• Nenhum resultado encontrado

Δίκαιο και εξουσία: το κράτος δικαίου ως δίκτυο κοινωνικής προστασίας και η συμβολή του στον κοινωνικό μετασχηματισμό

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Δίκαιο και εξουσία: το κράτος δικαίου ως δίκτυο κοινωνικής προστασίας και η συμβολή του στον κοινωνικό μετασχηματισμό"

Copied!
316
0
0

Texto

(1)

Δίκαιο και Εξουσία:

Το κράτος δικαίου ως δίκτυο κοινωνικής προστασίας και η συμβολή του στον κοινωνικό μετασχηματισμό

Διδακτορική διατριβή Στέλλας Δ. Καλογεροπούλου

Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών Τμήμα Κοινωνιολογίας

Επιβλέπων καθηγητής: Σωτήρης Χτούρης

Μάιος 2007

(2)

4

Πηγή της ευταξίας του κράτους είναι η αταξία των κοινωνικών ομάδων

Bertold Brecht

(3)

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

Σελ.

1. Σαν πλαίσιο γενικού προβληματισμού... 6-12 2. Επί της διατριβής συγκεκριμένα... 13-39

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Κοινωνικές αναζητήσεις της νομικής σκέψης στο σύγχρονο κόσμο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: : Από τις ‘νομικές μορφές’ στις κοινωνικές διαστάσεις του Δικαίου

1. Το ‘κράτος δικαίου’ ως απόρροια ιστορικής αναγκαιότητας

και αντικείμενο της ευρωπαικής νομικης σκέψης... 40-45 2. Κανονιστικό μοντέλο ή δημιούργημα πολιτισμού; Η διπλή όψη της

λειτουργικότητας του κράτους δικαίου... 45-59 3. Η έννοια του αρχετυπικού νομικού Λόγου………... 59-72 4. Πολιτισμικοί όροι διαμόρφωσης του ‘κράτους δικαίου’:

Pierre Bourdieu και Niklas Luhmann………. 72-85 5. Παραγνώριση και συνενοχή στο κοινωνικό πεδίο……….. 85-90 6. Κράτος δικαίου και κοινωνική πολιτική………. 90-101 7. Από την κοινωνική πολιτική στο κοινωνικό κράτος……….. 101-107

(4)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ο

:

Το κοινωνικό δίκαιο ως πολιτική

έκφραση του σύγχρονου ‘κράτους δικαίου’

1. Η έννοια της κοινωνικής ισότητας μέσα σ΄ ένα σύστημα

θεσμών……… 107-114 2. Πρώιμες όψεις κοινωνικής πολιτικής………. 114-121 3. Βασικές έννοιες για την κατανόηση του κράτους δικαίου:

οι προσεγγίσεις των John Rawls και Niklas Luhmann………. 121-130 4. Ισότητα και ανθρώπινα δικαιώματα στο κοινωνικό κράτος

Δικαίου……… 130-133

5. Το ‘κράτος δικαίου’ στην Ελλάδα των πρώτων μετα- πολεμικών χρόνων και σε σχέση με τον υπόλοιπο

κόσμο……… 133-140

6. Επιστημονικές προσεγγίσεις της κοινωνικής πολιτικής... 140-151

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Το υποκείμενο δικαίου ως αντικειμενικό πεδίο Εφαρμογής του Δικαίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο: Η κοινωνική πολιτική παράγοντας του μετασχημα- σελ.

τισμού της δημοκρατικής κοινωνίας

1. Τυπική και ουσιαστική ισότητα: μια συγκρουσιακή σχέση………. 152-162 2. Το ‘κράτος δικαίου’ ως δίκτυο κοινωνικής προστασίας……….. 162-168 3. Ο νομικός κανόνας ως ‘οιονεί δρων’ και συνεκτικό στοιχείο

της δομής του κράτους δικαίου ως δικτύου κοινωνικής

προστασίας………. 168-175 4. Νομικοί κανόνες και κοινωνικά συστήματα………. 175-180 5. Δυο παραδείγματα και ένας ορισμός………. 180-184 6. Ο κοινωνικός αποκλεισμός ως αποτέλεσμα μιας κατευθυ-

νόμενης διαδικασίας μετασχηματισμού της κοινωνικής δομής

και αντικείμενο νομικής ρύθμισης……… 185-191 7. Πολιτισμικά ‘αυτονόητα’ ως εργαλεία κοινωνικού

αποκλεισμού: ένα παράδειγμα από τον Pierre Bourdieu………191-201

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο: Η σημασία της ερμηνείας του Νόμου στο κοινωνικό κράτος δικαίου

1. Σύνδεση και σχέση του κοινωνικού δικαιώματος με το

νομικό κανόνα………... 202-209 2. Τα κριτήρια της αυτόνομης νομικής σκέψης και η διαμόρ-

φωση της νομοθετικής βούλησης στο κοινωνικό κράτος………... 209-219 3. Η ερμηνευτική μέθοδος και η αρχή της αναλογικότητας……….. 219-227 4. Η ‘φύση του πράγματος’ ως αυτοτελές κριτήριο και συγχρό-

νως αντικείμενο του νομικού συλλογισμού………... 227-232 5. Η συμβολή των αόριστων εννοιών και των γενικών αξιολο-

(5)

γικών κρίσεων στην ερμηνεία και τη διάπλαση των νομικών

συστημάτων στο κράτος δικαίου……….. 232-239 6. Η νομική αξιολόγηση θεμέλιο της κοινωνικής πολιτικής

του σύγχρονου κράτους δικαίου ως δικτύου κοινωνικής

προστασίας……….. 239-244 7. Κοινωνικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις της ελληνικής

Νομολογίας... 244-252

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο: Οδεύοντας προς τον εκκοινωνισμό του νομικού Λόγου

1. Η συμβολή του γλωσσικού στοιχείου στην ερμηνεία

και τη διάπλαση του νομικού Λόγου ……….. 253-262 2. Ο ‘απομυθοποιητικός’ ρόλος του κράτους δικαίου ως δικτύου

κοινωνικής προστασίας……… 263-273 3. Αντιμετωπίζοντας την ‘κρίση’ του κράτους δικαίου:

Δυνατότητες και φόβοι...274-282 4. Ένα παράδειγμα ενεργοποίησης του κοινωνικού κράτους:

Τα Εθνικά Στρατηγικά Πλαίσια Αναφοράς (Ε.Σ.Π.Α)……… . 283-284 5. «Πραγματικό» είναι αυτό, που μπορεί να συμβεί……… 285-292 6. Συμπεράσματα -Επίμετρο……… 292-299

