• Nenhum resultado encontrado

GABRIEL TARDE: Από το πλήθος στο κοινό.

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "GABRIEL TARDE: Από το πλήθος στο κοινό. "

Copied!
78
0
0

Texto

(1)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

GABRIEL TARDE: Από το πλήθος στο κοινό.

Η παραγωγή του κοινού στον 20

ο

αιώνα

ΦΑΝΗ ΓΙΑΝΝΟΥΣΗ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΒΩΚΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010

(2)

Περίληψη

Η επικοινωνία πραγματοποιείται στην κοινωνία μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις. Το κοινό αποτελεί μορφή έκφρασης των κοινωνικών σχέσεων. Η επικοινωνιακή δράση περιέχει αξίες υψηλότερες και συνεπώς και το κοινό βρίσκεται σε ένα στάδιο εξέλιξης υψηλότερο από το πλήθος «[…]βρισκόμαστε στην εποχή του κοινού ή των

«κοινών» κι όχι του πλήθους». Ασυνείδητα και χωρίς προμελετημένο σχέδιο οι άνθρωποι μέσω των καθημερινών συνομιλιών, ασκούν ο ένας στον άλλο τη διανοητική δράση η οποία ενοποιεί τις αναπαραστάσεις τους. Το κοινό συγκροτείται χάρις την επικοινωνία και τη γλώσσα. Το κοινό είναι ένας χώρος ψυχικής συνοχής μεταξύ ατόμων πουν διαχωρίζονται σωματικά

Για να κατανοήσουμε τις θέσεις του Tarde για την επικοινωνία και τη σημασία της θα πρέπει να τις εξετάσουμε στο πλαίσιο της γενικότερης δι-ατομικής ψυχολογίας που επιχειρεί να κατασκευάσει.

Ο Τarde τονίζει την ικανότητα επινόησης των ατόμων, κάθε ανακάλυψη (decouvrir) είναι μια ψυχική συνάντηση γνώσεων ήδη παλαιών οι οποίες συχνά μεταδίδονται από το ένα άτομο στο άλλο με τη μίμηση. Μια κοινωνία αποτελείται από το σύνολο των ατόμων και των δι-ατομικών ψυχολογικών σχέσεων.

Στο Les lois de l'imitation, εξηγεί τη διαμόρφωση της κοινωνίας, ως σύνολο νόμων λογικών και εκτός λογικής και με θεμέλιο ένα κοινωνικό δεδομένο αυτό της μίμησης.

Οι επιθυμίες και οι πίστεις είναι η κινητήριος δύναμη του κοινωνικού, είναι οι μηχανές της αέναης κίνησης ανάμεσα στην επανάληψη (μίμηση) και τη διαφοροποίηση (αντίθεση). Κάθε εξουσία παραχωρείται από την πίστη και την επιθυμία και διακυβέρνηση σημαίνει επιδέξια διαχείριση πίστεων και επιθυμιών.

Οι επικοινωνιακές ανταλλαγές, η γλώσσα, οι συνθήκες παραγωγής υποκειμενικότη- τας και της δι-υποκειμενικότητας που συγκροτούν το κοινωνικό όλα μπορούν να ερμηνευθούν μέσα από τον άνθρωπο, που είναι ταυτόχρονα ένα ον επιθυμίας και ένα ον παραγωγής διαφοράς.

Λέξεις κλειδιά: κοινό, πλήθος, μάζες, μίμηση, αντίθεση, επινόηση, επικοινωνία, πίστη και επιθυμία, οικονομία του θυμικού, πολιτική οικονομία, κοινωνική ποσότητα, νόμοι μίμησης, δι-ατομική ψυχολογία, δι-υποκειμενικότητα, δια-πνευματική σχέση.

(3)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Gabriel Tarde, η εποχή των κοινών

1. Εισαγωγή 1

2. Η θεωρία της δι-ατομικής ψυχολογίας 4

3. Ιστορία του κοινού και της κοινής γνώμης 8

4. Εισβάλοντας στην Ιστορία -Το πλήθος

i. Εκφοβίζοντας την αστική τάξη 16

ii. Γιατί φοβόμαστε ακόμα τα πλήθη; 24

5.Χαρτογραφώντας το κοινό

i. Η γέννηση του κοινού 26

ii.Το κοινό στη θεωρία της δι-ατομικής ψυχολογίας 32

iii Κοινό και πλήθος 36

iv. Ανθρωπογεωγραφία του κοινού 38

v. Τα δεινά του πλήθους και τα προβλήματα του κοινού 39

6. Η παραγωγή του κοινωνικού

i. Η συζήτηση 42

ii. Η γλώσσα 45 iii. Συνθήκες παραγωγής υποκειμενικότητας και δι-υποκειμενικότητας

(Οντολογική πολιτική ή πολιτική οντολογία;) 47

7. Πολιτική: επιθυμία και πίστη

i. Η δημοκρατία των κοινών 53

ii. Ατομικότητα και δημοκρατία 58

8. Πολιτική οικονομία: επιθυμία και πίστη 60

Επίλογος (ποιος μιλά; Ποιός επινοεί;) 70

Βιβλιογραφία 72

Πίνακας όρων 74

(4)

Gabriel Tarde: η εποχή των κοινών 1. Εισαγωγή

Ανάμεσα στο 1892 και το 1899 ο Tarde δημοσίευσε τέσσερα άρθρα όπου περιγράφει τις έννοιες του πλήθους, του κοινού και της κοινής γνώμης – «Les crimes de foules»

(Τα εγκλήματα των πληθών)1 1892, «Foules et sects au point de vue criminel»

(Πλήθη και σέκτες με όρους εγκληματολογικούς) 1893, « Le public et la foule» (Το κοινό και πλήθος) 1898, «L’opinion et la conversation» (Η κοινή γνώμη και η συζήτηση) 1899. Τα τρία τελευταία επανεκδοθήκαν το 1901 στο βιβλίο «L’opinion et la foule» (Η κοινή γνώμη και το πλήθος). Ωστόσο είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι τα πρώτα δύο άρθρα είναι εκθέσεις της έρευνας ενός εγκληματολόγου τον οποίο απασχολεί η παθολογία του πλήθους ενώ τα δύο τελευταία είναι οι αναλύσεις κοινωνικών συμβάντων ενός κοινωνικού στοχαστή.

Το έργο του Tarde «L’opinion et la foule» είναι μεγάλης σημασίας για την φιλοσοφία, την ψυχολογία, τις επιστήμες της επικοινωνίας, της κοινωνιολογίας. Το

«Le public et la foule» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1898 στο τεύχος 15 Ιουλίου- Αυγούστου της La Revue de Paris. Είναι μια ανάλυση για το κοινό και το πλήθος ως κοινωνικές ομάδες. Αντίθετα με τον Gustave Le Βon στην «Ψυχολογία του πλήθους», ο Tarde δηλώνει ότι ζούμε «στην εποχή του κοινού». Στο πλαίσιο αυτό, το βιβλίο «Le public et la foule» είναι το πρώτο έργο του αφιερωμένο στη διατύπωση μιας θεωρίας της ιστορίας του κοινού και της διάκρισης του από το πλήθος.

Η κοινωνική θεωρία, την οποία ο Tarde σχεδιάζει για την δι-ατομική ψυχολογία, προέρχεται από μια αυστηρή νομιναλιστική κατάταξη : Από την μια η κοινωνία και ένα κοινωνικό συμβάν μίμησης, στην οποία υπάρχουν μόνο τα άτομα (ατομική, ψυχολογική σφαίρα) και από την άλλη οι αλληλεπιδράσεις των ατόμων (η κοινωνική, δια-πνευματική σφαίρα).

