• Nenhum resultado encontrado

Ελκυστικότητα και τουρισμός στα νησιά του Αιγαίου

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Ελκυστικότητα και τουρισμός στα νησιά του Αιγαίου"

Copied!
43
0
0

Texto

(1)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

ΕΛΚΥΣΤΙKΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ιωάννου Κυριάκος Πτυχιακή Διατριβή

Επιβλέπων Καθηγητής Κίζος Αθανάσιος

Μυτιλήνη 2014

(2)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Με την ολοκλήρωση της πτυχιακής μου εργασίας θα ήθελα να ευχαριστήσω τους ανθρώπους που προσέφεραν την βοήθεια τους για την διεκπεραίωση της.

Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κύριο Κίζο Αθανάσιο που μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί του στο συγκεκριμένο θέμα συνδυάζοντας τις γνώσεις που απέκτησα κατά την διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών μου και ιδιαίτερα στο μάθημα «Νησιωτική Γεωγραφία». Η βοήθεια του καθώς και η καθοδήγηση του στην κατανόηση του θέματος ήταν πολύτιμη. Απόλυτα πρόθυμος με βοηθούσε σε κάθε πρόβλημα που είχα να αντιμετωπίσω.

Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω το επιστημονικό προσωπικό του τμήματος Γεωγραφίας και ιδιαίτερα την Κα Καράμπελα Σοφία για την ανυπολόγιστη ηθική υποστήριξη τους καθώς και για την συμβολή τους στην ολοκλήρωση της μελέτης αυτής.

Σημαντικότερος παράγοντας για την ολοκλήρωση της πτυχιακής μου εργασίας αλλά και για την ολοκλήρωση των σπουδών στάθηκε η στήριξη όλων των μελών της οικογένειας μου.

(3)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η παρούσα πτυχιακή εργασία με θέμα «Ελκυστικότητα και τουρισμός στα νησιά του Αιγαίου» εκπονήθηκε από τον Ιωάννου Κυριάκο φοιτητή στο τμήμα Γεωγραφίας του πανεπιστημίου Αιγαίου, υπό την επίβλεψη του καθηγητή Κίζου Αθανασίου στην Μυτιλήνη το 2014.

Σκοπός της εργασίας είναι να εξεταστεί η σχέση της ελκυστικότητας και του τουρισμού στα νησιά του Αιγαίου, λαμβάνοντας υπόψη την τυπολογία των νησιών ως προς τον τουρισμό τους.

Αρχικά ορίζεται η περιοχή μελέτης χωρίζοντας τα νησιά σε τρεις κατηγορίες, τα νησιά που εξαρτώνται από charter ,τα τουριστικά νησιά και τα παραθεριστικά νησιά.

Στη συνέχεια γίνετε γενική αναφορά στα νησιά που επιλέχθηκαν καθώς και για στα δεδομένα που συλλέχθηκαν.

Για την ελκυστικότητα μετρήθηκε η συχνότητα και η μέση διάρκεια εβδομαδιαίων δρομολογίων, η μεταβολή του πληθυσμού καθώς και το ποσοστό του ενεργού απασχολούμενου πληθυσμού για κάθε κλάδο. Αντίστοιχα για τον τουρισμό η μεταβολή του ξενοδοχειακού δυναμικού σε ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια, οι αφίξεις ανά μέσο μεταφοράς και η μεταβολή των διανυκτερεύσεων σε ξενοδοχεία όσο και σε ενοικιαζόμενων δωματίων. Μετά από την μελέτη γίνεται παρουσίαση των αποτελεσμάτων για την ελκυστικότητα όσο και για τον τουρισμό .

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως η σχέση ελκυστικότητας και τουρισμού είναι καθαρά ελαστική και αμφίδρομη. Δηλαδή αυξανομένης της ελκυστικότητας ενός νησιού αυξάνεται ταυτόχρονα και ο τουρισμός του και το αντίθετο.

(4)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ... 3

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ ... 5

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ... 6

1. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ... 8

1.1. Τα νησιά – Ορισμοί νησιών ... 8

1.2. Νησιωτικότητα ... 11

1.3. Ελκυστικότητα ... 14

1.4. Τουρισμός ... 17

1.4.1. Τα πλεονεκτήματα του τουριστικού προϊόντος της Ελλάδας ... 19

2. ΜΕΘΟΔΟΙ –ΔΕΔΟΜΕΝΑ ... 20

2.1. Περιοχή μελέτης (γενικά χαρακτηριστικά) ... 20

2.2 Τυπολογία νησιών ... 22

2.2.1. Χαρακτηριστικά των νησιών ... 23

2.3 Δείκτες - Δεδομένα ... 26

3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ... 31

3.1. Ελκυστικότητα ... 31

3.2. Τουρισμός ... 34

3.3. Σχέση Ελκυστικότητας και Τουρισμού ... 39

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ... 40

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ... 42

(5)

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ

Πίνακας 1: Τυπολογία ελληνικών νησιών βάση του τουρισμού.

Πίνακας 2: Τα επιλεγμένα νησιά για την έρευνα και γενικά χαρακτηριστικά τους.

Πίνακας 3: Συχνότητα και μέση διάρκεια ταξιδιού εβδομαδιαίος στα νησιά της έρευνας .

Πίνακας 4: Ποσοστά απασχολουμένων για όλους τους τομείς απασχόλησης στα νησιά μελέτης.

Πίνακας 5: Πληθυσμός και η μεταβολή του ανά δεκαετία για την χρονική περίοδο 1991-2011.

Πίνακας 6: Ξενοδοχειακό δυναμικό και η μεταβολή του για την χρονική περίοδο 2010-2012.

Πίνακας 7: Δυναμικό ενοικιαζόμενων δωματίων για το έτος 2012.

Πίνακας 8: Αφίξεις ανά μέσω μεταφοράς για το έτος 2011.

Πίνακας 9: Διανυκτερεύσεις και η μεταβολή τους για την χρονική περίοδο 2007- 2009.

Πίνακας 10: Διανυκτερεύσεις ενοικιαζόμενων δωματίων για το έτος 2012.

Πίνακας 11: Κλίνες ανά έκταση για το έτος 2012.

Πίνακας 12: Κλίνες ανά κάτοικο για το έτος 2011.

(6)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά είναι γνωστό σε όλους ότι απορροφούν τον μεγαλύτερο όγκο τουριστών κάθε χρόνο. Μάλιστα κάποια από αυτά, όπως η Σαντορίνη, είναι σε προτίμηση ο πρώτος τουριστικός προορισμός ανά τον κόσμο. Επίσης όλοι γνωρίζουν ότι ο τουρισμός αποτελεί τον κυριότερο τομέα οικονομικής δραστηριότητας στον ελλαδικό χώρο. Ως εκ τούτου η ελκυστικότητα των νησιών του Αιγαίου αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα αυτής της δραστηριότητας. Παρόλα αυτά το μοντέλο μαζικού τουρισμού των νησιών απαιτεί και μεγαλύτερες προσαρμογές και από τους ντόπιους. Η σημαντικότερη από αυτές τις προσαρμογές είναι η δημιουργία μιας ολόκληρης υποδομής (όπως ξενοδοχεία – μεταφορές – εστιατόρια - φυσικό περιβάλλον – πολιτιστικό περιβάλλον )που αποκλειστικό τους στόχο έχουν την ελκυστικότητα και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.

