• Nenhum resultado encontrado

Hans Hofman (4)3 Περιεχόμενα ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2023

Share "Hans Hofman (4)3 Περιεχόμενα ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ"

Copied!
116
0
0

Texto

(1)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΧΡΩΣΤΙΚΩΝ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ

ΘΕΟΦΑΝΙΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016 ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

(2)

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΧΡΩΣΤΙΚΩΝ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ

ΘΕΟΦΑΝΙΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: Ι. ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Γ. ΚΥΡΙΑΚΟΥ Γ. ΛΙΤΣΑΡΔΑΚΗΣ

(3)

2 Στη φύση, το φως δημιουργεί το χρώμα Στον ζωγραφικό πίνακα, το χρώμα δημιουργεί το φως…

Hans Hofman

(4)

3

Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ... 5

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ... 6

ABSTRACT ... 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ... 8

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ... 8

1.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ ... 8

1.2 ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ... 10

1.3 ΓΡΑΠΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ... 10

1.4 ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ ... 12

1.5 ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ ... 13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ... 15

ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ... 15

2.1 ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΥ Ι ... 15

2.2 ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΥ IV ... 22

2.3 ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ Α (Heuzey) ... 26

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ... 30

ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ... 30

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 30

3.2 ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ ... 31

3.2.1 ΑΝΟΡΓΑΝΕΣ ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ ... 32

3.2.2 ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ ... 37

3.2.3 ΤΕΧΝΗΤΕΣ ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ ... 38

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ... 40

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ... 40

4.1 ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ... 40

4.1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 40

4.1.2 ΣΤΕΡΕΟΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ ... 40

4.1.3 ΟΠΤΙΚΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ ... 41

4.2 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΑ ΣΑΡΩΣΗΣ (SEM) ... 43

4.3 ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ ΦΘΟΡΙΣΜΟΥ ΑΚΤΙΝΩΝ Χ (XRF)... 45

4.3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ... 45

4.3.2 ΑΡΧΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ... 46

(5)

4

4.4 ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ μRAMAN ... 48

4.4.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ... 48

4.4.2 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑΣ RAMAN... 49

4.5 ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ ΥΠΕΡΥΘΡΟΥ (FTIR) ... 51

4.5.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ... 51

4.5.2 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑΣ ΥΠΕΡΥΘΡΟΥ ... 52

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ... 54

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ... 54

5.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 54

5.2 ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ... 54

5.2.1 Οπτική μικροσκοπία, στερεοσκοπία ... 54

5.2.2 Ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης με φασματόμετρο ενεργειακής διασποράς ακτίνων Χ (SEM-EDX) ... 55

5.2.3 Φασματοσκοπία φθορισμού ακτίνων Χ (XRF) ... 55

5.2.4 Φασματοσκοπία micro-Raman ... 55

5.2.5 Φασματοσκοπία υπερύθρου FTIR ... 56

5.3 ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ... 58

5.3.1 Φασματοσκοπία φθορισμού (XRF) in situ ... 58

5.3.2 Αποτελέσματα αναλύσεων Raman, SEM και FTIR ... 70

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ... 107

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ... 107

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ... 111

(6)

5

ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Η εργασία με τίτλο «Φυσικοχημικός χαρακτηρισμός χρωστικών σε τοιχογραφίες Μακεδονικών Τάφων»εκπονήθηκε στα πλαίσια των σπουδών μου για την απόκτηση του μεταπτυχιακού διπλώματος της β’ κατεύθυνσης με τίτλο

«Προστασία, συντήρηση και αποκατάσταση έργων τέχνης και μηχανισμών» του διατμηματικού μεταπτυχιακού προγράμματος «Προστασία, συντήρηση και αποκατάσταση μνημείων πολιτισμού», του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Για τις ανάγκες της διπλωματικής μεταπτυχιακής εργασίας έγινε δειγματοληψία από τις τοιχογραφίες τριών Μακεδονικών τάφων της Πιερίας, κατόπιν σχετικής άδειας που εκδόθηκε από την ΕΦΑ Πιερίας.

Η παρούσα εργαστηριακή έρευνα και οι αρχαιομετρικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν, στα εργαστήρια φασματοσκοπίας και μικροσκοπίας στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης και σε συνεργασία με εξειδικευμένους επιστήμονες.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους εκείνους που συνέβαλλαν στην προετοιμασία και την συγγραφή της εν λόγω μελέτης. Πρωτίστως, θέλω να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον επιβλέποντα καθηγητή της διπλωματικής μου εργασίας κ. Ι. Καραπαναγιώτη, για την πολύτιμη καθοδήγησή του, τις χρήσιμες συμβουλές του, την υπομονή και τον χρόνο που αφιέρωσε. Επίσης, ευχαριστώ τα μέλη της τριμελούς εξεταστικής επιτροπής κ. Γ. Κυριάκου και κ. Γ. Λιτσαρδάκη για τον πολύτιμο χρόνο που αφιέρωσαν στη μελέτη και αξιολόγηση της εργασίας.

Επιπλέον, ευχαριστώ τους αρμόδιους αρχαιολόγους της ΕΦΑ Πιερίας, και συγκεκριμένα την αρχαιολόγο Ε. Αλβανού, καθώς και την συντηρήτρια Μ.

Παπαθανασίου, για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν παραχωρώντας την άδεια και το υλικό για την εκπόνηση της εν λόγω εργασίας.

Τέλος, ανεκτίμητη υπήρξε η συμβολή του συντηρητή, συμφοιτητή και φίλου Α. Κωνσταντά, με τη βοήθεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι αναλύσεις, καθώς και τις οικογένειας μου και των φίλων μου που με την αμέριστη συμπαράστασή τους με παρότρυναν να ολοκληρώσω το έργο μου.

(7)

6

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί η ανάλυση και ταυτοποίηση των χρωστικών ουσιών που σώζονται σε τοιχογραφίες του 4ου – 3ου αι. π.Χ. προερχόμενες από τρείς Μακεδονικούς Τάφους στην ευρύτερη περιοχή της Πιερίας. Πιο συγκεκριμένα, μελετήθηκαν οι τοιχογραφίες του Μακεδονικού τάφου του Δίου Ι (Σωτηριάδη), του Μακεδονικού τάφου του Δίου IV και του Μακεδονικού τάφου Α (Heuzey).

Αρχικά, πραγματοποιήθηκε επιτόπου διερεύνηση των τοιχογραφιών με φορητό φασματοσκόπιο Φθορισμού Ακτίνων Χ (XRF), για τη διεξαγωγή in situ μετρήσεων σε όλες τις χρωματικές εντυπώσεις, προκειμένου να λάβουμε μια πρώτη εικόνα των χρωστικών που έχουν χρησιμοποιηθεί. Στη συνέχεια, ελήφθησαν 13 δείγματα όλων των διαφορετικών χρωμάτων από περιοχές των τοιχογραφιών, όπου ήδη υπήρχαν φθορές, ώστε να εξεταστούν με ακρίβεια τα υλικά και οι τεχνικές ζωγραφικής. Τα δείγματα μελετήθηκαν αρχικά μέσω στερεομικροσκοπίας και οπτικής μικροσκοπίας, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν οι αναλυτικές τεχνικές micro-Raman, micro-FTIR και macro-FTIR, καθώς και φασματοσκοπία στοιχειακής ανάλυσης συνδυασμένης με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM-EDX). Oι μετρήσεις έγιναν στα εργαστήρια του Προγράμματος Διαχείρισης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης (ΔΕΚ-ΑΕΑΘ) και με όργανα αυτού.

