογιστήριο θα κάνει την πρώτη κατ' ουσία εγγραφή στα βιβλία. Θα χρεώσει τα υλικά ή τα εμπορεύματα με πίστωση του ταμείου ή του προμηθευτή (ανάλογα αν η πράξη έγινε της μετρητοίς ή επί πιστώσει). Στη συνέχεια, η εγγραφή θα μεταφερθεί σε όλα τα βιβλία του λογιστηρίου και της αποθήκης (ημερολόγιο, καθολικό, καρτέλες αποθήκης κ.ο.κ.)

γ) Η διακίνηση των υλικών.

Κάθε διακίνηση υλικού προς και από την αποθήκη πρέπει να γίνεται με αντίστοιχη λογιστική εγγραφή. Για να καταστεί δυνατό αυτό, είναι απαραίτητο σε κάθε τέτοια διακίνηση να εκδίδεται το κατάλληλο παραστατικό έγγραφο (δελτίο εισαγωγής ή εξαγωγής). Η διακίνήσή των υλικών περιλαμβάνει:

αα) Εισαγωγή υλικών (εμπορευμάτων, πρώτων υλών) στην αποθήκη και εξαγωγή αυτών εκτός της επιχ/σεως (πώληση, επιστροφή στους προμηθευτές κ.λ.π.)

ββ) Προώθηση των υλικών από την κεντρική αποθήκη στις αποκεντρωμένες αποθήκες (των υποκαταστημάτων ή άλλων αποκεντρωμένων μονάδων της επιχ/σεως). Υπάρχουν βέβαια και αντίθετες κινήσεις υλικών, από τις αποθήκες των υποκαταστήμάτων προς την κεντρική αποθήκη.

γγ) Προώθηση των υλικών από μια αποθήκη προς τα τμήματα παραγωγής για μεταποίηση και παραγωγή νέων υλικών (των προϊόντων).

Στην περίπτωση αυτή εκδίδονται δελτία εσωτερικής διακινήσεως.

Στις δύο πρώτες από τις παραπάνω περιπτώσεις (αα) και (ββ) γίνονται απαραιτήτως, ευθύς μετά την πραγματοποίηση της διακινήσεως των υλικών, οι κατάλληλες λογιστικές εγγραφές, ενώ στην τρίτη περίπτωση (γγ) οι λογιστικές εγγραφές γίνονται αμέσως μόνο εφόσον τηρείται εσωλογιστική κοστολόγηση (αναλυτική λογιστική εκμεταλλεύσεως). Αν αυτό δεν συμβαίνει, η καθήμερινή ενημέρωσή της αποθήκης μπορεί να γίνεται μόνο ποσοτικός και

(16)

01 λογιστικές εγγραφές με τις αξίες υλικών, που πηγαίνουν στην παραγωγική διαδικασία, πραγματοποιούνται συνολικά στο τέλος χρήσεως.

Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις εξαγωγής υλικών, μάλλον σπάνιες, όπως η εξαγωγή υλικών κατεστραμμένων για να πωληθούν ως άχρηστα υλικά ή και απλώς για να καταστραφούν. Θα εκδοθεί και πάλι οπωσδήποτε δελτίο εξαγωγής και εφόσον τα εξαγόμενα υλικά πωληθούν, θα επακολουθήσει και η έκδοση τιμολογίου, ενώ αν καταστραφούν θα συνταχθεί πρωτόκολλο καταστροφής. Με βάση τα παραπάνω έγγραφα θα γίνουν οι κατάλληλες λογιστικές εγγραφές. Άλλες τέτοιες κινήσεις υλικών είναι η επιστροφή στον προμηθευτή, η αποστολή σε κάποιο τρίτο για κατεργασία ή επισκευή. Σε όλες τις περιπτώσεις εκδίδεται δελτίο αποστολής που πρέπει να είναι θεωρημένο.

