• Nenhum resultado encontrado

Βιομηχανικά αριστεία

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Βιομηχανικά αριστεία"

Copied!
67
0
0

Texto

(1)

ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΑΑΣ ΣΧΟΑΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΑΡΙΣΤΕΙΑ

Σπουδαστής:

ΚΑΡΑΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

ΑΕΜ 2789

Επιβλέπων:

ΕΠΙΚ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Π. ΑΝΤΩΝΙΑΑΗΣ

ΚΑΒΑΛΑ, 2008

(2)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Π ρόλογος... 3

Εισαγωγή... 4

Κεφάλαιο 1:

Η

βιομηχανία στον 21° α ιώ να... 6

1.1. Η ιστορία της βιομηχανικής ανάπτυξης παγκοσμίως... 6

1.2. Η βιομηχανία στην Ελλάδα... 8

Κεφάλαιο 2: Βιομηχανικά αριστεία... 29

2.1. Περιγραφή - Ανάλυση των Βιομηχανικών Α ριστείων... 29

2.2. Κριτήρια απονομής βιομηχανικού αριστείου σε μια επιχείρηση... 41

2.3. Ελληνικές εταιρείες που βραβεύτηκαν με βιομηχανικά αριστεία... 46

Κεφάλαιο 3: Συμπεράσματα... 63

Βιβλιογραφία... 67

(3)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η εργασία με θέμα «Βιομηχανικά Αριστεία» αποτελεί την πτυχιακή ερ­

γασία του σπουδαστή Καραλή Αθανάσιου.

Στην πτυχιακή εργασία θα γίνει αναφορά στην ιστορία της βιομηχανικής ανάπτυξης, ενώ έμφαση θα δοθεί συγκεκριμένα στη βιομηχανία της Ελλάδας.

Ακόμη, θα αναλυθούν πλήρως τα βιομηχανικά αριστεία και θα παρουσιαστούν στοιχεία σχετικά με τα κριτήρια απονομής τους αλλά και οι εταιρείες που βρα­

βεύτηκαν.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Επίκ. Καθηγητή κ. Είαντελή Αντω- νιάδη για την πολύτιμη βοήθειά του κατά τη διάρκεια συγγραφής της εργασίας, για τα εύστοχα σχόλια και για τις προτάσεις του.

Καραλής Αθανάσιος Καβάλα, Μάιος 2008

(4)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ελληνική βιομηχανία κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα διένυσε μια κυ­

κλική πορεία, καθώς αρχικά χαρακτηριζόταν ως ελαφριά συνδεδεμένη με τον κατασκευαστικό τομέα κυρίως. Αργότερα, οι βιομηχανίες της εγχώριας αγοράς και οι εξαγωγικές αποτέλεσαν τους νέους πόλους. Σήμερα, η σύνθεση των βιο­

μηχανικών εξαγωγών υποδηλώνει ότι δεν υπάρχουν πλέον ευδιάκριτοι τομείς ειδίκευσης της ελληνικής βιομηχανίας, εφόσον οι περισσότεροι έχουν συμπλη­

ρωματική λειτουργία στο ευρύτερο βιομηχανικό σύστημα του Ευρωπαϊκού χοί­

ρου.

Η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε υψηλό ποσοστό στην άνοδο της βιο­

μηχανίας, καθώς οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες συμβάλλουν όχι μόνο στην οικονομική αλλά και στην κοινωνική ανάπτυξη της χώρας. Γ ι’ αυτό και τα τε­

λευταία χρόνια στην προσπάθεια ενίσχυσης των βιομηχανιών αλλά και αναγνώ­

ρισης της προσφοράς τους απονέμονται τα βιομηχανικά αριστεία. Τα αριστεία είναι συμβολικά και απονέμονται για πληθώρα δραστηριοτήτων όπως ο σεβα­

σμός στο περιβάλλον, η ανάπτυξη κοινωνικής ευαισθησίας, η εφαρμογή συστη­

μάτων διοίκησης ολικής ποιότητας κ.ά.

Βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιχειρησιακή τελειότητα είναι οι κατάλληλες προτάσεις που βοηθούν στη διαμόρφωση δράσεων με στόχο την αριστεία. Σ’ αυτό το σκοπό συνεισφέρουν καθοριστικά και διάφορα μοντέλα που έχουν αναπτυχθεί με στόχο τη συγκεκριμενοποίηση των χαρακτηριστικών που οδηγούν στη βιομηχανική αριστεία. Στην εργασία θα περιγραφούν αναλυτικά αυτά τα χρήσιμα μοντέλα καθώς στηρίζονται στις τέσσερις βασικές διαδικασίες της βιομηχανίας:

• εφοδιαστική αλυσίδα

• ανάπτυξη διαδικασιδιν

(5)

• ανάπτυξη νέων προϊόντων

• κατάστρωση και εφαρμογή της λειτουργικής στρατηγικής

Ας σημειωθεί ότι η συμμετοχή μιας επιχείρησης για βιομηχανική αριστεία είναι κύριο στοιχείο της ανταγωνιστικότητας, συμβάλλοντας στη βελτίωση των δραστηριοτήτων της.

Επιπλέον, η βιομηχανική αριστεία καλύπτει όλες τις σύγχρονες διοικητι­

κές πρακτικές στο πλαίσιο της βιομηχανίας, εδραιώνοντας προγράμματα βιομη­

χανικής και διοικητικής βελτίωσης.

Βέβαια, σκοπός της εργασίας εκτός από την περιγραφή και ανάλυση της βιομηχανικής αριστείας είναι και η παρουσίαση όλων των επιχειρήσεων που βραβεύτηκαν, παρέχοντάς τους κίνητρα με αυτό τον τρόπο για την προώθηση της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας.

(6)

Κεφάλαιο 1

Η βιομηχανία στον 21ο αιώνα

1.1. Η ιστορία της βιομηχανικής ανάπτυξης παγκοσμίως

Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, οι μεγάλες αλλαγές στον τομέα της γεωργίας, της παραγοιγής, της μεταφοράς επέδρασαν σημαντικά στις κοινωνικοοικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες στη Βρετανία, και αποτε- λέσαν την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης. Οι αλλαγές στη συνεχεία εξα­

πλώθηκαν παγκοσμίως την Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική, συμβάλλοντας στην εκβιομηχάνιση. Η έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης σηματοδότησε μια σημαντική καμπή στην ανθρώπινη κοινωνική ιστορία, εφόσον κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής του ανθρώπου επηρεάστηκε κατά κάποιο τρόπο. Στα τέλη του 1700 η χειρονακτική εργασία στη Μεγάλη Βρετανία άρχισε να αντικαθίσταται από τα κατασκευαστικά μηχανήματα και ειδικότερα αρχικά με την εκμηχάνιση της κλωστοϋφαντουργίας, και ακολούθως την ανάπτυξη της μεταλλουργίας και την αυξημένη χρήση του εξευγενισμένου άνθρακα. Στην ανάπτυξη των εμπορι­

κών συναλλαγών βοήθησε η βελτίωση οδικού δικτύου και των σιδηροδρόμων. Η εισαγοιγή του ατμού (που τροφοδοτούνταν κυρίως από κάρβουνο), καθώς και τα κινούμενα μηχανήματα (κυρίως στην κατασκευή κλωστοϋφαντουργικών) ενί- σχυσαν σημαντικά την παραγωγική ικανότητα. Η ανάπτυξη όλων των μεταλλι­

κών εργαλείων στις δυο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, διευκόλυναν την κα­

τασκευή μηχανών παραγωγής και σε άλλες βιομηχανίες. Οι συνέπειες της εξά- πλωσης σε όλη τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική κατά τη διάρκεια του

19ου αιώνα, επηρέασαν καθοριστικά το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.