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ελληνική...300-305 2. Ξενόγλωσση...305-317

(6)

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

1. Σαν γενικό πλαίσιο προβληματισμού

Στην εποχή της ολοένα διευρυνόμενης παγκοσμιοποίησης ο πολίτης του

‘ελεύθερου’ κόσμου αρχίζει να συνειδητοποιεί την αίσθηση ενός επερχόμενου κινδύνου: να απωλέσει, σταδιακά αλλά ολοκληρωτικά, όλα εκείνα, για τα οποία η ανθρωπότητα αγωνίστηκε από καταβολής πολιτισμού και τα οποία εκείνος πίστεψε ότι, επιτέλους, μπόρεσε, από κάποια ιστορική στιγμή και μετά, να του εγγυηθεί η δημοκρατία : ‘όλα’ εκείνα τα υλικά και τα άυλα, τα σχετιζόμενα με τις αξίες, τις αρχές και τις δυνατότητες, που του επιτρέπουν να διατηρεί τον έλεγχο της Πραγματικότητας και της Ιστορίας του. Πρόκειται για μια αίσθηση υπέρτατης αδυναμίας, κάπως σαν να παρασύρεσαι από ένα δυνατό ρεύμα, του οποίου δεν μπορείς να παρακολουθήσεις ούτε τη ροή ούτε την κατεύθυνση και συγχρόνως είναι αδύνατο- και, πολλές φορές, ούτε καν ‘θέλεις’- να το σταματήσεις (1).

Σε παλαιότερες εποχές η αδυναμία ελέγχου των πραγμάτων εκφραζόταν μέσα από συγκεκριμένες, διαφανείς συναρτήσεις: υπήρχαν οι ‘εξουσιαστές’ και οι

‘εξουσιαζόμενοι’. Το ‘μαύρο’και το ‘άσπρο’. Από τη μια μεριά η Εξουσία σ΄ όλες τις δυνατές μορφές της ( η φύση, ο θεός, ο μάγος, ο ιερέας, ο αυτοκράτορας, ο φεουδάρχης, ο μονάρχης ή και, αργότερα, ο ‘εργοδότης’), και από την άλλη όλες εκείνες οι στρατιές των υπηκόων ή οι τάξεις των εκμεταλλευομένων, που κάποια στιγμή συνειδητοποιούσαν την αθλιότητά τους και βάσει της συνειδητοποίησης αυτής οργάνωναν τις συμπράξεις τους για να απαλλαγούν από την αθλιότητα.

Το πρόσωπο της εξουσίας ήταν ένα, αν και διαφοροποιημένο ανάλογα με την ιστορική εποχή, ωστόσο πάντα αναγνωρίσιμο και το ίδιο αποτρόπαιο, απάνθρωπο και καταπιεστικό. Ανάλογα ευάλωτο και αναλώσιμο εμφανιζόταν και το πρόσωπο της αθλιότητας και η μεταξύ τους σχέση υπήρξε πάντα

1Βλ. σχετικά και S.R.Mills, Η κοινωνιολογική φαντασία, μτφ. Ν Μακρυνικόλα και Σ.Τσακνιά, Αθήνα 1974, β΄μέρος

(7)

αντιθετική και μονοδιάστατη: μια προνομιακή, για τους εξουσιαστές και αφόρητη, για τους εξουσιαζόμενους, κοινωνική πραγματικότητα, που κάποια στιγμή αναπόφευκτα οδηγούσε τους τελευταίους στην εξέγερση. Ανεξάρτητα από τους εκάστοτε τρόπους, τις επικαλούμενες αιτίες και τις συγκυριακές αφορμές, ανεξάρτητα από τις ονομασίες, με τις οποίες διέκριναν και ταξινομούσαν τις επαναστάσεις τους, οι άνθρωποι αναγνώριζαν πάντα τα βαθύτερά τους κίνητρα:

είχαν απόλυτη επίγνωση της οικουμενικής όσο και διαρκούς ανάγκης και αξίωσής τους να αποκτήσουν – και να διατηρήσουν- τον έλεγχο της σχέσης τους με την ιστορική τους πραγματικότητα και να διασφαλίσουν τις δυνατότητες και ευκαιρίες τους να απολαύσουν και να αξιοποιήσουν την ίδια τους τη ζωή: με άλλα λόγια, αγωνίζονταν για να κατοχυρώσουν την ιδιαιτερότητα της ύπαρξής τους και της θέσης τους μέσα στον κόσμο. Γι΄ αυτό και κάθε φορά, που επαναστατούσαν, οι άνθρωποι ήξεραν, λιγότερο ή περισσότερο, τι ακριβώς προσπαθούσαν να αλλάξουν, όπως ήξεραν, σε γενικές γραμμές, τι ακριβώς ήταν αυτό, που επεδίωκαν να προωθήσουν στη θέση του.

Η επίγνωση αυτή φαίνεται να μην υπάρχει πλέον σήμερα, τουλάχιστον στο λεγόμενο ‘ελεύθερο’ και ‘δημοκρατικό’ κόσμο. Μια διάχυτη απάθεια, μια συλλογική παραίτηση, μια μοιρολατρική σχεδόν αποδοχή των συνθηκών μοιάζει να έχει αντικαταστήσει το σφριγηλό, αναστοχαστικό πνεύμα αναζήτησης, που επικρατούσε κατά το χρονικό εκείνο διάστημα του 20ού αιώνα, που προηγήθηκε της κατάργησης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και της ένταξης των αντίστοιχων κοινωνιών στις δυτικές πολιτικές και οικονομικές σταθερές. Θα έλεγε κανείς ότι η μετάβαση αυτή επέδρασε στις συλλογικές συνειδήσεις των αστικών κοινωνιών καταλυτικά, σαν μια τελευταία ‘απόδειξη’

που περίμεναν, για να πειστούν ότι οι οικείες δομές και οι οικείες πολιτισμικές συντεταγμένες είναι, αν και -ίσως- όχι ιδανικές, ωστόσο οι καλλίτερες δυνατές, που ιστορικά τους προσφέρονται, και ότι έχουν πλέον εξαντληθεί όλες οι πραγματικές ή/και πιθανές αιτίες,που παλαιότερα διαμόρφωναν το κίνητρο και την απαίτηση για την κοινωνική αλλαγή.