Σύμφωνα με τα πειραματικά αποτελέσματα των δειγμάτων που μελετήθηκαν, οι χρωστικές που ταυτοποιήθηκαν είναι: αιματίτης, κίτρινη ώχρα, αιγυπτιακό μπλε, ασβεστίτης και μαύρο του άνθρακα. Επιπλέον, οι υψηλές περιεκτικότητες σε ασβέστιο που ανιχνεύτηκαν σε όλα τα υπό εξέταση δείγματα, υποδεικνύει την εφαρμογή της τεχνικής της νωπογραφίας για την κατασκευή των τοιχογραφιών, ενώ η παρουσία οργανικού υλικού, σε τρία από τα δείγματα, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιήθηκε συνδυαστικά και η τεχνική της ξηρογραφίας.

(8)

7

ABSTRACT

The main objective of this thesis is the analysis and identification of pigments preserved in wall paintings of the 4th-3rd century B.C. from three Macedonian tombs in the region of Pieria. Specifically, the mural paintings are located in the Macedonian tomb of Dion I (Sotiriadis), the Macedonian tomb of Dion IV and the Macedonian tomb A (Heuzey).

Initially, an in situ investigation of the wall paintings was performed using portable X-Ray Fluorescence (XRF) spectroscopy. Ιn situ measurements were carried out in all colour impressions. Subsequently, 13 samples were removed from the wall paintings and from areas which were already damaged and corresponded to different colouring hues. The samples were initially studied using optical microscopy, including stereomicroscopy and then using micro-Raman, micro-FTIR and macro- FTIR spectroscopy as well as scanning electron microscope combined with energy dispersive X-rays (SEM-EDX) spectroscopy. These studies were carried out in the laboratories of the Department of Management and Conservation of Ecclesiastical Cultural Heritage at the Ecclesiastical Academy of Thessaloniki (UEATh).

According to experimental results the following pigments were identified in the investigated samples: hematite, yellow ochre, Egyptian blue, calcite and carbon black. Moreover, the high content of calcium (Ca) detected in all samples, suggesta that the fresco technique was applied for the construction of the wall paintings, while the presence of an organic material in three samples, allows us to assume that the secco technique was also used in combination with the fresco.

(9)

8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

1.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ

Οι συστηματικές ανασκαφές των τελευταίων σαράντα χρόνων, καθώς και οι τυχαίες ανακαλύψεις στη Μακεδονία και στον ευρύτερο βορειοελλαδικό χώρο, έφεραν στο φώς πάνω από εβδομήντα ταφικά μνημεία, που αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία και ονομάστηκαν «μακεδονικοί», καθώς βρέθηκαν κυρίως στο μακεδονικό χώρο (Ginouves 1993). Οι πρώτοι μακεδονικοί τάφοι κατασκευάστηκαν λίγο μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. και οι τελευταίοι χρονολογούνται στα μέσα του 2ου αι. π.Χ..

Προορίζονταν για την ταφή μελών της ανώτερης κοινωνικής τάξης και οι περισσότεροι ήταν οικογενειακοί, όπως αποδεικνύεται από τις νεότερες προσθήκες και πολύ σπάνια από τις επιγραφές με τα ονόματα των νεκρών (Miller 1982).

Πρόκειται για υπόγεια ταφικά κτίσματα, τετράγωνα ή ορθογώνια, με κύριο χαρακτηριστικό τους την καμαρωτή σκεπή. Είναι μονοθάλαμοι ή διθάλαμοι, δηλαδή αποτελούνται από έναν ευρύχωρο νεκρικό θάλαμο, ενώ πολλές φορές έχουν και προθάλαμο που επικοινωνεί με τον κυρίως νεκρικό χώρο με θυραίο άνοιγμα. Σχεδόν πάντα κυκλικός τύμβος καλύπτει τους μακεδονικούς τάφους, ενώ σε αυτούς οδηγεί στεγασμένος ή αστέγαστος δρόμος (Miller 1982). Χτίζονταν κατά μήκος των οδών που ένωναν τις πόλεις μεταξύ τους ή έξω από τα τείχη μιας πόλης και το οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή τους ήταν κυρίως ο πωρόλιθος, που αφθονούσε στη Μακεδονία (Fedak 1990). Αντίθετα, το μάρμαρο που ήταν σχετικά σπάνιο το χρησιμοποιούσαν μόνο για να διακοσμήσουν συγκεκριμένα τμήματα του τάφου, όπως ήταν οι θύρες που έκλειναν το θάλαμο και τον προθάλαμο, τα θυρώματα-πλαίσια, τα κατώφλια και ορισμένες κατασκευές στο εσωτερικό του τάφου (Ρωμιοπούλου 1997).

Το ιδιαίτερο στοιχείο των περισσοτέρων είναι η πρόσοψή τους, καθώς παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία και τυπολογική εξέλιξη, που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν έχει ανακαλυφθεί ούτε ένας τάφος του οποίου η πρόσοψη να είναι ίδια με κάποιου άλλου. Οι προσόψεις των πρώιμων τάφων ήταν απλές και σχεδόν ακόσμητες, θυμίζοντας προσόψεις σπιτιών, όπως για παράδειγμα ο τάφος «της

(10)

9 Ευρυδίκης», ενώ σταδιακά στους πιο μνημειακούς η πρόσοψη αρχίζει να κοσμείται με ανάγλυφα αρχιτεκτονικά στοιχεία δωρικού ή ιωνικού ρυθμού ή σε ορισμένες περιπτώσεις συνδυάζοντας τους δύο ρυθμούς, ενώ επιχρίονταν με γυψοκονίαμα, για να δίνουν την εντύπωση μαρμαροκατασκευής (Ginouves 1993).

Τα αρχιτεκτονικά αυτά στοιχεία της πρόσοψης διακοσμούνταν με ζωηρά χρώματα, όπως κόκκινο, κυανό, πράσινο και λευκό, που χάριζαν στο μνημείο μια εντυπωσιακή όψη, ενώ στο εσωτερικό υπήρχε συνήθως γραπτή διακόσμηση σε ζώνες. Η απόληξη της πρόσοψης συχνά κοσμούνταν με ζωφόρο που έφερε ζωγραφικό διάκοσμο, μοναδικά έργα τέχνης της μεγάλης ζωγραφικής του 4ου αιώνα π.Χ.. Στα πολυτελή μνημεία συναντάμε ζωγραφική διακόσμηση τόσο στην πρόσοψη, όσο και στο εσωτερικό τους.

Στο εσωτερικό του ταφικού θαλάμου, όπως και στον προθάλαμο υπήρχε συχνά λίθινος θρόνος, κλίνες και μαρμάρινες σαρκοφάγοι. Σε άλλες περιπτώσεις στους τοίχους διαμορφώνονταν κτιστές τράπεζες, θρόνοι και βάθρα, ενώ στους οικογενειακούς τάφους υπήρχαν ειδικές κόγχες-θήκες για την εναπόθεση της τέφρας των νεκρών.

