• Nenhum resultado encontrado

18 3.1 Ο.Φ και γλωσσικές πράξεις H O.Φ και η Δείξη Προσωπικές, δεικτικές, κτητικές αντωνυμίες & Δείξη Ονόματα, επιθετικοί προσδιορισμοί (επίθετα, παθητικές μετοχές) & Δείξη……….32 3.3 Ο.Φ: ευγένεια & οικειότητα Η υποκοριστική δομή: εσωτερική τροποποίηση γλωσσικών πράξεων, θετική ευγένεια, οικειότητα Κτητικές αντωνυμίες: μετριασμός γλωσσικών πράξεων, ευγένεια, οικειότητα- ψυχολογική εγγύτητα Παραθετικά επιθέτων & ευγένεια Το άρθρο (οριστικό, αόριστο), έλλειψη άρθρου, κειμενικά είδη και αναφορά………43 4

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "18 3.1 Ο.Φ και γλωσσικές πράξεις H O.Φ και η Δείξη Προσωπικές, δεικτικές, κτητικές αντωνυμίες & Δείξη Ονόματα, επιθετικοί προσδιορισμοί (επίθετα, παθητικές μετοχές) & Δείξη……….32 3.3 Ο.Φ: ευγένεια & οικειότητα Η υποκοριστική δομή: εσωτερική τροποποίηση γλωσσικών πράξεων, θετική ευγένεια, οικειότητα Κτητικές αντωνυμίες: μετριασμός γλωσσικών πράξεων, ευγένεια, οικειότητα- ψυχολογική εγγύτητα Παραθετικά επιθέτων & ευγένεια Το άρθρο (οριστικό, αόριστο), έλλειψη άρθρου, κειμενικά είδη και αναφορά………43 4"

Copied!
126
0
0

Texto

(1)

ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΩΣ ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Ονοματεπώνυμο

ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Θέμα

Πραγματολογική επισκόπηση και παρουσίαση των γλωσσικών φαινομένων των διδακτικών εγχειριδίων της Νέας Ελληνικής γλώσσας του Δημοτικού σχολείου.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΑΘΗΝΑ 2016

(2)

ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΩΣ ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Ονοματεπώνυμο

ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Αριθμ. Μητρώου

352

Θέμα

Πραγματολογική επισκόπηση και παρουσίαση των γλωσσικών φαινομένων των διδακτικών εγχειριδίων της Νέας Ελληνικής γλώσσας του Δημοτικού Σχολείου.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ: Μπέλλα Σπυριδούλα ΕΠΙΤΡΟΠΗ: Ιακώβου Μαρία, Μόζερ Αμαλία

ΑΘΗΝΑ 2016

(3)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ...6

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

…….……..……….8

1. H επιστήμη της Πραγματολογίας (Pragmatics) ……..…..………..……..8

1.1 Η έννοια της Δείξης (Deixis)………..………..…….… 9

1.2 Η έννοια των Γλωσσικών Πράξεων (Speech Acts)………. 10

1.3 Η έννοια της Ευγένειας (Politeness) ………...13

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 2. H Eπικοινωνία στα σχολικά εγχειρίδια ……..…………...………..15

3. Η διδασκαλία της Ονοματικής Φράσης (Ο.Φ) στα σχολικά εγχειρίδια………..………..………. 18

3.1 Ο.Φ και γλωσσικές πράξεις………...20

3.2 H O.Φ και η Δείξη……….…..29

3.2.1 Προσωπικές, δεικτικές, κτητικές αντωνυμίες & Δείξη………..…………....30

3.2.2 Ονόματα, επιθετικοί προσδιορισμοί (επίθετα, παθητικές μετοχές) & Δείξη……….32

3.3 Ο.Φ: ευγένεια & οικειότητα………....32

3.3.1 Η υποκοριστική δομή: εσωτερική τροποποίηση γλωσσικών πράξεων, θετική ευγένεια, οικειότητα……….33

3.3.2 Κτητικές αντωνυμίες: μετριασμός γλωσσικών πράξεων, ευγένεια, οικειότητα- ψυχολογική εγγύτητα………...40

3.3.3 Παραθετικά επιθέτων & ευγένεια………...…42

3.3.4 Το άρθρο (οριστικό, αόριστο), έλλειψη άρθρου, κειμενικά είδη και αναφορά………43

4. Η διδασκαλία της Ρηματικής Φράσης (Ρ.Φ) σχολικά εγχειρίδια……….48

4.1 Το Ρήμα: πρόσωπο, αριθμός & γλωσσικές πράξεις, ευγένεια, οικειότητα- εγγύτητα, κοινωνικές σχέσεις………..49

(4)

4.1.1 Τα ρηματικά πρόσωπα………..49 4.1.2 Οι ρηματικοί αριθμοί………...51 4.1.3 Η διδασκαλία των Εγκλίσεων στο δημοτικό σχολείο………58 4.1.4 Η χρήση των Εγκλίσεων: ευγένεια- κοινωνική απόσταση & γλωσσικές πράξεις (άμεσες- έμμεσες)……….………..59 4.1.5 Ρηματικοί χρόνοι: διδασκαλία & χρήση (αφήγηση, κοινωνική εγγύτητα, γλωσσικές πράξεις, δείξη)………69 4.1.6 Η χρήση των Φωνών του ρήματος, οι απρόσωπες δομές και η εκφορά του λόγου (ευθύς- πλάγιος): ευγένεια, απόσταση, τυπικότητα………..…………72 4.1.7 Επιρρηματικοί προσδιορισμοί και χρήση (δείξη, εγγύτητα, απόσταση……...74 5. Η διδασκαλία των προτάσεων & εκφωνημάτων στα σχολικά εγχειρίδια……78 5.1 Οι ελλειπτικές προτάσεις……… 81 5.2 Η χρήση των ελλειπτικών προτάσεων: γλωσσικές πράξεις & οικειότητα…...82 5.3 Η χρήση των απλών προτάσεων: γλωσσικές πράξεις & οικειότητα/

απόσταση………..90 5.4 Η χρήση των επαυξημένων προτάσεων: γλωσσικές πράξεις & μετριασμός (εξωτερική- εσωτερική τροποποίηση)……….95 5.5 Η σύνδεση των προτάσεων (ασύνδετο σχήμα, παρατακτική & υποτακτική):

πρωτοτυπικές και μη, χρήσεις……….……….98 5.5.1 Ο συμπλεκτικός σύνδεσμος «και»………..99 5.5.2 Η Χρήση του σύνδεσμου «Μήπως»………..101 5.5.3 Η χρήση των Συμπερασματικών/ Αποτελεσματικών προτάσεων………….102 5.5.4 Η χρήση των Υποθετικών Λόγων……….103 5.5.5 Η χρήση του ασύνδετου σχήματος- έλλειψη συνδέσμου………..104 6. Επισκόπηση των Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών & Διαθεματικού Ενιαίου Πλαισίου Προγράμματος Σπουδών για το μάθημα της γλώσσας στην υποχρεωτική εκπαίδευση………...………104 7. Διδακτική προσέγγιση στη Γ2………107

8. Συμπεράσματα………..………..108

MΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

9. Διδακτική ενότητα……….108

10. Παράρτημα……….111

(5)

11. Βιβλιογραφία………..116

12. Δικτυογραφία……….122

(6)

Εισαγωγή

Το παρόν πόνημα αποτελεί διπλωματική εργασία της γράφουσας στα πλαίσια ολοκλήρωσης των σπουδών της στο Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών με τίτλο: «Η Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένη γλώσσα» του τμήματος Φιλολογίας και της κατεύθυνσης της Παιδαγωγικής του τμήματος Φιλοσοφίας- Παιδαγωγικής- Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κεντρικό θέμα της εργασίας αποτελεί η παρουσίαση- εξέταση των γλωσσικών φαινομένων που διδάσκονται στο δημοτικό σχολείο και επομένως εμπεριέχονται στους δύο τύπους των διδακτικών εγχειριδίων (βιβλίο μαθητή και τετράδιο εργασιών), καθώς και η έρευνα σχετικά με το εάν η διδακτέα ύλη συνδέεται με το χώρο της Πραγματολογίας.