Η λογιστική της αποθήκης στηρίζεται στην αρχή ότι όλα τα υλικά, σε όλα τα παραπάνω στάδια της διακινήσεως τους, συνοδεύονται από έγγραφα στοιχεία. Αυτό είναι σύμφωνο όχι μόνο προς τις απαιτήσεις μιας καλώς οργανωμένης αποθήκης, αλλά προς την ελληνική νομοθεσία. Ο Κ.Φ.Σ. ορίζει ότι κάθε εγγραφή στα βιβλία πρέττει να δικαιολογείται με στοιχεία που να την αποδεικνύουν. Άρα δεν μπορεί να υπάρξει νομότυπη λογιστική αποθήκης χωρίς παραστατικά έγγραφα διακινήσεως υλικών επιπλέον είναι απαραίτητο όπως: α) Το όλο σύστημα των εντύπων διακινήσεως υλικών (δελτία εξαγωγής, εισαγωγής, δελτία παραγγελίας, εσωτερικής διακινήσεως, επιστροφών, πρωτόκολλα παραλαβής ή επιστροφής κ.λ.π.) να είναι ενταγμένο στο λογιστικό σχέδιο, β) Να υπάρχει σύνδεση των εντύπων αποθήκης με την υπηρεσία κοστολογήσεως (π.χ. με αποστολή εγγράφων για τον ακριβή καθορισμό του κόστους, γ) Από καιρό σε καιρό διενεργείται έλεγχος των λογιστικών υπολοίπων των υλικών με διενέργεια πραγματικών καταμετρήσεων (περιοδικών απογραφών).

(17)

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ 2

ΔΕΛΤΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΥΛΙΚΩΝ

i l l

Ο ΠΛΡΛΛΑΒΩΝ ΛΠΟΘΗΚΑΡΙΟΣ

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΕΛΣ

(18)

3.4. Αττογραφή.

Την έννοια της απογραφής μας δίνουν ταυτόσημα η θεωρία και η νομοθεσία. Κατά την §2 του άρθρου 27 του Κ.Φ.Σ. απογραφή είναι η καταμέτρηση, αποτίμηση και λεπτομερής καταγραφή όλων των στοιχείων της επαγγελματικής ττεριουσίας που υπάρχουν στη λήξη της διαχειριστικής περιόδου (1). Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, προκύτπουν τα ακόλουθα: α) Απογράφονται όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της επιχ/σεως ανεξάρτητα από τον τόπο που βρίσκονται (διάφορα καταστήματα), υποκαταστήματα, αποθήκες, κ.λ.π.). β) Απογράφονται και τα περιουσιακά στοιχεία τρίτων (π.χ. εμπορεύματα) που βρίσκονται στα καταστήματα της επιχ/σεως για φύλαξη, επεξεργασία ή πώληση, γ) Ο τρόπος αποτιμήσεως ορίζεται από το νόμο (άρθρο 41 Κ.Φ.Σ.) και δεν είναι όμοιος για όλα τα περιουσιακά στοιχεία.

Απογραφή ενάρξεως. Σύμφωνα με το άρθρο 27§ του Κ.Φ.Σ. προκύτττει ότι η επιχ/ση είναι υποχρεωμένη να καταχωρήσει στο βιβλίο απογραφών - ισολογισμών και την απογραφή ενάρξεως. Η καταχώρηση της απογραφής ενάρξεως κάθε επιχ/σεως θα γίνει μετά τη νόμιμη σύστασή της.

Απογραφή λήξεως. Απογραφή λήξεως καλείται αυτή που συντάσσεται στο τέλος της διαχειριστικής ττεριόδου.

Η λειτουργία της αποθήκης, δηλαδή η διακίνηση των υλικών, είναι δυνατόν να παρακολουθείται λογισηκώς ή εξωλογιστικώς. Στη λογιστική παρακολούθηση της αποθήκης υπάρχει ασφαλής και χρησιμότατη σύνδεση μεταξύ αυτής και του λογιστηρίου και πλήρης ενημερότητα του τελευταίου.

Όταν μάλιστα η λογιστικής της αποθήκης βασίζεται στην αρχή της διαρκούς απογραφής, τα πλεονεκτήματα του τρόπου αυτού τηρήσεως της αποθήκης είναι εμφανέστατα. Έτσι ; α) Το κεντρικό λογιστήριο της επιχ/σεως είναι ενήμερο κάθε στιγμή για την κίνηση της αποθήκης και γνωρίζει επακριβώς τα εκάστοτε υπόλοιπα όλων των υλικών, β) Η επιχ/ση μπορεί να ασκεί εύκολα τους πάσης φύσεως ελέγχους στα υλικά της (λογιστικό, διαχειριστικό, ποιοτικό, ποσοτικό, κ.ο.κ.). γ) Είναι δυνατή η εξαγωγή από το λογιστήριο βραχυχρόνιων αποτελεσμάτων, δηλαδή εξαμηνιαίων, τριμηνιαίων ή και μηνιαίων ακόμη.