(7)

Η χρονική περίοδος που καλύπτεται από τη βιομηχανική επανάσταση ποικίλλει ανάλογα με διάφορους ιστορικούς. Σύμφωνα με τον Eric Hobsbawm

«ξέσπασε» στην δεκαετία 1780 και δεν ήταν πλήρως αισθητή μέχρι την δεκαετία 1830-1840, ενώ ο TS Ashton θεωρεί ότι σημειώθηκε περίπου μεταξύ 1760 και 1830. Κάποιοι ιστορικοί του 20ου αιώνα όπως ο John Clapham Nicholas Crafts υποστήριξαν την άποψη ότι η διαδικασία της οικονομικής και κοινωνικής αλλα­

γής πραγματοποιήθηκε σταδιακά και ο όρος επανάσταση δεν αποτελεί μια αλη­

θινή περιγραφή των γεγονότων. Οπότε ακόμα και σήμερα το συγκεκριμένο γε­

γονός εξακολουθεί να αποτελεί θέμα συζήτησης μεταξύ των ιστορικών (http://en.wikipedia.org/wiki/Industrial_Revolution).

Εικόνα 1.1. Βιομηχανική Έκθεση στο Hyde Park του Λονδίνου, 1851 ( http://en. wikipedia.org/wiki/lndustrial_Revolution)

(8)

1.2. Η βιομηχανία στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα οι πρώτες βιομηχανικές επιχειρήσεις εμφανίστηκαν μετά το 1920, όταν εφαρμόστηκε δασμολογική πολιτική που ευνόησε τη δημιουργία τους.

Οι βιομηχανίες αυτές παρήγαγαν βαμβάκι, λιπάσματα, τσιμέντο κ.λπ. Από το 1933 η ελληνική βιομηχανία αναπτύχθηκε περισσότερο, κυρίως μετά τον περιορισμό των εξαγωγών που εφάρμοσαν πολλές χώρες της Ευρώπης. Φυσικά στην περίοδο αυτή η ελληνική βιομηχανία περιελάμβανε μικρές βιομηχανικές μονάδες ενώ τα προϊό­

ντα τους προορίζονταν μόνο για την εγχώρια κατανάλωση. Τη συγκεκριμένη χρονι­

κή περίοδο εξάλλου το 45% των εργοστασίων και το 60% της βιομηχανικής παρα­

γωγής ήταν συγκεντρωμένα αποκλειστικά στην περιοχή της πρωτεύουσας, επειδή μονό εκεί υπήρχαν τα απαραίτητα τεχνικά μέσα για τη λειτουργία των μονάδων.

Την περίοδο του πολέμου και της κατοχής οι βιομηχανίες υπέστησαν σοβαρές ζη­

μιές από τους βομβαρδισμούς, τις λεηλασίες και τη γενικότερη παράλυση της οικο­

νομίας. Η ανασυγκρότηση της οικονομίας άρχισε το 1950 με την οικονομική βοή­

θεια των Η.Π.Α. υπό τη μορφή δωρεών ή δανείων. Κατόπιν το ελληνικό κράτος με την πολιτική των δημόσιων επενδύσεων και τη θέσπιση διάφορων κινήτρων συνέ­

βαλε ουσιαστικά στην ανασυγκρότηση της βιομηχανίας στην Ελλάδα.

Εικόνα 1.2. Εργοστάσιο οινοποιίας στην Ελευσίνα (1920) http://www. elefsina. gr

(9)

Ο ευρύτερος δευτερογενής τομέας συμμετέχει στο σχηματισμό του Ακα θάριστου Εθνικού Προϊόντος κατά 29,4% (1991) και συγκεντρώνει το 27,5% του συνολικού αριθμού των εργαζομένων στη χώρα (1989-90). Από αυτούς το 62%

εργάζεται στη μεταποίηση, το 14% στην εξορυκτική βιομηχανία και ενέργεια και το 24% στον κατασκευαστικό τομέα (οικοδομικές εργασίες, δημόσια έργα). Τη δεκαετία 1981-1990 ο αριθμός των απασχολουμένων στον δευτερογενή τομέα μειώθηκε από 1.039.000 εργαζομένους σε 1.011.000 (ποσοστό 2,7%). Η μείωση αφορά τον κατασκευαστικό τομέα σε ποσοστό 27% περίπου, ενώ οι εργαζόμενοι στο χώρο της μεταποίησης και τον ενεργειακό τομέα αυξήθηκαν κατά 7,5% και 19% αντίστοιχα. Την τελευταία δεκαετία ο γενικός δείκτης βιομηχανικής παρα­

γωγής παρουσίασε αύξηση τα έτη 1981, 1984, 1985, 1988 και 1989, ενώ το 1991 βρισκόταν σε επίπεδο κατά 0,9% υψηλότερο από το αντίστοιχο του 1980. Από τους διάφορους επιμέρους κλάδους δυναμικότεροι παρουσιάζεται η βιομηχανία πετρελαίου, καθώς και τα εργοστάσια επεξεργασίας χάρτου, ποτών, ελαστικών αλλά και οι χημικές βιομηχανίες (http://www.wikipedia.gr).

Είναι γεγονός ότι οι ανάγκες και επιθυμίες του σύγχρονου ανθρώπου κα­

λύπτονται και ικανοποιούνται με αγαθά αλλά και υπηρεσίες που δεν βρίσκονται ελεύθερα στη φύση αλλά πρέπει να παραχθούν. Συνεπώς ο όρος παραγωγή ανα- φέρεται σε οποιαδήποτε οργανωμένη διαδικασία που συμβάλλει στην αύξηση της αξίας ή χρησιμότητας υλικών αγαθών, ή διευκολύνει με κάποια υπηρεσία την ικανοποίηση ανθρωπίνων αναγκών. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η βιομηχανική παραγωγή, η οποία συγκεντρώνει και συνδυάζει κατάλληλα συντελεστές της πα- ραγοϊγής (έδαφος, εργασία, κεφάλαιο) ώστε να δημιουργήσει καταναλωτικά α­

γαθά και πρώτες ύλες για την παραγωγή. Η μελέτη της βιομηχανικής παραγωγής ή της παραγωγής στα εργοστάσια δημιούργησε έναν τεράστιο όγκο γνώσης ο οποίος οργανώθηκε, ταξινομήθηκε και συγκρότησε την επιστήμη της διοίκησης και οργάνωσης της παραγωγής.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί πως οι έννοιες και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση και στη λειτουργία μιας βιομηχανίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε συστήματα παροχής υπηρεσιών, όπως τράπεζες,

(10)

κρατικές διευθύνσεις και νοσοκομεία. Είναι δηλαδή εμφανής η σημασία της διοίκησης και οργάνωσης της βιομηχανικής παραγωγής στους τομείς: της οικονομί­

ας, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος. Όσο αφορά στην οικονομική πλευρά στην παραγωγική δραστηριότητα εμπλέκεται στις περισσότερες επιχειρήσεις το μεγαλύ­

τερο μέρος του εργατικού δυναμικού, οπότε γίνονται οι υψηλότερες επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά. Άρα η παραγωγικότητα τους, η ορθολογική και συνετή σχε­

δίαση και διαχείρισή τους είναι βασική για την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης.

