• Nenhum resultado encontrado

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ"

Copied!
432
0
0

Texto

(1)

ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

(2)

Γιώργος Βελουδής

ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Θ Ε Ω Ρ Ι Α Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Σ

(3)

βχ νβτΙή8 Ββηεντη βΐΐοβνβ Όποιος δεν κατανοεί τα πράγματα, δεν μπορεί να βγάλει νόημα από τις λέξεις Μαρτίνος Λούθηρος ΤΗβ ρΓοο/ ο/ ίΗβ ριιάάίη& ίβ ίη ίΗβ βαίίη& αγγλική παροιμία

(4)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος... 11 Εισαγωγή... 17 I. Οι γραμματολογικές σπουδές στη Δύση (14ος-19ος αι.) . 31 II. Το αντικείμενο: γραμματεία/λογοτεχνία... 55 —^ Π Ι . Λογοτεχνικά γένη και είδη... 82 IV. Π οίηση... .. 104 Αφήγηση... 128 VI. Δράμα ... ... ί5° VII. Χρηστικά κείμενα ... .. · 183 V III. Φιλολογία (κωδικολογία/παλαιογραφία, βιβλιογραφία /βι­ βλιολογία, κριτική κειμένου/εκδοτική) . ... 210 IX. Ανάλυση και ερμηνεία κειμένου... 235 X. Εθνική, γενική και συγκριτική γραμματολογία ... 276 XI. Η λογοτεχνία και οι άλλες τέχνες... 296 XII. Λογοτεχνία και ψυχανάλυση ... .. 312 X III. Κοινωνιολογία της λογοτεχνίας... .. . 335 XIV. Ιστορία της λογοτεχνίας... 359 Σημειώσεις... ... 383 Βιβλιογραφία ... 399 Ευρετήριο... 429

(5)

Δέκα χρόνια εργασίας χρειάστηκαν, μέχρι να πάρει την τελική του μορφή, με την οποία παραδίνεται σήμερα στη διάθεση και την κρίση του κοινού του, το βιβλίο αυτό. Ωστόσο> και τα δέκα αυτά χρόνια εργασίας ίσως να μην ήταν για μια τέτοια παράτολμη επιχείρηση αρκετά χωρίς την προϊστορία της: Είχα την τύχη να βρεθώ για δυόμισι περίπου δεκαετίες, από τις αρχές της εύφορης εκείνης δεκαετίας του 1960, και να παρακολου­ θήσω από κοντά, στο ευρωπαϊκό Κέντρο, τα κινήματα και τα θεωρή­ ματα, που εξέθρεφαν^και γονιμοποίησαν, για δύο τουλάχιστον δεκαε­ τίες, τις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα, τη θεωρία της λογοτε­ χνίας και τις γραμματολογικές σπουδές ειδικότερα - και είχα την τύχη να δω και ν* ακούσω, Ιίνβ θα έλεγα, μερικούς από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μοναδικού εκείνου στο δεύτερο μισό του αιώνα μας θεωρητιχού κινήματος, όπως είναι ο ΒαιϊΙηβΒ και ο 3ΐΓαιΐ88, ο ΟοΙάτηαηη και ο ΑΐίΗη88βΓ, ο Ρί&οΗβτ, ο Ματαιββ (μετά την επιστροφή του στη Γερμανία) και ο Ηαύβηηα$ — εκπροσώπους, όπως διαφάνηκε ήδη από τον ελλειπτικό κατάλογο των ονομάτων τους, των δύο κύριων, και μάλιστα αντίμαχων, ρευμάτων του: του στρουκτουραλισμού και του νεομαρξισμού. Ας μου επιτραπεί να επικαλεστώ, από τις προγενέστερες εργασίες μου, τις μελέτες μου για την παλαιότερη και τη νεότερη λαϊκή λογοτεχνία, για τη λογοτεχνία-ντοκουμέντο, για την ειρωνεία ως λογοτεχνικό τρόπο και, από τις σχετικά πρόσφατες, τις μελέτες μου για τη συγκριτική γραμματολογία, για τον ευρωπαϊκό και τον ελλη­ νικό Ρομαντισμό και για ζητήματα σχετικά με την ελληνική και διεθνή γραμματολογική ορολογία, για να τεκμηριώσω την πρώιμη κ ’ έγκαιρη σύζευξη των καθαρά ερευνητικών, ακόμα καί αρχειακών, μελετών μου με τις θεωρητικές γραμματολογικές ζητήσεις κ’ ενασχο­ λήσεις μου.

(6)

12 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Αλλά κα* πάλι, μετά την απονενοημένη επανάχαμφη και την αποτυχημένη (ευτυχώς!) επανενσωμάτωσή μου στην ελλαδική Έρημη Χώρα, η μελέτη ενός τόσο απέραντου πεδίου ερευνάς δε θα ήταν δυνατή, αν δεν είχα διατηρήσει ζωντανή την επικοινωνία μου με το ευρωπαϊκό Κέντρο — επικοινωνία, που κατέστησε δυνατή χαι την πρόσβασή μου σε μερικές από τις πλουσιότερες και καλύτερα οργανω­ μένες, και στον τομέα αυτό των γραμματολογικών σπουδών, ευρωπαϊ­ κές βιβλιοθήκες, όπως είναι οι μεγάλες κρατικές και πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες του Μονάχου, του Βερολίνου και του Παρισιού. Είναι αυτονόητο, ότι μπροστά σε μια τέτοια, τεράστια προσφορά ερευνητικού «υλικού», μπροστά σε μιαν απέραντη βιβλιογραφία στις κυριότερες τέσσερεις ή πέντε ευρωπαϊκές γλώσσες, ήμουν υποχρεωμέ­ νος να κάνω, και πραγματικά έκανα τις επιλογές μου — καί προς την καθαρά (κοσμο)θεωρητική και προς την περισσότερο προικτική κατεύ­ θυνση: Η μελέτη μου στηρίχτηκε, τελικά, στην, εξαντλητική και συστηματική, αξιοποίηση 1.000, κατά προσέγγιση, βιβλιογραφικών «λημμάτων», αυτοτελών δημοσιευμάτων και μελετών. Α π’ αυτά, σχεδόν τα μισά, κάτι περισσότερο από 460 έργα και μελέτες, που βρίσκονται στην προσωπική μου βιβλιοθήκη, καταγράφονται στην εκτενέστατη, δυστυχώς, Βιβλιογραφία, που επισυνάπτεται στο τέλος του βιβλίου αυτού — ταυτόχρονα ως τεκμήριο των κυριότερων ττηγών και βοηθημάτων της μελέτης μου και ως ερέθισμα για τη μελέτη του φιλόπονου αναγνώστη μου —, ενώ μερικές άλλες εκατοντάδες έργων αναφέρονται «απλά» στο κύριο σώμα του βιβλίου μου. Ο χρήστης του βιβλίου αυτού θα διαπιστώσει εύκολα ότι η βιβλιο­ γραφία μου είναι σχεδόν αποκλειστικά ξενόγλωσση: αγγλική, γαλ­ λική, γερμανική, ιταλική και, σποραδικά, ρωσική· την ελληνική — για την ακρίβεια: την ελληνόγλωσση — βιβλιογραφία χρησιμοποίησα μόνο κατ’ εξαίρεση: όταν δεν μπορούσα να την αποφύγω. Την απορρι- πτική κρίση μου για τις ελληνικές μεταφράσεις θεωρητικών γραμμα­ τολογικών κειμένων και ειδικότερα για τα δύο σημαντικότερα εγχειρί­ δια θεωρίας της λογοτεχνίας σ’ ελληνική μετάφραση, τη «θεωρία λογοτεχνίας» των ΜνβΙΙβΗ και λνατνβη και την «Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας» του Εα&ΙβΙοη, διατύπωσα σε προηγούμενο

(7)