(1) ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ Δ. σελ. 1351

(19)

Η αρχή της διαρκούς απογραφής παρέχει το πλεονέκτημα της επακριβούς γνώσεως των μενόντων αποθεμάτων υλικών στην αποθήκη, μετά από κάθε κίνηση υλικού (εισαγωγή - εξαγωγή). Η αρχή της διαρκούς απογραφής αποτελεί τη βάση οργανώσεως ενός ιδανικού συστήματος τηρήσεως αποθήκης.

Σε κάθε υλικό αντιστοιχεί ειδικό δελτίο (καρτέλα), στο οποίο αναγράφονται όλα τα στοιχεία του (κωδικός αριθμός, ονομασία υλικού κ.λ.π.) η ποσότητα, η τιμή μονάδας κ.ο.κ. Εάν είναι εφικτό, η καρτέλα τοποθετείται στο εμπρόσθιο μέρος της θέσεως, όπου είναι εναποθηκευμένο το υλικό που αντιπροσωπεύει. Αλλιώς σε μια αρχειοθήκη μέσα στην αποθήκη βεβαίως. Οι καρτέλες αυτές των υλικών, που τηρούνται στην αποθήκη, δεν πρέπει να συγχέονται με τις όμοιες ή ανάλογες που τυχόν τηρούνται στο λογιστήριο. Οι καρτέλες της αποθήκης είναι δυνατόν να τηρούνται κατά ποσότητα και αξία ή μόνο κατά ποσότητα. Στη δεύτερη περίτπωση πρέπει να υπάρχουν καρτέλες κατά ποσότητα και αξία στο λογιστήριο. Η αρχή της διαρκούς απογραφής επιβάλλει, όπως μετά από κάθε κίνηση υλικού (εισαγωγή - εξαγωγή) ενημερώνεται η καρτέλα του, βάσει του αντίστοιχου παραστατικού εγγράφου πάντοτε.

Ανακεφαλαιώνοντας, παραθέτουμε στη συνέχεια τα κυριότερα πλεονεκτήματα της διαρκούς απογραφής;

α) Έγκαιρη γνώση της ελαττώσεως των αποθεμάτων ορισμένων ειδών και ανεφοδιασμός στην κατάλληλη ευκαιρία.

β) Προμήθεια υλικών ανάλογα προς τις ανάγκες της επιχ/σεως.

γ) Γνώση της πορείας των πωλήσεων κατά είδος, γενικώς και ειδικότερα ορισμένων προβληματικών ειδών (όπως τα δύσκολος διατιθέμενα, εκτός συρμού κ.λ.π.).

δ) Σε περίτπωση καταστροφής από πυρκαγιά, πλημμύρα, σεισμό κ.λ.π., ύπαρξη ενδείξεων για τα ασφαλιζόμενα εμπ/τα.

ε) Δυνατότητα καταργήσεως της ετήσιας γενικής απογραφής και αντικατάσταση αυτής με περιοδικές καταμετρήσεις. Με τον τρόπο αυτό, δεν αποφεύγεται απλώς η κούραση και η αναστάτωση της απογραφής τέλους χρήσεως, αλλά επιτυγχάνεται και τεράστια οικονομία χρόνου και προσωπικού σε κρίσιμες χρονικές περιόδους (περίοδος κλεισίματος ισολογισμού).

(20)

στ) Φραγμός ελέγχου στις κλοπές, διαρροές, την κακή συντήρηση και άλλα σχετικά.

ζ) Δυνατότητα καθορισμού του οικονομικού αποτελέσματος (κέρδους ή ζημιάς) εκάστης πράξεως.

η) Επίτευξη στατιστικής πωλήσεων κατ’ είδος και σε τακτές χρονικές περιόδους.

θ) Το σημαντικότερο δε όλων, η δυνατότητα εξαγωγής βραχυχρόνιων αποτελεσμάτων της επιχ/σεως.

3.5. Αποθέματα.

Απόθεμα (stock) καλείται, σε γενικότερη έννοια, αυτό που τίθεται κατά μέρος, αυτό που κατά ποικίλους τρόπους έχει εξοικονομηθεί και είναι διαθέσιμο για μεταγενέστερη χρήση.