Σχετικά με την κοινωνική πλευρά, στα παραγωγικά συστήματα απασχο­

λείται το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων οπότε οι σχέσεις μεταξύ αυτών, εργοδοτών και κράτους διαμορφώνουν το πλαίσιο της επαγγελματικής σταδιο­

δρομίας, καθώς και της συμμετοχής στα κοινά και της απασχόλησης για τις κοι­

νωνικές ομάδες. Τέλος από περιβαλλοντική σκοπιά, η οργάνωση της παραγο)γής καθορίζει την οικολογική ισορροπία με την έννοια του ρυθμού εξάντλησης των φυσικών πόρων και την επιβάρυνση ή προστασία του περιβάλλοντος.

Η παραγωγή των αγαθών στηρίζεται στην ύπαρξη των συντελεστών παρα­

γωγής δηλαδή του εδάφους, της εργασίας και του κεφαλαίου οι οποίοι πρέπει να συγκεντρωθούν, να συνδυαστούν κατάλληλα και να κατευθυνθούν προς συγκεκρι­

μένο παραγωγικό αποτέλεσμα. Βέβαια, απαιτείται σε κάθε περίπτωση η κατάλληλη βιομηχανική επιχείρηση. Οι λειτουργίες της βιομηχανικής επιχείρησης, ανεξάρτητα από το πόσο πολύπλοκες οργανωτικά ή τεχνολογικά, είναι οι παρακάτω:

• ο εφοδιασμός

• η παραγωγή

• η εμπορία

• η διοίκηση

Προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο σκοπός για τον οποίο δημιουργείται μια επιχείρηση πρέπει η μονάδα να εφοδιάζεται με τα ανάλογα προϊόντα και ει­

δικότερα απαιτούνται πρώτες και βοηθητικές ύλες, καύσιμα, λιπαντικά κλπ. Ε­

πομένως, ο εφοδιασμός σημαίνει διαπίστωση της ανάγκης προμήθειας, διερεύ- νηση της αγοράς, πραγματοποίηση της προμήθειας και ακολούθως αποθήκευση.

Η δεύτερη λειτουργία την οποία επιτελεί μια βιομηχανική επιχείρηση εί­

(11)

ναι η παραγωγή. Τα υλικά που εξασφαλίζει η λειτουργία του εφοδιασμού στο εργοστάσιο πρέπει να μετασχηματιστούν σε προϊόντα, μέσω της διαδικασίας της παραγωγής, η οποία για να λειτουργήσει απαιτούνται τα εξής:

1. Ο προγραμματισμός και ο έλεγχος της παραγωγής.

2. Συγκεκριμένη διαδικασία χειρισμού των υλικών 3. Τακτική συντήρηση των εγκαταστάσεων

4. Διάφορες λειτουργικές διαδικασίες, οι οποίες είναι:

α) η μελέτη εργασίας, δηλαδή η μελέτη μεθόδων και χρόνων για την παραγωγή του προϊόντος

β) ο έλεγχος ποιότητας παραγωγής γ) η εμπορία των προϊόντων

Άρα για να καταλήξει στον αγοραστή η κυριότητα του προϊόντος από την εταιρεία ακολουθείται μια καθορισμένη διαδικασία η οποία ονομάζεται εμπορία.

Τέλος, η τέταρτη λειτουργία της βιομηχανικής επιχείρησης αφορά τη διοί­

κηση η οποία πρέπει να χρησιμοποιεί μεθόδους για να λαμβάνει αποφάσεις και να οργανώνει τις δραστηριότητες της, να διακινεί ιδέες και πληροφορίες εντός της επιχείρησης αλλά και να αξιολογεί τα αποτελέσματα. Αυτά τα στοιχεία είναι χαρακτηριστικά της διοίκησης.

Όλες οι λειτουργίες που έχουν προαναφερθεί εκτελούνται σε κάθε παρα­

γωγική μονάδα είτε αυτή είναι μικρή είτε είναι μεγάλη. Η έκταση εκτέλεσης αυ- τών των λειτουργιών εξαρτάται από το είδος και το μέγεθος της μονάδας. Ανε­

ξάρτητα, όμως, από το είδος της οργάνωσης που θα χρησιμοποιηθεί για την ε­

κτέλεση των λειτουργιών που αναφέρθηκαν και ανεξάρτητα από την έκταση τους οι λειτουργίες αυτές αλληλοσχετίζονται έντονα και ποικιλοτρόπως. Η ε­

μπορία επηρεάζει την παραγωγή με τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται και α­

ντίστροφα η παραγωγή επηρεάζει την εμπορία με τους ρυθμούς παραγωγής, την ποιότητα των προϊόντων κ.λ.π.

Η διοικητική πρακτική θεμελιώθηκε με την πάροδο των χρόνων με τη βοή­

θεια σημαντικών επιστημόνων οι οποίοι διαπιστώνοντας τις ανάγκες των διαφόρων βιομηχανικών μονάδων προσπάθησαν να συγκροτήσουν τη σύγχρονη βιομηχανική

(12)

πρακτική, την επιστημονική διοίκηση που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Η επι­

στημονική διοίκηση ξεκίνησε από την Αμερική τον 19ο αιώνα και εκείνοι που συ­

νέβαλαν περισσότερο στην προσπάθεια ήταν οι Αμερικανοί Taylor, Gant, Gilbeth και ο Γάλλος Φαγιόλντ. Ο Taylor που θεωρείται ο πρωτοπόρος στην επιστημονική διοίκηση, έγραψε το βιβλίο «Stock Management» και το «The Principles of Scientific Management». Όσον αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις, η κίνηση για την επιστημονική διοίκηση δέχτηκε από την αρχή εκτεταμένη και αυστηρή κριτική. Η κριτική αυτή έγινε αφορμή ώστε να ερευνηθεί συστηματικά τόσο η συμπεριφορά των εργαζομένων όσο και το εργασιακό τους περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παρά­

δειγμα αποτελούν τα γνωστά ως πειράματα Hawthorn, που πραγματοποιηθήκαν στο πλαίσιο έρευνας ομάδας ερευνητών με επικεφαλής τον καθηγητή του Πανεπιστημί­

ου Harvard Mayo κατά την περίοδο από το 1924 έως το 1932 στο Σικάγο.

Την περίοδο που η επιστημονική διοίκηση και οι ανθρώπινες σχέσεις προ­

σπαθούσαν να διαμορφώσουν μια επιστημονική υποδομή πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί μια διοικητική πρακτική, γίνονταν και άλλες απόπειρες για να αναπτυχθούν τεχνικές και μέθοδοι που θα εξασφάλιζαν ποσοτικά στοιχεία στις διοικήσεις για τη λήψη των αποφάσεων. Η κίνηση αυτή, της ποσοτικής ανάλυσης ξεκίνησε από το 1920 με πρωτοπόρο τον Μακίνσει που διαμόρφωσε τον προϋπο­

λογισμό ενό) αργότερα ο Σιούχαρτ και άλλοι επιστήμονες ανέπτυξαν τον έλεγχο ποιότητας (http://www.makine.gr/makine/aristeiay enothta_8/810.htm).