Οι ηγέτες της κοινής γνώμης, είναι: οι δημοσιολόγοι και οι δημοσιογράφοι (για το κοινό) και οι χαρισματικοί και εμπνευσμένοι ηγέτες (για το πλήθος). Ο Tarde εξηγεί την ιστορία του κοινού τονίζοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές του με το πλήθος.

Οι δημοσιολόγοι επιβεβαιώνουν την επινόηση ως ηγέτες του κοινού. Οι δημοσιογράφοι εμπλέκονται σε μια διαδικασία προσαρμογής με το κοινό τους: μια

1 Κανένα έργο του Gabriel Tarde δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Οι τίτλοι όλων τα έργα που αναφέρονται έχουν μεταφραστεί για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας.

(5)

άποψη του κοινού ενισχύει και δεν αλλάζει τη θέση του δημοσιογράφου. Οι χαρισματικοί ηγέτες που εμπνέουν το πλήθος επενεργούν ενάντια στην αμοιβαία επιρροή μεταξύ ατόμων.. Ξεκινώντας από την ανάλυση του δημόσιου χώρου2, ο Tarde εξετάζει στο «L’opinion et la conversation» μια δι-ατομική ψυχολογία των αμοιβαίων σχέσεων με γραμμικό πρότυπο, που αποτελείται από τέσσερις παράγοντες:

τις ειδήσεις, τις συζητήσεις, την κοινή γνώμη και τη δράση.

Τα δύο έργα περιέχουν και πολλές προϋποθέσεις και παραδοχές που αποτελούν βάση της καταγωγής των σύγχρονων θεωριών μαζικής και της διαπροσωπικής επικοινωνίας. Αυτό εξηγεί το λόγο που o Gabriel Tarde θεωρείται εκτός από πρωτοπόρος της κοινωνιολογικής θεωρίας και ένας από τους ιδρυτές των επιστημών της επικοινωνίας.

Για να κατανοήσουμε τις θέσεις του Tarde για την επικοινωνία και τη σημασία της θα πρέπει να τις εξετάσουμε στο πλαίσιο της γενικότερης δι-ατομικής ψυχολογίας που επιχειρεί να κατασκευάσει. Η θεωρία του αυτή αναπτύσσεται καταρχήν στο έργο

«Les lois de l’imitation» ( Οι νόμοι της μίμησης) 1889 – όπου ο Tarde δομεί τη δι- ατομική ψυχολογία πάνω σε τρεις θεμελιώδεις έννοιες: την επινόηση, τη μίμηση και την αντίθεση. Η δια-πνευματική δραστηριότητα των ανθρώπων εξετάζεται και σε άλλα σημαντικά έργα του.

Το έργο του δεν είχε συνεχιστές ούτε άμεσους πνευματικούς απογόνους και παρέμενε σχεδόν αγνοημένο όλο τον εικοστό αιώνα. Ο Gabriel Tarde ήταν απλά μια σημείωση στην ιστορία της συγκρότησης της επιστήμης της κοινωνιολογίας, γνωστός μόνο ως αντίπαλος του Durkheim. Όμως μια νέα ανάγνωση του έργου του έχει ξεκινήσει και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον όχι από τη σκοπιά της ιστορίας της κοινωνιολογίας ή της κοινωνικής ψυχολογίας αλλά υπό το φως των θεματικών που ο ίδιος ανέπτυξε:

της υποκειμενικότητας και της δι-υποκειμενικότητας (των συνθηκών παραγωγής νοήματος) αλλά και των συνθηκών παραγωγής αξίας (κοινωνικές ποσότητες), της επικοινωνίας ως κοινωνικής αναγκαιότητας και της επικοινωνίας ως παραγωγής οικονομίας και πολιτικής.

Η εκ νέου ανακάλυψη των εμπνεύσεων του Tarde συμπίπτει χρονικά με την κριτική στον στρουκτουραλισμό που ασκούν οι Foucault και Deleuge-Guattari. Ο πρώτος την οδηγεί στην κατεύθυνση μιας μικροφυσικής της εξουσίας, οι δεύτεροι διαμορφώνουν

2 Ο Tarde πουθενά δεν χρησιμοποιεί την έκφραση δημόσιος χώρος με τη σύγχρονη έννοια που έχει σήμερα στη φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες σε στοχαστές όπως οι Arendt, Habermas, Katz.

(6)

το σχέδιο τους ως μια μοριακή επανάσταση της σκέψης όπου «η διάκριση ανάμεσα στο κοινωνικό και το άτομο χάνει κάθε νόημα» επειδή κάθε πράγμα παύει να αποτελείται από σχέσεις δυνάμεων, επειδή κάθε δύναμη είναι η ίδια σχέση ανάμεσα διαφορικά στοιχεία, και επειδή η ίδια η έννοια της δύναμης προκύπτει από τη επιθυμία. Ή όπως θα έλεγε κι ο Τarde: «Κάθε πράγμα είναι μια κοινωνία, κάθε φαινόμενο είναι μια κοινωνική πράξη – μέχρι το πιο μικροσκοπικό το οποίο γίνεται το κλειδί για ολόκληρο το σύμπαν».3 Πρόκειται για μια «μικροκοινωνιολογία» που δεν είναι απλά ένα πεδίο των κοινωνικό επιστημών, πρόκειται για μια πειθαρχία με το όνομα «δι-ατομική ψυχολογία» - καθορίζει το πεδίο δράσης μιας σκέψης πραγματικά κοινωνικής.

3 Alliez Eric, Difference et repetition de Gabriel Tarde, Mutlitudes No7, Dec 2001

(7)

2.Η θεωρία της δι-ατομικής ψυχολογίας

Με αφετηρία τα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα που κινούν το ενδιαφέρον του και την εμπειρία της ανθρώπινης κατάστασης που θα αποκτήσει λόγω του επαγγέλματος του, ο Tarde θα ανακαλύψει τη σημασία των κοινωνικών επιρροών. Ο Tarde ξεκινά το έργο του με μελέτες εγκληματολογικές4 και ανακαλύπτει τη σημασία δύο παραγόντων που θα αποτελέσουν τα θεμελιώδη δεδομένα της ψυχο-κοινωνικής του θεωρίας.Το πρώτο στοιχείο το οποίο συνήθως επηρεάζει την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι η επινόηση. Είναι προσωπική, πρωτότυπη, ανεξήγητη, ξεφεύγει από όλους τους φυσιοκρατικούς ντετερμινισμούς, μπορεί να οδηγήσει στο έγκλημα και το κακό όπως και στον ηρωισμό και το καλό. Για τον Tarde υπάρχει στην καρδιά κάθε ανθρώπου ένα κέντρο ανάληψης πρωτοβουλίας, καινοτόμο και αδάμαστο.

Η δεύτερη θεμελιώδης πεποίθηση που θα σχηματίσει, είναι η γνώση ότι τα όντα και οι άνθρωποι λειτουργούν τις περισσότερες φορές υπό τη επίδραση της μίμησης. Είναι οι ατομικές συνειδήσεις αυτές που θα γεννήσουν τις κοινωνικές πραγματικότητες. Η κοινωνική ζωή είναι στην ουσία μια «δι-ατομική ψυχολογία».