Εικόνα 1: Σχεδιαστική αναπαράσταση του τάφου του Φιλίππου ΙΙ http://www.paliadeli.gr/images/iverginakaitaarxaiatis/07.jpg

(11)

10 1.2 ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Ο τύπος του μακεδονικού τάφου εμφανίζεται ξαφνικά στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα και μέχρι στιγμής πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν έχει βρεθεί κάποιος τύπος μνημείου που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόδρομη μορφή του. Η εμφάνισή του την εποχή αυτή συμπίπτει χρονικά με την οικονομική άνοδο του βασιλείου της Μακεδονίας, όταν οι πλούσιοι αριστοκράτες και τα μέλη του βασιλικού οίκου, εγκατέλειψαν την ταφή σε απλούς κιβωτιόσχημους τάφους και υιοθέτησαν την κατασκευή ενός επιβλητικού μνημείου.

Οι θαλαμοειδείς κιβωτιόσχημοι τάφοι της Αιανής και της Βεργίνας του 5ου αι. π.Χ. είναι τα πρώτα δείγματα ταφικών κτισμάτων που δημιουργούν προβλήματα ως προς την ασφαλή στέγασή τους, λόγω του ιδιαίτερα μεγάλου μεγέθους τους. Δύο μεγάλοι κιβωτιόσχημοι τάφοι με επίπεδη στέγη από πωρόλιθους, του 5ου και του 4ου αι., ο τάφος της Κατερίνης και ο "τάφος της Περσεφόνης", μαρτυρούν την προσπάθεια για επίλυση του προβλήματος αυτού.

Μετά από διάφορους πειραματισμούς που αποσκοπούσαν στην ανεύρεση ασφαλέστερων τρόπων στέγασης αυτών των μεγάλων χώρων, οι τεχνίτες κατέληξαν στη λύση της καμαρωτής οροφής. Ο αρχαιότερος μακεδονικός τάφος, ο τάφος της Ευρυδίκης, που χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ., στεγάζεται με καμάρα. Καθώς όμως οι τεχνίτες δεν ήταν μάλλον αρκετά βέβαιοι για την ανθεκτικότητα της καμάρας, όλος ο τάφος είναι εγκιβωτισμένος μέσα σε μία παραλληλεπίπεδη κατασκευή. Πλήρως αναπτυγμένος ο τύπος του μακεδονικού τάφου παρουσιάζεται στον τάφο του Φιλίππου (Ginouves 1993).

1.3 ΓΡΑΠΤΗ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ

Η μεγάλη ζωγραφική είναι ένας τομέας της αρχαίας τέχνης που παραμένει ατελώς γνωστός, λόγω σπανιότητας των δειγμάτων που σώζονται. Η ανακάλυψη ωστόσο των μακεδονικών τάφων, έδωσε μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την αρχαία μνημειακή ζωγραφική, καθώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν βρέθηκαν μνημεία κλασικής και ελληνιστικής εποχής που να σώζουν συνθέσεις ζωγραφισμένες με τις τεχνικές που διαμορφώθηκαν στο τέλος του 5ου και στον 4ο αι. π.Χ. Οι

(12)

11 ζωγραφικές συνθέσεις των μακεδονικών τάφων είναι οι πρόδρομοι της πομπηιανής, αλλά και της μετέπειτα δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής (Ρωμιοπούλου 1997).

Στους μακεδονικούς τάφους που μας είναι γνωστοί ως σήμερα συνηθίζεται η απεικόνιση αντικειμένων και σκηνών του γυναικωνίτη στους γυναικείους τάφους, ενώ στους ανδρικούς τα όπλα του νεκρού ή υπάρχουν απλές φυτικές διακοσμήσεις.

Ακόμα, η διακόσμηση σχετίζεται με επεισόδια της καθημερινής ζωής του νεκρού ή τη διονυσιακή και ορφική λατρεία, που ήταν ιδιαίτερα εδραιωμένες στη Μακεδονία τον 4ο αι. π.Χ. Εικονίζεται ο νεκρός, συνήθως με τη μορφή πολεμιστή, να παρουσιάζεται στον Κάτω Κόσμο, περιβαλλόμενος από τα αγαπημένα του πρόσωπα και αντικείμενα, ενώ άλλοτε συμμετέχει έφιππος σε κυνήγι ή δέχεται τιμές ως ήρωας.

Οι διονυσιακές σκηνές από την άλλη πλευρά απηχούν την εδραιωμένη στη Μακεδονία της λατρείας του Διονύσου ως χθόνιου θεού, αλλά και ορφικά μηνύματα, που πηγάζουν από την ανάγκη των ανθρώπων να εξασφαλίσουν τη ζωή μετά το θάνατο (Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 2007).

Μερικοί από τους μεγαλύτερους μακεδονικούς τάφους είχαν γραπτή διακόσμηση είτε στην πρόσοψή τους, όπως κοσμοφόροι με φυτικά μοτίβα, ζωφόροι με σκηνές κυνηγιού, μετόπες και μετακιόνια με πολεμιστές και κριτές του Κάτω Κόσμου, είτε στο εσωτερικό, όπως αρματοδρομίες, σκηνές μάχης, έντονα κινημένες μορφές καθώς και φυτικά μοτίβα και άψυχα αντικείμενα, σε λίγες περιπτώσεις και στην πρόσοψη και στο εσωτερικό.

Εικόνα 2: Παράσταση συμποσίου από τη ζωφόρο του Μακεδονικού τάφου του Αγίου Αθανασίου http://blogs.sch.gr/gymagath/files/2014/04/5.jpg

(13)

12 Τα χρώματα που χρησιμοποιούνταν ήταν γαιώδη και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Εφαρμόζονταν επάνω σε ένα υπόστρωμα ασβεστοκονιάματος, που αποτελούνταν από δύο στρώσεις. Η πρώτη διακρίνεται από ένα πρωτογενή ασβεστίτη με μεγάλους κρυστάλλους έως και μερικά χιλιοστά, που πρόκειται για κονιοποιημένο ασβεστόλιθο ή μάρμαρο, ενώ η δεύτερη από λεπτόκοκκο ασβεστίτη κοκκομετρίας κάτω των 10m. Κάθε νέα στρώση κονιάματος απλωνόταν πριν στεγνώσει τελείως η προηγούμενη, ώστε να διευκολυνθεί η ένωση μεταξύ τους και να δημιουργηθεί μια τελική επιφάνεια συμπαγής και ανθεκτική (Κακαμανούδης 2012).

Η τεχνική εφαρμογή των χρωμάτων γινόταν με δύο τρόπους, είτε με την τεχνική της νωπογραφίας, είτε με της ξηρογραφίας, ενώ σε τμήματα ορισμένων τοιχογραφιών συναντάμε και μικτή τεχνική. Ως νωπογραφία (fresco) ορίζεται η τεχνική ζωγραφικής που εφαρμόζεται σε νωπό ασβεστοκονίαμα, με τη χρήση πινέλου χωρίς τη βοήθεια συνδετικού μέσου, καθώς τα χρώματα εισχωρούν και εμποτίζουν το κονίαμα (Ρωμιοπούλου 1997). Αντίθετα, στην τεχνική της ξηρογραφίας τα χρώματα απλώνονται σε στεγνή επιφάνεια (secco) με τη βοήθεια πινέλου και την προσθήκη κάποιου συνδετικού υλικού.

