• Nenhum resultado encontrado

Βιώσιμη Ανάπτυξη και Κατανάλωση.

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Βιώσιμη Ανάπτυξη και Κατανάλωση."

Copied!
93
0
0

Texto

(1)

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΘΕΜΑ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ : Βιώσιμη Ανάπτυξη και Κατανάλωση

ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ :

ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΟΓ ΛΟΥ ΙΩΑΝΝΑ-ΣΤΥΛΙΑΝΗ

ΕΠΤΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΚΑΒΑΛΑ 2009

(2)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... ίί ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ...ίίί ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ... ίίί ΣΥΝΤ ΟΜ ΟΓΡΑΦΙΕΣ... ίν

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ... 5

1. Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ... 8

1.1 Ιστορική Αναδρομή της Βιώσιμης Ανάπτυξης : Από την Στοκχόλμη στο Γιοχάνεσμπουργκ... 9

1.2 Η Ρευστότητα και η Διαλεκτική Φύση της Έννοιας της Βιώσιμης Ανάπτυξης...10

1.3 Ιδεολογική Διάσταση της Βιώσιμης Ανάπτυξης... 11

1.2.1. Η Συστημική Θεώρηση της Έννοιας της Βιώσιμης Ανάπτυξης...18

1.3 Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική...21

2. ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ... 23

2.1 Πολιτικές και δράσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης... 24

2.1.1 Πολικές και δράσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης...25

2.1.2 Η εξωτερική διάσταση των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης...27

2.2 Η Ελληνική Στρατηγική... 28

2.2.1 Ο Ρόλος και οι Δραστηριότητες της Ελλάδας... 29

2.3 Η Στρατηγική για την Αειφόρο Ανάπτυξη... 31

2.4 Η Σχέση της Οικονομικής Επιστήμης με το Περιβάλλον... 34

3. ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜ ΟΤΗΤΑ... 36

3.1 Η εξέλιξη της ιδέας της Βιώσιμης Ανάπτυξης... 38

3.2 Αρχές Αειφορικής Διαχείρισης του Περιβάλλοντος... 38

3.3 Οικονομικά και Βιωσιμότητα... 42

3.4 Η Πράσινη Επιχειρηματικότητα... 45

3.5 Ο Πλανήτης Γή σήμερα...49

4. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ... 52

4.1 Ανάλυση Ερευνητικών Στοιχείων... 53

4.1.1 Εισαγωγή... 53

4.1.2 Δημογραφικά Χαρακτηριστικά... 53

4.2 Προσδιοριστικές Μεταβλητές... 60

4.3 Πίνακες Κατανομής Συχνοτήτων... 67

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...72

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 75

(3)

Πίνακας 4.1.2.2: Ηλικία... 55

Πίνακας 4.1.2.3: Εισόδημα... 55

Πίνακας 4.1.2.4: Απασχόληση... 56

Πίνακας 4.1.2.5: Οικογενειακή Κατάσταση... 57

Πίνακας 4.1.2.6: Αριθμός Παιδιών... 58

Πίνακας 4.1.2.7: Εκπαίδευση...59

Πίνακας 4.1.2.8: Νομός Διαμονής... 60

Πίνακας 4.2.1 : Προσδιοριστικές Μεταβλητές... 62

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήμα 1-2-1-1: Γενικά Συστήματα Ανταλλαγής Ύλης - Ενέργειας στη Γη...19

Σχήμα 4-1-2-1: Φύλο... 54

Σχήμα 4-1-2-2: Ηλικία... 55

Σχήμα 4-1-2-3: Εισόδημα... 56

Σχήμα 4-1-2-4: Απασχόληση... 56

Σχήμα 4-1-2-5: Οικογενειακή Κατάσταση... 57

Σχήμα 4-1-2-6: Αριθμός Παιδιών... 58

Σχήμα 4-1-2-7: Εκπαίδευση... 59

Σχήμα 4-1-2-8: Νομός Διαμονής... 59

(4)

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ Α.Ε.Π.

Ε.Ε Ο.Η.Ε.

ΥΠΕΧΩΔΕ Κ.Π.Σ Ε.Π.Μ Ε.Σ.Π.Α Σ.Δ.

MKO

Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν Ευρωπαϊκή Ένωση

Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών

Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων

Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς Σχέδια Διαχείρισης

Μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί

ΞΕΝΕΣ UNEP ECOFIN WSSD CSD ECOSOC

United Nations Environment Programme Economic and Financial

(Παγκόσμια Διάσκεψη για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη) (Επιτροπή Βιώσιμης Ανάπτυξης)

(Συμβούλιο Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΟΗΕ

(5)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Προοίμιο

Όλοι μας έχουμε συνειδητοποιήσει την επιτακτική ανάγκη για τη προστασία του περιβάλλοντος , η οποία στοχεύει πρωταρχικά στην υγεία, την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων, και στην προστασία της φύσης. Σήμερα η προσοχή μας εστιάζεται στο μέλλον, όπου με βάση την αρχή της Αειφορίας , και μέσα από μέτρα που πρέπει να ληφθούν επιχειρούμε να καταστήσουμε το μέλλον του πλανήτη μας βιώσιμο.

Αν στη δεκαετία του '80 γεννήθηκε η περιβαλλοντική αφύπνιση, στη δεκαετία του '90 ανακαλύψαμε την αρχή της αειφορίας. Έκτοτε, η οικολογική προβληματική δεν σταματά μόνο στην ανάλυση και την καταγγελία, αλλά επιχειρεί να βρει ένα παραγωγικό- οικονομικό μοντέλο ικανό, μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, να ανατρέψει τις σημερινές τάσεις, να οικοδομήσει δηλαδή, ένα πιο βιώσιμο μέλλον. Βιώσιμο για ποιον;

είναι το ερώτημα. Για τους αποκλεισμένους του Τρίτου Κόσμου, για τους εκτοπισμένους από το σύστημα, για τους ανέργους, για τις επόμενες γενιές, για τα οικοσυστήματα, είναι το κύριο μέρος της απάντησης.

Η εφαρμογή της αειφορίας δεν είναι τίποτε άλλο από τη προστασία των θεμελιωδών αγαθών και της ποιότητάς τους και έχει άμεση σχέση με τους σκοπούς και τις διαδικασίες της οικονομικής δραστηριότητας. Γιατί η αειφορίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραμείνει ένας μακρύς κατάλογος έργων περιβαλλοντικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. Οφείλει να αποτελέσει σταδιακά ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εξόδου από την οικολογική και κοινωνική κρίση, βασιζόμενο στην διεπιστημονική προσέγγιση της πολύπλοκης πραγματικότητας που βιώνουμε.

Στη Λισσαβόνα το 2000 η Ε.Ε. όρισε τους στρατηγικούς στόχους για την οικονομική και κοινωνική της ανασύνταξη μέχρι το 2010. Η στρατηγική της Λισσαβόνας συμπληρώθηκε στο Γκέτεμποργκ το 2001 με την απαραίτητη περιβαλλοντική της διάσταση, υιοθετώντας τη Στρατηγική για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Η Στρατηγική της Λισσαβόνας θέτει σε πρώτη προτεραιότητα τη “βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσα από την αρχή της αειφορίας για το παρόν και τις μελλοντικές γενεές. Και οι δύο αυτές Στρατηγικές της Ε.Ε. βάζουν σαν κεντρικό ζήτημα την αναζήτηση κοινών τόπων μεταξύ της προστασίας του περιβάλλοντος , της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης.