Στις πάσης φύσεως οικονομικές μονάδες με τον όρο αποθέματα νοούνται κυρίως τα ενσώματα αγαθά αυτών.

Είδη αποθεμάτων:

α) Πρώτες και πάσης φύσεως λοιπές ύλες (για τις βιομηχανικές κυρίως επιχ/σεις). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και τα υλικά συσκευασίας, καθώς ακόμη τα αναλώσιμα υλικά (καύσιμα και λιπαντικά, οικοδομικά υλικά, μικρά εργαλεία κ.λ.π.). Το Γενικό Λογιστικό Σχέδιο παρακολουθεί όλα αυτά τα υλικά σε δύο πρωτοβάθμιους λογαριασμούς, τους «24. ΠΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΥΛΕΣ - ΥΛΙΚΑ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑΣ» και «ΑΝΑΛΩΣΙΜΑ ΥΛΙΚΑ».

β) Είδη συσκευασίας. Νοούνται τα είδη εκείνα που χρησιμοποιούν οι βιομηχανίες για να συσκευάζουν τα προϊόντα τους, ώστε να προωθούνται καλύτερα στην κατανάλωση και τα οποία επιστρέφονται στον πωλητή (όπως φιάλες, βαρέλια κ.λ.π.). Το Γ.Λ.Σ. τα παρακολουθεί στον πρωτοβάθμιο λογαριασμό «28 ΕΙΔΗ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑΣ». Τα υλικά συσκευασίας που παρακολουθούνται μαζί με τις πρώτες και βοηθητικές ύλες στο λογ/σμό «24»

είναι τα αναλισκόμενα στην παραγωγική διαδικασία για τη συσκευασία των προϊόντων (π.χ. χαρτί περιτυλίγματος) στη μορφή με την οποία προσφέρονται στην αγορά και τα οποία φυσικά δεν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν, όπως τα είδη συσκευασίας.

γ) Έτοιμα προϊόντα, που παράγουν οι βιομηχανικές και γενικά οι μεταποιητικές επιχ/σεις. Σ’ αυτά να προστεθούν τα ημιτελή προϊόντα και

(21)

ακόμα τα υττοπροϊόντα και υττολείμματα (λογ/σμοι «21 ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΕΤΟΙΜΑ ΚΑΙ ΗΜΙΤΕΛΗ» και «22ΥΠΟΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ»),

δ) Εμπορεύματα. Είναι τα προϊόντα που πωλούν οι επιχ/σεις στη μορφή που τα αγοράζουν, χωρίς καμιά επεξεργασία (λογ/σμός «20» ΓΛΣ).

ε) Ανταλλακτικά παγίων στοιχείων (μηχ/των και εγκαταστάσεων, μεταφορικών μέσων, επίπλων και λοιπού εξοπλισμού). Τα είδη αυτά έχουν οι οικονομικές μονάδες στην αποθήκη τους υπό μορφή αποθεμάτων για να μπορούν να αντικαθιστούν αμέσως τα φθειρόμενα μέρη ή να επισκευάζουν τις βλάβες μηχανών και άλλων παγίων στοιχείων, ώστε να αποφεύγονται καθυστερήσεις στην παραγωγική διαδικασία. Παρακολουθούνται στο λογ/σμό

«26».

Κάθε κατηγορία οικονομικών μονάδων αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο το πρόβλημα της δημιουργίας αποθεμάτων. Οι βιομηχανικές, γενικά επιχ/σεις και ιδίως όσες απ’ αυτές λειτουργούν καθόλο το εικοσιτετράωρο, έχουν ένα μάλλον σταθερό και ομοιόμορφο ύψος αποθεμάτων. Σε μερικές βιομηχανίες, που παράγουν είδη καταναλισκόμενα ορισμένη εποχή του έτους (εποχιακά είδη), ο σχηματισμός των αποθεμάτων επηρεάζεται και από το λόγο αυτόν. Οι βιοτεχνικές επιχ/σεις έχουν, φυσικά, και αυτές ανάγκη να διαθέτουν αποθέματα υλικών, αλλά το ύψος τους είναι συνήθως σε σημαντικά κατώτερη κλίμακα. Το είδος του εμπορεύματος επίσης, θα παίξει σημαντικό ρόλο, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, στην αποθεματοποίηση του (π.χ. φρούτα, νωπά κρέατα, κ.λ.π. δεν προσφέρονται για μεγάλες και μακροχρόνιες αποθεματοποιήσεις).