Παρά το γεγονός ότι ο τουρισμός αποτελεί τη “βαριά βιομηχανία” της ελληνικής οικονομίας εν τούτοις η αντιμετώπιση του από μέρους πολιτείας, είναι φορολογική και αντιαναπτυξιακή. Στον κλάδο του τουρισμού έμμεσα, η άμεσα, επιβάλλονται αμέτρητα είδη φόρων, με αποτέλεσμα την αύξηση της τελικής τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής. Έτσι το γεγονός αυτό δρα αρνητικά στην ελκυστικότητα των ελληνικών νησιών και ταυτόχρονα δεν αυξάνει τον τουρισμό.

Η παρούσα έρευνα έχει ως θέμα την «ελκυστικότητα και τον τουρισμό στα νησιά του Αιγαίου». Με βάση τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από κρατικούς φορείς και οργανισμούς, σχετικά με την ελκυστικότητα και τον τουρισμό στα επιλεγμένα νησιά, προσπαθήσαμε να βρούμε ποια είναι η μεταξύ τους σχέση και να ερμηνεύσουμε τη σχέση αυτή.

Στο πρώτο μέρος της εργασίας παρουσιάζεται η θεωρητική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας. Σε αυτό αναπτύσσονται οι βασικές έννοιες και παρουσιάζονται διάφοροι ορισμοί για τα νησιά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Παρουσιάζεται επίσης η νησιωτικότητα, η ελκυστικότητα και οι παράγοντες της και τέλος ο τουρισμός και η σημασία του για τη βιωσιμότητα του νησιώτικου χώρου.

(7)

Στο δεύτερο μέρος γίνεται αναφορά στα διοικητικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής μελέτης μας, στην τυπολογία των νησιών με βάση τον τουρισμό και την επιλογή νησιών για την έρευνα. Επίσης γίνεται αναφορά στους δείκτες όσον αφορά την ελκυστικότητα και τον τουρισμό καθώς και τη μεθοδολογία και επεξεργασία των δεδομένων μας.

Στο τρίτο μέρος παρουσιάζονται και σχολιάζονται τα αποτελέσματα των πινάκων με τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν για την ελκυστικότητα και τον τουρισμό, και για κάθε μεταβλητή μας ξεχωριστά. Και στο τέλος παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που προκύπτουν για τη μεταξύ τους σχέση.

(8)

1. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

1.1. Τα νησιά – Ορισμοί νησιών

Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις νησιωτικές χώρες, και αυτό οφείλεται στα πολυάριθμα νησιά, στις βραχονησίδες και στα νησιωτικά συμπλέγματα που βρίσκονται σε όλες τις θάλασσές της. Η ετυμολογία του όρου «νησί» προέρχεται από την λατινική λέξη insula, η οποία μεταφέρει την έννοια της απομόνωσης. Συνεπώς, η απομόνωση μπορεί να πει κανείς πως χαρακτηρίζει και τα νησιά, και κυρίως με την έννοια του περιορισμού.

Αν και όλοι γνωρίζουν γενικά τι είναι ένα νησί, ένα τμήμα ξηράς, που βρέχεται ολόγυρα από τα νερά ωκεανού, θάλασσας , λίμνης ή ποταμού, εντούτοις οι προσπάθειες αναλυτικού ορισμού και διάκρισης των νησιών από ηπειρωτικές περιοχές περιέχουν διαφοροποιήσεις από την καθιερωμένη αυτή έννοια. (Κίζος, Σπιλάνης, 2004).

Ο Μπεριάτος (2001), δεν δέχεται την έννοια του νησιού ως απλά «το κάθε κομμάτι γης το οποίο περιβάλλεται από τα νερά ωκεανού, θάλασσας, ποταμού ή λίμνης», καθώς αυτό περικλείει τον κίνδυνο να θεωρείται νησί τόσο μία ήπειρος, όσο και ένας βράχος. Έτσι, η Ε.Ε. οδηγήθηκε στο να καθορίσει με έναν πιο πλήρη ορισμό την έννοια του νησιού ως το τμήμα γης εκείνο που:

 περιβάλλεται από θάλασσα

 είναι μικρότερο από ήπειρο

 δεν καλύπτεται από θάλασσα κατά την παλίρροια

 έχει δημιουργηθεί με φυσικό τρόπο

 δεν συνδέεται με μόνιμο τρόπο με την ηπειρωτική χώρα, δηλαδή με γέφυρα ή τούνελ

 έχει μόνιμο πληθυσμό (Σοφούλης & Σπιλάνης, 1992).

Η EUROSTAT ορίζει το νησί ως ένα κομμάτι γης που έχει έκταση τουλάχιστον 1 km², του οποίου οι κάτοικοι ανέρχονται σε περισσότερους από 50, διαμένουν μόνιμα, χωρίζεται από την στεριά με κομμάτι θάλασσας πλατύτερο από 1 km² δεν συνδέεται

(9)

με την ηπειρωτική Ευρώπη με τούνελ ή με γέφυρα και δεν είναι πρωτεύουσα χώρας (EUROSTAT, 1994).

Έτσι, η Αγγλία και η Ιρλανδία δεν μπορούν να θεωρηθούν νησιά, γιατί έχουν πρωτεύουσες κρατών. Από την άλλη, ούτε η Δήλος (Ελλάδα - Κυκλάδες) μπορεί να θεωρηθεί νησί διότι έχει απογεγραμμένους 14 μόνιμους κατοίκους.

Ο Brigrand (2002) διαφοροποιεί την σημασία των φυσικών χαρακτηριστικών, και τονίζει πως η επιφάνεια του νησιού θα πρέπει να είναι τόσο μικρή ώστε το κλίμα που επικρατεί σε αυτό να επηρεάζεται πλήρως από τη θάλασσα. Δεν μπορεί κανένα χαρακτηριστικό να διαφοροποιήσει τα μικρά νησιά από τις νησίδες και τις βραχονησίδες. Τα απλά βράχια απλά ονομάζονται σκόπελοι ή ύφαλοι (Brigand, 2002).

Ο ΟΗΕ (1958) ορίζει το νησί ως το κομμάτι γης εκείνο το οποίο έχει δημιουργηθεί με φυσικό τρόπο, περιτριγυρισμένο από νερό και αναδύεται κατά τη διάρκεια της πλημμυρίδας. Έτσι, αποκλείονται τα τεχνητά νησιά (όπως τουριστικοί πολυχώροι, εξέδρες άντλησης πετρελαίου κ.α.) (Κίζος και Σπιλάνης, 2004).