Το ότι η ανθρωπότητα , στο σύνολό της, φαίνεται σήμερα πεπεισμένη για το γεγονός, ότι η κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση όχι μόνον είναι αναπόφευκτη, αλλά και επιθυμητή ως ο μοναδικός κοινωνικός, πολιτισμικός και οικονομικός δρόμος, που ενδείκνυται να ακολουθήσει, δεν οφείλεται, ωστόσο, αποκλειστικά στην επιρροή του νεοφιλελεύθερου ιδεολογικού κλίματος, που επικράτησε μετά την ‘κατάρρευση’ του σοσιαλιστικού ιδεώδους. Απλά η ‘κατάρρευση’ αυτή προστέθηκε, ως ένας τελευταίος συνδετικός κρίκος ή/και κομβικό σημείο σε μια αλυσίδα κοινωνικοπολιτισμικών διαδικασιών, που από τις απαρχές, ακόμα , της κατίσχυσης της αστικής δημοκρατίας ως πολιτικού συστήματος, είχαν πάντοτε σκοπό να παριστούν τις όποιες συνθήκες ζωής μας σαν αντικειμενικές πραγματικότητες, που προήλθαν από δικές μας επιλογές. Στις εκλογικεύσεις αυτές, που εσωτερικεύονται στη συνείδησή μας ως ελεύθερες κρίσεις και/ή αποφάσεις πάνω στα προσωπικά δεδομένα του καθένα μας, οφείλεται ο

‘εκούσιος’ παρασυρμός του σύγχρονου ανθρώπου σε μια ετεροκαθορισμένη ροή των πραγμάτων, μια ροή που προσδίδει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στην ιστορική διαδικασία μετασχηματισμού της κοινωνικής ζωής. Μέσα στα πλαίσια αυτής της υπόγεια προκαθορισμένης πορείας είναι που ο άνθρωπος αρχίζει,

(8)

κάποια στιγμή, να αντιλαμβάνεται, ότι ο ίδιος δεν διαθέτει καμμία απολύτως δυνατότητα -και πιθανότητα- ελέγχου ( 2).

Σε τι συνίστανται αυτές οι εκλογικεύσεις; Από που προέρχονται και από που αντλούν την ισχύ τους; Με άλλα λόγια: τι τις νομιμοποιεί, τόσο στην ατομική, όσο και στην κοινωνική συνείδηση, καθιστώντας τες συλλογικές κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες, ικανές να διαμορφώνουν μια ‘αντικειμενική’ πραγματικότητα, επιμεριζόμενη στον ατομικό βιωματικό μας κόσμο;

Σ΄ αυτές ακριβώς τις διαδικασίες νομιμοποίησης των εκάστοτε κοινωνικο- πολιτισμικών συντεταγμένων στο συλλογικό ανθρώπινο νου εστιάζει –κατ΄αρχήν- η παρούσα εργασία: πρόκειται για την αναλυτική προσέγγιση εκείνων των πολιτικών, στον πυρήνα τους, διαδικασιών, που στηρίχθηκαν και συνεχίζουν να στηρίζονται στην πρωταρχική κοινωνική συνθήκη της αστικής δημοκρατίας, που διακηρύσσει πανηγυρικά την εν ελευθερία ισότητα όλων των ανθρώπινων πλασμάτων. Των διαδικασιών εκείνων που, ενταγμένες σε πλαίσια ειδικών κοινωνικοπολιτικών μηχανισμών εκλογίκευσης, ανέκαθεν λειτούργησαν και ουσιαστικά ακόμα λειτουργούν για να καλύπτουν τη διαχρονική επιτακτικότητα της εξουσίας, ενσωματώνοντάς την στις εκάστοτε ‘μοντέρνες’ μορφές υποτιθέμενα ελεύθερων διυποκειμενικών επιλογών, που βρίσκουν την έκφρασή τους στην περίφημη κοινωνική συναίνεση. Τα δίκτυα προώθησης των προτύπων ζωής του σύγχρονου αστικού πολιτισμού (καταναλωτισμός, εμπορευματοποίηση των αξιών κλπ.) συνηγορούν στην παγκοσμιοποιητική διαδικασία με την έννοια ότι εκμαιεύουν, με τον τρόπο που προωθούνται, την κοινωνική συναίνεση σ΄

όλες της τις μορφές.

Οι παραπάνω διαδικασίες εντάσσονται σε πολλών ειδών μηχανισμούς εκμαίευσης της κοινωνικής συναίνεσης, ο σημαντικότερος των οποίων είναι το Δίκαιο (3).

Κι αυτό γιατί, στην αστική κοινωνία, το σύστημα των νόμων είναι ο μόνος τρόπος, με τον οποίο μπορεί η κοινωνική συναίνεση να αποβεί, ως πολιτική έκφραση της λαικής βούλησης, δεσμευτική και υποχρεωτική για το σύνολο της κοινωνίας. Εδώ το ειδικό και συγκεκριμένο περιεχόμενο της κοινωνικής συναίνεσης, που καθίσταται δεσμευτικό μέσω του νόμου, είναι αυτή καθεαυτή η έννοια της Δικαιοσύνης ως υπέρτατης πολιτισμικής αξίας, επί της οποίας δομούνται οι ανθρώπινες σχέσεις.

Στη δημοκρατική κοινωνία της ελεύθερης συναπόφασης ‘δίκαιο’ είναι εκείνο, που ‘όλοι’ οι – ‘ελεύθερα και δημοκρατικά’- συναινούντες θεωρούν – και αποφασίζουν- ότι όντως είναι (4). Οι πλειοψηφίες, επομένως, που διαμορφώνουν μια πρόταση καθολικά αποδεκτή ως ‘κοινωνική συναίνεση’ (που σημαίνει, στο πλαίσιο αυτό: συλλογική απόφαση ), διαμορφώνουν και το περί Δικαιοσύνης κριτήριο: έτσι, αυθαίρετα αξιολογικά κριτήρια που τίθενται από οικονομικές και άλλες εξουσίες, που είναι σε θέση να διαμορφώνουν τις πλειοψηφίες, μπορούν

2« Αν σκεφτει κανείς διεξοδικά το κοσμοείδωλο όσων έχουν να επιδείξουν νεοφιλελεύθερα επιτεύγματα, κατανοεί γιατί ο μεμονωμένος άνθρωπος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μέγιστη κινητικότητα, έχει αφεθεί να αρμενίζει δίχως κανόνες στα δίκτυα της επικοινωνίας και καθοδηγείται πλέον μονάχα από τις δικές του προτιμήσεις, φτάνοντας σε μια μοιρολατρική αντιμετώπιση της όλης κατάστασης. Θα μπορούσε να αποτελεί το εκκοσμικευμένο ομόλογο της θρησκευτικά θεμελιωμένης μοιρολατρίας των παλαιών μεγάλων πολιτισμών» J.Habermas, Η εποχή των μεταβάσεων, μτφ. Μ.Τόπαλη-Ε.Παπαδάκη, Πρίσμα, Αθήνα 2006, σελ. 30.