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι εάν και εφόσον «ανιχνευτεί» η πραγματολογική σύνδεση της ύλης, να περιγραφεί εάν αυτή συντελείται επαρκώς και σε περίπτωση που η σύνδεση αυτή είναι ανύπαρκτη ή εν μέρει υπαρκτή, να γίνει απόπειρα πιθανού συσχετισμού των προς διδασκαλία ενοτήτων με διάφορα πραγματολογικά φαινόμενα. Περιφερειακά στοιχεία που εμπλουτίζουν το θέμα, αποτελεί η διδακτική επέκταση της πραγματολογικής διδασκαλίας που αναγράφεται παραπάνω, στη διδασκαλία της δεύτερης/ ξένης γλώσσας1 (στο εξής: Γ2) και η προτεινόμενη διδακτική ενότητα για τη διδασκαλία ενός μορφοσυντακτικού φαινομένου με πραγματολογική προσέγγιση στο δημοτικό σχολείο.

Ως εκ τούτου, η εργασία αποτελείται από: κεφάλαια και υποκεφάλαια για τη θεωρητική της θεμελίωση, παραδείγματα, καθώς και ενδεικτικές δραστηριότητες (είτε κατασκευασμένες από τη γράφουσα, είτε αποτελούν ασκήσεις των εγχειριδίων εμπλουτισμένες με υλικό δικό μας) για την πρακτική κάλυψη του θέματος της μελέτης μας. Η έρευνα και τα πορίσματα που προέκυψαν από αυτή, σε καμία περίπτωση δεν είναι εξαντλητικά, λόγω περιορισμού ως προς την έκταση του πονήματος. Ειδικότερα, η δομή της μελέτης μας, διαρθρώνεται ως εξής: αρχικά, η εργασία ξεκινά με το γενικό θεωρητικό πλαίσιο που την αφορά. Επεξηγηματικά,

1. Σύμφωνα με τη Μπέλλα (2011α: 21) ως δεύτερη γλώσσα ορίζεται οποιαδήποτε γλώσσα κατακτά κανείς στο περιβάλλον που αυτή χρησιμοποιείται ως κύρια/ πρώτη γλώσσα (εν προκειμένω στην Ελλάδα & ελεύθερη Κύπρο όσον αφορά στην Ελληνική), ενώ ξένη γλώσσα θεωρείται αυτή που κάποιος κατακτά στο περιβάλλον της μητρικής του.2Τα

(7)

περιγράφονται συνοπτικά οι όροι «Πραγματολογία, Δείξη, Γλωσσικές Πράξεις, Ευγένεια». Στη συνέχεια, ακολουθούν ενότητες και υποενότητες για την περιγραφή και πραγματολογική προσέγγιση των μορφοσυντακτικών φαινομένων που αποτελούν διδακτέα ύλη (και επομένως εμπεριέχονται στα σχολικά εγχειρίδια). Συγκεκριμένα, περιλαμβάνονται ενότητες για τη μελέτη της Επικοινωνίας γενικότερα, της Ονοματικής Φράσης, της Ρηματικής Φράσης, των προτάσεων (μορφή- σύνδεση- εξάρτηση). Ακόμη, έχουμε προσθέσει κεφάλαια για τη μελέτη των Αναλυτικών Προγραμμάτων και των Διαθεματικών Ενιαίων Πλαισίων Σπουδών και την επέκταση της πραγματολογικής διδασκαλίας της μελετώμενης διδακτικής ύλης στη Γ2.

Ακολουθεί η παράθεση των συμπερασμάτων μας που απορρέουν από την έρευνά μας στα σχολικά εγχειρίδια και τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών & το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών, καθώς και στη διεθνή βιβλιογραφία. Έπεται ο σχεδιασμός της διδακτικής ενότητας και τέλος, η μελέτη ολοκληρώνεται με το παράρτημα του υλικού που χρησιμοποιήσαμε και την παρουσίαση της βιβλιογραφίας.

(8)

MΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

1. H επιστήμη της Πραγματολογίας (Pragmatics)

Δεν είναι λίγες οι φορές που όλοι έχουμε αναρωτηθεί «τι θέλει να πει ο ποιητής» (κυριολεκτικά και μεταφορικά), καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που οι λέξεις από μόνες τους δεν προσδίδουν νόημα στα λεγόμενα/ γραφόμενα του ομιλητή/

γράφοντος. Έτσι, ο ακροατής/ αναγνώστης δυσκολεύεται να ερμηνεύσει τα εκφωνήματα που λαμβάνει, αν δεν γνωρίζει κάποιες επιπλέον πληροφορίες, πέρα από την αντιστοιχία γλωσσικής δομής και κατάστασης/ οντοτήτων/ γεγονότων. Η Πραγματολογία έρχεται να καλύψει αυτήν την αδυναμία προσδίδοντας νέο προσανατολισμό στη γλωσσολογική έρευνα.

Η Πραγματολογία ως όρος εισάγεται από τον Charles W. Μοrris με το έργο του: “Foundations of the theory of signs” (1938) στη Μπακάκου- Ορφανού (1989: 3), στον Κανάκη (2007: 23) και στη Μarmaridou (2000: 18) σαν το τρίτο σκέλος της θεωρίας της Σημειολογίας (Σύνταξη, Σημασιολογία, Πραγματολογία) για να τη διαφοροποιήσει από τα άλλα δύο συγγενή σκέλη τα οποία πραγματεύονται αντιστοίχως τη μελέτη της σχέσης μορφής και σημείων μεταξύ τους, και τη μελέτη της σχέσης των σημείων με οντότητες του κόσμου, δηλαδή του τρόπου σύνδεσης των σημείων με τα πράγματα. H Πραγματολογία είναι η γλωσσολογική επιστήμη που κάνει τη διαφορά, καθώς εισάγει τον ανθρώπινο παράγοντα στη μελέτη της, αφού μελετά τη σχέση ανάμεσα στους γλωσσικούς τύπους με τους/ τις χρήστες/ στριές τους. [Υule (2006: 11)]. Eιδικότερα, όπως αναφέρεται από τον Widdowson (1996) στη Larsen- Freeman (2003: 61), η Πραγματολογία αφορά στο πώς οι άνθρωποι διαπραγματεύονται το νόημα (meaning), καθώς και τις κοινωνικές σχέσεις. Σύμφωνα με τον πληρέστερο ορισμό όπως αυτός διατυπώνεται από τον Crystal (1997) στους:

Mπέλλα (2015: 42), Κasper & Rose (2002: 2), ως Πραγματολογία ορίζεται «ο κλάδος εκείνος που μελετά τη γλώσσα από την πλευρά των χρηστών. Eιδικότερα, αφορά στις επιλογές που κάνουν, τους περιορισμούς που συναντώνται στην χρήση του γλωσσικού συστήματος κατά την κοινωνική διεπίδραση και τα αποτελέσματα που έχει η γλωσσική τους χρήση στους άλλους συμμετέχοντες κατά την επικοινωνιακή

(9)

πράξη». Επομένως, η Πραγματολογία σχετίζεται με το σκοπούμενο νόημα του Ομιλητή , τους σκοπούς και επιδιώξεις του (προθετικότητα), τα συμφραζόμενα και τα είδη των γλωσσικών πράξεων (όπως αυτές αναλύθηκαν από τον Αustin) που αυτός επιτελεί κατά την επικοινωνιακή πράξη.