Στον παραπάνω ορισμό ήρθε να προστεθεί και η εξαίρεση των «βράχων που δεν μπορούν από μόνοι τους να υποστηρίξουν μόνιμη ανθρώπινη κατοικία ή οικονομική ζωή», σύμφωνα με την Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας του 1982. Με αυτήν την σύμβαση καθορίστηκε η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και η χρήση των πόρων της, η υφαλοκρηπίδα, τα αρχιπελαγικά ύδατα και πολλά άλλα θέματα για τη χρήση της θάλασσας και την ανάπτυξη των νησιών (Dolman, 1986).

Σε αυτό το σημείο, μπορούν να επισημανθούν και κάποιοι ορισμοί που έχουν κατά καιρούς αποδοθεί για τις νησιωτικές περιφέρειες, τα νησιωτικά συμπλέγματα και τα αρχιπελάγη.

«Η νησιωτική περιφέρεια ορίζεται ως η γεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει ομάδα νησιών ή ένα μεγάλο νησί και τα χαρακτηριστικά της, κυρίως κοινωνικό- οικονομικά, τη διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες ηπειρωτικές περιφέρειες»

(Σοφούλης, 1990). Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νησιωτικής περιφέρειας σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2001), είναι η δυσχέρεια πρόσβασης στα νησιά μέλη της περιφέρειας, το μικρό τους μέγεθος και η μεγάλη απόσταση ανάμεσά

(10)

τους. Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης νησιωτική περιφέρεια μπορεί να θεωρηθεί

«τμήμα της χώρας-μέλους που περιβάλλεται από θάλασσα και δεν έχει καμία σταθερή σύνδεση με ηπειρωτική περιοχή ούτε αποτελεί την έδρα πρωτεύουσας της συγκεκριμένης χώρας1». Αξίζει να σημειωθούν και κάποιοι ορισμοί για άλλες δύο διακρίσεις των κομματιών γης που βρίσκονται σε θαλάσσιο χώρο α) αυτή του νησιωτικού συμπλέγματος και β) του αρχιπελάγους. Η πρώτη αφορά ομάδα νησιών που αλληλεξαρτώνται μεταξύ τους λειτουργικά ενώ η δεύτερη αφορά απομονωμένη ομάδα νησιών με έντονες εσωτερικές λειτουργικές διασυνδέσεις.

1 Ο ορισμός αυτός δόθηκε από το: Parlement Europeen, Resolution sur les problemes des regions insulaires de l’ Union Europeenne, A4-0118/98.

(11)

1.2. Νησιωτικότητα

Οι ορισμοί που αναφέρθηκαν και συζητήθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο ορίζουν το νησί ως μέρος του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά δεν το καθορίζουν σύμφωνα με τον κοινωνικό και οικονομικό του ρόλο σε μια οργανωμένη και προοδεύουσα κοινωνία. Δηλαδή, κρίνεται σκόπιμος ο καθορισμός του τι σημαίνει δηλαδή το νησί ως γεωγραφικός, κοινωνικός και συμβολικός χώρος, και ποια είναι η ταυτότητα τους.

Το σύνολο των παραπάνω συγκεντρώνονται στην έννοια της νησιωτικότητας. Τα νησιά έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά βάσει των οποίων διαφοροποιούνται μεταξύ τους ή ομοιάζουν (μέγεθος, πληθυσμός, γεωγραφική θέση, πολιτισμός κ.α.), αλλά έχουν και ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την ταυτότητα τους (Σπιλάνης, 1996). «Η Νησιωτικότητα είναι εκείνη η συγκεκριμένη ποιότητα της αντίληψης και της συμπεριφοράς που έχει επηρεαστεί από την ιδιαίτερη μορφή του νησιωτικού χώρου» (Σοφούλης και Νταλάκου, 1992).

Παρά την διαφορετικότητα που παρουσιάζουν τα νησιά στα παραπάνω χαρακτηριστικά, έχουν και κάποιες ομοιότητες σε χαρακτηριστικά που αφορούν την γεωγραφική τους θέση, το περιβάλλον, την δομή της κοινωνίας τους καθώς και τον τρόπο που αναπτύσσονται. Με τα χαρακτηριστικά αυτά σκιαγραφείται και καθορίζεται η ιδιαίτερη ταυτότητα των νησιών, και απαριθμούνται παρακάτω (Μωραϊτάκη και Βασιλάκης, 2007):

• Τα νησιά έχουν οριοθετημένο μέγεθος (συνήθως μικρής έκτασης), μικρό πληθυσμό και περιορισμένη ποικιλία και ποσότητα φυσικών πόρων. Έτσι έχουν περιορισμένη αναπτυξιακή ικανότητα και δράση.

• Τα νησιά αποτελούν γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές εξαιτίας του ότι περιβάλλονται από θάλασσα. Η ύπαρξη του νερού τα διαφοροποιεί σε σύγκριση με ηπειρωτικές απομακρυσμένες περιοχές.

• Τα νησιά βρίσκονται συνήθως σε μεγάλες αποστάσεις από τα μεγάλα αστικά κέντρα, γεγονός που σε συνδυασμό µε τις συγκοινωνιακές αγκυλώσεις που υπάρχουν να είναι ακόμα περισσότερο απομονωμένα.

• Λόγω της διασκόρπισης των νησιών σε διάφορα σημεία του πελάγους, δεν ευνοείται η διασύνδεση και η αλληλοβοήθεια μεταξύ των νησιών του ιδίου συμπλέγματος όσον αφορά υπηρεσίες και πόρους.

(12)

• Λόγω της τουριστικής ανάπτυξης των νησιών, παρατηρείται εποχικότητα στην οικονομική δραστηριότητα και έντονες διακυμάνσεις ανάμεσα σε χειμώνα και καλοκαίρι.

• Τα νησιά παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες όσον αφορά το κλίμα τους και το οικοσύστημά τους, τα οποία και είναι εκτεθειμένα σε ακραία φυσικά φαινόμενα.

• Σημαντικό στοιχείο των νησιωτικών περιοχών είναι ο τρόπος ζωής και η ιδιαιτερότητα σε πολιτιστικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Το σύνολο όλων των παραπάνω χαρακτηριστικών που αναφέρονται στις νησιωτικές περιοχές αποτελούν και τα συστατικά στοιχεία του όρου «νησιωτικότητα»

(Μωραϊτάκη και Βασιλάκης, 2007).

Οι ορισμοί που σχετίζονται με την νησιωτικότητα δίνουν έμφαση κυρίως στις φυσικές ιδιότητες. Όμως αυτή η οπτική είναι ελλιπής, γιατί δεν περιλαμβάνει και τις υπόλοιπες ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά των νησιών, όπως είναι η γεωγραφική, κοινωνική και συμβολική τους υπόσταση, με άλλα λόγια ποια είναι η ταυτότητα των νησιών, ή αλλιώς η νησιωτικότητα.