1.4 ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ

Στη Μακεδονία του 4ου και 3ου αι. π.Χ., όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ο τρόπος ταφής ήταν θέμα προσωπικής επιλογής, αλλά και οικονομικών δυνατοτήτων και αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός ότι συναντάμε τόσο την πρακτική του ενταφιασμού όσο και της καύσης του σώματος, που ήταν δαπανηρότερη.

Η αρχαϊκή μορφή της μακεδονικής κοινωνίας και πολιτείας εξηγεί το μεγάλο μέγεθος των τάφων και τον εξαιρετικό πλούτο των κτερισμάτων τους, που τους διαφοροποιεί από τους σύγχρονούς τους των υπόλοιπων ελληνικών περιοχών.

Παρόλο που οι περισσότεροι μακεδονικοί τάφοι που έχουν ανακαλυφθεί ως τώρα ήταν συλημένοι και επομένως δεν έχουμε τα στοιχεία της ταφής, ωστόσο μαρτυρούν ότι σε αυτούς πρέπει να έγιναν ενταφιασμοί ολόσωμοι, αλλά και ταφές καμένων οστών. Αυτό προκύπτει από την ύπαρξη σαρκοφάγων, για την απόθεση του σώματος του νεκρού, αλλά και πολύτιμων λαρνάκων, όπου τοποθετούσαν τα καμένα οστά (Ginouves 1993). Μέσα στον τάφο εναπόθεταν αντικείμενα που

(14)

13 χρησιμοποιούσε στη ζωή του ο νεκρός, όπως όπλα και συμποσιακά σκεύη για τους άντρες και κοσμήματα για τις γυναίκες. Ειδώλια και λατρευτικά σκεύη ήταν οι προσφορές των οικείων τους για τη μεταθανάτια ζωή.

Σε περίπτωση καύσης ο νεκρός καίονταν με τελετουργικό τρόπο πάνω σε πυρά έξω από τον τάφο και στη συνέχεια τον τοποθετούσαν είτε μέσα σε ξύλινα φέρετρα που ακουμπούσαν επάνω σε λίθινες τράπεζες είτε μέσα σε πολύτιμα σκεύη, ενώ τα υπολείμματα των προσφορών τοποθετούνταν πάνω από τον τάφο. Ίχνη από τις ενδεχόμενες τελετές που ακολουθούσαν ή επαναλαμβάνονταν σε τακτά διαστήματα προς τιμήν των νεκρών δεν έχουν σωθεί, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις όπως στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας.

Για τους ανθρώπους που τους κατασκεύαζαν ή τους χρησιμοποιούσαν, οι τάφοι αυτοί θεωρούνταν ως κατοικίες των νεκρών και τα υπόγεια κτίσματα θύμιζαν τις υπέργειες κατοικίες των ζωντανών. Καλύπτοντας τον τάφο με τύμβο εξασφάλιζαν ότι ο νεκρικός θάλαμος δεν θα μπορεί να ειδωθεί από τους θνητούς, παρά μόνο από τους θεούς (Fedak 1990). Ο υπόγειος νεκρικός θάλαμος είναι ουσιαστικά μίμηση ενός δωματίου συμποσίου με κλίνες, και η σχέση αυτή τονίζεται και από τα διάφορα κτερίσματα αλλά και έπιπλα που βρέθηκαν στους τάφους και θυμίζουν αντικείμενα επίγειων συμποσίων (Ρωμιοπούλου 1997).

1.5 ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ

Οι "μακεδονικοί" τάφοι που έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα στον ελλαδικό χώρο είναι 70 συνολικά. Από αυτούς οι 62 βρίσκονται στην περιοχή της Αρχαίας Μακεδονίας, 6 στη νότια Ελλάδα, ενώ 2 εντοπίστηκαν στη Μικρά Ασία (Εικ. 3).

Η γεωγραφική κατανομή δικαιολογεί το χαρακτηρισμό τους ως

"μακεδονικών", και βεβαιώνει ότι ανταποκρίνεται σε κοινωνικές δομές και ταφικά έθιμα των Μακεδόνων. Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των τάφων το συναντούμε στο χώρο της "Κάτω Μακεδονίας" (κατά την αρχαία ορολογία), δηλαδή της σημερινής κεντρικής Μακεδονία (Ginouves 1993).

(15)

14 Εικόνα 3: Διασπορά Μακεδονικών Τάφων

http://www.imma.edu.gr/macher/media/original/d16a.jpg

(16)

15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ

2.1 ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΥ Ι

Γενικά χαρακτηριστικά

Ο Μακεδονικός Τάφος Ι του Δίου ή αλλιώς Τάφος του Σωτηριάδη είναι ο μεγαλύτερος και παλαιότερος μακεδονικός τάφος της περιοχής. Βρίσκεται κοντά στα δυτικά τείχη της αρχαίας πόλης, και εντάσσεται στο δυτικό νεκροταφείο του Δίου. Ο τάφος, τον οποίο έφερε στο φώς ο Γ. Σωτηριάδης τον Ιούλιο του 1929, χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Πρόκειται για ένα διθάλαμο τάφο μακεδονικού τύπου με προσανατολισμό Ν-Β και με την είσοδο στη βόρεια πλευρά (πιν. 1β). Ήταν κτισμένος από μεγάλες κροκαλοπαγής λίθους, υλικό που αφθονεί στην περιοχή. Η πρόσοψη του τάφου είναι διακοσμημένη σε μίμηση πρόσοψης ναού, όπου πάνω από ένα τριταινιωτό επιστύλιο υπάρχει μια δωρική ζωφόρος που απολήγει σε ελεύθερο αέτωμα (πιν. 1α) (Σωτηριάδης 1932).

Ο θάλαμος του τάφου είναι θολοσκεπής, χαρακτηριστικό απαραίτητο για να ενταχθεί ένας τάφος στον τύπο των μακεδονικών. Η θολωτή οροφή ήταν ολόκληρη επιχρισμένη και από τα υπολείμματα που διατηρούνται μέχρι σήμερα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ήταν βαμμένη με ωχρό χρώμα, εκτός από μια πλατιά ταινία στις τέσσερις πλευρές της, η οποία είχε χρώμα ιώδες.

Ο τάφος βρέθηκε συλημένος, επομένως δεν έχουμε στοιχεία για τους νεκρούς και τα κτερίσματα που τους συντρόφευαν. Βρέθηκαν μόνο οστά που ανήκαν σε δύο διαφορετικά άτομα, γεγονός που δικαιολογεί το πλάτος τις κλίνης καθώς σε αυτήν εναποτέθηκαν τα σώματα δύο νεκρών, πιθανότατα ενός ανδρογύνου.