1.1 Η έννοια της Δείξης (Deixis)

Η δείξη2 αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά και συνάμα ενδιαφέροντα πεδία ερεύνης της επιστήμης της Πραγματολογίας. Για να μιλήσουμε σχετικά με το πεδίο αυτό, θεωρούμε αναγκαίο να αποδώσουμε το εννοιολογικό του περιεχόμενο.

Η δείξη λοιπόν, σύμφωνα με τον ορισμό του Lyons (1977) στη Μπέλλα (2015: 47) και τον Κανάκη (2007: 192), αναφέρεται στον «εντοπισμό και την αναγνώριση προσώπων, αντικειμένων, γεγονότων, διαδικασιών και ενεργειών για τα οποία γίνεται αναφορά σε σχέση με τα χωροχρονικά συμφραζόμενα που δημιουργούνται και συντηρούνται από την πράξη εκφώνησης και τη συμμετοχή σε αυτή, χαρακτηριστικά, ενός ομιλητή και τουλάχιστον ενός ακροατή. Δηλαδή, η δείξη είναι η «αποτύπωση» των παραμέτρων (δεικτικό κέντρο) της επικοινωνιακής κατάστασης: τόπος, χρόνος, κοινωνικές πληροφορίες για το συνομιλιακό ζεύγος Ομιλητή- Ακροατή. Επομένως, τα γλωσσικά στοιχεία είναι αδύνατο να ερμηνευτούν αποπλαισιωμένα, δηλαδή χωρίς τη γνώση (ή δήλωση) των παραπάνω παραμέτρων, καθώς επίσης και του συγκειμένου του εκφωνήματος3.

Η δείξη σύμφωνα με τη βιβλιογραφία,4 διακρίνεται σε: προσωπική, τοπική, χρονική (κατά άλλη διάκριση, γίνεται λόγος και για κοινωνική δείξη και κειμενική δείξη). Προκειμένου να μην δημιουργηθεί κενό ως προς την αντίληψη σημείων της

2. Ο όρος «Δείξη» προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «δείκνυμι /δείχνω» όπως μας πληροφορoύν οι: Μπέλλα (2001: 1 & 2015: 47), Kανάκης (2007: 191), Marmaridou (2000: 65) και Υule (1996: 17).

3. Σύμφωνα με τον Κανάκη (2007: 60- 61) ως εκφώνημα ορίζεται «ένα κομμάτι λόγου, πριν και μετά από το οποίο υπάρχει σιωπή από την πλευρά αυτού που το εκφέρει, του ομιλητή. Ένα εκφώνημα, δηλαδή, αντιστοιχεί στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένας συγκεκριμένος ομιλητής, σε μια συγκεκριμένη περίσταση και το μήκος του μπορεί να είναι μεγαλύτερο, ίσο ή μικρότερο από μία πρόταση, ακόμη και μια φράση ή μια λέξη». Ο Lyons (1977) στον Κανάκη (2007: 305, υποσημ. 2) διακρίνει τα εκφωνήματα σε γραπτά και προφορικά.

4. Για πληροφορίες σχετικά με τη δείξη, βλ. Κανάκη (2007), Μarmaridou (2000), Μπέλλα (2001, 2002, 2014, 2015), Yule (1996), Ferraris (2004- 5).

(10)

εργασίας που σχετίζονται με τη δείξη, θα αναφέρουμε ενδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στο κάθε είδος, καθώς η εξαντλητική περιγραφή του συγκεκριμένου φαινομένου δεν αποτελεί στόχο του παρόντος πονήματος.

Συγκεκριμένα, η προσωπική δείξη περιλαμβάνει τις προσωπικές5 και κτητικές αντωνυμίες (π.χ εγώ, εσύ), τα κτητικά επίθετα και τις ρηματικές καταλήξεις, η τοπική τα τοπικά επιρρήματα (π.χ εδώ, εκεί), τις δεικτικές αντωνυμίες, εκφράσεις εντοπισμού (π.χ αυτός, εκείνος), ρήματα κίνησης (π.χ πηγαίνω, έρχομαι). Η χρονική δείξη εντοπίζεται στα χρονικά επιρρήματα (π.χ τώρα, τότε), στο ρηματικό χρόνο και σε άλλες δεικτικές δομές (π.χ περασμένος- η- ο, ερχόμενος- η, -ο). Η κειμενική δείξη, είναι στην πραγματικότητα η χρήση της τοπικής και χρονικής δείξης μέσα στο κείμενο, οπότε στην ουσία πρόκειται για μεταφορική χρήση της δείξης. Τέλος, η κοινωνική δείξη σχετίζεται με την προσωπική αφού συνδέει το πρόσωπο με στοιχεία της κοινωνικής θέσης και της κοινωνικής απόστασης μεταξύ πομπού και δέκτη. Από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της κοινωνικής δείξης αποτελεί ο λεγόμενος πληθυντικός «ευγενείας».

1.2 Η έννοια των Γλωσσικών Πράξεων (Speech Acts)

Η γλώσσα δεν είναι μόνο η παραγωγή ήχων και δομών που διέπονται από κανόνες και αρχές για την αντιστοίχιση τους με έννοιες, καταστάσεις και οντότητες.

Η γλώσσα είναι το «μέσο» με το οποίο επιτελούμε πράξεις κατά την επικοινωνιακή διεπίδραση (γραπτή ή προφορική). Ο θεμελιωτής του όρου των γλωσσικών/ λεκτικών πράξεων (speech acts) ήταν ο φιλόσοφος J. L. Austin με το έργο του “How to do things with words” (1962). Σύμφωνα με τον Αustin στην ευρεία βιβλιογραφία6ο φιλόσοφος κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα στη γλωσσολογική έρευνα, (καθώς πίστευε ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο σημασίες λέξεων και προτάσεων ή περιγραφή καταστάσεων), πρέσβευε πως ο χρήστης μέσω της παραγωγής εκφωνημάτων εκφράζει την «επικοινωνιακή του πρόθεση» την οποία αναμένει ότι θα αναγνωριστεί.

5. Η προσωπική αντωνυμία γ’ προσώπου (αυτός) δεν περιλαμβάνεται στην προσωπική δείξη, καθώς αναφέρεται σε μη συμμετέχων στη συνομιλία πρόσωπο, καθώς σε αυτή συμμετέχει ο ομιλητής (Εγώ) και ο ακροατής (Εσύ).

6. Σχετικά με τις γλωσσικές πράξεις βλ.: Γούτσος (2014), Κανάκης (2007)., Μπακάκου- Ορφανού (1989), Μπέλλα (2015), Yule (1996).

(11)

από το ακροατήριό του μέσα από τα εκφωνήματά του με τη συνδρομή βεβαίως των περιστάσεων που περιβάλλουν το επικοινωνιακό γεγονός (Yule 2006: 59) και ίδιο το εκφώνημα. Για παράδειγμα αν ο ομιλητής εκφωνήσει το: «Ωραία μέρα έχει σήμερα»7 και ο καιρός είναι ηλιόλουστος, αναμένει πως ο Ακροατής θα εκλάβει το εκφώνημά του αυτό σαν θετικό σχόλιο για τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Όμως, αν ο Πομπός παραγάγει το ίδιο εκφώνημα, μία βροχερή ημέρα, τότε αναμένει πως ο Δέκτης θα το ερμηνεύσει ως ειρωνικό σχόλιο. (Βέβαια, μπορεί να αναμένεται ως θετικό σχόλιο αν το εκφωνήσει κάποιος που του αρέσει ο βροχερός καιρός).