Η νησιωτικότητα έτσι όπως αποτυπώνεται στην βιβλιογραφία αναφέρεται όχι μόνο σε

«αντικειμενικά» χαρακτηριστικά των νησιών, αλλά και σε άυλα χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα μια «αίσθηση» μια μη μετρίσιμη κατάσταση (Σοφούλης και Νταλάκου, 1992). Η έρευνα στον χώρο της νησιωτικότητας έχει καταλήξει στην συγκρότηση 4 αξόνων για τον προσδιορισμό της, και οι οποίοι είναι οι παρακάτω:

(Eurisles, 1997 Σοφούλης, 1990 Σπιλάνης, 1996 Σοφούλης και Νταλάκου, 1992 Braudel, 1993 Σαβοριανάκης, 2000 Morey, 1993 Brigand, 1991 Patton, 1996 Καραμπάτσου-Παχάκη, 1996 Cross και Nutley, 1999).

Μέγεθος: Το μέγεθος είναι συνήθως μικρό και έχει να κάνει με τον περιορισμό στην ποσότητα και στην ποικιλία των φυσικών πόρων, περιορίζοντας έτσι την έκταση των παραγωγικών δραστηριοτήτων που μπορούν να λάβουν μέρος στο νησί, χαμηλή εμπορική δυναμική λόγω του μικρού πληθυσμού, και επίσης λόγω του διάσπαρτου πληθυσμού σε πιο μικρές τοπικές κοινότητες.

Απομόνωση: Λόγω της ασυνέχειας του χώρου τα νησιά είναι εξ ορισμού απομονωμένα αυτό το χαρακτηριστικό μεταφράζεται ως αυξημένο κόστος όσον αφορά τις εμπορικές και άλλες λειτουργίες του νησιού (αυξημένα μεταφορικά κόστη και χρονοβόρες μεταφορές). Στην περίπτωση των νησιωτικών συμπλεγμάτων

(13)

παρατηρείτε το φαινόμενο «διπλής» ή και πολλαπλής νησιωτικοτητας των μικρότερων νησιών, καθώς ορισμένα από τα μικρότερα νησιά σε αρχιπελάγη συνήθως εμφανίζουν σχέσεις εξάρτησης με κάποιο μεγάλο νησί, που λειτουργεί ως τοπικό κέντρο. Το αποτέλεσμα είναι αυξημένο κόστος σε όλες τις οικονομικές λειτουργίες που λαμβάνουν χώρο σε αυτά (κεφάλαια λειτουργίας επιχειρήσεων και διαβίωσης των κατοίκων, απόκτηση υποδομών), αυξημένο κόστος σε χρόνο και αυξημένο κόστος ενημέρωσης.

Το ιδιόμορφο και εύθραυστο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον:. Η απομόνωση και οι περιορισμένοι φυσικοί πόροι δημιουργούν σπάνια και εύθραυστα οικοσυστήματα με αυξημένη παρουσία σπανίων και ενδημικών ειδών. Ταυτόχρονα δημιουργούν και απομονωμένες κοινότητες με ιδιόμορφα πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Ιδιαίτερη βιωματική ταυτότητα: Η βιωματική ταυτότητα των νησιών αναφέρεται στο σύνολο των συμβολικών και άλλων χαρακτηριστικών των νησιών και στον τρόπο με τον οποίο αυτά γίνονται αντιληπτά από τους κατοίκους τους και τους επισκέπτες τους. Ο τρόπος με τον οποίο γίνονται αντιληπτά τα νησιά, φαίνεται ότι προβάλλει έντονα ορισμένες «εικόνες» για αυτά. Οι εικόνες αυτές κινούνται πάνω σε ένα δίπολο (Clarke, 2002 Baum, 1997 Σοφούλης και Νταλακου, 1992 Σβορωνος, 1992): α) την απομόνωση (περιορισμό στα στενά φυσικά όρια του νησιού) και β) την απεραντοσύνη που εκφράζεται από την κυρίαρχη παρουσία της θάλασσας ως ορίου και ως συνδετικού κρίκου. Για παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε δυο πολύ προβεβλημένες εικόνες για τα νησιά του Αιγαίου, σύμφωνα με τις οποίες παρουσιάζονται τα δύο «πρόσωπα» των νησιών αυτών: ως νησιά-τουριστικοί παράδεισοι το καλοκαίρι και ως μέρη απομόνωσης και τόποι εξορίας το χειμώνα (Raptis και Terkenli, 1998).

Σε κάθε περίπτωση, και αξιολογώντας και τους υπόλοιπους δείκτες που αφορούν το κατά κεφαλή ΑΕΠ, τη δημογραφία, την απασχόληση, την παραγωγικότητα, κ.α.

μπορεί κανείς να διακρίνει ότι τα νησιά της Ε.Ε. έχουν σημαντικές διαφορές με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές ηπειρωτικές περιφέρειες (Σπιλάνης, 1996). Όλα τα παραπάνω συνθέτουν το ερώτημα για το εάν η νησιωτικότητα είναι τελικά μειονέκτημα ή εκμεταλλεύσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Με την πιο πρόσφατη Κοινοτική κατηγοριοποίηση τα νησιά ανήκουν στις περιοχές με μόνιμα φυσικά εμπόδια (μαζί με τις ορεινές και τις αραιοκατοικημένες περιοχές, ΕΕ, 2002).

(14)

1.3. Ελκυστικότητα

Ο όρος ελκυστικότητα αποτελεί έναν από τους πλέον νεολογικούς όρους στη διεθνή βιβλιογραφία. Ο προσδιορισμός των παραγόντων και των συνθηκών κάτω από τις οποίες ένας χώρος, μια δραστηριότητα ή μια κατάσταση ασκεί ελκτικές δυνάμεις για την προσέλκυση ανθρώπων ή/και οικονομικών λειτουργιών απασχολεί ένα συνεχώς διευρυνόμενο τμήμα του επιστημονικού κόσμου.

Η ελκυστικότητα μιας περιοχής εξαρτάται από την οπτική που έχουν για αυτήν διαφορετικές ομάδες ατόμων και κυρίως χρησιμοποιείται για τον καθορισμό σε μια περιοχή του τόπου κατοικίας ή της έναρξης κάποιας οικονομικής δραστηριότητας. Σε σχετική προγενέστερη έρευνα, ο Κίζος (2005) είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ελκυστικότητα ενός τόπου συνδέεται άμεσα με την αντίληψη και την οπτική των κατοίκων της περιοχής, ή των ατόμων που συνδέονται με αυτήν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Συνεπώς, η ελκυστικότητα μπορεί να οριστεί ως η εικόνα μιας συγκεκριμένης περιοχής έτσι όπως την βλέπουν τα άτομα τα οποία συνδέονται με αυτήν, είτε άμεσα είτε έμμεσα (Κίζος κ.α., 2005).

Οι Σπιλάνης και συν., προτείνουν μια διάκριση της ελκυστικότητας βάσει των στοιχείων που την απαρτίζουν: την «soft» ελκυστικότητα που λαμβάνει υπόψη της και αξιολογεί την αντιληπτή εικόνα του τόπου, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις και αντιλήψεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, και για την οποία έχει γίνει ήδη αναφορά παραπάνω. Από ην άλλη πλευρά, υπάρχει και η «hard» ελκυστικότητα η οποία αναφέρεται κυρίως σε χαρακτηριστικά και αξιολογείται με τη χρήση εξειδικευμένων δεικτών. Οι δείκτες αυτοί αντικατοπτρίζουν τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά ενός τόπου, που εμφανίζουν τα πραγματική κατάσταση του τρόπου και του επιπέδου ζωής σε αυτόν. Οι δείκτες «hard» μπορούν να μετρηθούν άμεσα (π.χ. αποστάσεις, χρόνος μετακινήσεων κ.α.), ή να μετρηθούν σε φυσικές μονάδες όπως ο αριθμός των θέσεων εργασίας, οι υποδομές σε νοσοκομειακή περίθαλψη κ.α.