Στη Παγκόσμια Συνδιάσκεψη Για το Πλανήτη στο Γιοχάνεσμπουργκ (2002) αναδείχτηκε με έμφαση ότι πίσω από την άνευ όρων υιοθέτηση της αναπτυξιακής ιδεολογίας κρύβεται η αγωνία ενός κόσμου ολόκληρου που αδυνατεί να ελέγξει την ταχύτητα των αλλαγών, πολλών μάλλον να τις κατευθύνει προς την επιθυμητή

(6)

κατεύθυνση.

Κάθε ένας από τους πολίτες που αγωνιά για τη σωτηρία του περιβάλλοντος, έρχεται αργά ή γρήγορα αντιμέτωπος με μια διαδεδομένη μοιρολατρική άποψη: ότι η προστασία του περιβάλλοντος έρχεται σε αδήριτη σύγκρουση με την οικονομική ανάπτυξη. Ακόμη και από ανθρώπους ευαισθητοποιημένους και δραστήριους για τα κοινά έχουνε ειπωθεί διάφορα, όπως : δυστυχώς, η σύγκρουση αυτή αποτελεί άλυτο δίλημμα, αναπόφευκτα θα επιφέρει καταστροφή για το περιβάλλον και για την ανθρώπινη κοινωνία.

Το πρόβλημα όμως μπαίνει σε λάθος βάση. Η οικονομική ανάπτυξη δεν ταυτίζεται κατ' ανάγκη με την οικονομική μεγέθυνση, ούτε με τη σπατάλη φυσικών πόρων. Εν’

κατακλείδι , δεν υφίσταται θεμελιώδης σύγκρουση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και προστασίας του περιβάλλοντος.

Καλό είναι να διευκρινιστεί λοιπόν το εξής: Συγχέονται συνήθως οι όροι οικονομική «μεγέθυνση» (growth) και οικονομική «ανάπτυξη» (development), καθώς στην γλώσσα μας μεταφράζονται αδιακρίτως ως «ανάπτυξη». Όμως δεν πρόκειται βέβαια για το ίδιο πράγμα. «Μεγέθυνση» σημαίνει εξάπλωση σε νέες αγορές, νέα προϊόντα, νέες πηγές πρώτων υλών, ενώ «ανάπτυξη» μπορεί κάλλιστα να σημαίνει λελογισμένη εκμετάλλευση ή ποιοτική αναβάθμιση των υφιστάμενων. Εκεί άλλωστε βασίζεται και η χρήση του όρου «βιώσιμη ανάπτυξη».

Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες το έχουν αντιληφθεί αυτό από καιρό και ασκούν πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης, μειώνοντας συνεχώς το ποσοστό παραγωγής αποβλήτων ανά προϊόν, ανακυκλώνοντας, επενδύοντας στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, προστατεύοντας όση άγρια φύση τους έχει απομείνει. Όχι μόνο δεν βλέπουν σύγκρουση ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά αντίθετα θεωρούν τη «βιώσιμη» ανάπτυξη ως την μόνη ελπίδα ώστε να υπάρχει οικονομική ευημερία στο μέλλον. Και όμως πρόκειται για χώρες που παράγουν τον πλούτο τους από τη βιομηχανία και όχι από τον τουρισμό, δηλαδή από τη φυσική και πολιτιστική τους κληρονομιά όπως στην Ελλάδα.

Σκοπός και Στόχοι της Πτυχιακής Εργασίας

Η παρούσα μελέτη, έχει σκοπό να συμβάλλει στην προπαρασκευαστική εργασία των αρχών σχετικά με την ανάπτυξη μιας εθνικής στρατηγικής για την βιώσιμη (αειφόρο) ανάπτυξη και κατανάλωση. Σημασία για τα συμφέροντα των υπευθύνων και για την

(7)

χάραξη πολιτικής, έχει η ανασκόπηση των υφιστάμενων πρωτοβουλιών και δράσεων, καιθώς και των αποτελεσμάτων της έρευνας, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικης.

Δομή της Πτυχιακής Εργασίας

Στην συγκεκριμένη εργασία, θα προσπαθήσουμε στο πρώτο κεφάλαιο, να διατυπώσουμε αρχικά τον ορισμό της βιώσιμης ανάπτυξης ώστε να είναι απόλυτα σαφής και κατανοητός.

Επίσης, θα αναφερθούμε στην ιστορία του όρου αυτού, ξεκινώντας από το πώς ξεκίνησε και καταλήγοντας στην καθιέρωσή του παγκοσμίως. Στη συνέχεια, θα αναπτυχθεί η

«φύση» του όρου, καθώς και οι αντιφάσεις του οι οποίες είναι εσωτερικές αλλά και εξωτερικές.

Προχωρώντας στο δεύτερο κεφάλαιο, θα μιλήσουμε για το εσωτερικό επίπεδο της Ε.Ε, καθώς και για τις πολιτικές και δράσεις που ακολούθησε απέναντι στην Βιώσιμη Ανάπτυξη. Θα αναφερθούμε στην ελληνική στρατηγική καθώς και στον ρόλο και τις δραστηριότητες της Ελλάδας. Τέλος, θα μιλήσουμε για την στρατηγική για την Αειφόρο Ανάπτυξη, πώς υιοθετήθηκε από την Ε.Ε. καθώς και για την αντίθεση που έρχεται η Οικονομία με το Περιβάλλον.

Στο τρίτο κεφάλαιο, αναπτύσσεται η ιδέα της Βιωσιμότητας και της Βιώσιμης Ανάπτυξης καθώς και η εξέλιξή της στο πέρας του χρόνου. Μελετάμε τις αρχές αειφορικής

διαχείρισης του περιβάλλοντος και αναφέρουμε την Πράσινη Επιχειρηματικότητα, ποιοι μπορούν να την εφαρμόσουν και ποιοι μπορούν να δράσουν ως Πράσινοι Επιχειρηματίες.

Στο τέλος του κεφαλαίου αυτού, παρουσιάζεται η κατάσταση του πλανήτη Γη, όπως είναι σήμερα, καθώς και την συμβολή μας σ’αυτήν την κατάσταση.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, εφαρμόζεται η μεθοδολογία της έρευνάς μας, παρουσιάζοντας πίνακες και πίτες με τα δημογραφικά στοιχεία των ερωτηθέντων, καθώς και οι μέσοι όροι αρκετών ερωτήσεων που μας βοηθούν να καταλήξουμε στα συμπεράσματα της παρούσας έρευνας.

Στο τέλος της εργασίας, αναφέρονται τα συμπεράσματα που έχουμε αποκομίσει από την παρούσα πτυχιακή εργασία καθώς και κάποιες προτάσεις που μπορούμε να

ακολουθήσουμε ώστε να βοηθήσουμε κι εμείς τον πλανήτη μας. Ακόμη, κλείνοντας παρατίθεται η βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα εργασία, καθώς και το παράρτημα το οποίο εμπεριέχει το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνά μας καθώς και κάποιους πίνακες κατανομής συχνοτήτων.

(8)

1. Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» (sustainable development), επεκράτησε διεθνώς το 1992, μετά την Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον, στο Ρίο ντε Τζάνερο της Βραζιλίας.