3 Noούμενο εδώ τόσο στην αφηρημένη του μορφή ως ‘δέον είναι’ αλλά και ως νομικό σύστημα, το θετό (ή θετικό) Δίκαιο -η έννομη τάξη μιας συγκεκριμένης πολιτικά κυρίαρχης κοινωνίας με εθνική ταυτότητα.

4Για τη θεωρία της αναγνώρισης ή αυτήν της συλλογικής συναίνεσης περί αλήθειας (Hart, Habermas) βλ. στο παρόν, α΄μέρος, κεφ. 1, παρ. 3.

(9)

και ανάγονται σε υπέρτατες δικαιικές αρχές και ηθικοπολιτικές αξίες, προς τις οποίες πρέπει να συναρμόζονται οι επί μέρους νόμοι και θεσμοί, προς τις οποίες πρέπει να συντονίζονται δράσεις, πρακτικές, πρωτοβουλίες και κοινωνικές εν γένει συμπεριφορές. Το σχεσιακό αυτό σύμπλεγμα θεσμών και πρακτικών, που αναπαράγεται μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες, διαφοροποιημένο μόνον ως προς τις πολιτικές προτεραιότητες των αναδεικνυομένων πλειοψηφιών, που διαδέχονται η μια την άλλη ως εκφράζουσες την κοινωνική συναίνεση (λαική βούληση) συνιστά τη βασική δομή(5) του αστικού κοινωνικού σχήματος -ενώ το πρωταρχικό μέλημα της Δικαιοσύνης στο σχήμα αυτό είναι η εξασφάλιση της αναπαραγωγής του, νομιμοποιημένης μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αποκτά το νομικό σύστημα έναν έντονα διυποκειμενικό και συμβατικό χαρακτήρα, που σημαίνει ότι το περιεχόμενο των νόμων – σε κάθε ξεχωριστό ‘κράτος δικαίου’- παρίσταται ως η πεμπτουσία της συλλογικής κοινωνικής συναίνεσης τόσο ως προς την έννοια όσο και ως προς τον τρόπο εφαρμογής του Δικαίου. Από την άλλη μεριά σημαίνει ότι, όταν οι διαδικασίες αυτές αποβαίνουν μόνον κατ΄ επίφασιν δημοκρατικές, η νομιμοποίηση που επιτυγχάνουν είναι επίσης προσχηματική, στηριζόμενη είτε στην παραπλάνηση είτε στη συνενοχή(6) των κοινωνικών υποκειμένων ως υποκειμένων του Δικαίου–ενώ η κοινωνική πραγματικότητα, που ‘προστατεύεται’ με αυτό τον τρόπο, είναι μια επιλεκτική επινόηση της εξουσίας, που καλύπτεται ως ‘συναινετικά’ επιβεβλημένη, ενώ στην πραγματικό- τητα προέρχεται από την πρόθεση της εκάστοτε εξουσιαστικής ελίτ να επιβάλλει -μέσω του δικαίου- συνθήκες κοινωνικής ζωής συμβατές με τις προδιαγραφές συντήρησής της.

Στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες μια τέτοιου είδους ‘νομιμοποίηση’ δεν υπήρχε.

Η εξουσία επιβαλλόταν απροκάλυπτα και ο εξαναγκασμός βιωνόταν είτε ως φυσική, είτε ως θεσμική/θρησκευτική, είτε ως μέσω της κοσμικής εξουσίας θεσμοθετημένη βία. Για το λόγο αυτό και το κοινωνικό μοντέλο λειτουργούσε μέσω της ‘ισορροπίας τρόμου’ ανάμεσα στον εξουσιαστή και τον εξουσιαζόμενο μέχρι την αναπόφευκτη ( ιστορική ) στιγμή, που η ισορροπία αυτή διερρηγνύετο με την εξέγερση και την ανατροπή: αυτά τα ‘ρήγματα’ είναι και τα κομβικά σημεία μέσω των οποίων διαγραφόταν, μέχρι και την έλευση της βιομηχανικής εποχής, ο κοινωνικός μετασχηματισμός.

Εδώ πρέπει να κάνουμε μια παρένθεση, για να ορίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «κοινωνικός μετασχηματισμός»: οπωσδήποτε, δεν τον χρησιμοποιούμε σε καμμιά περίπτωση για να ονομάσουμε το μεταρρυθμιστικό αποτέλεσμα συγκεκριμένων δράσεων μιας κοινωνικής ομάδας, είτε αυτή νοείται ως μια κυβέρνηση, είτε ως μια κυρίαρχη κοινωνική τάξη, είτε ως μια επαναστατική επιτροπή. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός είναι μια εγγενής στην κοινωνική ζωή ιστορική διαδικασία, η οποία υφίσταται πάντοτε και παντού και ανεξάρτητα από

5Ο όρος του J.Rawls ‘βασική δομή’ σημαίνει τον ειδικό και σταθερό τρόπο συγκρότησης και οργάνωσης των δομικών στοιχείων ενός συστήματος, τέτοιον που να εξασφαλίζει τη διαρκή αναπαραγωγή του. Διαπνέει όλο το έργο του εν λόγω συγγραφέα, που αποδίδει με τον τρόπο αυτό τη θεμελιώδη συγκρότηση της κοινωνικής δομής στη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία, όπου προσαρμόζονται οι μείζονες πολιτικοί και πολιτισμικοί θεσμοί καθώς και το σύνολο των κοινωνικών λειτουργιών ενός κράτους. Την εξασφάλιση της παραπάνω συν-και προσ-αρμογής των θεσμών στη ‘βασική δομή’ αναλαμβάνει η Δικαιοσύνη, η οποία ακριβώς λόγω του ειδικού της αυτού ρόλου στις αστικές κοινωνίες θεωρείται και η ίδια ‘βασική δομή’. Στην παρούσα μελέτη ο όρος αυτός χρησιμοποιείται επίσης με την έννοια, που του αποδίδεται από τον J.Rawls.