Σε σχετική έρευνα τους οι Σπιλάνης και συν., για την ελκυστικότητα των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, επιβεβαιώνουν ένα σημαντικό μειονέκτημα των νησιών αυτών, δηλαδή τη δυσκολία πρόσβασης και το γεγονός ότι είναι πλήρως εξαρτώμενα από το λιμάνι του Πειραιά, ενώ μεταξύ τους δεν έχουν διασύνδεση. Ακόμη, η πρόσβαση στα νησιά αυτά μετράται κυρίως με την συχνότητα των δρομολογίων από το λιμάνι του Πειραιά. Τα νησιά που ευνοούνται είναι αυτά με περισσότερο πληθυσμό και τα πιο τουριστικά. Από την άλλη πλευρά του νομίσματος, βρίσκονται τα λιγότερο

(15)

ευνοημένα νησιά τα οποία είναι πολύ μικρά και δεν έχουν συχνά δρομολόγια. Τα υφιστάμενα μέσα μεταφοράς (ταχύπλοα σκάφη, συμβατικές αεροπορικές συνδέσεις ή υδροπλάνα) αν και αλλάζουν την εικόνα κατά τον χειμώνα, δεν αποτελούν λύση ουσίας. Ακόμη, η γραφειοκρατικές δυσκολίες για επέμβαση των τοπικών διοικήσεων, αλλά και το υψηλό κόστος από την μεριά τους για εξυπηρέτηση της μεταφοράς, καθιστά ακόμα πιο δύσκολο το πρόβλημα.

Η διεθνής βιβλιογραφία που έχει ασχοληθεί με το θέμα της ελκυστικότητας και έχει διερευνήσει τις προεκτάσεις της που αφορούν κάποιες κοινωνικές ομάδες, κυρίως αναφέρεται στο σύνολο των παραγόντων εκείνων οι οποίοι είτε προσελκύουν, είτε αποτρέπουν τα άτομα για την επιλογή μιας συγκεκριμένης περιοχής για μόνιμη κατοικία ή για τόπο εργασίας Έτσι, μέσα από αυτές τις έρευνες προβάλλονται ορισμένες παράμετροι οι οποίες είναι καθοριστικές για την επιλογή του τόπου διαμονής του ατόμου και του τόπου εργασίας του. Αυτές είναι οι «υποδομές, η ασφάλεια, το κόστος αγοράς κατοικίας, η προσβασιμότητα, η πληθυσμιακή πυκνότητα, η αισθητική ποιότητα της περιοχής, το επίπεδο ρύπανσης, αλλά και θέματα που αφορούν γενικότερα στο περιβάλλον και στην ποιότητά του».

Οι θεματικές ενότητες βάσει των οποίων μπορούν να στηριχθούν οι δείκτες της ελκυστικότητας είναι οι παρακάτω (Κίζος & Σπιλάνης, 2004):

1. Ο βαθμός απομόνωσης και δυσκολίας πρόσβασης ή απομάκρυνσης στα/από τα νησιά. Με αυτήν την ενότητα ομαδοποιούνται όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ενός τόπου βάσει των φυσικών εμποδίων και δυσχερειών ώστε να το επισκεφθεί κανείς ή να μετακινηθεί από αυτό προς άλλες περιοχές.

Νησιά και ορεινές περιοχές παρουσιάζουν τέτοιες δυσκολίες (δυσκολία μετακίνησης, αποκλεισμός λόγω κακών καιρικών συνθηκών κ.α.) Η διαφορά από τις υπόλοιπες ηπειρωτικές περιοχές έγκειται στο γεγονός ότι στις νησιωτικές περιοχές δεν μπορεί εύκολα να γίνει η χρήση ιδιωτικών μέσων μεταφοράς, ενώ στις υπόλοιπες κάτι τέτοιο είναι εφικτό, και έτσι οι κάτοικοι των νησιών προσαρμόζουν τις ανάγκες τους βάσει των προγραμματισμένων δρομολογίων των πλοίων.

2. Υποδομές – Υπηρεσίες. Οι δύο αυτοί παράγοντες θέτουν την ίδια προβληματική και η διάστασή τους είναι ίδια όσον αφορά την σημαντικότητα της ύπαρξης τους σε κάποια περιοχή, αλλά δεν αρκεί για να κατανοηθεί ο βαθμός και η δυσκολία πρόσβασης στις υποδομές αυτές καθώς και η ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται.

(16)

3. Ύπαρξη ευκαιριών απασχόλησης. Η ευκαιρίες για εργασία και απασχόληση παραδοσιακά αποτελούν αιτίες μετακίνησης πληθυσμών και μετανάστευσης ακόμα και σε άλλες χώρες και ηπείρους. Προφανώς και στην περίπτωση της αξιολόγησης της ελκυστικότητας των νησιών παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο.

4. Το κοινωνικό κεφάλαιο. Με τον όρο κοινωνικό κεφάλαιο ορίζεται το σύνολο των μη οικονομικών πόρων, υλικών ή άυλων, που αποδίδονται σε άτομα ή σε ομάδα ατόμων που χαρακτηρίζονται από εμπιστοσύνη, αμοιβαιότητα και κοινά αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς, που διευκολύνουν τη συνεργασία και τη συλλογική δράση των ανθρώπων, με στόχο το γενικό συμφέρον.

5. Ασφάλεια. Η ανθρώπινη ανάγκη για αίσθηση ασφάλειας είναι δεδομένη.

6. Ποιότητα του περιβάλλοντος (φυσικού και δομημένου). Η καλή ποιότητα του περιβάλλοντος έχει άμεσες επιπτώσεις στην υγεία και την πνευματική κατάσταση των ατόμων.

Εξετάζοντας την ελκυστικότητα σε τομεακό επίπεδο ο Dyson (1995) διερεύνησε κατά πόσο ο πολιτισμός μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση της ελκυστικότητας μιας περιοχής και να οδηγήσει στην ανάπτυξή της. Οι τέχνες, με την ευρεία έννοια του όρου είναι αυθυπόστατες επιχειρήσεις με συγκεκριμένη δυναμική ανάπτυξης που πηγάζει από τον αυξημένο ελεύθερο χρόνο και το υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα του καταναλωτή. Οι ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης των πολιτιστικών δραστηριοτήτων προκαλούν, έμμεσα, θετικές επιδράσεις και στην οικονομική ανάπτυξη των περιοχών όπου αναπτύσσονται αυτές.