(17)

16 ΠΙΝΑΚΑΣ 1

α) Πρόσοψη του Μακεδονικού Τάφου Ι του Δίου

β) Σχέδιο της κάτοψης του Μακεδονικού Τάφου Ι του Δίου

(18)

17 Ζωγραφική διακόσμηση

Ο Μακεδονικός τάφος Ι φέρει γραπτή διακόσμηση στο θάλαμο του τάφου και στη νεκρική κλίνη. Ο θάλαμο, σε ύψος 2,10μ από το δάπεδο, διακοσμήθηκε με φυτικές γεωμετρικές γιρλάντες, που αποτελούνται από φύλλα δάφνης, τα οποία ανά τακτά διαστήματα δένονται με ταινίες. Όλες αυτές οι ταινίες χωρίζονται σε δύο μέρη διακοσμημένες με διάφορα μοτίβα, όπως ακτίνες και ρόμβοι. Για τα φύλλα δάφνης χρησιμοποιήθηκε γκριζοπράσινο χρώμα ενώ για τα μοτίβα των ταινιών κυρίως κόκκινο και δευτερευόντως ώχρα (πιν. 2, α-γ) (Τσιάφης 2009).

Στη γένεση της καμάρας του θαλάμου του τάφου, στην ανατολική και τη δυτική πλευρά, βρίσκεται από μια ζωφόρος με βαδίζοντες λέοντες, η οποία έχει τριμερή διάρθρωση (πιν. 3, α-γ). Εκατέρωθεν της κεντρικής ζώνης των λεόντων βρίσκονται δύο μικρότερες ζώνες. Η κατώτερη ζώνη έχει δύο ωχρές παρυφές πάνω και κάτω, ενώ εσωτερικά εκατέρωθεν του κεντρικού της τμήματος έχει ζώνες με εναλλάξ γαλάζια και κόκκινα τρίγωνα, ενώ στην κεντρική ταινία εικονίζονται λεοντοκεφαλές σε κατανομή προς τα δεξιά. Οι λεοντοκεφαλές είναι λευκές και εικονίζονται σχηματοποιημένες με τη χρήση γαλάζιου και κόκκινου χρώματος. Η ανώτερη ζώνη ορίζεται πάνω από μια ιώδη και μια γαλάζια ταινία, και κάτω από αυτές ακολουθεί ένα συμμετρικό σχήμα παρόμοιο με της κατώτερης ζώνης (Σωτηριάδης 1930).

Στην κεντρική ζώνη εικονίζονται επάνω σε ιώδες βάθος πέντε βαδίζοντες λέοντες σε κάθε πλευρά. Για την απόδοση των λεόντων χρησιμοποιείται το λευκό χρώμα του κονιάματος , το γαλάζιο και το ιώδες, ενώ από ελάχιστα ίχνη μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάποια μέρη των λεόντων αποδίδονταν με ωχρό χρώμα.

Όσον αφορά την τεχνική της τοιχογραφίας, δεν χρωματίστηκε αρχικά όλο το πεδίο ιώδες για να τοποθετηθούν επάνω σε αυτό τα χρώματα, αλλά αντιθέτως το κάθε χρώμα τοποθετήθηκε εξ’ αρχής επάνω στο λευκό κονίαμα. Η τεχνοτροπία με την οποία αποδίδονται οι λέοντες και οι λεοντοκεφαλές θυμίζουν ανατολικά πρότυπα και αποτελούν απομίμηση της μορφής υφάσματος ή περσικού χαλιού, εντάσσοντας την τοιχογραφία στο ευρύτερο πλαίσιο της εισροής ανατολικών στοιχείων στον ελλαδικό χώρο μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Τσιάφης 2009).

Στο κέντρο του θαλάμου βρίσκεται η αμφικέφαλη μαρμάρινη κλίνη, η εμπρόσθια πλευρά της οποίας αποτελείται από τρείς επάλληλες και στενόμακρες πλάκες, με τις οποίες αποδόθηκαν οι δύο οριζόντιοι κανόνες και το βυθισμένο

(19)

18 ανάμεσά τους τύμπανο. Στους πόδες σώζεται ζωγραφική διακόσμηση, που γίνεται γραπτά με κόκκινο χρώμα και είναι αρκετά τυπική (ανθέμια, οφθαλμοί των ελίκων, αβακωτά ορθογώνια κλπ.) (πιν. 4, α,β). Γραπτή διακόσμηση υπήρχε μόνο στο κύριο μέτωπο της κλίνης και καθόλου στις δύο πλάγιες πλευρές, που παρέμειναν αδιαμόρφωτες ως απλοί ορθοστάτες. Η διακόσμηση αυτή βεβαιώνεται για την ανώτερη ζώνη και το αμέσως χαμηλότερο τύμπανο της όψης της κλίνης, ενώ αντίθετα η κατώτερη πλάκα δεν έφερε ή δεν διέσωσε ίχνη διακόσμησης. Γραπτή εικονογράφηση υπήρχε και στο τύμπανο της κλίνης, μέρος της οποίας σωζόταν κατά την ανακάλυψη του τάφου, ωστόσο σήμερα η παράσταση έχει χαθεί ολοκληρωτικά (Σισμανίδης 1997). Παρόλα αυτά, αρκετά στοιχεία αντλούμε από την αναπαράσταση του Σωτηριάδη, όπου εικονίζονται τρείς ιππείς πάνω στα άλογά τους, σε διάφορες αρκετά εξεζητημένες στάσεις (πιν. 4, γ). Ο Σωτηριάδης πρότεινε πως πρόκειται για σκηνή ιππομαχίας , ενώ αντίθετα άλλοι ερευνητές πως πρόκειται για σκηνή μάχης Ελλήνων – Περσών (Σωτηριάδης 1930).

Το βάθος της παράστασης ήταν ανοιχτό κόκκινο και τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι το απαλό και το βαθύ κόκκινο, αποχρώσεις γκρίζου και καφέ, γαλάζιο και υποκίτρινο.

(20)

19 ΠΙΝΑΚΑΣ 2

α

β

γ

α-γ) Τμήματα της γραπτής γιρλάντας στο θάλαμο

(21)

20 ΠΙΝΑΚΑΣ 3

α) Τμήμα της καμάρας του θαλάμου

β) Τμήμα της τοιχογραφίας των λεόντων της Α πλευράς

γ) Τμήμα της τοιχογραφίας των λεόντων της Δ πλευράς

(22)

21 ΠΙΝΑΚΑΣ 4

γ) Αναπαράσταση της γραπτής διακόσμησης του τυμπάνου α) Η νεκρική κλίνη, β) Πόδας της νεκρικής κλίνης

(23)

22 2.2 ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΥ IV

Γενικά χαρακτηριστικά

Ο Μακεδονικός Τάφος του Δίου IV, γνωστός και ως Τάφος της Τούμπας της Καρίτσας, βρίσκεται ΒΔ του χωριού Καρίτσα, στη θέση που ονομάζεται Τούμπα της Καρίτσας, ονομασία που οφείλεται στο μεγάλο τύμβο που καλύπτει τον τάφο. Εκεί το 1980 αποκαλύφθηκε ένας μονοθάλαμος μακεδονικός τάφος με κτιστό δρόμο, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνωστό κυρίως από αντίστοιχα μνημεία στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Χρονολογείται στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του 2ου αι.

π.Χ. Ο τάφος συνδυάζει την παράδοση του κτιστού δρόμου με αυτήν της αρχιτεκτονικά διαμορφωμένης πρόσοψης, την οποία κοσμεί ένα αέτωμα με ακρωτήρια, ενώ το θυραίο άνοιγμα έκλειναν δύο μαρμάρινα θυρόφυλλα (πιν. 5α,β) (Mangoldt 2012).