Η θέση ενός εργοστασίου δεν μπορεί να είναι μια τυχαία διαδικασία αλλά θα πρέπει να ακολουθεί μια σειρά επιστημονικών βημάτων μέσω των οποίων να προσεγγίζεται η βέλτιστη θέση για την βιομηχανική επιχείρηση που εξετάζεται.

Για την εκλογή της λοιπόν αναλύονται μια σειρά παράγοντες όπως το έδαφος, οι πρώτες ύλες, το κεφάλαιο, τα κίνητρα, η εργασία, η αγορά κλπ. Βασικό κριτήριο είναι κατά πόσο αυτοί οι παράγοντες διαμορφώνουν ένα γενικά ελάχιστο κόστος μεταφοράς πρώτων υλών ή ένα ελάχιστο κόστος προσέγγισης των αγορών. Η ε­

κλογή θέσης μπορεί να γίνει με τους εξής τρόπους: Το έδαφος για παράδειγμα ως πρώτος παράγοντας θα πρέπει να είναι σε τέτοια θέση και με τέτοιο κόστος το ο­

ποίο να διαμορφώνει εγγύτητα σε αγορές. Για τις πρώτες ύλες, να υπάρχει άμεση

(13)

πρόσβαση σ’ αυτές. Για την εργασία, εγκατάσταση σε περιοχή όπου υπάρχει αν­

θρώπινο δυναμικό άφθονο έτσι ώστε να είναι δυνατή η λειτουργία ενός εργοστα­

σίου. Από την αγορά στην οποία φτιάχνεται η επιχείρηση να είναι δυνατή η ά­

ντληση κεφαλαίου και επίσης να υπάρχουν χρηματοδοτικά κίνητρα εγκατάστασης στη συγκεκριμένη περιοχή. Τέλος, εάν η επιχείρηση απευθύνεται σε κάποια συ­

γκεκριμένη αγορά είτε αυτή είναι η τοπική αγορά εγκατάστασής της είτε η εγγύ- τητά της σε συγκεκριμένες αγορές.

Η εκλογή θέσεως γίνεται με τη βοήθεια δύο ποσοτικών μεθόδων και μιας εμπειρικής. Οι δύο ποσοτικές μέθοδοι είναι καταρχήν η ελαχιστοποίηση του κό­

στους μεταφοράς και η προσθήκη εργοστασίου ενώ η εμπειρική μέθοδος μας οδη­

γεί στη ποιοτική αξιολόγηση και βαθμολόγηση κάποιων παραγόντων για τη εκλο­

γή θέσεων του εργοστασίου. Συγκεκριμένα, στη ελαχιστοποίηση του κόστους με­

ταφοράς προσπαθούμε να ελαχιστοποιήσουμε το κόστος μεταφοράς πρώτων υλών και παραγομένων προϊόντων που στην εύρεση μιας βέλτιστης θέσης μεταξύ των αγορών και των σημείων προμηθειών. Τέλος, η εμπειρική μέθοδος εξετάζει την ποιοτική καταγραφή κάποιων παραγόντων οι οποίοι συνεισφέρουν στην εκλογή θέσης ενός εργοστασίου και ακολούθως βαθμολογεί τόσο τη σπουδαιότητα του καθενός όσο και τη βαρύτητά του στην εκλογή θέσης. Η συνολική βαθμολογία σε μια τέτοια περίπτωση από εναλλακτικές θέσεις εγκαταστάσεις ενός εργοστασίου δίνει τη βέλτιστη θέση.

Η επιλογή του αναγκαίου εξοπλισμού προκύπτει από τον καθορισμό της διαδικασίας παραγωγής. Υπάρχει συγκεκριμένη νόρμα προσδιορισμού του εξο­

πλισμού για πλήρη απασχόληση για ανάγκη σε μία φάση και του εξοπλισμού για μερική απασχόληση. Όσον αφορά τώρα τον εξοπλισμό για μερική απασχόληση είναι δυνατόν να διαμορφωθεί μία συνάρτηση συνολικού κόστους η οποία θα ο- δηγήσει στην επιλογή του κατάλληλου εξοπλισμού. Το επόμενο βήμα αφού επιλε- γεί και ο αναγκαίος εξοπλισμός είναι η χωροταξική του διάταξη.

Η επιλογή της χωροταξικής διάταξης εξαρτάται από τον τρόπο με τον ο­

ποίο παράγεται το προϊόν. Η γραμμή παραγωγής χρησιμοποιείται για την περί­

πτωση εκείνη κατά την οποία τα μηχανήματα τα τοποθετούμε σύμφωνα με την

(14)

διαδοχή των διεργασιών του προϊόντος. Γι αυτήν την περίπτωση θα πρέπει οπωσ­

δήποτε να αξιοποιήσουμε τη γραμμή παραγωγής, δηλαδή όλοι οι σταθμοί εργασί­

ας που θα έχουμε διαμορφώσει να έχουν το ίδιο περιεχόμενο εργασίας, που ση­

μαίνει να μην δημιουργείται νεκρός χρόνος σε κανένα σταθμό, οπότε στην περί­

πτωση αυτή η γραμμή παραγωγής ονομάζεται εξισορροπημένη. Οσον αφορά τώ­

ρα τη λειτουργική διάταξη, τα μηχανήματα τα οποία εκτελούν το ίδιο είδος κατερ­

γασίας τοποθετούνται συγκεκριμένα σε ένα χώρο (http://www.makine.gr/makine/

aristeia/enothta_8/810.htm).

Δηλαδή το προϊόν τώρα κινείται μεταξύ τμημάτων με ομοειδή μηχανήμα­

τα. Επίσης το σταθερό προϊόν είναι μια ειδική περίπτωση παραγωγής όπου κάθε τι ογκώδες και βαρύ παράγεται σε μια συγκεκριμένη θέση. Τέτοια παραδείγματα παραγωγής είναι η παραγωγή αεροπλάνων, πλοίων όπου ουσιαστικά μεταφέρο- νται τα προϊόντα και το εργατικό δυναμικό στη θέση παραγωγής του συγκεκριμέ­

νου προϊόντος και δεν μεταφέρεται το προϊόν εκεί όπου υπάρχουν μηχανήματα.

Τέλος για να αναζητηθεί η σωστή χωροταξία χρειαζόμαστε τις σωστές αποστάσεις μεταξύ των μηχανημάτων, χρειαζόμαστε δηλαδή τον υπολογισμό της αναγκαίας επιφάνειας που θα πρέπει να καταλάβει το κάθε μηχάνημα και της αναγκαίας επι­

φάνειας που απαιτείται για τις μετακινήσεις του προσωπικού κλπ. καθώς επίσης για συμπληρωματικές επιφάνειες, όπου εκεί κάποιος τοποθετεί εργαλεία ή ημιέ- τοιμα προϊόντα. Ο υπολογισμός αυτών των χώρων δημιουργεί ένα αποτέλεσμα συνολικών αναγκών σε χώρους εργασίας για το εργοστάσιο το οποίο σχεδιάζουμε.