Ο πολιτισμός, μέσω της ποικιλίας και της ποιότητας των υποδομών που απαιτεί, επηρεάζει την οικονομική ελκυστικότητα μιας περιοχής και ιδιαίτερα την τουριστική ελκυστικότητά της. Μια σημαντική πολιτιστική υποδομή αποτελεί μέσο απόδοσης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε μια περιοχή, ιδιαίτερα στον τομέα της λιανικής πώλησης και του τουρισμού. Με τον τρόπο αυτό η “βιομηχανία της πολιτιστικής κληρονομιάς” μπορεί να αποτελέσει κατεξοχήν δυναμικό παράγοντα προσέλκυσης νέων μορφών επιχειρήσεων και, κατ’ επέκταση, νέων θέσεων εργασίας, με επακόλουθο ο κεντρικός ρόλος που δύναται να διαδραματίσει στην προώθηση της επιχειρηματικής πίστης να έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στη ζωή των μονίμων κατοίκων της εκάστοτε περιοχής.

(17)

1.4. Τουρισμός

Ο τουρισμός έχει αναδειχθεί ως μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες δραστηριότητες του αιώνα, και αυτό δεν μπορεί να μην έχει επιπτώσεις και στα ελληνικά νησιά. Έτσι, έχουν προκύψει διάφορες δημογραφικές, οικονομικές και εισοδηματικές αλλαγές οι οποίες συνδέονται με δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται με τον τουρισμό και με αυτήν την ανοδική τροχιά που διαγράφει (Haralambopoulos

& Pizam, 1996). Στην Ελλάδα, κυρίως οι νησιωτικές περιοχές έχουν αναπτυχθεί τουριστικά έναντι των υπολοίπων λόγω των φυσικών, αλλά και των πολιτιστικών τους πόρων και χαρακτηριστικών.

Η αγορά όμως αυτή μεταβάλλεται λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα τη μείωση των εισπράξεων και των κερδών των τουριστικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των ξενοδοχειακών. Το συγκεκριμένο «τουριστικό προϊόν»

βρίσκεται πλέον στη φάση της ωρίμανσης ή και της κάμψης του κύκλου ζωής του.

Επομένως, η επιμονή στην παραγωγή του κινδυνεύει να οδηγήσει σε αδιέξοδο το παραγωγικό σύστημα των νησιών. Παράλληλα, η εφαρμογή του μαζικού τουρισμού στα νησιά της Ελλάδας είχε ως αποτέλεσμα αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις και στην καθημερινότητα των κατοίκων. Ταυτόχρονα, η ταχύτητα με την οποία συνέβη η τουριστική ανάπτυξη, συμπαρέσυρε και τις επενδύσεις, οι οποίες έγιναν συχνά αλόγιστα σε μεγάλη κλίμακα, με μη αντιστρεπτά αποτελέσματα στο ευαίσθητο περιβάλλον των νησιών (Mathieson and Wall, 1982).

Ο τουριστικός κλάδος αποτελεί έναν από τους βασικότερους πυλώνες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, τόσο εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης και λόγω της κλιματικής της υπεροχής. Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, το ισοζύγιο του τουρισμού ήταν θετικό για την ελληνική οικονομία, γεγονός που καθιέρωσε τον τουρισμό ως την «βαριά» της «βιομηχανία». Παρά την μεγάλη προσφορά του τουριστικού κλάδου στα έσοδα του Κράτους, η αντιμετώπιση του από μέρους πολιτείας, είναι φορολογική και αντιαναπτυξιακή. Στον κλάδο του τουρισμού έμμεσα, η άμεσα, επιβάλλονται αμέτρητα είδη φόρων, με αποτέλεσμα την αύξηση της τελικής τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά από τα είδη φόρων, σύμφωνα πάντα με την μελέτη του καθηγητή Β. Πατσουράτη για λογαριασμό του ΣΕΤΕ (Πατσουράτης, 2000), οι οποίοι φόροι επιβάλλονται από το κράτος και έτσι να καταλάβουμε το γενικό πρόβλημα στην Ελλάδα, περί

(18)

ανταγωνιστικότητας του τουριστικού μας προϊόντος. Μερικά από τα είδη των φόρων είναι το ΦΠΑ, το τέλος χρήσης αιγιαλού, δημοτικός φόρος, τέλος επί των ακαθάριστων εσόδων κέντρων διασκέδασης, εστιατορίων κ.α. δυνητικά τέλη, τέλη που επιβάλλονται στις αεροπορικές εταιρίες όπως, τέλος διαδρομής, τέλος χρήσης αεροδρομίου (προσγείωση- παραμονή), τέλη αυτοκινήτων, ΦΠΑ στην ναύλωση σκαφών και κρουαζιερόπλοιων, και άλλοι διάφοροι φόροι είναι ο σημαντικότερος παράγοντας διαμόρφωσης της αγοράς του τουριστικού κλάδου στην Ελλάδα.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο τουρισμός αποφέρει σημαντικότατο μερίδιο στην οικονομία ετησίως. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Τουρισμού2, το έτος 2011, η συμμετοχή του τουρισμού στο συνολικό ΑΕΠ ήταν πάνω από 16%, τα έσοδα ανήλθαν σε 10,5 δισεκατομμύρια ευρώ και το ποσοστό απασχόλησης στον κλάδο (άμεσα και έμμεσα) αποτέλεσε το 18,4% της συνολικής απασχόλησης της χώρας, το οποίο σημαίνει ότι 758.300 άτομα απασχολήθηκαν στον τουριστικό κλάδο.

Αντίστοιχα σύμφωνα με την ίδια πηγή3 (Διεθνής Οργανισμός Τουρισμού), οι διεθνείς τουριστικές εισπράξεις συνέχισαν να ανακάμπτουν από την κρίση του 2009 και το 2011 ξεπέρασαν για πρώτη φορά το 1 τρις δολάρια, καταγράφοντας αύξηση σε πραγματικούς όρους 3,8% σε σχέση με το 2010. Την ίδια χρονιά η αύξηση των διεθνών αφίξεων ήταν 4,6%. Η ανάλογη πορεία αφίξεων και εισπράξεων δείχνει τη στενή σχέση των δύο δεικτών, με την αύξηση των εισπράξεων να υστερεί ελαφρώς από την αύξηση των αφίξεων σε περιόδους οικονομικών περιορισμών.

Συμπερασματικά, ο τουριστικός τομέας, παρά την οικονομική κρίση και την αβεβαιότητα που αυτή προκαλεί, εξακολουθεί να παραμένει η κύρια κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη στην ελληνική οικονομία. Το γεγονός αυτό ενισχύει την ανάγκη να υπάρξει πολιτική δέσμευση και υποστήριξη του τομέα. Ο διεθνής τουρισμός συμβάλλει σήμερα στο 30% των παγκοσμίων εξαγωγών υπηρεσιών και στο 6% των συνολικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Ως εξαγωγικός τομέας βρίσκεται στη 4η θέση παγκοσμίως, μετά τα καύσιμα, τα χημικά και τα τρόφιμα, ενώ σε πολλές χώρες κατέχει την 1η θέση.