Αν και δεν διατηρήθηκε κανένα ταφικό έπιπλο μέσα στο θάλαμο, υπάρχουν στοιχεία που καθιστούν σαφή την ύπαρξή τους, όπως οι εγκοπές στο νότιο και δυτικό τοίχο του θαλάμου, στις οποίες στερεώνονταν οι σανίδες κάποιου ξύλινου επίπλου, οι γωνιόλιθοι που βρέθηκαν σκορπισμένοι μέσα στο θάλαμο, που συγκρατούσαν κάποια ταφική κατασκευή και τα ελεφαντοστέινα μέλη που ανήκαν προφανώς στη διακόσμηση ξύλινου επίπλου, πιθανόν κάποιας κλίνης.

Παρόλο που ο τάφος βρέθηκε συλημένος, με κατεστραμμένο το δάπεδό του, σώθηκαν ορισμένα σημαντικά ευρήματα, όπως η χρυσή ταινία με φύλλα, το χάλκινο νόμισμα του Φιλίππου Ε΄ και τα ελεφαντοστέινα μέλη ανθρώπων και αλόγων, τα οποία προέρχονται από μια παράσταση μάχης που βρισκόταν πιθανόν επάνω σε ξύλινη κλίνη (Τσιάφης 2009).

(24)

23 ΠΙΝΑΚΑΣ 5

α) Ο δρόμος και η πρόσοψη του Μακεδονικού Τάφου του Δίου IV

β) Η πρόσοψη του Μακεδονικού Τάφου του Δίου IV

(25)

24 Ζωγραφική διακόσμηση

Οι τοίχοι του θαλάμου αποτελούνταν από τέσσερις σειρές δόμων, καλύπτονταν με επίχρισμα και ήταν διακοσμημένοι. Το διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στυλ στο Μακεδονικό Τάφο ΙV του Δίου διαρθρώνεται σε τέσσερις ζώνες, όπου στη ζώνη των ορθοστατών και τη ζώνη του καταληπτήρα υπάρχει ζωγραφική διακόσμηση η οποία μιμείται ορθομαρμάρωση, ενώ τον κυρίως τοίχο καλύπτει μια μονόχρωμη ζώνη ωχροκίτρινου χρώματος (πιν. 6). Οι πλάκες μαρμάρου έχουν πολύχρωμες αποχρώσεις, όπως κόκκινο, ώχρα, και γκριζογάλανο, ενώ οι γραμμές που διαιρούν την επιφάνεια του μαρμάρου είναι καστανοκόκκινες (πιν. 7) (Τσιάφης 2009). Ο τύπος αυτός διακόσμησης είναι πολύ διαδεδομένος στη Μακεδονία και συναντάται σε αρκετούς μακεδονικούς τάφους, όπως στον Τάφο του Heuzey στην Πύδνα, στον Τάφο με τη δωρική πρόσοψη στον τύμβο Μπέλλα στη Βεργίνα, στον Τάφο του Φράγματος Αλιάκμονος και στον Τάφο Χαρούλη στα Λευκάδια.

ΠΙΝΑΚΑΣ 6

Ο Ν τοίχος του Μακεδονικού Τάφου του Δίου IV

(26)

25 ΠΙΝΑΚΑΣ 7

α) Τμήμα της ζώνης του καταληπτήρα στο θάλαμο

β) Λεπτομέρεια της ζώνης του καταληπτήρα στο θάλαμο

(27)

26 2.3 ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ Α (Heuzey)

Γενικά χαρακτηριστικά

Το 1861 αποκαλύφθηκε από την γαλλική αποστολή, υπό τον αρχαιολόγο L. Heuzey, ο λεγόμενος μακεδονικός τάφος A ή Heuzey από τον ανασκαφέα του (πιν. 8α). Πρόκειται για έναν από τους πρώτους μακεδονικούς τάφους που ήρθαν στο φως τον 19ο αι., και χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι.

π.Χ . Ο τάφος αποτελείται από 2 προθαλάμους και έναν κυρίως θάλαμο, που οδηγούσε σε αυτόν ένας μακρύς στεγασμένος δρόμος (πιν. 8β) (Brecoulaki 2006).

Στο εσωτερικό του θαλάμου υπήρχε μια μαρμάρινη κλίνη διακοσμημένη με ανάγλυφο λιοντάρι, η οποία μεταφέρθηκε στο Λούβρο και μια δεύτερη μαρμάρινη κλίνη διακοσμημένη με ανάγλυφο ερπετό, η οποία διατηρήθηκε κατά χώρας. Αν και συλημένος έδωσε αρκετά ευρήματα, όπως ζεύγος χάλκινων περικνημίδων, πήλινα αγγεία, τμήματα χάλκινων σκευών κ.ά, τα οποία μπορούν να αποδοθούν σε ταφές ενός άνδρα και μιας γυναίκας.

Ζωγραφική διακόσμηση

Οι τοίχου των τριών θαλάμων διακοσμήθηκαν με κόκκινα και κίτρινα κονιάματα (πιν. 9α,β,γ και πιν. 10α). Ζωγραφικά διακοσμήθηκε μόνο η γένεση της καμάρας του δρόμου του τάφου, σε μίμηση μαρμάρου, όπου χρησιμοποιήθηκε κίτρινο, κόκκινο, καφέ, ροζ, μπλε και γκριζοπράσινο χρώμα (πιν. 10β).

(28)

27 ΠΙΝΑΚΑΣ 8

α) Η πρόσοψη

β) Ο στεγασμένος δρόμος

(29)

28 ΠΙΝΑΚΑΣ 9

α

γ

α, β, γ) Ο πρώτος προθάλαμος διακοσμημένος με κόκκινο και κίτρινο κονίαμα β

(30)

29 ΠΙΝΑΚΑΣ 10

α) Ο δεύτερος προθάλαμος διακοσμημένος με κίτρινο κονίαμα

β) Ζωγραφική διακόσμηση του δρόμου

(31)

30

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο τόσο οι τεχνικές όσο και τα υλικά που χρησιμοποιούνταν στην ζωγραφική δεν έχουν προσδιοριστεί με ακρίβεια εφόσον είναι πολύ λίγα τα ευρήματα που επέζησαν. Οι πληροφορίες που αντλούμε για την πολυχρωμία της περιόδου και τις αρχαίες χρωστικές ουσίες, προέρχονται από τις γραπτές πηγές (Θεόφραστος, Πλίνιος, Βιτρούβιος), τα αρχαιολογικά ευρήματα (έργα της αγγειογραφίας, ψηφιδωτά, επιτύμβιες στήλες, τοιχογραφίες μακεδονικών τάφων και κατοικιών της Πομπηίας), και τις σχετικές αναλύσεις (Μέλφος 2010).

Οι αρχαίοι συγγραφείς (Θεόφραστος, Βιτρούβιος, Πλίνιος) κατηγοριοποιούν τις χρωστικές, σύμφωνα με την προέλευσή τους, σε φυσικές και τεχνητές. Ο Πλίνιος επιχειρεί έναν ακόμα διαχωρισμό, με βάση την οπτική ποιότητα των χρωστικών αλλά και την εμπορική τους αξία. Τα διακρίνει σε colores floridi και colores austeri, δηλαδή σε χρώματα ανθηρά και αυστηρά. Τα ανθηρά χρώματα (μίνιο, αρμένιο, κιννάβαρι, χρυσόκολλα, ινδικό, πορφύρα) χαρακτηρίζονταν από έντονες αποχρώσεις και είχαν υψηλότερο κόστος λόγω της προέλευσής τους, ενώ τα αυστηρά (όλα τα υπόλοιπα) από πιο ήπιους τόνους κατάλληλους για την ρεαλιστική απόδοση της φωτοσκίασης (Pollitt 2002).