δημοσίευμά μου («Ψηφίδες», 1992). Δεν αρνούμαι ότι υπάρχουν και μερικές, ελάχιστες θετικές εξαιρέσειςψ μιαν απ’ αυτές, τη μετάφραση της «Μορφολογίας του παραμυθιού» του Ρτορρ (μετάφραση: Α. Παρίση, 1987), αναφέρω τιμητικά και από την προλογική αυτή θέση. Ύστερα από τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι το κήρυγμα για την ύπαρξη και τη συγγραφή μιας «ελληνικής» θεωρίας της λογοτεχνίας, όπως την εννοούν μερικοί ελληνορθόδοξοι ή «ελληνοκεντρικοί» παρα­ τηρητές, το θεωρώ, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ουτοπικό: ως μιαν από τις αυταπάτες με τις οποίες επιμένει να τρέφεται, εδώ και δύο αιώνες, ο εγχώριος επαρχιωτισμός: Όχι μόνο οι νεότερες γραμματολο- γικές-φιλολογικές σπουδές, με πρώτη ανάμεσά τους την κλασική φιλολογία, αλλά και η φιλοσοφία, η νεότερη τέχνη και λογοτεχνία και, προπαντός, οι επιστήμες και το αποφασιστικά μεγαλύτερο τμήμα του νεοελληνικού πολιτισμού χαι μάλιστα της νεοελληνικής «εθνικής» ιδεολογίας ήρθαν στην Ελλάδα, από την εποχή του Ρήγα και του Κοραή, απά την «Ευρώπη». Και στις μέρες μας, για να επανέλθουμε, χρονικά και θεματικά, στο συγκεκριμένο αντικείμενό μας3 ακόμα και χώρες οικονομικά και πολιτικά πανίσχυρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δε θα μπορούσαν ν’ αναπτύξουν, τις τελευταίες δεκαετίες, μια «δική τους», αυτοφυή και αυτόνομη «σχολή» στη λογοτεχνική θεωρία — και στις γραμματολογικές σπουδές — χωρίς μιαν άμεση και στενή επαφή με την ευρωπαϊκή τους κοιτίδα, όπως δείχνει η πιο πρόσφατη, όχι όμως και μοναδικής περίπτωση της «αποδόμησης» (άβοοηΒίΓΗοΟοη). Η διακήρυξη μιας - απευκταίας και αποτρόπαιης — «ελληνικότη­ τας» της ελληνόγλωσσης γραμματολογικής-λογοτεχνικής θεωρίας από μερικούς «καθαρόαιμους» ιθαγενείς δεν είναι παρά η νεοελληνική παράφραση του αισώπειου μύθου με την αλεπού και τα σταφύλια: Και γι’ αυτούς, η ευρωπαϊκή λογοτεχνική θεωρία και γενικότερα η ευρω­ παϊκή επιστήμη, όσο δε διαθέτουν τις γλωσσικές και πολιτιστικές προσβάσεις σ ’ αυτές, θα παραμένουν «όμφαχες». Αλλά και από μιαν άλλη άποψη δε θα μπορούσαμε να διεκδική- σουμε, σήμερα τουλάχιστον, τον κότινο μιας ελληνικής τ- ή άλλης — «πρωτοτυπίας» στη λογοτεχνική θεωρία: Ιδιαίτερα σ’ αυτόν τον τομέα

(8)

14 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ των γραμματολογικών σπουδών έχουμε περάσει, εδώ και καμιά δεκα­ ριά χρόνια, σε μια «μεταθεωρητική» φάση του αντικειμένου των σπουδών μας — με την αδόκιμη, χρονική σημασία του προθέματος «μετά»: Τα μοντέρνα και μεταμοντέρνα θεωρήματα, που κατέκλυσαν τις όχθες της λογοτεχνίας από τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, έχουν συμπληρώσει ήδη τον κύκλο τους — το πιο πολύκροτο μάλιστα απ’ αυτά, ο στρουκτουραλισμός, οδηγήθηκε στον τάφο του από τους ίδιους τους τέως φορείς και τροφούς του (ΌβτΗάα). Βρισκόμαστε, λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση της «κλασικής» επο­ χής της λογοτεχνικής και γραμματολογικής θεωρίας στον αιώνα μας, αν επιτρέπεται ο αναχρονισμός, στην «ελληνιστική» της φάση. Όμως και στη νέα, τη δική μας «μετακλασική» εποχή έχει αρχίσει να διαφαίνεται, μετά την υπέρβαση όλων των (μετα)μοντέρνων -ισμών, κάτι το νέο και στον τομέα αυτό των θεωρητικών γραμματολογικών σπουδών: μια «νέα φιλολογία», η «γενετική κριτική» (οΗΗηηβ ζέηέίι- ηηβ) του κειμένου, και μια «νέα ιστορία» (ηβχν ΗίδΐοτΊ/), στις οποίες γίνεται σύντομη αναφορά στ* αντίστοιχα κεφάλαια του βιβλίου αυτού (V III, XIV). Αυτό που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε, και αυτό θεώρησε ως τη βασικότερη υποχρέωσή του ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού, είναι να καταγράφουμε, όσο γίνεται πιο κριτικά, τις θέσεις και τα πορίσματα της θεωρητικής παραγωγής στο πεδίο αυτό τις τελευταίες δεκαετίες, αποφεύγοντας οπωσδήποτε το σκόπελο του εκλεκτικισμού: Ελπίζω ότι πίσω από την πληθώρα του «υλικού», που παρουσιάζω με το βιβλίο ανυτό, θα μπορέσει ο αναγνώστης του να διακρίνει και την «προσω­ πική», κεντρική, ενοποιητική θεωρητική θέση — ή μάλλον: την, υποφώσκουσα έστω, σύνθεση, που επιδίωξε ο συγγραφέας του. Κατά τ άλλα, από τις «ελλείψεις» του βιβλίου αυτού θα ήθελα να επισημάνω ο ίδιος τα κενά, που έμειναν αναγκαστικά, παρά την αρχική μου πρόθεση, έξω από τα περιθώρια του βιβλίου μου: Τρία τουλάχιστον κεφάλαια, ένα που θ' αναφερόταν, συνοπτικότατα εννοεί­ ται, στις λογοτεχνικές θεωρίες και στις γραμματολογικές σπουδές στον αιώνα μας (η στοιχειώδης σχετική βιβλιογραφία, που συνοδεύει τη βιβλιογραφία του πρώτου κεφαλαίου, ας θεωρηθεί ως ένα κίνητρο

(9)

για την περαιτέρω μελέτη του ενδιαφερόμενου αναγνώστη), ένα δεύτερο, που θα ήταν αφιερωμένο στα λεγάμενα «εσωτερικά στοιχεία» του κειμένου (θέμα, μοτίβο, ιδέα/γλώσσα, ύφος, στίχος, μέτρο, ρυθ­ μός), κ ’ ένα τρίτο, που θα εξέταζε τις σχέσεις της λογοτεχνίας με τη φιλοσοφία και την ιδεολογία, θυσιάστηκαν στο βωμό της ακατάσχετης κόπωσης αλλά και της «οικονομίας» και αυτού του εκδοτικού-τυπογρα- φικού εγχειρήματος. Ωστόσο, ψήγματα από τα παραπάνω θέματα μπόρεσαν να διοχετευτούν σε μερικά σχετικά μ ’ αυτά κεφάλαια του βιβλίου. Επιπλέον, τα παραδείγματα, με τα οποία «εικονογραφούνται» τα θεωρητικά ζητήματα του βιβλίου αυτού, θα μπορούσαν να είχαν αντληθεί αφθονότερα από τη μακραίωνη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας* όμως από την έλλειψη των σχετικών προεργασιών αναγκάστηκα να 7Περιοριστώ στα παραδείγματα που μπόρεσα να συλ- λέξω, κάθε άλλο παρά συστηματικά κ ’ εξαντλητικά, κατά τη διάρ­ κεια της δεκάχρονης θεωρητικής εργασίας μου. Το βιβλίο αυτό πήρε, σκόπιμα, τη μορφή και το «ύφος» ακαδημαϊ­ κού εγχειριδίου — του πρώτου και μόνου ώς τώρα, που έχει στην επικεφαλίδα του τ’ όνομα ενός έλληνα συγγραφέα, θέλω ωστόσο να πιστεύω ότι θ’ αποδειχτεί χρήσιμο και για τον ενδιαφερόμενο καλλιερ­ γημένο αναγνώστη, που κινείται έξω από τα τείχη του ακαδημαϊκού χώρου. Μ ’ αυτή την ελπίδα της «χρησιμότητάς» του, της «χρησιμό- τητάς» μας, θα ήθελα να κλείσω, αντλώντας και πάλι από την αστείρευτη πηγή' της βιωτικής και καλλιτεχνικής φιλοσοφίας του Βγ6οΗι, την προλογική μου αυτή απολογία.