Ο Tarde αναγνωρίζει ότι όλα τα φαινόμενα μίμησης συναντούν αντιστάσεις.

Μελέτησε λοιπόν όλα τα φαινόμενα αντίθεσης που παρουσιάζονται στη φύση και στην ανθρώπινη ζωή και τις κοινωνιολογικές εφαρμογές που προκύπτουν από αυτά.

Τέλος μελέτησε και τη φυσική κατάληξη της αντίθεσης που είναι η προσαρμογή.5 Ο Tarde ανάπτυξε τη σκέψη του με αφετηρία την ευφάνταστη διαχείριση τριών κεντρικών εννοιών: της επινόησης, της μίμησης και της αντίθεσης. Οι επινοήσεις, δημιουργίες ταλαντούχων ατόμων, διαχέονται μέσα στα κοινωνικά συστήματα μέσω της μίμησης. Αυτές οι μιμήσεις εξαπλώνονται – για να χρησιμοποιήσουμε μια από τις αγαπημένες αναλογίες του – όμοια με τους κυματισμούς στην επιφάνεια μιας λίμνης, τείνοντας προς τα όρια του συστήματος μέχρις ότου έρθουν σε επαφή με κάποιο εμπόδιο. Το εμπόδιο, ωστόσο, είναι πιθανόν να είναι η μίμηση κάποιας προγενέστερης επινόησης, και όταν οι δυο συγκρούονται, από την αντίθεση τους είναι πιθανόν να προκύψει ένα νέο προϊόν – δηλαδή μια νέα επινόηση- η οποία με τη σειρά της γίνεται αντικείμενο μίμησης μέχρι τη στιγμή που και αυτή συναντά άλλα

4 Δημοσιεύει δύο σχετικά έργα: La criminalite comparee (1886) και La philosophie penale (1890)

5 Mileτ Jean, Gabriel Tarde et la psychologie sociale, Revue francaise de sociologie, vol 13,No 4 , σ.474-475

(8)

εμπόδια και συνεχίζεται έτσι επ’ άπειρον. Συνεπώς, αυτές οι τρεις διαδικασίες διαμορφώνουν ένα ανεξάρτητο όλο το οποίο συνεχίζει να παράγει και να αλληλοεπηρεάζεται με μια ποικιλία τρόπων. Σύμφωνα με αυτό το νόμο καθώς οι επινοήσεις γίνονται αντικείμενο μίμησης σε όλο και ευρύτερες περιοχές της κοινωνικής ζωής, παράγουν αντίστοιχα αυξανόμενο αριθμό αντιθέσεων, οι οποίες με τη σειρά τους αυξάνουν τον αριθμό των συνακόλουθων επινοήσεων6

Η προέλευση μιας επινόησης επηρεάζεται από: α) την εγγενή δυσκολία να συνδυαστούν πνευματικά οι ιδέες, συνδυασμός των οποίων είναι η νέα επινόηση β) τους βαθμούς της έμφυτης πνευματικής ικανότητας της κοινωνίας γ) τις κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν την πνευματική εγρήγορση και την έκφραση αυτής της ικανότητας.

Αυτά τα ρεύματα της μίμησης ο Tadre τα μελετά, και στο βιβλίο του «Les lois de l’

imitation» καταγράφει τους νόμους στους οποίους υπακούουν Οι νομοί αυτοί έχουν δύο μορφές: νόμοι λογικοί και νόμοι εκτός λογικής. Η μίμηση μιας επινόησης επηρεάζεται από: α) το γενικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο η μίμηση διαδίδεται από το αρχικό της κέντρο με γεωμετρική πρόοδο, ανάλογα με τον αριθμό των ανθρώπων που επηρεάζονται, β) τις φυσικές και βιολογικές επιρροές, συμπεριλαμβανομένων και των φυλετικών χαρακτηριστικών. Ο γενικός νόμος είναι ότι οι μιμήσεις διαθλώνται από τα μέσα τους, γ) τις κοινωνικές επιρροές που χωρίζονται σε: λογικές ( η συμφωνία ή η ασυμφωνία της νέας επινόησης με τις επινοήσεις που είναι ήδη λιγότερο ή περισσότερο αποδεκτές (δηλαδή είναι ήδη αντικείμενα μίμησης), και σε εκτός λογικής ( οι ίδιες μεταδίδονται πριν καν υπάρξουν τα κατάλληλα μέσα και η μίμηση γίνεται ab interioribus ad exteriora, τα έθιμα εναλλάσσονται με τη μόδα).

Ο κόσμος κυβερνιέται από το νόμο της επανάληψης και η ανθρωπότητα από την παραλλαγή του το νόμο της μίμησης. Όλες οι κοινωνίες συγκροτούνται με αφετηρία δεσμούς μίμησης και οι δεσμοί αυτοί πλέκονται σύμφωνα με ακριβείς νόμους λογικούς και εκτός -λογικής.

Η κοινωνική ζωή, γράφει ο Tarde, διασφαλίζεται από παράγοντες δύο κατηγοριών:

τις αιτίες και τις συνθήκες. Η φύση και των μεν και των δε είναι ψυχολογική. Οι αιτίες διασφαλίζουν τα ερεθίσματα και οι συνθήκες τη μετάδοση τους ως τα όρια του κοινωνικού σώματος. Οι ψυχολογικές αιτίες της κοινωνικής ζωής είναι τρεις: η πίστη

6 Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago Press, 1969, σ. 21-22

(9)

και η επιθυμία, η επινόηση και οι δια-ψυχολογικές σχέσεις. Το θεμέλιο κάθε ανθρώπινης αντίδρασης είναι η επιθυμία. «στο βάθος των φαινομένων [..] δεν ανακαλύπτει (κανείς) παρά τρεις όρους ακατάλυτους, την πίστη, την επιθυμία και το σημείο εφαρμογής τους την καθαρή αίσθηση [..] Οι δύο πρώτοι όροι είναι οι μορφές ή οι έμφυτες και δομικές δυνάμεις του υποκειμένου, οι μήτρες όπου δέχεται τα ακατέργαστα υλικά της αίσθησης»7

Ο άνθρωπος είναι πριν και πέρα από όλα ένα ον επιθυμίας. Όλες οι αντιδράσεις του προέρχονται από αυτό κίνητρο. Αλλά η επιθυμία μπορεί να επηρεαστεί εν μέρει από την πίστη. Επιθυμούμε αυτό το οποίο «πιστεύουμε» ότι είναι επιθυμητό. Ο άρρωστος επιθυμεί άπληστα τη θεραπεία, για την οποία «πιστεύει» ότι θα τον θεραπεύσει.

Πρέπει λοιπόν δίπλα στην επιθυμία να προσθέσουμε την πίστη, μαζί είναι το πρώτο κίνητρο κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας.