Η ικανότητα του τουρισμού να κινεί την ανάπτυξη και να δημιουργεί θέσεις απασχόλησης πρέπει να συνοδεύεται από ανάλογες υποστηρικτές πολιτικές από την

2 Διαδικτυακός τόπος, Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, http://www2.unwto.org ημ. πρόσβασης 20/02/2014

3 Διαδικτυακός τόπος, Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, http://www2.unwto.org ημ. πρόσβασης 20/02/2014

(19)

πολιτεία. Γι' αυτό πρέπει να εφαρμοστούν μέτρα για δικαιότερη φορολογική πολιτική και διευκολύνσεις για τη χορήγηση βίζας στους δυνητικούς ταξιδιώτες. Η περαιτέρω ανάπτυξη και αναβάθμιση του τουριστικού τομέα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, κυρίως για χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα και μειωμένη εγχώρια ζήτηση.

Αντιλαμβανόμαστε έτσι, πως ο κλάδος του τουρισμού αποτελεί, όπως ειπώθηκε και αρχικά, αναμφισβήτητα έναν από τους βασικότερους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας.

1.4.1. Τα πλεονεκτήματα του τουριστικού προϊόντος της Ελλάδας

Ο τουρισμός στη χώρα μας, όπως και όλοι οι άλλοι κλάδοι της οικονομίας, χαρακτηρίζεται από κάποια πλεονεκτήματα τα οποία ενισχύουν την θέση του έναντι των ανταγωνιστών μας. Τα κυριότερα πλεονεκτήματα του που συντελούν στην προσέλευση τουριστών στη χώρα μας, σύμφωνα με τη Βενετσανοπούλου (2006) είναι κυρίως τα παρακάτω:

 Το φυσικό περιβάλλον της χώρας μας, με την πλούσια ελληνική φύση και την ομορφιά των ελληνικών τοπίων μας.

 Οι καλές κλιματολογικές συνθήκες και το μεσογειακό κλίμα κατάλληλο για διακοπές.

 Ο μεγάλος αριθμός νησιών που έχουμε με την απίστευτη μορφολογία του εδάφους και της νησιώτικης συγκρότησης, με τις αμέτρητες παραλίες ιδανικές για να απολαύσει κάποιος τον ήλιο και τη θάλασσα τους καλοκαιρινούς μήνες.

 Τα εκατοντάδες μνημεία του πολιτισμού μας, η Ελλάδα τείνει να χαρακτηριστεί ως μουσείο της ιστορίας του πολιτισμού, διότι εδώ βρίσκει κανένας μνημεία από όλες της εποχές.

 Επίσης, η πνευματική καλλιέργεια και το ανεπτυγμένο αίσθημα φιλοξενίας των Ελλήνων επιδρούν θετικά στην τουριστική εικόνα της χώρας.

(20)

2. ΜΕΘΟΔΟΙ –ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Στην παρούσα μελέτη με βάση τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε πως η ένταση και το είδος του τουρισμού επιδρούν στην ελκυστικότητα του τουρισμού.

Στο πρώτο μέρος αυτής της ενότητας θα γίνει μια γενική αναφορά των διοικητικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών της περιοχής μελέτης μας. Στην συνέχεια θα αναφερθούμε στην τυπολογία των νησιών με βάση τον τουρισμό, και την επιλογή νησιών για την έρευνα μας. Θα ακολουθήσει μια γενική αναφορά και πληροφορίες για το κάθε επιλεγμένο νησί.

Στο δεύτερο μέρος θα γίνει αναφορά στους δείκτες όσον αφορά την ελκυστικότητα και τον τουρισμό. Στην συνέχεια θα αναφερθούμε στη μεθοδολογία καθώς και στην συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων μας.

2.1. Περιοχή μελέτης (γενικά χαρακτηριστικά)

Η περιοχή μελέτης μας είναι το Αιγαίο πέλαγος και συγκεκριμένα τα νησιά Ρόδος Σάμος, Πάτμος ,Σαντορίνη(Θήρα), Μήλος και η Άνδρος που ανήκουν σε αυτό. Τα νησιά αυτά επιλέχτηκαν δεν είναι τυχαία και ο λόγος επιλογής αυτών θα αναλυθεί στη συνέχεια.

Τα νησιά του Αιγαίου καταλαμβάνουν έναν χώρο όπως ορίζεται από το νησί της Κρήτης στα Νότια, την κυρίως Ελλάδα στα βόρεια και Δυτικά και την Τουρκία στα Ανατολικά. Ένα σύμπλεγμα από 2.800 νησιά (συμπεριλαμβανομένων και των βραχονησίδων) από το σύνολο 3.053, βρίσκονται στο Ελληνικό κράτος (τα υπόλοιπα 253 ανήκουν στην Τουρκία) εκ των οποίων πάνω από τα 70 κατοικούνται από περίπου 500.000 ανθρώπους, με εξαίρεση την Κρήτη. Διαφέρουν μεταξύ τους σε ότι αφορά το χώρο και τον πληθυσμό, με περίπου 340.000 κατοίκους να ζουν στα πέντε μεγαλύτερα νησιά (Λέσβος, Ρόδος, Σάμος, Χίος και Λήμνος). (Spilanis I. , Kizos T. , Petsioti P. , 2012)

Η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου είναι μία από τις δεκατρείς διοικητικές περιφέρειες της Ελλάδας. Διοικητικά περιλαμβάνει τα νησιωτικά συμπλέγματα των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου, βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Ελλάδας

(21)

και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με έδρα την Ερμούπολη της νήσου Σύρου. Η Περιφέρεια έχει συνολική έκταση 5,286 km² και καλύπτει το 4% της συνολικής έκτασης της χώρας και ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 308.975 κατοίκους σύμφωνα με την (απογραφή 2011).

Ο Νομός Δωδεκανήσου έχει έκταση 2714 km² και πληθυσμό 190.770 κατοίκους με τα κυριότερα νησιά που αποτελούνται να είναι τα ακόλουθα (Ρόδος, Κάρπαθος, Κως, Αστυπάλαια, Κάλυμνος, Κάσος, Τήλος, Σύμη, Λέρος, Νίσυρος, Πάτμος, Χάλκη, Λειψοί, Μεγίστη ή Καστελόριζο και Αγαθονήσι.)

Ο Νομός Κυκλάδων, έχει έκταση 2572 km² και πληθυσμό 117.840 κατοίκους με επίσης δημοφιλέστερα νησιά όπως(Νάξος, Άνδρος, Πάρος, Τήνος, Μήλος, Κέα, Αμοργός, Ίος, Κύθνος, Μύκονος, Σύρος, Θήρα, Σέριφος, Σίφνος, Σίκινος, Ανάφη, Κίμωλος, Αντίπαρος, Φολέγανδρος, Ηράκλεια, Θηρασία, Σχοινούσα και Κουφονήσια.)

Η τρέχουσα διοικητική διαίρεση της περιφέρειας του νοτίου αιγαίου σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης του 2011 χωρίζεται σε 13 Περιφερειακές Ενότητες αποτελούμενες από 34 Δήμους που είναι τα αυτοδιοικούμενα κατά τόπο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και αποτελούν τον πρώτο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης.