(10)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α. Γραμματολογία: η επιστήμη

Γραμματολογία είναι η επιστήμη που εξετάζει γενικότερα τα γραπτά μνημεία (= γραμματεία) και ειδικότερα τα έντεχνα, αισθητικά φορτι­ σμένα και αξιολογημένα γραπτά μνημεία (= λογοτεχνία) μιας ή περισσότερων εθνικών και γλωσσικών κοινοτήτων ή όλου του κόσμου, αναλυτικά και συνθετικά, στατικά και δυναμικά, το καθένα χωριστά ή στις μεταξύ τους σχέσεις* σε ομάδες και είδη ή στο σύνολό τους, σ’ εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο, στην ιστορική τους εξέλιξη (διαχρονικά) ή στις τυποποιημένες τους μορφές (συγχρονικά), με στόχο της τη διαπίστωση και τη διατύπωση των νόμων που καθορίζουν την παραγωγή, τη δομή, τη λειτουργία και την επίδρασή τους στην ανθρώπινη κοινωνία. Η γραμματολογία είναι κλάδος των λεγάμενων «επιστημών του ανθρώπου» (δοίβηοβδ Ηιιιηαίηβδ), δηλαδή των ιστορικοκοινωνικών επι­ στημών, συγγενής των «επιστημών του πολιτισμού» (ΚυΙίιιηνίδδβηδοΗα- Αβη), όπως η ιστορία της τέχνης (των εικαστικών τεχνών), η μουσικολογία, η θεατρολογία, η φιλμολογία, η ψυχολογία, η εθνολογία και λαογραφία, η θρησκειολογία, και αξιοποιεί και χρησιμοποιεί για τους σκοπούς της εκτός από τις ειδικές γΓ αυτήν μεθόδους και πορίσματα των «γενικών» ή «βασικών» επιστημών (Οηιη<1\νίδδ6ηδθ1ΐΐ3Αβη), όπως η φιλοσοφία, η ιστορία, η κοινωνιολογία, η επιστημολογία, η γνωσεολο- γία, η λογική, τα μαθηματικά, η σημειολογία, η πληροφορική, η κυβερνητική και ιδιαίτερα η γλωσσολογία, η αισθητική και η πολιτισμο­ λογία ή ιστορία του πολιτισμού. Για τη συστηματοποίηση των (υπο)χλάδων της γραμματολογίας έχουν διατυπωθεί μερικές - ελάχιστες — προτάσεις* τα βασικά μειονε­ κτήματα αυτών και των παρόμοιων συστηματοποιήσεων είναι η στατικό- τητα και η σχηματικότητά τους.

(11)

Στην πραγματικότητα, όπως κάθε — ιστορικοκοινωνική — επιστήμη και το αντικείμενό της, έτσι και οι επιμέρους «κλάδοι» της υπόκεινται στο «νόμο» της ιστορικής αλλαγής: Η ανάπτυξη και η διαφοροποίησή τους είναι συνάρτηση ολόκληρης της ιστορικής εξέλιξης, ειδικότερα της κατανομής εργασίας και της εξειδίκευσης και, εν μέρει, της κοινωνικής και θεσμικής τους αναγνώρισης — γεγονός, που θα γίνει κατανοητό στην ιστορική ανασκόπηση των ιστορικών σπουδών, που επιχειρούμε στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αυτού. Για τον ίδιο λόγο, και τα όρια μεταξύ των επιμέρους (υπο)κλάδων μιας ορισμένης επιστή­ μης, όπως και μεταξύ των διαφόρων επιστημών, δεν μπορεί να είναι στεγανά. Είναι αυτονόητο ότι οι παραπάνω περιορισμοί ισχύουν και για τη συστηματοποίηση των (υπο)κλάδων της γραμματολογίας, που προτεί­ νουμε παρακάτω - συστηματοποίηση κατ’ ανάγκην στατική και σχηματική: 1. θεωρία/επιστημολογία της γραμματολογίας/μεταγραμματο- λογία. 1.1. Ιστορία της γραμματολογίας. 2. θεωρία της λογοτεχνίας/γραμματείας. 2.1. Θεωρία των λογοτεχνικών και γραμματειακών γενών και ειδών. 2.1.1. θεωρία της ποίησης/ποιητολογία. 2.1.2. θεωρία της αφήγησης/αφηγηματολογία. 2.1.3. θεωρία του δράματος/δραματολογία. 2.1.4. θεωρία των εξωλογοτεχνικών γενών και ειδών. 3. θεωρία του κειμένου/κειμενολογία. 3.1. Μορφολογία (θέματα, μοτίβα, τρόποι, ύφος, μέτρο, ρυθμός κ.τ.λ.). 4. Φιλολογία (κωδικολογία/παλαιογραφία, βιβλιογραφία, βιβλιο­ λογία, κριτική κειμένου/εκδοτική). 5. Ανάλυση και ερμηνεία κειμένου. 6. Εθνική, γενική και συγκριτική γραμματολογία. 6.1. Σχέσεις της λογοτεχνίας με τις άλλες τέχνες.

(12)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 19 7. Σχέσεις της γραμματολογίας με τις άλλες «επιστήμες του ανθρώπου» (γλωσσολογία, κοινωνιολογία, ψυχολογία, φιλοσο­ φία κ.τ.λ.). 8. Ιστορία της λογοτεχνίας/γραμματείας.

Β. Επιστημολογική παρέκβαση

1. Επιστήμη: Σύστημα οργανωμένων θεωρητικών γνώσεων για τη φύση, την κοινωνία και τον άνθρωπο (ως βιολογικό και πνευματικό ον), με αντικειμενική ισχύ, με ιδιαίτερα θεωρητικά μέσα για την ανάπτυξή του (μεθόδους), που προβαίνει ορθολογικά-αποδεικτικά (άίδΙαίΓδίν), με τη δυνατότητα αυτοελέγχου και αυτοδιόρθωσης/αυτο­ βελτίωσης, που βασίζεται πάνω στην ανθρώπινη, κοινωνικά οργανω­ μένη εμπειρία και πράξη και επιδρά, με τη σειρά του, καθοριστικά- διορθωτικά πάνω σ’ αυτήν, με στόχο την επέμβαση του ανθρώπου/της κοινωνικής ομάδας πάνω στη φύση και τον άνθρωπο/την κοινωνική ομάδα, για την παραγωγή και αναπαραγωγή της ανθρώπινης ζωής σ’ όλες της, τις υλικές και τις πνευματικές, εκδηλώσεις. 2. Φυσικομαθηματικές («εφαρμοσμένες») επιστήμες//ιστο- ριχοχοινωνιχές επιστήμες/επιστήμες του ανθρώπου (δοίβηεββ

Ηηπιαίηββ/ΗηηιαηιιΑδδβηβοΗαββη/* ΟβίβίβδίνίεββηΘοΗαββη

).

• Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις πρώτες και τις δεύτερες, παρά α) ως προς το αντικείμενο: Το αντικείμενο των φυσικομαθηματικών επιστημών είναι η έξω από τον άνθρωπο φύση και ο άνθρωπος ως μέρος της (βιολογικό ον)* το αντικείμενο των ιστορικοκοινωνικών επιστημών είναι η ανθρώπινη κοινωνία και ο άνθρωπος ως μέλος της (κοινωνικό ον) — συμπερι­ λαμβανομένων και όλων των πνευματικών/ψυχικών/βουλητικών/ νοητικών εκδηλώσεών του και της ανθρώπινης σκέψης κ’ επιστήμης και των νόμων/κανόνων που τις διέπουν* β) ως προς τις ιδιαίτερες, ειδικές για τις πρώτες και τις δεύτερες, μεθόδους. (Αλλά μια

(13)

τέτοια διαφοροποίηση υφίσταται και μεταξύ των επιμέρους επιστη­ μών και των κλάδων τους, είτε φυσικομαθηματικών, είτε ιστορικο- κοινωνικών: καθεμιά απ’ αυτές και καθένας απ’ αυτούς αναπτύσ­ σουν ιδιαίτερες, ειδικές μεθόδους — και τεχνικές). • Κοινά είναι ανάμεσα στις μεν και στις δε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία/χαρακτηριστικά που συμπεριλάβαμε στον παραπάνω ορισμό: α) συστηματικότητα β) αντικειμενικότητα γ) ορθολογικότητα/αποδεικτικότητα δ) σύστημα αυτοελέγχου/αυτοδιόρθωσης ε) διαλεκτική σχέση θεωρίας/πράξης. • Αναλυτικότερα: α) Η αντικειμενικότητα αμφισβητήθηκε στις ιστορικοκοινωνικές επι­ στήμες. Το πρόβλημα δημιουργέ ίται, επειδή σ’ αυτές το (ατομικό και κοινωνικό) αντικείμενο είναι ταυτόχρονα και (ατομικό και κοινωνικό) υποκείμενο της γνώσης/επιστήμης. Αλλά: Αντικειμενικότητα δε σημαίνει, ειδικά στις ιστορικοκοινωνι- κές επιστήμες, ουδετερότητα, αλλ’ ακριβώς το αντίθετο: ενσυνεί­ δητη ένταξη με τις κοινωνικές δυνάμεις και ομάδες που ενσαρκώ­ νουν και εκφράζουν το εκάστοτε πιο προχωρημένο σημείο/στάδιο της ιστορικής διαδικασίας (ΡΐΌζβδδ)* με την έννοια αυτή, η αντι­ κειμενικότητα, η αντικειμενική αλήθεια, είναι ιστορικά και κοινω­ νικά καθορισμένη και αποτελεί, και στις φυσικομαθηματικές και στις ιστορικοκοινωνικές επιστήμες, την εκάστοτε πιο προχωρη­ μένη, ανώτερη, προοδευτικότερη σύνθεση θεωρίας και πράξης. β) Η πράξη στις φυσικομαθηματικές επιστήμες ονομάζεται: τεχνική- στις ιστορικοκοινωνικές επιστήμες: πολιτική. γ) Κοινή είναι και στις πρώτες και στις δεύτερες η χρήση του πειράματος: Και στις ιστορικοκοινωνικές επιστήμες χρησιμοποιεί­ ται μέσω της ττολιτικής — το πείραμα: όπως λ.χ. η εφαρμογή πορισμάτων της Οικονομικής Επιστήμης στη βιομηχανία, γεωργία κ.τ.λ. ή η εφαρμογή πορισμάτων της Παιδαγωγικής Επιστήμης

(14)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 21 στη -σχολική- εκπαίδευση (με τη μορφή «μοντέλων»), με στόχο την επαλήθευσή τους, τη βελτίωσή τους και την περαιτέρω προώ­ θηση της παραγωγής και της κοινωνικής οργάνωσής της. δ) Ιδιαίτερη επιφύλαξη, αμφισβήτηση και μάλιστα άρνηση εκφρά­ στηκε ως προς τη δυνατότητα της αντικειμενικής, συστηματικής, επιστημονικής γνώσης της λογοτεχνίας και συνεπόμενα ως προς το δικαίωμα ύπαρξης του επιστημονικού κλάδου της γραμματολογίας. Οι αντιρρήσεις αυτές έχουν την αφετηρία τους αφενός στη σύγχυση ανάμεσα στην ιδιαιτερότητα του γνωστικού αντικειμένου «λογοτε­ χνία» («υποκειμενικότητα», «ψυχικότητα», «πολυσημία» κ.τ.λ.) και το αίτημα της αντικειμενικότητας, που χαρακτηρίζει, όπως και κάθε άλλη επιστήμη, το γνωστικό κλάδο του, την επιστήμη της γραμματο­ λογίας, και αφετέρου στις αγνωστικιστικές φιλοσοφικές/γνωσεολογι­ κές στάσεις και θεολογίες που αναιρέσαμε συνοπτικά παραπάνω. 3. Γλώ σσα και μεταγλώ σσα/θεω ρία χαι μεταθεωρία Σε μια θεωρητική/επιστημονική γλώσσα, όπως λ.χ. στη Γεωγρα­ φία, εκφέρονται προτάσεις όπως η ακόλουθη: α) Η Αθήνα είναι πρωτεύουσα της Ελλάδας. Στις προτάσεις αυτές εκφράζεται μέσω της γλώσσας (Γ) μια σχέση ανάμεσα σ’ ένα γνωστικό/θεωρητικό αντικείμενο (Αθήνα: Α) και μια γνώση/θεωρία (θ). Σε μιάν άλλη επιστημονική γλώσσα (Γλωσσολογία/Γραμματική) βρί­ σκεται λ.χ. η πρόταση: β) Η λέξη «Αθήνα» είναι τρισύλλαβη. Στην πρόταση αυτή το γνωστικό αντικείμενο δεν είναι η γεωγραφική έννοια Αθήνα, αλλά η λέζτη «Αθήνα» — τα εισαγωγικά είναι η εξωτερική ένδειξη αυτής της νέας χρήσης της λέξης «Αθήνα». Εδώ η σχέση ανάμεσα στο γνωστικό αντικείμενο (Α') και τη θεωρία πραγμα­ τοποιείται, με τη μεσολάβηση της γλώσσας (Γ'), σ’ ένα άλλο, ανώτερο λογικό/θεωρητικό επίπεδο (θ'). Τη γλώσσα στην οποία είναι διατυπωμένη η πρώτη πρόταση την

(15)

ονομάζουμε γλώσσα του αντικειμένου ή γλώσσα της α' βαθμίδας· τη γλώσσα της δεύτερης πρότασης μεταγλώσσα ή γλώσσα της β' βαθμίδας. (Με τη λογική αυτή ιεράρχηση το γνωστικό αντικείμενο ανήκει πάντα στη λεγόμενη «βαθμίδα 0» (μηδέν)* η γλώσσα της γλωσσολογίας είναι, από την άποψη αυτή, πάντα μια μεταγλώσσα). Το θεωρητικό επίπεδο στο οποίο κινείται η πρώτη πρόταση το ονομά­ ζουμε α' θεωρητικό επίπεδο ή Θεωρία, το θεωρητικό επίπεδο της δεύτερης πρότασης β" Θεωρητικό επίπεδο ή μεταΘεωρία. Η μετάβαση σ’ ένα ακόμα ανώτερο γλωσσικό/θεωρητικό επίπεδο θα δημιουργούσε μια νέα μεταγλώσσα/μεταμεταγλώσσα (Γ") και μια νέα μεταθεωρία/μεταμεταθεωρία (θ"). Η ικανότητα αυτή της μετάβασης από το κατώτερο στο ανώτερο θεωρητικό επίπεδο και η αντανάκλαση του πρώτου στο δεύτερο είναι σύμφυτη μιε την ανθρώπινη γνώση/ συνείδηση: Ο άνθρωπος δεν έχει μόνο την ικανότητα ν’ «αντανακλά» «μέσα του» (στον εγκέφαλό του) τον κόσμο των αντικειμένων (συνεί­ δηση), αλλά και αυτή την ίδια την «αντανάκλαση» (συνείδηση της συνείδησης). Το λογικό πρόβλημα που πηγάζει από την ύπαρξη μιας γλώσσας/ μεταγλώσσας και θεωρίας/μεταθεωρίας ήταν ήδη γνωστό στους αρχαίους, όπως δείχνει το «δίλημμα του Επιμενίδη» (στον κρητικό Επιμενίδη αποδιδόταν η ρήση: «Κρήτες αεί ψεύσται»), η συστηματική του όμως λύση και διατύπωσή επιτεύχθηκε μόλις στον αιώνα μας, από δύο μαθηματικούς, τον αυστριακό Κυιΐ Οοάβΐ (« ϋ Ι ) Θ Γ ίοπη&Ι απ-