Λίγο μετά εμφανίζεται η επινόηση. Η επινόηση εγγράφεται στο continuum της ανθρώπινης ιστορίας. Είναι κληρονόμος των προηγούμενων γενεών (υπάρχει μια λογική στην εμφάνιση των επινοήσεων) και θα επηρεάσει τις επόμενες γενιές απελευθερώνοντας ρεύματα μίμησης τα οποία θα αναλάβουν να διαπραγματευτούν και να αναπαράγουν τους καρπούς της μίμησης. Είναι ένας ισχυρός παράγοντας κοινωνικής συνοχής. Ένας τρίτος παράγοντας, τέλος, που θα παρέμβει, είναι οι δι- ατομικές ψυχολογικές σχέσεις. Τα ρεύματα επιθυμιών και πίστεων και τα ρεύματα που πηγάζουν από τη μίμηση επινοήσεων θα διασταυρωθούν και κάθε διασταύρωση, κάθε σημείο συνάντησης θα μετατραπεί με τη σειρά του σε αφετηρία μιας ψυχολογικής δράσης ή νέων ρευμάτων. Όμως για να μπορέσουν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες ψυχολογικές συνθήκες: η μίμηση, η αντίθεση και η προσαρμογή.8

Ο Tarde, αν και δε μελέτησε τη συγκρότηση της προσωπικότητας και τη διαδικασία δόμησης ταυτότητας παρατήρησε ότι στενοί δεσμοί συνδέουν τη δομή της προσωπικότητας με την πολιτιστική και την κοινωνική δομή της ευρύτερης κοινωνίας. Τα δύο θεμελιώδη στοιχεία της προσωπικότητας, για τον Tarde, ήταν αυτά που αποτέλεσαν και τον τίτλο ενός κλασικού έργου του: πίστη και επιθυμία. Η πίστη αναφέρεται στον γνωστικό στοιχειό της προσωπικότητας και η επιθυμία στο θυμικό.9

7 Tarde Gabriel, La croyance et le desir, Essais et Melanges sociologiques Paris, 1900, σ.240

8 Milet Jean, Gabriel Tarde et la psychologie sociale, Revue francaise de sociologie, vol 13,No4 , σ.476

(10)

Με τον καιρό πρόσθετες πίστεις και επιθυμίες εσωτερικεύονται από το υποκείμενο μέσω της διαδικασίας της μίμησης.

Αν και δεν εξειδίκευσε περισσότερο τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης και αλλαγής της προσωπικότητας οι ιδέες που διατύπωσε για την στενή σχέση ανάμεσα στην ατομική προσωπικότητα, τα μοτίβα μίμησης και την κοινωνική δομή και κουλτούρα, παραμένουν και σήμερα ενδιαφέρουσες. Οι ιδέες και οι επιθυμίες κάθε ατομικής προσωπικότητας είναι, ως ένα βαθμό, αποτέλεσμα της «αξιοπιστίας» και της

«επιθυμητότητας», (δηλαδή των δύο «εν δυνάμει» συνθηκών). Σε κάποιες περιπτώσεις οι εξωτερικές συνθήκες επιβάλουν γενικά όρια στον τύπο των πίστεων που τα άτομα είναι πιθανό να αποκτήσουν – πχ η γνώση ότι υπάρχουν δέκα κλήροι σε μια γυάλα μας οδηγεί να πιστέψουμε με υψηλό βαθμό πιθανότητας ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να τραβήξει έναν αριθμό από το ένα ως το δέκα. Αυτές οι εξωτερικές συνθήκες επηρεάζουν τα μοτίβα εσωτερικών πίστεων. Όταν συγκεκριμένες πίστεις ή επιθυμίες αρχίζουν να διαχέονται μέσω της κοινωνικής μίμησης, παράγουν τις αντίστοιχες καταστάσεις της «αξιοπιστίας» ή της «υπακοής»

καθώς σταδιακά γίνονται θεσμοί. Όταν οι πίστεις για ένα συγκεκριμένο θέμα, ή η επιθυμία για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, επεκτείνονται περισσότερο και γενικεύονται σε μια κοινωνία οδηγούν, από τη μια, σε μια «κοινή γνώμη», και από την άλλη, σε μια «κοινή γενική θέληση». Με τον καιρό, ορισμένες πίστεις και επιθυμίες ενσωματώνονται τόσο βαθιά σε μια κοινωνία ώστε καταλήγουν, με τη σειρά τους, να καθορίζουν αυτό που γίνεται αποδεκτό ως «αλήθεια» ή «αξία».10

9 Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago Press, 1969, σ. 37

10 Clark Terry N, Gabriel Tarde On communication and social influence, The University of Chicago Press, 1969, σ. 38-39

(11)

3.Ιστορία του κοινού και της κοινής γνώμης

Αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κοινή γνώμη υπάρχει από τότε που οι άνθρωποι ενώθηκαν σε κοινωνίες, ήταν πάντοτε δύσκολο να την χαρακτηρίσουμε ελλείψει μέσων έκφρασης της. Για τις πιο μακρινές ιστορικές περιόδους, όπως το Μεσαίωνα, είναι σπάνιο να μπορέσουμε να περιγράψουμε την κοινή γνώμη. Υπάρχουν μόνο κάποιες ενδείξεις που μας παρέχει η εξέλιξη τω όρων «δημόσιο» (public) και

«ιδιωτικό» (private)11. Η ιστορία των λέξεων «δημόσιο» και «ιδιωτικό» αποτελεί κλειδί για την κατανόηση αυτής της θεμελιακής μεταβολής των όρων της δυτικής κουλτούρας.

Ο όρος «κοινό» γεννήθηκε στην αρχαιότητα. Προέρχεται από τη Λατινική λέξη publicus, η οποίο ίσως προέρχεται από poplicus ή populus (ο λαός). Με τη λέξη αυτή εκφράζονται δύο έννοιες του κοινού. Με την πρώτη σημασία της λέξης, η έννοια του κοινού εστιάζεται στο χαρακτηριστικό της προσβασιμότητας, στην καθορισμένη πρόσβαση των πολλών (ατόμων) στον ίδιο χώρο ή στην δημόσια περιοχή. Έτσι, στην αρχαία Ελλάδα ο δημόσιος χώρος ήταν ο τόπος της αναγνώρισης της ελευθερίας και της ισότητας - συνθηκών που επιτρέπουν στο άτομο να παρεμβαίνει στη ζωή της πόλις, στην πολιτική. Στη Ρώμη, τα res publica ήταν ιδιοκτησία γενικά ανοικτή για το ευρύ κοινό. Αργότερα, κατά το Μεσαίωνα, ο δημόσιος χώρος ήταν η τοποθεσία που παρείχε πρόσβαση σε ελεύθερη καλλιεργήσιμη γη, η οοία δεν ανήκε στο φεουδάρχη αλλά στην κοινότητα, καθώς επίσης και στην πηγή και την πλατεία της αγοράς.

Με τη δεύτερη έννοια του όρου κοινό, κυρίαρχη είναι η ιδέα του κοινού συμφέροντος ή του κοινού καλού. Αναφέρεται στα θέματα γενικού ενδιαφέροντος και, ειδικότερα, στις υλικές σχέσεις που σχετίζονται με τη Διοίκηση και το Κράτος.

Κατά το Μεσαίωνα το publicus ήταν συνώνυμο με το φεουδαρχικό και στην ουσία σήμαινε τα αιτήματα που απευθυνόταν δημόσια στο φεουδάρχη. Από το 1400, η Αυλή γίνεται ο δημόσιος χώρος όπου οι φεουδάρχες και οι άλλοι αυλικοί διεκδικούν, και αποκτούν σταδιακά, το δικαίωμα της εκπροσώπησης τους πλάι στον ηγεμόνα.