Eπομένως, για να αποδοθεί ένα εκφώνημα σε κάποια γλωσσική πράξη, απαιτούνται περισσότερα στοιχεία από αυτά που μας παρέχει το ίδιο. Οι γλωσσικές πράξεις έχουν ταξινομηθεί από τον Αustin σε τρία επίπεδα: α) στην εκφωνητική γλωσσική πράξη (locutionary act), β) στην προσλεκτική (illocutionary act) και γ) στην απολεκτική πράξη (perlocutionary act). Ως εκφωνητική ορίζεται ως η λεκτική πράξη η οποία αφορά μόνο στην εκφώνηση/ παραγωγή του εκφωνήματος. Η προσλεκτική πράξη σύμφωνα με τη Μπέλλα (2015: 73) «ταυτίζεται με την επικοινωνιακή πρόθεση του ομιλητή κατά την παραγωγή του εκφωνήματος, δηλαδή την ισχύ του σε συγκεκριμένο περικείμενο». Τέλος, η απολεκτική πράξη αφορά στα πιθανά αποτελέσματα που ενέχει το εκφώνημα για τους δέκτες του αλλά και γενικότερα τον κόσμο. Ο Αustin μελετώντας τις γλωσσικές πράξεις8 έκανε λόγο για τα επιτελεστικά ρήματα τα οποία περιορίζουν το εύρος των γλωσσικών πράξεων που αποδίδονται στο εκφώνημα, σε συνάρτηση βεβαίως με το εξωγλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο της συνομιλίας. Τέτοια ρήματα είναι τα: υπόσχομαι (γλωσσική πράξη υπόσχεσης), παρακαλώ (πράξη παράκλησης), διατάζω (προσταγή).

Κατά μία άλλη διάκριση, αυτή του Searle (1975) όπως αποτυπώνεται στους:

Mπέλλα (2015: 79 κ.ε), Κανάκης (2007: 125 κ.ε), Μπακάκου- Ορφανού (1989: 9 κ.ε), Yule (1996: 66 κ.ε), oι γλωσσικές πράξεις διακρίνονται σε πέντε κατηγορίες βάσει των εξής κριτηρίων του: σκοπού της γλωσσικής πράξης (προσλεκτικός στόχος), της ψυχολογικής κατάστασης του Ομιλητή, του προτασιακού περιεχομένου και της φοράς προσαρμογής της γλώσσας και του περιεχομένου. Οι πέντε αυτές κατηγορίες είναι οι εξής:

7. Το παράδειγμα ανήκει στη γράφουσα κατ’ αναλογία του παραδείγματος του Yule (1996: 60): Aυτό το τσάι είναι παγωμένο»!

8. Από εδώ και στο εξής όταν αναφερόμαστε στις γλωσσικές πράξεις, θα εννοούμε τις προσλεκτικές.

(12)

I. Οι διακηρυκτικές γλωσσικές πράξεις (declaratives): η εκφώνηση των γλωσσικών πράξεων επιφέρει αλλαγές στον κόσμο. Π.χ διορισμοί, απολύσεις, δικαστικές αποφάσεις κλπ.

II. Οι βεβαιωτικές (representatives/ assertives): μέσω των συγκεκριμένων πράξεων ο oμιλητής απλώς δηλώνει/ ισχυρίζεται κάτι που θεωρεί ως αληθές. Π.χ γενικές αλήθειες για τον κόσμο κλπ.

III. Οι εκφραστικές (expressives): με αυτές ο ομιλών εκφράζει διάφορες ψυχολογικές καταστάσεις/ διαθέσεις και συναισθήματα. Π.χ χαρά, λύπη, επίπληξη, έπαινος, φιλοφρόνηση, απολογία κλπ.

IV. Οι κατευθυντικές (directives): μέσω αυτών επιχειρείται η κινητοποίηση του ακροατή να κάνει κάτι. Π.χ αιτήματα, προσταγές, παρακλήσεις, οδηγίες, εντολές κλπ.

V. Οι δεσμευτικές (commissives): με τις πράξεις αυτές ο πομπός δεσμεύεται ότι θα πράξει κάτι. Π.χ υποσχέσεις, απειλές, όρκοι, προσφορές κλπ.

Oλοκληρώνοντας τη συγκεκριμένη ενότητα, θα αναφερθούμε στη διάκριση εκείνη των γλωσσικών πράξεων που αφορά στον τρόπο διατύπωσής τους, δηλαδή στη δομή τους. Επομένως, μιλάμε για άμεσες (direct) και έμμεσες (indirect) λεκτικές πράξεις. Οι άμεσες γλωσσικές πράξεις είναι αυτές που περιέχουν ρητά επιτελεστικά ρήματα (ή άλλους δείκτες) και αυτές των οποίων η μορφή βρίσκεται σε αντιστοιχία ένα προς ένα με το περιεχόμενό τους. Επεξηγηματικά, οι μορφή των προτάσεων (αποφαντικές, ερωτηματικές, προστακτικές) αντιστοιχούν στην σημασιολογική &

επικοινωνιακή λειτουργία της δήλωσης, της ερώτησης και της προσταγής αντίστοιχα.

Παρατίθενται παραδείγματα από τη Μπέλλα (2015: 84).

 Θα έρθεις μαζί μου. (Πρόταση κρίσεως: δήλωση)

 Θα έρθεις μαζί μου; (Ερωτηματική πρόταση: ερώτηση)

 Έλα μαζί μου! (Προστακτική δομή: προσταγή)

Oι έμμεσες γλωσσικές πράξεις όπως προκύπτει από τα παραπάνω είναι εκείνες που δεν παρουσιάζουν την προαναγραφείσα αντιστοιχία και σαφώς το περικείμενο παίζει σημαντικότατο ρόλο για την ερμηνεία τους. Για παράδειγμα το εκφώνημα: Mπορείς να μου φέρεις λίγο νερό9; δεν διατυπώνεται για να ερωτηθεί ο

9. Το παράδειγμα ανήκει στη γράφουσα, λόγω αδυναμίας εξεύρευσης αυθεντικού υλικού.

(13)

δέκτης ως προς την ικανότητα του να μεταφέρει νερό μέσα σε ποτήρι, αλλά για να εκφραστεί ένα αίτημα (το να φέρει ο ακροατής νερό στον ομιλητή), το οποίο εκφράζεται άμεσα με προστακτική και όχι ερωτηματική δομή.

1.3 Η έννοια της Ευγένειας (Politeness)

H έννοια της ευγένειας έχει κατά καιρούς απασχολήσει γλωσσολόγους, φιλόσοφους της γλώσσας και γενικά όλους όσοι μελετούν ή ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με το πολυδιάσταστο θέμα της γλωσσικής επικοινωνίας. Όπως είναι ευρέως γνωστό, «η γλωσσική διεπίδραση είναι υποχρεωτικά και κοινωνική διεπίδραση, αφού δεν κοινωνεί μόνο μηνύματα και μεταφέρει πληροφορίες, αλλά καθορίζει τις κοινωνικές σχέσεις» (Κανάκης 2007: 243, Υule, 2006: 72, Sifianou (1992a: 12). H ευγένεια δεν αποτελεί χαρακτηριστικό συγκεκριμένων κοινωνιών, αλλά αποτελεί φαινόμενο καθολικό που αντικατοπτρίζεται με διαφορετικούς τρόπους στις γλωσσικές κοινότητες. Για παράδειγμα, η αγγλική γλώσσα χρησιμοποιεί διαφορετικές μορφοσυντακτικές δομές από την Ελληνική, για να «ντύσει» με ευγένεια τις συνεισφορές των χρηστών της. Σαφώς, η έννοια της ευγένειας δεν εμπεριέχεται σε «σκέτους» γλωσσικούς τύπους, αλλά τουναντίον, ένα εκφώνημα για να χαρακτηριστεί ως «ευγενές» ή μη, λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες τους οποίους η εκάστοτε κοινωνία έχει υιοθετήσει και εδραιώσει, και σύμφωνα με αυτούς το άτομο προσδιορίζει τη γλωσσική και μη, συμπεριφορά του απέναντι στα άλλα άτομα και σύμφωνα με τους ίδιους πάλι, τα άτομα εκλαμβάνουν τη συμπεριφορά των άλλων ως «αγενή» ή όχι (Μills: 2005: 20). Λεπτομερέστερα, η ευγενική χροιά μίας συνομιλιακής συνεισφοράς προκύπτει από την τοποθέτηση της δεύτερης στο συμφραστικό της πλαίσιο το οποίο διέπεται από τις κοινωνικές σχέσεις (σχέσεις κοινωνικής και επαγγελματικής ισχύος, κοινωνικής απόστασης) των συμμετεχόντων στη γλωσσικό γεγονός. Επομένως, η χρήση της Προστακτικής έγκλισης για την έκφραση της γλωσσικής πράξης του αιτήματος που κρίνεται ως «αγενής» στην Αγγλική, δεν εκλαμβάνεται ως τέτοια σε καθημερινές διεπιδράσεις των γλωσσικών χρηστών της Ελληνικής. Σε αυτό συνηγορεί αφενός το ύφος της συνομιλιακής περίστασης (μη τυπικό), οι κοινωνικές σχέσεις ομιλητή- συνομιλητή [- απόσταση]