Εκτός από τη σχεδίαση της παραγωγής θα πρέπει οπωσδήποτε να σχεδια­

στεί η διοικητική οργάνωση του εργοστασίου ώστε να υπολογιστούν με επιστημο­

νικό τρόπο οι ανάγκες σε προσωπικό, δηλ. να επανδρωθεί σωστά το εργοστάσιο.

Με τον τρόπο αυτό κατανέμουμε το έργο του εργοστασίου σε πολλά άτομα και συντονίζουμε τις προσπάθειες των ατόμων αυτών έτσι ώστε να έχουμε το καλύτε­

ρο δυνατό αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με την κλασσική θεωρία της οργάνωσης η οργανωτική δομή πρέ­

πει να προέρχεται από τους αντικειμενικούς σκοπούς της οργάνωσης και θα χρη­

σιμοποιήσει και να θεμελιώνεται στον καταμερισμό του έργου που πρέπει να ε~

(15)

κτελεστεί για να επιτευχθούν αυτοί. Συνεπώς με τη διαδικασία της ανάλυσης, γί­

νεται ανάλυση του έργου σταδιακά, δηλαδή υποθέτοντας ότι μια επιχείρηση έχει σκοπό να πουλάει κάποια προϊόντα, τα προϊόντα αυτά πρέπει να βρίσκονται έτοι­

μα στις αποθήκες του εργοστασίου. Για να βρίσκονται όμως έτοιμα στις αποθήκες πρέπει να έχουν υποστεί μια τελική επεξεργασία όπως να έχουν συναρμολογηθεί κλπ.

Η σύνθεση της οργάνωσης έπεται της ολοκλήρωσης της ανάλυσης του έρ­

γου, δηλαδή είναι η δόμηση της οργάνωσης. Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι τα εξής: το είδος της εργασίας που πρόκειται να επιτελέσει η συγκεκριμένη θέση εργασίας, ο σκοπός για τον οποίο εκτελούνται τα συγκεκριμένα έργα και λει­

τουργούν οι μονάδες, ο χώρος στον οποίο απευθύνεται το έργο το οποίο πρόκειται να εκτελεστεί, όπως για παράδειγμα τμηματοποίηση με γεωγραφικά κριτήρια, και βέβαια η πελατεία καθώς πολλές φορές δημιουργούνται θέσεις και οργανωτικές μονάδες με κριτήριο την πελατεία στην οποία απευθύνεται το έργο που εκτελούν.

Για τη σύνθεση των θέσεων στις οργανωμένες μονάδες και τις κατώτερες οργανω­

τικές μονάδες σε ανώτερες λαμβάνονται υπόψη ορισμένες βασικές αρχές: ενότητα της διοίκησης, όρια της διεύθυνσης (http://www.makine.gr/makine/aristeiay enothta_8/810.htm).

Η αξιολόγηση μιας επένδυσης μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: κατά τον πρώτο θεωρείται ότι δεν μεταβάλλεται με το χρόνο η αξία του χρήματος, ενώ στον δεύτερο πρέπει γίνει ανάλυση λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αξίας του χρή­

ματος, δηλαδή της μεταβολής της αξίας του με το χρόνο. Για κάθε μία από τις δύο περιπτώσεις υπάρχουν οι εξής δυνατότητες: η ανάλυση χωρίς τη χρονική αξία του χρήματος συνάγεται με τη βοήθεια δύο μεθόδων. Πρώτον με την εφαρμογή της μεθόδου του χρόνου επανείσπραξης της αρχικής επένδυσης, και δεύτερον με τη μέθοδο του ποσοστού απόδοσης. Η μέθοδος του χρόνου επανείσπραξης της αρχι­

κής επένδυσης, είναι μια απλή προσέγγιση η οποία στηρίζεται στην διαπίστωση της απάντησης σε πόσο χρόνο τα καθαρά έσοδα από τη λειτουργία της επένδυσης προ αποσβέσεων γίνονται ίσα με την αρχική επένδυση. Ο χρόνος αυτός ονομάζε­

ται χρόνος επανείσπραξης ή επανασυγκέντρωσης αρχικής επένδυσης.

(16)

Η άλλη περίπτωση η μέθοδος του ποσοστού απόδοσης επί της λογιστικής αξίας της αρχικής επένδυσης, υπολογίζει το λόγο του μέσου ύψους των ετήσιων των καθαρών κερδών προς το μέσο ύψος του κεφαλαίου της επένδυσης. 1 α ετήσια καθαρά κέρδη προσώπων από τις καθαρές ετήσιες εισπράξεις αφού αφαιρεθούν οι ετήσιες αποσβέσεις. Το μέσο ύψος του κεφαλαίου της επένδυσης στην περίπτωση που θεωρείται ότι η επένδυση στο τέλος της ζωής της δεν έχει αξία μεταπώλησης είναι το μισό της αρχικής επένδυσης. Στην περίπτωση που χρησιμοποιείται η μέ­

θοδο αξιολόγησης της επένδυσης λαμβανομένης υπόψη της ανάλυσης με τη χρο­

νική αξία του χρήματος εφαρμόζονται δύο μέθοδοι: της καθαρής παρούσας αξίας και της καθαρής απόδοσης.

Η μέθοδος της καθαρής παρούσας αξίας υπολογίζει τις παρούσες αξίες ό­

λων των μελλοντικών χρηματικών ποσών, είτε αυτά είναι έσοδα είτε δαπάνες.

Ακολούθως υπολογίζεται το άθροισμα που διαμορφώνουν όλες οι παρούσες αξίες και αν αυτό είναι αρνητικό η επένδυση δεν είναι σκόπιμη ενώ αν η καθαρή πα­

ρούσα αξία είναι θετική και η επένδυση κρίνεται σκόπιμη. Άλλη περίπτωση είναι η μέθοδος του εσωτερικού επιτοκίου απόδοσης η οποία χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αξιολόγηση των επενδύσεων. Η συγκεκριμένη μέθοδος αποτελεί ειδική πε- ρίπτοιση της μεθόδου της καθαρής παρούσας αξίας όπου αναζητείται το εσωτερι­

κό επιτόκιο που πρέπει να έχει μια επένδυση κατά το οποίο η παρούσα αξία όλων των μελλοντικών χρηματικών ροών να είναι ίση με μηδέν.

Βέβαια, δεν είναι δυνατό να σχεδιαστεί μια βιομηχανική επιχείρηση, χωρίς να έχει γίνει μελέτη οικονομικής σκοπιμότητας, που καταλήγει στο αν οι μονάδες που θα δημιουργηθούν είναι οικονομικά συμφέρουσες (προκαταρκτική σχεδίαση εργοστασίου).

Η σχεδίαση συνολικής παραγωγής είναι το πρόγραμμα που στοχεύει στην ικανοποίηση της ζήτησης με το μικρότερο δυνατό κόστος, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Η σχεδίαση συνολικής παραγωγής είναι απαραίτητη από τη στιγμή που η ζήτηση μεταβάλλεται συνεχώς, καθώς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ενώ τα μάσα παραγωγής είναι περιορισμένα. Τόσο η παραγωγή όσο και η ζήτηση θε­

ωρούνται συνολικά αθροίζοντας τα προϊόντα.

