• Nenhum resultado encontrado

Διαδικασίες ελέγχου των επιχειρήσεων ως προς την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού από τις εθνικές και κοινοτικές αρχές

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Διαδικασίες ελέγχου των επιχειρήσεων ως προς την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού από τις εθνικές και κοινοτικές αρχές"

Copied!
119
0
0

Texto

(1)

Τ

ΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Ε

ΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ

Ι

ΔΡΥΜΑ

Κ

ΑΒΑΛΑΣ

Σ

ΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Τ

ΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΙΤΛΟΣ:

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ

ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Σπουδαστής: Επιβλέπων Καθηγητής:

Μωραΐτης Τρύφωνας Χριστοδούλου Δημήτριος Α.Ε.Μ. 3190

Καβάλα

2011

(2)

Τ

ΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Ε

ΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ

Ί

ΔΡΥΜΑ

Κ

ΑΒΑΛΑΣ

Σ

ΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Τ

ΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Σπουδαστής: Επιβλέπων Καθηγητής:

Μωραΐτης Τρύφωνας Χριστοδούλου Δημήτριος Α.Ε.Μ. 3190

Καβάλα 2011

Εκπονηθείσα πτυχιακή εργασία απαραίτητη για την κτήση του βασικού πτυχίου

(3)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το δίκαιο του ανταγωνισμού αποτελεί το βασικότερο ίσως πυλώνα της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς. Επιδιώκει την επίτευξη υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων τόσο προς όφελος τους όσο και προς όφελος των καταναλωτών. Οι συμπράξεις και οι καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης αποβαίνουν εις βάρος όλων και τελικά εις βάρος της υγιούς ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Οι σχετικές με τον ανταγωνισμό διατάξεις της Συνθήκης Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχουν ανάγκη ενός συστήματος εφαρμογής τους. Χρειάζεται δηλαδή να υπάρχουν κανόνες, οι οποίοι να καθορίζουν τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επιβολή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης καθώς και διαδικασία, η οποία ακολουθείται. Ο κανονισμός 1/2003, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας εργασίας, αντικαθιστά τον κανονισμό 17/62 και αλλάζει ριζικά το σύστημα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού. Διαρρηγνύεται το μονοπώλιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης.

Πλέον, αρμόδιες καθίστανται οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού και τα εθνικά δικαστήρια. Ο καινούργιος κανονισμός τονίζει τη σημασία του δικαίου του ανταγωνισμού και εξοπλίζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με σημαντικές εξουσίες για την καταπολέμηση των σχετικών παραβάσεων. Οι νομοθεσίες των κρατών μελών προσαρμόζονται και προβλέπουν ανάλογες εξουσίες και για τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού.

Η εργασία αυτή περιλαμβάνει το κείμενο του Κανονισμού 1/2003 καθώς και ανακοινώσεων της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ, ενώ προτάσσεται μια συνοπτική παρουσίαση των ρυθμίσεων του Κανονισμού, στοχεύει επίσης να παρουσιάσει και να αναλύσει τις διατάξεις του κανονισμού ώστε να καταδειχθεί η σημασία τους.

(4)

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΔΕΕ Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών

ΔΕΚ Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΔΔΑ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων

του Ανθρώπου

ΕΕ Επίσημη Εφημερίδα Ευρωπαϊκών

Κοινοτήτων

ΠΕΚ Πρωτοδικείο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΣυνθΕΚ Συνθήκη Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

CMLR Common Market Law review

ECLR European Competition Law Review

(5)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΕΛ .

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

2

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

4

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1. Κανονισμός 1/2003 8

1.2. Ανταγωνισμός Επιχειρήσεων 9

1.3. Σκοποί Εργασίας 10

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΣυνθΕΚ

2.1. Οι Κανόνες Ανταγωνισμού 12

2.2. Η προσπάθεια εκσυγχρονισμού των Κανόνων εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ

15

…2.2.1. Τροποποίηση της εφαρμογής του άρθρου 81 ΣυνθΕΚ 16

…2.2.2. Αποκεντρωμένη εφαρμογή του άρθρου 81 παρ. 3 ΣυνθΕΚ 17

…2.2.3. Η διεύρυνση εφαρμογής παρ. 2 άρθρου 4 του Κανονισμού 17 17

…2.2.4. Απλούστευση διαδικασιών 17

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 – ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 1/2003

3.1. Το ισχύσαν δίκαιο και οι αδυναμίες του 18

…3.1.1.Η πρόταση για δημιουργία ειδικής ανεξάρτητης αρχής για την προστασία του ανταγωνισμού

19

3.2. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται από τα άρθρα 81 κ 82 της Συνθήκης