Το περιεχόμενο του όρου, όπως το όρισε η Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών ( WCED ) είναι: "η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να μειώνει την δυνατότητα των επόμενων γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες".

Ο παραπάνω ορισμός είναι ο πιο δημοφιλής, ανάμεσα σε πάνω από 100 παρόμοιους, που έχουν διατυπωθεί έκτοτε.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση στην δεκαετία που ακολούθησε, αλλά και η Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για το Περιβάλλον των Ηνωμένων Εθνών, το 2002 στο Γιοχάνεσμπουργκ, επέβαλαν αφενός την τριπλή σημασία της βιωσιμότητας της ανάπτυξης (οικονομικοί και κοινωνικοί), και αφ' ετέρου, την αναγκαία θεώρηση της ορθολογικής διαχείρισης των φυσικών πόρων ως προαπαιτούμενου για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης.

Η ταύτιση της ανάπτυξης μόνο με την οικονομική μεγέθυνση δεν μπορεί πλέον να προσφέρει σύγχρονες λύσεις. Οδήγησε σε οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες που είναι υπεύθυνες για εντάσεις που εκδηλώνονται σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο αλλά και για ανισορροπίες που προκαλούν ιδιαίτερα διεθνή προβλήματα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα των προβλημάτων που έχει δημιουργήσει ο «παραδοσιακός» τρόπος αλλά και των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης, σε διεθνές επίπεδο, είναι ότι το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού διαβιώνει με εισόδημα λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα και το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας.

Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει πετύχει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Το ζητούμενο είναι να διατηρηθούν και να αυξηθούν χωρίς όμως να διαταραχθεί ο κοινωνικός ιστός και χωρίς να υποβαθμιστεί το περιβάλλον. Σε περίπτωση που οι δύο αυτές συνιστώσες δεν ληφθούν υπόψη πολύ σύντομα θα οδηγήσουν σε συγκρούσεις και θα αποτελέσουν σημαντικό παράγοντα επιβράδυνσης της οποιασδήποτε οικονομικής μεγέθυνσης.(Ευσταθία Β.,2008)

(9)

1.1 Ιστορική Αναδρομή της Βιώσιμης Ανάπτυξης : Από την Στοκχόλμη στο Γ ιοχάνεσμπουργκ

Οι επιπτώσεις της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και της εξάντλησης των φυσικών πόρων, καθώς και η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των ζητημάτων που συνδέονται με το περιβάλλον και την ανάπτυξη, έχουν οδηγήσει σε ένα αυξημένο ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για τα ζητήματα αυτά. Η προστασία του περιβάλλοντος και η βιώσιμη ανάπτυξη - η ανάπτυξη που πραγματοποιείται με την παράλληλη και ισότιμη προώθηση τριών πυλώνων, της οικονομίας, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος - δεν αποτελούν πρόσφατα διαπιστωμένες αναγκαιότητες. Ο πρώτος σημαντικός σταθμός για την εδραίωση της σημασίας του περιβάλλοντος σε παγκόσμια κλίμακα ήταν η Σύνοδος του ΟΗΕ για το Περιβάλλον, που πραγματοποιήθηκε το 1972 στην Στοκχόλμη. Η Σύνοδος αυτή, εκτός από την υιοθέτηση της πολιτικής Διακήρυξης και του Σχεδίου Δράσης, οδήγησε στην ίδρυση του προγράμματος του ΟΗΕ για το Περιβάλλον (UNEP) (ΕΚΠΑΑ, 2001).

Δεκαπέντε χρόνια μετά τη Σύνοδο της Στοκχόλμης, το 1987, η Υπουργός Περιβάλλοντος της Νορβηγίας κα. Brundtland, συνέστησε την ομώνυμη ειδική Επιτροπή, προκειμένου να εξετάσει το θέμα της ανάπτυξης και των επιπτώσεων που αυτή έχει στο περιβάλλον. Η Επιτροπή Brundtland εξέδωσε μία Έκθεση με τίτλο "Το κοινό μας μέλλον", στην οποία για πρώτη φορά διατυπώθηκε ένας ορισμός για τη βιώσιμη ανάπτυξη: «Η βιώσιμη (ή αειφόρος) ανάπτυξη ορίζεται ως ανάπτυξη με την οποία επιτυγχάνεται η ικανοποίηση των αναγκών της σημερινής γενιάς χωρίς να διακυβεύεται η ικανοποίηση των αναγκών των μελλοντικών γενεών». Στην έκθεση αυτή συνδέθηκε η προστασία του περιβάλλοντος για πρώτη φορά με το θέμα της οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας και ευμάρειας, και ξεκίνησε η εδραίωση της βιώσιμης ανάπτυξης. Άλλες αντίστοιχες ομάδες, όπως η Ομάδα της Ρώμης το 1972, είχαν ήδη διατυπώσει απόψεις συχνά ιδιαίτερα "πεσιμιστικές", για τα όρια που υπάρχουν ή που θα πρέπει να τεθούν στην ανάπτυξη - κυρίως την οικονομική, όπως αυτή εκφράζεται μέσω της βιομηχανικής ανάπτυξης (“limits to growth”) (Pearce et al, 1989).

Το 1992, είκοσι χρόνια μετά την Σύνοδο της Στοκχόλμης, ο ΟΗΕ πραγματοποίησε την Παγκόσμια Διάσκεψη με θέμα «Περιβάλλον και Ανάπτυξη» στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας. Η Διάσκεψη του Ρίο ήρθε να ισχυροποιήσει τις σχέσεις μεταξύ περιβάλλοντος και ανάπτυξης και να φέρει τα θέματα του περιβάλλοντος σε πρώτο πλάνο, εισάγοντας τα συγχρόνως στην προβληματική της βιώσιμης ανάπτυξης, που μέχρι τότε ουσιαστικά σχετίζονταν πιο πολύ με την ισόρροπη σχέση οικονομίας και κοινωνίας. Το βασικότερο αποτέλεσμα του Ρίο αποτέλεσε η σύνταξη μίας Έκθεσης, γνωστής ως Ατζέντα 21 που

(10)

αναφέρεται στις υποχρεώσεις και τους στόχους της Διεθνούς Κοινότητας για την επίτευξη μίας καλύτερης ζωής και στους στόχους της αειφορίας για τον 21ο αιώνα. Η Ατζέντα 21 περιλαμβάνει 40 κεφάλαια που καλύπτουν όλα τα θέματα που σχετίζονται με το τρίπτυχο Οικονομία-Κοινωνία-Περιβάλλον, από την καταπολέμηση της φτώχειας έως τα θέματα αναπτυξιακής συνεργασίας και την ανάγκη για δημιουργία κατάλληλων θεσμών.

Η Διάσκεψη του Ρίο οδήγησε επίσης στην θέσπιση τριών Παγκόσμιων Συμβάσεων για το Περιβάλλον, των οποίων θεματοφύλακας είναι ο ΟΗΕ: τη Σύμβαση για την Καταπολέμηση της Κλιματικής Αλλαγής, την Σύμβαση για την Καταπολέμηση της Απερήμωσης και την Σύμβαση για την Προστασία της Βιολογικής Ποικιλότητας.

Συγχρόνως, στην Διάσκεψη του Ρίο αποφασίστηκε η θεσμοθέτηση και ίδρυση της Επιτροπής για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (CSD), στο πλαίσιο του Συμβουλίου Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (ECOSOC). Η Επιτροπή αυτή συνέρχεται κάθε χρόνο στη Ν. Υόρκη για την παρακολούθηση της υλοποίησης των στόχων της Ατζέντα 21.