και το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία είναι θετικά προσανατολισμένη ως προς την ευγένεια.

(14)

Από τις πιο ενδιαφέρουσες και επομένως σημαντικές προσεγγίσεις της ευγένειας είναι αυτή των Βrown & Levinson (1978, 1987) oι οποίοι μίλησαν για την έννοια του προσώπου (face) εξελίσσοντας την έρευνα πάνω σε αυτή, αφορμώμενοι από την αρχική της αναφορά στο έργο του Goffman (1956). Ως πρόσωπο ορίζεται από τους ίδιους, στους: Μπέλλα (2015: 150), Sifianou (2014: 263 & 1992a: 32), Yule (2006: 73), Kανάκης (2007: 254) η «δημόσια εικόνα που κάθε μέλος μιας κοινωνίας (και επομένως γλωσσικής κοινότητας) διεκδικεί για τον εαυτό του». Το πρόσωπο έχει δύο όψεις: τη θετική (positive face) και την αρνητική (negative face) oι οποίες συνυπάρχουν σε κάθε άτομο και η επικράτηση της μίας έναντι της άλλης εξαρτάται από την επιθυμία του ίδιου του ατόμου. Επεξηγηματικά, το άτομο το οποίο διατηρεί κατά τη διάρκεια των κοινωνικών του διεπιδράσεων το θετικό πρόσωπο, εκφράζει την επιθυμία του για αποδοχή και εκτίμηση από τα υπόλοιπα μέλη της γλωσσικής κοινότητας και ένταξη σε διάφορες ομάδες (group in- feeling). Aντιθέτως, μέσω του αρνητικού προσώπου, ο γλωσσικός χρήστης εκφράζει την ανάγκη του για ελευθερία και ανεξαρτησία και κατά συνέπεια δεν θέλει να δέχεται επιβολές από άλλους. Η διάκριση αυτή των όψεων, λειτουργεί ως «φάρος» για τον τρόπο (άμεσο- έμμεσο) έκφρασης (ή μη) των γλωσσικών πράξεων, και εισάγει την ανάγκη για μετριασμό της απειλής των γλωσσικών πράξεων προς το πρόσωπο του ακροατή, αφού οι τελευταίες λειτουργούν πάντοτε απειλητικά είτε για τη θετική όψη του προσώπου του, είτε για την αρνητική.10 Επομένως, κρίνεται αναγκαίο να μετριαστεί η απειλή των λεκτικών πράξεων προς το αντίστοιχο πρόσωπο του δέκτη με διάφορα μετριαστικά στοιχεία τα οποία αντιστοιχούν στις στρατηγικές της θετικής (positive politeness) και αρνητικής ευγένειας (negative politeness). Ενεικτικά, στη θετική ευγένεια περιλαμβάνονται ενδείκτες αλληλεγγύης και φιλικότητας (in- group identity markers): βρε, μωρέ, ρε, χρήση υποκοριστικών, αργκώ, περιεκτικός πληθυντικός (εμείς) κλπ), αστεϊσμοί, ένδειξη για συμφωνία- συναίνεση, ενδιαφέρον για τα λεγόμενα του ατόμου και το ίδιο το άτομο κλπ). Στην αρνητική ευγένεια, παρατηρούνται τα χαρακτηριστικά της εμμεσότητας, της ελαχιστοποίησης της επιβολής, της απολογίας, της απρόσωπης σύνταξης, καθώς και η χρήση του πληθυντικού ευγενείας.

Τερματίζοντας την επ’ ουδενί λόγω εξαντλητική μας αναφορά στην έννοια της ευγένειας, αναφέρουμε πως η ευγένεια είναι στενά συνυφασμένη με τις

10. Οι γλωσσικές πράξεις είναι απειλητικές όχι μόνο για το πρόσωπο (θετικό & αρνητικό) του Ακροατή, αλλά και του Ομιλητή (Σηφιανού (2014: 263- 264).

(15)

γλωσσικές (και μη), συμπεριφορές σε όλες τις κοινωνίες με τρόπους οι οποίοι διαφέρουν ανά κοινωνία, και επομένως είναι σχεδόν ακατόρθωτο να εντοπιστούν και ερμηνευτούν από μη ανήκοντα στη συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα, άτομα, γεγονός το οποίο λειτουργεί κατά τη γνώμη μας ως ανασταλτικός παράγοντας για την ομαλή ενσωμάτωσή τους σε αυτές.

MΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

2. Η Επικοινωνία στα σχολικά εγχειρίδια

Η επικοινωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων, αποτελεί ένα από τους γενικούς διδακτικούς σκοπούς των εγχειριδίων μέσω των διαφόρων δραστηριοτήτων για την παραγωγή γραπτού και προφορικού λόγου. Όμως, πιο στοχευμένη προσπάθεια για την καλλιέργειά της, μπορεί να θεωρηθεί αυτή που συντελείται στο βιβλίο μαθητή- α’ τεύχος (2006: 7) & στο τετράδιο εργασιών (2006:

8) της Γ΄ τάξης. Εκεί, καλλιεργείται η επικοινωνία με έναν πρωτότυπο και παιδικά προσανατολισμένο τρόπο, μέσω μίας άσκησης τύπου παιχνίδι γνωριμίας όπου οι μαθητές παρακινούνται να κατασκευάσουν μία κάρτα σε σχήμα ζώου, λουλουδιού ή ο,τιδήποτε άλλου τους αρέσει και να γράψουν πάνω τις απαντήσεις των τεθέντων ερωτήσεων για τις προτιμήσεις τους σχετικά με την καθημερινή τους ζωή, όπως μας δείχνoυν και οι παρακάτω εικόνες (1 & 2).

Εικόνα 1

(16)

Εικόνα 2

Μία ενδιαφέρουσα διδακτική πρακτική αποτελεί κατά την άποψή μας η διδασκαλία με κατανοητό φυσικά τρόπο που να συνάδει με το γνωσιακό επίπεδο, καθώς και με το αντιληπτικό, των μαθητών, είναι εκείνη της Γενικής Αρχής Συνεργασίας και των αξιωμάτων της που πρέπει να διέπουν το διάλογο, ώστε αυτός να θεωρείται ως επιτυχημένος όπως αυτές περιγράφηκαν από τον Grice (1975) στη βιβλιογραφία.11 Δηλαδή θεωρούμε αναγκαίο να διδαχθούν οι μαθητές ότι προκειμένου να μην υπάρξει παρανόηση στην επικοινωνία, θα πρέπει αυτοί να σέβονται κάποια γενική υπερ- Αρχή ως «ομπρέλλα» που καλύπτει κάποιες υπο- Αρχές αν μπορούμε να ονομάσουμε έτσι τα αξιώματα12 προκείμενου να γίνουν κατανοητά από τους μικρούς μαθητές.