20

3.3. Στόχοι του Κανονισμού 1/2003 51

3.4. Αρχές που διέπουν τον Κανονισμό 51

3.5. Βασικές καινοτομίες Κανονισμού 55

3.6. Τα πρώτα συμπεράσματα του Κανονισμού 57

(6)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

4.1. Τι είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού 58

4.2. Αρμοδιότητες της ΕπιτροπήςΑνταγωνισμού 59

4.3. Τρόποι που Επιβάλετε η Επιτροπή μίας υπόθεσης 61

…4.3.1. Παρασκευαστικές Ενέργειες 62

…4.3.2. Κίνηση Διαδικασίας 64

…4.3.3. Δικαιώματα καταγγελλόντων 64

…4.3.4. Τα δικαιώματα υπεράσπισης των εμπλεκομένων 65

…4.3.5. Ο ρόλος της συμβουλευτικής Επιτροπής 66

…4.3.6. Οι αποφάσεις της Επιτροπής – Κυρώσεις 66

…4.3.7. Δημοσίευση Αποφάσεων 68

4.4. Συνεργασία μεταξύ Επιτροπής και αρχών ανταγωνισμού των κρατών – μελών

69 4.5. Η εφαρμογή των Άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ από την Επιτροπή 72

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΑΝΑΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ

5.1. Η αύξηση των προστίμων και των χρηματικών ποινών 73

…5.1.1. Η γενική τάση αύξησης των προστίμων 73

…5.1.2. Η αύξηση των προστίμων 75

…5.1.3. Περίπτωση Επιβολής προστίμων 77

…5.1.4. Η αύξηση των Χρηματικών ποινών 79

…5.1.5. Μέθοδος υπολογισμού των προστίμων 80

…5.1.6. Μη καθιέρωση ποινικών ευθυνών 84

5.2. Το σύστημα των παραγραφών 84

…5.2.1. Παραγραφή επιβολής κυρώσεων 85

…5.2.2. Παραγραφή εκτέλεσης ποινών 86

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ

6.1. Η πρώτη ανακοίνωση της Επιτροπής 2002 87

…6.1.1. Σημασία των προγραμμάτων Επιείκειας 88

(7)

…6.1.2. Το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα του 2002 89

6.2. Η Καινούργια ανακοίνωση της Επιτροπής 91

…6.2.1. Απαλλαγή από τοπρόστιμο 91

…6.2.2. Μείωση Προστίμου 93

…6.2.3. Η τύχη των δηλώσεων των επιχειρήσεων 93

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΙ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

7.1. Οι συμπράξεις και εναρμονισμένες πρακτικές 95

7.2. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεις 98

7.3. Οισυγκρούσεις 99

7.4. Περιπτώσεις που οι κανόνες ανταγωνισμού εφαρμόστηκαν σε επιχειρήσεις

101

7.5. παρουσίαση σε πίνακες περιπτώσεων που έχουν επιβληθεί πρόστιμα 104

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

113

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

117

(8)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1 Ο κανονισμός 1/2003

Ο κανονισμός 1/2003, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο εκσυγχρονισμού των κανόνων και διαδικασιών εφαρμογής της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004. Το άρθρο 44 του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι, την 1η Μαΐου 2009, δηλαδή πέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τη λειτουργία του, ήταν το αποτέλεσμα της πιο εκτεταμένης μεταρρύθμισης των διαδικασιών για την επιβολή των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ από το 1962.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι τα εξής(ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και στο συμβούλιο, Βρυξέλλες, 29.92009, σελ. 2):

– Η κατάργηση της πρακτικής σύμφωνα με την οποία κοινοποιούνται συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων στην Επιτροπή, η οποία μπορεί έτσι να αφιερώνει τους πόρους της στο σημαντικό αγώνα κατά των συμπράξεων και άλλων σοβαρών παραβιάσεων των αντιμονοπωλιακών κανόνων.

– Η εξουσιοδότηση των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και των δικαστηρίων να εφαρμόζουν τους αντιμονοπωλιακούς κανόνες της ΕΚ στο σύνολό τους, έτσι ώστε να υπάρχουν πολλαπλοί φορείς εφαρμογής της νομοθεσίας και επομένως ευρύτερη εφαρμογή των κοινοτικών αντιμονοπωλιακών κανόνων.

– Ίσοι όροι ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις που λειτουργούν και από τις δύο πλευρές των συνόρων, δεδομένου ότι όλοι οι φορείς επιβολής της νομοθεσίας ανταγωνισμού, περιλαμβανομένων των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και των εθνικών δικαστηρίων, είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν τους αντιμονοπωλιακούς κανόνεςτης ΕΚ σε περιπτώσεις που επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών

– Στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού (το «ΕΔΑ»).

– Προωθημένα μέσα επιβολής της νομοθεσίας για την Επιτροπή έτσι ώστε να είναι καλύτερα εξοπλισμένη για να εντοπίζει και να αντιμετωπίζει τις παραβιάσεις των αντιμονοπωλιακών κανόνων.

(9)

Στο πλαίσιο του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή εξέδωσε επίσης τον κανονισμό εφαρμογής 773/20042 της Επιτροπής καθώς και έξι νέες ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές.

1.2 Ανταγωνισμός Επιχειρήσεων

Η πολιτική ανταγωνισμού είναι θεμελιώδης για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς. Ενώ ο λόγος της ύπαρξης της εσωτερικής αγοράς έγκειται στην παροχή στις επιχειρήσεις της δυνατότητας ανταγωνισμού ίσης όροις στις αγορές όλων των κρατών μελών, ο λόγος ύπαρξης της πολιτικής ανταγωνισμού είναι η προώθηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας με τη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος όσον αφορά την καινοτομία και την τεχνολογική πρόοδο. Πάντως, στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, ο ανταγωνισμός υποστηρίζει την οικονομική επιτυχία, συγχρόνως προστατεύοντας όσο καλύτερα γίνεται τα συμφέροντα των ευρωπαίων καταναλωτών και διασφαλίζοντας την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, των προϊόντων και των υπηρεσιών της Ευρώπης στην παγκόσμια αγορά.