(17)

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι σχέσεις κόστους των εναλλακτικών δυνατοτή­

των μπορούν να θεωρηθούν γραμμικές, οπότε είναι δυνατό να εφαρμοστεί η μέ­

θοδος του γραμμικού προγραμματισμού για την παραγωγή. Σε άλλες περιπτώσεις οι σχέσεις κόστους είναι μη γραμμικές για κάποια/ες από τις εναλλακτικές δυνα­

τότητες (http://www.makine.gr/makine/aristeia/ εηοθυπ_8/810.htm).

Κατά τη σχεδίαση συνολικής παραγωγής, λαμβάνονται υπόψη τόσο η πα­

ραγωγή όσο και τα αποθέματα και το ανθρώπινο δυναμικό. Οι εναλλακτικές δυνα­

τότητες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι: η μεταβολή του ανθρώπινου δυ­

ναμικού, δηλαδή η ευελιξία μετακίνησής μεταξύ τμημάτων της παραγο)γής, η με­

ταβολή της παραγωγής ανάλογα με τις αιχμές της ζήτησης με υπερωρίες ή υποα­

πασχόληση και τέλος με διαχείριση των αποθεμάτων.

Η σχεδίαση συνολικής παραγωγής είναι το πρόγραμμα εκείνο το οποίο στοχεύει στην ικανοποίηση της ζήτησης με το μικρότερο δυνατό κόστος, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Η σχεδίαση συνολικής παραγωγής είναι απαραίτητη από τη στιγμή που η ζήτηση μεταβάλλεται συνεχώς, καθώς εξαρτάται από πολ­

λούς παράγοντες, ενώ τα μάσα παραγωγής είναι περιορισμένα. Τόσο η παραγωγή όσο και η ζήτηση θεωρούνται συνολικά αθροίζοντας τα προϊόντα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι σχέσεις κόστους των εναλλακτικών δυνατοτή­

των μπορούν να θεωρηθούν γραμμικές, οπότε είναι δυνατό να εφαρμοστεί η μέ­

θοδος του γραμμικού προγραμματισμού για την παραγωγή. Σε άλλες περιπτώσεις οι σχέσεις κόστους είναι μη γραμμικές για κάποια/ες από τις εναλλακτικές δυνα­

τότητες.

Κατά τη σχεδίαση συνολικής παραγωγής, λαμβάνονται υπόψη τόσο η πα­

ραγωγή όσο και τα αποθέματα και το ανθρώπινο δυναμικό. Οι εναλλακτικές δυνα­

τότητες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι: η μεταβολή του ανθρώπινου δυ­

ναμικού, δηλαδή η ευελιξία μετακίνησής μεταξύ τμημάτων της παραγωγής, η με­

ταβολή της παραγωγής ανάλογα με τις αιχμές της ζήτησης με υπερωρίες ή υποα­

πασχόληση και τέλος με διαχείριση των αποθεμάτων.

Αν μια επιχείρηση χρειάζεται κάποιες πρώτες ύλες και δεν μπορεί να δημι­

ουργεί αποθέματα από αυτές αναγκάζεται να εγκατασταθεί στην πηγή των πρώ­

(18)

των υλών και να προσαρμόζει τη λειτουργία της στο ρυθμό της παραγωγής τους.

Τα αποθέματα καθιστούν επίσης ανεξάρτητα τα διάφορα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας από τη στιγμή που η ύπαρξη πρώτων υλών συνεπάγεται την ύπαρξη ενδιάμεσων προϊόντων. Όμως και όταν υπάρχουν αποθέματα αυτά μπορεί να μην ανταποκρίνονται πάντα στη ζήτηση Ως συμπέρασμα προκύπτει ότι είναι οικονο­

μικά ασύμφορο και πρακτικά αδύνατο να μην διατηρεί μια επιχείρηση αποθέματα, εάν θέλει να απελευθερώσει τα διάφορα στάδια παραγωγής και να ανεξαρτητο­

ποιηθεί χωρικά και λειτουργικά από τις πρώτες ύλες. Αυτό σημαίνει ότι το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι το μέγεθος του αποθέματος σε συγκε­

κριμένη θέση.

Στη πράξη το μέγεθος του αποθέματος οι επιχειρήσεις, συνήθως, το καθο­

ρίζουν αυθαίρετα ή με βάση την εμπειρία. Όμως, με αυτόν τον τρόπο δεν υπάρ­

χουν ικανοποιητικά αποτελέσματα σε σχέση με την λειτουργία της οργάνωσης ε­

πειδή είτε θα υπάρχει πολλές φορές έλλειψη του αποθέματος, είτε θα υπάρχει υπε- ρεπάρκεια. Και οι δύο καταστάσεις είναι ανεπιθύμητες καταστάσεις οι οποίες δεν βοηθούν την επιχείρηση να λειτουργήσει με το βέλτιστο οικονομικά τρόπο. Συνε­

πώς, οι ωφέλειες από αποθέματα θα πρέπει να είναι μεγαλύτερες από τις δαπάνες για την διατήρηση των αποθεμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο λειτουργεί ο έλεγχος και προγραμματισμός των αποθεμάτων και τα προβλήματα που προσπαθεί να λύσει.

Στο σχεδίασμά του προγραμματισμού και ελέγχου των αποθεμάτων επι­

διώκεται να ελαχιστοποιηθεί το συνολικό κόστος διαχείρισης τους. Συνεπώς τα στοιχεία κόστους που λαμβάνονται υπόψη είναι:

• Το κόστος της παραγγελίας

• Το κόστος διατήρησης του αποθέματος

• Το κόστος έλλειψης του αποθέματος.

Στο κόστος παραγγελίας λαμβάνονται υπόψη μόνο τα μεταβλητά στοιχειά κόστους, όπως το κόστος αποστολής και ποιοτικού ελέγχου. Ειδικά σήμερα με την χρήση του διαδικτύου, είναι εξαιρετικά μικρό. Το κόστος διατήρησης του αποθέ­

ματος σχετίζεται με τους όλους τους πόρους της επιχείρησης οι οποίοι ασχολού­

νται με την διοίκηση των αποθεμάτων και περιλαμβάνει τα κόστη αποθήκευσης,

(19)

απαξίωσης, απώλειας και κεφαλαίου, ενώ το κόστος έλλειψης του αποθέματος σχετίζεται με την απώλεια πωλήσεων και την απώλεια καλής φήμης της εταιρείας.

Στα καθοριστικά συστήματα προγραμματισμού και ελέγχου του αποθέμα­

τος επιδιώκεται ο καθορισμός του μεγέθους της παραγγελίας αλλά και η χρονική στιγμή στην οποία γίνεται, ενώ η ζήτηση και ο χρόνος ικανοποίησης της παραγγε­

λίας θεωρούνται καθοριστικά μεγέθη. Η στιγμή της παραγγελίας εξαρτάται από το χρόνο ικανοποίησής της, αν αυτή δεν είναι άμεση. Υπάρχουν τρεις καταστάσεις οι οποίες προσεγγίζονται από τα καθοριστικά συστήματα, οι οποίες περιγράφονται παρακάτω.