Ειδικότερα οι Κυκλάδες αποτελούνται από 9 Περιφερειακές Ενότητες και 19 Δήμους, ενώ τα Δωδεκάνησα αποτελούνται από 4 Περιφερειακές Ενότητες και 15 δήμους.

Ο Πληθυσμός της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, σύμφωνα με την Απογραφή του 2011 είναι 308.610 άτομα, πιο συγκεκριμένα 190.770 κατοικούν στα Δωδεκάνησα και 117.840 στις Κυκλάδες.

Η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου είναι μία από τις δεκατρείς περιφέρειες της Ελλάδας. Αποτελείτε από πέντε περιφερειακές ενότητες:

 Περιφερειακή ενότητα Λέσβου

 Περιφερειακή ενότητα Λήμνου

 Περιφερειακή ενότητα Χίου

 Περιφερειακή ενότητα Σάμου

 Περιφερειακή ενότητα Ικαρίας

Η συνολική έκταση της φθάνει τα 3.836 km² και με τον πληθυσμός της ανέρχεται σε 199.231 κατοίκους σύμφωνα με την (απογραφή 2011).

Ο Νομός Λέσβου έχει έκταση 1630,38 km² και πληθυσμό 86.436 κατοίκους.

Αποτελείται από τα νησιά: Λέσβο, Αγ. Ευστράτιο και Λήμνο. Ο Νομός Σάμου έχει

(22)

έκταση 476,20 km² και πληθυσμό 32.977 κατοίκους. Αποτελείται από τα νησιά:

Σάμο, Ικαρία και τους Φούρνους. Τέλος ο Νομός Χίου έχει έκταση 841,58 km² και πληθυσμό 51.390 κατοίκους. Αποτελείται από τα νησιά: Χίο, Οινούσσες και Ψαρά. Ο Πληθυσμός της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, σύμφωνα με την Απογραφή του 2011 είναι 170.803 άτομα, πιο συγκεκριμένα 86.436 κατοικούν στο Νομό Λέσβου, 32.977 στο Νομό Σάμου και 51.390 στο Νομό Χίου (Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ).

2.2 Τυπολογία νησιών

Τα νησιά με τα όποια θα ασχοληθούμε στην μελέτη μας είναι επιλεγμένα από την τυπολογία των νησιών ως προς το είδος τουρισμού.

Σύμφωνα με τον (Σπιλάνης και συν.) τα Ελληνικά νησιά χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με το είδος τουρισμού στο κάθε ένα. Από αυτό προκύπτουν οι ακόλουθες κατηγορίες:

 Νησιά εξαρτημένα από charter

 Τουριστικά νησιά

 Παραθεριστικά νησιά

ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΝΗΣΙΩΝ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΗΣΙΑ ΝΗΣΙΑ

ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΑ

ΑΠΟ CHARTER ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΝΗΣΙΑ ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΙΚΑ ΝΗΣΙΑ

Κάρπαθος Αγκίστρι Μύκονος Σπέτσες Αίγινα Κάλυμνος Μήλος Σκύρος

Κέρκυρα Αλόννησος Πάρος Θάσος Άνδρος Κάσος Νάξος Τήνος

Κως Αμοργός Πάτμος θήρα Εύβοια Κέα Νίσυρος

Κρήτη Αντίπαρος Παξοί Τήλος Χάλκη Κύθηρα Οινούσες

Ρόδος Αστυπάλαια Πόρος Χίος Κύθνος Σαλαμίνα

Σάμος Ίος Σαμοθράκη Ύδρα Λέρος Σέριφος

Σκιάθος Κεφαλονιά Σίφνος Ικαρία Λέσβος Σύμη

Ζάκυνθος Λευκάδα Σκόπελος Ιθάκη Λήμνος Σύρος

Πίνακας 1:Τυπολογία νησιών βάση του τουρισμού.

Από τις παραπάνω κατηγορίες επιλέχθηκαν τα ακόλουθα νησιά με βάση την έκταση τους και τον πληθυσμό τους. Καθώς και το γεγονός ότι έχουμε περισσότερα δεδομένα για όλους μας τους δείκτες. Αναλογούν δύο νησιά από κάθε κατηγορία, στα όποια επιλέχθηκαν ένα νησί με μεγάλη και ένα με σχετικά μικρή έκταση, και αντίστοιχα ένα με μεγάλο και ένα με μικρό πληθυσμιακό αριθμό.

(23)

ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΝΗΣΙΩΝ ΕΚΤΑΣΗ (km²)

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ 2011 ΝΗΣΙΑ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΑ

ΑΠΟ CHARTER

ΡΟΔΟΣ 1398,08 152.538

ΣΑΜΟΣ 476,20 33.339

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΝΗΣΙΑ

ΠΑΤΜΟΣ 34,05 3.429

ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ 75,79 17.430

ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΙΚΑ ΝΗΣΙΑ

ΜΗΛΟΣ 150,60 4.966

ΑΝΔΡΟΣ 379,67 9.128

Πίνακας: 2 Πηγή Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία

Από τα νησιά που εξαρτώνται από τις πτήσεις charter επιλέχτηκαν η Ρόδος με έκταση 1398,08 km² και πληθυσμό 152.538 κατοίκους και η Σάμος με έκταση 476,20 km² και πληθυσμό 33.339. Από τα τουριστικά νησιά επιλέχτηκαν η Πάτμος με έκταση 34,05 km² και πληθυσμό 3.429 και η Σαντορίνη με έκταση 75,79 km² και πληθυσμό 17.430. Και τέλος από τα παραθεριστικά νησιά επιλέχτηκαν η Μήλος με έκταση 150,60 km² και πληθυσμό 4.966 και η Άνδρος με έκταση379,67 km² και πληθυσμό9.128 .

2.2.1. Χαρακτηριστικά των νησιών

Ρόδος

Το νησί της Ρόδου βρίσκεται στο σταυροδρόμι δυο μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών της Μεσογείου, ανάμεσα στο Αιγαίο πέλαγος και των ακτών της Μέσης Ανατολής.

Βρίσκετε περίπου 350 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Αθήνας και 18 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τουρκίας. Ανήκει στην περιφέρεια νότιου αιγαίου, στον νομό τον Δωδεκανήσων και η πρωτεύουσα του νησιού είναι η πόλη της Ρόδου. Η Ρόδος έχει έκταση 1398,08 km² και υψόμετρο 1215μ. Το κλίμα της Ρόδου είναι Μεσογειακό: τα καλοκαίρια παρατηρείται έντονη ηλιοφάνεια (και σχεδόν καθόλου βροχοπτώσεις), ενώ το χειμώνα τα καιρικά φαινόμενα είναι ήπια.

Referências

Documentos relacionados

Όπως αναφέραμε και στο πρώτο κεφάλαιο, η πολιτεία της Καλιφόρνια των ΗΠΑ έχει θέσει σε ισχύ, μια νομοθετική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία, από το έτος 1998 τα αυτοκίνητα που θα