Η ευρωπαϊκή πολιτική του ανταγωνισμού επιτρέπει επίσης να αποφευχθούν ενδεχόμενες συμπράξεις και πρακτικές που παραβιάζουν τις αρχές του ανταγωνισμού εκ μέρους των εταιριών ή των εθνικών αρχών, πλήττοντας την υγιή δυναμική του ανταγωνισμού (συμπράξεις και εναρμονισμένες πρακτικές).

Η πολιτική αυτή προσπαθεί να αποφύγει την καταχρηστική εκμετάλλευση εκ μέρους μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων της οικονομικής τους ισχύος έναντι λιγότερο ισχυρών επιχειρήσεων (κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης).

Επίσης, η ευρωπαϊκή πολιτική ανταγωνισμού πρέπει να εμποδίζει τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να νοθεύουν τους κανόνες του ανταγωνισμού (κρατικές ενισχύσεις).

Για να θεσπισθεί «ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά» (άρθρο 3 της συνθήκης ΕΚ), οι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές πρέπει, για να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κοινοτικών αρχών, να επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Η απαίτηση αυτή αποτελεί τη φυσική οριοθέτηση μεταξύ των αντίστοιχων τομέων εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού της συνθήκης και των εθνικών κανόνων του ανταγωνισμού. Πάντως, στην πράξη, η έννοια της επιρροής του ενδοκοινοτικού

(10)

εμπορίου ερμηνεύεται με ευρύτητα από την Επιτροπή και το Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, η συνύπαρξη του κοινοτικού δικαίου και των εθνικών δικαίων του ανταγωνισμού ορισμένες φορές οδηγεί στην παράλληλη εφαρμογή των αντίστοιχων κανόνων τους.

Η ύπαρξη επιπτώσεων στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών χρησιμεύει επίσης για να καθορισθεί ο τομέας εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού έναντι τρίτων χωρών. Πράγματι, το ευρωπαϊκό δίκαιο του ανταγωνισμού μπορεί να εφαρμοστεί σε συμφωνίες ή συμπεριφορές, οι δράστες των οποίων είναι εγκατεστημένοι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στο μέτρο που οι συμφωνίες αυτές ή οι συμπεριφορές περιορίζουν τον ανταγωνισμό στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και επηρεάζουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Οι κανόνες του δικαίου του ανταγωνισμού της συνθήκης ΕΚ περιλαμβάνονται στα άρθρα 81 έως 89 της συνθήκης.

Το Συμβούλιο των υπουργών της ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 83 της συνθήκης, έχει ως αποστολή να θεσπίζει τους αναγκαίους κανονισμούς για την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στα άρθρα 81 και 82. Τα άρθρα 84 και 85 της συνθήκης προβλέπουν τις αντίστοιχες εξουσίες που διαθέτουν η Επιτροπή και οι αρχές των κρατών μελών για την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, ήτοι από της ενάρξεως ισχύος των διατάξεων που θεσπίστηκαν από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 83 (http://europa.eu/old- address.htm#anArt82).

1.3 Σκοποί εργασίας

Οι σκοποί της ερευνητικής αυτής εργασίας είναι συνοπτικά οι εξής:

• η παρουσίαση των κανόνων ανταγωνισμού (άρθρα 81 και 82 ΣυνθΕΚ), που πρέπει να ακολουθούν οι επιχειρήσεις στην ενιαία εσωτερική αγορά, δηλαδή, τις απαγορεύσεις των ασυμβίβαστων προς την κοινή αγορά συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών καθώς και την απαγόρευση της κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά

• η ανάλυση του νέου εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, που εξέδωσε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να καθορίσει τις ελεγκτικές της τήρησης των παραπάνω άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ αρμοδιότητες της Επιτροπής

(11)

• η ανάδειξη της σχέσης των παραπάνω ουσιαστικών και θεσμικών ρυθμίσεων με της αντίστοιχες της ελληνικής έννομης τάξης, που εφαρμόζονται από την Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού

• η παρουσίαση περιπτώσεων (cases), που είναι χαρακτηριστικές για την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, με σκοπό την άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων για τη συμπεριφορά τόσο των επιχειρήσεων όσο και των αρμόδιων κοινοτικών αρχών.

(12)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣυνθΕΚ

2.1 Οι κανόνες Ανταγωνισμού της ΣυνθΕΚ

Άρθρο 81 (πρώην άρθρο 85)

Απαγόρευση περιοριστικών τον ανταγωνισμού συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών

1. Είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύναται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς και ιδίως εκείνες οι όποιες συνίστανται:

α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής

β) στην περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων

γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού

δ) στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων παροχών, έναντι των εμπορικών συναλλασσόμενων, με αποτέλεσμα να περιέχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό

ε) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών

2. Οι απαγορευμένες δυνάμει του παρόντος άρθρου συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δύναται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες:

• Σε κάθε συμφωνία ή κατηγορία συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων

• Σε κάθε απόφαση ή κατηγορία αποφάσεων ανώσεων επιχειρήσεων

(13)

• Σε κάθε εναρμονισμένη πρακτική ή κατηγορία εναρμονισμένων πρακτικών, η οποία συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει, και η οποία

α) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών

β) δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων.