Η ποικιλία των χρωστικών που χρησιμοποιούνταν για την δημιουργία ενός ζωγραφικού έργου ήταν συνήθως αποτέλεσμα της εμπειρίας του καλλιτέχνη αλλά και της γνώσης του σχετικά με τις ιδιότητες των υλικών. Ακόμα η επιλογή των χρωστικών ουσιών από τον καλλιτέχνη μπορεί να κατοπτρίζει το κλίμα μιας εποχής ή ενός τόπου, ή ακόμα και το προσωπικό γούστο του παραγγελιοδότη. Ωστόσο και άλλες παράμετροι, όπως οι γεωλογικές και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της περιοχής και τα οικονομικά κριτήρια, θα είχαν σίγουρα επίδραση στη διαθεσιμότητα των υλικών και θα περιόριζαν τις επιλογές των καλλιτεχνών (Bercoulaki-Perdikatsis 2002).

(32)

31 3.2 ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ

Το χρώμα είναι η σπουδαιότερη ιδιότητα που χαρακτηρίζει μια ουσία ως χρωστική. Οι χρωστικές (pigments) είναι λεπτόκοκκα έγχρωμα υλικά που αν αναμιχθούν με κάποιο συνδετικό μέσο, μετατρέπονται σε χρώμα κατάλληλο να απλωθεί πάνω σε μια ζωγραφική επιφάνεια. Με βάση την προέλευσή τους οι χρωστικές ουσίες ταξινομούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τις οργανικές και τις ανόργανες (Μέλφος 2010).

Οι οργανικές χρωστικές έχουν φυτική ή ζωική προέλευση και προέρχονται από υλικά όπως τα διάφορα τμήματα και οι ρίζες των φυτών, τα όστρεα, τα εντόσθια και το αίμα των εντόμων. Για τη χρήση τους είναι απαραίτητη πρώτα η εφαρμογή μιας ‘βάσης’, π.χ. μιας λευκής ανόργανης χρωστικής, πάνω στην οποία απλώνεται η οργανική για να χρησιμοποιηθεί ως λάκκα. (Gettens-Stout 1966).

Οι ανόργανες χρωστικές, που χρησιμοποιούνται ευρέως στις τοιχογραφίες, προέρχονται από τα ορυκτά και σ’ αυτές περιλαμβάνονται τα οξείδια, τα θειούχα, τα ανθρακικά, θειικά, χρωμικά και πυριτικά άλατα ορισμένων μετάλλων. Μερικά από τα ορυκτά αυτά, όπως οι έγχρωμες γαίες και οι ώχρες, βρίσκονται σε αρκετά καθαρή κατάσταση και σε μορφή σκόνης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία. Αντίθετα άλλα ορυκτά τα συναντάμε σε μορφή λίθων, π.χ μαλαχίτης, και πρέπει να υποστούν επεξεργασία προκειμένου να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν ως χρωστικές.

Κατά την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκαν διάφορα ορυκτά ως χρωστικές, τα οποία με βάση τη χημική τους σύσταση κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:

Σουλφίδια: Κινναβαρίτης (HgS), Κόκκινη σανδαράχη (AsS), Κίτρινη σανδαράχη (As2S3)

Πυριτικά: Χαλαζίας (SiO2)

Οξείδια-Υδροξείδια: Αιματίτης (Fe2O3), Πυρολουσίτης (MnO2) και οξείδια Mn, Ρουτήλιο (TiO2), Λειμωνίτης (FeO.OH)

Ανθρακικά: Ασβεστίτης (CaCO3), Κερουσίτης (PbCO3), Μαλαχίτης [Cu2(OH)2(CO3)2], Αζουρίτης [Cu3(OH)2(CO3)2]

Αργιλικά: Καολίνης [A14(OH)8Si4O10]

Διάφορα: Lapis lazuli, Χρυσόκολλα [(Cu,AI)2H2Si2O5(OH)4.nH2O], Ατακαμίτης, Γύψος (CaSo4.2H2O) (Μέλφος 2010).

(33)

32 Ακολουθεί η συνοπτική παρουσίαση των κυριότερων χρωστικών που εντοπίστηκαν σε Μακεδονικούς τάφους:

3.2.1 ΑΝΟΡΓΑΝΕΣ ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ

Ασβεστίτης (CaCO3)

Ο ασβεστίτης αποτελεί μια βασική χρωστική και την πιο συνηθισμένη ύλη στις τοιχογραφίες, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε σε ανάμιξη με άλλες χρωστικές, για να δημιουργήσει ανοιχτότερους τόνους, είτε αμιγώς ως λευκό χρώμα, για να αναδείξει λεπτομέρειες (Bercoulaki-Perdikatsis 2002). Ως χρωστική χρησιμοποιείται σπανιότερα γιατί έχει χαμηλό δείκτη διάθλασης, με συνέπεια τη μειωμένη καλυπτική ικανότητα. Καθώς αποτελεί βασικό συστατικό των κονιαμάτων, δεν είναι πάντοτε σαφές αν η ανίχνευσή του σε δείγματα χρωστικών οφείλεται στην παρουσία του στο κονίαμα, στην ανάμιξη του με τις χρωστικές ή στη χρήση του ως χρωστική ουσία.

Είναι λευκός ή άχρωμος, ενώ ανάλογα με τις προσμίξεις μπορεί να εμφανιστεί καστανός, μπλε, πράσινος, κόκκινος και μαύρος. Κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα και δεν μπορεί να συνδυαστεί με χρωστικές ευαίσθητες σε αλκάλια (Μέλφος 2010).

Καολινίτης (Al2Si2O5(OH)4)

Ο καολινίτης, είναι γνωστός από τον Θεόφραστο ως μηλία γη επειδή προερχόταν από τη Μήλο, ενώ κάνει λόγο και για τις ιδιότητές της, μετρίως τραχιά, χωρίς λίπος και εύθρυπτη. Χαρακτηρίζεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς, ως το

(34)

33 καλύτερο λευκό και το καταλληλότερο για ζωγραφική. Πρόκειται για ορυκτό λευκού ή σπάνια υποκίτρινου χρώματος και κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα. Ο καολινίτης είναι προϊόν αλλοίωσης πρωτογενών ορυκτών και απαντάται σε περιορισμένες γεωγραφικές περιοχές, όπως στη Μήλο, την Κίμωλο, τη Μύκονο κ.α ενώ χρησιμοποιήθηκε ως τοπική χρωστική όπου αφθονούσε ή ήταν εύκολα διαθέσιμος (Goffer 2007).