Η επικοινωνία λοιπόν στηρίζεται πάνω στη γενική Αρχή της Συνεργασίας.

Αυτό σημαίνει ότι ο Ακροατής είναι πρόθυμος να αναπτύξει διάλογο αφενός, και αφετέρου γνωρίζει σε ποιο σημείο της συνομιλίας πρέπει να γνωρίζει πού πρέπει να παρέμβει συνομιλιακά για να προωθήσει την επικοινωνία και το στόχο της. Εφόσον ο Ακροατής τηρήσει αυτή την Αρχή, τότε πρέπει να τηρήσει και τα τέσσερα αξιώματα, ειδάλλως θα δημιουργηθούν παρανοήσεις και θα προκύψουν διάφορα υπονοήματα των λεγομένων.

11. Σχετικά με την Αρχή Συνεργασίας και τα αξιώματα του Grice, βλ.: Μπέλλα (2015: 118 κ.ε, Κανάκης (2007: 163

& 2014: 40 κ.ε), Yule (2006: 48 κ.ε), Μπακάκου (1989: 13 κ.ε), Sifianou (1992a: 15 κ.ε).

12. H Lakoff (1973) στη Sifianou (1992a: 26) υποστηρίζει πως o Grice είχε υπονοήσει ότι στα αξιώματα ανήκει και η Αρχή της ευγένειας.

(17)

Επομένως, θα ήταν γόνιμο να διδάξουμε στους μαθητές να μιλάνε με ειλικρίνεια σύμφωνα με το αξίωμα της ποιότητας (εκτός από κειμενικά είδη που το ψεύδος θεωρείται αν όχι επιβεβλημένο, είναι τουλάχιστον προσόν, όπως συμβαίνει λ.χ στα παραμύθια, φανταστικές αφηγήσεις κ.α).

Ακόμη, χρήσιμος οδηγός για την παραγωγή προφορικού λόγου, αλλά κυρίως του γραπτού, αποτελεί κατά τη γνώμη μας η τήρηση του αξιώματος της ποσότητας.

Δηλαδή, το να παρέχει ο ομιλητής μόνο τις απαιτούμενες για την εξαγωγή του νοήματος της συνομιλίας, πληροφορίες, και ούτε λιγότερες ούτε περισσότερες. Η μη γνώση και συνεπώς η παραβίαση του αξιώματος αυτού, φαίνεται στην παραγωγή λόγου των μαθητών οι οποίοι πολλές φορές «πλατιάζουν» σε τέτοιο βαθμό που η συνεισφορά τους κρίνεται ως μη συμβατή με το θεματικό περιεχόμενο της συνομιλίας. Επίσης, το να είναι συναφείς στις συνομιλιακές τους διεπιδράσεις και να εκφράζονται με σαφήνεια, συντομία αποφεύγοντας τον κίνδυνο της αμφισημίας αποτελεί η τήρηση του αξιώματος της σχέσης και του τρόπου αντίστοιχα.

Φρονώντας ότι η διδασκαλία των ανωτέρω θα οδηγούσε ολόκληρη τη διδακτική πρακτική σε πραγματολογική κατεύθυνση, προτείνουμε έναν τρόπο για τη διδασκαλία αυτή. Ο διδάσκων θα μπορούσε να κατασκευάσει σκετσάκια με εκφωνήματα τα οποία τεχνηέντως παραβιάζουν κάποιο/ α από το/ τα αξίωμα/ ματα, και έπειτα να τους ζητήσει να πουν αν κατάλαβαν τα αντικείμενα/ καταστάσεις/

οντότητες αναφοράς των εκφωνημάτων, καθώς και να πουν εάν προκύπτει

«ξεκάθαρο» νόημα από αυτά. Για παράδειγμα θα μπορούσε να δοθεί στους μαθητές ένας διάλογος13 σαν τον παρακάτω (1) και να ερωτηθούν τα παιδιά, εάν κατάλαβαν από την τελευταία απάντηση της Ρένιας, εάν αυτή θα βγει μαζί με το Βλάσση ή όχι, και αν δεν κατάλαβαν, να τροποποιήσουν την απάντηση ώστε να μετατραπεί σε θετική και αρνητική.

(1) (διάλογος του ζευγαριού Βλάσση- Ρένιας) - Βλάσης: Nα σου πω, πού θα πας το βράδυ;

- Ρένια: Θα πάω στη ντίσκο «Samurai».

- Βλάσης: Δεν θα έρθεις μαζί μου που γιορτάζει ο φίλος μου;

13. O διάλογος αποτελεί σκηνή (9.00’- 9.18) από την τηλεοπτική σειρά του Μega Channel « Οι απαράδεκτοι» (1991) της Δημ. Παπαδοπούλου και παρατίθεται χωρίς καμία επέμβαση της γράφουσας. Ωστόσο, αν χρησιμοποιηθεί στη διδακτική πρακτική, προτείνουμε η αγγλική φράση ‘it depends” να αποδοθεί στα ελληνικά.

(18)

- Ρένια: It depends απ΄τα κέφια μου.

- Βλάσης: Nα σου πω για κάνε μας τη χάρη. Πώς την έχεις δει, δηλαδή; Ποιοι είμαστε δηλαδή; Οι τελευταίοι τυχόντες για να εξαρτώμεθα πότε θα ρθουν τα κέφια σου εσένα για να βγούμε έξω μαζί;

- Ρένια: Xτες το βράδυ σε είδανε με κάποια στου Λαμόγια. Αληθεύει;

3. Η διδασκαλία της Ονοματικής Φράσης (Ο.Φ) στα σχολικά εγχειρίδια

Η ονοματική φράση (στο εξής Ο.Φ) διδάσκεται σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού σχολείου πότε ως μεμονωμένα ονοματικά στοιχεία από τα οποία αυτή απαρτίζεται (οριστικό και αόριστο άρθρο, όνομα, επίθετο, εμπρόθετος προσδιορισμός, αντωνυμία, παθητική μετοχή που λειτουργεί ως επίθετο, αριθμητικά επίθετα, καθώς και αναφορική προσδιοριστική πρόταση14), και πότε ως σύνολο ονοματικών στοιχείων που λειτουργεί ως μέρος της πρότασης (απλή και επαυξημένη Ο.Φ). Ο ορισμός της Ο.Φ είναι με παιδικό τρόπο διατυπωμένος και εμπεριέχεται στο βιβλίο μαθητή β’ τεύχους της Δ΄ τάξης (2008: 38). Συγκεκριμένα, αναφέρεται πώς η Ο. Φ είναι μία φράση της οποίας το νόημα εκφράζεται χωρίς ρήμα.

Ειδικότερα, η διδασκαλία της Ο.Φ προσανατολίζεται στο συντακτικό και μορφολογικό επίπεδο. Επεξηγηματικά, τα ονοματικά στοιχεία διδάσκονται ως κλίση και μετατροπή από τον ενικό στον πληθυντικό αριθμό, καθώς επίσης και ως συντακτικός ρόλος (υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο, επιθετικός προσδιορισμός) μέσα στην πρόταση. Τέλος, η Ο.Φ ορίζεται και παρουσιάζεται ως διαφορετικό στοιχείο από τη Ρηματική Φράση (στο εξής: Ρ.Φ). Ενδεικτικά παρατίθενται κάποια παραδείγματα της διδασκαλίας αυτής: κλίση ουσιαστικών, επιθέτων, αριθμητικών επιθέτων, άρθρου, διδασκαλία διαφόρων αντωνυμιών και εμπρόθετων προσδιορισμών σε θέση αντικειμένου, στα εγχειρίδια της: A΄ τάξης των:

14. Σχετικά με την Ο.Φ και τα μέρη της βλ. Κλαίρη Χ., Μπαμπινιώτη Γ., σε συνεργασία με τους Α., Μόζερ, Αικ., Μπακάκου-Ορφανού, Στ., Σκοπετέα (2005). Γραμματική της Νέας Ελληνικής: Δομολειτουργική- Επικοινωνιακή. Aθήνα:

Ελληνικά Γράμματα και Ηolton D., Mackridge P., Φιλιππάκη- Warburton Eιρ (1999) Γραμματική της ελληνικής γλώσσας. Μτφρ.