Άρθρο 82 (πρώην άρθρο 86)

Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως

Είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματος της.

Η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως:

α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη δίκαιων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής

β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως επί ζημία των καταναλωτών

γ) στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων, με αποτέλεσμα να περιέχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό

δ) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, πρόσθετων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

Άρθρο 83 (πρώην άρθρο 87)

Έκδοση κανονισμών και οδηγιών για την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82

1. Οι αναγκαίοι κανονισμοί ή οδηγίες για την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στα άρθρα 81 και 82 θεσπίζονται από το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

(14)

2. Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 διατάξεις έχουν ως σκοπό ιδίως:

α) να εξασφαλίσουν την τήρηση των απαγορεύσεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, και του άρθρου 82 με την πρόβλεψη προστίμων και χρηματικών ποινών

β) να καθορίσουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη της εξασφαλίσεως αποτελεσματικής επιβλέψεως και της απλουστεύσεως κατά το δυνατόν του διοικητικού ελέγχου

γ) να ορίσουν, εφόσον είναι ανάγκη, το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 επί των διαφόρων οικονομικών κλάδων

δ) να οριοθετήσουν τα καθήκοντα της Επιτροπής και του Δικαστηρίου κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου

ε) να καθορίσουν τη σχέση μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών αφενός, και των διατάξεων του παρόντος τμήματος καθώς και εκείνων που θα θεσπισθούν κατ’

εφαρμογή του παρόντος άρθρου αφετέρου.

Άρθρο 84 ( πρώην άρθρο 88) Μεταβατική διάταξη

Μέχρις ενάρξεως της ισχύος των διατάξεων που θα θεσπιστούν κατ’

εφαρμογή του άρθρου 83, οι αρχές των κρατών μελών αποφασίζουν σχετικά με το επιτρεπτό των συμφωνιών, καθώς και με την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως εντός της κοινής αγοράς, σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας τους και με τις διατάξεις των άρθρων 81, ιδίως παράγραφος 3, και 82.

Άρθρο 85 (πρώην άρθρο 89) Διαδικασία επί παραβάσεων

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 84 η Επιτροπή μεριμνά για την πραγμάτωση των αρχών που καθορίζονται στα άρθρα 81 και 82. Εξετάζει, κατόπιν αιτήσεως κράτος μέλους ή αυτεπαγγέλτως, συνεργαζόμενη με τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών που οφείλουν να τις παρέχουν τη συνδρομή τους, τις παρεμβάσεις εικονιζόμενων παραβάσεων των ανωτέρω αρχών. Αν διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως,προτείνει τα κατάλληλα μέτρα για τον τερματισμό της.

2. Αν δεν τερματιστούν οι παραβάσεις, η Επιτροπή βεβαιώνει την παράβαση των ανωτέρω αρχών με αιτιολογημένη απόφαση. Δύναται να δημοσιεύσει την απόφαση της και να επιτρέψει στα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, των οποίων καθορίζει τους όρους και τις λεπτομέρειες.

(15)

Άρθρο 86 (πρώην άρθρο 90)

Δημόσιες ή προνομιούχες επιχειρήσεις,. Επιχειρήσεις γενικού ή οικονομικού συμφέροντος ή με χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου

1. Τα κράτη μέλη δε θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της παρούσας Συνθήκης, ιδίως προς εκείνους των άρθρων 12 και 81 μέχρι και 89, προς τις δημόσιες επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα.

2. Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με την διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντεκείτο προς το συμφέρον της κοινότητας.

3. Η Επιτροπή μεριμνά για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και απευθύνει, εφόσον είναι ανάγκη, κατάλληλες οδηγίες ή αποφάσεις προς τα κράτη μέλη (Κουτσούκης, 2005)

2.2. Η προσπάθεια εκσυγχρονισμού των κανόνων εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 ΣυνΘΕΚ

Η Επιτροπή, πάντως, παρά την απόρριψη της γερμανικής πρότασης, αποφάσισε να επιχειρήσει μια γενναία μεταρρύθμιση των κανόνων εφαρμογής του δικαίου ανταγωνισμού, η οποία ξεκίνησε το 1999 με την έκδοση της Λευκής Βίβλου για τον εκσυγχρονισμό των κανόνων εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ (Επιτροπή, Λευκή Βίβλος για τον εκσυγχρονισμό των κανόνων εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ, ΕΕ C 132 της 12.5.1999) και ολοκληρώθηκε με την έκδοση του Κανονισμού 1/2003 από το Συμβούλιο, καθώς και των συνοδευτικών επεξηγηματικών ανακοινώσεων και κατευθυντήριων γραμμών, ο οποίος εφαρμόζεται πλέον των τριών ετών. Ο βασικός στόχος της Επιτροπής ήταν ένας: να αυξήσει όσο γίνεται περισσότερο την αποτελεσματικότητα της πολιτική της εναντίον των περιορισμών του ανταγωνισμού (Ehlermann, 2000).