βηΐδοΙιβκΙΒαΓβ δαΐζβ άβΓ Ρπηοίρί& Μ&Λβιη&ώίοα ιιηά νβην&ηάΐβΓ 8γδίβπΐθ», 1931) και τον πολωνό ΑΐίτβοΙ Τατδία («Όβτ λναΗΛβίΙδββ- £π£Γ ίη άβη ίοπηαΐίδίθΐΐβη δρΓ&οΙιβη», 1935* «ΙηϊΓοάιιοΙίοη Ιο Ι^ο§ίο αηά Ιο Μβώοάο1ο§γ ο£ ΌβίΙιιοΗνθ δοίβηοβδ», 1941). Η εφαρμογή των παραπάνω επιστημολογικών παρατηρήσεων και πορισμάτων στο χώρο της επιστήμης της γραμματολογίας παρουσιά­ ζει ορισμένες ιδιοτυπίες: Η λογοτεχνία/το λογοτεχνικό κείμενο είναι ένα γνωστικό/θεωρη­ τικό αντικείμενο που «αποτελείται» το ίδιο από γλώσσα. Από μερικούς μελετητές (Κ. Βατώβδ, Ο. Οβηβ^β) έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η γλώσσα της λογοτεχνίας πρέπει να θεωρηθεί ως γλώσσα της α'

(16)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ η βαθμίδας, οπότε η γλώσσα της επιστήμης της γραμματολογίας θα ήταν μια γλώσσα της β' βαθμίδας και επομένως μια μεταγλώσσα. Η άποψη αυτή δεν πρέπει να γίνει δεκτή, επειδή α) η γλώσσα της λογοτεχνίας αποτελεί το υλικό, την «ύλη» την ίδια του λογοτεχνικού έργου και είναι αναπόσπαστα μ ’ αυτό δεμένη, είναι κατά κάποιον τρόπο συνώνυμό του* η γλώσσα του λογοτεχνικού έργου αποτελεί το ίδιο το γνωστικό αντικείμενο της επιστήμης της γραμματολογίας και επομένως ανήκει, σύμφωνα με τα παραπάνω, στη γλωσσική και θεωρητική βαθμίδα 0 (μηδέν) - και β) η γλώσσα της λογοτεχνίας, παρόλο που έχει χαι καταδηλωτική ικανότητα (άέηοΐ&ϋοη), δεν είναι θεωρητική γλώσσα, αλλά κυρίως γλώσσα στην αισθητική της ύπαρξη. Και είναι αυτή ακριβώς η «αισθητικότητα» της λογοτεχνικής γλώσ­ σας που διαφοροποιεί, και γλωσσικά, τη λογοτεχνία ως τέχνη από τη θεωρητική γλώσσα,\που χρησιμοποιεί η επιστήμη. Έτσι, η γλώσσα/ορολογία που χρησιμοποιούμε στην επιστήμη της γραμματολογίας είναι η πρώτη θεωρητική γλώσσα και το αντίστοιχο θεωρητικό επίπεδο το πρώτο θεωρητικό επίπεδο. Είναι φανερό ότι η θεωρία αυτής της επιστήμης κινείται στο δεύτερο θεωρητικό επίπεδο: η γλώσσα/ορολογία της είναι μια πρώτη μεταγλώσσα και η ίδια μια -πρώτη— μεταθεωρία· γι’ αυτό θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και «μεταγραμματολογία». Ωστόσο, στην επιστημονική πράξη, στην πράξη όλων των επιστη­ μών, η αυστηρή διάκριση ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο θεωρη­ τικό επίπεδο δεν *είναι πάντα δυνατή — και προπαντός: δεν1 είναι σκόπιμη. Έτσι, η θεωρία της γραμματολογίας/μεταγραμματολογία (μετα)κινείται και στο πρώτο θεωρητικό επίπεδο, το επίπεδο της γραμματολογίας, για να εξατάσει άμεσα το αντικείμενό της, τη γραμματεία και ιδιαίτερα τη λογοτεχνία. Επιπλέον: Επειδή κάθε επιστήμη συνοδεύεται, αναγκαστικά., από τη θεωρητική/επιστημολογική της αντανάκλαση, τη μεταθεωρία της, συνάγεται ότι η θεωρία της γραμματολογίας/μεταγραμματολογία είναι ταυτόχρονα κλάδος της γραμματολογίας και ότι σ’ αυτήν ανήκουν, αυτονόητα, και οι —επιμέρους- θεωρίες/μεταθεωρίες των επιμέρους κλάδων τους — έστω και αν αυτές δε συμπεριλήφθηκαν, από

(17)

πρακτικούς λόγους, στη σχηματική.συστηματοποίηση της γραμματο­ λογίας ως επιστήμης που προτείναμε παραπάνω.

Γ. Ζητήματα ορολογίας

Η επιστημονική ορολογία, ιδιαίτερα η ορολογία μιας ιστορικοκοι- νωνικής επιστήμης, δεν είναι απλά το αποτέλεσμα μιας γλωσσικής σύμβασης* αντικατοπτρίζει την ίδια την εξέλιξη της επιστήμης, καθορίζοντάς την, ώς ένα βαθμό, πάλι με τη σειρά της: η (επιστημο­ νική) παραγωγή προωθείται από τα (επιστημονικά) εργαλεία, που έχουν παραχθεί μέσα στην ίδια την (επιστημονική) παραγωγή. Ειδικότερα, η ζήτηση των όρων μιας ορισμένης επιστήμης συνά­ γετα ι με τη (μετα)θεωρία της ίδιας επιστήμης και αυτή η τελευταία αναπτύσσεται σ’ ένα προχωρημένο στάδιο της επιστημονικής πράξης — και όλα αυτά ισχύουν, όπως θα δούμε παρακάτω, και για την επιστήμη της νεοελληνικής γραμματολογίας. Με την έννοια αυτή, η «κωδικοποίηση» της ορολογίας της νεοελληνικής γραμματολογίας, που επιχειρούμε με την εργασία μας αυτή, αποτελεί, ταυτόχρονα, μιαν ιστορική ανασκόπηση και αναχώνευση όλης της επιστημονικής πράξης και θεωρίας στον κλάδο αυτό μέχρι σήμερα και μια πρόταση για την περαιτέρω ανάπτυξή της* ένας πρώτος στόχος της «κωδικο­ ποίησης» αυτής θα ήταν η σύνταξη ενός «ειδικού» λεξικού, του λεξικού των νεοελληνικών γραμματολογικών — όχι «λογοτεχνικών»! - όρων. θ’ αρχίσουμε από τους βασικούς όρους, που αναφέρονται στην επιστήμη αυτή στο σύνολό της και στο - ολικό — αντικείμενό της, όπως τα ορίσαμε παραπάνω, παραπέμποντας την εξέταση των μερικό- τερων, ειδικότερων όρων, που αναφέρονται στους επιμέρους κλάδους της επιστήμης και στα επιμέρους γένη και είδη του αντικειμένου της, στ’ αντίστοιχα σημεία της μελέτης μας. α) Ο όρος «γραμματολογία» αποτελεί την εννοιολογικά πιστή απόδοση του γερμανικού «ΙϋβΓαίιιπνίδδβηδοΗαΛ» (επί λέξει: «επι­ στήμη της λογοτεχνίας», όπου η λ. «της λογοτεχνίας» είναι γενική αντικειμενική), που είναι σε χρήση το αργότερο από τα 1828/1842. Η