Στην πρώτη η ζήτηση ικανοποιείται χωρίς καθυστέρηση, οπότε λαμβάνο- νται υπόψη μόνο τα στοιχεία κόστους παραγγελιών και διατήρησης αποθέματος, ενώ στην δεύτερη το απόθεμα μπορεί να μην υπάρχει όταν ζητείται, οπότε υπει­

σέρχεται και το κόστος έλλειψης αποθέματος. Η περίπτωση αυτή μπορεί να είναι συμφέρουσα από τη στιγμή που αυξάνει ο κύκλος αποθέματος, άρα μειώνεται το κόστος των παραγγελιών. Τρίτη κατάσταση είναι η ικανοποίηση της ζήτησης από την παραγωγή, όπου δε θεωρείται άμεση η ικανοποίηση της παραγγελίας καθώς αυτή εξαρτάται από τον ρυθμό παραγωγής. Τα στοιχεία κόστους που υπεισέρχο­

νται σχετίζονται με τα κόστη προγραμματισμού της παραγωγής και προετοιμασίας των μέσων, καθώς δεν υπάρχει παραγγελία με την έννοια της αγοράς αποθέματος.

Η ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί στην προκειμένη περίπτωση είναι μεταξύ κόστους διατήρησης αποθέματος και προετοιμασίας παραγωγής.

Στα στοχαστικά συστήματα η ζήτηση κυρίως και σε ορισμένες περιπτώσεις ο χρόνος ικανοποίησης παραγγελίας θεωρούνται στοχαστικά μεγέθη, πράγμα που αντιπροσωπεύει ορθότερα την πραγματικότητα. Στα συστήματα που θα παρουσι­

αστούν ο χρόνος ικανοποίησης της παραγγελίας θεωρείται καθοριστικός.

Το σύστημα σταθερής ποσότητας παραγγελίας διατηρεί πάντα μια ελάχι­

στη στάθμη αποθέματος, ώστε να υπάρχει κατάλληλο απόθεμα μεταξύ της στιγ­

μής στην οποία δίνεται η παραγγελία και της στιγμής που αυτό θα είναι διαθέσιμο.

Όποτε η στάθμη του αποθέματος είναι κάτω από τη στάθμη αυτή (στάθμη παραγ­

γελίας) γίνεται παραγγελία για την ανανέωσή του. Άρα, απαιτείται συνεχής επι­

(20)

θεώρηση της στάθμης του αποθέματος. Το σύστημα καθορίζει λοιπόν την ποσό­

τητα που πρέπει να παραγγέλνεται αλλά και τη στάθμη παραγγελίας.

Στο σύστημα σταθερού χρόνου επιθεώρησης επιθεωρείται ανά σταθερές περιόδους η στάθμη του αποθέματος και γίνεται πάντα παραγγελία μέχρις ενός μέγιστου αποθέματος, περιλαμβανομένου ενός αποθέματος ασφαλείας. Υπολογί­

ζονται λοιπόν το μέγιστο μέγεθος αποθέματος, η περίοδος των επιθεωρήσειον και το απόθεμα ασφαλείας, ενώ ο χρόνος ικανοποίησης της παραγγελίας θεωρείται σταθερός.

Ο τεχνολογικός εξοπλισμός μια επιχείρησης είναι δυνατό να περιέλθει σε αχρησία λόγω φθορών ή/και βλαβών. Η ανικανότητα αυτή έχει οικονομικές συνέ­

πειες για την επιχείρηση, οπότε αντιμετωπίζεται με τη συντήρηση ή την αντικατά­

σταση αν κριθεί απαραίτητο. Οι οικονομικές συνέπειες μπορούν να διαχωριστούν σε: δαπάνες αποκατάστασης, όπως τα κόστη συντήρησης και επισκευής, δαπάνες προσωπικού ενώ ο εξοπλισμός είναι σε αχρησία και κόστη ευκαιρίας λόγω αδυ­

ναμίας κάλυψης της ζήτησης. Βέβαια, το μέγεθος των οικονομικών συνεπειών ε- ξαρτάται και από τη σχέση του εν λόγω εξοπλισμού με τα υπόλοιπα μέρη της πα­

ραγωγής.

Η αξιοπιστία ενός τεχνολογικού συστήματος είναι μια σχετική έννοια η οποία εκφράζει την ακρίβεια του σε σχέση με τον προορισμό του. Η αξιοπιστία ορίζεται από τον κατασκευαστή του σύμφωνα με την ελαχιστοποίηση του συνολι­

κού κόστους. Αυτό αποτελείται από το κόστος πριν την πώληση (Ε&Α, εργασία, πρώτες ύλες, μεταφορά κλπ.) και το κόστος μετά την πώληση (εγκατάσταση, εγ­

γύηση, φήμη εταιρείας κλπ.). Η αξιοπιστία γενικά αυξάνεται όσο αυξάνεται το κόστος πριν τη πώληση και μειώνεται το κόστος μετά. Για τον αγοραστή η βέλτι­

στη αξιοπιστία προσδιορίζεται από την ελαχιστοποίηση του συνολικού κόστους.

Δηλ. το κόστος του τεχνολογικού συστήματος αποτελείται από την παραπάνω α­

ξία απόκτησης και από το κόστος υποστήριξης (συντήρηση, αποκατάσταση, οικο­

νομικές απώλειες κλπ). Η αξιοπιστία αυξάνεται όσο μειώνεται το κόστος υποστή­

ριξης. Επιπρόσθετα, οι οικονομικές απώλειες μπορούν να περιοριστούν με την λειτουργική αποδέσμευση των τεχνολογικών συστημάτων, ώστε να μην μεταφέ­

(21)

ρονται οι δυσμενείς επιπτώσεις από τη βλάβη του ενός στα υπόλοιπα. Αυτό μπο­

ρεί να επιτευχθεί με τη διατήρηση αποθεμάτων ενδιάμεσων σταδίων (http://www.makine.gr/makine/aristeia/ εη ο θ ^ _ 8 /8 10.htm).

Όποιος και αν είναι ο βαθμός αξιοπιστίας του συστήματος οι βλάβες θα εί­

ναι αναπόφευκτες, συνεπώς και οι οικονομικές συνέπειες. Το μέγεθος τους εξαρ- τάται από το κόστος ακινησίας του συστήματος, δηλ. από το ρυθμό των βλαβών και το χρόνο που δε λειτουργεί μετά από κάθε βλάβη (υπάρχει και η προγραμμα­

τισμένη ακινησία αλλά αυτή ελέγχεται εύκολα). Για να μειωθεί το κόστος αυτό θα πρέπει να μειωθεί ο μέσος ρυθμός των βλαβών ή/και ο χρόνος ακινησίας μετά από αυτές. Επομένως, θα πρέπει να γίνονται τακτικές συντηρήσεις ή/και να δημιουρ- γηθεί κατάλληλο σύστημα συντήρησης αντίστοιχα, δηλαδή δαπάνες. Για τον προσδιορισμό της ελαχιστοποίησης του κόστους δεν υπάρχει αναλυτική μεθοδο­

λογία καθώς παρουσιάζει αυξημένη πολυπλοκότητα.