(16)

Στην υπηρεσία αυτού του στόχου η Επιτροπή θέτει ορισμένα μέσα, τα οποία στη Λευκή Βίβλο παρουσιάζονται ως κύριοι στόχοι της μεταρρύθμισης.

Σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο, η Επιτροπή «πρέπει να έχει στη διάθεσή της ένα διαδικαστικό πλαίσιο που θα της παρέχει τη δυνατότητα, κατά πρώτον, να επικεντρώσει τις δραστηριότητές της στην καταπολέμηση των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού και, κατά δεύτερον, να συγκατατεθεί στην αποκεντρωμένη εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, διατηρώντας παράλληλα τη συνοχή της πολιτικής ανταγωνισμού στην Κοινότητα. Τέλος, η Επιτροπή κρίνει ότι το διαδικαστικό πλαίσιο πρέπει να ελαφρύνει το φόρτο εργασίας των επιχειρήσεων, παρέχοντας τους παράλληλα ικανοποιητικού επιπέδου ασφάλεια του δικαίου» (Επιτροπή,1999).

Το βασικό πρόβλημα της Επιτροπής είναι ο φόρτος εργασίας. Αναγκάζεται να ασχολείται με ήσσονος σημασίας υποθέσεις, οι οποίες την παρεμποδίζουν να επικεντρωθεί στις σοβαρές παραβάσεις του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή μπορούσε να ακολουθήσει δύο δρόμους: είτε να βελτιώσει το καθεστώς έγκρισης, το οποίο εγκαθίδρυσε ο Κανονισμός 17, σύμφωνα με το οποίο οι περιοριστικές του ανταγωνισμού συμπράξεις απαγορεύονται εξαρχής και αίρονται μόνο με διαπλαστική απόφαση της αρμόδιας αρχής, είτε να διαφοροποιηθεί εντελώς από την υπάρχουσα κατάσταση και να επιλέξει ένα καθεστώς εκ του νόμου εξαίρεσης, όπου η απαγόρευση των περιοριστικών συμφωνιών δεν εφαρμόζεται σε αυτές που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος. Στο πλαίσιο του υπάρχοντος καθεστώτος έγκρισης είχαν διατυπωθεί πολλές απόψεις με σκοπό τη βελτίωσή του.

2.2.1. Τροποποίηση της ερμηνείας του άρθρου 81 ΣυνΘΕΚ

Μία πρώτη εναλλακτική λύση ήταν η τροποποίηση της ερμηνείας του άρθρου 81 ΣυνθΕΚ. Είχε προταθεί να ερμηνεύονται στενότερα οι έννοιες του «περιορισμού του ανταγωνισμού» και της «επίδρασης στο διακοινοτικό εμπόριο».

Η Επιτροπή δέχεται ότι έχει υιοθετήσει μια φορμαλιστική προσέγγιση της έννοιας του «περιορισμού του ανταγωνισμού» η οπoία οδήγησε σε μία ευρεία ερμηνεία της έρευνας αυτής. Στη Λευκή Βίβλο η Επιτροπή υποσχέθηκε ότι θα υιοθετήσει μία περισσότερο ουσιαστική προσέγγιση, βασισμένη σε οικονομικά κριτήρια (Επιτροπή,1999).

(17)

2.2.2. Αποκεντρωμένη εφαρμογή του άρθρου 81 παρ. 3 Συν8ΕΚ

Η δεύτερη εναλλακτική λύση αφορούσε στην αποκεντρωμένη εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 81 Συν8ΕΚ. Υποστηρίχθηκε ότι έπρεπε να επιτραπεί στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού να εφαρμόζουν πλήρως το άρθρο 81 ΣυνθΕΚ λαμβάνοντας διαπλαστικές αποφάσεις εξαίρεσης (Επιτροπή, 1999). Για τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και της Επιτροπής είχαν προταθεί διάφορα κριτήρια, όπως η αρχή της κατανομής με βάση το κέντρο βάρους κάθε υπόθεσης (Bundeskartellamt, 1998) ή η αρχή κατανομής με βάσει τα κατώτατα όρια του κύκλου εργασιών, σύμφωνα με το πρότυπο του κανονισμού 4064/89 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων.

2.2.3. Η διεύρυνση εφαρμογής παρ. 2 άρθρου 4 Κανονισμός 17

Η Τρίτη εναλλακτική λύση αφορούσε τη διερεύνηση του πεδίου εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 4 του κανονισμού 17, το οποίο απαλλάσσει ορισμένες συμφωνίες από την προηγούμενη κοινοποίηση. Και αυτή η πρόταση κρίθηκε αλυσιτελής, γιατί δε μειώνει τον αριθμό των κοινοποιήσεων και εμποδίζει συνεπώς την Επιτροπή να ασχοληθεί με την καταπολέμηση των σπουδαιότερων παραβάσεων του ανταγωνισμού(Επιτροπή, 1999).

2.2.4. Απλούστευση των διαδικασιών

Τέλος, η τέταρτη εναλλακτική λύση που συζητήθηκε στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων για την έκδοση της Λευκής Βίβλου αφορούσε στην απλούστευση των διαδικασιών που εισήχθησαν με τον Κανονισμό 17. Οι προτάσεις αφορούν κυρίως την κατάργηση των μεταφράσεων σε όλες τις κοινοτικές γλώσσες τόσο των δημοσιεύσεων που γίνονται στο πλαίσιο του άρθρου 19 παρ. όσο και των αποφάσεων, καθώς και στην απλούστευση των διαβουλεύσεων της συμβουλευτικής επιτροπής.