Άλλο στοιχείο που ασκεί ουσιώδη επίδραση στο ύψος των αποθεμάτων είναι το μέγεθος των προς το σκοπό αυτό διατιθεμένων από την επιχ/ση κεφαλαίων. Και πρέπει να τονισθεί ότι είναι εξίσου αντιοικονομικό για την επιχ/ση να δεσμεύει δυσαναλόγως προς τις δυνατότητες της μεγάλα κεφάλαια για δημιουργία αποθεμάτων, που δεν είναι άμεσης χρήσεως, όπως και να μη διαθέτει τα απολύτως αναγκαία για το σκοπό αυτό μέσα, με αποτέλεσμα την έλλειψη σε δεδομένη στιγμή ορισμένων υλικών και τη δημιουργία αρρυθμίας στην παραγωγή ή στο εμπόριο.

Τέλος, οι εκάστοτε επικρατούσες γενικές ή ειδικές οικονομικές συνθήκες καθορίζουν ενίοτε την πολιτική των αποθεμάτων. Έτσι σε περίτττωση τιτωτικής τάσεως των τιμών πρέπει να αποφεύγεται η δημιουργία

(22)

μεγάλων αττοθεμάτων, λόγω κινδύνου υποτιμήσεως αυτών. Αντίθετη ττολιτική τηρείται σε εττοχή ανοδικής ττορείας των τιμών. Οι γενικοί οικονομικοί όροι επιδρούν επίσης επί της καταναλωτικής δύναμης του κοινού, προς την οποία πρέπει να συσχετίζονται τα εκάστοτε δημιουργούμενα αποθέματα. Τέλος, η ταχύτητα ανακυκλώσεως, δηλαδή, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένα αγαθό μέσα στην επιχ/ση, θα επηρεάσει και αυτή την πολιτική αποθεμάτων π.χ. σε μια εμπορική επιχ/ση ένα εμπόρευμα μένει στην κατοχή της (από τη στιγμή της αγοράς μέχρι τη στιγμή της πωλήσεως) κατά μέσο όρο τριάντα ημέρες και άλλο εμπόρευμα εκατόν πενήντα ημέρες. Είναι φανερό, ότι θα αντιμετωπισθούν με διαφορετικά κριτήρια τα αποθέματα που απαιτούνται για το πρώτο και για το δεύτερο από τα εμπορεύματα.

3.6. Αποτίμηση αποθεμάτων απογραφής.

1. Τιμές που πρέπει να εφαρμόζονται για την αποτίμηση των αποθεμάτων της απογραφής.

1. Τα αποθέματα που προέρχονται από αγορές αποτιμούνται στην κατ’ είδος χαμηλότερη τιμή μεταξύ τιμής κτήσεως και τρέχουσας τιμής αγοράς.

2. Τα αποθέματα (εκτός από τα υπολείμματα και υποπροϊόντα) που προέρχονται από την παραγωγή της οικονομικής μονάδας και προορίζονται είτε για πώληση ως έτοιμα προϊόντα, είτε για παραπέρα επεξεργασία προς παραγωγή έτοιμων προϊόντων, αποτιμούνται στην κατ’ είδος χαμηλότερη τιμή μεταξύ τιμών ιστορικού κόστους παραγωγής και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας.

3. Τα υπολείμματα αποτιμούνται στην πιθανή τιμή πωλήσεως τους, μειωμένη με τα άμεσα έξοδα που υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιηθούν για την πώληση τους.

4. Τα υποπροϊόντα, εφόσον προορίζονται για πώληση, αποτιμούνται στην πιθανή τιμή πωλήσεώς τους, μειωμένη με τα άμεσα έξοδα πωλήσεως, όπως και στην περίτττωση των υπολειμμάτων. Όταν όμως προορίζονται να χρησιμοποιηθούν από την ίδια την οικονομική μονάδα, αποτιμούνται στην τιμή χρησιμοποιήσεώς τους, δηλαδή στην τιμή που θα αγοράζονταν, είτε τα συγκεκριμένα υποπροϊόντα είτε άλλα ισοδύναμης αξίας, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν από αυτή.