Β. Σπυρόπουλος. Αθήνα: Πατάκης [Greek: A Comprehensive Grammar of the Modern Language. Λονδίνο: Routledge, 1997].

(19)

Καραντζόλα, Ε., Κύρδη, Κ., Σπανέλλη, Τ., Τσιαγγάνη, Θ. [β’ τεύχος (2007: 13, 46)], της Β΄ δημοτικού των: Γαβριηλίδου, Ζ., Σφυρόερα, Μ., Μπεζέ, Λ. [(β’ τεύχος (2007:

6, 10-11, 14, 21, 22, 30-31, 37, 46, 52, 55, 83)- γ’ τεύχος (2007: 14, 30-31], της Γ΄

τάξης των: Iντζίδη, Ε., Παπαδόπουλου, Α., Σιούτη Α., Τικτοπούλου, Αικ. [α’ τεύχος (2006: 38, 62, 51- β’ τεύχος (2006: 16-17, 22-23, 58, 71-72)- γ’ τεύχος (2006: 9, 59)], της Δ΄ τάξης των: Διακογιώργη, Κλ., Μπαρή, Θ., Στεργιόπουλου, Χ., Τσιλιγκιριάν, Ε.

[α’ τεύχος (2008: 14, 26-27, 32-34, 41, 60, 85)- β’ τεύχος (2008: 21-22, 33-34, 38, 42-43,76, 88)- γ’ τεύχος (2008: 22, 38, 56, 85)], της Ε΄ τάξης των: Ιορδανίδου, Α., Αναστασοπούλου, Α., Γαλανόπουλου, Ι., Κόττα, Α., Χαλικιά, Π. [α’ τεύχος (2008:

31-32, 35, 37, 51-52, 62, 80)- β’ τεύχος (2008: 10-11, 14-15, 38, 52, 54, 64, 67, 70)- γ’ τεύχος (2008: 22-23, 70-71, 78, 80-82, 87, 90-91) και της ΣΤ΄ τάξης των:

Iορδανίδου, Α., Κανελλοπούλου, Ν., Κοσμά, Ε., Κουταβά, Β., Οικονόμου, Π., Παπαϊωάννου, Κ. [α’ τεύχος (2013: 30, 57)- β’ τεύχος (2013: 11, 17, 25, 72)- γ’

τεύχος (2013: 17, 39, 43, 82-83). Στα αντίστοιχα τετράδια εργασιών15 των ιδίων συγγραφέων16 κάθε τάξης εμπεριέχονται ασκήσεις μηχανιστικού τύπου κυρίως για να διευκολυνθεί η κατάκτηση-εκμάθηση17 και σε ελάχιστες περιπτώσεις, η χρήση των μορφοσυντακτικών δομών από τους μαθητές.

Η διδασκαλία της Ο.Φ στα σχολικά εγχειρίδια δεν διαθέτει πραγματολογικές προεκτάσεις (αν και θα μπορούσε), έτσι ώστε οι μαθητές να κατακτήσουν τη σωστή χρήση των ονοματικών δομών για να μην διαπράττουν πραγματολογικά λάθη, καθώς επίσης και να περάσει η γλωσσική γνώση που ήδη διαθέτουν και που αποκτούν σταδιακά στη σχολική τους ζωή, από τη σφαίρα της ασυνείδητης γνώσης σε αυτή της

15. Δεν παρατίθενται οι σχετικές σελίδες των τετραδίων εργαστιών, καθώς αυτές θα αναφερθούν στις επόμενες ενότητες και υποενότητες όπου θα εξεταστούν λεπτομερώς οι όροι της Ο.Φ.

16. Για λόγους οικονομίας χώρου και αποφυγής της συνεχούς επανάληψης,, τα ονόματα των συγγραφέων των εγχειριδίων της κάθε τάξης θα αναφερθούν καθ’ όλη την εργασία μόνο μία φορά και στη συνέχεια θα αναφέρονται μόνο τα εγχειρίδια, η τάξη στην οποία απευθύνονται, το έτος συγγραφής τους και οι σελίδες που μας απασχολούν.

17. Ο όρος «κατάκτηση» (acquisition) σύμφωνα με την Μπέλλα (2011: 21) διαφοροποιείται από τον όρο «εκμάθηση»

(learning), αφού ο πρώτος αφορά στη διαδικασία κατά την οποία το παιδί μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα (Γ1), ενώ ο δεύτερος αναφέρεται στη διαδικασία εκμάθησης από άτομα ανεξαρτήτου ηλικίας να μάθουν μία δεύτερη γλώσσα (Γ2). Οπότε στην παρούσα μελέτη θα χρησιμοποιούμε τον όρο «κατάκτηση».

(20)

συνειδητής [Larsen- Freeman (2002: 117)], συνειδητοποιώντας συνάμα ότι η γλωσσική χρήση είναι αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών με στόχο την κοινωνία της πρόθεσης του χρήστη σε συνάρτηση με την ύπαρξη- επιρροή διαφόρων παραγόντων (χωροχρονικό περιβάλλον συνομιλίας, κοινωνικές σχέσεις συμμετεχόντων στην ομιλία, ύφος κλπ). H Lakoff (1973, 1977) στον Κανάκη (2007: 246- 247) καταδεικνύει την σημασία της πραγματολογικής διδασκαλίας καθώς θεωρεί ότι: «Οι γραμματικές περιγραφές που περιέχουν μόνο γραμματικούς κανόνες είναι ανεπαρκείς και θα πρέπει να συμπεριλάβουν επίσης πραγματολογικούς κανόνες που ρυθμίζουν τη γλωσσική διεπίδραση και συμπληρώνουν τους γραμματικούς». Ομοίως, η Ferraris (2004/ 2005: 1) υποστηρίζει ότι το παιδί για να μπορεί να χρησιμοποιεί σωστά τη γλώσσα, πρέπει να κατακτήσει τη γνώση της γλωσσικής δομής, τα κοινωνικά και τα συμπεριφοριστικά μοντέλα.

3.1 Ο.Φ και γλωσσικές πράξεις

H O.Φ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκπλήρωση διαφόρων γλωσσικών πράξεων (speech acts) κάτι το οποίο δεν διδάσκεται στα σχολικά εγχειρίδια.

Συγκεκριμένα, οι Ο.Φ (οι οποίες κατά τους: Mackridge (1985), Tannen (1983) στη Sifianou (1992a: 155), αποτελούν μία από τις τρεις18 κατηγορίες των ελλειπτικών προτάσεων και περιγράφονται ως προτάσεις αποτελούμενες από ένα (ή και περισσότερα ονόματα) ή και ένα επίθετο με απουσία ρήματος και λοιπών ρηματικών προσδιορισμών) και μπορούν να εκφράσουν με έμμεσο τρόπο κατευθυντικές γλωσσικές πράξεις, όπως για παράδειγμα ένα αίτημα. Θα μπορούσε να διδάσκεται ρητά το πώς μπορεί ο ομιλητής να πραγματώσει ένα εκφώνημα με προσλεκτική ισχύ αιτήματος, ή και παράκλησης σε συγκεκριμένο συμφραστικό πλαίσιο που διέπεται σαφώς από τους κοινωνικούς ρόλους των συμμετεχόντων, το ύφος της επικοινωνιακής περίστασης, το βαθμό απόστασης μεταξύ των συμμετεχόντων στη διεπίδραση και την ψυχολογική κατάσταση του ομιλητή. Παρατίθενται ενδεικτικά παραδείγματα από διάφορες πηγές, καθώς τα εγχειρίδια δεν διαθέτουν ανάλογα.