Παρά, πάντως τη σχετική ελάφρυνση του φόρτου εργασίας της Επιτροπής, ούτε και η πρόταση μειώνει τον αριθμό των κοινοποιημένων υποθέσεων. Αντιθέτως, κρίθηκε ότι υπάρχει ο κίνδυνος τα μέτρα αυτά να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να κάνουν περισσότερες κοινοποιήσεις (Επιτροπή,1999). Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμά η Επιτροπή να μη μπορεί να επικεντρώσει τις δυνάμεις της στις σοβαρές περιοριστικές πρακτικές οι οποίες, όπως σημειώνει η Λευκή Βίβλος, κοινοποιούνται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (Επιτροπή,1999).

(18)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ 1/2003

3.1 Το ισχύσαν δίκαιο και οι αδυναμίες του

Η εγκαθίδρυση καθεστώτος που να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό στην κοινή αγορά (άρθρο 3 στ της ΣυνθΕΚ), βασική πολιτική της Κοινότητας για την εκπλήρωση της αποστολής της, εξειδικεύεται στα άρθρα 81 έως 86 ΣυνθΕΚ. Στόχος των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού είναι η προστασία του ανταγωνισμού και δι’

αυτής η αύξηση της ευημερίας του καταναλωτή και η εξασφάλιση αποτελεσματικής κατανομής των πόρων. Για την εφαρμογή τους θεσπίστηκε ο Κανονισμός 17/62 του Συμβουλίου, ο οποίος ίσχυσε μέχρι 30-4-2004.

Τα χαρακτηριστικά του Κανονισμού 17/62 ήταν τα εξής(Κουτσούκης, 2005):

• καθιέρωση συστήματος κοινοποίησης των συμπράξεων,

• αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής στην εφαρμογή του άρθρου 81 παρ.

3 (πρώην 85 παρ. 3)Συν8ΕΚ.

Οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού και τα εθνικά δικαστήρια μπορούσαν να εφαρμόσουν το άρθρο 81 παρ. 1 και το άρθρο 82, καθότι κρίθηκε από τη νομολογία του ΔΕΚ ότι οι διατάξεις αυτές έχουν άμεση ισχύ και είναι άμεσα εφαρμόσιμες.

Το σύστημα αυτό αν και ήταν ικανοποιητικό για μια κοινότητα των αρχικών έξι κρατών θα παρουσίαζε σημαντικές αδυναμίες για μια κοινότητα των 25 κρατών μελών. Η πρώτη αδυναμία εντοπίζεται στη μη δυνατότητα να διασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή με την αποκλειστική αρμοδιότητα στην εφαρμογή του άρθρου 81 παρ. 3 δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στον μεγάλο όγκο υποθέσεων, ενώ παράλληλα παρεμποδίζονταν σημαντικά οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού και τα δικαστήρια στην εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Παραπέρα το σύστημα των κοινοποιήσεων δεν κρίθηκε από την πείρα ικανό να οδηγήσει στην αποκάλυψη σοβαρών παραβιάσεων, ενώ από την άλλη δημιουργούσε σημαντικό κόστος στις επιχειρήσεις. Εξάλλου η ανάγκη έκδοσης απόφασης επί των κοινοποιημένων συμφωνιών (συμπράξεων), Πέρα από την προσπάθεια της Επιτροπής να αμβλύνει το πρόβλημα με τη θέσπιση Κανονισμών απαλλαγής κατηγοριών συμπράξεων, δημιουργούσε σημαντική ανασφάλεια δικαίου στις επιχειρήσεις, καθότι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν για το σύννομο των συμφωνιών τους μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

(19)

3.1.1. Η πρόταση για δημιουργία ειδικής ανεξάρτητης αρχής για την προστασία του ανταγωνισμού

Η αναποτελεσματικότητα του συστήματος του Κανονισμού 17 οδήγησε τη Γερμανία να προτείνει τη δημιουργία μιας ειδικής υπηρεσίας για τον ανταγωνισμό ανεξάρτητης από την Επιτροπή, σύμφωνα με το πρότυπο του «Bundeskartellant», της γερμανικής επιτροπής ανταγωνισμού (Wolf, 1999). Σύμφωνα με τους εμπνευστές της δημιουργίας μιας ανεξάρτητης κοινοτικής επιτροπής ανταγωνισμού, η επιτροπή αυτή θα βοηθούσε στην αποτελεσματικότερη εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού για τρεις κυρίως λόγους (Nordmann,1997):

1. Μόνο μία ανεξάρτητη αρχή είναι ικανή να εφαρμόσει την κοινοτική πολιτική ανταγωνισμού και όχι η Επιτροπή, η οποία είναι ευάλωτη σε πολιτικές επιρροές.

2. Μια ανεξάρτητη αρχή μπορεί να λειτουργήσει με διαφάνεια και αντικειμενικότητα, έχοντας ως γνώμονα στις αποφάσεις της κριτήρια ανταγωνισμού και όχι βιομηχανικής πολιτικής.