(23)

II. Εννοιολογικός προσδιορισμός των τιμών και μεθόδων που εφαρμόζονται για την αποτίμηση των αποθεμάτων.

5. Τιμή κτήσεως: Είναι η τιμολογιακή αξία αγοράς των αποθεμάτων, αυξημένη με τα ειδικά έξοδα αγοράς και μειωμένη με τις εκτττώσεις (άμεσο κόστος αγοράς).

Τιμολογιακή αξία είναι η αξία αγοράς που αναγράφεται στα τιμολόγια, μειωμένη κατά τις εκτττώσεις που κάθε φορά χορηγούνται από τους προμηθευτές και απαλλαγμένη από τους φόρους και τα τέλη που δε βαρύνουν, τελικά, την οικονομική μονάδα.

Ειδικά έξοδα αγοράς είναι τα άμεσα έξοδα αγοράς που γίνονται μέχρι την παραλαβή και αποθήκευση του αγαθού και ιδιαίτερα οι δασμοί και οι λοιποί φόροι - τέλη εισαγωγής, καθώς και τα έξοδα μεταφοράς και παραλαβής των σχετικών ειδών.

6. Μέθοδοι υπολογισμού της τιμής κτήσεως. Η τιμή κτήσεως υπολογίζεται με οποιαδήποτε από τις παρακάτω μεθόδους, καθώς και με οποιαδήποτε άλλη παραδεγμένη μέθοδο.

α. Η μέθοδος του μέσου σταθμικού κόστους; Κατά τη μέθοδο αυτή η μέση σταθμική τιμή κτήσεως υπολογίζεται με τον εξής τύπο:

Αξία αποθέματος + αξία αγορών της περιόδου ενάρξεως της περιόδου στην τιμή κτήσεως Ποσότητα αποθέματος + ποσότητα που αγοράζεται Ενάρξεως της περιόδου στην περίοδο β. Η μέθοδος του κυκλοφοριακού μέσου όρου ή των διαδοχικών υπολοίπων; Κατά τη μέθοδο αυτή, μετά από κάθε εισαγωγή καθορίζεται η μέση τιμή του υπολοίπου με τον εξής τύπο:

Αξία προηγούμενου + αξία νέας αγοράς

υπολοίπου στην τιμή κτήσεως

Ποσότητα προηγούμενου υπόλοιπου

+ ποσότητα νέας αγοράς

γ. Η μέθοδος πρώτη εισαγωγή - πρώτη εξαγωγή (FIFO). Κατά την μέθοδο αυτή θεωρείται ότι η πρώτη εισαγωγή (αγορά) εξάγεται πρώτη (First In - First Out) και ότι τα αποθέματα της απογραφής προέρχονται

(24)

αττό τις τελευταίες αγορές της χρήσεως και αποτιμούνται στις τιμές που αντίστοιχα αγοράστηκαν. Η αρχή του σχετικού υπολογισμού γίνεται από την τελευταία αγορά.

δ. Η μέθοδος τελευταία εισαγωγή - πρώτη εξαγωγή (L1FO): Κατά τη μέθοδο αυτή θεωρείται ότι η πρώτη εξαγωγή προέρχεται από την τελευταία εισαγωγή (Last In- First Out) και ότι τα αποθέματα τέλους χρήσεως προέρχονται από τις παλαιότερες εισαγωγές. Η αρχή του σχετικού υπολογισμού γίνεται από την πρώτη αγορά της χρήσεως.

ε. Η μέθοδος του βασικού αποθέματος: Κατά τη μέθοδο αυτή, τα αποθέματα τέλους χρήσεως διακρίνονται σε δύο μέρη. Το ένα αντιστοιχεί στο βασικό απόθεμα που αντιπροσωπεύει την ελάχιστη ποσότητα (στοκ ασφαλείας) η οποία κρίνεται αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή της συνήθης δραστηριότητας της οικονομικής μονάδας. Το άλλο προορίζεται για εξυπηρέτηση μελλοντικών αναγκών πωλήσεων, όταν πρόκειται για εμπορεύματα ή έτοιμα προϊόντα, ή αναγκών βιομηχανοποιήσεως ή όταν πρόκειται για υλικά που αναλώνονται στην παραγωγική διαδικασία. Το βασικό απόθεμα αποτιμάται στην αξία της αρχικής κτήσεως του. Το υπόλοιπο μέρος (υπεραπόθεμα) αποτιμάται με μια από τις παραπάνω (α-γ) μεθόδους υπολογισμού της τιμής κτήσεως. Σε περίτττωση που η ποσότητα των κατ’ είδος αποθεμάτων δεν διακυμαίνεται σημαντικά από χρήση σε χρήση, είναι δυνατό να χαρακτηρίζεται ολόκληρη η ποσότητα αυτή σαν βασικό απόθεμα και ανάλογα να γίνεται η αποτίμηση της.