Η Διάσκεψη του Ρίο ήταν πρωτοποριακή και για έναν ακόμα λόγο: έφερε στο ίδιο τραπέζι εκπροσώπους όλων των κοινωνικών εταίρων, όπως κυβερνήσεις, μη-κυβερνητικούς οργανισμούς (ΜΚΟ), την ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα, τη νεολαία, οργανώσεις γυναικών, Διεθνείς Οργανισμούς και Ινστιτούτα, καθώς και τον ιδιωτικό τομέα για να συζητήσουν και να διαπραγματευτούν τα θέματα της Διάσκεψης. Στο Ρίο αποφασίστηκε τέλος ότι η πρόοδος στην υλοποίηση των στόχων θα εξεταζόταν ουσιαστικά 10 χρόνια αργότερα, δηλαδή το 2002, οπότε και πραγματοποιήθηκε η Παγκόσμια Διάσκεψη για την Βιώσιμη Ανάπτυξη (WSSD) στο Γιοχάνεσμπουργκ της Ν.

Αφρικής.

1.2 Η Ρευστότητα και η Διαλεκτική Φύση της Έννοιας της Βιώσιμης Ανάπτυξης Το γενικό πλαίσιο θεώρησης της Βιώσιμης Ανάπτυξης υπό το φως των σύγχρονων περιβαλλοντικών προβλημάτων και συστημικά πρέπει να περιλαμβάνει τη διερεύνηση της εσωτερικής συνάφειας και συνέπειας της ως προς τα δύο συστατικά στοιχεία, τον επιθετικό προσδιορισμό βιώσιμος και το ουσιαστικό ανάπτυξη. Η δυνατότητα συμβαδίζει και με την αναγκαιότητα, γιατί τη λειτουργία των εννοιών ως στοιχείων πολιτικής, ιδιαίτερα σε στρατηγικό επίπεδο, εξαρτάται πρώτιστα από τον βαθμό σαφήνειας αναφορικά με τη καθοδηγητική δύναμη για εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίηση τους σε στόχους ικανούς να κινητοποιήσουν τις κοινωνικές δυνάμεις σε κατευθύνσεις συγκλίνουσες προς το στρατηγικό περιεχόμενο και όραμα αυτών των εννοιών.

(11)

1.3 Ιδεολογική Διάσταση της Βιώσιμης Ανάπτυξης

Θα πρέπει να έχει γίνει κατανοητό ότι η έννοια αλλά κυρίως η πολιτική που εκπηγάζει από την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης έχει ιδιαίτερη ιδεολογική φόρτιση:

Σύμφωνα με αναλυτές δύο κύρια ιδεολογικά ρεύματα μπορούν να ξεχωρίσουν, με διάφορες διαβαθμίσεις το καθένα από αυτά:

Το τεχνολογικό. Υποστηρίζει την αναγκαιότητα της ελεύθερης λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς και ισχυρίζεται ότι η διαθέσιμη τεχνολογία συμβάλει στην περιβαλλοντική προστασία από τα προβλήματα που δημιουργεί η ανάπτυξη.

Τούτο σημαίνει πως δεν πρέπει να τίθενται περιορισμοί σε καταναλωτές ή στον τρόπο που λειτουργούν οι αγορές. Το καλύτερο βεβαίως θα ήταν ο πολίτης να μπορεί να σκέπτεται και να δρα με ‘πράσινο τρόπο’. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να δημιουργείται μία αυτορύθμιση που αφορά αφ’ ενός τα όρια εκμετάλλευσης ‘κρίσιμου φυσικού κεφαλαίου’, όπως το πετρέλαιο, και αφ’ ετέρου τη δυνατότητα υποκατάστασης φυσικών πόρων που βρίσκονται σε σπανιότητα (φυσικό αέριο αντί για πετρέλαιο) με άλλους οι οποίοι είναι σε σχετική αφθονία ή επιβαρύνουν λιγότερο το φυσικό περιβάλλον (βενζίνη από καύσιμο υδρογόνου).

Μία περισσότερο εξελιγμένη άποψη της θέσης αυτής θεωρεί ότι πολλοί φυσικοί πόροι μπορούν σήμερα να αντικατασταθούν από το ανθρώπινο κεφάλαιο(ανθρωπογενείς πόροι - γνώση, εκπαίδευση, κατάρτιση, εξειδίκευση). Αυτή η συνεχής διαδικασία υποκατάστασης φυσικού κεφαλαίου σε ανθρωπογενές κεφάλαιο αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτού που ονομάζεται Αειφόρος Οικονομική Ανάπτυξη’ και αντιστοιχεί στην

‘ήπια ή ασθενή αειφορία

Το οικοκεντρικό. Αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο υποστηρίζει την αναγκαιότητα της

‘βαθιάς πράσινης οικονομίας’). υιοθετώντας την άποψη ότι τα τρέχοντα επίπεδα ανάπτυξης πρέπει να παραμείνουν αμετάβλητα, σε συνδυασμό με μηδενική αύξηση πληθυσμού. Η θέση αυτή αντιστοιχεί στην ‘ισχυρή αειφορία ’.

Μία ακραία άποψη αυτής της θέσης δέχεται ακόμα και την μείωση του κατά κεφαλή ΑΕΠ καθώς και του πληθυσμού, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις στο περιβάλλον στην πηγή αλλά και στους αποδέκτες. (πολύ ισχυρή αειφορία).

Οι θέσεις των οπαδών της ‘ήπιας ή ασθενούς αειφορίας’ μπορούν να μας δώσουν απαντήσεις σε ερωτηματικά τα οποία προβληματίζουν την διεθνή κοινότητα. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι η τεχνολογία των κελιών καυσίμου στα αυτοκίνητα είναι ώριμη και οικονομικά επικερδής, η ελάχιστη έρευνα που έχει επενδυθεί από τις αυτοκινητοβιομηχανίες θα επιτρέψει μόλις το 2010 την εμπορική κυκλοφορία του πρώτου

(12)

ηλεκτρικού αυτοκινήτου που θα κινείται με καύσιμο το υδρογόνο και θα έχει μηδενικούς ρύπους (από την εξάτμιση θα βγαίνει καθαρό νερό).

Οι επιχειρήσεις παραγωγής πετρελαίου και οι βιομηχανίες κατασκευής αυτοκινήτων επιθυμούν την χρησιμοποίηση των ήδη υπαρχόντων αποθεμάτων πετρελαίου πριν επενδύσουν σε άλλες ενεργειακές τεχνολογίες με περισσότερα πλεονεκτήματα για τον καταναλωτή και το περιβάλλον. Επίσης, πολλοί υποστηρίζουν ότι η επίλυση των προβλημάτων πείνας του Τρίτου κόσμου, καθώς και πολλών περιβαλλοντικών προβλημάτων 'μπορούν να επιλυθούν από την σύγχρονη βιοτεχνολογία αφού θα χρειαστεί λιγότερη γη για την καλλιέργεια των τροφών που θα καταναλώνει ο άνθρωπος. Κριτική έχει ασκηθεί για τις θέσεις αυτές η οποία βασίζεται στο επιχείρημα δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις πιθανές μακροχρόνιες μη-αντιστρεπτές αρνητικές επιπτώσεις στον άνθρωπο και τα οικοσυστήματα.

Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές της πολύ ισχυρής αειφορίας λαμβάνουν μια περισσότερο ριζοσπαστική θέση αναγνωρίζοντας τα ‘δικαιώματα’ των μη ανθρώπινων πόρων θεωρώντας πως και η υπόλοιπη ζωή στον πλανήτη έχει ‘εσωτερική αξία’. Έτσι διατυπώθηκε η ιδέα των δικαιωμάτων των ζώων, της διατήρησης των οικοσυστημάτων και - τελικά η ‘θεωρία της Γαίας’ (Gaian theory) - ολόκληρου του πλανήτη Γη.

Η θεωρία της Γαίας έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί δείχνει την συσχέτιση της συστημικής θεώρησης της Οικολογίας με την έννοια της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Οι θιασώτες της πολύ ισχυρής αειφορίας ή ‘βαθιάς Οικολογίας’ θεωρούν την επιβίωση κάθε ζωής στον πλανήτη και το παγκόσμιο περιβάλλον ως δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Η Γη, υποστηρίζουν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σύστημα με ένα δίκτυο λειτουργιών (ένα Οικοσύστημα) το οποίο έχει την δυνατότητα να ‘επιδιορθώνει’ τον εαυτό του και να αυτορυθμίζει την λειτουργία του. Το ‘σύστημα Γη’ λοιπόν θα μπορούσε να βρεθεί εκτός ισορροπίας λόγω ανθρώπινης παρέμβασης και παρόλα αυτά να θεραπεύσει τον εαυτό της.

Αυτή όμως η δυνατότητα αυτορύθμισης του παγκόσμιου περιβάλλοντος αφορά μόνο το σύστημα Γη και όχι την επιβίωση κάθε συγκεκριμένου είδους, ούτε φυσικά του ανθρώπινου. Οι οπαδοί της βαθιάς Οικολογίας υποστηρίζουν πως κάθε απόφασή μας η οποία ενδέχεται αν έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον, θα πρέπει να διέπεται από μια συστημική / συνολική / ολοκληρωμένη θεώρηση των πραγμάτων αφού από τις πολύ μικρές και καθημερινές ενέργειες όλων μας δημιουργείται μια κατάσταση Γήινης ανισορροπίας από την οποία το ανθρώπινο είδος μπορεί να βγει χαμένο.

(13)

α) Η Εσωτερική Αντίφαση της έννοιας «Ανάπτυξη»

Η έννοια "ανάπτυξη" κυριαρχεί επί μακρόν στο επιστημονικό και πολιτικό προσκήνιο, ιδιαίτερα στην μεταπολεμική περίοδο. Η μακρά κυριαρχία, όμως, δεν ήταν δυνατόν να αναιρέσει την εσωτερική της αντίφαση, ανάμεσα στα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της, αν και η κυριαρχία των πρώτων σε βάρος των δεύτερων διαστρέβλωσαν και περιόρισαν την έννοια της. Τα ποσοτικά στοιχεία αναφέρονται, ως γνωστόν, στην οικονομική πλευρά της ανάπτυξης, και έχουν αποδοθεί, διεθνώς με τον γνωστό όρο “growth”, στην ελληνική δε βιβλιογραφία με τον όρο «οικονομική μεγέθυνση», που βασικό μέτρο έχει τον ρυθμό αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) και του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος. Τα ποιοτικά, στην βελτίωση και προαγωγή των διασυνδεδεμένων πολιτιστικών και κοινωνικών διαστάσεων της ανάπτυξης1. Η ποσοτική πλευρά της ανάπτυξης εμφανίζεται με τη μορφή προϋποθέσεων, ως προς τους ρυθμούς εξέλιξης βασικών οικονομικών μεγεθών και δεικτών για την επίτευξη των οικονομικών και πολιτιστικών πλευρών της. Η ρευστότητα της έννοιας αφορά, αφενός, στην αδυναμία της ποσοτικής πλευράς της ανάπτυξης να περιγράψει από μόνη της την ουσία των αναπτυξιακών διαδικασιών σε σχέση με την κοινωνία και τους στόχους της, και σχετίζεται, αφετέρου, με την ασάφεια και δυσκολία προσδιορισμού του συγκεκριμένου περιεχομένου και του επιπέδου των ποιοτικών αναπτυξιακών πλευρών (λ.χ. περιεχόμενο πολιτιστικής ανάπτυξης και προσδιορισμός ενός παραδεκτού επιπέδου).(BLOWERS A και GLASBERGEN P. στο GLASBERGEN P. και BLOWERS A.(eds.), 1995: 167-168, και SCHWARTZENBERG R.G., 1984: 3072)

Τα ποσοτικά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης συνυπάρχουν στην έννοια της σε μια εσωτερική αντίφαση, αναπόσπαστα συνδεδεμένα αλλά και αλληλεπιδρώντα, σε μια διαδικασία διαρκούς υπέρβασης της αντίφασης αυτής στις εκάστοτε συγκεκριμένες συνθήκες. Ένα ουσιώδες σημείο που χρήζει επισήμανσης, είναι ότι η υπέρβαση δεν πρέπει να νοείται ή να ταυτίζεται με μιαν κατ’ ανάγκη ανελικτική

1 Τις ποιοτικές πλευρές σημειώνει και το λεξικό : «Ανάπτυξη» "ανοδική πορεία της οικονομίας, των γραμμάτων, των τεχνών, κτλ., εξέλιξη (ΥΠΕΡΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ χ.χ.)

Χαρακτηριστική η περικοπή σε αυτό το βιβλίο πολιτικής κοινωνιολογίας : «.. .Αν αποτελεί τη βάση, ωστόσο η οικονομική ανάπτυξη δεν αποτελεί όλη την ανάπτυξη. Ένα ανεπτυγμένο σύστημα ορίζεται από όλα τα είδη των στοιχείων του, οικονομικά, αλλά επίσης και έξω - οικονομικά (κοινωνικά, πολιτιστικά, κ .λ.π.).».

(14)

πορεία, αλλά μόνον ως μία πορεία εξελικτική, οριζόμενη ως « η διαδοχική εναλλαγή καταστάσεων ύπαρξης την αντίφασης μέσα στο χρόνο» 345

b) Η Έννοια της Βιωσιμότητας

Το προσδιοριστικό «βιώσιμη»3 4 5 6 και το ουσιαστικό «βιωσιμότητα» ως απόδοση του αγγλικού όρου “sustainability”, αντιστοίχως, πηγάζει από και σχετίζεται με τα φυσικά συστήματα και την δυνατότητα διατήρησής τους μέσα στο χρόνο.

Στην συναρμογή του με την “ανάπτυξη”, στην Έκθεση “Το κοινό μας Μέλλον”, υποδήλωνε - εξ αντιθέτου- την αναγκαιότητα αλλαγής των έως τότε αναπτυξιακών διαδικασιών, που χαρακτηρίζονταν, από πλευράς ρυθμών ανάλωσης των φυσικών πόρων και επιβάρυνσης του περιβάλλοντος, ως “μη βιώσιμες” (“unsustainable”).