Οι πρώτες καταγεγραμμένες χρήσεις της λέξης «δημόσιο» στην αγγλική γλώσσα ταυτίζουν το δημόσιο με το κοινό συμφέρον της κοινωνίας, το 1470 για παράδειγμα ο Malory αναφέρεται «στον αυτοκράτορα Λούκιο […] δικτάτορα ή επίτροπο της κοινής ευημερίας στη Ρώμη». Εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα, προστέθηκε μια

11 Ο όρος κοινή γνώμη στα γαλλικά είναι: opinion publique και στα αγγλικά: public opinion

(12)

ακόμη έννοια του «δημοσίου» ως εκείνου το οποίο φανερώνεται και εκτίθεται σε κοινή θέα. Επίσης το «ιδιωτικό» χρησιμοποιείται με την έννοια του προνομιούχου, σε ανώτατο επίπεδο εξουσίας.

Τα νοήματα που συνάδουν προς το publique στη γαλλική γλώσσα, δείχνουν κάτι ανάλογο. Η αναγεννησιακή χρήση της λέξης αφορούσε σε μεγάλο βαθμό το κοινό καλό και το πολιτικό σώμα, βαθμηδόν το public έγινε επίσης ιδιαίτερος τομέας της κοινωνικότητας. Ο Eric Auerbach έχει κάνει μια ενδελεχή μελέτη αυτού του πιο σύγχρονου ορισμού του «δημόσιου» όπως πρωτοεμφανίστηκε στη Γαλλία στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα.12 Το επίθετο public που προοδευτικά περί τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα θα συνδεθεί με τη έννοια της «γνώμης» δεν αντιτίθεται τόσο, την εποχή εκείνη, στο ιδιωτικό» ή στο «ενδόμυχο» όσο στο «μυστικό», στο

«επίπλαστο» ή στην «αποσιώπηση», και εγγράφεται στο κίνημα αμφισβήτησης της απολυταρχίας και της βασιλικής αυθαιρεσίας.13

Με την άνοδο της αστικής τάξης αναδύεται και η θεωρία του μερκαντιλισμού. Το κράτος αναλαμβάνει το ίδιο το ρόλο του διοργανωτή του εμπορίου. Το δημόσιο συμφέρον στην περίπτωση αυτή, είναι η διαφήμιση των προϊόντων και η ενίσχυση της αξίας των νομισμάτων που κυκλοφορούν. Στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα και αργότερα κατά το δέκατο όγδοο αιώνα με το Διαφωτισμό, ο όρος κοινό σήμαινε την ύπαρξη ενός χώρου (forum) για κριτική συζήτηση. Η συζήτηση αυτή λαμβάνει χώρα σε αίθουσες, καφενεία, λέσχες και στον Τύπο (και ως συνέπεια παρατηρούμε την άνοδο της κοινής γνώμης). Κατά τη διάρκεια της απολυταρχίας, ο βασιλιάς θεωρείται δημόσιο πρόσωπο και λειτουργεί ενοποιητικά απέναντι στις διάφορες ομάδες της κοινωνίας. Στο δέκατο ένατο αιώνα, η έννοια του δημόσιου προσώπου περιγράφει μια οντότητα που αντικειμενικά υπάρχει και ασκεί την επιτήρηση της στο πρόσωπο ή στα πρόσωπα που κυβερνούν ή ασκούν εξουσία.

Η σύγχρονη θεωρία της δημοκρατίας που βασίζεται στη λαϊκή κυριαρχία έχει την ιστορική και φιλοσοφική αφετηρία της στην εμφάνιση της φιλοσοφίας του ρασιοναλισμού που επικρατεί στην Ευρώπη από το δέκατο έβδομο αιώνα, για να φτάσει στο κορύφωμα της το δέκατο όγδοο αιώνα με τους εγκυκλοπαιδιστές, την επικράτηση της φιλελεύθερης σχολής στην οικονομία και της θεωρίας του φυσικού δικαίου. Ήδη το 1637 ο Descartes αρχίζει τη φημισμένη «Πραγματεία για τη

12 Sennet Richard, Η τυραννία της οικειότητας, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999, σ. 32

13 Champagne Patrick, Η κατασκευή της κοινής γνώμης, Εκδόσεις Πατάκη, 2004, σ. 52

(13)

Μέθοδο» με τη φράση: «Η ορθή κρίση (bon sens) είναι το πιο καλά μοιρασμένο πράγμα στον κόσμο». Αυτή η αντίληψη πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός και λογικός (animal rationel) οδήγησε τους άγγλους φιλοσόφους Hobbes, Locke, Hume και τους γάλλους Montesquieu, Diderot και Rousseau να διαμορφώσουν τη σύγχρονη θεωρία της δημοκρατίας. Ο Rousseau κάνει μια διάκριση ανάμεσα στη

«γενική θέληση» (volonte generale) και στη «θέληση όλων» (volonte de tous). Η δεύτερη είναι απλώς η άθροιση των προσωπικών επιθυμιών και συμφερόντων του καθενός. Η πρώτη, που προσανατολίζεται προς τα κοινά, και απορρέει από τη ορθολογική θεώρηση της πολιτείας εκφράζει αλάνθαστα το κοινό συμφέρον.14 Ο Rousseau θεωρείται ο θεμελιωτής μιας έννοιας της δημοκρατίας βασισμένης στην κοινή γνώμη. Είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο (opinion publique). Η

«opinion publique» δεν είναι τίποτα άλλο από την έκφραση της «volonte generale».

Τότε απέκτησε δύναμη και μορφοποιήθηκε η ιδέα πως η κοινή γνώμη έπρεπε να είναι η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και όχι των διαθέσεων ενός λαού χειραγωγούμενου από τα πάθη, θρησκευτικά ή πολιτικά.15

Η Γαλλική Επανάσταση αποθεώνει την κοινή γνώμη. Την προσωποποιεί, τη λατρεύει, τη ονομάζει «Βασίλισσα του Κόσμου». Οι πολιτικές αναταραχές που επέφερε η Γαλλική Επανάσταση θα ενισχύσουν την αξία με την οποία είναι πολιτικά συνδεδεμένη η κοινή γνώμη (ή οι αντίστοιχες έννοιες). Στην πραγματικότητα με την πτώση της βασιλείας, δεν πρόκειται πλέον για μια αρχή που κρίνει και διορθώνει τις αποφάσεις μιας βασιλικής εξουσίας η οποία έχει τη δική της νομιμότητα, αλλά για την ίδια την πηγή της νέας εξουσίας.16 Το 1859 ο J.S.Mill έγραφε: «Στην πολιτική είναι σχεδόν κοινοτοπία να ισχυριστεί κανείς πως η κοινή γνώμη κυβερνά τον κόσμο».17 Ο Hegel στη «Φιλοσοφία του Δικαίου» γράφει ότι η κοινή γνώμη περιέχει

«[…] τις αιώνιες, ουσιαστικές αρχές της δικαιοσύνης, το αληθινό περιεχόμενο και

14 Δήμου Νίκος, Μάζα ή κοινό; Η κοινή γνώμη στο χώρο της πολιτείας, Εκδόσεις opera, Αθήνα ,2000, σ. 18-19

15 Becker Jean-Jacques, L’ opinion publique: Un populisme?, Vigtieme Siecle, Revue d’ histoire, No 56, Numero special Les populismes, σ. 92

16 Champagne Patrick, Η κατασκευή της κοινής γνώμης, Εκδόσεις Πατάκη, 2004, σ. 54

17 Δήμου Νίκος, Μάζα ή κοινό; Η κοινή γνώμη στο χώρο της πολιτείας, Εκδόσεις opera, Αθήνα ,2000, σ. 21