6Οροι του Pierre Bourdieu, βλ. Μέρος Α΄, Κεφ. 1, παρ. 4,5

(10)

τις τυχόν μεταρρυθμίσεις που επιβάλλουν στη λειτουργία του κοινωνικού κορμού οι εκάστοτε ηγεσίες - και πολλές μάλιστα φορές συντελείται αντιστρόφως ανάλογα προς τις μεταρρυθμίσεις αυτές. Αυτό οφείλεται στο ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός είναι, στην ουσία, το συνολικό και διαχρονικό αποτέλεσμα των εκάστοτε συσσωρεύσεων κοινωνικής διεγερσιμότητας, ανεξάρτητα από τον τρόπο, το χρόνο ή/και τη μορφή, με την οποία οι συσσωρεύσεις αυτές υπερχειλίζουν, δημιουργώντας τα επί μέρους κοινωνικοπολιτισμικά ρήγματα, που παίζουν τον αποφασιστικό ρόλο στην εξελικτική διαμόρφωση των κοινωνικών δομών μέσα στον ιστορικό χρόνο. Η κοινωνική διεγερσιμότητα τροφοδοτείται από τις διαρκώς - και πάντοτε σε αναλογία με τις εκάστοτε πραγματικές συνθήκες - προκύπτουσες και ολοένα αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες που οφείλονται, με τη σειρά τους, στο ένστικτο της επιβίωσης καθώς και στην φυσική επιθυμία του ανθρώπου να βελτιώνει διαρκώς και να αξιοποιεί τις συνθήκες της ζωής του. Αν ο πολιτισμός συνιστά το αποτέλεσμα των προσπαθειών του ανθρώπου να συνδιαλλαγεί με τη φύση, ο κοινωνικός μετασχηματισμός προσφέρει το πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος ανέπτυξε σταδιακά τους τρόπους, με τους οποίους πραγματοποίησε και συνεχίζει να πραγματοποιεί τις προσπάθειές του αυτές. Ο Giddens τον ορίζει ως «ροή παρεμβάσεων, αυθόρμητων ή προσχεδιασμένων, που προκαλούν σε κάθε περίπτωση συνέπειες, διαμορφώνοντας στο μέτρο αυτό την εξελικτική διαδικασία του συμβαίνοντος στον κόσμο»(7).

Για να ξαναγυρίσουμε στον ορισμό της συναινετικής εξουσίας: είπαμε, ότι στην προκαπιταλιστική εποχή η βία της εξουσίας δεν τηρούσε νομιμοποιητικά προσχήματα. Αυτό άρχισε να αλλάζει σιγά σιγά και μετά την Αναγέννηση.

Προιόντος του ιστορικού χρόνου και μέσα από την σταδιακή εμπορευμα- τοποίηση της οικονομίας, ιδίως στις προτεσταντικές κοινωνίες, κυριάρχησε στον κοινωνικά αποδεκτό τρόπο σκέψης ο αποκαλούμενος (και γι΄ αυτό αδιαμφισ- βήτητος στην εποχή του) ‘επιστημονικός’ ορθολογισμός, που συνδυάστηκε με τη διάδοση των αξιών του Διαφωτισμού στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης (8). Στο αμέσως επόμενο στάδιο, οι αστικά, πλέον, διαμορφωμένες κοινωνίες έδειξαν πως είχαν προσεγγίσει ένα σημείο ‘ορθολογικής’ ωρίμανσης, στο οποίο η συλλογική συνείδηση αναγνώριζε, επιτέλους, ότι μια οποιαδήποτε κοσμική εξουσία δεν γινόταν να δικαιολογηθεί ούτε ‘ελέω θεού’ ούτε ‘ελέω μονάρχη’. Ο μοναδικός τρόπος δικαιολόγησης της εξουσιαστικής αυθαιρεσίας ήταν, πλέον, η προβολή της στην κοινωνική συνείδηση ως ορθολογικής δεοντολογίας. Κάτι τέτοιο καθιστούσε αυτομάτως αναγκαία την ένταξη του Δικαίου σ΄ εκείνους τους (εξουσιαστικούς) μηχανισμούς, που θα προσέδιδαν στην κοινωνική του λειτουργία μια ορθολογικά δικαιολογήσιμη ταυτότητα, ενώ συγχρόνως θα διατηρούσαν την υπερβατικότητά του ως εκείνο το κρίσιμο

7 A. Giddens, New Rules of the sociological Method, 1976

8 Κατά τον Κορνήλιο Καστοριάδη δύο διαδικασίες οδηγούν στην κατίσχυση του δυτικού ορθολογισμού: η άνοδος της αστικής τάξης και η διάδοση (που συμβαδίζει με την άνοδο αυτή) της ιδέας, ότι η απεριόριστη αύξηση της παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων είναι ο κεντρικός στόχος της ανθρώπινης ζωής. Η επιστημονική βαρύτητα, που αποδίδεται στην αντίληψη αυτή, συνδέεται με την αποδεδειγμένη απεριοριστία της μαθηματικής προόδου, η οποία θεωρήθηκε ότι αντιστοιχεί με την πραγματική φύση του ανθρώπου (Leibnitz, Καρτέσιος).

Δεν υπάρχουν όρια στις εξουσίες και τις δυνατότητες του ανθρώπινου Λόγου, και ο Λόγος αυτός είναι ο ελεύθερος (Kant) και συγχρόνως ο επιστημονικός (μαθηματικός) Λόγος. Ετσι θεωρήθηκε ότι η ανθρωπότητα ορίζεται από τους νόμους της μαθηματικής προόδου, που δεν έχουν όρια: τα όρια, όταν παρουσιάζονται, έχουν αρνητική αξία και πρέπει να ξεπεραστούν (Σκέψεις πάνω στην ‘ανάπτυξη’ και την ‘ορθολογικότητα’, εκδ. Υψιλον, Αθήνα 1984, σελ 67).

(11)

χαρακτηριστικό, που εξασφαλίζει εκ των προτέρων τη συμμόρφωση στους δικαιικούς κανόνες.