Σχετικά, με τους βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας είναι οι εξής: ο πρωτογενής (γεωργία-αλιεία), ο δευτερογενής (ορυχεία - λατομεία, μεταποίηση, η­

λεκτρισμός - φυσικό αέριο - νερό - κατασκευές) και ο τριτογενής (εμπόριο - υπη­

ρεσίες). Ο πρωτογενής τομέας αναφέρεται στο σύνολο του αγροτικού τομέα (γεωρ­

γία, Θήρα, δασοκομία) και την αλιεία. Το μερίδιο της ακαθάριστης αξίας παραγωγής του στο σύνολο της οικονομίας περιορίζεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, με απο­

τέλεσμα ενώ το 2000 κατείχε το 5,7% το 2006 να εκτιμάται στο 3,3%. Η μείωση της συμμετοχής του τομέα συνδέεται κυρίως με τη συρρίκνωση της γεωργίας και κτηνοτροφίας, που αντιπροσωπεύουν άλλωστε και το μεγαλύτερο τμήμα του. Αντι­

θέτους, η αλιεία διατηρεί σταθερό το χαμηλό της, όμως, μερίδιο στο σύνολο της α­

καθάριστης προστιθέμενης αξίας παραγωγής της χώρας. Οι εξελίξεις αυτές υπο­

γραμμίζουν την ανάγκη νέων, πιο σύγχρονων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών στον αγροτικό τομέα, με στόχο τον περιορισμό του ισχυρού βαθμού εξάρτησης από τις κοινοτικές επιδοτήσεις (Η Ελληνική Βιομηχανία το 2006, ΣΕΒ).

Ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας περιλαμβάνει τους τομείς της βιο­

μηχανίας, όπου εντάσσεται η μεταποίηση, τα ορυχεία-λατομεία, η παραγωγή η­

λεκτρισμού, φυσικού αερίου, νερού καθώς και οι κατασκευές. Η συμβολή του

(22)

τομέα με υψηλό ποσοστό στη συνολική ακαθάριστη αξία παραγωγής της οικο­

νομίας μειώθηκε την περίοδο 2002-2005. Το 2006 η πτωτική τάση άρχισε να α­

ντιστρέφεται κυρίως λόγω ενίσχυσης του τομέα των κατασκευών. Στο δευτερο­

γενή τομέα απασχολείται ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων που κατά μέσο όρο την περίοδο 1998-2006 κυμάνθηκε στο 22,7%. Όπως είναι φυσικό, η μετα­

ποίηση είναι η σημαντικότερη κλαδική ομάδα του δευτερογενούς τομέα σε ό­

ρους απασχόλησης και αξίας παραγωγής, με τις κατασκευές να ακολουθούν.

Για την εικόνα της μεταποιητικής δραστηριότητας ενδεικτικά είναι τα στοιχεία του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής (ΕΣΥΕ) και του δείκτη επιχειρη­

ματικών προσδοκιών (ΙΟΒΕ). Το 2006 ο δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής αυξήθηκε κατά 0,8%, ανατρέποντας την αρνητική πορεία του προηγούμενου έ­

τους, όπως φαίνεται και στον πίνακα 1.1.

Πίνακας 1.1. Ετήσιες ποσοστιαίες μεταβολές των δεικτών παραγωγής ηλε­

κτρισμού - φυσικού αερίου - νερού

2 0 0 2 /0 1 2 0 0 3 /0 2 2 0 0 4 /0 3 2 0 0 5 / 0 4 2 0 0 6 /0 5

Β ι ο μ η χ α ν ί α 0 ,8 0,3 1,2 -0,9 0,5

Η λ ε κ τ ρ ι σ μ ό ς - Φ υ σ ι κ ό Α έ ρ ι ο - Ν ε ρ ό 1,8 5,8 1,4 0 ,6 0,1 Παραγωγή και διανομή

ηλεκτρικού ρεύματος 1,5 6 ,8 0 ,8 0 ,6 - 1 ,7

Παραγωγή και διανομή

φυσικού αερίου 4,7 13,2 9,9 6 ,1 16,9

Συλλογή, καθαρισμός

και διανομή νερού 2 ,8 - 2 ,8 1,6 - 1 ,7 2 ,6

Πηγή: ΣΕΒ, Η Ελληνική Βιομηχανία το 2006.

Τέλος, ο κλάδος των κατασκευών αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια, ενώ η πορεία του συνδέθηκε άμεσα με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων και την ανάγκη ανάπτυξης των υποδομών. Στοιχεία για την εξέλιξη του

(23)

κλάδου το 2006 αποτελούν ο δείκτης παραγωγής στις κατασκευές, ο αριθμός έκ­

δοσης νέων οικοδομικών αδειών καθώς επίσης και ο δείκτης επιχειρηματικόν προσδοκιών. Το 2006 ο δείκτης παραγωγής των κατασκευών αυξήθηκε έναντι του 2005 κατά 6,2%, ανατρέποντας την έντονα πτωτική του πορεία το προηγού­

μενο έτος. Η βελτίωση αυτή οφείλεται πρωτίστως στην ενίσχυση του δείκτη πα­

ραγωγής έργων πολιτικού μηχανικού κατά 18,6% έναντι σημαντικής πτόισης το 2005 και δευτερευόντως στην αποδυνάμωση της πτωτικής πορείας του δείκτη παραγωγής οικοδομικών έργων (Η ελληνική βιομηχανία το 2006, ΣΕΒ).

Ο τριτογενής τομέας αποτελεί το σημαντικότερο τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας και κατέχει ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό συμ­

μετοχής στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία παραγωγής. Επιπλέον, αποτελεί το βασικότερο εργοδότη της οικονομίας, αφού κατά μέσο όρο την πε­

ρίοδο 2000-2006 απασχολούταν το 63% του συνόλου της απασχόλησης, ενώ εί­

ναι εμφανής η έντονη ανοδική τάση ( Η Ελληνική βιομηχανία το 2006, ΣΕΒ).

Ιδιαίτερη αναφορά είναι απαραίτητο να γίνει τόσο στις εξελίξεις όσο και στις προοπτικές του τομέα της βιομηχανίας. Η ελληνική βιομηχανία από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μετά από μία περίοδο μακριάς κρίσης, εισήλθε σε φάση ταχείας ανόδου, η οποία κορυφώθηκε το 2000. Οι πτωτικές τάσεις, οι οποίες επανεμφανί­

στηκαν μετά το 2000, συνδέονται με διαρθρωτικές αλλαγές της μεταποίησης και ειδικότερα με τις τάσεις συρρίκνωσης που εμφάνισαν ορισμένοι κλάδοι υψηλής βα­

ρύτητας. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι η άνοδος της παραγωγής στη μεταποίηση επιτυγχάνεται ταυτόχρονα με τη μείωση της συνολικής απασχόλησης στον τομέα.

Εικόνα 1.3.: Βιομηχανικές μονάδες στην Ελλάδα σήμερα

Referências

Documentos relacionados

3.2 Οι 7 αρχές του ΗΑΟΟΡ Μετά την εκπλήρωση των παραπάνω προϋποθέσεων για την εφαρμογή του συστήματος ΗΑΧΡ, το επόμενο που πρέπει να γίνει είναι η εφαρμογή των επτά αρχών του ΗΑΧΡ, οι