(14)

αποτέλεσμα ολόκληρου του Συντάγματος, της Νομοθεσίας και της Γενικής Κατάστασης» - αλλά και «το τυχαίο των γνωμών, την άγνοια και τη διαστροφή τους, τη λανθασμένη γνώση και κρίση τους»γι’ αυτό και «η ανεξαρτησία από αυτήν είναι η πρώτη τυπική προϋπόθεση για κάθε τι το μεγάλο και λογικό στην πραγματικότητα και στην επιστήμη».18

Όμως, αυτή η «κοινή γνώμη» δεν είναι αποτέλεσμα της στατιστικής πρόσθεσης γνωμών που είναι οι πλέον πολυάριθμες: η λαϊκή γνώμη, η γνώμη του όχλου, εξακολουθεί να είναι συνώνυμη των «άμετρων και ευμετάβλητων παθών» και παραμένει κυριολεκτικά εγκλωβισμένη στο περιθώριο της πολιτικής, χωρίς όμως να μπορεί να αγνοηθεί εντελώς. Μόνο η γνώμη των «πεφωτισμένων ελίτ» μπορεί να κηρυχθεί, αν όχι αλάθητη, τουλάχιστον οικουμενική και απρόσωπη, από τη στιγμή που θεμελιώνεται στο λόγο. Επομένως, καθ'όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του δέκατου όγδοου αιώνα, η κοινή γνώμη δεν είναι τόσο η γνώμη του κοινού (υπό την ευρεία έννοια που έχει η λέξη σήμερα) όσο η γνώμη μιας κοινωνικής ελίτ που συχνάζει στις Ακαδημίες και τα λογοτεχνικά σαλόνια. Η κοινή γνώμη είναι λοιπόν ένα είδος ιδεολογικής πολεμικής μηχανής την οποία «μηχανεύτηκαν» κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα οι ελίτ των διανοούμενων. Στοχαστές και πολιτικοί φιλόσοφοι θα εργαστούν με αρκετή συνέπεια, χρησιμοποιώντας διαφορετικές αλλά μάλλον αλληλουποκαθιστώμενες εκφράσεις, προκειμένου να παραγάγουν στο πολιτικό πεδίο μια νέα αρχή νομιμότητας, που ως σκοπό έχει να πριμοδοτήσει το ειδικό τους κεφάλαιο. Πρόκειται για τη γνώμη που σχηματίζουν για την πολιτική περιορισμένες κοινωνικές ομάδες, που το επάγγελμα τους είναι να παράγουν γνώμες. Μάλιστα αυτές οι ομάδες επιδιώκουν να μπουν στο πολιτικό παιχνίδι μέσα από τη συνεχή μεταβολή του και μεταπλάθοντας την εκάστοτε γνώμη από γνώμη μιας εγγράμματης ελίτ σε οικουμενική, άχρονη και ανώνυμη γνώμη, που έχει τη δική της αξία για την πολιτική.19

Η αμφισβήτηση της ορθότητας της κοινής γνώμης θα έρθει τον εικοστό αιώνα όταν η ψυχανάλυση και οι κοινωνικές επιστήμες θα υπονομεύσουν την πίστη στη λογική ικανότητα του ανθρώπου. Κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι και δημοσιολόγοι όπως ο Tarde, ο Le Bon, ο F. Tonnies, ο W. Lippmann., ο W. Bauer κα άλλοι άρχισαν να μελετούν

18 Δήμου Νίκος, Μάζα ή κοινό; Η κοινή γνώμη στο χώρο της πολιτείας, Εκδόσεις opera, Αθήνα ,2000, σ. 23

19 Champagne Patrick, Η κατασκευή της κοινής γνώμης, Εκδόσεις Πατάκη, 2004, σ. 53

(15)

επιστημονικά τους παράγοντες που οδηγούν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, τονίζοντας τον α-λογικό χαρακτήρα τους.

Σταδιακά αναγνωρίζεται ως παράγοντας εξαιρετικά σημαντικός για την πολιτική. Το δέκατο ένατο αιώνα η καθολική ψήφος καθιερώνεται ενώ εμφανίζονται νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης, όπως τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα. Με τη μαζικοποίηση της συμμετοχής στο πολιτικό πεδίο, τις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές και την ανάδυση του Τύπου αλλάζει και η έννοια της κοινής γνώμης. Η έκταση και το μέγεθος του κοινού που εκφράζει τη γνώμη του έχει πολλαπλασιαστεί τόσο πολύ χάρη στη διεύρυνση του εκλογικού σώματος που το κοινό παύει να είναι μια ελίτ ειδικών και αρχίζει να δίνει τη θέση του στην απρόσωπη μάζα που περικλείει στο εσωτερικό της περισσότερα από ένα «κοινά».20

Οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία μιας επιστημονικής επεξεργασίας σχετικά με το θέμα του κοινού, τη συμπεριφορά του πλήθους και τις μάζες αναπτύχθηκαν από μια ομάδα θεωρητικών της κοινωνικής ψυχολογίας, Bryce, ΑS, Dewey, James, Baldwin, Le Bon, Park, Cooley. Η προβληματική τους αφορούσε τους κανόνες που καθορίζουν τη συλλογική συμπεριφορά που επηρεάζουν περισσότερο τη ζωή της κοινωνία κατά τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα, κυρίως τα αυθόρμη- τα πλήθη και οι συμπεριφορές τους, οι απεργίες, οι στάσεις και οι ταραχές. Τα φαινόμενα αυτά είχαν ιδιαίτερα συζητηθεί στον Τύπο που επιθυμούσε, σε κάποιο βαθμό, να ρυθμίζει και να κατευθύνει τη συμπεριφορά του κοινού, τα πλήθη και τις μάζες. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι θεωρίες για το κοινό διαπίστωσαν την ύπαρξη ενός φαινομένου δι-ατομικού το οποίο είναι εγγενώς συλλογικό, και συμβαίνει μέσω των παραγόντων που εμπλέκονται στην κρίσιμη επιβεβαίωση του ορθολογικού χαρακτήρα της κοινωνίας.

Στη Γαλλία, ο Tarde ήταν ένας από τους πρώτους συγγραφείς που συστηματοποιεί μια Ιστορία του κοινού και των σχέσεων του με το πλήθος. Ο Tarde, πέρα από το να γράψει την ιστορία του κοινού ενδιαφέρεται να μελετήσει το κοινό, ιδίως τη μορφή της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο κοινό και τον Τύπο. «Είναι περίεργο πως ούτε στα Λατινικά ούτε στα Ελληνικά δεν υπάρχει μια λέξη που να αντιστοιχεί σε ό,τι εννοούμε με τη λέξη κοινό».21 Ο Price αποσαφηνίζοντας την ανάλυση του Park, προτείνει «[…] η λέξη κοινό χρησιμοποιείται για να γίνει αναφορά σε μια ομάδα

20 Η λέξη κοινά (publics στα γαλλικά) σημαίνει κάτι διαφορετικό από το κοινό για το λόγο αυτό όταν είναι απολύτως απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί θα μπαίνει με χρήση εισαγωγικών.