(18)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 25 γερμανική «ΟΙβΓαϊυηνίδδβηδθΗ3&>>, που είχε ως αντικείμενό της μόνο ό,τι ορίσαμε παραπάνω ως «λογοτεχνία» και ήταν ένας επιμέρους κλάδος της «φιλολογίας» (ΡΗίΙοΙο^ίβ), τείνει να διευρυνθεί, ώστε να συμπεριλάβει στο αντικείμενό της όλα τα γραπτά μνημεία (= γραμ­ ματεία), αντιστρέφοντας με τον τρόπο αυτό τη σχέση της με την πατροπαράδοτη «φιλολογία». Το δεύτερο συνθετικό του όρου (λνίδδβηδοΗαΑ = επιστήμη) δε δηλώνει μόνο το αίτημα για την «επιστημονικότητα» του κλάδου, αλλά και αντιστοιχεί απόλυτα, όπως δείχνουν τα πολυάριθμα παρό­ μοια σύνθετα της γερμανικής (ΚβΙίβίοηδνπδδβηδοΙιβΑ, Μιΐδίΐανίδδβη- δοΗαή κ.τ.λ.), στο ελληνικό επίθημα -λογία. Η βαθμιαία επικράτηση του γερμανικού όρου καταφαίνεται και από την πιστή του απόδοση, από το 19ο ήδη αιώνα, στα ρωσικά, την ανανεωμένη χρήση του από τους πρώτους ρώσους φορμαλιστές στο Μεσοπόλεμο (ΙϋβΓ&ϊιίΓονβάβ- ηίβ/ΙίίβΓαΙχιπι^α ηαιιΐία) και την αποδοχή του, σ’ επιλέξει μετάφραση («δοίβηοβ θβ 1β ΙΐΚβΓαίιΐΓβ»), από μερικούς μεταπολεμικούς «παραδοσι­ ακούς» γάλλους μελετητές (Οην ΜίοΗαηά, «Ιηίπχΐιιοΰοη α αηβ δοίβη­ οβ άβ Ια ΙίΙίβΓ^υΓβ», 1950) και τους μοντέρνους διαδόχους των ρώσων φορμαλιστών (Κ. ΒατϊΗββ, «Οηϋφΐβ βϊ νβηϊβ», 1966 σ. 56, Τ. Τοάονου, «ΙιίΚβΓ&ΙιΐΓβ β* δί^ηίβοαίίοη», 1967, σ. 7). Τέλος, η περιφραστική αυτή απόδοση του γερμανικού «ΙΛ!:βΓ&*ιιηνίδδβηδθ1ΐ3&» πέρασε, πιθανότατα από τους τελευταίους αυτούς γαλλόφωνους στρου- κτουραλιστές, και στην ελληνική ορολογία (Σ. Δημτητρίου, «Λεξικό όρων...», τ. 1, 1978, σ. 122: «επιστήμη της λογοτεχνίας»), χωρίς όμως, ευτυχώς, να καθιερωθεί. (0 γαλλικός όρος «§ΓαπιηΐΕΐο1ο§ίβ», που τον «δανείστηκε» ο |. ϋθΓπάα («ϋβ 1η βΓΗηιπίΗίοΙοβίβ», 1967) από τον I. Οβ11> («Α 5ίιι<1γ ο£\νηΙίη§, Λβ Γοιιηά&ϋοηδ ο£ Οϊ*αιηιηα1:ο1θ£γ», 1952) για να δηλώ­ σει τη «γραπτότητα» του κειμένου, δεν έχει καμιάν — ιστορική και σημασιολογική - σχέση με το γερμανικό «ΙίΙβπιΙιιηνίδδβηδοΗβΑ» και το ελληνικό «γραμματολογία»). Για τη δήλωση της επιστήμης, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της, που αναφέρεται στο αισθητικά φορτισμένο αντικείμενό της, χρησιμοποιείται ακόμα στα γαλλικά ο όρος «ΙίΐΙβΓαΙιιΐΓβ», που σημαίνει

(19)

όμως, πρωταρχικά, το ίδιο το αντικείμενο της επιστήμης — πράγμα εντελώς ανυπόστατο και απαράδεκτο από επιστημολογική άποψη. Πολύ σαφέστερος, αν και στενότερος από τον ελληνικό όρο «γραμμα­ τολογία», όπως τον οριοθετήσαμε παραπάνω, είναι ο όρος «ροβϋφΐβ», που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα από τους — γαλλόφωνους,, κυρίως - στρουκτουραλιστές 0α]£θ1)δοη, ΤοάοΓον) για τη δήλωση ολόκληρου του κλάδου που έχει ως αντικείμενό του τη «λογοτεχνία» (Ιϋίέπ&ΐΓβ), όχι μόνο την «ποίηση» (ροβδίβ). Ο όρος, που αποτελεί μ ιαν ανανεωμένη χρήση του αριστοτελικού — και κλασικιστικού — όρου «ποιητική», είχε ήδη χρησιμοποιηθεί τον περασμένο αιώνα, με την ίδια ακριβώς ευρύ­ τερη σημασία, από το σημαντικότερο εκπρόσωπο του γερμανικού γραμματολογικού θετικισμού λνίϋιβίιη δοΗβΓβΓ («Ρθ6ϋ1ο>, 1888). Ιδιότυπη και κάθε άλλο,"παρά ικανοποιητική είναι η κατάσταση στην αντίστοιχη αγγλική γραμματολογική ορολογία: Πλάι στον — ελάχιστα χρησιμοποιούμενο — όρο «1ί1:6Γ&ι*γ δοΗοΙ&τδΙιίρ», που καλύπτει σχεδόν ολόκληρο το περιεχόμενο του γερμανικού «ΟΐβΓαϊαηνίδδβη- δοΙιοΑ» και με τον, ίδιο τονισμό της «ακαδημαϊκότητας» του κλάδου, είναι σε — πολύ κοινότερη — χρήση οι πιο διαφορετικοί όροι, όπως «ΙίΙβΓ&ιγ ώβοιγ» (και «Λβοιγ οΠίίβι-α&ΐΓβ»), «1ίΐ6Γαιγ οπΗοίδΐη» και «ΙίΐβΓ&ιγ Πίδίοιγ», που, εκτός από το ελάττωμα της περίφρασης, έχουν και το μειονέκτημα ν’ αναφέρονται μόνο στο σπουδαιότερο μεν, αλλ’ οπωσδήποτε μερικό αντικείμενο της επιστήμης, τη λογοτεχνία (ΙϋβΓ&ΙιΐΓθ), ή σε μια μόνο πλευρά της σπουδής της, ενώ ο πατροπαρά­ δοτος όρος «ρΙιί1ο1θ£γ», που είχε διευρυνθεί, στη γερμανική ιδίως εκδοχή του, για να χωρέσει ολόκληρο το φάσμα της —κλασικής— αρχαιογνωσίας, έχει στενέψει, στη σύγχρονη αγγλική χρήση του, τείνοντας να γίνει συνώνυμο της — κλασικής και μεταγενέστερης — «γλωσσολογίας». Ο ελληνικός όρος «γραμματολογία» βρίσκεται σε χρήση το αργό­ τερο από τα 1844, χρησιμοποιείται εντούτοις από τον πρώτο ήδη χρήστη του, τον κλασικό φιλόλογο Κωνσταντίνο Ασώπιο (1850) για τη δήλωση όχι της επιστήμης αλλά του -ειδικότερου- αντικειμένου της, της —κλασικής— γραμματείας. Οπωσδήποτε, η γνώμη ότι πρώτος ο Αριστείδης Κυπριανός (1861) χρησιμοποίησε τον όρο για τη