Η χρήση του ως προσδιοριστικού του τρόπου εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, ξεκίνησε τον περασμένο αιώνα στην γερμανική, και γενικότερα, μεσευρωπαϊκή, δασοπονία ως “αειφορία καρπώσεων” (sustained yield). Σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή, η ποσότητα αποκόμισης ξυλείας από το δάσος σε μια χρονική περίοδο (λ.χ. έτος) πρέπει να ισούται με τη μέγιστη ποσότητα προσαύξησης του ξυλαποθέματος,, με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται, ανά περίοδο, μια διαρκής ροή παραγωγής με σταθερές ποσότητες και, ταυτοχρόνως, μέγιστη επικέρδεια.

c) Η Αντίθεση των Εννοιών «Ανάπτυξη» και «Βιωσιμότητα»

3 Η άποψη αυτή διαφέρει ουσιωδώς από βασικές θεωρίες της ανάπτυξης, όπως η θεωρία των πέντε σταδίων του Rostow, που πραγματεύονται την διαδικασία της ανάπτυξης, δίκην αεροπλάνου, σαν μία ανελικτική πορεία προς την απογείωση και την σταθερή, διαρκή πτήση κατά το πέμπτο στάδιο στην κοινωνία της ευημερίας (ΚΟΝΣΟΛΑΣ Ν., 1997 : 60-66).

Διαφοροποιείται, επίσης, από μαρξιστικές απόψεις που αντιμετωπίζουν, βάσει της θεωρίας του ιστορικού υλισμού, την διαδοχή των τύπων των κοινωνιών στην ιστορία σαν μια διαδικασία ανελικτική, που καταλήγει, «.. στην ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας - στο αυτόματο σύστημα μηχανών - .. ο άνθρωπος διευθύνει συνειδητά τις φυσικές διαδικασίες για να πετύχει το χρήσιμο αποτέλεσμα που χρειάζεται.» (ΒΑΖΙΟΥΛΙΝ Β.Α., 1988: 81). Τέλος, θέτει αφενός υπό το πρίσμα της διαλεκτικής θεώρησης την λανθάνουσα υπόθεση των απεριόριστων δυνατοτήτων της τεχνολογίας μακροπρόθεσμα (Rostow) και σημειώνει με ενδιαφέρον τους προβληματισμούς των διαφορετικής φιλοσοφικής προέλευσης διανοητών - εισηγητών της έννοιας που ταυτίζεται με την οικουμενική διάσταση της διαχείρισης των ζητημάτων, της « νοόσφαιρας», σχετικά με την κατεύθυνση της εξέλιξης του ανθρωπίνου είδους (βλ.

σχετικά THEILARD DE CHARDIN, 1965: 285 - 313 κ.α., και ΒΕΡΝΑΝΤΣΚΙ Β.Ι., στο ΑΦΑΝΑΣΙΕΦ Β.ΓΚ., 1987:230-231)

4 H παραπάνω άποψη δεν έρχεται, κατ'ουσίαν, σε αντίθεση με τον κατά την συστημική επιστήμη, ορισμό της ανάπτυξης : «..οργανική μεταμόρφωση κοινωνικού συστήματος προς επίπεδο μείζονος πολυπλοκότητας..» (ΔΕΚΛΕΡΗΣ Μ., 1996 : 28), αφού το ανώτερο επίπεδο πολυπλοκότητας δεν ισοδυναμεί κατ'ανάγκην, καίτοι το υπονοεί με αξιολογικά ανώτερο επίπεδο.

5 η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να θεωρηθεί ως ανάπτυξη που είναι πραγματικά βιώσιμη, και ισοδυναμεί με την πολιτιστική/ τεχνολογική εξέλιξη, με την έννοια ότι η κοινωνία μπορεί να εξελίσσεται μέσω συνειδητών επιλογών με τρόπο που να ελέγχει το τι εισάγει στο φυσικό περιβάλλον και πως χρησιμοποιεί τους φυσικούς πόρους (MASER C.,1997 : 290.

6 «Βιώσιμος» : Αυτός που μπορεί να ζήσει/ ευδοκιμήσει/ να γίνει ανεκτός (Υπερλεξικό της Ελληνικής Γλώσσας).

(15)

Η παρουσίαση των συστατικών εννοιών της Βιώσιμης Ανάπτυξης που προηγήθηκε, αναδεικνύει ή υπαινίσσεται την αντίθεση των εννοιών «Βιωσιμότητα» και

«Ανάπτυξη».

Κατ’ αρχήν, η Βιωσιμότητα συνδέεται με φυσικά συστήματα, ενώ η Ανάπτυξη με ανθρώπινα συστήματα. Καθώς τα δύο συστήματα ανταγωνίζονται μέσα στο χώρο του πλανήτη μας, η έννοια Βιώσιμη Ανάπτυξη εμπερικλείει μιαν αντίθεση μεταξύ οικολογίας και ανάπτυξης.

Η μελέτη των φυσικών συστημάτων εμπίπτει στις φυσικές επιστήμες, ενώ των ανθρωπίνων, στις κοινωνικές. Λόγω της ισχυρής επίδρασης των δεύτερων στα πρώτα, και αντίστροφα, η αντίθεση οικολογίας και ανάπτυξης συνδέεται στενά με την αντίθεση επιστήμη - κοινωνία.

Για να περιοριστεί η ανθρώπινη παρέμβαση στα φυσικά συστήματα με τρόπο ώστε να επιτευχθεί η βιωσιμότητα, ο σχηματισμός και η διαμόρφωση κατάλληλης πολιτικής

απαιτεί συμπερασματική, αδιαμφισβήτητη (definitive) γνώση.

Η πολυπλοκότητα, όμως, και ο δυναμικός χαρακτήρας των φυσικών συστημάτων θέτουν περιορισμούς στη δυνατότητα απόκτησης τέτοιας γνώσης7. Έτσι, δημιουργείται μια αντίθεση, μεταξύ την αναγκαιότητας για συμπερασματική γνώση, που απαιτεί το στοιχείο της ανάπτυξης, και της δυσκολίας ή αδυναμίας από πλευράς των φυσικών επιστημών να την παράσχουν.

ά)Η Ασάφεια της Έννοιας «Ανάγκες» και των Σχετικών Εννοιών

Ο ορισμός της Βιώσιμης Ανάπτυξης που παραθέσαμε, «αντιμετώπισης των αναγκών του παρόντος χωρίς να διακινδυνεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να αντιμετωπίσουν τις δικές τους ανάγκες», και ο κανόνας - στόχος « αντιμετώπιση των βασικών αναγκών όλων και παροχή σε όλους της ευκαιρίας να εκπληρώσουν τις προσδοκίες τους για μια καλύτερη ζωή», εμπλέκουν καθοριστικά την έννοια «ανάγκες»

και «βασικές ανάγκες».