21 Tarde Gabriel, L’opinion et la foule PUF, 1989, σ. 34

(16)

ανθρώπων, οι οποίοι α) έχουν να αντιμετωπίσουν ένα θέμα, β) είναι μοιρασμένοι στις απόψεις τους και στην οπτική με την οποία βλέπουν το θέμα, και γ) ξεκινούν τη συζήτηση αυτού του θέματος.22

Η εμφάνιση της έρευνας των μέσων μαζικής επικοινωνίας, της έρευνας της κοινής Γνώμης και της εμπειρικής μεθόδου της Κοινωνιολογίας της επικοινωνίας ήταν σημαντικές συνεισφορές στη θεωρία του κοινού. Λόγω της αυξανόμενης ανάπτυξης των μαζικών μέσων ενημέρωσης, η λέξη κοινό έφτασε να σημαίνει έναν τρόπο κριτικής συζήτησης, αλλά, κυρίως, ένα σύνολο επιμέρους απόψεων μετρήσιμων μέσω ερευνών, δημοσκοπήσεων και ανοιχτών ακροάσεων (public audience στην Αμερική). Στη δεκαετία του 1960, o Habermas υποστηρίζει ότι από τη μια υπάρχει μια αστική δημόσια σφαίρα, κληρονομιά του Διαφωτισμού (το δέκατο όγδοο αιώνα υπάρχουν οι συνθήκες που επιτρέπουν το διαχωρισμό ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών) κι από την άλλη, όταν άλλαξαν οι συνθήκες, αυτό που ήταν κάποτε ένας παραδειγματικός χώρος διεξαγωγής ορθολογικών και κριτικών συζητήσεων έγινε ένα ακόμη πεδίο πολιτιστικής κατανάλωσης και η αστική δημόσια σφαίρα κατέρρευσε σε έναν ψεύτικο κόσμο δημιουργίας εικόνων και διαχείρισης γνωμών.23 O Habermas υποστηρίζει ότι στο κοινό λειτουργεί παράλληλα με μια κριτική διάσταση, κληρονομιά της αστικής δημόσιας σφαίρας, και η διαφήμιση η οποία χειραγωγεί. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες θεωρητικές προσεγγίσεις, η δημόσια διαβούλευση και η κριτική συζήτηση αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό κομμάτι του σύγχρονου εκλογικού σώματος, με αποτέλεσμα να γίνεται κατανοητή η διαρκής την αποξένωση των πολιτών από τη συμμετοχή στην πολιτική.

Ο Price, σχολιάζοντας τον Park, διακρίνει κοινό και πλήθος. Το κοινό συναντιέται σε μια κατάσταση αντίθεσης και λογικού διαλόγου μεταξύ ατόμων που υποδεικνύουν την ορθολογική κριτική ικανότητα να σκεφτόμαστε όμοια με τους άλλους. Το πλήθος είναι βυθισμένο στη συναισθηματική εμπειρία, απαιτεί «[…]την ικανότητα να αισθάνονται και να συμπάσχουν». Όταν το κοινό εγκαταλείπει το πεδίο της κριτικής συζήτησης εξαφανίζεται ή μεταμορφώνεται σε πλήθος. Στο ίδιο πλαίσιο και άλλοι μελετητές, παρατηρούν ότι πλήθος και κοινό διαφέρουν. Κοινό και πλήθος διαφοροποιούνται ως προς την έκταση της δράσης των ενώσεων που τα αποτελούν.

Το σχήμα αυτό γενικά ισχύει και στα δύο, καθώς και στο κοινό και στο πλήθος

22 Price Vincent, Κοινή Γνώμη, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1994, σ.44

23 Thomson John, Νεωτερικότητα και Μέσα Επικοινωνίας, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1999, σ.133

(17)

υπάρχουν οι ίδιοι παράγοντες: ο παράγοντας των κινήτρων, της ομοιογένειας και της ικανότητας της ελεύθερης δράσης. Ως προς το κριτήριο της έκτασης της δράσης τους, όταν η δραστηριότητα του πλήθους τελειώνει το πλήθος παύει να υφίσταται, ενώ το κοινό παύει να υπάρχει όταν η δράση του αυξάνεται απεριόριστα.

Εξετάζοντας το σχήμα λειτουργίας κοινού και πλήθους παρατηρούμε ότι ως προς το κριτήριο συμμετοχής μπορούμε να πούμε ότι λειτουργεί με τρόπο αποκλειστικό στο πλήθος (λόγω της μισαλλοδοξίας του) και με τρόπο μη αποκλειστικό στο κοινό ( ο καθένας μπορεί να ανήκει σε διάφορα «κοινά»).

Ως προς τα κίνητρα: οι παράγοντες που ενεργοποιούν το σχηματισμό του πλήθους, είναι κατά κάποιον τρόπο εξωτερικοί και πρωτογενής (χρόνος, εθνικότητα, κλπ...), ενώ στο κοινό είναι εσωτερικοί (βασίζονται, δηλαδή, σε μια προυπάρχουσα πνευματική κατάσταση). Ως προς το κριτήριο της ελεύθερης δράσης και της ομοιογένειας, η αμοιβαία αποδοχή ανάμεσα σε έναν πομπό και το δέκτη, οι οποίοι επιλέγουν ελεύθερα να ανταλλάξουν πληροφορίες- τη γνώμη τους,- καθιστά το κοινό μια ομάδα πιο ομοιογενή από το πλήθος το οποίο τροφοδοτείται από τους περίεργους και αυτούς που προσκολλούνται, και τους οποίους εφόσον τους κερδίσει τους ενσωματώνει αλλά είναι πολύ δύσκολο να ακολουθήσουν όλοι αυτοί (οι άνθρωποι) μία κοινή κατεύθυνση».

Σε μια άλλη σύγκριση μεταξύ του κοινού και του πλήθους.

ο Mills γράφει ότι: «Σε ένα κοινό [...] 1) μπορούμε να υποθέσουμε ότι εκφράζουν τις απόψεις τους τόσοι όσοι τουλάχιστον είναι και οι αποδέκτες των απόψεων, 2) Το σύστημα επικοινωνίας επιτρέπει μια απάντηση άμεση και αποτελεσματική, σε όλες τις γνώμες που εκφράζονται στο πλαίσιο του κοινού 3) Μια γνώμη που καταλήγει σε μια παρόμοια διαδικασία συζήτησης δεν συναντά καμιά δυσκολία στην αποσαφήνιση του θέματος και στην υλοποίηση μιας συγκεκριμένης δράσης, και μάλιστα -ακόμη αν είναι αναγκαίο η δράση αυτή να αντιτίθεται στην εξουσία, 4) [...] τα θεσμικά όργανα της εξουσίας δεν παρεμβαίνουν στο επίπεδο του κοινού, το οποίο έτσι απολαμβάνει μια σχετική αυτονομία».24

Για την ίδια αντινομία ο Price σημειώνει τα εξής: «Μια κοινωνιολογική σύλληψη του κοινού το αντιλαμβάνεται ως μια ατελώς οργανωμένη κοινότητα η οποία προκύπτει κατά τη διάρκεια της συζήτησης γύρω από ένα θέμα. Αντίθετα το πλήθος βασίζεται αποκλειστικά στην προσοχή σε μια κοινή θέση για κάθε ζήτημα, και έχει συσταθεί

24 Mills Wright C, The power elite, Oxford University Press, 1959, σ.303-304

(18)

από τις ιδιοσυγκρασιακές απαντήσεις που διατυπώνονται χωρίς καμιά συζήτηση και διάλογο. Το κοινό διακρίνεται για την αποφασιστικότητα του την επίλυση ενός προβλήματος με επιχειρήματα και απαντήσεις. [...]».25