Στη διαδικασία ένταξης του Δικαίου στους παραπάνω μηχανισμούς, που διαμορφώθηκε από τις νέες πολιτικές ηγεσίες, τον πρώτο και κύριο ρόλο έπαιξε η –διαγνωσμένη, πλέον, από τις ίδιες αυτές ηγεσίες- ανάγκη των κοινωνικών υποκειμένων να βιώσουν την ‘καινούρια’ δικαιοσύνη με ένα τρόπο, που θα απαντούσε λυτρωτικά στα δεινά, που είχαν μέχρι τότε επισωρεύσει αιώνες υποταγής στις παραδοσιακές, μονοδιάστατες μορφές κοσμικής ή/και μεταφυσικής (θρησκευτικού χαρακτήρα) εξουσίας. Ο τρόπος αυτός είχε ένα και μόνον όνομα:

ελευθερία. Η απόλυτη, φυσική, ‘μεθυστική’ ελευθερία, που σημαίνει: να μπορεί πλέον ο άνθρωπος, το άτομο, να διεκδικήσει, να αποκτήσει και να απολαύσει ό,τι μέχρι τότε είχε στερηθεί και το οποίο αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των ισχυρών. Ετσι, η απόλυτη και ‘φυσική’ ελευθερία αυτοκαθορισμού του υποκειμένου ως ατομικής οντότητας εμφανίστηκε ως το μοναδικό και αυτονόητο αντίδοτο της ιστορικά βιωμένης, απόλυτης υποταγής σε ετερόνομα προκαθορισμένους τρόπους ζωής. Μ΄ αυτή τη μορφή και στα πλαίσια της αντίστοιχης ηθικής, κοινωνικής και πολιτικής νομιμοποίησης, η ‘νέα’ αυτή αντίληψη για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία όχι μόνον αποτέλεσε τον μόνο δυνατό ορθολογικό πυρήνα της προωθούμενης, επίσης ‘νέας’ αντίληψης για την αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής, αλλά και ανέτρεψε το οντολογικό πρότυπο, άλλως αρχέτυπο, της έννοιας της Δικαιοσύνης, που μέχρι τότε αντιστοιχούσε στις διάφορες ιστορικές μορφές επιβολής αλλότριας βούλησης (δυ- νάμεις της φύσης ή δυνάμεις μαγικές/θρησκευτικές καθώς και οι ολοκλη- ρωτικές ή ολιγαρχικές μορφές επίγειας εξουσίας). Αυτό σημαίνει, ότι την αρχέγονη εικόνα του ‘δέοντος είναι’, που συμπυκνώνει το περί δικαιοσύνης αρχέτυπο (θεός-πατριάρχης-αυτοκράτορας κοκ.), αντικατέστησε μια έννοια: αυτή της ελευθερίας, ως ενός γενικού, πρωταρχικού και ‘φυσικού’ δικαιώματος αυτοκαθορισμού του ανθρώπινου γένους ως προς ένα έκαστο των υποκειμένων του (9).

‘Δέον είναι’ σήμανε, πλέον, θριαμβευτικά, ‘ελευθερία’. Ελευθερία ως πρώτιστη, θεμελιακή και προστατευτέα αρχή της Δικαιοσύνης, τόσο θεωρητικό πρότυπο ζωής όσο και καθημερινό καθοριστικό στοιχείο της ανθρώπινης κοινωνικής, πολιτισμικής και οικονομικής δραστηριότητας. Ελευθερία ως ‘βασική δομή’ του κοινωνικού σχηματισμού, πολιτισμική αξία που διαπνέει απ΄ αρχής μέχρι τέλους τις εξελικτικές διαδικασίες της συλλογικής ζωής. Ελευθερία ως υπόσχεση απαλλαγής από την ανέχεια και ως προσδοκία ατομικής και κοινωνικής καταξίωσης. Ελευθερία, τέλος, ως ιδεολογικό εργαλείο και ηθικοπολιτικό προκάλυμμα των νέων ‘ισχυρών’ προς διαμόρφωση των λαικών προσδοκιών και της διαρκούς εξασφάλισης της αναγκαίας κοινωνικής συναίνεσης προς διαιώνιση της δεδομένης μορφής των πολιτικών δομών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η έννοια της ελευθερίας απομακρύνεται –αναγκαστικά- από την ηθική/δικαιική και, κατ΄ ακολουθίαν, υπερβατική της υπόσταση και εισέρχεται σε μια διαδικασία διαμόρφωσής της ως μιας λειτουργικής κοινωνικής παραμέτρου, που προορίζεται να διαδραματίσει ένα πολιτικό ρόλο. Όμως, η διαμόρφωση –και η χρήση- της ελευθερίας ως κοινωνικού λειτουργικού εργαλείου πρέπει, αναγκαστικά, να της προσδώσει ορισμένα νέα και συγκεκριμένα εννοιολογικά χαρακτηριστικά. Ούτως ή άλλως η ελευθερία ως έννοια, δεν επιδέχεται, απλώς, αλλά προυποθέτει έναν ορισμό. Και στην

9Σχετικά με τη θεωρία των αρχετύπων στο χώρο του Δικαίου βλ. α΄μέρος, κεφ. 1, παρ. 3.

(12)

περίπτωση, που το περιεχόμενό της διαμορφώνεται με σκοπό να συντελέσει στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού αποτελέσματος, ο ορισμός αυτός δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να είναι άλλος παρά εκείνος, που θέτει τους όρους αυτού καθεαυτού του αναγκαίου περι-ορισμού της -εφόσον προώρισται να λειτουργεί ως οργανωτική δομή μιας συλλογικής οντότητας, που είναι η ίδια η κοινωνία.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ορισμός της ελευθερίας από κοινωνική και πολιτική άποψη δεν μπορεί να είναι ενιαίος και σταθερός, δηλαδή ένας συγκεκριμένος ορισμός, στον οποίο ίσως μόνο μια μεταφυσική ή φιλοσοφική ερμηνεία της θα μπορούσε να αρκεσθεί –όταν π.χ. οι Berlin και Oppenheim την ορίζουν ως κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από την δυνατότητα του ατόμου να πράττει κατά το δοκούν χωρίς να περιορίζεται από τις επεμβάσεις τρίτων (10), αυτός είναι ένας καθαρά φιλοσοφικός ορισμός. Όμως, κοινωνικό περιεχόμενο και, συγχρόνως, κοινωνική δικαίωση η ελευθερία μπορεί να βρει μόνο στα πλαίσια του αυτοπεριορισμού της, και για το λόγο αυτό πρέπει να ορισθεί με ένα τρόπο, που να προκρίνει την εξασφάλιση, για κάθε κοινωνικό υποκείμενο, ενός απαραβίαστου προσωπικού χώρου, μέσα στον οποίο αυτό θα έχει τη δυνατότητα να αναπτύσσει το δικαίωμα αυτοκαθορισμού του έτσι, ώστε συγχρόνως να μην παρεμποδίζει ή και να αποκλείει τον αντίστοιχο χώρο (και την αντίστοιχη δυνατότητα) αυτοκαθορισμού του ‘άλλου’. Συνεπώς, η κοινωνική σημασία της ελευθερίας ως αξιακής σταθεράς και κατευθυντήριας αρχής της Δικαιοσύνης δεν συνδέεται τόσο με τον υπερβατολογικό πυρήνα του όποιου, φιλοσοφικού ή μεταφυσικού, ορισμού της, όσο με τους λόγους και τους τρόπους, για τους οποίους και με τους οποίους η πολιτική εξουσία πραγματοποιεί την αυτοπεριοριστική αυτή λειτουργία της ελευθερίας στην πραγματική, δηλ. στην κοινωνική ζωή. Ο σημαντικότερος από τους τρόπους αυτούς είναι η καθιέρωση και κατοχύρωση της γενικής δικαιικής αρχής της κοινωνικής ισότητας, που εξασφαλίζει την πραγματική, και όχι μόνο τη θεωρητική, δυνατότητα αυτοκαθορισμού του κάθε κοινωνικού υποκειμένου (11).