(20)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 27 σήμανση του επιστημονικού κλάδου (της κλασικής γραμματολογίας) πρέπει πιθανότατα ν’ αναθεωρηθεί, αφού ως πρώτος ακριβής χρήστης του όρου για τη δήλωση του επιστημονικού κλάδου, και μάλιστα σ’ αναφορά με τις νεότερες «γραμματείες» και «λογοτεχνίες» και σε σύζευξη με το επίθετο «συγκριτική», μπορεί τώρα να τεκμηριωθεί ο γενάρχης της νεοελληνικής —λογοτεχνικής— κριτικής Ιάκωβος Πολυ- λάς («του διδασκάλου αυτού της συγκριτικής γραμματολογίας»: ειρω­ νική αποστροφή για το Σπ. Ζαμπέλιο, στο: «Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Σπ. Ζαμπελίου», 1860). Έκτοτε, ο όρος «γραμματολογία» χρησιμοποιήθηκε, έστω και σποραδικά, μ’ αυτήν ακριβώς τη σημασία, από πολλούς μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας (και γραμμα­ τείας), για να γνωρίσει μάλιστα και την «επίσημη» κωδικοποίησή του, μαζί με τον ορισμό του, σε μερικά από τα σημαντικότερα ελληνικά λεξικογράφικά έργα από τον περασμένο αιώνα ώς τις μέρες μας. Οι δύο κύριοι σταθμοί της οριστικής καθιέρωσης του όρου «γραμμα­ τολογία» σημαδεύονται από το άρθρο του Ιωάννη Πανταζίδη «Φιλολο­ γία, γραμματολογία, λογοτεχνία» στο περιοδικό «Εστία» (1886) και το εκτενέστατο λήμμα «Γραμματολογία» του Ιωάννη Συκουτρή στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» (1929), όπου γίνεται φανερό ότι με τον όρο αυτό αποδίδεται το γερμανικό «ΕίίβΓαίυηνίδδβηδοΗ&β:» και όπου δίνεται, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ένας πλήρης ορισμός του επιστημονικού αυτού κλάδου. Η περιφραστική απόδοση του ίδιου όρου από τον Κ. Δ. Γεωργούλη 23 χρόνια αργότερα («Η επιστήμη της λογοτεχνίας», 1952) ήταν, εννοείται, άσχετη από τη χρήση του ίδιου όρου από τους ρώσους φορμαλιστές — και την έμμεση και, ευτυχώς, εφήμερη ελληνική του αντανάκλαση, που επισημάναμε περαπάνω. Η χρήση του όρου «γραμματολογία» με τη σημασία «ιστορία της λογοτεχνίας», που επιχειρήθηκε, σποραδικά, προπολεμικά, σ’ αναφορά με μια ξενόγλωσση αρχικά ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Γ . Βαλέτας, «Εκδόσεις και σύνθεση της νεοελληνικής γραμματολογίας του Αλεξ. Ρ. Ραγκαβή», Νέα Εστία, 1936) και μεταπολεμικά και στον ίδιο τον τίτλο μιας ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Αδαμ^ Παπαδήμας, «Νέα ελληνική γραμματολογία», 1948), είναι

(21)

σήμερα αδόκιμη και πρέπει να εγκαταλειφτεί, προς όφελος μιας μεγαλύτερης ορολογίακής πληρότητας, διακριτικής ικανότητας και σαφήνειας του επιστημονικού κλάδου της γραμματολογίας, όπως τον ορίσαμε παραπάνω. β) Ο όρος «φιλολογία» έχει στην Ελλάδα μιαν εννοιολογική ιστο­ ρία εντελώς παράλληλη προς τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και γραμματολογίες — μ’ εξαίρεση, όπως είδαμε, την αγγλική —, που ξεκίνησε από την «κλασική φιλολογία», για να «εξειδικευτεί», με τη μετάβασή της στις νεότερες εθνικές «φιλολογίες», στη δεύτερη, στενότερη σημασία της, στην οποία την περιορίζουμε κ’ εμείς στο βιβλίο μας αυτό: σ’ έναν επιμέρους κλάδο της γραμματολογίας. Αυτή, η μερικότερη κ’ εξειδικευμένη, χρήση της προσκρούει προσω­ ρινά στη θεσμοθετημένη,* ακαδημαϊκή χρήση της για τη σήμανση ολόκληρου του επιστημονικού κλάδου, και μάλιστα ολόκληρων επιστη­ μονικών κλάδων στις Φιλοσοφικές Σχολές των ελληνικών πανεπιστη­ μίων («Τμήμα Φιλολογίας», «πτυχίο φιλολογίας»), αλλ’ αυτός ο ορολογιακός διχασμός, που δεν είναι, και στους άλλους επιστημονικούς κλάδους ή θεσμούς («Φιλοσοφική Σχολή»), άγνωστος και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μπορεί να ξεπεραστεί. Η -εξαιρετική- ελληνική ιδιοτυπία - σε σχέση με τις ευρωπαϊκές γραμματολογίες - που προκύπτει από την, ξεπερασμένη πια, χρήση του όρου «φιλολογία» για τη δήλωση και του αντικειμένου της επιστήμης, της γραμματείας γενικότερα, της λογοτεχνίας ειδικότερα, και που δεν ήταν παρά η - εννοιολογικά πιστή αλλά λεξιλογικά εντελώς άστοχη — απόδοση του γαλλικού «ΙίΚέΓαΙυΓβ» και των άλλων ευρωπαϊκών αντιστοίχων του στην πρώτη σημασία του (βλ. λ.χ. την ελληνική μετάφραση του «ΟβδοΙιίοΙιΐΘ άβτ ηβα^πβοΗίδοΚβη Ι_.ί1ί€Γ&- *υι> του Α. Ρ. Ραγκαβή: «Περίληψη ιστορίας της νεοελληνικής φιλολογίας», Αθήνα 1887), έχει ήδη ελεγχθεί και απορριφθεί στα 1861 από το μεσαιωνολόγο Δ. Μαυροφρύδη* για το λόγο αυτό, η παρατεινόμενη χρήση του, στην ίδια αυτή σημασία, και μάλιστα με την προσθήκη του σχετλιαστικού επιθέτου «ελαφρά», δεν πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα. γ) Από τους δύο όρους που χρησιμοποιήσαμε, στον ορισμό ήδη της

(22)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 29 επιστήμης μας, για τη σήμανση του αντικειμένου της στη διπλή του έκφανση, ο πρώτος, «γραμματεία», έχει μια μακρότατη λεξικολογική προϊστορία, που φτάνει ώς την άμεσα μετακλασική περίοδο (Πλούταρ­ χος), όπου όμως η λέξη σήμαινε την «ιδιότητα, το αξίωμα του γραμματέως» — σημασία που τη διατήρησε, μαζί με τη θεσμοθετημένη του συγκεκριμενοποίηση (Γραμματεία *= Υπουργείο), υπό την επί­ δραση της γερμανικής «καγκελλαρίας» (Καηζΐβί), ώς τον ελληνικό 19ο αιώνα. Από την ίδια όμως εποχή, το αργότερο από τα 1839, μπορεί να τεκμηριωθεί και η χρήση του όρου για τη δήλωση καταρχήν του αντικειμένου της επιστήμης της «(κλασικής) φιλολογίας» (όηιάί- Ηοη), αλλά και της «λογοτεχνίας» (ΙίΚέπιίιΐΓβ) και της ίδιας της επιστήμης, για να σταθεροποιηθεί, στον αιώνα μας και στις μέρες μας, στη δήλωση «όλων των γραπτών μνημείων», ανεξάρτητα από την αισθητική τους φόρτιση, μιας νεότερης, εθνικής και επομένως και της νεοελληνικής, γλώσσας.

(23)

01 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΔΓΣΗ

(14ος-19ος αι.)

Η γραμματολογία ως επιστήμη θεμελιώνεται στην Ευρώπη στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, του αιώνα του ιστορισμού και του επιστημονισμού. Ωστόσο, και η γραμματολογία έχει, όπως και κάθε άλλη επιστήμη, μ*α μακρότατη προϊστορία, που φτάνει ώς την πρώιμη μετακλασική, την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή* μια αυστηρή διάκριση ανάμεσα στην επιστημονική και την προεπιστημο- νική της φάση θ’ αντιστρατευόταν όχι μόνο την ιστορική πράξη της εξέλιξης του επιστημονικού αυτού κλάδου, αλλά και το χαρακτήρα ή την ουσία της εξέλιξης της ανθρώπινης γνώσης γενικότερα. Η ανανέωση των γραμματολογικών σπουδών που συνεπέφερε η ευρωπαϊκή Αναγέννηση με την «ανακάλυψη» και την ενσωμάτωση στο χώρο των ενδιαφερόντων της των νεότερων, εθνικών πολιτισμών, γλωσσών και λογοτεχνιών, μετά τη σχεδόν ολική έκλειψη του — δυτικού και ανατολικού — Μεσαίωνα, δεν ήταν αρχικά, όπως και στ’ άλλα πεδία του επιστητού, παρά μια δημιουργική πρόσληψη και προέκταση της αρχαίας, μετακλασικής παράδοσης του κλάδου, και μάλιστα στις τρεις κύριες κατευθύνσεις του: α) τη φιλολογία (κριτική/ έκδοση κειμένων, γλώσσα, γραμματική)* β) την καταγραφή (κατάλο­ γοι, βιογραφίες) και γ) την ποιητική (θεωρία λογοτεχνίας). Η διαίρεση της σύντομης επισκόπησης που ακολουθεί σε περιόδους και φάσεις δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε λόγους πρακτικούς- μεθοδικούς* στην πραγματικότητα, τα όρια μεταξύ των διαφόρων περιόδων και φάσεων είναι ρευστά: κάθε νέο ρεύμα πηγάζει από το προηγούμενο και εκχύνεται στο επόμενο.