7 Ο δυναμικός χαρακτήρας της επιστημονικής γνώσης αναφέρεται στην συνεχή προσθήκη νέων γνώσεων από ανακαλύψεις, που αποκαθηλώνουν προηγούμενες καθιερωμένες θεωρίες. Περιορισμοί, όμως θέτονται και από τις πληροφορίες που απαιτούνται για ν α προσδιοριστεί η βιωσιμότητα που αναφέρονται είτε σε εγγενή άγνοια, λόγω της μοναδικότητας των φυσικών συστημάτων, που περιλαμβάνει πολυάριθμα στοιχεία, διαδράσεις και άπειρη χρονική κλίμακα είτε σε αβεβαιότητα με τη μορφή άλλοτε στατιστικής (λ.χ. σχέσεις δράσης - επίδρασης), και άλλοτε θεμελιώδους, αναφορικά με αποσπασματική γνώση πολύπλοκων

συστημάτων και των σχέσεων των επιμέρους τους (λ.χ εκτίμηση της αλ αλλαγής του κλίματος

(16)

Ο όρος «βασικές ανάγκες», κατ’αρχην φαίνεται πιο προσδιορίσιμος, προσκτάται υψηλό βαθμό ασάφειας, όσο απομακρυνόμαστε από το ελάχιστο επίπεδο αναγκών που η ικανοποίησή τους είναι απαραίτητη για την απλή επιβίωση με όρους φυσιολογίας, 8,* 9,10προς μια θεώρηση των «βασικών αναγκών» από την άποψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στη Διεθνή Σύμβαση για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (UN,1996), το βασικό δικαίωμα σε φυσική και ψυχική υγεία, συνοδεύεται από το δικαίωμα σε ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης και την ελευθερία από πείνα, από το δικαίωμα στην εργασία, σε δίκαιη αμοιβή και ορθές συνθήκες εργασίας, από το δικαίωμα για απεργία και ελευθερία, του συνεταιρίζεσθαι, από το δικαίωμα σε κοινωνική ασφάλιση και την προστασία της οικογένειας, από το δικαίωμα σε εκπαίδευση και τη συμμετοχή στην πολιτιστική ζωή, από το δικαίωμα της απόλαυσης των ωφελειών της επιστημονικής προόδου και της δημιουργικής δραστηριότητας κ.ο.κ.

Οι «βασικές ανάγκες» με την στενή τους έννοια, αντιστοιχούν στην κατηγορία του Μαρξ «φυσικές ανάγκες» η οποία αντιδιαστέλλεται με την έννοια «κοινωνικά καθορισμένες ανάγκες» (HELLER A., 1975 :32-40 κ.α.)

Την έννοια των βασικών αναγκών προσεγγίζει και ο J.M. Keynes, διακρίνοντας τις ανάγκες σε απόλυτες «με την έννοια τις αισθανόμαστε οποιαδήποτε κι αν είναι η κατάσταση των συνανθρώπων μας» και σχετικές εκείνες « που ικανοποιούν την επιθυμία

Στην ουσία, ούτε το ελάχιστο επίπεδο για την επιβίωση είναι ολικώς προσδιορίσιμο. Και η απλούστερυ προσέγγιση αυτηή του ποσοτικού και ποιοτικού καθορισμού των απαραίτητων για έναν αθρώπινο οργανισμό, θρεπτικών ουσιών (θερμίδες, βιταμίνες, ιχνοστοιχεία, κ.λ.π) οδηγεί σε διαφοροποιημένα αποτελέσματα κατά περιοχή, φυλή, κ.λ.π., ενώ στην πράξη αντιμετωπίζονται σύνθετες καταστάσεις, όταν σε τμήματα πληθυσμού με ικανοποιητικές τις θερμιδικές και άλλες παραμέτροθς εντοπίζονται διαιτητικές ελλείψεις σε ένα από τα απαραίτητα ιχνοστοιχεία (λ.χ. ιώδιο, που ενδημεί σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας), οπότε υπεισέρχεται η έννοια της μερικής ικανοποιήσης των βασικών αναγκών, αφοθ συχνά δημιουργούνται προβλήματα ηγείας (όπως στην προκειμένη περίπτωση η βρογχοκήλη).

9, Οι «βασικές ανάγκες» με την στενή τους έννοια, αντιστοιχούν στην κατηγορία του Μ αρξ «φυσικές ανάγκες», η οποία αντιδιαστέλλεται με την έννοια «κοινωνικά καθορισμένες ανάκγες» (HELLER A., 1975:

32-40 κ.α).

9 Οι «βασικές ανάγκες» με την στενή τους έννοια, αντιστοιχούν στην κατηγορία του Μ αρξ «φυσικές ανάγκες», η οποία αντιδιαστέλλεται με την έννοια «κοινωνικά καθορισμένες ανάκγες» (HELLER A., 1975:

32-40 κ.α).

10 Την έννοια των βασικών αναγκών προσεγγίζει και ο J.M Keynew, διακρίνοντας τις ανάκες σε απόλυτες

«με την έννοια ότι τις αισθανόμαστε οποιαδήποτε κι αν είναι η κατάσταση των συνανθ'ρπων μας». Και σχετικές, εκίνες «που ικανοποιούν την επιθυμία ανωτερότητάς μας» και που μπορεί «να είναι ακόρεστε»

(John M aynard Keynes οπ.παρ.στο ΖΟΛΩΤΑΣ Ξ., 1982:23,45). Θεωρούμε, όμως, πως ηπροσέγγιση αυτή είναι σχετικιστική, ιγατί ο κοινωνικός προσδιορισμός των βασικω ανακγών ημιουργεί διαφορετικά πλαίσια αναφοράς σε κάθε κοινωνία, και η έννοια των απόλυτων ανακγών αναφέρεται σε διαφορετικό κάθε φορά επίπεδο. Η κάλυψη, λ.χ. της απόλυτης ανάγκης της πείνας με κρέας και ψάρι σε πρωτόγονες κοινωνίες αλιέων και κυνηγών, ενώ δεν διαφέρει πρακτικά ως προς την θρεπτική πλευρά της, έχει ουσιώδη διαφορά ως προς τον βαθμό ικανοποιησης που προσφφέρει, ανάλογα με το αν γίνεται με το σύνηθες ή το «εξωτικό» για την κοινωνία είδος, με την ροπή της κοινωνίας προς αλλαγές ή την τάση προσκόλλης στα καθιερωμένα, κ.λ.π.

(17)

ανωτερότητάς μας « και που μπορεί να είναι ακόρεστες» (John Maynard Keynes οπ.παρ.

στο ΖΟΛΩΤΑΣ Ξ., 1982 : 23, 45). Θεωρούμε, όμως, πως η προσέγγιση αυτή είναι σχετικιστική γιατί ο κοινωνικός προσδιορισμός των βασικών αναγκών δημιουργεί διαφορετικά πλαίσια αναφοράς σε κάθε κοινωνία και η έννοια των απολύτων αναγκών αναφέρεται σε διαφορετικό κάθε φορά επίπεδο. Η κάλυψη λ.χ. της απόλυτης ανάγκης της πείνας με κρέας και ψάρι σε πρωτόγονες κοινωνίες αλιέων και κυνηγών ενώ δε διαφέρει πρακτικώς προς την θρεπτική πλευρά της έχει ουσιώδη διαφορά ως προς τον βαθμό ικανοποίησης που προσφέρει ανάλογα με το αν γίνεται με το σύνηθες ή το «εξωτικό» για την κοινωνία είδος, με την ροπή της κοινωνίας προς αλλαγές ή την τάση προσκόλληση στα καθιερωμένα κ.λ.π.

Από τη σκοπιά της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου ως κοινωνικού όντως, όλα τα παραπάνω δικαιώματα συνιστούν βασικές ανάγκες, που η βιώσιμη ανάπτυξη πρέπει να επιδιώκει την ικανοποίηση τους. Ο στόχος «αντιμετώπισης των βασικών αναγκών όλων» δεν υπονοεί τα κατώτατο επίπεδο βασικών αναγκών που συναντάται ανά την υφήλιο, αλλά λαμβάνει υπ’ όψιν όλα τα υπάρχοντα επίπεδα με τη γεωγραφική διασπορά τους, δίνοντας βεβαίως, προτεραιότητα στα χαμηλότερα από αυτά.