25 Price Vincent, Κοινή Γνώμη, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1994, σ.48

(19)

4.Εισβάλλοντας στην Ιστορία – το πλήθος i. Εκφοβίζοντας την αστική τάξη

Στην αρχή του εικοστού αιώνα επικρατούσε στη Δυτική Ευρώπη η πεποίθηση ότι οι κινήσεις των μαζών κυριαρχούσαν όλο και περισσότερο στο προσκήνιο του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η δεκαπενταετία από το 1880 ως το 1895 είδε τη γέννηση πολλών «φαντασμάτων» που στοιχειώνουν τη σκέψη της αστικής τάξης, η παρισινή Κομμούνα, η δημιουργία σοσιαλιστικών κομμάτων στην Γαλλία και την Ιταλία, η εμφάνιση του συνδικαλιστικού κινήματος, το κύμα των αναρχικών επιθέσεων σε όλη των Ευρώπη. Ιστορικοί όπως ο Hippolyte Taine και συγγραφείς όπως ο Ζολά δίνουν μια εικόνα της εποχής περιγράφοντας με μελανά χρώματα τα πλήθη που ξεχύνονται στους δρόμους του Παρισιού.

Τότε αναδείχθηκε για πρώτη φορά και μελετήθηκε το πλήθος ως αντικείμενο της επιστήμης. Η επιστήμη αυτή ήταν η ψυχολογία του πλήθους ή η συλλογική ψυχολογία. Σύμφωνα με αυτή την επιστήμη, διακρίνουμε στο εσωτερικό του κοινωνικού ιστού από τη μια, τη ανώνυμη μάζα (το πλήθος), κι από την άλλη τους υποκινητές που δρουν, κυριαρχούν και καθοδηγούν τις συλλογικές συμπεριφορές.

Αυτή η θεωρία, η οποία σχετίζεται με την εξάρχουσα θέση που κατείχε η ψυχολογία στις κοινωνικές επιστήμες στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, αναδεικνύει το ψυχικό στοιχείο στη συμπεριφορά των ομάδων εις βάρος του κοινωνικού. Η διατύπωση της θεωρίας της ψυχολογίας του πλήθους ξεκινά με τη διχοτομία ανάμεσα στο πλήθος και τον υποκινητή και σκοπός της είναι να εξηγήσει τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που διασφαλίζουν την κυριαρχία των υποκινητών πάνω στο πλήθος αλλά και τον τρόπο παραγωγής υποκινητών. Για το πλήθος και την ψυχολογία του έγραψαν μεταξύ άλλων και οι Le Bon, Tarde, Sighele και αργότερα και ο Freud. Η συζήτηση για την ψυχολογία του πλήθους ξεκίνησε πρώτα στην Ευρώπη και αργότερα μεταφέρθηκε καις την άλλη πλευρά του Ατλαντικού στις ΗΠΑ.

O Le Bon ασχολήθηκε με την ψυχολογία του πλήθους, περιέγραψε έξοχα τις συμπεριφορές των ανθρώπων στο πλήθος, φωτίζοντας τον ιρασιοναλισμό του πλήθους και την ψυχοπαθολογική σχέση του με τους καθοδηγητές του. Αναλύει το πλήθος ως ένα δεδομένο της κοινωνικής πραγματικότητας και προσπαθεί να καθορίσει τα χαρακτηριστικά του, αποδίδοντας μεγάλη βαρύτητα στην υποβολή ( που

(20)

προκύπτει από την υπνωτική υποβολή) για να εξηγήσει το πώς τα πλήθη υπακούουν στους υποκινητές τους.

Από πού αντλούν οι υποκινητές την ικανότητα κυριαρχίας τους; Ο Le Bon τονίζει την έννοια του «κύρους». Πρόκειται για μια «δύναμη μυστηριώδη, ένα είδος μαγείας που διακατέχεται από θαυμασμό και σεβασμό, που παραλύει τις κριτικές ικανότητες.» Το κύρος εξηγεί λοιπόν γιατί οι υποκινητές κυριαρχούν στο πλήθος. Ο Le Bon ενισχύει αυτή την εξήγηση σημειώνοντας ότι οι υποκινητές γίνονται και οι ίδιοι αντικείμενο υποβολής από τις ιδέες ενώ ταυτόχρονα ασκούν υποβολή στο πλήθος. Πρόκειται για μια διαδικασία υποδούλωσης του πλήθους. Η περιγραφή του πλήθους έχει αρνητικά χαρακτηριστικά. Παρατηρεί επίσης ότι αν και το πλήθος είναι ικανό για ηρωισμό, ο ηρωισμός αυτός είναι κατώτερος και πιο χαμηλής ποιότητας από αυτόν του ατόμου, το οποίο το εξυψώνει.

Σκοπός του Le Bon ήταν να μελετήσει τις συμπεριφορές του πλήθους και να τις κατανοήσει προκειμένου να προσφέρει μια μέθοδο και μια λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης των μαζικών κοινωνιών. Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία του, ο υποκινητής, ο οποίος ενεργεί σε σχέση με την άνοδο του πλήθους αποκτά ο ίδιος όλο και μεγαλύτερη επιρροή σε σημείο να «αντικαθιστά σταδιακά τις εξουσίες των πληθών στο βαθμό που αυτές οι τελευταίες αφήνονται στη συζήτηση και εξασθενούν». Η θέση του, συνεπώς, είναι ότι οι υποκινητές επιβάλουν την κυριαρχία τους με το κύρος τους πέρα από κάθε εκλογίκευση και αυτός ο τρόπος κυριαρχίας διαιωνίζεται πέρα από κάθε «ρουτίνα», ότι κάθε μεταμόρφωση αυτής της άλλογης δύναμης που είναι το κύρος είναι μια δύναμη οργανωμένη, γραφειοκρατική ή παραδοσιακή. Τα καλύτερα κεφάλαια της «Εποχής των πληθών» είναι αυτά που ασχολούνται με την ψυχολογία του χαρισματικού ηγέτη και με τους μεγάλους άντρες και τις ιδεολογίες.

Το 1890ο Tarde δημοσιεύει το πρώτο σημαντικό του έργο «La philosophie penale», όπου αφιερώνει αρκετές σελίδες συγκρίνοντας το πλήθος και την οικογένεια «δυο διαφορετικούς γόνους» της κοινωνίας και επιβεβαιώνει ότι καταλήγουν και οι δύο στην υποβολή και ότι έχουν έναν αρχηγό στον οποίο υπακούουν ευσυνείδητα. Στα πρώτα του έργα θα κάνει λόγο για τη μαγνητική ενέργεια που εξασκεί ο αρχηγός στο πλήθος αλλά και για τις καταστροφικές συμπεριφορές του ίδιου του πλήθους όταν αφεθεί να μαγνητισθεί ( παραθέτοντας εκτενώς από τον Taine και τον Maxime de Camp). Ως δικαστικός ο Tarde ασχολείται με το πλήθος από την σκοπιά της εγκληματολογίας αλλά και της φιλοσοφίας του δικαίου. Αργότερα θα ασχοληθεί

Referências

Documentos relacionados

Το γεγονός αυτό αποδίδεται, σύµφωνα µε τον Πλάτωνα στο γεγονός ότι τα παιδιά είναι ιδιαίτερα δεκτικά και έτσι αποτελούν τους ιδανικούς αποδέκτες των µύθων, ενώ οι ηλικιωµένοι από την