(24)

32 ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

1. 14ος-18ος αιώνας: Αναγέννηση, Ανθρωπισμός, Διαφωτισμός

Α . Φιλολογία • Ιταλία. Η Ιταλία, λίκνο των νεότερων φιλολογικών σπουδών στην Ευρώπη, όπως και της ευρωπαϊκής Αναγέννησης και του Ανθρωπι­ σμού, γενικότερα* η κριτική των κειμένων μερικότερη έκφραση του κριτικού πνεύματος της Αναγέννησης - κατά της αυθεντίας της μεσαιωνικής Σχολαστικής (ξηρός σχολιασμός των κειμένων), θεμελιωτές: οι «κλασικοί» ποιητές (ταυτόχρονα: φιλόλογοι και ουμανιστές) του 14ου αιώνα: - Ρναηοβδοο Έβίτατοα (1304-1374): Βάζει τα θεμέλια της «κριτικής του κειμένου» (αμφισβήτηση της γνησιότητας μιας δήθεν επιστολής του αυτοκράτορα Αυγούστου). - Οοναηηί Βοοβααήο (1313-1375): Πρώτη εκδήλωση φιλολογικού ενδιαφέροντος για ένα κείμενο της νεότερης εθνικής λογοτεχνίας (αντίγραφο της «Οίνίηα Οοιηιη6<1ί&»: 1351 ή 1359). Πρώτη βιογράφηση ενός νεότερου, εθνικού συγγραφέα («Οθ οπβίηβ νίία $1υ<1ϋ§ βί ιηοπΒιΐδ νίπ οΐαηδδίιηί ϋαηϋδ Αΐί^βπί...», ή «Ίϊαίαίβΐΐο ίη Ι&αάβ άί Ο&ηίβ», 1364). • Η πρόσκληση του Μανουήλ Χρυσολωρά από την Κωνσταντινούπολη στη Φλωρεντία (1397) εγκαινιάζει τη στροφή των ιταλών ουμανι- στών (και) στις ελληνικές κλασικές σπουδές, που ήταν ώς τότε στραμμένες αποκλειστικά στη ρωμαϊκή αρχαιότητα* νέα ώθηση θα πάρουν οι ελληνικές σπουδές με τη φυγή των ελλήνων λογίων μετά την Άλωση στην Ιταλία (και άλλες χώρες της Δύσης). • Πρώτη ακμή των — ελληνικών και λατινικών — κλασικών σπουδών, ιδιαίτερα της φιλολογικής κριτικής: - Αη&βΙο ΡοΙΐζίαηο (1454-1494): μετάφραση αρχαίων συγγραφέων, «κριτική κειμένων». («Οβηΐιιπα ρηιηα πιίδοβίΐαηβοηιιη», 1489). • Πρώτη ακμή της εκδοτικής αρχαίων, κλασικών συγγραφέων: - Αΐάηβ Μαηηϋηβ/Αΐάο Μαηηζίο (± 1450-1515). • Εξάπλωση των —κλασικών— φιλολογικών σπουδών στις άλλες χώρες της Δύσης:

(25)

• Γερμανία. Κλασική φιλολογία: - Κοηιαά ΟβΙίΐΒ (1459-1508): Καθηγ. στο Πανεπιστήμιο της Ιη§ο1- δ&κΐΐ* ποιητής (σε λατιν. γλώσσα), κατά το πρότυπο του Οβιδίου και του Ορατίου: Εξέδωσε την «Οβπηαηία» του Τακίτου. Ανακά­ λυψε τα (λατινικά) δράματα της ΗΐΌδΙνϋ: (Κθδ\νίΛα) νοη ΟαηάβΓδ- Ηβίιη (10ος αι.). - Ετα8τηκ8 νοη Εοϋβτάαηι (1469-1536)· ολλανδός. Δίδαξε στο (γερ­ μανικό) Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. «Ερασμιακή προφορά». Εξέ­ δωσε το (αρχικό) ελληνικό κείμενο της «Καινής Διαθήκης». • Β* μισό 16ου αι. — αρχές 18ου αι.: Ενδιαφέρον για τις μεσαιωνικές μεταφράσεις της Βίβλου (υπό την επίδραση της Μεταρρύθμισης) και τη γερμανική ποίηση του όψιμου Μεσαίωνα (ΗοοΗππΚβΜίβι·). • Μέσα 18ου αι.: Οι «ελβετοί» (Ζυρίχη) ΙοΚαηη |α1ζθΙ> ΒοάιηβΓ και ΙοΗαηη ΒΥβίίίη£βΓ «ανακαλύπτουν» και εκδίδουν τη γερμα­ νική ερωτική ποίηση («Μίηηβδαη^») και το έπος («Ν&β1υη§βη- Ιίβά») του όψιμου Μεσαίωνα («ΡπΛβη άβτ αΐΐβη δοΗλναΒίδοΗβη Ροβδίβ άβδ 13. |α1ΐΓΐιιιη<1βΓΐ:δ», 1748* «8αηιπι1υη§ νοη Μίηηβδίη- £βι*η αιΐδ άβιη δοΙίΛν&βΐδοΙιβη Ζβίίρυΐάβ» 1758· «ΝΛβΙυη^βηΙίβά», 1757). • Αγγλία - ΒίοΗατά ΒβηίΙβν (1662-1742)' κλασικός φιλόλογος. Συνέλαβε (1721) το «επαναστατικό σχέδιο για μια [κριτική] έκδοση της ελληνικής Καινής Διαθήκης» — βασισμένη στα παλαιότερα ελλη­ νικά χειρόγραφα και τη λατινική «Υιι1§&1:β.»* το σχέδιό του θα πραγματοποιηθεί 110 χρόνια αργότερα (1831) από το γερμανό ΚατΙ Ι.αο]ιιη&ηη. Β . Καταγραφή Πρόδρομοι: • Κατάλογοι κλασικών συγγραφέων και έργων στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή (Καλλίμαχος, 3ος αι. π.Χ .: «Πίνακες των έν πάση παιδεία διαλαμψάντων»).

Referências

Documentos relacionados

Analisando a influência do tipo de processamento na orientação das fibras (Figura 5), com relação ao sentido longitudinal, verifica-se pelas curvas tensão-deformação dos

Sendo aprovado no processo de seleção, o candidato deverá, obrigatoriamente, apresentar no ato da matricula acadêmica o Registro Nacional de Estrangeiro (RNE) ou protocolo

Os seguintes pontos relacionados ao conheci- mento sobre aspectos ligados à saúde bucal e prá- ticas adotadas para a manutenção da saúde bucal foram analisados: tipos de cuidados com

Este trabalho tem como objetivo mostrar a importância dos princípios do SUS (Sistema Único de Saúde), Integralidade e Equidade nas rotinas administrativas do Setor

Veza između frikcionog diska (1) i spojničkog vratila (9) ostvaruje se ožebljenom vezom.U uključenom položaju spojnice, komadni mehanizam(6) i potisni ležaj (7),pod

Após uma breve descrição do Yôga e do Método DeROSE, podemos começar a falar do pránáyáma propriamente dito, e abordando-o de acordo com dois pontos de vista distintos:

Exercício 1.11 De quantas formas 4 homens e 5 mulheres podem ficar em fila se a) os homens devem ficar juntos??. b) E se os homens devem ficar juntos e as

Poderão ser emitidas as seguintes representações: I - Representação Administrativa ao Ministério Público do Trabalho (MPT) competente, e ao Serviço de Segurança e