18. Οι ελλειπτικές προτάσεις σύμφωνα με τη Sifianou (1992a: 152- 154) χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: α) σε εκείνες όπου απουσιάζει το ρήμα, β) σε αυτές όπου λείπει το όνομα σε θέση αντικειμένου και γ) σε αυτές όπoυ υφίστανται μόνο μετριαστικοί δείκτες ευγένειας (παρακαλώ) ή επιτελεστικά ρήματα (παρακαλώ).

(21)

(2) από την ταινία: «Eπαναστάτης Ποπολάρος»19 όπου ο πρωταγωνιστής Ζέπος Πεμπονάρης ευρισκόμενος στο σπίτι του θείου του, αναμένει με αγωνία και ανυπομονησία πηγαίνοντας πάνω-κάτω, να συναντήσει την αγαπημένη του κοντεσίνα Έλντα Ντι Μάρα με την οποία έχει ραντεβού.

- Ζέπος: Mα γιατί αργεί; Μη δεν έρθει;

- Θεία: A, μπα δεν είναι δυνατόν. Δεν το φαντάζομαι, αφού σου μήνυσε.

- Ζέπος: Και με ποιον άραγε θα ρθει; με τις ξαδέρφες της; ή με τη μητέρα της;

(Xτυπάει το κουδούνι) - Ζέπος: Η Έλντα.

- Θεία: Αννέταααα..

- Ζέπος: Αννέτα η πόρτα.

- Αννέτα-οικιακή βοηθός: Nαι κύριε Ζέπο, ανοίγω.

Oι υπογραμμισμένες φράσεις μας δείχνουν ότι ο Zέπος και η θεία πραγματώνουν ένα έμμεσο αίτημα και μία επίσης έμμεση διαταγή αντίστοιχα, αφού κανένας από τους δύο τους δεν χρησιμοποιεί ρήμα. Επεξηγηματικά, ο Ζέπος με την Ο.Φ του (κλιτική προσφώνηση + άρθρο + ουσιαστικό) ζητά από την Αννέτα να ανοίξει την πόρτα. Το ίδιο αίτημα πραγματώνει και η θεία μέσω της κλιτικής προσφώνησης της Αννέτας που θα μπορούσε βεβαίως να έχει και τη προσλεκτική ισχύ προσταγής αν λάβουμε υπ’ όψιν τους κοινωνικούς ρόλους των δύο γυναικών (θεία- κυρία του σπιτιού και Αννέτα-οικιακή βοηθός) και άρα την άνιση κοινωνική σχέση τους. Σαφώς, οι συγκεκριμένες Ο.Φ θα μπορούσαν να είναι απλά δηλωτικές και να δείχνουν στην Αννέτα το σημείο όπου βρίσκεται η πόρτα, κάτι το οποίο δεν είναι δυνατόν, αφού η Αννέτα αντιλαμβάνεται την προσλεκτική ισχύ του αιτήματος και το πραγματώνει ανοίγοντας την πόρτα (εκπλήρωση απολεκτικού στόχου). Επίσης, η εμμεσότητα αυτή του αιτήματος, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι λειτουργεί ως στρατηγική αρνητικής ευγένειας, αφού παρέχει τη δυνατότητα στο δέκτη να μην πραγματώσει το αίτημα, αφενός γιατί αυτό δεν διατυπώνεται άμεσα και ρητά, και

19. Η ταινία «Επαναστάτης Ποπολάρος» του Γιάννη Δαλιανίδη γυρίστηκε το 1971 και η σκηνή στην οποία αναφερόμαστε είναι στο 32.23’-32.40’. Πηγή:https://www.youtube.com/watch?v=Ly-mEoJv01E

(22)

αφετέρου είναι δυνατόν μέσω της συγκεκριμένης διατύπωσης ο δέκτης να μην αντιληφθεί την προσλεκτική ισχύ της γλωσσικής πράξης και επομένως να μην πραγματώσει το αίτημα. Βέβαια, το δεύτερο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εύστοχο, διότι ο επιτονισμός παραπέμπε σε ξεκάθαρο αίτημα και προσταγή στα αντίστοιχα παραδείγματα. Θα ήταν χρήσιμο επομένως να διδαχθεί ρητά στους μαθητές (ειδικά των σημερινών πολυπολιτισμικών σχολείων20), ότι σε περιπτώσεις ψυχολογικής φόρτισης, ιεραρχικής κοινωνικής σχέσης ομιλητή και δέκτη, έκτακτης ανάγκης όπως υποστηρίζει η Sifianou (1992a: 129, 153), οι γλωσσικές πράξεις μπορούν να επιτελούνται με μία Ο.Φ (αποτελούμενη μόνο από ουσιαστικό), καθώς ειδικά σε επικοινωνιακά πλαίσια έκτακτης ανάγκης έχει σημασία να εκφραστεί η γλωσσική πράξη όσο πιο σύντομα γίνεται, και αυτή η δυνατότητα παρέχεται μόνο με τη σύντομη ουσιαστική δομή. Aκόμη, θα ήταν χρήσιμο να διδαχτεί εάν τέτοιου τύπου γλωσσικές πράξεις θεωρούνται ευγενείς ή όχι και ποια είναι τα κριτήρια της ευγένειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ξεκάθαρης προσταγής αποτελεί το κάτωθι παράδειγμα από την ταινία: «Λούφα και Παραλλαγή21» όπου ο επιλοχίας (ανώτερος ιεραρχικά) προστάζει τους στρατιώτες του να σταματήσουν να γελούν κατά τη διάρκεια της πρωινής αναφοράς λόχου με την Ο.Φ: «σκασμός».

(2) (διάλογος στρατιώτη με ανώτερό του στην πρωινή αναφορά)

- Στρατιώτης Mπαλούρδος (απευθυνόμενος στο διοικητή λόχου): Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω κύριε λοχαγέ ότι αιτούμαι πενθήμερος αγροτική άδεια.

- Λοχαγός: Kαι από πότε έγινες αγρότης Μπαλούρδο;

20. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα Δημοτικά σχολεία δεν φοιτούν μόνο οι μαθητές που έχουν ως μητρική γλώσσα (Γ1) την Ελληνική, αλλά και αλλοδαποί μαθητές που προσπαθούν να μάθουν τα ελληνικά ως δεύτερη γλώσσα (Γ2) μέσω των ίδιων εγχεριδίων με τα οποία διδάσκονται οι φυσικοί ομιλητές της Νέας Ελληνικής, και ως εκ τούτου πολλές δομές-στοιχεία- πολιτισμική γνώση που θεωρούνται γνωστά έως και αυτονόητα για τους φυσικούς ομιλητές (Φ.Ο), απαιτούν ρητή διδασκαλία για τους μαθητές της Γ2 οι οποίοι προσπαθούν να συμβαδίσουν σε επίπεδο γλωσσικής και κοινωνιοπραγματολογκής γνώσης με τους συμμαθητές τους-φυσικούς ομιλητές μέσα στον ίδιο χρονικό διάστημα διδασκαλίας με εκείνους.

21. Σκηνή 10.45’-10.54’ από την ταινία «Λούφα και Παραλλαγή» (1984) του Ν. Περάκη. Πηγή:

https://www.youtube.com/watch?v=BcY-eW6nuo4

Referências

Documentos relacionados

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Συμπεριφορά Καταναλωτή Ενότητα 1 : Εισαγωγή στην Επιστήμη της Συμπεριφοράς του Καταναλωτή Χριστίνα