Τους παραπάνω λόγους και τους αντίστοιχους τρόπους, που οι σημερινές δημοκρατικές εξουσίες χρησιμοποιούν, για να διαδόσουν και να επιβάλλουν μια (κάθε φορά) συγκεκριμένη κοινωνική σταθερά ως εκφράζουσα την πραγματική έννοια της ελευθερίας και της ισότητας αποπειράται να προσεγγίσει η παρούσα εργασία, μέσα από μια προσπάθεια κοινωνιολογικής ανάλυσης της έννοιας και της λειτουργίας του σημαντικότερου πολιτισμικού μορφώματος, που δημιούργησε η αστική κοινωνία: του κράτους δικαίου. Στη μελέτη αυτή επιχειρείται να προσεγγισθούν και να ερμηνευτούν οι πολιτισμικές συνιστώσες διαμόρφωσης του ‘κράτους δικαίου’ τόσο στην κλασική (φιλελεύθερη) όσο και, ιδιαίτερα, στην πλέον σύγχρονη (μετα-νεωτερική) μορφή του, που είναι το κοινωνικό κράτος. Οι υπάρχουσες όψεις του κράτους δικαίου συνήθως και κατά κύριο λόγο προσεγγίζονται μέσα από μια καθαρά νομική οπτική –πράγμα αναμενόμενο, εφόσον οι κοινωνικές του λειτουργίες υποστασιοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τις νομικές του διαδικασίες. Κι αυτό επειδή το ‘κράτος δικαίου’, που και σύμφωνα μ΄ αυτή καθεαυτή τη λεκτική του διατύπωση σημαίνει ‘κατίσχυση, επι-κράτεια (ουσιαστικής) δικαιοσύνης’, θεωρείται ότι αποτελεί, στη λειτουργία του τόσο ως δικαιικού συστήματος όσο και ως κοινωνικού δικτύου προώθησης και προβολής οικουμενικών αξιακών σταθερών,

10ενεργητική και παθητική έννοια της ελευθερίας, βλ. σημ. 432, β΄ μέρος, κεφ. 1, παρ. 6

11Σχετικά με την έννοια του αυτοκαθορισμού στη μελέτη αυτή βλ. β΄μέρος, κεφ. 1 και 2.

(13)

την επιτομή των μόνων, σήμερα, αποδεκτών μορφών κοινωνικής δικαιοσύνης στο δημοκρατικό κόσμο. Με την υιοθέτηση, από τις νομικές διαδικασίες του, μηχανισμών που ανιχνεύουν τις συνιστώσες της ηθικοπολιτικής του νομιμο- ποίησης στις συλλογικές συνειδήσεις των διαφόρων ομάδων αποδεκτών (κοινωνιών), προσφέρει τόσο στο νομικό όσο και στον κοινωνιολόγο ερευνητή την εξής δυνατότητα: να διαπιστώσει και να μελετήσει την εκάστοτε σχέση ανάμεσα –αφ΄ενός- στην πολιτική σκοπιμότητα, που εκ των προτέρων επιχειρεί να διαμορφώνει ένα συγκεκριμένο ορθολογισμό και μια συμβολική δεοντολογία για το κοινωνικό πράττειν και –αφ΄ετέρου- τους τελικούς ιστορικούς (αντικειμενικούς) μετασχηματισμούς του ίδιου αυτού πράττειν –που σημαίνει:

την πάλη ανάμεσα σε δυο ΄πραγματικότητες’, που διεκδικούν τη διαμόρφωση της ροής του κοινωνικού μετασχηματισμού: εκείνης, που είναι σε θέση να διαμορφώνει τις κοινωνικές προσδοκίες χρησιμοποιώντας την ελευθερία και την ισότητα ως μέσα ιδεολογικά και εργαλεία εξουσίας και εκείνης, που τις βιώνει ως εκφράζουσες την επιτακτική εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου για διαρκή αυτοπροσδιορισμό και επαναπροσδιορισμό της κοινωνικής του ταυτότητας- μιας ταυτότητας, που αντανακλά την ίδια τη συνείδηση του πολιτισμού του.

2. Επί της διατριβής συγκεκριμένα

Ι. Στη βάση της παραπάνω συλλογιστικής η παρούσα μελέτη εκπονήθηκε σε δυο μέρη-θεματικές ενότητες. Το πρώτο μέρος, υπό τον τίτλο «Κοινωνικές αναζητήσεις της νομικής σκέψης στο σύγχρονο κόσμο» εστιάζει στις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες, που κατέστησαν κοινωνική αναγκαιότητα την πολιτική διατύπωση και κατίσχυση της φιλελεύθερης αστικής ιδεολογίας ως παραγωγικού πλαισίου διαμόρφωσης των γενικών αρχών του κράτους Δικαίου στις δημοκρατικές κοινωνίες των νεότερων χρόνων.

Στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους με τίτλο «Από τις ‘νομικές μορφές’

στις κοινωνικές διαστάσεις του δικαίου» επιχειρείται, κατ΄αρχάς, να αποδοθεί και να κατανοηθεί η δομή του ‘κράτους δικαίου’ ως καταστατικά ουδέτερου δικαιικού συστήματος, το οποίο διαφοροποιείται κάτω από τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες και διαμορφώνεται στη συγκεκριμένη, κάθε φορά, νομικοπολιτική του διάσταση. Στη συνέχεια αντιπαρατί- θενται οι δομές των δυο βασικών (12) μορφών κράτους δικαίου (φιλελεύθερο- κοινωνικό), εκ των οποίων το ένα (το κοινωνικό κράτος δικαίου, που αποκαλώ και σύγχρονο) αποτελεί μετεξέλιξη του άλλου (του φιλελεύθερου, το οποίο αποκαλώ και κλασικό κράτος δικαίου). Συγκεκριμένα, στις πρώτες παραγράφους του κεφαλαίου αυτού επιχειρείται η διατύπωση ενός πρώτου ορισμού της δικαιοκρατικής αρχής, που συνδέεται άρρηκτα με τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες διαμόρφωσής της. Εκκινώντας από την οικουμενικά παγιωμένη κατανόηση του ‘κράτους δικαίου’ ως πολιτικής και δικαιικής εξουσίας νομιμοποιούμενης όχι μέσω του εξαναγκασμού αλλά μέσω της κοινής συναίνεσης των πολιτών, επιχειρείται η αναλυτική προσέγγιση των συνιστωσών αυτού του είδους νομιμοποίησης. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται

12Που συναντώνται, σήμερα, στον κόσμο

(14)

στο γεγονός, ότι η κοινωνική συναίνεση αποτελεί, στην ουσία, τον τρόπο με τον οποίο τα κοινωνικά υποκείμενα ως αποδέκτες-υποκείμενα του δικαίου εκφράζουν τη συμφωνία τους γι΄ αυτό που τα ίδια θεωρούν ‘δίκαιο’ ή ‘δικαιοσύνη’. Γίνεται σαφές, ότι εξ αυτού του λόγου το περιεχόμενο της έννοιας του δικαίου, σε ένα πραγματικά δημοκρατικό κόσμο, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να διαμορφώνει ένα συγκεκριμένο ορισμό προερχόμενο από μεταφυσικές ή φιλοσοφικές θεωρίες περί δικαιοσύνης. Ταυτίζεται, αναγκαστικά, με το περιεχόμενο της κοινής συναίνεσης των πολιτών της δημοκρατικής κοινωνίας σχετικά με το θεσμικό τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της σε συγκεκριμένα πλαίσια ως πολιτικά αυτόνομης ομάδας με την δική της πολιτισμική ταυτότητα. Η πολιτική αυτονομία και η ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα μιας δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας την οριοθετούν στο χώρο και στο χρόνο ως διακριτή κοινωνική ομάδα, της οποίας οι αποτυπωμένες στο συλλογικό ασυνείδητο αρχετυπικές εικόνες και οι απορρέουσες από αυτές συλλογικές παραστάσεις και αντιλήψεις περί ουσιαστικής δικαιοσύνης οριοθετούνται επίσης χωροχρονικά και νοηματοδοτούνται ιστορικά, ανάλογα με το πολιτισμικό στάδιο της εξελικτικής πορείας του μετασχηματισμού της. Αυτό σημαίνει, ότι το νοηματικό περιεχόμενο οιουδήποτε ορισμού της δικαιοκρατικής αρχής δεν μπορεί να αποδοθεί, παρά μόνο σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες πολιτισμικές συνιστώσες που προσδιορίζουν και οριοθετούν, ανά πάσα ιστορική στιγμή, ένα συγκεκριμένο ‘κράτος δικαίου’. Επομένως, η κοινωνική συναίνεση ως πεμπτουσία της δικαιοκρατικής αρχής στο δημοκρατικό κόσμο είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις πολιτισμικές παραμέτρους της διαδικασίας του κοινωνικού μετασχηματισμού, από τις οποίες και τροφοδοτείται. Κατ΄ ακολουθίαν, το ‘κράτος δικαίου’ ως δικαιικό σύστημα δεν έχει μια συγκεκριμένη πολιτισμική ή/και πολιτική ταυτότητα. Συνιστά μάλλον ένα διαδικαστικό μοντέλο, ένα τύπο διάρθρωσης των εξουσιών της δημοκρατικής κοινωνίας με μια συγκεκριμένη δομή, που το καθιστά ικανό να διαχειρίζεται τις πολλές και διαφορετικές πολιτισμικές συνιστώσες της (της κοινωνίας) εξασφαλίζοντας και νομιμοποιώντας, μέσω του νομικού συστήματος, ακριβώς τις διαδικασίες του ιστορικού μετασχηματισμού της .

Η εν λόγω ιδιότητα του κράτους δικαίου ως δικαιικού, καταστατικά ουδέτερου, κατ΄αρχήν, συστήματος, να εξασφαλίζει, με τον παραπάνω τρόπο, θεσμικά τη φυσιολογική ροή του κοινωνικού μετασχηματισμού αποτελεί και τη δομική του ιδιαιτερότητα –μια ιδιαιτερότητα που από τεχνική άποψη εμφανίζεται μεν μέσα από τις διαδικασίες του, αλλά κατ΄ ουσίαν προκύπτει από την ίδια τη δικαιολογητική βάση αυτής καθεαυτής της υπόστασής του ως συστήματος υπηρετούντος κοινωνικούς σκοπούς και κοινωνικές ανάγκες. Η ουσιαστική υπόσταση του ‘κράτους δικαίου’ αντλεί το περιεχόμενό της από τα περί δικαίου αρχέτυπα, που αποτελούν και την ουσιαστική νομιμοποιητική βάση κάθε κοινωνικού σχηματισμού. Στο βασικό αυτό κεφάλαιο του πρώτου μέρους αναλύεται και εξηγείται, μεταξύ άλλων, και ο τρόπος με τον οποίο τα αρχέτυπα, ως βασικές πολιτισμικές καταγραφές μιας κοινωνίας (συλλογικό ασυνείδητο) προβάλλονται και ανάγονται, από τις πολιτικές εξουσίες των κρατών δικαίου, σε θεμελιώδη συστατικά του περιεχομένου (προστατευόμενες κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες) της κοινωνικής συναίνεσης –έτσι ώστε, με τον τρόπο αυτό, να αποκτά η κοινωνική συναίνεση θέση και εξουσία αρχετύπου και, συνεπώς, την ηθικοπολιτική της διάσταση ως νομιμοποιητικής βάσης του εκάστοτε ‘κράτους δικαίου’.

Referências

Documentos relacionados

Το χωριό στην Κρήτη στήνεται για να υποστηρίξει τα παιδιά που είναι εδώ αλλά αλίμονο αν υπάρχει ανάγκη και είναι ένα παιδί από πιο μακριά και υπάρχει μια θέση στο χωριό στο Ηράκλειο τι