3. Μια υπηρεσία περισσότερο ευέλικτη από την Επιτροπή μπορεί να εγγυηθεί μια διαδικασία πιο γρήγορη και περισσότερο ευαίσθητη στις ανάγκες και τι απαιτήσεις της αγοράς.

Παρά τα πλεονεκτήματα αυτά, η πρόταση για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης κοινοτικής επιτροπής ανταγωνισμού συνάντησε τις έντονες αντιδράσεις της Επιτροπής και τελικά απορρίφθηκε. Το κυριότερο επιχείρημα εναντίον της ήταν ότι η δημιουργία μιας τέτοιας είναι πιθανόν να δημιουργήσει προβλήματα στην ενιαία εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού (Ehlermann,2000).

Σύμφωνα με τον K. Van Miert, οι κοινοτικοί κανόνες του ανταγωνισμού αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και η Επιτροπή είναι η μόνη κατάλληλη αρχή για την εφαρμογή τους. Η δημιουργία μιας ανεξάρτητης κοινοτικής επιτροπής ανταγωνισμού μπορεί να αποδειχθεί ακατάλληλη να προωθήσει τους στόχους του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και να συμβαίνει στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ( Van Miert,1996).

Ενδεχομένως, η Επιτροπή δεν επιθυμούσε να μοιραστεί την εξουσία της κατά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού.

(20)

3.2. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 κ 82 της συνθήκης.

Το συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχοντας υπόψη τη συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, την πρόταση της Επιτροπής, τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινοτικής Επιτροπής, εξέδωσε τον παρακάτω Κανονισμό:

Κεφάλαιο 1 ΑΡΧΕΣ Άρθρο 1

Εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης

1. Οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες υπάγονται στο άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 82 παράγραφος 3 της συνθήκης απαγορεύονται, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης .

2. Οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες υπάγονται στο άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης και πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης δεν απαγορεύονται, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης.

3. Η καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 82 της συνθήκης απαγορεύεται, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης.

Άρθρο 2

Βάρος αποδείξεως

Στο πλαίσιο του συνόλου των εθνικών και των κοινοτικών διαδικασιών εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης, η απόδειξη της παράβασης του άρθρου 81 παράγραφος 1 ή του άρθρου 82 της συνθήκης βαρύνει το μέρος ή την αρχή που ισχυρίζεται την παράβαση. Η απόδειξη ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του

(21)

άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείταιτη διάταξη αυτή.

Άρθρο 3

Σχέση μεταξύ των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης και των εθνικών νομοθεσιών ανταγωνισμού

1. Οσάκις οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφαρμόζουν επίσης το άρθρο 81 της συνθήκης, στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές. Όταν οι αρχές ανταγωνισμού σε τυχόν καταχρηστική πρακτική που απαγορεύεται από το άρθρο 82 της συνθήκης, εφαρμόζουν επίσης τι άρθρο 82 της συνθήκης .

2. Η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση συμφωνιών, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, αλλά οι οποίες δεν επηρεάζουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, ή οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν και εφαρμόζουν ή να επιβάλουν κυρώσεις σε μονομερή συμπεριφορά στην οποία επιδίδονται επιχειρήσεις.

3. Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών και λοιπών διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας, οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται όταν οι αρχές ανταγωνισμού και τα δικαστήρια των κρατών μελών εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία περί ελέγχου των συγχωνεύσεων, ούτε αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που επιδιώκουν κατ’ εξοχήν στόχο διάφορο του επιδιωκόμενου από τα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης.

(22)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ

Άρθρο 4

Αρμοδιότητες της επιτροπής

Για την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης, η επιτροπή διαθέτει τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 5

Αρμοδιότητες των άρχων ανταγωνισμού των κρατών μελών

Οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών είναι αρμόδιές να εφαρμόζουν τα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Προς το σκοπό αυτό δύναται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, να εκδίδουν τις ακόλουθες αποφάσεις:

• Για την παύση της παράβασης

• Για την λήψη προσωρινών μέτρων

• Για την αποδοχή ανάληψης δεσμεύσεων

• Για την επιβολή προστίμου, χρηματικής ποινής ή κάθε άλλης κύρωσης προβλεπόμενης από την εθνική τους νομοθεσία.

Εάν με βάση τις πληροφορίες που διαθέτουν διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις μιας απαγόρευσης, δύναται επίσης να αποφαίνονται ότι δεν συντρέχει λόγος δράσης από μέρος τους.

Άρθρο 6

Αρμοδιότητες των εθνικών δικαστηρίων

Τα εθνικά δικαστήρια έχουν την αρμοδιότητα να εφαρμόζουν τα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης.

(23)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Άρθρο 7

Διαπίστωση και παύση της παράβασης

1. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει, κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως, παράβαση του άρθρο 81 και 82 της συνθήκης, δύναται να υποχρεώσει με απόφαση της, τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να θέσουν τέλος στη διαπιστωθείσα παράβαση. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή δύναται να τους επιβάλλει μέτρα συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα, ανάλογα προς τη διαπραχθείσα παράβαση και αναγκαία για την παύση της. Μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνο στην περίπτωση που είτε δεν υφίστανται εξίσου αποτελεσματικά μέτρα συμπεριφοράς είναι ενδεχομένως οχληρότερα από τα μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα. Εφόσον έχει σχετικό έννομο συμφέρον, η Επιτροπή μπορεί επίσης να διαπιστώνει ότι η παράβαση έχει διαπραχθεί στο παρελθόν.