Η ασάφεια των εννοιών μεγεθύνεται και προωθείται σε άλλη κλίμακα, όταν, αντί τού στατικού, επιδιωχθεί ο δυναμικός προσδιορισμός τους, με στόχο την ανίχνευση των αναγκών των επομένων γενεών, την αντιμετώπιση των οποίων έχει χρέος να διασφαλίσει η Βιώσιμη Ανάπτυξη. Ακόμη και αν το διηνεκές τους μέλλοντος αναχθεί σε χρονική περίοδο εύληπτη, ανάλογη με τις κλίμακες χρόνου που καταγράφονται σε κάποιες εκτιμήσεις (λ.χ. εκατό χρόνια),11 ο βαθμός απροσδιοριστίας υπερβαίνει τις υπάρχουσες προγνωστικές δυνατότητες λόγω της εγγενούς άγνοιας, όχι μόνο σε σχέση με τα φυσικά συστήματα, αλλά και με την δυναμική εξέλιξης των ανθρωπογενών συστημάτων, είτε με την υλική τους υπόσταση (τεχνολογικά), είτε με την κοινωνική.

Οι ανάγκες είναι έννοια ιστορική, εξελισσόμενη κατά την διαδρομή των κοινωνιών μέσα στο χρόνο. Είναι, επίσης, έννοια που βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με τα ανθρωπογενή και φυσικά συστήματα, καθώς δίεδρα μαζί τους, με σχέσεις ενεργητικές (δράση) και παθητικές (ανάδραση).12 Εκτός της προφανούς οικονομικής πλευράς της,

11 Τ α εκτιμώμενα (estimated)αποθέμτα σιδήρου αναμένεται ν α διαρκέσουν 178 χρόνια, ενώ του αλουμινιου 200 (στοιχεία 1992) (SHELDON P., 1995:69)

12εδικότερη περίπτωση λειτορυργίας ανάδρασης σα συστηματα είναι ο κύκλος ή βρόγχος ανάδρασης, όταν εξελίσσεται συνεχών μια κυκλική διαδικασία κιορθωτική δράσης, στην προσπάθεια του συστήματος να ανταποκριθέι σε μυνήματα διαταραχής για ν α επανέλθει σε μια προκαθορισμενη κατάσταση ισορροπίας (λ.χ.

σύστημα θέρμανσης με θερμοστάση) (ΜΟΔΗΣ Θ., 1996:65)

(18)

είναι , ακόμη, έννοια ηθική, αφού η ανωτέρω διάδραση αντανακλάται στα εκάστοτε συστήματα αξιών και διαθλάται ή διαπερνά μέσω αυτών. Μεθοδολογικά, αποτελεί κομβικό σημείο σύγκλισης των διαφόρων επιστημονικών κλάδων, στα πλαίσια της αναγκαίας διεπιστημονικής αντιμετώπισης των σύνθετων ζητημάτων που τίθενται και πρέπει να επιλαμβάνεται η Βιώσιμη Ανάπτυξη.

e) Η Διφυής Υπόσταση και Διαλεκτική Ενότητα της Βιώσιμης Ανάπτυξης

Η βιώσιμη ανάπτυξη εμφανίζεται με διφυή υπόσταση . Αφενός είναι μία έννοια και λειτουργεί ως κατηγορία αντανάκλασης του εξωτερικού κόσμου, ως γνωσιολογικό, μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης των προβλημάτων των σχετικών με το περιβάλλον και την ανάπτυξη. Αφετέρου, αποτελεί μια στρατηγική, καθώς επιδιώκει τον σχηματισμό πολιτικής και για το περιβάλλον και για την ανάπτυξη. Η δυνατότητα συνύπαρξης των δύο συστατικών στοιχείων της «Βιώσιμης Ανάπτυξης» σε μια διαλεκτική ενότητα, προσδιορίζει και το βαθμό της δυνατότητάς της να επιτελέσει τον μετασχηματιστικό της ρόλο. Η συνεχής αλληλεπίδραση των δύο στοιχείων είναι απαραίτητος όρος για την αποφυγή, σε γενικό επίπεδο, των ακραίων απόλυτων στρατηγικών :της συνέχισης των καθιερωμένων προτύπων ανάπτυξης (business as usual) από τη μία πλευρά, και της αγνόησης των κοινωνικών (interference) από την άλλη.

1.2.1. Η Συστημική Θεώρηση της Έννοιας της Βιώσιμης Ανάπτυξης.

Ως σύστημα νοούνται "ομάδες αλληλοεξαρτώμενων ή τακτικά αλληλεπιδρώντων στοιχείων που σχηματίζουν ένα ενιαίο όλο" (Shaw r.et al.,IIASA, 1992: 4). Τα συστατικά στοιχεία "μπορεί να είναι φυσικές οντότητες, έννοιες, υποσυστήματα ή μαθηματικές οντότητες όπως μεταβλητές", ενώ οι διασυνδέσεις απλές ροές, όπως ύλης ή ενέργειας, ή , ακόμη, αιτιοκρατικές σχέσεις μεταξύ των συστατικών στοιχείων.

Τα οικοσυστήματα είναι "οργανωμένα σύνολα έμβιων συστημάτων και φυσικών συστημάτων", ενώ τα ανθρωπογενή είναι συστήματα μετατροπής ύλης / ενέργειας και πληροφορίας που σχεδιάζει, εκτελεί και διαχειρίζεται ο άνθρωπος κατά την δυναμική αλληλεπίδρασή του με τα οικοσυστήματα (ΔΕΚΛΕΡΗΣ Μ., 1996: 40-41).

Καθώς τα οικοσυστήματα αποτελούν τη βάση της υλικής δομής των ανθρωπογενών συστημάτων τα δεύτερα δημιουργούνται, κατασκευάζονται και αναπτύσσονται σε βάρος των πρώτων, "αναλώμασι" αυτών, με διττό τρόπο. Αφ’ ενός,

(19)

μετατρέπουν στοιχεία τους σε φυσικούς πόρους και αφ’ ετέρου, επιρρίπτουν σ’ αυτά τις συνέπειες της λειτουργίας τους (λ.χ. ρύπανση).

Η εκρηκτική αύξηση του μεγέθους και της έντασης της επίδρασης των ροών στα ανθρωπογενή συστήματα από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, εισήγαγε μια νέα κατηγορία συστημάτων που παρεμβάλλονται μεταξύ των δύο προηγουμένων, τα τεχνολογικά συστήματα, όλα μαζί απαρτίζονται μέσα στα όρια του πλανήτη μας το γενικό σύστημα της Γης, το "μεγασύστημα Γαία" κατά τον Δεκλέρη, ή Γαιοσύστημα13 όπως προτείνουμε.

13 Κ α τ’ αναλογία προς το «Ηλιακό Σύστημα», «Πλανητικό Σύστημα», κλπ όπου το προσδιοριστικό προηγείται της λέξης «σύστημα»

Referências

Documentos relacionados

  Στην ενότητα αυτή δίνεται περιγράφεται η ανάπτυξη των Μαθηματικών στην αρχαία Ελλάδα σε αντιδιαστολή με τα Μαθηματικά των Αιγυπτίων και Βαβυλωνίων, περιγράφεται η συμβολή των