στ. Η μέθοδος του εξατομικευμένου κόστους: Κατά τη μέθοδο αυτή, τα αποθέματα παρακολουθούνται όχι μόνο κατ’ είδος αλλά και κατά συγκεκριμένες παρτίδες αγοράς ή παραγωγής, οι οποίες έτσι αποκτούν αυτοτέλεια κόστους (π.χ. παρτίδα μαλλιών, ακατέργαστων δερμάτων, πλαστικών πρώτων υλών, μερών μηχ/των). Κατά την αποτίμηση των αποθεμάτων της απογραφής, αυτά αναλύονται σε ποσότητες κατά παρτίδα από την οποία προέρχονται και αποτιμούνται στο κόστος της συγκεκριμένης παρτίδας, ανεξάρτητα από το χρόνο παραγωγής ή αγοράς τους.

ζ. Η μέθοδος του πρότυπου κόστους: Κατά τη μέθοδο αυτή τα αποθέματα αποτιμούνται στην τιμή του πρότυπου κόστους.

(25)

Η οικονομική μονάδα έχει τη δυνατότητα να εφαρμόζει οποιαδήποτε από τις παραδεγμένες μεθόδους προσδιορισμού της τιμής κτήσεως με την προϋπόθεση ότι με τη μέθοδο που θα επιλέξει θα την εφαρμόζει κατά τρόπο πάγιο. Σε περιπτώσεις αλλαγής των συνθηκών ή υπάρξεως σοβαρών λόγων, επιτρέπεται η αλλαγή της μεθόδου προσδιορισμού της τιμής κτήσεως, με την προϋπόθεση ότι στις δημοσιευόμενες οικονομικές καταστάσεις θα δηλώνονται οι λόγοι που οδήγησαν στην αλλαγή, καθώς και η επίδραση που είχε η αλλαγή αυτή στη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων.

7. Τρέχουσα τιμή αγοράς; Είναι η τιμή αντικαταστάσεως του συγκεκριμένου αποθέματος, δηλαδή η τιμή στην οποία η οικονομική μονάδα έχει τη δυνατότητα να προμηθευτεί το αγαθό, κατά την ημέρα συντάξεως της απογραφής από τη συνήθη αγορά, με συνήθεις όρους και κάτω από κανονικές συνθήκες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη περηττωσιακά και προσωρινά γεγονότα που προκαλούν αδικαιολόγητες προσωρινές διακυμάνσεις τιμών. Η τρέχουσα τιμή αγοράς διαμορφώνεται με το συνυπολογισμό όλων των στοιχείων του κόστους κτήσεως.

8. Ιστορικό κόστος παραγωγής: Είναι το άμεσο κόστος αγοράς (η τιμή κτήσεως) των πρώτων υλών και των διαφόρων υλικών που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή των αγαθών, προσαυξημένο με τα γενικά (έμμεσα) έξοδα αγορών, καθώς και με τα άμεσα και έμμεσα έξοδα παραγωγής (κόστος κατεργασίας) που δαπανήθηκαν για να φτάσουν τα παραγμένα αγαθά στη θέση και κατάσταση που βρίσκονται κατά την απογραφή.

9. Καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία; Είναι η τιμή πωλήσεως του αποθέματος στην οποία υπολογίζεται ότι αυτό θα πωληθεί κάτω από συνθήκες ομαλής πορείας των εργασιών της οικονομικής μονάδας, μειωμένη με το κόστος ολοκληρώσεως της επεξεργασίας (όταν πρόκειται για ημιτελή αποθέματα ή αποθέματα που βρίσκονται στο στάδιο της κατερνασίας) και με τα έξοδα που υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιηθούν για την επίτευξη της πωλήσεως.

III. Η αποτίμηση των συμπαράγωγων προϊόντων.

Referências

Documentos relacionados

Σχολικό βιβλίο σελ.. Σχολικό βιβλίο