2.Νομιμοποιούνται να υποβάλουν καταγγελία σύμφωνα με την παράγραφο 1 τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αποδεικνύουν ότι έχουν σχετικό έννομο συμφέρον, καθώς και τα κράτη μέλη.

Άρθρο 8

Προσωρινά μέτρα

1. Σε περίπτωση κατεπείγουσας λόγω κινδύνου σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης του ανταγωνισμού, η Επιτροπή, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως μπορεί με βάση την πρώτης όψεως διαπίστωση παράβασης, να διατάξει με απόφαση της τη λήψη προσωρινών μέτρων.

2. Οι αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 1 εφαρμόζονται για ορισμένο χρονικό διάστημα και δύναται να παραταθούν εφ’ όσον αυτό είναι απαραίτητο και ενδεδειγμένο.

Άρθρο 9

Αναλήψεις δεσμεύσεων

1. Όταν η επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί την παύση μιας παράβασης και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προσφέρονται να αναλάβουν ορισμένες δεσμεύσεις για να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις της

(24)

Επιτροπής κατά την προκαταρκτική της εκτίμηση, τότε η Επιτροπή δύναται με απόφαση της να καταστήσει αυτές τις δεσμεύσεις υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις.

Η απόφαση της Επιτροπής δύναται να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και πρέπει να συμπεραίνει ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να αναλάβει δράση ε Επιτροπή.

2. Η Επιτροπή δύναται κατόπιν αιτήματος ή αυτεπαγγέλτως να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία:

• Σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των γεγονότων στα οποία βασίσθηκε η απόφαση

• Αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αθετήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, ή

• Αν η απόφαση έχει στηριχθεί σε ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες των εμπλεκόμενωνμερών

Άρθρο 10

Διαπίστωση του ανεφάρμοστου

Εφόσον το απαιτεί ο κοινοτικό δημόσιο συμφέρον σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης, η Επιτροπή αυτεπαγγέλτως να αποφανθεί με απόφαση της ότι το άρθρο 81 της συνθήκης δεν είναι εφαρμοστέο ως προς μια συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική, είτε επειδή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης είτε επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης είτε επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης.

Η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε ανάλογη διαπίστωση αναφορικά με το άρθρο 82 της συνθήκης.

(25)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 11

Συνεργασία μεταξύ της επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών

1. Η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών συνεργάζονται στενά για την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού.

2. Η Επιτροπή διαβιβάζει στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών αντίγραφο των σημαντικότερων στοιχείων πουέχει συλλέξει με σκοπό την εφαρμογή των άρθρων 7, 8, 9 και 10 και του άρθρού 29 παράγραφος 1. Κατόπιν αιτήσεως της αρχής ανταγωνισμού κράτους μέλους, η Επιτροπή της διαβιβάζει αντίγραφο άλλων υφισταμένων εγγράφων που είναι αναγκαία για την εκτίμηση της υπόθεσης.

3. Όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ενεργούν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 της συνθήκης, ενημερώνουν εγγράφως την Επιτροπή πριν ή αμέσως μετά την έναρξη του πρώτου τυπικού μέτρου έρευνας. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να διαβιβασθούν και στις αρχές ανταγωνισμού των λοιπών κρατών μελών.

4. Το αργότερο 30 ημέρες πριν από την έκδοση της απόφασης με την οποία θα διατάσσεται η παύση μιας παράβασης, θα γίνονται δεκτές αναλήψεις δεσμεύσεων ή θα ανακαλείται το ευεργέτημα ενός κανονισμού περί απαλλαγής κατά κατηγορία, οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ενημερώνουν την Επιτροπή. Προς το σκοπό αυτό, παρέχουν στην Επιτροπή την περίληψη της υποθέσεως, την προβλεπόμενη απόφασή ή, εάν δε ληφθεί απόφαση, κάθε άλλο έγγραφο που επισημαίνει τον προτεινόμενο τρόπο δράσης. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να διαβιβαστούν και στις αρχές ανταγωνισμού των λοιπών κρατών μελών. Κατ’ αίτηση της Επιτροπής, η αρχή ανταγωνισμού που έχει κινήσει τη διαδικασία θέτει στη διάθεση της Επιτροπής άλλα έγραφα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή της και είναι αναγκαία για την εκτίμηση της υπόθεσης. Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή μπορούν να διαβιβασθούν στις λοιπές αρχές ανταγωνισμού των λοιπών κρατών μελών. Οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού μπορούν επίσης να ανταλλάξουν μεταξύ τους πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτίμηση υπόθεσης της οποίας έχουν επιληφθεί δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης,

Referências

Documentos relacionados

Ο στόχος της παρούσας μελέτης είναι να διερευνηθεί το κατά πόσο η διαφάνεια των εσωτερικών αγορών, η στήριξη των κυβερνήσεων προς τις επιχειρήσεις, η δυναμική των εσωτερικών αγορών, οι