Κόκκινη ώχρα (Fe2O3)

Πρόκειται για μια από τις παλαιότερες χρωστικές που εντοπίστηκαν, καθώς έχει βρεθεί στις σπηλιές Αλταμίρας της παλαιολιθικής εποχής . Από την αρχαιότητα είναι γνωστές οι κόκκινες ώχρες «terra rosa , terra di Pozzuoli». Η χρήση της κόκκινης ώχρας στην αρχαία ζωγραφική, και ιδιαίτερα στις τοιχογραφίες, ήταν ευρέως διαδεδομένη, καθώς υπήρχαν κοιτάσματά της σε πολλές περιοχές, δεν απαιτούσε ιδιαίτερη επεξεργασία, έδινε ποικιλία τόνων, ήταν συμβατή με όλες τις ζωγραφικές τεχνικές, παρουσίαζε καλή πρόσφυση με το ζωγραφικό υπόστρωμα και καλή ανθεκτικότητα (Bercoulaki-Perdikatsis 2002).

Οι ώχρες είναι φυσικές γαίες, δηλαδή αργιλοπυριτικά πετρώματα που οφείλουν το χρώμα τους σε άνυδρα ή ένυδρα οξείδια του σιδήρου (Forbes 1965).

Αναμειγνύονται εύκολα μεταξύ τους καθώς και με άλλες χρωστικές, δημιουργώντας μεγάλη γκάμα σκιών, αλλά και παράγοντας νέες χρωστικές. Κύρια πηγή για το κόκκινο χρώμα είναι ο αιματίτης (Fe2O3) που είναι σιδηρούχο ορυκτό και φέρει από καστανόμαυρο έως καστανοκόκκινο χρώμα, ενώ όσο περισσότερο κονιορτοποιηθεί, τόσο εντονότερο γίνεται το χρώμα της και μπορεί να δώσει καστανοκόκκινη ή κερασόχρωμη χροιά (Bercoulaki-Perdikatsis 2002).

Οι κρύσταλλοι του αιματίτη έχουν πλακοειδή , πινακοειδή ή ρομβοεδρική μορφή και συχνά σχηματίζουν γεώδη ή φυλλώδη συσσωματώματα.

Κρυσταλλώνονται σε τριγωνικό σύστημα, ενώ διαλύονται σε κεκορεσμένο διάλυμα του υδροχλωρικού οξέος (Βιβντένκο 2007).

(35)

34 Κίτρινη ώχρα (Fe2O3.

H2O)

Η κίτρινη ώχρα ήταν γνωστή ήδη από την αρχαιότητα και χρησιμοποιούνταν ευρέως, όπως και η κόκκινη ώχρα, καθώς εμφανίζει παρόμοια πλεονεκτήματα. Ο Πλίνιος αναφέρει τρία είδη ώχρας, την αττική, το σκυρικόν και τη μαρμαρίνη. Η αττική ώχρα (sil atticum) θεωρούνταν η καλύτερη και σύμφωνα με τον Πλίνιο αποτελούσε ένα από τα τέσσερα χρώματα του κανόνα της τετραχρωμίας, ενώ ο Βιτρούβιος αναφέρει ότι στη ρωμαϊκή εποχή τα κοιτάσματα της είχαν εξαντληθεί λόγω της εντατικής εκμετάλλευσής της (Forbes 1965).

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν προϊόντα αποσαθρώσεως σιδηρούχων ορυκτών, οξείδια του σιδήρου σε ένυδρη μορφή, αναμεμιγμένα με αργιλοπυριτικά (συνήθως καολινίτη) και άλλα ορυκτά. Τα βασικά ορυκτά των ένυδρων οξειδίων του σιδήρου είναι ο γκαιτίτης [FeO(OH)], που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Γερμανού ποιητή Johann Wolfgang von Goethe (1749-1832), και ο λειμωνίτης [FeO(OH)·H2O]

από την ελληνική λέξη λειμών =λιβάδι λόγω της συχνής εμφάνισής του σε βάλτους και έλη. Οι κρύσταλλοι του γκαιτίτη κρυσταλλώνονται σε ρομβικό σύστημα , όπως και του λειμωνίτη, ενώ συχνά σχηματίζουν συμπαγή ή γεώδη συσσωματώματα και πιο σπάνια βρίσκονται ως κρύσταλλοι με βελονοειδή ή στυλοειδή μορφή (Βιβντένκο 2007).

Η κίτρινη ώχρα οφείλει το χρώμα της στο υδροξείδιο του σιδήρου, και κυμαίνεται από καστανό, μαύρο και φαιοκαστανό έως κίτρινο, σε ορυκτή μορφή, ενώ η σκόνη της είναι φαιοκαστανή ή κίτρινη. Ο γκαιτίτης αναμεμιγμένος με άνθρακα δίνει μια λαδοπράσινη απόχρωση. Έχει από καλή έως φτωχή καλυπτική ικανότητα ενώ στεγνώνει γρήγορα (Μέλφος 2010).

(36)

35 Κιννάβαρη (HgS)

Η κιννάβαρη αποτελεί ορυκτό θειούχου υδραργύρου. Αλλοιώνεται σε αυτοφυή υδράργυρο, οξείδιο του υδραργύρου (μοντροϋδίτης) και χλωρίδιο του υδραργύρου (καλομέλας). Βρίσκεται σε φλέβες και εμποτίσματα που σχηματίσθηκαν σε χαμηλές θερμοκρασίες κοντά σε πρόσφατα ηφαιστειακά πετρώματα και θερμές πηγές.

Με βάση τον Θεόφραστο διαχωρίζεται σε αυτοφυής, η οποία προερχόταν από την Ιβηρία και τους Κόλχους, και επεξεργασμένη που προέκυπτε από μια διαδικασία πλύσεων και προερχόταν από την Έφεσο. Κατά τη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για κόκκινη λαμπερή άμμο την οποία λειοτριβούσαν σε λίθινα αγγεία, μετά την έπλεναν σε χάλκινα και η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνονταν αρκετές φορές ώστε να εξασφαλίσουν καθαρότερο κιννάβαρη. Ακόμα, ο Πλίνιος ονομάζει την κιννάβαρη minium και αναφέρει ότι αποτελούσε ιδιαίτερα δαπανηρή χρωστική, την οποία για το λόγο αυτό κάποιες φορές την νόθευαν με μίνιο.

Έχει συνήθως καστανωπό χρώμα, όταν όμως κονιοποιηθεί δίνει από φωτεινό κόκκινο έως πορτοκαλί ερυθρό, που δεν ήταν δυνατό να παραχθεί με τη χρήση κόκκινης ώχρας. Η κιννάβαρη έχει χαμηλή ανθεκτικότητα στο φως και η έκθεση της σε ισχυρή υπεριώδη ακτινοβολία μπορεί να την μετατρέψει σε σκούρο καστανό ή μαύρο υποπροϊόν του HgS (μετακιννάβαρι) (Feller 1967). Στις Μακεδονικές τοιχογραφίες εφαρμόζεται συνήθως τοπικά, αλλά όταν αναμιγνύεται είτε με ασβεστίτη είτε με λευκό του μολύβδου, αποτελεί κατάλληλη απόχρωση για τους τόνους της σάρκας (Bercoulaki-Perdikatsis 2002).

Referências

Documentos relacionados

Με την έκδοση του Εντάλματος Πληρωμής, στο οποίο εκτός από την κωδικαρίθμηση του Προϋπολογισμού, θα αναγράφεται και η αντίστοιχη κωδικαρίθμηση της Γενικής Λογιστικής καθώς και ο αριθμός